Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

Περιπέτειες στά βάθη τῆς Καμτσάτκας Μέρος ΙΑ'. Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος

  
Περιπέτειες στά βάθη τῆς Καμτσάτκας Μέρος ΙΑ'

Καμιά εἰκοσαριά εἶναι τά πετρόχτιστα κτίσματα σέ κάπως καλή κατάσταση. Ἀνάμεσά τους μιά μισοσαπισμένη δημόσια ἀποθήκη τροφίμων καί μιά μικρή ἐκκλησία μέ ἀξιοθρήνητη ἐσωτερική διακόσμηση.  Οἱ κοζάκοι μένουν σέ κάτι βρώμικα σπιτάκια, ἐνῶ οἱ τουγγοῦσοι σέ φτωχικές ξύλινες καλύβες.  Τρέφονται ἀποκλειστικά μέ ψάρια καί κρέας φώκιας, ταράνδου καί ἀρκούδας.  Τά κηπουρικά τούς εἶναι ἄγνωστα.
Ἄν καί τό Τσουμικάν ἀνήκει στήν ἐπαρχία τοῦ Βλαντιβοστόκ, σπάνια δέχεται τήν ἐπίσκεψη ἱερέα, ἔτσι ὅπως εἶναι μακρινό, ἀπρόσιτο καί ὁλιγάνθρωπο.
Ὅταν λοιπόν τό πλοῖο, μέ τό ὁποῖο ταξίδευα, ἄραξε στ’ ἀνοιχτά τοῦ κόλπου Οὔντσκυ, ἔστειλαν πλοιάριο μέ ἀντιπροσωπεία, καί μέ παρακάλεσαν νά τούς ἐπισκεφθῶ ἔστω καί γιά λίγες ὧρες γιά νά τελέσω μερικές ἱεροπραξίες.  Εἶχαν πολλά χρόνια νά δοῦν παπά. Γιά τή δική μου παρουσία εἶχαν πληροφορηθεῖ ἀπό μερικούς ψαράδες, πού ψάρευαν ἐκεῖ κοντά.  Μέ εἶχαν δεῖ ἀνάμεσα στούς ἐπιβάτες κι εἶχαν τρέξει νά τούς τό ποῦν.
Ὁ καιρός ἦταν εὐνοϊκός.  Δέχθηκα μέ χαρά τήν πρόσκλησή τους καί κατέβηκα στό καΐκι, παίρνοντας μαζί μου μιά βαλίτσα μέ τ’ ἀπαραίτητα ἄμφια καί ἱερά σκεύη.  Μιά μεγάλη ὁμάδα ἐπιβατῶν θέλησαν νά μέ ἀκολουθήσουν. Τό πλοιάριο γέμισε χαρούμενους ἐκδρομεῖς.
Σέ μισή ὥρα πιάσαμε στό χωριό. Ὅλος ὁ ντόπιος πληθυσμός μᾶς περίμενε στήν παραλία.  Μᾶς ἔκαναν ἐνθουσιώδη καί συγκινητική ὑποδοχή.
Χωρίς καθυστέρηση ἔψαλα μιά παράκληση κι ἔπειτα τέλεσα μερικά μυστήρια καί ἀκολουθίες: βαπτίσεις, γάμους, κηδεῖες, μνημόσυνα.  Ὅλα ὁμαδικά -ὁ χρόνος δέν μᾶς ἔπαιρνε- καί ἐκεῖ ἔξω, στήν ἀκτή, δίπλα στόν παφλασμό τῶν κυμάτων. Ἡ ἐκκλησίας τους ἦταν τόσο μικρή, ὑγρή καί ἐρειπωμένη, πού δέν μπροῦσε νά χρησιμοποιηθεῖ.
Ὅταν τελείωσα τίς ἀκολουθίες δέν μ’ ἄφηναν νά φύγω.  Μέ παρακαλοῦσαν νά τούς μιλήσω, νά τούς πῶς δυό λόγια παραινετικά, συμβουλευτικά, παρηγορητικά.  Γιά ν’ ἀνακουφίσω τήν πνευματική τους πείνα, ἔκανα μιά σύντομη διδασκαλία γιά τό μυστήριο τῆς πίστεως καί τή θεϊκή οἰκονομία τῆς σωτηρίας μας.  Ὅταν τελείωσα, τά δακρυσμένα τους μάτια μ’ ἔπεισαν πώς ὁ σπόρος εἶχε πέσει σέ καλή γῆ.
Μ’ ὅλα αὐτά ὅμως πέρασαν πολλές ὧρες.  Ἡ θάλασσα ἄρχισε νά φουσκώνει. Ἐρχόταν παλίρροια. Ἔπρεπε νά βγοῦμε τό συντομότερο ἀπό τίς ἐκβολές τοῦ ποταμοῦ στήν ἀνοιχτή θάλασσα.
Μέ βαθειά συγκίνηση ἀποχαιρέτησα τούς τσουμικάνους.  Μπῆκα στό καΐκι, ὅπου εἶχαν ἤδη ἐπιβιβαστεῖ οἱ ἄλλοι ταξιδιῶτες.  Ξεκινήσαμε γιά τό πλοῖο, πού μᾶς περίμενε στ’ ἀνοιχτά, ἀνύποπτοι γιά τή συμφορά πού θά μᾶς εὕρισκε σέ δέκα λεπτά.
Δέν εἴχαμε καλύψει οὔτε τή μισή ἀπόσταση, ὅταν σηκώθηκε ξαφνικά ἕνα δυνατό μπουρίνι.  Μέσα σέ λίγα λεπτά ὁ δαιμονισμένος ἀέρας, τά θεόρατα κύματα, ἡ καταρρακτώδης βροχή καί ἡ πυκνή ὁμίχλη μετέβαλαν τή θάλασσα σέ ὑγρή κόλαση.  Πέσαμε ὅλοι στό κατάστρωμα, βογγώντας καί κάνοτας ἐμετό ἀπό τή ναυτία. Ἔφτασα στό σημεῖο νά βγάζω ἀκόμα καί αἷμα ἀπό τό στόμα.
Τό καΐκι παράδερνε σάν καρυδότσουφλο μέσα στή λυσσασμένη θάλασσα, πού μιά τό σήκωνε στά ὕψη καί μιά τό βύθιζε στά ὑγρά της σπλάχνα. Εἴχαμε γαντζωθεῖ μ’ ὅλη μας τή δύναμη σέ ὅ,τι στέρεο ὑπῆρχε, γιά νά μή μᾶς ἁρπάξουν τ’ ἀφρισμένα κύματα, πού ἔλουζαν τό κατάστρωμα καί τή μηχανή. Δέν μπόρεσαν ὅμως νά γλυτώσουν τά σκυλιά μερικῶν ἰθαγενῶν ταξιδιωτῶν, πού χάθηκαν μέσα στόν ἀπέραντο ὑγρό τάφο.
Γιά πολλές ὧρες οἱ ἄντρες τοῦ πληρώματος ἔδιναν σκληρή μαχη μέ τή θάλασσα. Ἔπειτα ὅμως κι ἐκεῖνοι κουράστηκαν κι ἐγκατάλειψαν κάθε προσπάθεια. Εἶχε πιά νυχτώσει. Τό κάρβουνο ἐξαντλήθηκε καὶ τά τελευταῖα σπίρτα τ’ ἀνάψαμε γιά νά κάψουμε τά μαντήλια καί τά πουκάμισά μας, μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά ἔλβεπαν τή φωτιά ἀπό τό πλοῖο καί θά μᾶς παρεῖχαν βοήθεια.  Τίποτα ὅμως δέν ἔφερε ἀποτέλεσμα. Τό πλοῖο εἶχε ἀνοιχθεῖ στό πέλαγος, γιατί ὁ καπετάνιος φοβήθηκε μή βρεῖ σέ καμιά ξέρα.
Ἡ σκοτεινή νύχτα, ἡ πυκνή ὁμίχλη, τό τσουχτερό κρύο, ἡ ἀσταμάτητη βροχή καί τά γιγάντια κύματα μᾶς βασάνιζαν μέχρι θανάτου. Ἀκόμα καί ἄνθρωποι χωρίς πίστη στό Θεό, ἄνθρωποι πού εἶχαν ξεχάσει τί εἶναι ἡ προσευχή, ἄρχισαν τώρα νά προσεύχονται μέ δάκρυα καί νά κάνουν τάματα. Ἀρκεῖ νά ἔβγαιναν ζωντανοί ἀπό κείνη τή θεομηνία.
Δεκαεννιά ὁλόκληρες ὧρες βασανιστήκαμε. Ἦταν θαῦμα πού ἄντεξε τόσες ὧρες τό μικρό καΐκι. Ὁ καιρός ἔπειτα καθάρισε κι ἔγινε γαλήνιος, ὅπως πρίν.
Στό πλοῖο μᾶς ὑποδέχθηκαν μέ χαρούμενες ἰαχές.
-Οὐρά!  Σπασενί!  (Ζήτω!  Σώθηκαν!)

Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.178-194
11 Ἰουλίου 2013

 Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου