Τρίτη 13 Απριλίου 2010

Βατοπαιδινές Κατηχήσεις Γέροντος Ιωσήφ- Κατήχηση 40η «Εξομολογείσθε τω Κυρίω» (Το τελευταίο)


ΚΑΤΗΧΗΣΗ 40η

«Εξομολογείσθε τω Κυρίω»

 

Αδελφοί και πατέρες, δεν θα σιωπήσουμε εφόσον βρισκόμαστε στο στάδιο της μάχης και διανύουμε το δρόμο της επιστροφής μας στη ζωή, που χάσαμε με την πτώση. Μοιάζουμε με ναυαγούς ή με θύματα μεγάλης θεομηνίας, που προσπαθούν μέσα από τα συντρίμμια να σωθούν. Τη σωτηρία πραγματοποίησε ο Κύριός μας με τη σάρκωση και την επίγεια παρουσία του, αφού πρώτα εξόφλησε το χρέος της ενοχής και επανέφερε τη Χάρη, που χάσαμε. Με την πανάρετη ζωή του, μας έδωσε το θάρρος, που χρειάζεται για τη διεξαγωγή της μάχης, το οποίο χάσαμε, λόγω της διαστροφής που πάθαμε με το χωρισμό μας από το Θεό.
Μάθαμε ότι οι ορέξεις, οι επιθυμίες και ό,τι άλλο μας προκαλεί, δεν είναι ούτε λογικό, ούτε κατά Θεό. Πρέπει όλα να τα «δοκιμάζουμε» δηλαδή να τα διακρίνουμε. Αν και «πάντα ημίν έξεστι, αλλ ου πάντα συμφέρει... ουδέ εξουσιασθησόμεθα υπό τινος» (Β Κορ. στ, 12), εφόσον « ουκέτι εαυτοίς εσμεν» , αλλά « τω Θεώ», που είναι δημιουργός και ανακαινιστής μας. Δεν θα μιμηθούμε το παράδειγμα των πρωτόπλαστων προγόνων μας.
Ο Κύριος μας πληροφορεί ότι «χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε, 5). Γνωρίζουμε από την Ιστορία τα κατορθώματα των χωρίς Θεό ανθρώπων. Εάν για την παρούσα ζωή μας, μόνος του μας λέει ότι «αυτώ μέλει περί ημών» και ότι « οίδεν ο πατήρ ημών ων χρείαν έχομεν προ του ημάς αιτήσαι αυτόν» (πρβλ. Ματ. στ, 8) δεν πρέπει όλη μας η προσπάθεια να αφορά μόνο την τήρηση των εντολών και του θελήματός του; Δεν μας « είλκυσε» ο Κύριος και μας προστάζει να τον μιμηθούμε; «Αγιοι γίνεσθε, ότι εγώ άγιος ειμι» (Α Πέτ. α, 16) και «έσεσθε ουν υμείς τέλειοι, ώσπερ ο πατήρ υμών ο εν τοίς ουρανοίς τέλειος εστιν» (Ματ. ε, 48).
Το κέντρο τον γενικού μας καθήκοντος είναι να αντισταθουμε στα παράλογα πάθη και
συνήθειες, που κληρονομήσαμε από τον αντιστρατευόμενο νόμο. Αυτή η πάλη είναι έμπρακτη ομολογία, ότι « Κύριον τον Θεόν» μας θα προσκυνούμε και θα λατρεύουμε. Τότε η θεία Χάρη, που πήραμε με το βάπτισμα και τα θεία μυστήρια, με την πρακτική μας πάλη προς τα πάθη, θα μεταβληθεί από «δυνάμει» σε «ενεργεία» και θα μας απαλλάξει από τον παλαιό άνθρωπο. Όλη μας η προσπάθεια είναι να αποδείξουμε, ότι αποστρεφόμαστε τον παλαιό άνθρωπο της απάτης και της διαστροφής και θέλουμε να φορέσουμε τον «καινόν άνθρωπον», που η ίδια η Χάρη ετοιμάζει σε όσους την υπακούουν και προσπαθούν.
Με συντομία σας υπενθύμισα τον κεντρικό μας σκοπό, ώστε να μη νυστάζετε, αποθαρρύνεστε και μετράτε λανθασμένα. Το πέρασμα του χρόνου και η νοοτροπία των «χωρίς ελπίδα ζώντων» ανθρώπων δεν έχουν σημασία για μας. Ο Παύλος άριστα τοποθετεί αυτήν τη θεωρία. «Από δε των δοκούντων είναι τι, οποίοι ποτέ ήσαν, ουδέν μοι διαφέρει, πρόσωπον Θεός ανθρώπου ου λαμβάνει» (Γαλ. β, 6). Έτσι απαντούμε στους νεοεμφανιζόμενους κατηχητές και δασκάλους. Πρόβλεψαν οι θεμελιωτές της Εκκλησίας μας, ιερώτατοι Απόστολοι, ότι στους έσχατους καιρούς μας «πονηροί άνθρωποι και γόητες προκόψουσιν επί το χείρον, πλανώντες και πλανώμενοι» (Β Τιμ. γ, 13).
Εμείς, πατέρες και αδελφοί, ακολουθώντας τις παραδόσεις των Πατέρων και της Εκκλησίας μας, δεν μετακινούμαστε από τους στόχους της κλήσης μας. Και αν ακόμα άγγελος εξ ουρανού μας προκαλέσει σε συμβιβασμούς «ανάθεμα έστω» (Γαλ. α, 18). Με ένα σκοπό, μια θέληση και με όλη μας την ταπεινή προσπάθεια, το θείο θέλημα επιδιώκουμε «καν τε ζώμεν καν τε αποθνήσκομεν» (Ρωμ. ιδ, 8). Και πολεμούμε τον «παλαιό άνθρωπο» και όλα όσα συνδέονται με αυτόν. Κανέναν άλλο δεν γνωρίζουμε παρά μόνο τον «Ιησούν Χριστόν, και τούτον εσταυρωμένον» (Α Κορ. β, 2) και βιαζόμαστε να γίνούμε όπως εκείνος. «Ούτως ημάς λογιζέσθω άνθρωπος, ως υπηρέτας Χριστού και οικονόμος μυστηρίων Θεού» (Α Κορ. δ, 1). Τι οικονόμοι όμως θα είμαστε, όταν μας χαρακτηρίζει η ακαταστασία, η αδιαφορία και η αμέλεια; Παίρνουμε θάρρος καταφεύγοντας πάλι στον Παύλο: «ΙΙας δε ο αγωνιζόμενος» δεν νυστάζει, αλλά «πάντα εγκρατεύεται» (Α Κορ. θ, 25), όχι μόνο στην τροφή, αλλά και σ όλη τη συμπεριφορά του, «υπωπιάζων» και «δουλαγωγών» το σώμα, μήπως γίνει «πρόσκομμα τοις ασθενούσιν» (Α Κορ. η, 9) ή και σε όσους δεν έχουν γνώση.
Ευλογητός, όμως, ο Θεός, που δίνει σε μας τη νίκη μέσω του Κυρίου μας Ιησού Χριστού (Α Κορ. ι, 57). Ο Παύλος μας ενθαρρύνει στον αγώνα μας: « Γρηγορείτε, στήκετε εν τη πίστει, ανδρίζεσθε, κραταιούσθε, πάντα υμών εν αγάπη γινέσθω» (Α Κορ. ιστ, 13, 14). Όλα πρέπει να τα κατευθύνει η μακάρια αγάπη και συμπάθεια. Η δραστηριότητα της σατανικής πονηριάς έχει σκοπό να διασπά όσα η παναγάπη του Κυρίου μας ενώνει και συγκεντρώνει. Εάν ο μοναχός θυμάται συνεχώς, ότι ο Θεός και σωτήρας μας είναι η αυτούσιος αυτοαγάπη, αυτό μόνο είναι αρκετό για να συγκινεί και παροτρύνει κάθε συνείδηση να αφομοιώνεται με αυτό το πρότυπο, γιατι «ο μένων εν τη αγάπη, εν τω
Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ» (Α Ιω. δ, 16).
Λόγω του κοινωνικού χαρακτήρα της ζωής μας συμβαίνουν περιστατικά, που προκαλούν τη διαφωνία και τη σύγχυση. Αν και δεν είναι σοβαρά και άξια λόγου, γίνονται αιτία οι απρόσεκτοι να αποθαρρύνονται προβάλλοντας το κλειδί της ταραχής, το καταραμένο «γιατί;». «Εάν ουχί του ανθρώπου η οδός αυτού» (Ιερ. ι, 23) και «τω Θεώ μέλει περί ημών» (Α Πέτ. ε, 7) δεν χρειάζονται ερωτηματικά και απορίες, αλλά πίστη από μας και καρτερία στις παγίδες του διαβόλου, που τοποθετούνται στη ζωή μας, όταν νυστάζουμε.
Με το παρήγορο στήριγμα, που η θεία παναγάπη μας δίνει, διαλύεται κάθε απορία και αδυναμία μας. «Επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαι σε» (Ψαλμ. μθ, 15), «αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν» (Ματ. ζ, 7). Επειδή ο λόγος έφτασε στο θέμα της αίτησης και προσευχής, θα αναφέρουμε κατάλληλα χωρία της πατερικής μας διδασκαλίας, για να μας μάθουν το τόσο απαραίτητο όπλο και μέσο στον αδιάλειπτό μας πόλεμο και αγώνα.
Συνήθως οι Πατέρες συνιστούν το μονολόγιστο τρόπο της προσευχής, το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Είναι απλούστερος, γιατί ο νους ευκολώτερα προφέρει και συγκρατεί το όνομα του Κυρίου. Δεν πρέπει όμως να παραμελούμε τον εξομολογητικό τρόπο προσευχής, που πάντοτε υπήρχε και επικρατούσε στην εκκλησιαστική μας παράδοση, γιατί παρηγορεί σύντομα και αισθητά, ιδιαίτερα όταν υπάρχει μεγάλη πίεση του πειρασμού.
Ο τρόπος αυτός είναι μια μέθοδος να συγκρατηθεί ο νους, που μετεωρίζεται, σκορπίζεται και ρεμβάζει και που δύσκολα οι αρχάριοι και αδαείς τον συγκρατούν στη μονολόγιστη ευχή, αφού δεν έχουν ακόμα προκόψει σ αυτήν την εργασία. Όταν μιλούμε με τον εξομολογητικό τρόπο στο Θεό, πρώτοι αισθανόμαστε αυτά που λέμε. Ο νους δεν σκορπίζεται στο μετεωρισμό, επειδή αυτός παράγει τα νοήματα και τα λόγια. Αυτό γίνεται αφορμή να συγκρατείται.
Επειδή η εξομολογητική αυτή πράξη είναι συνήθως αυτομεμψία και επίγνωση της ευτέλειας και αδυναμίας μας, αλλά και αίσθηση της ενοχής μας, πληγώνει την καρδιά και δεν αργεί να προκαλέσει το πένθος και τα δάκρυα, που είναι η παρηγοριά και πληροφορία ότι η αίτησή μας έγινε δεκτή.
Θα παραθέσουμε ένα υπόδειγμα αυτού του τρόπου της προσευχής για όσους θέλουν να το χρησιμοποιήσουν και να ωφεληθούν.
«Κύριε Ιησού Χριστέ των δυνάμεων, μην αποστρέψεις το πρόσωπό σου από εμένα τον ταπεινό, και μη θυμηθείς τα κακά, που απερίσκεπτα διέπραξα. Μη θελήσεις να μου αποδώσεις κατά τις πράξεις μου, ως οικτίρμων και φιλάνθρωπος. Επάκουσον, Κύριε, την αναξιότητά μου για την πολλή και άφατή σου αγαθότητα, και δώσε μου μετάνοια αληθινή και επίγνωση της αθλιότητάς μου, στην οποία αναίσθητα επιμένω παροργίζοντας τη μακροθυμία σου. Στείλε, Πανάγαθε, το φως της Χάρης σου να με ξυπνήσει από το λήθαργο της πώρωσης και της αναισθησίας μου, και λύσε τα δεσμά της αποθάρρυνσης και απόγνωσής μου. Συ, Κύριε, που άνοιξες τα μάτια των τυφλών, άνοιξε τα σκοτισμένα μάτια της καρδιάς μου. Μην αποστραφείς, Πανάγαθε, την ελεεινότητά μου για την αδιόρθωτη και ένοχη ζωή μου, Εσύ, που βαστάζεις πάντοτε την παγκόσμια αυθάδεια και προδοσία. Όπως καταδέχτηκες να με περιλάβεις ανάμεσα σε όσους σε γνωρίζουν, καταξίωσέ με να ανταποκριθώ στην υπόσχεσή μου, και να σε ευαρεστήσω».
Όταν αυτός ο τρόπος χρησιμοποιείται συχνά, με προσοχή και αυτομεμψία, ξυπνά την κοιμισμένη διάνοια. Η θεία Χάρη κολακεύεται από το ταπεινό φρόνημα και τη θλιμμένη καρδιά, δείχνει την παρουσία της και παρηγορεί. Αυτός ο τρόπος είναι εισαγωγικός για να πλησιάσει ο άνθρωπος το νόημα της προσευχής και με αυτόν ευκολώτερα ο νους φτάνει στην αίσθησή της. Η αδιάλειπτη εργασία της προσευχής, που οφείλει κάθε πιστός να πετύχει, δεν είναι εύκολη. Περισσότερο ευδοκιμεί όταν «κατά μόνας» σε ώρα ησυχίας και σιωπής, προσπαθεί ο άνθρωπος να γνωρίσει στο Θεό την επιθυμία και τον πόνο του.
Την αδιάλειπτη όμως ενέργεια της προσευχής, που ανήκει στη μονολόγιστη ευχή, θα την πετύχουμε όπως ορίζουν οι Πατέρες. Οι λίγες λέξεις της ευχής, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», που ολοκληρώνουν το νόημα της θείας επίκλησης, είναι εύκολο να λέγονται σε οποιοδήποτε χώρο και χρόνο και με οποιοδήποτε τρόπο. Αρκεί να λέγονται με πρόγραμμα, αφού μας επιβάλλεται, κατά τον Παύλο, το «αδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Α Θεσ. ε, 17).
Οι Πατέρες μας, που το εφάρμοσαν, πέτυχαν το κέρδος, που είναι η άφεση, ο φωτισμός και η κάθαρση. Μας ορίζουν ότι «μνημονευτέον του Θεού μάλλον ή αναπνευστέον» και «Ιησού ονόματι κολληθήτω τη πνοή σου» και «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους». Δεν είναι ακατόρθωτο να κρατεί κάποιος αυτές τις λίγες λέξεις της μονολόγιστης επίκλησης του σωτήριου ονόματος του Κυρίου μας, όπου και αν βρίσκεται και με ό,τι και αν ασχολείται, εάν το θέλει. Πρέπει να γνωρίζει ότι η θεία αυτή επίκληση, δεν είναι προφορά απλών λέξεων, αλλά δύναμη και ενέργεια φοβερή κατά των δυνάμεων του σκότους, αλλά και δική μας παρηγοριά, εφόσον, κατά τη Γραφή, «εμνήσθην του Θεού και ευφράνθην» και «νυκτός μετά της καρδίας μου ηδολέσχουν» (Ψαλμ. οστ, 3, 6).
Κάθε ηλικία και περίοδος της ανθρώπινης ζωής μπορεί εάν θέλει να βρίσκεται σε επαφή με το Χριστό, που επιθυμεί την ασφάλεια και τη σωτηρία μας, καθενός και όλων, αφού μόνος του μας λέει «μεθ υμών ειμι πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του αιώνος» (Ματ. κη, 20) και «ουκ αφήσω υμάς ορφανούς» (Ιω. ιδ, 18).
Εάν μας πείθει η θεία παναγάπη ότι «ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρίσκει και τω κρούοντι ανοιγήσεται» (Ματ. ζ, 8), τότε τίποτε δεν μένει άλυτο απ όσα μας τυραννούν και απασχολούν. Όποιος μένει αβοήθητος, να κατηγορεί τον εαυτό του μάλλον που έπαψε να ζητά. «Ει ουν υμείς πονηροί όντες οίδατε δόματα αγαθά διδόναι τοις τέκνοις υμών» (Ματ. ζ, 12) ο κοινός Πατέρας θα παραβλέψει τη δέησή σας, όταν του ζητάτε να σας απαλλάξει από τους εχθρούς σας και να θεραπεύσει τη διαστροφή, που πάθατε για την αποστασία σας απ αυτόν; Υπόσχεται ότι «επακούσεται της δεήσεώς μας εν τάχει» και «υπέρ εκ περισσού ων αιτούμεθα ή νοούμεν» θα μας χαρίσει, αυτός που «του ιδίου υιού ουκ εφείσατο, αλλ υπέρ ημών πάντων παρέδωκεν αυτόν» (Ρωμ. η, 32).




 
Βατοπαιδινές Κατηχήσεις (Ψ.Β. 10) ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ 
 ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΣ  

Εκδότης: Ι.ΜΕΓΙΣΤΗ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ  

Χρονολογία Έκδοσης: 1999 ISBN: 9607735145  

Διάθεση εκδόσεων Σταμούλη €10,97

 

 

 

 

 

Κατηχήσεις :




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου