Τῶν Ἁγίων Ἀκεψιμᾶ, Ἰωσὴφ καὶ Ἀειθαλά, Ἀνακομιδὴ Λειψάνων Ἁγίου Γεωργίου, Ἀκεψιμᾶ Ὁσίου, Ἀχαιμενίδη Ὁμολογητοῦ, Θεοδώρου Ὁσίου, τῶν Ἁγίων Δασίου, Σεβήρου, Ἀνδρωνα, Θεοδότου καὶ Θεοδότης, Ἠλία Ὁσίου, τῶν Ἁγίων Ἐννέα Μαρτύρων, τῶν Ἁγίων 28 Μαρτύρων, Ἁγίου Γεωργίου τοῦ νέου, Εὐθυμίου καὶ Νεοφύτου Ὁσίων, Ἀνακομιδὴ Ἱερᾶς Κάρας Μεγαλομάρτυρος Ἀποστόλου, Γουίνιφριντ τοῦ Τρέφυνον .
Οἱ Ἅγιοι Ἀκεψιμᾶς, Ἰωσὴφ καὶ Ἀειθαλᾶς
Ὁ Ἀκεψιμᾶς ἦταν ἐπίσκοπος, ὁ Ἰωσὴφ πρεσβύτερος καὶ ὁ Ἀειθαλᾶς διάκονος.
Καὶ οἱ τρεῖς μαρτύρησαν γιὰ τὸν Χριστό, ὅταν βασιλιὰς τῆς Περσίας ἦταν ὁ Σαπὼρ ὁ Β’. Ὁ Ἀκεψιμᾶς ἄφησε τὴν τελευταία του πνοή, ἀφοῦ χτυπήθηκε σκληρὰ μὲ ἀκανθωτὰ ραβδιὰ ἀπὸ ροδιά. Ὁ Ἰωσὴφ – ἀφοῦ διέσχισαν τὶς σάρκες του – ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο διὰ λιθοβολισμοῦ. Ὁ Ἀειθαλᾶς μαστιγώθηκε σκληρὰ καὶ ἔπειτα τὸν κρέμασαν μὲ τὸ κεφάλι πρὸς τὰ κάτω, μέχρι ποὺ παρέδωσε καὶ αὐτὸς τὴ μακαρία ψυχή του (330 μ.Χ.).
Τὸ αἷμα, ὅμως, ἀπὸ τὶς θυσίες τῶν Ἁγίων ποὺ προκάλεσαν οἱ ἀσεβεῖς, ὑπενθυμίζει τὰ φοβερὰ λόγια τῆς Ἀποκάλυψης: «Ὅτι αἷμα ἁγίων καὶ προφητῶν ἐξέχεαν, καὶ αἷμα αὐτοὶς ἔδωκας πιεῖν ἄξιοι εἴσι». Δηλαδή, ἐπειδὴ οἱ ἀσεβεῖς αὐτοὶ ἔχυσαν τὸ αἷμα τῶν Ἅγιων καὶ τῶν Προφητῶν, τοὺς ἔδωσες καὶ Σὺ (Χριστέ μου) νὰ πίνουν ἀντὶ νεροῦ αἷμα.
Καὶ πράγματι, εἶναι ἄξιοι τῆς τιμωρίας αὐτῆς. Ἂς γνωρίζουν, λοιπόν, οἱ ἀσεβεῖς, ποὺ ἐγκληματοῦν ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων τῆς πίστης, ὅτι τοὺς περιμένει ἀνελέητη καὶ βαρειὰ τιμωρία.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Ὡς θεράποντες, τῆς εὐσεβείας, στῦλοι ὤφθητε, τῆς Ἐκκλησίας, πυρσολατρῶν καθελόντες τὸ φρύαγμα, Ἀκεψιμᾶ Ἱεράρχα πολύαθλε, Ἀειθαλᾶ Ἰωσήφ τε μακάριοι. Ἀλλ’ αἰτήσασθε, Χριστὸν τὸν Θεὸν πανεύφημοι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Τὴν τριφαῇ, τῶν Ἀθλοφόρων φάλαγγα, τὴν ἐν Μονάδι, Τριάδα δοξάσασαν, ἀριστείαις τῆς ἀθλήσεως, μεγαλοφώνως μακαρίσωμεν, Ἀκεψιμᾶν τὸν μέγαν μεγαλύνοντες, καὶ σὺν Ἀειθαλᾷ τὸν Ἰωσήφ ὁμοῦ· αὐτοὺς γὰρ ὁ Λόγος προσεδέξατο.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Ἀθλοφόρων τριὰς σεπτή, Ἀκεψιμᾶ Πάτερ, Ἰωσὴφ καὶ Ἀειθαλᾶ, οἱ καταβαλόντες, πυρσολατρῶν τὴν πλάνην, καὶ μαρτυρίου δόξαν, καρποφορήσαντες.
Ἀνακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Μεγαλομάρτυρα καὶ Τροπαιοφόρου καὶ ἐγκαίνια Ναοῦ του στὴν Λύδδα τῆς Ἰόππης
Μετὰ τὴν κατάπαυση τῶν διωγμῶν καὶ τὴν ἐπικράτηση τοῦ χριστιανισμοῦ σ’ ὅλο τὸ Ρωμαϊκὸ κράτος, ἐπὶ Μεγάλου Κωνσταντίνου, οἱ χριστιανοὶ ἀνήγειραν μεγαλοπρεπὴ Ναὸ στὴν Λύδδα τῆς Ἰόππης, ὅπου μετακόμισαν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, γιὰ νὰ τὸ προσκυνοῦν πλέον ἄφοβα.
Ἔγιναν δὲ μετὰ τὴν κατάθεση τοῦ ἱεροῦ λειψάνου καὶ τὰ ἐγκαίνια τοῦ Ναοῦ στὶς 3 Νοεμβρίου καὶ ἀπὸ τότε κάθε χρόνο ἡ Ἐκκλησία μας, τελεῖ κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Μεγαλομάρτυρα, πρὸς δόξαν Θεοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὡς ἥλιος ἔμψυχος, τῇ σῇ ἀθλήσει φανείς, θεσμῷ ἔδυς φύσεως, ἀλλ’ ἀνατέλλεις ἐκ γῆς, διὰ τῶν λειψάνων σου, ὅλος λελαμπρυσμένος, τῇ τοῦ Πνεύματος αἴγλῃ, ἐκλάμπων τῇ οἰκουμένῃ, ἰαμάτων ἀκτῖνας, Γεώργιε μεγάλαθλε, πιστῶν ἡ ἀντίληψις.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Τῇ ὑπερμάχῳ καὶ ταχείᾳ ἀντιλήψει σου
Προσπεφευγότες οἱ πιστοὶ καθικετεύομεν
Λυτρωθῆναι παρὰ σοῦ Χριστοῦ Ἀθλοφόρε,
Τῶν σκανδάλων τοῦ ἐχθροῦ τοὺς ἀνυμνοῦντάς σε
Καὶ παντοίων ἐκ κινδύνων καὶ κακώσεων,
Ἵνα κράζωμεν, χαίροις Μάρτυς Γεώργιε.
Μεγαλυνάριον.
Πλῆρες εὐωδίας ἁγιασμοῦ, δίκην μυροθήκης, ἐκ λαγόνων ὤφθη τῆς γῆς, τὸ σεπτόν σου σκῆνος, Γεώργιε παμμάκαρ, ἀρωματίζον κόσμῳ, θαυμάτων χάριτας.
Ὁ Ὅσιος Ἀκεψιμᾶς
Ὁ Ὅσιος Ἀκεψιμᾶς ἔζησε τὸν 4ο αἰῶνα μ.Χ. κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου Α’ τοῦ Μεγάλου.
Μετὰ ἀπὸ μία ζωὴ κοινωνική, κατὰ τὴν ὁποία διακρίθηκε γιὰ τὴν εὐσέβειά της, κατέφυγε \
στὸν ἐρημικὸ βίο. Ἔκτισε τὴν οἰκία του ἐντὸς ἑνὸς σπηλαίου. Τρεφόταν ἀπὸ τὰ πενιχρὰ προϊόντα της φύσεως. Ἐνίοτε τοῦ ἔφερναν τρόφιμα περαστικοὶ καὶ εὐσεβεῖς ἄνθρωποι. Ὁ Ὅσιος κρατοῦσε λίγα, μόνο τὰ ἄκρως ἀπαραίτητα γιὰ τὴν σίτισή του καὶ τὰ ἄλλα τὰ ἔδινε στοὺς φτωχούς. Ἔπειτα προσκαλοῦσε τοὺς εὐεργέτες του στὸ σπήλαιο ποὺ ζοῦσε. Ἐκεῖ ὁ Ἀκεψιμᾶς ἀνταπέδιδε τὴν καλοσύνη τους μὲ διδασκαλία στὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ὅσιος πραγματοποίησε πολλὰ θαύματα.
Παρέδωσε ἐν εἰρήνῃ τὸ Πνεῦμα του στὸν Κύριο.
Ὁ Ἅγιος Ἀχαιμενίδης
Ὁ Ἅγιος Ἀχαιμενίδης ἔζησε στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ τοῦ Βυζαντίου Θεοδοσίου τοῦ μικροῦ καὶ τοῦ Ἰσθιγέρδου βασιλιὰ τῶν Περσῶν. Ἦταν γιὸς ἐπιφανοῦς Περσικῆς οἰκογένειας, διέθετε πλοῦτο καὶ ἀξιώματα. Δὲν ἄργησε νὰ μάθει γιὰ τὴν Χριστιανικὴ πίστη καὶ νὰ προσέλθει στοὺς κόλπους της, ἐγκαταλείποντας τὴν πατρογονικὴ θρησκεία καὶ περιουσία.
Τὸ γεγονὸς αὐτὸ τὸ πληροφορήθηκε ὁ βασιλιάς, ὁ ὁποῖος κατέβαλε κάθε προσπάθεια γιὰ νὰ τὸν πείσει νὰ ἀσπαστεῖ τὴν ἀρχική του θρησκεία. Ὅταν εἶδε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ τὸν δελεάσει, διέταξε τὸν βασανισμό του καὶ τὸν δημόσιο ἐξευτελισμό του. Βλέποντας ὁ βασιλιὰς ὅτι μετὰ ἀπὸ ὅλα τὰ μαρτύρια ποὺ ὑπέστη δὲν ἀπαρνιόταν τὸν Χριστιανισμὸ ἄφησε τὸν Ἀχαιμενίδη ἐλεύθερο, ὑπὸ τὸν ὅρο ὅτι θὰ φύγει ἀπὸ τὴν Περσία. Ὁ Ἅγιος Ἀχαιμενίδης ἀπεβίωσε ἐν εἰρήνῃ.
Ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Ὁμολογητής Ἐπίσκοπος Ἀγκύρας
Μᾶλλον ὑπῆρξε ὑπέρμαχος τῶν ἁγίων εἰκόνων καὶ ἴσως ἔδωσε καὶ τὸ αἷμα του γιὰ τὴν σωστὴ θέση τους στὴν Ὀρθοδοξία.
Οἱ Ἅγιοι Δάσιος, Σέβηρος, Ἄνδρωνας, Θεόδοτος καὶ Θεοδότη οἱ Μάρτυρες
Ὅλοι μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Ὁ Ὅσιος Ἠλίας
Ἀπεβίωσε εἰρηνικά.
Οἱ Ἅγιοι Ἐννέα Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ ξίφους.
Οἱ Ἅγιοι 28 Μάρτυρες
Μαρτύρησαν διὰ πυρός.
Ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ νέος Ἱερομάρτυρας, ὁ Νεαπολίτης
Ἦταν Ἱερέας καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ Νεάπολη τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ποὺ τούρκικα λέγεται "Νὲβ Σεχήρ". Διέπρεπε σὰν ἐφημέριος στὸν ἱερὸ ναὸ Κοιμήσεως Θεοτόκου στὴ Νεάπολη «ἐν ἀλήθειᾳ καὶ ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνη πορευόμενος ἐν πάσαις ταῖς ἐντολαῖς καὶ δικαιώμασι τοῦ Κυρίου ἄμεμπτος».
Κατὰ τὸ 1797 προσκλήθηκε ἀπὸ τοὺς χριστιανοὺς τοῦ χωρίου Μαλακωτὴ νὰ ἱερουργήσει, ἀναπληρώνοντας τὸν ἐφημέριό τους, ποὺ τὸν καταδίωκαν οἱ Τοῦρκοι. Ὁ ἱερέας Γεώργιος εὐχαρίστως δέχτηκε καὶ ἀναχώρησε γιὰ τὸ χωριό. Ξαφνικὰ ὅμως, κοντὰ στὴ θέση "Κόμπια – Ντερέ", συνελήφθη ἀπὸ ἐξαγριωμένους βοσκοὺς Τούρκους, οἱ ὁποῖοι τὸν λήστεψαν, τὸν βασάνισαν καὶ τελικὰ τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ἀργότερα τὸ 1924, τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ἅγιου μεταφέρθηκε στὸ Ναὸ τοῦ Ἁγίου Εὐσταθίου στὴ Νέα Νεάπολη κοντὰ στὴ Νέα Ἰωνία στὴν Ἀθῆνα.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Βίον ἅγιον, ἐμφρόνως ἔχων, ἱερατεύσας, Θεῷ ὁσίως, θεοφόρε παμμάκαρ Γεώργιε· καὶ γεωργῶν τῆς ἀγάπης τὸ πλήρωμα, τὸ ἱερὸν ἀπετμήθης αὐχένα σου. Πάτερ Ὅσιε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Θυσίαν Θεῷ προσφέρων τὴν ἀναίμακτον, ὡς ὢν ἱερεύς, τῆς χάριτος Γεώργιε, σεαυτὸν προσήγαγες, ὥσπερ θῦμα αὐτῷ καθαρώτατον· διὰ τοῦτο δεδόξασαι, σὺν Ὁσίων χορείαις, καὶ κλεινοῖς ἀθληταῖς.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἱερέων ἡ καλλονή· χαίροις τῶν Ὁσίων, καὶ Μαρτύρων ὁ κοινωνός· χαίροις ὁ θεόθεν, φανεὶς δεδοξασμένος, Γεώργιε τρισμάκαρ, τοῖς σὲ γεραίρουσι.
Μετακομιδὴ Τιμίων Λειψάνων Ἁγίου Μεγαλομάρτυρα Ἀποστόλου τοῦ νέου
Τὸ 1796 έγινε η μετακομιδὴ τῆς τιμίας Κάρας τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Ἀποστόλου τοῦ νέου, από τὴν Κωνσταντινούπολη στὸν Ἅγιο Λαυρέντιο Πηλίου, χωρίς ὅμως νὰ ἔχουμε περισσότερες λεπτομέρειες.
Ἡ κυρίως μνήμη τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Ἀποστόλου ἑορτάζεται τὴν 16η Αὐγούστου, ὅπου καὶ ὁ βίος του.
Η αγία Γουίνιφριντ (Winefride ή Winifred) ή, σε Ουαλική διάλεκτο Gwenfrew (Γκουένφρέου) του Τρέφυνον (Trefynon), που βρίσκεται στην Βόρεια Ουαλία είναι δεύτερη ηγουμένη της μονής του Γκουίθεριν στην Βόρεια Ουαλία και θαυματουργή παρθενομάρτυρας.
Ήταν ανεψιά του μεγάλου Αγίου Beuno του θαυματουργού και ζούσε με τους γονείς της σε κάποιο μέρος πάνω από την κοιλάδα όπου βρισκόταν το κελί του και το φτωχικό του εκκλησάκι, στον λόφο όπου σήμερα βρίσκεται ενοριακός ναός. Σύμφωνα με την παράδοση, ο γιος ενός τοπικού οπλαρχηγού, ονόματι Κάραντοκ (Caradoc), όταν ήταν στο κυνήγι, την συνάντησε και της ζήτησε να του φέρει νερό.
Στη συνέχεια, προσπάθησε να την αποπλανήσει. Τον απέκρουσε και έτρεξε προς το εκκλησάκι του θείου της, για να ζητήσει άσυλο. Ο Κάραντοκ την ακολούθησε και, από τον θυμό του, της πήρε το κεφάλι με το σπαθί του. Εκεί που έπεσε το κεφάλι της, ανάβλυσε μια πηγή νερού. Ο Άγιος Beuno έβαλε το κεφάλι της στην θέση του, προσευχήθηκε θερμά στον Κύριο και την ξανάφερε στην ζωή. Η θαυματουργή πηγή νερού ονομάζεται το «πηγάδι της αγίας Γουίνιφριντ, στο Holywell, και είναι και σήμερα τόπος προσκυνήματος.
Η αγία Γουίνιφριντ άρχισε να ακολουθεί την μοναστική ζωή, υπό την πνευματική καθοδήγηση της αγίας Eleri, κι έμεινε μαζί της, μέχρι που ο θείος της μετακινήθηκε στο Clynnog Fawr, στην χερσόνησο Lleyn. Αφού έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα στο Bodfari και στο Henllan, κοντά στο Denbigh, η αγία Γουίνιφριντ ταξίδεψε δυτικά, στους λόφους που βρίσκονται πάνω από την κοιλάδα Conwy, κι εκεί ίδρυσε ένα μοναστήρι γυναικείο στο χωριό Gwytherin.
Άλλο ένα πηγάδι, στο Shropshire, ανέβλυσε στον τόπο όπου, κατά την παράδοση, είχε μείνει καθώς πήγαινε στο μοναστήρι της. Εκεί έμεινε μέχρι τον θάνατό της, σε σχετικά νεαρή ηλικία, περί το 650 μ.Χ. (κατ’ άλλους 660 μ.Χ.), και κηδεύτηκε από την αγία Eleri, η οποία την είχε κατηχήσει. Το άγιο λείψανό της προσήλκυσε πολλούς προσκυνητές και έκανε πολλά θαύματα.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr, Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr) καί μετάφραση και ἐπιμέλεια Βρετανῶν Ἁγίων από Κωνσταντίνο Δ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.