Πως είναι δυνατόν να περάσουν χίλια χρόνια σαν μία ημέρα;
Ἱστορίες Γέροντος Κλεόπα - Βιβλίο Α΄
Μέρος Β΄ (Τελευταίο)
![](https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEirG4cDv8Ok8o7u2cRmkXVkZTPAKuL4ittf0uBz4LW7iZcW5v3x6AHoxaetmD7bGhRIPcjR75OBqxezSm4D3OteQDci2ojFpXL8ajTCGqQLndQxlmR2f9liutOjoGICGokUOxB7zECmMY0/s320/%CE%BA%CE%BB%CE%B5%CE%BF%CF%80%CE%B1+%CE%B7%CE%BB%CE%B9%CE%B54.jpg)
Ο πορτάρης βλέπει ξαφνικά έναν άγνωστο γέροντα με κάτασπρη γενειάδα και πρόσωπο που λάμπει, να κατευθύνεται προς το μέρος του και, ασφαλώς, παραξενεύεται:
- Ευλόγησον, πάτερ! Ποιος δρόμος σε φέρνει εδώ;
- Πηγαίνω να κλείσω την εκκλησία, παιδί μου.
- Από πού είσαι, πάτερ; τον ξαναρωτάει ο πορτάρης.
- Από αυτό εδώ το μοναστήρι.
- Από αυτό εδώ το μοναστήρι; Και πού ήσουν πριν έρθεις εδώ;
- Εδώ κοντά. Είχα πάει για λίγο στο δάσος.
- Μα, πάτερ, εσύ δεν είσαι από το μοναστήρι μας!
- Δεν με γνωρίζεις, αδελφέ μου; Είμαι ο π. τάδε, ο νεωκόρος, και πηγαίνω να κλείσω την εκκλησία!
- Για στάσου πάτερ μου. Ειλικρινά, δεν σε καταλαβαίνω. Περίμενε λίγο, να πάω να ειδοποιήσω τον ηγούμενο.
Εκείνη τη βραδιά όμως ο ηγούμενος είχε μία ουράνια αποκάλυψη. Τρεις φορές είχε ακούσει μία φωνή που του έλεγε: «Ανοίξτε τις πύλες της μονής, να μπει το περιστέρι του Κυρίου!»