Παρασκευή 23 Απριλίου 2010

Τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Τροπαιοφόρου.



Τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου 

α) ἡ μεταφορὰ τῆς κολώνας

Μία γυναῖκα ἀγόρασε μία κολῶνα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν στείλει στὴν Ῥώμη ποὺ κτιζόταν ἐκεῖ μία ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Εἶδε λοιπὸν στὸ ὄνειρό της τὸν Ἅγιο, ποὺ μαζί της σήκωσε τὴν κολῶνα καὶ τὴν ἔριξαν στὴν θάλασσα. Ἡ κολῶνα βρέθηκε στὴν Ῥώμη μὲ μία ἐπιγραφὴ νὰ τοποθετηθεῖ στὸ δεξὶ μέρος τῆς ἐκκλησίας.

 β) Σωτηρία ἑνὸς αἰχμαλώτου στρατιώτη

Στὴν Παμφλαγονία τοῦ Πόντου τιμοῦσαν πολὺ τὸν Ἅγιο καὶ μάλιστα εἶχαν κτιστεῖ πρὸς τιμὴν του πολλοὶ ναοί. Ὅλοι τιμοῦσαν τὸν Ἅγιο τόσο ὥστε κάθε οἰκογένεια νὰ δίνει τὸ ὄνομά του σ᾿ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρσενικὰ παιδιά της. Τοῦτο συνέβη καὶ σὲ μία εὐσεβὴ οἰκογένεια. Ἐμεγάλωσε τὸ παιδί της ποὺ ἦταν φρόνιμο, ἠθικό, συνετό, καὶ ὅταν ἔγινε εἴκοσι χρόνων τὸν κάλεσαν στὸ στρατό. Στὶς μάχες ποὺ ἔγιναν ἐναντίον τῶν βαρβάρων πολλοὶ Χριστιανοὶ μεταξὺ τῶν ὁποίων καὶ ὁ νεαρὸς Γεώργιος, ἔπεσαν σὲ ἐνέδρα, καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἄλλους ἔσφαξαν, ἄλλους ἔκαμαν ὑπηρέτες καὶ ἄλλους πώλησαν δούλους. Ὁ Γεώργιος ἔγινε ὑπηρέτης κάποιου ἀξιωματικοῦ, ποὺ τὸν ἐκτίμησε πολύ.
Οἱ γονεῖς του Γεωργίου γιὰ ἕνα ὁλόκληρο χρόνο ἐπενθοῦσαν καὶ ἔκλαιγαν ἀπαρηγόρητοι

γιὰ τὸ χαμένο τοὺς παιδί. Καθημερινὰ ἐπήγαιναν στὴν ἐκκλησία καὶ γονατιστοὶ παρακαλοῦσαν θερμὰ τὸν Θεὸ νὰ τοὺς φανερώσει τί ἀπέγινε τὸ ἀγαπημένο τους παιδί.
Ἀλλὰ καὶ ὁ Γεώργιος ἀπὸ τὴν ἐξορία του προσευχόταν στὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν σκλαβιὰ καὶ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ συναντηθεῖ μὲ τοὺς ἀγαπημένους του γονεῖς. Ἐπέρασε λοιπὸν ἕνας χρόνος ἀπὸ τότε ποὺ ἐξαφανίστηκε. Ἔφθασε μάλιστα καὶ ἡ γιορτὴ τοῦ Ἁγίου καὶ οἱ γονεῖς, ποὺ πάντα εἶχαν τὴν ἐλπίδα ὅτι τὸ παιδί τους ζεῖ, ἐκάλεσαν τοὺς συγγενεῖς τους γιὰ δεῖπνο.
Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ὁ ἀξιωματικὸς τοῦ Γεωργίου τοῦ ζήτησε νὰ τοῦ πλύνει τὰ πόδια πρὶν ἀπὸ τὸ φαγητὸ καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Γεώργιος πῆγε νὰ ζεστάνει νερό. Ὅλη τὴν ἡμέρα ὁ Γεώργιος ἔκλαιγε καὶ παρακαλοῦσε τὸν Ἅγιό του ποὺ γιόρταζε νὰ τὸν ἐλευθερώσει καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσει κοντὰ στοὺς γονεῖς του. Μόλις τὸ νερὸ ἔβρασε καὶ τὸ ἑτοίμασε γιὰ τὸν ἀφέντη του, παρουσιάστηκε μπροστά του ὁ Ἅγιος ἔφιππος σ᾿ ἕνα ἄσπρο ἄλογο καὶ ἀφοῦ ἀνέβασε τὸν νέο σ᾿ αὐτὸ ἀμέσως, τὸν ἔφερε στὸ σπίτι του τὴν ὥρα ποὺ βρισκόταν ὅλοι οἱ καλεσμένοι στὸ τραπέζι. Ἔμειναν ὅλοι τότε ἔκθαμβοι καὶ ὅταν ἐκεῖνος τοὺς ἀφηγήθηκε τὸ θαῦμα μὲ κάθε λεπτομέρεια, ὅλοι γεμάτοι χαρὰ ἐδόξασαν τὸ Θεό.

γ) ἡ ἐπιστροφὴ τοῦ γιοῦ τῆς χήρας

Στὴν Μυτιλήνη ἦλθαν πειρατὲς ἀπὸ τὴν Κρήτη γιὰ νὰ κλέψουν, λεηλατήσουν καὶ αἰχμαλωτίσουν ὅσο τὸ δυνατὸ περισσότερους μποροῦσαν. Σκέφθηκαν, λοιπόν, νὰ κάνουν τὴν ἐπιδρομή τους τὴν ἡμέρα τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, ποὺ ὅλοι θὰ βρισκόταν συγκεντρωμένοι στὴν ἐκκλησία. Πραγματικὰ οἱ κουρσάροι ἔκαναν τὴν ἐπίθεσή τους καὶ μεταξὺ αὐτῶν ποὺ αἰχμαλώτισαν ἦταν καὶ ἕνας πολὺ ὡραῖος νέος, ὁ γιὸς μίας πλούσιας χήρας. Οἱ κουρσάροι τὸν χάρισαν στὸν Ἀμιρᾶν τῆς Κρήτης ποὺ τὸν ἔβαλε ὑπηρέτη τῆς τράπεζάς του.
Ἡ μάνα του ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ χάθηκε ὁ γιός της ἔκλαιγε καὶ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο νὰ τῆς φανερώσει τὸ χαμένο της παιδί. Ὁ Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος δὲν βράδυνε νὰ ἐκπληρώσει τὸν πόνο τῆς πονεμένης μάνας. Καὶ ἐνῷ ὁ νέος ἑτοιμαζόταν νὰ προσφέρει κρασὶ στὸν Ἀμιρᾶν, ὁ Ἅγιος Γεώργιος τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν μετέφερε στὴν μάνα του. Καὶ οἱ δυὸ δὲν πίστευαν στὰ μάτια τους. Ὅταν συνῆλθαν δόξαζαν τὸν Θεὸ καὶ τὸν Ἅγιο γιὰ τὸν παράξενο τρόπο τῆς ἀπελευθέρωσης.

δ) Εὐεργέτης, ἀλλὰ καὶ τιμωρός

Στὴν Παμφλαγονία ὑπῆρχε ἕνας μεγάλος ναὸς πρὸς τιμὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, καὶ στὴν πλατεῖα τοῦ ναοῦ τὰ παιδιὰ ἔπαιζαν διάφορα παιχνίδια. Ἕνα ἀπὸ τὰ παιδιὰ αὐτὰ δὲν μποροῦσε νὰ νικήσει σὲ κανένα ἀπὸ τὰ πολλὰ ἀγωνίσματα, γι᾿ αὐτὸ τὰ ἄλλα τὸ εἰρωνεύονταν καὶ τὸ περιγελοῦσαν. Τότε στράφηκε πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὸ βοηθήσει νὰ νικήσει καὶ ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ τοῦ προσφέρει ἕνα σφουγγάτο, δηλαδὴ φαγητὸ ἀπὸ αὐγὰ τηγανισμένα μὲ κρεμμύδια καὶ μυρωδικά.
Μόλις ἔκανε τὸ τάξιμο ἄρχισε νὰ παλεύει μὲ τὰ ἄλλα παιδιὰ ποὺ τὰ νίκησε. Ἀμέσως πῆγε στὸ σπίτι του καὶ μόνος του ἐφτίαξε τὸ σφουγγάτο καὶ τὄβαλε μπροστὰ στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου. Ὕστερα ἀπὸ λίγη ὥρα ἔφθασαν ἐκεῖ τρεῖς νέοι γιὰ νὰ προσκυνήσουν καὶ μόλις εἶδαν τὸ σφουγγάτο σκέφτηκαν νὰ τὸ φάνε. Καὶ εἶπαν μεταξύ τους: «Τί τὰ θέλει αὐτὰ ὁ Ἅγιος; Μήπως πρόκειται νὰ τὰ φάει;» Ἐκάθησαν, λοιπόν, καὶ ἔφαγαν τὸ σφουγγάτο στὰ σκαλοπάτια τῆς ἐκκλησίας. Ὅταν θέλησαν νὰ φύγουν δὲν μποροῦσαν νὰ σηκωθοῦν, γιατί εἶχαν κολλήσει στὰ μαρμάρινα σκαλοπάτια. Ἔκαμαν τότε φτηνὰ τάματα στὸν Ἅγιο γιὰ νὰ ξεκολλήσουν, ἀλλὰ τίποτα. Ὅταν ἔκαμαν ἀκριβὸ τάμα, νὰ δώσει ὁ καθένας ἀπὸ ἕνα φλωρί, τότε μόνο μπόρεσαν νὰ ξεκολλήσουν καὶ ν᾿ ἀπελευθερωθοῦν. Μόλις βγῆκαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησία καὶ πῆραν θάῤῥος, εἶπαν πρὸς τὸν Ἅγιο: «Ἅγιε Γεώργιε, τὰ σφουγγάτα σου εἶναι πολὺ ἀκριβά, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐμεῖς δὲν θὰ ξαναγοράσουμε τίποτα ἀπὸ ἐσένα».

ε) Τιμωρία τοῦ Σαρακηνοῦ

Κάποιος Σαρακηνὸς ταξιδιώτης (ἀνεψιὸς τοῦ βασιλιᾶ τῆς Συρίας), σὰν εἶδε τὴν θαυμάσια ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, διέταξε τοὺς ὑπηρέτες του νὰ μεταφέρουν τὶς ἀποσκευές τους καὶ νὰ τὶς βάλουν στὸ νάρθηκα τῆς ἐκκλησίας, ἐπειδὴ θὰ ἔμεναν ἐκεῖ γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν καὶ ὕστερα νὰ συνέχιζαν τὸ δρόμο τους. Ὅμως ἀπαίτησε νὰ βάλουν καὶ τὶς δώδεκα καμῆλες μέσα στὴν ἐκκλησία. Οἱ ἱερεῖς τῆς ἐκκλησίας τὸν παρακάλεσαν νὰ μὴν βεβηλώσει τὴν ἐκκλησία τους. Ἀλλ᾿ αὐτὸς ἐπέμενε καὶ ἀνέβηκε σ᾿ ἕνα ψηλὸ σημεῖο τοῦ ναοῦ γιὰ νὰ τὶς παρακολουθεῖ. Ὅταν τὶς ὁδήγησαν λοιπὸν στὴν ἐκκλησία, ἀμέσως πέθαναν ὅλες. Τότε τὸ θαῦμα διαδόθηκε, ὁ δὲ Σαρακηνὸς ἐντυπωσιάσθηκε καὶ ζήτησε νὰ τὶς βγάλουν ἔξω καὶ νὰ τὶς θάψουν. Ἔμεινε στὴν ἐκκλησία μέχρι τὸ πρωὶ ποὺ ἦλθε ὁ ἱερέας γιὰ νὰ λειτουργήσει. Στὴ διάρκεια τῆς λειτουργίας, τὴν ὥρα τῆς μετουσίωσης τῶν τιμίων δώρων, ὁ Σαρακηνὸς εἶδε ὅραμα ὅτι ὁ ἱερέας ἀφοῦ πῆρε στὰ χέρια τοῦ ἕνα μικρὸ παιδί, τὸ ἔσφαξε καὶ τὸ αἷμα του χύθηκε στὸ Ἅγιο ποτήρι, καὶ τὸ σῶμα του ἀφοῦ τὸ ἔκοψε σὲ μικρὰ κομμάτια τὄβαλε στὸν ἱερὸ δίσκο. Ὅταν τελείωσε τὸ κοινωνικό, καὶ εἶδε ὁ Σαρακηνὸς τὸν ἱερέα νὰ μεταδίδει στὸ λαὸ τὶς σάρκες καὶ τὸ αἷμα τοῦ παιδιοῦ, θύμωσε πολύ. Ὕστερα ἀπὸ αὐτὸ ζήτησε νὰ μάθει λεπτομέρειες καὶ νὰ πάρει ἐξηγήσεις. Ὁ ἱερέας τοῦ ἐξήγησε σχετικῶς μὲ τὴν θεία εὐχαριστία, καὶ ἀκόμα τοῦ εἶπε ὅτι ἀξιώθηκε νὰ δεῖ ἕνα ὅραμα ποὺ μόνο οἱ μεγάλοι πατέρες εἶδαν. Ἐγώ -τοῦ λέει ὁ ἱερέας- δὲν ἀξιώθηκα ποτὲ νὰ δῶ τὸ φρικτὸ αὐτὸ Μυστήριο καὶ μόνο ἄρτο καὶ κρασὶ βλέπω». Ἐξήγησε κατόπιν στὸν Ἄρχοντα Σαρακηνὸ τὸ θαυμαστὸ μυστήριο. Τότε ὁ Σαρακηνὸς θέλησε νὰ βαπτισθεῖ γιατί πίστεψε ὅτι ἡ Χριστιανικὴ πίστη ἦταν ἡ πιὸ ἀληθινή. Ὁ ἱερέας τότε τοῦ εἶπε νὰ πάει στὰ Ἱεροσόλυμα νὰ βαπτισθεῖ, γιατί ὅταν θὰ τὸ μάθαινε ὁ θεῖος του, ποὺ ἦταν βασιλιὰς τῆς Συρίας, θὰ τὸν σκότωνε καὶ θὰ ἄρχιζε φοβερὸ διωγμὸ ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Σαρακηνὸς πῆγε στὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπου ὑπῆρχε ἄλλος ἡγεμόνας, καὶ βαπτίστηκε ἀπὸ τὸν Πατριάρχη. Ὕστερα μάλιστα ἀπὸ λίγες μέρες συμβουλεύτηκε τὸν Πατριάρχη τί ἔπρεπε νὰ κάνει γιὰ νὰ σωθεῖ. Τότε ὁ Πατριάρχης τὸν συμβούλευσε νὰ γίνει μοναχὸς στὸ ὄρος Σινᾶ. Καὶ πραγματικὰ ἔτσι ἔγινε.
Ὕστερα ἀπὸ τρία χρόνια πῆρε ἄδεια ἀπὸ τὸν ἡγούμενό του καὶ ἔφυγε γιὰ νὰ συναντήσει τὸν ἱερέα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ποὺ τὸν εἶχε συμβουλεύσει νὰ βαπτισθεῖ. Ὅταν ἔφτασε ἐκεῖ ὁ ἱερέας δὲν τὸν ἀναγνώρισε. Ἀφοῦ τοῦ ἀποκάλυψε ποιὸς ἦταν, τοῦ ἐξέφρασε τὴν ἐπιθυμία του νὰ δεῖ τὸν Χριστό. Ὁ ἱερέας δόξασε τὸν Θεὸ καὶ τοῦ εἶπε: «πήγαινε παιδί μου στὸν θεῖο σου Ἀμιρᾶν καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη σου τόσο σ᾿ αὐτὸν ὅσο καὶ σ᾿ ἄλλους Σαρακηνούς». Ὁ μοναχὸς σὰν τὰ ἄκουσε αὐτὰ συγκινήθηκε καὶ ξεκίνησε ἀμέσως νὰ πάει στὴν πόλη, ὅπου ὁ θεῖος του ἦταν ἄρχοντας. Ὅταν ἔφτασε ἐκεῖ, περίμενε νὰ νυχτώσει καὶ ἀνέβηκε στὸν μιναρὲ τοῦ τζαμιοῦ καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζει: «Τρέξτε ἐδῶ Σαρακηνοί, διότι θέλω νὰ σᾶς μιλήσω». Τότε οἱ Σαρακηνοὶ ἔτρεξαν μὲ λαμπάδες καὶ ὅταν εἶδαν τὸν μοναχό, ῥώτησαν τί εἶχε νὰ τοὺς πεῖ. Ὁ μοναχός τους εἶπε: «Μὲ ῥωτᾶτε τί ἔχω νὰ σᾶς πῶ; Λοιπόν σας ῥωτῶ: Ποῦ εἶναι ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Ἀμιρᾶν, ποὺ ἔφυγε κρυφά;» Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπάντησαν: «Ἂν μᾶς πεῖς ποὺ βρίσκεται θὰ σοῦ δώσουμε ὅσα λεφτὰ θέλεις». Ὁ μοναχὸς τοὺς εἶπε: «Ὁδηγῆστέ με στὸν Ἀμιρᾶν γιὰ νὰ σᾶς τὸ πῶ».
Ἀφοῦ ἅρπαξαν τὸν μοναχό, τὸν ὁδήγησαν μὲ μεγάλη χαρὰ στὸν Ἀμιρᾶν. «Αὐτὸς ὁ μοναχὸς γνωρίζει ποὺ εἶναι ὁ ἀνεψιός σου», τοὔπανε. Ὁ Ἀμιρὰς τότε ῥώτησε ἂν στ᾿ ἀλήθεια ξέρει ποὺ βρίσκεται. «Ἐγὼ ὁ ἴδιος εἶμαι. Ὅμως τώρα εἶμαι Χριστιανὸς καὶ πιστεύω στὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο πνεῦμα, τὴν μία θεότητα καὶ ὁμολογῶ ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ σαρκώθηκε ἀπὸ τὴν παρθένο Μαρία καὶ ἔκαμε στὸν κόσμο μεγάλα θαυμάσια καὶ ἀφοῦ σταυρώθηκε καὶ πῆγε στοὺς οὐρανοὺς καὶ κάθισε στὰ δεξιά του Θεοῦ καὶ Πατέρα, πρόκειται νὰ ἔλθει ξανὰ γιὰ νὰ κρίνει ζωντανοὺς καὶ πεθαμένους». Μόλις ἄκουσε αὐτὰ ὁ θεῖος του Ἀμιρὰς τοὖπε: «Τί ἔπαθες, ταλαίπωρέ μου, νὰ ἀφήσεις τὸ σπίτι σου, τὰ πλούτη σου, τὴν δόξα σου καὶ νὰ περπατεῖς περιφρονημένος σὰν ζητιάνος; Ἐπίστρεψε λοιπὸν στὴν θρησκεία σου καὶ παραδέξου σὰν προφήτη σου τὸν Μωάμεθ γιὰ νὰ ἐπανέλθεις ξανὰ στὴν προηγούμενή σου κατάσταση». Ὁ μοναχὸς τότε τοῦ εἶπε: «Ὅσα καλὰ εἶχα ποὺ ἤμουν Σαρακηνός, ἦταν μερίδα τοῦ διαβόλου. Αὐτὸ τὸ τρίχινο φόρεμά μου εἶναι τὸ καύχημα καὶ ὁ πλοῦτος μου. Τὸ Μωάμεθ ποὺ σᾶς πλάνεψε καὶ τὴν θρησκεία του, ἀποστρέφομαι ἐντελῶς».
Σὰν τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ Ἀμιρᾶς εἶπε πρὸς τοὺς Σαρακηνοὺς ποὺ παρευρίσκονταν ἐκεῖ, ὅτι ὁ ἀνεψιός του ἔχασε τὰ λογικά του καὶ νὰ τὸν διώξουν. Αὐτὸ βέβαια τὸ ἔκαμε γιὰ νὰ τὸν γλιτώσει ἀπὸ τὸ νόμο ποὺ προέβλεπε θανατικὴ ποινὴ στοὺς ὑβριστὲς τῆς θρησκείας. Ἐκεῖνοι μόλις ἄκουσαν τὸν Ἀμιρᾶν εἶπαν: «Ἀφήνεις ἐλεύθερο αὐτὸν ποὺ ὕβρισε τὸν προφήτη καὶ τὴν θρησκεία μας; Ἂς ἀρνηθοῦμε καὶ ἐμεῖς λοιπὸν τὴν θρησκεία μας καὶ ἂς γίνουμε Χριστιανοί». Ὁ Ἀμιρᾶς ἐπειδὴ φοβήθηκε τὸν ὄχλο μήπως ἐξαγριωθεῖ περισσότερο, ἔδωκε τὴν ἄδεια νὰ τὸν κάμουν ὅτι θέλουν. Ἐκεῖνοι τὸν ἅρπαξαν, τρίζοντας τὰ δόντια ἀπὸ τὴν λύσσα καὶ ἀφοῦ τὸν ὁδήγησαν ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, τὸν λιθοβόλησαν, ἐνῷ ἐκεῖνος προσευχόταν κι εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό, γιατί τὸν ἀξίωνε νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας. Αὐτὸ ἦταν τὸ τέλος τοῦ θαῤῥαλέου ὁμολογητῆ Σαρακηνοῦ.
Κάθε νύχτα πάνω ἀπὸ τὸν σωρὸ ἀπὸ τὶς πέτρες, φαινόταν ἕνα ἄστρο λαμπρὸ ποὺ φώτιζε τὸν κόσμο ἐκεῖνο. Οἱ Σαρακηνοὶ μάλιστα θαύμασαν τὸ γεγονός. Ὕστερα ἀπὸ ἀρκετὸ καιρὸ ὁ Ἀμιρᾶς ἔδωσε ἄδεια στοὺς Χριστιανοὺς νὰ βγάλουν τὸ Ἅγιο λείψανο τοῦ μάρτυρα ἀπὸ τὶς πέτρες γιὰ νὰ τὸ θάψουν. Ὅταν λοιπὸν σήκωσαν τὶς πέτρες, βρῆκαν τὸ λείψανο «σῶον καὶ ἀβλαβές» καὶ ἀνέδιδε εὐωδία. Ἀφοῦ τὸ προσκύνησαν μὲ εὐλάβεια, τὸ ἐνταφίασαν μὲ ὕμνους καὶ ψαλμῳδίες στὸν Κύριο.

5) Ἡ κόρη τοῦ βασιλιᾶ γλιτώνει ἀπὸ τὸν δράκοντα

Στὴν Ἀνατολικὴ ἐπαρχία τῆς Ἀττάλειας καὶ στὴν πόλη Ἀλαγία βασίλευε κάποιος Σέλβιος ποὺ ἦταν πολὺ Χριστιανομάχος. Εἶχε βασανίσει πολλοὺς Χριστιανοὺς γιὰ ν᾿ ἀρνηθοῦν τὴν πίστη τους καὶ ἔπειτα τοὺς φόνευε.
Κοντὰ στὴν πόλη ὑπῆρχε ἕνας δράκοντας φοβερὸς ποὺ καθημερινὰ ἅρπαζε ἀνθρώπους ἢ ζῷα καὶ τὰ κατάτρωγε. Οἱ κάτοικοι εἶχαν πανικοβληθεῖ καὶ ἀπόφευγαν νὰ περνοῦν ἀπὸ ἐκεῖ. Κάποτε ὁ βασιλιὰς συγκέντρωσε στρατὸ καὶ πῆγε γιὰ νὰ σκοτώσει τὸ ἄγριο θηρίο. Ὅμως δὲν πέτυχε καὶ ἐπέστρεψε ἄπρακτος.
Ὅταν εἶδαν οἱ κάτοικοι ὅτι ὁ βασιλιὰς ἀπέτυχε νὰ σκοτώσει τὸν δράκοντα πῆγαν νὰ τὸν ῥωτήσουν γιατί δὲν μπόρεσε νὰ βρεῖ τρόπους νὰ ἐξοντώσει τὸ θηρίο. Τότε ὁ βασιλιάς, ὕστερα ἀπὸ συμβουλὴ ποὺ τοῦ ἔδωσαν οἱ ἱερεῖς τῶν εἰδώλων, εἶπε στὸ πλῆθος: «Γνωρίζετε ὅτι ἐπιχειρήσαμε ἀρκετὲς φορὲς νὰ σκοτώσουμε τὸ θηρίο καὶ δὲν τὸ κατορθώσαμε, γιατί ἔτσι ἦταν τὸ θέλημα τῶν Θεῶν. Τώρα λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή τους, θὰ πρέπει ὁ καθένας μας νὰ στέλλει τὸ παιδί του γιὰ νὰ τὸ τρώει ὁ δράκοντας. Ἀκόμα καὶ ἐγὼ θὰ στείλω τὴν μοναδική μου κόρη, ὅταν ἔλθει ἡ σειρά της». Ἔτσι, λοιπόν, ὁ λαὸς ὑπάκουσε στὴν διαταγὴ τοῦ βασιλιᾶ γιατί δὲν μποροῦσε νὰ κάνει ἀλλιώτικα. Ἔστελναν, δηλαδὴ τὰ παιδιά τους μὲ δάκρυα καὶ μὲ θρήνους νὰ καταβροχθίζονται ἀπὸ τὸ θηρίο.
Ὅταν ἦλθε καὶ ἡ σειρὰ τῆς κόρης τοῦ βασιλιᾶ, ξετυλίχθηκαν τραγικὲς σκηνές. Ὁ βασιλιὰς κτυποῦσε τὸ στῆθος του καὶ τὸ πρόσωπό του, τραβοῦσε τὰ γένια του καὶ μὲ λυγμοὺς ἔλεγε: «Ἀλίμονο σὲ μένα τὸν ταλαίπωρο! Τί νὰ πρωτοκλάψω γλυκό μου παιδί; Τὸ χωρισμό μας ἢ τὸν ξαφνικό σου θάνατο ποὺ θὰ δῶ σὲ λίγο; Τί νὰ πρωτοθρηνήσω, ἀγαπημένο μου παιδί, τὸ κάλλος σου ἢ τὸν τρόμο, ποῦ σὲ λίγο θὰ νοιώσεις σὰν σὲ κατασπαράζει τὸ θηρίο; Ἀλίμονο, κόρη μου, ποὺ ἔλαμπες σὰν πολύφωτη λαμπάδα στὸ παλάτι μου καὶ περίμενα τὴν ὥρα ποὺ θὰ γιόρταζα τοὺς γάμους σου. Ποῦ θὰ βρῶ πιὰ παρηγοριὰ καὶ πῶς θὰ ζήσω μακριά σου; Τί τὴν θέλω τὴν ζωὴ καὶ τὰ παλάτια χωρὶς ἐσένα;» Αὐτὰ ἔλεγε ὁ ἀπαρηγόρητος βασιλιάς. Ἔπειτα γύρισε πρὸς τὸ πλῆθος καὶ εἶπε: «Ἀγαπητοί μου φίλοι καὶ ἄρχοντες, σᾶς ζητῶ νὰ μὲ συμπονέσετε. Σᾶς προσφέρω πλούτη ὅσα θέλετε καὶ ἀκόμα τὴν βασιλεία μου, ἀλλὰ νὰ μοῦ κάνετε μία χάρη. Νὰ μοῦ χαρίσετε τὸ μονάκριβο παιδί, ἀλλιώτικα ἀφῆστε καὶ ἐμένα νὰ πάω μαζί της.» Κανένας ὅμως δὲν συγκινήθηκε ἀπὸ τὰ λόγια του βασιλέα, γιατί αὐτὸς ἦταν ποὺ ἔβγαλε τὴν διαταγή, γιὰ νὰ βρίσκουν τὰ παιδιὰ τους τέτοιο οἰκτρὸ τέλος. Ἔτσι μὲ μία φωνὴ ὅλοι του εἶπαν, ὅτι ἔπρεπε νὰ ἐφαρμοστεῖ καὶ στὸ παιδί του ἡ διαταγή του.
Σὰν δὲν μποροῦσε νὰ κάνει διαφορετικὰ ὁ βασιλιάς, τὴν συνόδευσε μέχρι τὴν πύλη τῆς πόλης. Ἀφοῦ τὴν ἀγκάλιασε καὶ τὴν φίλησε, τὴν παρέδωσε στοὺς ἀνθρώπους γιὰ νὰ τὴν ὁδηγήσει στὴν λίμνη. Πραγματικὰ οἱ ἄνθρωποι τὴν ἄφησαν καὶ ἔφυγαν. Ὁ λαὸς ἔβλεπε μέσα ἀπὸ τὰ τείχη τὴν κόρη ποὺ καθόταν κοντὰ στὴν λίμνη καὶ περίμενε νὰ ἔλθει τὸ θηρίο γιὰ νὰ τὴν κατασπαράξει.
Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ ὁ μέγας Γεώργιος, ποὺ δὲν εἶχε ἀκόμη ὁμολογήσει τὴν Χριστιανική του πίστη, ἦταν κόμης καὶ ἀρχηγὸς στρατιωτικῆς μονάδας στὸ στράτευμα τοῦ Διοκλητιανοῦ. Ἐπέστρεφε μάλιστα στὴν Καππαδοκία ἀπὸ μία ἐκστρατεία ποὺ ἔκανε μαζὶ μὲ τὸν Διοκλητιανό. Ἀπὸ Θεοῦ θέλημα πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν λίμνη καὶ ὅταν εἶδε τὸ νερό, θέλησε νὰ ποτίσει τὸ ἄλογό του καὶ νὰ ξεκουραστεῖ καὶ ὁ ἴδιος. Ὅταν εἶδε τὴν κόρη νὰ κλαίει ἀσταμάτητα καὶ νὰ διακατέχεται ἀπὸ ἀγωνία καὶ τρόμο, τὴν πλησίασε καὶ τὴν ῥώτησε γιατί ἔκλαιγε καὶ ἀκόμη ποιὸς ἦταν ὁ λόγος ποὺ τὴν παρακολουθοῦσε ὁ λαὸς μέσα ἀπὸ τὰ τείχη. Ἡ κόρη τοῦ εἶπε ὅτι ἀδυνατοῦσε νὰ τοῦ διηγηθεῖ τὰ ὅσα συνέβησαν καὶ τὰ ὅσα ἐπρόκειτο νὰ συμβοῦν καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ καβαλήσει τὸ ἄλογό του καὶ νὰ φύγει, ὅσο πιὸ γρήγορα μποροῦσε γιατί κινδύνευε νὰ χάσει τὴν ζωή του καὶ ἦταν τόσο νέος καὶ ὡραῖος. Ὁ Ἅγιος ἐπέμενε νὰ μάθει τί τῆς συνέβηκε. Καὶ αὐτὴ τοῦ εἶπε: «Εἶναι μεγάλη ἡ ἀφήγηση, κύριέ μου, καὶ δὲν μπορῶ νὰ σοῦ τὰ ἀφηγηθῶ ὅλα με λεπτομέρειες. Μόνο σου λέγω καὶ σὲ παρακαλῶ νὰ φύγεις τώρα ἀμέσως γιὰ νὰ μὴν πεθάνεις ἄδικα μαζί μου». Καὶ ὁ Ἅγιος της εἶπε: «Πές μου τὴν ἀλήθεια, γιατί κάθεσαι ἐδῶ καὶ ὁρκίζομαι στὸν Θεό, ποὺ πιστεύω ἐγώ, ὅτι δὲν θὰ σὲ ἀφήσω μόνη, ἀλλὰ θὰ σὲ ἐλευθερώσω ἀπὸ τὸν θάνατο, ἀλλιώτικα θὰ πεθάνω καὶ ἐγὼ μαζί σου».
Τότε ἡ κόρη ἀναστέναξε πικρὰ καὶ διηγήθηκε στὸν Ἅγιο τὰ ὅσα συνέβησαν. Ἀφοῦ ἄκουσε ἐκεῖνος τὰ γεγονότα, ῥώτησε τὴν κόρη: «Σὲ ποιὸ Θεὸ πιστεύουν ὁ πατέρας σου καὶ ἡ μητέρα σου καὶ ὁ λαός;» Καὶ ἐκείνη τοῦ ἀποκρίθηκε: «Πιστεύουν στὸν Ἡρακλῆ καὶ στὴν μεγάλη θεὰ Ἄρτεμη». Ὁ ἅγιος τότε τῆς εἶπε: «Ἀπὸ σήμερα νὰ μὴν φοβᾶσαι οὔτε καὶ νὰ κλαίεις. Μόνο πίστεψε στὸν Χριστό, ποὺ πιστεύω ἐγώ, καὶ θὰ δεῖς τὴν δύναμη τοῦ Θεοῦ μου». Ἡ βασιλοπούλα ἀπάντησε στὸν Ἅγιο: «Πιστεύω, κύριέ μου, μ᾿ ὅλη μου τὴν ψυχὴ καὶ μ᾿ ὅλη μου τὴν καρδιά». Ὁ Ἅγιος συνέχισε: «Ἔχε θάῤῥος στὸν Θεὸ ποὺ δημιούργησε τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆ καὶ τὴν θάλασσα διότι ὁ Χριστὸς πρόκειται νὰ καταργήσει τὴν δύναμη τοῦ Θηρίου καὶ θὰ ἐλευθερωθοῦν καὶ ἀκόμα θὰ διώξουν τὸν φόβο τοῦ θηρίου ὅλοι οἱ κάτοικοι τοῦ τόπου αὐτοῦ. Μεῖνε, λοιπόν, ἐδῶ καὶ μόλις δεῖς τὸ θηρίο νὰ ἔρχεται, φώναξέ μου».
Τότε ὁ Ἅγιος ἔκλεινε τὰ γόνατά του στὴ γῆ καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὰ χέρια του πρὸς τὸν οὐρανὸ προσευχήθηκε καὶ εἶπε: «Ὁ Θεὸς ὁ Μεγάλος καὶ Δυνατὸς ποὺ κάθεται πάνω στὰ χερουβὶμ καὶ ἐπιβλέπει ἀβύσσους, ποὺ εἶναι εὐλογητὸς καὶ ὑπάρχει στοὺς αἰῶνες, σὺ γνωρίζεις ὅτι οἱ καρδίες εἶναι μάταιες, Σὺ φιλάνθρωπε Δεσπότη καὶ Κύριε ἐπίβλεψε καὶ τώρα σὲ μένα τὸν ταπεινὸ καὶ ἀνάξιο δοῦλο σου καὶ φανέρωσέ μου τὰ ἐλέη σου. Κάνε νὰ ὑποτάξω τὸ φοβερὸ αὐτὸ θηρίο γιὰ νὰ γνωρίσουν ὅλοι ὅτι ὑπάρχεις μαζί μου καὶ ὅτι εἶσαι ὁ μόνος ἀληθινὸς Θεός». Τότε ἀκούστηκε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ποὺ τοὔλεγε: «Εἰσακούστηκε ἡ δέησή σου Γεώργιε, καὶ κάνε ὅπως θέλεις, διότι ἐγὼ θἆμαι πάντοτε μαζί σου». Μόλις τελείωσε τὴν προσευχή του ὁ Ἅγιος, φάνηκε τὸ ἄγριο θηρίο. Ὅταν τὸ εἶδε ἡ κόρη φώναξε: «Ἀλοίμονό μου, κύριέ μου! Ἔρχεται τὸ θηρίο γιὰ νὰ μὲ κατασπαράξει».
Τότε ὁ Ἅγιος ἔτρεξε γιὰ νὰ συναντήσει τὸ θηρίο. Ἦταν τὸ θηρίο φοβερό. Ἔβγαζε ἀπὸ τὰ μάτια του φωτιὰ καὶ ἦταν τόσο ἐξαγριωμένο καὶ ἀπαίσιο ποὺ παρουσίαζε θέαμα τρομερό. Ἀμέσως ὁ Ἅγιος ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ καὶ εἶπε: «Κύριε ὁ Θεός μου, ἡμέρεψε γιὰ χάρη μου, ποὺ εἶμαι δοῦλος σου, τὸ θηρίο αὐτὸ γιὰ νὰ πιστέψει ὁ λαὸς στὸ ὄνομά Σου τὸ Ἅγιο». Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ φοβερὸς δράκοντας μὲ τὰ μεγάλα δόντια ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ ἀλόγου τοῦ Ἁγίου καὶ ἐνῷ κυλιόταν καὶ βρυχόταν, μόλις ἡ βασιλοπούλα εἶδε τὸ θέαμα, ἔνοιωσε χαρὰ μεγάλη. Καὶ ὁ Ἅγιος της εἶπε: «Βγάλε τὴν ζώνη σου καὶ δέσε μὲ αὐτὴ τὸν δράκοντα ἀπὸ τὸν λαιμό». Ἀμέσως τότε ἡ κόρη ἄφοβα ἔβγαλε τὴν ζώνη της καὶ ἔδεσε τὸ δράκοντα, καὶ εὐχαριστοῦσε τὸν Ἅγιο ποὺ τὴν γλίτωσε ἀπὸ τὸν βέβαιο θάνατο. Ὁ Ἅγιος ἀφοῦ ἀνέβηκε στὸ ἄλογό του, εἶπε πρὸς τὴν βασιλοπούλα: «Σύρε τὸν δράκοντα μὲ τὴν ζώνη σου μέχρι τὴν πόλη».
Ὅταν εἶδαν οἱ κάτοικοι τὸ παράξενο θέαμα, τὴν κόρη δηλαδὴ νὰ σέρνει δεμένο τὸν δράκοντα, τράπηκαν σὲ φυγή. «Μὴ φοβᾶσθε, σταθεῖτε καὶ θὰ δεῖτε τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν σωτηρία σας» τοὺς εἶπε ὁ Ἅγιος. Τότε σταμάτησαν ὅλοι ἀπορημένοι καὶ περίμεναν νὰ δοῦν τί θὰ τοὺς δείξει. Τοὺς προέτρεψε λοιπόν, νὰ πιστέψουν στὸν ἀληθινὸ Θεὸ καὶ αὐτοὶ δέχτηκαν μὲ χαρά. Ἀφοῦ σήκωσε τὸ χέρι του κτύπησε μὲ τὸ ἀκόντιο τὸν δράκοντα καὶ τὸ φοβερὸ τέρας σκοτώθηκε. Ἔπειτα ἀφοῦ πῆρε ἀπὸ τὸ χέρι τὴν βασιλοπούλα, τὴν παρέδωσε στὸν βασιλιά. Ὅλοι ἔνοιωσαν μεγάλη καὶ ἀνέκφραστη χαρὰ καὶ ἀφοῦ γονάτισαν, καταφιλοῦσαν τὰ πόδια τοῦ Ἁγίου καὶ εὐχαριστοῦσαν τὸν Πανάγαθο Θεό, διότι τοὺς ἐλευθέρωσε ἀπὸ τὸ θηρίο κι ἔτσι σταμάτησε ἡ θυσία τῶν παιδιῶν τους.
Ὁ Ἅγιος κάλεσε ἀπὸ κάποια πόλη τῆς Ἀντιοχείας τὸν ἐπίσκοπο Ἀλέξανδρο καὶ βάπτισε τὸν βασιλιὰ καὶ τοὺς ἄρχοντες καὶ ὅλο τὸ λαό. Μέσα σὲ δεκαπέντε μέρες βάπτισε σαράντα πέντε χιλιάδες.
Ἀφοῦ λοιπὸν βαπτίστηκαν ὅλοι καὶ ἔγινε μεγάλη χαρὰ στὴ γῆ καὶ στὸν οὐρανό, ἔκτισαν καὶ μία μεγάλη ἐκκλησία στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Ἅγιος πῆγε νὰ τὴν δεῖ. Μόλις μπῆκε στὸ Ἅγιο βῆμα καὶ προσευχήθηκε, βγῆκε πηγὴ ἁγιάσματος καὶ σκορπίστηκε εὐωδία στὸν ναό. Ἡ πηγὴ αὐτὴ σῴζεται μέχρι σήμερα.
Ὁ Ἅγιος ἀφοῦ ἀποχαιρέτησε τὸν βασιλιὰ καὶ τὸ λαό, ἔφυγε γιὰ τὴν πατρίδα του τὴν Καππαδοκία. Στὸ δρόμο του συνάντησε τὸ διάβολο μετασχηματισμένο σὲ μορφὴ ἀνθρώπου. Κρατοῦσε δυὸ ῥαβδιὰ στὰ ὁποῖα στηριζόταν σὰν γέρος. Φαινόταν μάλιστα σὰν νικημένος καὶ καταφρονημένος στρατιώτης. Εἶπε, λοιπὸν μὲ ταπείνωση στὸν Ἅγιο: «Χαῖρε Γεώργιε». Ὁ Ἅγιος ἀμέσως κατάλαβε ὅτι ἦταν ὁ διάβολος καὶ τοῦ εἶπε: «Ποιὸς εἶσαι καὶ πῶς μὲ ξέρεις; Ἂν δὲν ἤσουνα ὁ πονηρὸς διάβολος δὲν θὰ μποροῦσες νὰ μὲ ξέρεις, ἀφοῦ ποτὲ ξανὰ δὲν μὲ ἔχεις δεῖ». Ὁ διάβολος ἀπάντησε: «Πὼς τολμᾷς νὰ ὑβρίζεις τοῦ ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ καὶ ῥωτᾷς ποιὸς εἶμαι ἐγώ; Μάθε νὰ μιλᾷς καλά». Ὁ Ἅγιος τότε ἀποκρίθηκε: «Ἂν εἶναι ἔτσι ὅπως μου τὰ λὲς καὶ εἶσαι Ἄγγελος, ἀκολούθησέ με. Ἂν ὅμως εἶσαι πνεῦμα πονηρό, νὰ μὴν μετακινηθεῖς ἀπὸ τὴν θέση σου». Μόλις τελείωσε τὸ λόγο τοῦ αὐτὸ ὁ Ἅγιος, ὁ διάβολος βρέθηκε δεμένος καὶ φώναξε δυνατά: «Ἀλοίμονό μου! Τί κακὴ ὥρα ἦταν αὐτὴ ποὺ σὲ συνάντησα! Τί κακὸ ἔπαθα νὰ πέσω στὰ χέρια σου ὁ ταλαίπωρος!».
Ὁ Ἅγιος βεβαιώθηκε ὅτι ἦταν πνεῦμα πονηρὸ καὶ τοῦ εἶπε: «Σὲ ὁρκίζω στὸ Θεὸ νὰ μοῦ πεῖς τί ἐπρόκειτο νὰ μοῦ κάνεις». Καὶ ὁ δαίμονας εἶπε: «Ἐγὼ, Γεώργιε, εἶμαι ἀπὸ τὸ δεύτερο τάγμα τοῦ Σατανᾶ καὶ ὅταν ὁ Θεὸς ἔκαμε τὸν οὐρανὸ καὶ διαχώριζε τὴν γῆ ἀπὸ τὰ νερὰ ἤμουνα παρών. Ἐγὼ ἔκαμα φοβερὲς βροντὲς καὶ ἀστραπές, ἐγὼ ἔδεσα κεφαλὲς καὶ τώρα ἀπὸ τὴν περηφάνια μου κατάντησα κάτω στὸν Ἅδη καὶ ἔγινα δαίμονας. Ἀλοίμονό μου, Γεώργιε, γιατί ζήλεψα τὴν χάρη ποὺ σοῦ δόθηκε καὶ ἤθελα νὰ σὲ παραπλανήσω γιὰ νὰ μὲ προσκυνήσεις. Ἀλλὰ πλανήθηκα. Ἀλοίμονό μου τί κακὸ ἐζήτησα νὰ πάθω καὶ δὲν μπορῶ νὰ λυθῶ. Σὲ παρακαλῶ Γεώργιε, θυμήσου τὴν προηγούμενή μου εὐτυχία καὶ μὴ μὲ ἀφήσεις νὰ ἐπιστρέψω στὴν ἄβυσσο γιατί σου τὰ εἶπα ὅλα». Τότε ὁ Ἅγιος ἀφοῦ ὕψωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανὸ εἶπε: «Σ᾿ εὐχαριστῶ Κύριέ μου, διότι μου παρέδωσες στὰ χέρια μου τὸν πονηρὸ δαίμονα, ποὺ πρόκειται νὰ σταλεῖ σὲ σκοτεινὸ τόπο γιὰ νὰ τιμωρεῖται αἰώνια». Μόλις εἶπε αὐτὰ ὁ Ἅγιος ἐπετίμησε καὶ ἀπόλυσε τὸ πονηρὸ πνεῦμα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου