Τά νεανικά μου χρόνια
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα. Μέρος Γ'
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα. Μέρος Γ'
Τή μέρα πού ἔφθασε στή Βιάτκα ὁ π. Ἰωάννης, ἀμέτρητα πλήθη πιστῶν κατέκλυσαν τούς δρόμους καί σταμάτησαν κάθε κυκλοφορία στή πόλη. Πῆγε κατευθείαν στό σπίτι τῆς οἰκογένειας Ποσκρεμπίσεφ. Μέ πολλή δυσκολία κατόρθωσα νά πλησιάσω μέχρις ἐκεῖ.
Ἔδειξα τήν κάρτα τοῦ Κορομπίτσιν καί μοῦ ἄνοιξαν τήν αὐλόπορτα. Χώθηκα μέσα καί ἀνέβηκα, ὅπως μοῦ ἔδειξαν, στό δεύτερο ὄροφο. Ἐκεῖ, σέ μιά μικρή αἴθουσα, μπροστά στήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, στεκόταν ὁ π. Ἰωάννης καί ἔψελνε τήν παράκληση.
Συγκλονίστηκα ἀπό τό θέαμα: Ἡ μορφή του οὐράνια. Τό βλέμμα του καθαρό καί ἀστραφτερό. Τό ὕφος μεγαλοπρεπές καί ταπεινό συνάμα. Ἡ φωνή σταθερή καί ὑποβλητική. Ἡ προφορά ἐξαίσια. Σέ καθήλωνε ἡ ἀπερίγραπτη πνευματική δύναμη, μέ τήν ὁποία ἔλεγε τίς εὐχές.
Ἀκουγόταν σά νά συνομιλοῦσε ἀπευθείας μέ τόν ἴδιο τόν Κύριο καί τή Θεοτόκο.
Ὅταν τελείωσε τήν παράκληση, οἱ παρευρισκόμενοι πλησίασαν νά ἀσπαστοῦν τόν τίμιο Σταυρό. Ἔμεινα τελευταῖος. Πλησίασα, ἀσπάστηκα τό Σταυρό καί κοντοστάθηκα. Μέ σπασμένη φωνή καί δάκρυα πού δύσκολα συγκρατοῦσα, μίλησα βιαστικά-βιαστικά στόν π. Ἰωάννη γιά τήν ἀσθένεια τῆς μητέρας μου. Ἐκεῖνος μέ ρώτησε τ’ ὄνομά της, σταυροκοπήθηκε καί εἶπε σιγανά καί σταθερά:
-Ὁ Θεός θά τῆς χαρίσει τήν ὑγεία!
Μέ πῆρε λίγο παράμερα καί μοῦ ἔδωσε ἕνα μπουκαλάκι μέ ἁγιασμό γιά τήν ἄρρωστη μητέρα μου. Πρίν φύγω, ἔγραψα βιαστικά ἕνα σημείωμα μέ τά ὀνόματα τῶν μελῶν τῆς οἰκογένειάς μου καί τό ἔβλα στό χέρι τῆς γερόντισσας Ματρώνας Μεντβέντεβας.
-Δῶσε το, σέ παρακαλῶ, στόν π. Ἰωάννη, γιά νά μᾶς μνημονεύσει, τῆς εἶπα κι ἔφυγα.
Ἡ μητέρα ὅμως δέν συνῆλθε. Ἡ νύκτα ἐκείνη μοῦ φάνηκε πιό μαύρη ἀπ’ ὅλες τίς ἄλλες. Περίμενα πῶς καί πῶς νά ξημερώσει γιά νά τρέξω νά συναντήσω πάλι τόν ἄνθρωπο, στόν ὁποῖο εἶχα κρεμάσει ὅλες μου τίς ἐλπιδες.
Τό ἄλλο πρωί πῆρα τό δρόμο γιά τόν Οἷκο Φιλανθρωπίας τῆς Βιάτκα. Στό παρεκκλήσι του θά λειτουργοῦσε, κάθώς εἶχα πληροφορηθεῖ, ὁ π. Ἰωάννης.
Πάλι οἱ χῶροι γύρω ἀπό τόν Οἷκο ἦταν κατάμεστοι ἀπό ἀνθρώπους πού τόν περίμεναν. Πέρασα πολύ δύσκολα τήν αὐλή κι ἔφτασα στό ναό. Ἦταν ἀσφυκτικά γεμάτος. Χώθηκα μέσα μέ χίλια ζόρια, ἀδιαφορώντας γιά τίς διαμαρτυρίες, καί στάθηκα σ’ ἕνα κεντρικό σημεῖο. Ἀπό κεῖ κάπου θά περνοῦσε ὁ παππούλης.
Σέ λίγο οἱ κωδωνοκρουσίες κι ἕνα μακρόσυρτο βουητό ἀνήγγειλαν τόν ἐρχομό του. Ἦταν ἀδύνατον ὅμως νά περάσει καί νά φτάσει ὥς τήν ἐκκλησία. Τό πλῆθος ἔπεφτε πάνω του σχεδον ὑστερικά. Μερικοί χεροδύναμοι ἄντρες τόν σήκωναν τότε στά χέρια καί παραμερίζοντας τό πλῆθος, διέσχισαν τήν αὐλή κι ἔφτασαν ὥς ἐμᾶς. Τόν ἄφησαν ἀκριβῶς μπροστά μου!
Τό βλέμμα του μέ συνέλαβε. Μέ ἀναγνώρσιε ἀμέσως. Ἔριξε πάνω μιά πρόσχαρη ματιά καί εἶπε:
-Ἐδῶ κι ἐσύ; Πῶς εἶναι ἡ μητέρα σου;
Τά μάτια μου βούρκωσαν.
-Στήν ἴδια κατάσταση.......χωρίς ἐλπίδες......., ἀποκρίθηκα μέ λυγμούς.
Τ’ ἀστραφτερά του μάτια καρφώθηκαν στά δικά μου. Ἡ φωνή του ἦταν δυνατή καί σταθερή, ὅταν εἶπε:
-Θά παρακαλέσουμε θερμά τό Θεό νά τῆς χαρίσει τήν ὑγεια. Καί Ἐκεῖνος θά εἰσακούσει τίς προσευχές μας καί θά τή σώσει!....
Τίς τελευταῖες λέξεις μόλις πού τίς ἄκουσα, γιατί τό πλῆθος εἶχε ἤδη ὠθήσει τόν π. Ἰωάννη μπροστά, πρός τό ἱερό βῆμα.
Σέ λίγο ἄρχισε ἡ θεία Λειτουργία.
Μέσα στό ἱερό ἔφταναν ἀδιάκοπα σημειώματα, ἐπιστολές καί τηλεγραφήματα. Περιεῖχαν ὀνόματα, γιά νά τά μνημονεύσει ὁ π. Ἰωάννης στήν ἁγία πρόθεση.
Εἶναι ἀδύνατο νά περιγράψει κανείς μιά Λειτουργία τοῦ π. Ἰωάννου· τή μεταρσιωτική της δύναμη, τήν κατανυκτική της ἀτμόσφαιρα...
Μέσα σέ τόση λαοθάλασσα, ἡ τέλεση τῆς ἀναίμακτης θυσίας ἀπό τά χέρια τοῦ π. Ἰωάννου κατέβαζε τόν οὐρανό στή γῆ. Ἡ θεία Λειτουργία ἦταν ἀπό τήν ἀρχή μέχρι τό τέλος μιά δυνατή φλόγα προσευχῆς, πού κατάκαιγε τίς καρδιές ὅλων τῶν πιστῶν.
Ἔφυγα συγκλονισμένος γιά τό σπίτι μου.
Τήν ἑπόμενη μέρα ὁ π. Ἰωάννης λειτούργησε στό ναό τοῦ Τιμίου Προδρόμου. Περιττό νά πῶ, πώς ἔτρεξα ἀπό τούς πρώτους ἐκεῖ. Εἶχαν φέρει πολλούς ἀρρώστους καί δαιμονισμένους. Κάτω ἀπό τούς θόλους τοῦ ναοῦ ἀκούγονταν σπαρακτικοί στεναγμοί, ἀνατριχιαστικές κραυγές, ἀλλά καί συγκινητικές ἱκεσίες τῶν ἀσθενῶν, πού προσδοκοῦσαν τή θεραπεία τους ἀπό τόν «μπάτσουσκα»(παππούλη).
Κι ἀνάμεσα σ’ ὅλες αὐτές τίς φωνές, ξεχώριζε δυνατή, σταθερή, κρυστάλλινη ἡ φωνή τοῦ λειτουργοῦ π. Ἰωάννου. Ἔλεγε τίς εὐχές καί τίς ἐκφωνήσεις σά νά ἦταν «μόνος μόνῳ τῷ Θεῷ», ἀπερίσπαστος ἀπό τίς κραυγές τοῦ πλήθους. Ἀπευθυνόταν στόν Κύριο μέ μιάν ἀμεσότητα καί μιά παρρησία, «ὡς ἐξουσίαν ἔχων», πού σέ καθήλωναν. Θύμιζε προφήτη τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, πού μιλοῦσε ἀπεύθείας στό φοβερό Θεό.
Πρίν τελειώσει ἡ ἀκολουθία, ἔφυγα γιά τό σπίτι. Μ’ ἔτρωγε ἡ ἀγωνία, πώς ἡ μητέρα μου μποροῦσε νά εἶχε ἤδη πεθάνει. Τή βρῆκα ὅμως στήν ἴδια κατάσταση... Τί νά ἔκανα; Καθόμουν σ’ ἀναμμένα κάρβουνα. Στό τέλος δέν ἄντεξα. Πῆρα μιάν ἅμαξα μέ γρήγορα ἄλογα, καί ξεκίνησα γιά τό σπίτι πού ἔμενε ὁ π. Ἰωάννης.
Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.27-37
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο Ἀναβάσεις
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.