Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

Ερμηνεία εις τον Κανόνα της Υψώσεως του τιμίου Σταυρού. Οσίου πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου


Ερμηνεία εις τον Κανόνα της Υψώσεως του τιμίου Σταυρού


Ε ρ μ η ν ε ί α    ε ι ς     τ ο ν     Κ α ν ό ν α
ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
ποίημα όντα του αγίου Κοσμά
Και πρώτον εις την τούτου ακροστιχίδα
Ακροστιχίς
Σταυρώ πεποιθώς, ύμνον εξερεύγομαι
Ε ρ μ η ν ε ί α
Εγώ, λέγει ο Μελωδός Κοσμάς, πεποιθώς και θαρρών όλος διόλου εις την
δύναμιν του Σταυρού, εκβάλλω έσωθεν από την καρδίαν μου ύμνον: ήτοι τον
Κανόνα τούτον, τον εις την ύψωσιν ψαλλόμενον του Σταυρού. Είπε δε ο ιερός
Κοσμάς, ότι πέποιθεν εις τον Σταυρόν˙  διότι είναι άνθρωπος δίκαιος˙  ο δε
δίκαιος, κατά τον Παροιμιαστήν, ώσπερ λέων πέποιθεν. (Παρ. κη΄1).
Ομοίως είπε και ότι εξερεύγεται˙  διότι και η ερυγή: ήτοι το ρέψιμον, ίδιον
είναι του λέοντος, κατά τον Προφήτην Αμώς λέγοντα «λέων ερεύξεται, και τις
ου φοβηθήσεται;» (Αμ. γ΄8). Θέλει λοιπόν να φανερώση ο Μελωδός με το
εξερεύγομαι, ότι φοβερά τινα και μεγάλα και λεοντώδη νοήματα έχει να
παραστήση δια του Κανόνος τούτου.
Επειδή δε το μεν ρέψιμον του λέοντος είναι βρωμερόν, καταπληκτικόν,
και αποστροφής άξιον, το δε ρέψιμον εδώ του ιερού Κοσμά είναι ευώδες,
κεχαριτωμένον, και εις την ψυχήν περιπόθητον˙  δια τούτο κατά τον πτωχόν
Πρόδρομον, αρμόζει καλλίτερα εις τον θεσπέσιον τούτον Μελωδόν,
το ψαλμικόν εκείνο ρητόν του Δαβίδ, το λέγον «εξηρεύξατο η καρδία μου
λόγον αγαθόν» (Ψαλμ. μδ΄2). Καθότι εκείνα τα πνευματικά και
κεχαριτωμένα νοήματα, όπου είχεν εις την καρδίαν του, ταύτα ερεύγετο
και επρόφερε δια του στόματός του. «Ώσπερ γαρ επί της ερυγής, κατά την
ερμηνείαν του Βασιλείου και Νικήτα, της των σιτίων ποιότητος εστι το γινόμενον˙  ούτω και επι της πνευματικής διδασκαλίας, τοιαύτα ηρεύγετο, οία
και εσιτείτο… Δια τούτο, επειδή λογική ην και αγαθή η τροφή, ου σιτίον ουδέ
ποτόν ερεύγεται, αλλά τον συγγενή τη λογική τραπέζη, λόγον αγαθόν τον
περί του μονογενούς».
Βλέπε δε, αγαπητέ, τάξιν αρίστην, όπου μεταχειρίζεται ο θεσπέσιος Μελωδός. Συνήθεια γαρ αγία επικρατεί εις τους χριστιανούς, να ποιώσι δια της
χειρός το σημείον του Σταυρού, όταν μέλλουν να αρχίσουν κάθε έργον και
επιχείρημα˙  καθώς παραγγέλει εις αυτούς ο θείος Κύριλλος ο Ιεροσολύμων,
λέγων εν Κατηχήσει Δ΄. «Μη επαισχυνθώμεν τω Σταυρώ του Χριστού˙  αλλά
καν άλλος αποκρύπτη, συ φανερώς επι τω μετώπω σφραγίζου˙  ίνα οι δαίμονες, το σημείον ιδόντες το Βασιλικόν, μακράν φύγωσι τρέμοντες. Ποίει δε
τούτο το σημείον εσθίων και πίνων, καθήμενος, κοιταζόμενος, εξανιστάμενος,
λαλών, περιπατών, απαξαπλώς εν παντί πράγματι. Αλλά και ο Χρυσορρήμων εις
τούτο παρακινεί τους πιστούς, λέγων «όταν μέλλης υπερβαίνειν τα πρόθυρα
του πυλώνος, τούτο φθέγξαι το ρήμα πρότερον˙  αποτάσσομαί σοι Σατανά,
και τη πομπή σου, και τη λατρεία σου, και συντάσσομαί σοι Χριστέ˙  και
μηδέποτε χωρίς της φωνής ταύτης εξέλθης. Και μετά του ρήματος τούτου, και
τον Σταυρόν επί του μετώπου διατύπωσον˙  ούτω γαρ ου μόνον άνθρωπος
απαντών, αλλ΄ουδέ αυτός ο Διάβολος βλάψαι τι δυνήσεται, μετά τούτων σε
ορών των όπλων πανταχού φαινόμενον» (Λογ. εις τους Ανδριάντας). Τη αγία
συνηθεία λοιπόν ταύτη ακολουθών και ο ιερός Κοσμάς εδώ, μέλλων να
αρχίση τον Κανόνα τούτον, αντί να κάμη τον τύπον του Σταυρού δια της χειρός του, αρχήν ποιείται αυτού το όνομα του Σταυρού, ειπών «Σταυρού πεποιθώς».
Διατί δε ονομάζεται Ακροστιχίς; Επειδή όσα στοιχεία περιέχονται εις αυτήν, ταύτα γίνονται άκρα και αρχαί των στίχων, ήτοι των Τροπαρίων του
Κανόνος. Οίον επί παραδείγματος της ενταύθα Ακροστιχίδος «Σταυρώ».
Το μεν Σ γίνεται αρχή του πρώτου Τροπαρίου του Κανόνος, του λέγοντος
«Σταυρόν χαράξας Μωσής». Το δε Τα γίνεται αρχή του δευτέρου Τροπαρίου,
του λέγοντος «Τον τύπον πάλαι». Το δε Α γίνεται αρχή του τρίτου Τροπαρίου,
του λέγοντος «Ανέθηκε Μωϋσής». Ομοίως και τα λοιπά στοιχεία της Ακροστοιχίδος, αρχαί γίνονται των λοιπών Τροπαρίων.
Δύο δε είναι τα αίτια, δια τα οποία γίνεται η Ακροστιχίς εις τους Κανόνας.
Εν μεν, δια να δείξουν οι Μελωδοί των Κανόνων την φιλοτιμίαν και τέχνην των˙  καθότι ο Κανών ο έχων Ακροστιχίδα, αυτός είναι αξιολογώτερος του μη
έχοντος, και ακολούθως περισσοτέραν δυσκολίαν προξενεί εις τον Μελωδόν,
όπου τον συνθέτει, πάρεξ εκείνος όπου δεν έχει Ακροστιχίδα. Καθώς τούτο
ηξεύρουν οι των τοιούτων την πείραν έχοντες, και άλλο, επειδή δια της
Ακροστιχίδος γίνεται ευκολομνημόνευτος ο Κανών. Αρκεί γαρ εις τον καθ΄ένα
να ενθυμήται μόνην την Ακροστιχίδα του Κανόνος, και συν τη Ακροστιχίδι ευθύς ευρίσκει και τας αρχάς εκάστου Τροπαρίου του Κανόνος.

Ωδή α΄.  Ήχος Πλ. δ΄. Ειρμός.

Σταυρόν χαράξας Μωσής, επ΄ευθείας ράβδω, την ερυθράν διέτεμε, το Ισραήλ πεζεύσαντι˙  την δε επιστρεπτικώς, Φαραώ τοις άρμασι κροτήσας ήνωσεν˙  επ΄εύρους διαγράψας, το αήττητον όπλον˙ διο Χριστώ άσωμεν, τω Θεώ ημών, ότι δεδόξασται.

Ε ρ μ η ν ε ί α

Επειδή ο Προφήτης Μωϋσής εστάθη ο Ποιητής της πρώτης ωδής,
(ταύτην γαρ έγραψεν εν Κεφαλ. ιε΄της Εξόδου, αφ΄ου διεπέρασαν μεν οι Εβραίοι την ερυθράν θάλασσαν 1  , κατεποντίσθησαν δε εις αυτήν οι Αιγύπτιοι
και Φαραωνίται). Τούτου χάριν και ο Μελωδός Κοσμάς ερανίσθη από την ωδήν
εκείνην τον παρόντα Ειρμόν και λέγει, ότι ο θεόπτης εκείνος Μωϋσής χαράξας, ήτοι προεικονίσας συμβολικώς και προτυπώσας τον Σταυρόν 2  ,  εκτύπησε μεν πρώτον την ράβδον του με ευθείαν και ίσην γραμμήν επάνω εις την ερυθράν
Θάλασσαν, και ούτω διέσχισεν αυτήν τω Ισραήλ πεζεύσαντι: ήτοι χάριν του ισραηλιτικού λαού, ος τις επέζευσε˙  τουτέστι, διεπέρασεν
αυτήν πεζός και με γυμνά ποδάρια, χωρίς να βραχή.
Ταύτην δε την ιδίαν ράβδον γυρίσας ο αυτός Μωσής με πλάγιον
σχήμα (τούτο γαρ δηλοί το, επιστρεπτικώς), εκτύπησε την ιδίαν ερυθράν



1. Σημειώσαι, ότι ερυθρά ωνομάσθη η κατά την Αίγυπτον Θάλασσα, η από Ερύθρα του πρώτου
εγκατοίκου του τόπου εκείνου, ή διότι το έδαφος της Θαλάσσης και των πέριξ τόπων είναι
ερυθρόν˙  όθεν κατά αντανάκλασιν κάμνει να φαίνεται ερυθρόν και το εις την επιφάνειαν
ύδωρ της Θαλάσσης.
2. Δύο γαρ σημαινόμενα έχει το, χαράττω, κατά τον πτωχόν Πρόδρομον, ή το, αισθητώς
χαράττω δια της χειρός, ως λέγομεν, εχάραξεν επιστολήν˙  ή το, προτυπώνω, ως λέγομεν,
η βάτος εχάραττε την Θεοτόκον.
Θάλασσαν, αφ΄ου επέρασαν οι Ισραηλίται˙  και ούτως ήνωσε τα δύο
σχισθέντα μέρη αυτής. Διατί δε τούτο εποίησε τοις άρμασι Φαραώ, ήτοι
εναντίον των αρμάτων και αμαξών του Βασιλέως Φαραώ; διότι εκυνήγα
κατόπιν δια να πιάση τους Ισραηλίτας. Ευθύς γαρ όπου η Θάλασσα εκτυπήθη
την δευτέραν φοράν και ενώθη, κατεπόντισε τον Φαραώ και πάντα τα
στρατεύματα αυτού. Όθεν με το τοιούτον ίσον ομού και πλάγιον κτύπημα
της ράβδου του, εχάραξεν ο Μωϋσής και αισθητώς˙  ήτοι εσχημάτισεν
επάνω εις το πλάτος της Θαλάσσης το ανίκητον άρμα των χριστιανών, ήτοι
τον Σταυρόν. Ο Σταυρός γαρ από δύο ξύλα σύγκειται, από το ορθόν και ίσον,
και από το πλάγιον 3  . Δια τούτο, λέγει, και ημείς οι τω Σταυρώ εγκαυχώμενοι
χριστιανοί, ας μελωδήσωμεν εις Χριστόν τον Θεόν ημών. Καθώς τότε και ο
Μωϋσής με όλους τους άνδρας και η Μαριάμ με όλας τας γυναίκας, έψαλλον
το επινίκιο εκείνο άσμα της πρώτης ωδής, αφ΄ου διεπέρασαν αβρόχως την ερυθράν.





3. Σημείωσαι, ότι η αγία Γραφή δεν φανερώνει, ότι ο Μωϋσής εκτύπησε την Θάλασσαν, την
δευτέραν φοράν, με πλάγιον σχήμα της ράβδου˙  αλλά ο Μελωδός συμπεραίνει τούτο˙  ίσως
δε και το είχεν εκ παραδόσεως. Συμφώνως δε τω θείω Κοσμά, λέγει τούτο και ο εκ Δαμασκού
σύμπτους αυτώ Ιωάννης, εν τω ειρμώ του πλ. δ΄ήχου της Οκτωήχου. «Αρματηλάτην φαραώ
εβύθισε, τερατουργούσα ποτέ Μωσαϊκή ράβδος, σταυροτύπως πλήξασα, και
διελούσα θάλασσα». Αλλ΄ο μεν Κοσμάς λέγει, ότι ο Μωϋσής ετύπωσε τον Σταυρόν με το
πλάγιον κτύπημα, όπου εκτύπησε δεύτερον˙  ο δε Ιωάννης δεν αναφέρει δια κτύπημα δεύτερον.
Πως λοιπόν λέγει, ότι σταυροτύπως έπληξε την θάλασσαν; ου γαρ με ένα κτύπημα τυπούται
σταυρός˙  ταύτην την απορίαν προβάλλων ο σοφός Ζωναράς εν τη ερμηνεία του ανωτέρω
Ειρμού, λύει ταύτην επιβολώτατα, δηλαδή, ότι ου χωρίς λόγου είπεν ο θείος Ιωάννης, την
κατ΄ευθείαν πληγήν της ράβδου, πλήξαι σταυροτύπως την θάλασσαν˙ καθότι οι παλαιοί τα
ορθίως πηγνύμενα ξύλα, (ήτοι τα κοινώς λεγόμενα παλούκια) σταυρούς ωνόμαζον˙  ούτως εν τη
Εσθήρ αναφέρεται, ότι ο Αμάν εσταυρώθη επάνω εις το όρθιον ξύλον, το οποίον ητοίμασε δια
να σταυρώση τον Μαρδοχαίον, καθώς γέγραπται. «Και ώρθωται εν τοις Αμάν ξύλον πυχών
πεντήκοντα˙  ειπε δε ο Βασιλεύς, σταυρωθήτω επ΄αυτού» (Εσθήρ ζ΄9). Ούτω και ο Ιώσηπος
εν τη Αρχαιολογία την ιστορίαν ταύτην ιστορεί˙  ούτω Δίων ο τα Ρωμαϊκά συγγράψας, ιστορών
τον προς τους Καρχηδονίους των ρωμαίων πόλεμον, γράφει, ότι ένας ύπατος ρωμαίος, Νέρων
καλούμενος, εμβαίνων εις τους Καρχηδονίους ενίκησεν˙ όθεν ο στρατηγός εκείνων έπεσεν˙
ο δε Νέρων ανεσταύρωσε την κεφαλήν εκείνου˙ ήτοι επί ξύλου ορθίου εσήκωσεν αυτήν.



Τότε γαρ φησιν, ησε Μωϋσής και οι υιοί Ισραήλ την ωδήν ταύτην˙ «Άσωμεν τω Κυρίω, ενδόξως γαρ δεδόξασται» (Εξ. ιε΄1).
Βλέπε δε, ω αναγνώστα, σοφίαν και σύνεσιν του θεσπεσίου Κοσμά.
Διότι αυτός και τον ειρμόν τούτον επροσάρμοσε με την πρώτην ωδήν του
Μωϋσέως, από την οποίαν ερανίσθη αυτόν˙ και εις τον αυτόν καιρόν δεν
εβγήκε και από την υπόθεσιν της πανηγύρεως του Σταυρού, την προκειμένην
αυτώ εις έπαινον˙  διότι λαβών από την πρώτην ωδήν, τόσον την ράβδον
του Μωϋσέως, όσον και την ερυθράν Θάλασσαν, με την μίαν ταύτην
υπόθεσιν τα πρέποντα εφύλαξε και της πρώτης ωδής και της του Σταυρού
εορτής. Καθώς γαρ τότε ο παλαιός Μωϋσής με την ράβδον του έσχισε την
ερυθράν θάλασσαν˙  ούτως ύστερον και ο νέος Μωσής Χριστός ο Κύριος
με την ιδικήν του ράβδον, ήτοι με τον τίμιον Σταυρόν, περί ου είπεν ο Δαβίδ˙
«ράβδος ευθύτητος η ράβδος της Βασιλείας σου» (Ψαλ. μδ΄ 7) με αυτόν, λέγω, έσχισε την αμαρτίαν, η οποία είναι ερυθρά και αιματώδης κατά την
Γραφήν «Άνδρας γαρ αιμάτων», ο Δαβίδ ονομάζει τους φονικούς
και αμαρτωλούς (Ψαλμ. νδ΄27). Και ο Ησαΐας καθαρώτερον μαρτυρεί περί
τούτου «εάν ώσι, λέγων, αι αμαρτίαι υμών ως φοινικούν (ήτοι ως χρώμα
άλυκον, το εις το λευκοειδές κλίνον), ως χιόνα λευκανώ (ήτοι πολλά λευκάς
ποιήσω αυτάς)˙ εάν δε ωσιν ως κόκκινον (ήτοι ως χρώμα αιματοειδές και
βαθύ), ως έριον λευκανώ (ήτοι ολιγώτερον θέλω τας λευκάνει)» (Ησ. α΄18).
Σχίσας λοιπόν ο Χριστός με την Ράβδον του Σταυρού του την ερυθράν
αμαρτίαν, ημάς μεν τους νέους Ισραηλίτας τους ακολουθούντας αυτώ,
διεπέρασεν εις την έρημον της αμαρτίας: ήτοι εις την απάθειαν˙ τον δε
Φαραώ: ήτοι τον Σατανάν, και τα δαιμονικά αυτού άρματα, και τους
τριστάτας καταβύθισεν. Άρματα μεν ουν λέγονται οι Δαίμονες όχι ότι έχουν
κανένα αρμόδιον και εύτακτον. Πάντα γαρ τα των Δαιμόνων είναι άτακτα
και ανάρμοστα˙ αλλά λέγονται άρματα, δια την έπαρσιν αυτών και την
υπερηφάνειαν, υπό της οποίας κυριευθέντες, εκρημνίσθησαν από τους
ουρανούς. Τριστάται δε ονομάζονται οι Δαίμονες, διότι πολεμούσι τα τρία
μέρη της ψυχής του ανθρώπου, το επιθυμητικόν, λέγω, το θυμικόν και το
λογιστικόν, κατά την ερμηνείαν του πτωχού Προδρόμου 4 .

Ου μόνον δε τον Ειρμόν τούτον επροσάρμοσεν ο Μελωδός εις την
εορτήν του Σταυρού˙  αλλά και το ακροτελεύτητον του Ειρμού:
ήτοι το «διό Χριστώ άσωμεν τω Θεώ ημών, ότι δεδόξασται». Κατά τον
αυτόν Πρόδρομον δε άσωμεν, λέγει, εις Χριστόν τον Θεόν ημών, διότι
δεδόξασται: ήτοι εσταυρώθη. Εάν γαρ δόξα του Χριστού και είναι και
λέγεται ο Σταυρός, λοιπόν και το σταυρωθήναι εμπορεί να ονομασθή
δοξασθήναι. Όθεν ο Κύριος ερχόμενος εις το πάθος του Σταυρού, έλεγε
«νυν εδοξάσθη ο υιός του ανθρώπου» (Ιω. ιδ΄ 31). Ου μόνον δε δόξα
του Χριστού ονομάζεται ο Σταυρός. Αλλά και αρχή, ως γέγραπται παρά τω
Ησαΐα «ου η αρχή εγενήθη επί του ώμου αυτού» (Ης. θ’ 6). Όπερ
ερμηνεύων ο Θεολόγος Γρηγόριος, λέγει «Τω γαρ Σταυρώ συνεπαίρεται»
(λόγ. εις την Χριστού γέννησιν): ήτοι ο Σταυρός, ον εβάστασεν ο Κύριος
εις τον ωμόν του, αυτός εγενήθη εις αυτόν αρχή τουτέστιν εξουσία.
«Εδόθη μοι» γαρ, φησι μετά το πάθος και την ανάστασιν ο γλυκύς Ιησούς,
«εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επι γης» (Ματθ. κη΄ 18) 5 .
Ήθελε δε απορήση τινάς, δια τι ο Θεολόγος δεν είπεν, ότι τω
Σταυρώ επαίρεται ο Χριστός, αλλά συνεπαίρεται; Ούτω γαρ και ο
Δαμασκηνός Ιωάννης είπεν εν τω Β΄ήχω «εν τη κυπαρίσσω, ως ηυδόκησας,
και τη πεύκη και κέδρω, σαρκί συνανυψούμενος».





4. Ο δε μέγας Βασίλειος εις τύπον του Βαπτίσματος παραλαμβάνει την ερυθράν Θάλασσαν,
το οποίον Βάπτισμα είναι ερυθρόν και κόκκινον˙  διότι τυποί το αίμα και τον
θάνατον του Χριστού, ως λέγει ο Παύλος «όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθημεν, εις τον θάνατον
αυτού εβαπτίσθημεν». Εν τω Βαπτίσματι λοιπόν καταπνίξας ο Κύριος τον νοητόν Φαραώ
και την πονηράν αυτού δύναμιν, και εν τοις του Ιορδάνου ρείθροις καταβαπτίσας τούτους,
τον αληθινόν Ισραήλ ελεύθερον της αυτού δουλειας απέδειξεν. Εις τύπον του
αυτού Βαπτίσματος παραλαμβάνει την Ερυθράν και ο Παύλος, λέγων «πάντες εις τον Μωϋσήν εβαπτίσαντο εν τη νεφέλη και εν τη θαλάσση» (α΄Κορ. 10, 2). Όρα και την ερμηνείαν της
πρώτης ωδής εν τω ημετέρω Κήπω των χαρίτων τω νεοτυπώτω.
5. Όθεν και ο Ησύχιος ερμηνεύων το «Μετά σου η αρχή εν ημέρα της δυνάμεώς σου» αρχήν εννοεί τον Σταυρόν του Χριστού, ως εν αυτώ του της οικουμένης Άρχοντος και
Βασιλεύοντος ηττηθέντος. Ημέρα δε δυνάμεως νοείται η του Κυρίου δευτέρα παρουσία
και κρίσις ˙ ότε μετά του Χριστού εκεί ευρεθήσεται και ο Σταυρός, κατά το «τότε
φανήσεται το σημείον του Υιού του ανθρώπου εν τω ουρανώ» (Ματθ. κδ΄30).

Ταύτην την απορίαν λύων ο Ζωναράς εν τη ερμηνεία του ανωτέρω
Τροπαρίου, λέγει «ουκ είπε δε ανυψούμενος (πρόσθες και επαιρόμενος),
αλλά τη σαρκί συνανυψούμενος  (και τω Σταυρώ συνεπαιρόμενος)˙
της του Λόγου γαρ σαρκός ανυψουμένης, και πασχούσης εν τω Σταυρώ,
αυτός ο Λόγος υψούσθαι λέγεται, και τη σαρκί συνανυψούσθαι, τα της
σαρκός οικειούμενος, δια το μίαν είναι την υπόστασιν, μετά την σάρκωσιν
του Λόγου και της σαρκός˙ αλλως τε και της Θεότητος αυτού εκφαινομένης
δια των εν τω πάθει γεγονότων τεραστίων, και εκλαμπούσης, δόξα εγίνετο
ο Σταυρός του Λόγου και ύψωσις˙  ουχ΄ως αυτού δόξαν μείζονα
προσλαμβάνοντος, αλλ΄ως εν ημίν της δόξης αυτού αυξούσης τε και
υψουμένης δια των τελουμένων θαυμασίων εν τω Σταυρώ. Εν κυπαρίσσω δε
και πεύκη και κέδρω είπεν: ήτοι εν τω ξύλω του Σταυρού˙ εκ τούτων γαρ των
τριών συγκείσθαι φασί τον Σταυρόν». Λέγει δε και ο Αλεξανδρείας Κύριλλος,
ερμηνεύων το ανωτέρω ρητόν του Ησαΐου. Έοικε δε τον ωμον ο προφητικός
ημίν εν τούτοις λόγος την Ισχύν βούλεσθαι δηλούν˙ πάσα γαρ ημών Ισχύς
εν βραχίοσί τε και ώμοις. Ήρξε τοίνυν της υπ΄ουρανόν δια της εαυτού
δυνάμεως ο Χριστός˙  Ισχύς γαρ εστι του Θεού και Πατρός.
Ποίον δε ωφέλιμον νόημα εμπορείς να κερδήσης, συ αγαπητέ, από τον
Ειρμόν τούτον; άκουσον˙   Θάλασσα ερυθρά είναι η παρούσα ζωή. Αιγύπτιοι
δε και Φαραωνίται είναι οι πονηροί Δαίμονες. Άνεμοι δε οι ταράσσοντες την
ζωήν ταύτην είναι αι προσβολαί των βλασφήμων και αισχρών και πονηρών
λογισμών, με τους οποίους οι Δαίμονες ταράττουσι το τριμερές της ψυχής μας:
ήτοι το λογιστικόν, το επιθυμητικόν, και το θυμικόν. Κύματα δε της Θαλάσσης
ταύτης, είναι οι διάφοροι πειρασμοί και αι περιστάσεις και θλίψεις, όπου
ακολουθούν εις την ζωήν ταύτην. Εάν λοιπόν, συ αγαπητέ, μεταχειρίζεσαι ως
άρμα δυνατόν, τον Σταυρόν του Κυρίου, δύνασαι να διαπεράσης μεν
ακινδύνως την ζωήν, ταύτην, να καταποντίσης δε και αφανίσης τους νοητούς
Αιγυπτίους και Φαραωνίτας Δαίμονας, όπου σε διώκουν και σε πολεμούν.
Όθεν εάν, συ αδελφέ, μαγευθής από τινα κακότροπον άνθρωπον,
μη φοβηθής˙  αλλά ποίησον το σημείον του Σταυρού, και λύεται η
φαρμακεία των Δαιμόνων. Ούτω βεβαιοι ο μέγας Αθανάσιος, λέγων,
 «τω σημείω του Σταυρού πάσα μαγεία παύεται» (λόγω περί της
ενσαρκώσεως του Θεού Λόγου). Και ο ιερός Επιφάνιος «ένθα όνομα Χριστού,
και σφραγίς Σταυρού, ουκ ίσχυσε φαρμακείας δύναμις» (Αιρές. 1 Βιβλ. α΄).
Εάν σε πολεμούν οι εχθροί Δαίμονες με καμμίαν αμαρτίαν, μη φοβηθής˙
αλλά σφράγισον τον εαυτόν σου με το σημείον του Σταυρού, καθώς σε
συμβουλεύει να κάμνης ο θείος Χρυσόστομος, λέγων «πιστή ει; σφράγισον
σεαυτήν και ειπέ: «Τούτο έχω το όπλον μόνον˙ Τούτο το φάρμακον˙
άλλο δε ουκ οίδα» (ομιλ. η΄εις την προς Κολασ.). Αλλ΄εάν και το παιδίον
σου πάσχη και ασθενή, σφράγισον αυτό με τον τύπον του ζωηφόρου
Σταυρού. Και άλλο τι να μη κάμης εις αυτό κατά τον αυτόν Χρυσορρήμονα
«δέον μηδέν έτερον τω παιδί περιτιθέναι, αλλ΄η την από του Σταυρού
φυλακήν» (Ομιλ. ιβ΄εις την προς Κορινθίους α΄). Και πάλιν ο αυτός
Χρυσορρήμων παραγγέλει εις τους γονείς, ότι από την πρώτην ηλικίαν των
τέκνων των να τα μανθάνουν να κάμνωσι τον Σταυρόν˙  και προ του αυτά
να δύνωνται να τον κάμνουν, να πιάνουν οι γονείς τας χείρας αυτών των
παιδιών, και να τυπώνουν τον Σταυρόν εις το μέτωπον και εις όλον το
σώμα των. Ούτω γαρ φησι «Μη ταύτα, μη αδελφοί˙  αλλ΄εκ πρώτης ηλικίας,
πνευματικοίς περιφράττετε όπλοις τα παιδία, και τη χειρί παιδεύετε σφραγίζειν
το μέτωπον. Και πριν η δυνηθήναι τη χειρί τούτο ποιείν, αυτοί εντυπούτε αυτοίς τον Σταυρόν» (Λόγω ιγ΄εις την α΄προς Κορινθίους). Και δια να είπω καθολικώς, εις κάθε περίστασιν, όπου σοι ακολουθήσει, μη φοβηθής˙ αλλά
ποίει την σφραγίδα του Σταυρού, και θέλεις ελευθερωθή. Ούτω γαρ και οι
παλαιοί εκείνοι Χριστιανοί συνεχώς εποίουν τον Σταυρόν εις τον εαυτόν των,
και ούτω συνειθίσαντες δεν εχρειάζοντο πλέον δια να τους ενθυμήση τινάς
περί τούτου. Καθώς ο αυτός Χρυσορρήμων λέγει «εν συνηθεία πολλοί
κατέστησαν του σφραγίζειν εαυτούς, και ουκέτι δέονται του υπομιμνήσκοντος»
(Ομιλ. Ζ΄εις την β΄προς Τιμόθεον).

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν

Τον τύπον πάλαι Μωσής, του αχράντου πάθους, εν εαυτώ προέφημε,
των ιερών μεσούμενος. Σταυρώ δε σχηματισθείς, τεταμέναις τρόπαιον
παλάμαις ήγειρε, το κράτος διολέσας, Αμαλήκ του πανώλους. Διο Χριστώ
άσωμεν, τω Θεώ ημών, ότι δεδόξασται.




Ε ρ μ η ν ε ί α

Και τούτο το Τροπάριον εδανείσθη ο μελωδός από το βιβλίον της
Εξόδου, από το οποίον εδανείσθη και τον ανωτέρω Ειρμόν. Ακούων γαρ
τον Παύλον να λέγη, ότι ο παλαιός νόμος είχε σκιάν και τύπον μυστηρίων
της νέας χάριτος «Σκιάν γαρ έχων ο Νόμος των μελλόντων αγαθών» (Εβρ.ι΄1).
Δια τούτο μεταφέρει και αλληγορεί τας ιστορίας της Παλαιάς Διαθήκης, εις την
Νέαν Διαθήκην του Ευαγγελίου. Όθεν και λέγει, ότι πάλαι μεν ο Προφήτης
Μωϋσής επροεικόνισεν εις τον εαυτόν του τον τύπον του αχράντου πάθους
του Δεσπότου Χριστού. Πώς; και τίνι τρόπω; των ιερών μεσούμεος; ήτοι καθώς
ο Μωϋσής εστέκετο εις το μέσο των ιερών εκείνων ανδρών, του Ααρών, λέγω,
του αδελφού του, και του Ώρ 6 ˙ ούτω και ο Δεσπότης Χριστός έπασχεν εν
τω Σταυρώ, ευρισκόμενος ανάμεσα εις τους δύο ληστάς.
Σχηματισθείς δε πάλιν κατά τον τύπον του Σταυρού, εσήκωσε με τας
σταυροειδώς εξαπλωμένας χείρας του τρόπαιον, ήτοι νίκην 7 .




6. Ο Ώρ ήτον Κριτής αδέκαστος κατά τον Αλεξανδρείας Κύριλλον˙ κατά δε τον Ιώσηπον
(κεφ. β΄του γ’ βιβλίου της αρχαιολογίας) ο Ώρ ήτον άνδρας της Μαριάμ της αδελφής Μωϋσέως.
Αγκαλά και ο Νύσσης Γρηγόριος λέγη εν τω περί Παρθενίας, ότι η Μαριάμ αύτη, έμεινε παρθέος˙ καθότι ουδέν αναφέρει η Γραφή περί του, αν είχεν αύτη άνδρα, ή όχι.
7. Το Τρόπαιον κατά τον Σχολιαστήν του Αριστοφάνους, ήτον τοιούτον˙ όταν τινάς ήθελε
τρέψη και νικήση τους εχθρούς του, έστηνε μίαν πέτραν, ή εκατασκεύαζεν ένα τοίχον, επάνω εις
τον οποίον έγραφε την νίκην, όπου έκαμε κατά των εχθρών του, δια να βλέπουν και να ενθυμούνται αυτήν οι μεταγενέστεροι. Ελέγετο ουν ο τοιούτος τοίχος, ή η πέτρα, Τρόπαιον˙
επειδή εστήνετο και εγείρετο επί τη τροπή, ήγουν δια την νίκην των εχθρών. Ο δε Ζωναράς εν τη ερμηνεία του Γ΄ήχου της Οκτωήχου, ούτω λέγει «Έθος ην αρχαίον τοις τους εναντίους νικήσασι, δίδοσθαί τι σημείον, όπερ αιρόμενον, δήλους καθίστα τους νικητάς. Εκαλείτο δ΄εκείνο
τρόπαιον, ως σύμβολον της ήττης των αντιπάλων, οία τρεψάντων τα νώτα, και εις φυγήν κλινάντων˙ οι γαρ ηττηθέντες, φεύγουσι τους νικήσαντας, ιν΄ούτω σωτηρίαν εκ της φυγής πραγματεύσωνται. Τρόπαιον δε του Κυρίου και σύμβολον της κατά του Διαβόλου νίκης, είη αν
ο Σταυρός, ον επί των ώμων ήρεν, απιών προς το πάθος˙ αυτώ γαρ προσηλωθείς ο Δεσπότης
και θανών, τον θάνατον ενίκησε, του άδου και του θανάτου εξαναστάς». Λέγει δε και ο Χρυσορρήμων «Απεκδυσάμενος, φησίν ο Παύλος, τας αρχάς και τας εξουσίας, εδειγμάτισεν εν
παρρησία θριαμβεύσας εν τω Σταυρώ. Πολλά, φησί, το τρόπαιον έχει της νίκης τα σύμβολα˙
τα λάφυρα κρέμανται άνω εφ΄υψηλού επί του Σταυρού. Καθάπερ γαρ βασιλεύς γενναίος πόλεμον νικήσας χαλεπώτατον, τον θώρακα και την ασπίδα και τα όπλα του τυράννου και των
Έφθειρε γαρ δια μέσου της σταυροειδούς εξαπλώσεως ταύτης, την δύναμιν
του πανωλέθρου και αφανιστικού εκείνου Βασιλέως Αμαλήκ, ος τις επολέμει
τον Ισραηλιτικόν λαόν, και δεν άφινεν αυτόν να περάση και να υπάγη εις τη
γη της επαγγελίας˙  καθώς αναφέρεται η ιστορία αύτη εις το ιζ΄της Εξόδου
Κεφάλαιον. Δια τούτο, λέγει, ημείς οι Χριστιανοί, βλέποντες τον τύπον του
Σταυρού ένδοξον και νικώντα, ακόμη και εν τη σκιά της Παλαιάς Διαθήκης, ας
μελωδήσωμεν εν επινίκιον και ένδοξον άσμα εις Χριστόν τον Θεόν, ος τις
εχάρισε τόσην μεγάλην δύναμιν, και εις αυτόν ακόμη τον εν τη Παλαιά τύπον
του Σταυρού του, επειδή και είναι δεδοξασμένος. Όθεν και ο θείος Γρηγόριος
ο Θεσσαλονίκης εν τω εις την προσκύνησιν του Σταυρού λόγω αυτού, γράφει
ένα βαθύ νόημα, λέγων «ο του Χριστού Σταυρός προανεκηρύττετο και
προετυπούτο μυστικώς εκ γενεών αρχαίων, και ουδείς ποτε κατηλλάγη τω Θεώ
χωρίς της του Σταυρού δυνάμεως»… Και ώσπερ, μήπω όντος του ανθρώπου της αμαρτίας, του υιού της ανομίας, του Αντιχρίστου, λέγω, ο ηγαπημένος τω
Χριστώ φησί Θεολόγος˙ «Και νυν αγαπητοί, ο Αντίχριστός εστιν». Ούτω και
ο Σταυρός ην εν τοις προγενεστέροις και προ του τελεσθήναι. «Ο γαρ μέγας
Παύλος σαφέστερον ημάς διδάσκων, ότι, και μήπω παραγενόμενος, εν ημίν
εστιν ο Αντίχριστος, φησίν, ότι το μυστήριον αυτού ενεργείται εν ημίν˙ ούτω
δη και ο του Χριστού Σταυρός, μήπως γεγονώς, εν τοις προπάνορσιν ην˙ το
γαρ μυστήριον αυτού ενηργείτο εν αυτοίς. Ακολούθως δε φέρει παράδειγμα
τον Άβελ, τον Σήθ, τον Ενώς, τον Ενώχ, τον Νώε, τον Αβραάμ, Ισαάκ, Ιακώβ,\
και τους λοιπούς Προπάτορας και Προφήτας».
Ήθελε δε ερωτήση τινάς, με ποία άραγε άρματα επολέμουν οι Ισραηλίται
τον Αμαλήκ και τα εκείνου στρατεύματα, ενώ αυτοί άρματα δεν είχον, όταν
εβγήκαν από την Αίγυπτον; και αποκρίνεται ο Ιώσηπος συν τω Θεοδωρήτω,
ότι όταν εξέβρασεν η ερυθρά Θάλασσα τους Αιγυπτίους εις τα περιγιάλια,
ομού με τα άρματά των˙ τότε οι Εβραίοι κουρσεύσαντες αυτούς, επήραν τα
άρματά των, και εκείνα εμεταχειρίζοντο εις τον πόλεμον.
Τι δε νόημα συνάγεις, συ αγαπητέ αναγνώστα, από το Τροπάριον τούτο;
ωφέλιμον αληθώς και ψυχωφελές.

στρατιωτών των ηττηθέντων εφ΄υψηλού του τροπαίου τίθησιν˙ ούτω και ο Χριστός τον πόλεμον νικήσας τον προς τον Διάβολον, τα όπλα αυτού πάντα, τον θάνατον, την κατάραν
εκρέμασεν εφ΄υψηλού του Σταυρού, καθάπερ επί τροπαίου τινός˙ ίνα πάντες το τρόπαιον
βλέπωσιν, αι άνω δυνάμεις αι εν τοις ουρανοίς, οι κάτω άνθρωποι οι επί γης, αυτοί οι πονηροί
δαίμονες οι ηττηθέντες» (Λόγω εις το όνομα του Κοιμητηρίου και εις τον Σταυρόν, Τόμω ε΄).
Διότι καθώς ο Μωϋσής τότε, εν όσω είχεν υψωμένα τα χέρια του υψηλά εις σχήμα Σταυρού, ενίκα ο Ισραηλιτικός λαός τον Αμαλήκ˙ όταν δε αυτά εκατέβαζεν, ενίκα ο Αμαλήκ. «Και εγένετο, όταν επήρε Μωϋσής τας χείρας, κατίσχυεν Ισραήλ˙ όταν δε καθήκε τας χείρας, κατίσχυεν Ισραήλ˙ όταν δε καθήκε τας χείρας, κατίσχυεν Αμαλήκ» (Εξ. ιζ΄ 11).
Ούτω και συ τώρα, εν όσω μεν έχεις τας χείρας σου σταυροειδώς υψωμένας
εις προσευχήν, νικάς τον νοητον Αμαλήκ, Διάβολον, ος τις σε πολεμεί, και δεν
σε αφήνει να περάσεις, και να υπάγης εις την άνω Ιερουσαλήμ˙ όταν δε
αμελών κατεβάσης τας χειρας σου, και διαλύσης τον νικητικόν τύπον του Σταυρού, τότε νικάται, κατά τον Βασίλειον, ο εν ημίν Ισραήλ, ήτοι ο διορατικός
ημών νους˙ επειδή Ισραήλ, νους ορών τον Θεόν, ερμηνεύεται. Δια τούτο
και ο Προφήτης Δαβίδ πρότερον εποίει, και ο Παύλος ύστερον παραγγέλει εις ημάς, να σηκώνωμεν τας χείρας, όταν προσευχώμεθα. Δια τι; ίνα τυπώνωμεν ει
τον εαυτόν μας εν τη προσευχή το νικητικόν σχήμα του Σταυρού˙ ο μεν, λέγων, «έπαρσις των χειρών μου θυσία εσπερινή» (Ψαλ. ρμ΄2). Ο δε
παραγγέλων «Βούλομαι ουν προσεύχεσθαι τους άνδρας εν παντί τόπω, επαίροντας οσίους χείρας» (α΄Τιμοθ. β΄ 8). Και τούτη είναι η αιτία, δια την
οποίαν η Εκκλησία του Χριστού επενόησε τα στασείδια εν τω Ναώ, ίνα δηλαδή
οι προσευχόμενοι Χριστιανοί, ακουμβίζοντες τας χείρας των επάνω εις τα
πλάγια ξύλα των στασειδίων (ου γαρ δύναται εις όλον το διάστημα της εν τη
Εκκλησία προσευχής, να έχουν υψωμένας αυτάς), τυπώνωσιν εις τον εαυτόν
των εν τη προσευχή τον τίμιον Σταυρόν˙ καθώς τότε ετύπωνεν αυτόν και ο
Μωϋσής, εν όσω είχεν υψωμένας τας χείρας του 8 .

8. Το μεν σώμα του Μωϋσέως το από κεφαλής έως ποδών, ορθόν ον, εικόνιζε το
όρθιον ξύλον του Σταυρού˙ αι δε δυο χείρες αυτού εξαπλωμέναι ούσαι, εικόνιζον το
πλάγιον ξύλον του Σταυρού˙ όθεν ο Νύσσης Γρηγόριος βαθέως και γλαφυρώς εις τον
Σταυρόν αλληγορεί το ευαγγελικόν εκείνο λόγιον, το λέγον. «Ιώτα εν, η μία κεραία, ου
μη παρέλθη από του Νόμου» (Ματθ. ε΄18) ούτω γαρ φησιν˙ Αληθώς γαρ τοις
καθοράν δυναμένοις, εν τω Νόμω μάλιστα το κατά τον Σταυρόν θεωρείται μυστήριον˙
διο φησί που το ευαγγέλιον, ότι εκ του Νόμου το ιώτα και η κεραία ου παρέρχεται˙
σημαίνον δια των ειρημένων, την τε εκ πλαγίου γραμμήν και την κάθετον (ήτοι την ορθήν)
δι΄ων το σχήμα του Σταυρού καταγράφεται˙ όπερ και εν τω Μωϋσή τότε βλεπόμενον, ος
αντί του Νόμου νοείται, τροπαίου και νίκης αίτιον τοις ορώσι καθίστατο» (Σελ. 748
της Πεντατεύχου).


Εν τη δυνάμει λοιπόν του τιμίου Σταυρού, και της δια της επάρσεως των
χειρών ενεργουμένης προσευχής, εμπορείς να νικήσης, και συ αδελφέ, τον
νοητόν Αμαλήκ, Διάβολον, περί ου γέγραπται «Αρχή Εθνών, Αμαλήκ˙ και το
σπέρμα αυτών απολείται» (Αριθμ. κδ΄ 20). Ποία δε είναι τα έθνη, των οποίων
ευρίσκεται αρχή ο Διάβολος; είναι τα πλήθη των δαιμόνων των υποτασσομένων τω Διαβόλω. Ποίον δε είναι το σπέρμα του Αμαλήκ και των
δαιμόνων; είναι η αμαρτία και όλα τα πάθη, τα οποία εγέννησεν ο Διάβολος
και οι υπ΄αυτόν δαίμονες, ήτοι η φιλαυτία, η οίησις, η υπερηφάνεια,
η γαστριμαργία, και τα λοιπά. Όθεν είπεν ο σοφός Νείλος «Αρχή εθνών Αμαλήκ, και αρχή παθών γαστριμαργία». Μη φοβηθής λοιπόν, Χριστιανέ, τον
νοητόν Αμαλήκ και τον εκείνου αόρατον πόλεμον, όχι! Επειδή δια της κρυφίας
δυνάμεως του Σταυρού, πολεμεί μεν αυτόν ο Χριστός και δεν τον αφίνει να
νικήση, βοηθεί δε εσέ τον αντιπολεμούντα εκείνον, και νικητήν
αυτού δείκνυσι˙ καθώς είναι γεγραμμένον «Εν χειρί κρυφία πολεμεί Κύριος
επί Αμαλήκ από γενεών εις γενεάς» (Εξ. ιζ΄ 16). Παραθαρρύνει δε σε και
ο θεολόγος Γρηγόριος, λέγων, «αν ούτως εξέλθης Αίγυπτον, Αμαλήκ
καταπολεμηθήσεταί σοι, ουχί όπλοις μόνον, αλλά και πολεμίαις χερσί δικαίων,
ευχήν ομού τυπούσαις και Σταυρού τρόπαιον το αήττητον»
(Λόγ. εις το Πάσχα).

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν

Ανέβηκε Μωϋσής, επί στήλης άκος, φθοροποιού λυτήριον και
Ιοβόλου δήγματος, και ξύλω τύπω Σταυρού, τον προς γην συρόμενον Όφιν
προσέδησεν, εγκάρσιον εν τούτω, θριαμβεύσας το πήμα˙ διο Χριστώ
άσωμεν, τω Θεώ ημών, ότι δεδόξασται.





Όχι μόνον δε ο άνθρωπος σχήμα έχει σταυρού, αλλά και τα πουλία,
σχήμα σταυρού σώζουσιν, όταν πετώσιν˙ ομοίως και τα οψάρια, όταν κολυμβώσι˙ και
οι υφανταί σταυτοειδώς υφαίνουσι τα πανία των, αλλά και τα δένδρα και τα φύλλα των
δένδρων τα περισσότερα σταυροειδή είναι˙ και ορά περί τούτου το προοίμιον του Δ΄λόγου
εις την Σταύρωσιν Ιωσήφ του Βρυεννίου εν τω β΄Τόμω.

                                             Ε ρ μ η ν ε ί α

Την ιστορίαν του Τροπαρίου τούτου, εδανείσθη ο Μελωδός από
το κα΄κεφάλαιον των Αριθμών, όπου ο Θεός έστειλεν εις τον λαόν των
Εβραίων Οφίδια, και εθανάτωναν αυτούς, διότι ολιγοψυχήσαντες, κατελάλησαν
του Θεού. Όθεν ο Μωϋσής εμπήξας εις την γην ένα όρθιον ξύλον, έστησε
πλαγίως επάνω εις αυτό, ένα χάλκινον Όφιν, τον οποίον βλέποντες οι Εβραίοι
εκείνοι όπου εδαγκάνοντο, δεν απέθνησκον. Προσαρμόζει λοιπόν την ιστορίαν
ταύτην ο Μελωδός εις την εορτήν της υψώσεως του Σταυρού, και λέγει,
ότι ο Προφήτης Μωϋσής έβαλεν υψηλά επάνω εις στήλην: ήτοι εις όρθιον
ξύλον, όπου ήτον εμπηγμένον εις την γην˙ τι έβαλεν; άκος, ήγουν τον
χάλκινον Όφιν, ως ένα ιατρικόν, ο οποίος διέλυσε και ιάτρευσε το
φθοροποιόν και θανατηφόρον εκείνο δάγκαμα των Οφιδίων.
Με το ξύλον λοιπόν εκείνο το εις τύπον ον του ορθού ξύλου του
Σταυρού, εκάρφωσεν ο Μωϋσής τον αισθητόν Όφιν, όπου σύρεται εις την
γην, κατά την κατάρα, την οποίαν έλαβεν εξ αρχής από τον Θεόν, ειπόντα
προς αυτόν «επί τω στήθει σου και τη κοιλία πορεύση, και γην φαγή πάσας
τας ημέρας της ζωής σου» (Γεν. γ΄14). Πώς δε εκάρφωσε τον ζωντανόν Όφιν
ο Μωϋσής; επειδή εθριάμβευσεν: ήτοι νεκρόν και αδύνατον απέδειξε δημοσίως
και παρρησία το πήμα: ήτοι την βλάβην εκείνη όπου, επροξένει εις τους Εβραίους. Με ποίον δε μέσον το ενέκρωσε; με τον χαλκούν Όφιν, τον οποίον
έβαλεν επάνω εις το ξύλον εκείνο, όχι όρθιον, αλλά πλάγιον (τούτο γαρ δηλοί
το εγκάρσιον), και ούτως εσχημάτισε τέλειον τον Σταυρόν. Διότι από τα δύο
ομού: ήτοι από το όρθιον ξύλον, όπου έμπηξεν εις την γην, και από τον
χάλκινον Όφιν, όπου πλαγίως έβαλεν επάνω εις αυτά, έγινε τέλειος ο τύπος
και το σχήμα του Σταυρού. Όθεν ακολούθως έγινε και ιαματικός των οφιοδήκτων˙ καθώς τούτο βεβαιοί η Γραφή. «Και εποίησε Μωϋσής όφιν
χαλκούν, και έστησεν αυτό επί σημείου˙ και εγένετο, όταν έδακεν Όφις
άνθρωπον, και επέβλεψε επί τον Όφιν τον χαλκούν, και έζη» (Αριθ. κα΄9) 9 .

9. Σημειώ ενταύθα, ότι επειδή η αγία Γραφή χαλκούν λέγει τον Όφιν εκείνον, θαυμάζω,
πως ο Αλέξανδρος εις τα Ιουδαϊκά σελ. ρψε΄είπεν, ότι ο Όφις εκείνος ήτον χρυσούς˙και ότι
εσέβοντο και επροσκύνουν αυτόν οι Ισραηλιται, και δια τούτο ο Βασιλεύς Εζεκίας τον
εκρήμνισεν˙ επειδή τούτο εστί και τη Γραφή εναντίον.



Χρησιμεύει δε και εις εσέ, Χριστιανέ, το ηθικόν νόημα του Τροπαρίου τούτου. Διότι, καθώς τότε εδάγκαναν και εφαρμάκωναν τους Εβραίους τα
αισθητά οφίδια˙ ούτω και τώρα δαγκάνουσιν εσέ τα νοητά οφίδια: ήτοι οι
πονηροί Δαίμονες, οίτινες δεν περιπατούν ποτέ όρθιοι, αλλά πάντοτε σύρονται
κάτω εις την γην και τα γήινα, ως ο αισθητός Όφις˙ και όχι μόνον τούτο, αλλά
σπουδάζουν οι μιαροί να σύρουν και ημάς εις εαυτούς. Ποίον δε είναι το φαρμάκι των νοητών τούτων Όφεων; είναι η αμαρτία και τα πάθη.
Πώς δε σε δαγκάνουσι; δια μέσου της προσβολής των πονηρών και αισχρών και βλασφήμων λογισμών, και απλώς, δια μέσου του θυμού και της επιθυμίας.
Όταν λοιπόν, αδελφέ, σε δαγκάσουν οι Δαίμονες με την προσβολήν τινός
αμαρτίας, ευθύς κατάφευγε εις τον Σταυρόν του Χριστού, και βλέπων τον εν αυτώ προσηλωμένον Κύριον, επικαλού μετά θερμής πίστεως την βοήθειάν του˙ και βέβαια θέλει σε βοηθήσει, και δεν θέλει σε αφήσει να θανατωθής με
την συγκατάθεσιν, ή και την πράξιν της αμαρτίας εκείνης. Ο χάλκινος γαρ εκείνος Όφις ήτον τύπος του σταυρωθέντος Χριστού, κατά τον Αλεξανδρείας
Κύριλλον, κατά τον ιερόν Θεοδώριτον, κατά τον Νύσσης Γρηγόριον, και κατά
τον Σεβηριανόν, μάλλον δε κατ΄αυτόν τον ίδιον Δεσπότην Χριστόν, ος τις έλεγε περί εαυτού «Καθώς Μωσής ύψωσε τον Όφιν εν τη ερήμω˙ ούτως υψωθήναι δει τον Υιόν του ανθρώπου˙ ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη
απόληται, αλλ΄έχη ζωήν αιώνιον» (Ιωα. γ΄ 14). Διότι καθώς ο χάλκινος Όφις
είχε μεν σχήμα Όφεως, δεν είχε δε και φαρμάκι Όφεως˙ ούτω και ο Κύριος είχε μεν σώμα ανθρώπινον, δεν είχε δε και αμαρτίαν ανθρωπινην. Όθεν ο μεν
Παύλος είπεν «ο Θεός τον εαυτού Υιόν πέμψας εν ομοιώματι σαρκός αμαρτίας,
κατέκρινε την αμαρτίαν εν τη σαρκί» (Ρωμ. η΄3). Ο δε Ησαΐας «ος αματίαν ουκ
εποίησεν» (Ησαΐ. νγ΄ 9).
Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος ενόησεν ένα βαθύ και ξενίζον νόημα. Θέλει γαρ,
οτι ο χάλκινος εκείνος Όφις δεν ήτον τύπος του σταυρωθέντος Χριστού, αλλά
αντίτυπος: ήτοι τύπος εναντίος του Χριστού˙ ταυτόν ειπείν, ήτον τύπος του
νοητού Όφεως Διαβόλου. Εις τους απορούντας δε, πως έσωζε και ιάτρευεν ο
Όφις εκείνους, όπου έβλεπον εις αυτόν, εάν ήτον αντίτυπος του Χριστού και
τύπος του Διαβόλου; εις τούτο, λέγω, αποκρίνεται ο Θεολόγος και λέγει, ότι
ιάτρευεν ο Όφις εκείνος τους εις αυτόν βλέποντας. Αλλά ποίους; εκείνους
δηλαδή οίτινες πιστεύουν, ότι ο υπό του Όφεως τυπούμενος Διάβολος, δεν
ζη πλέον, αλλ΄ενεκρώθη υπό του σταυρωθέντος Χριστού, και ενέκρωσε και
τους υποκειμένους αυτώ Δαίμονας. Ούτω γαρ φησίν ο Πατήρ «ο δε χαλκούς Όφις κρεμάται μεν κατά των δακνόντων Όφεων˙ ουχί ως τύπος δε του υπέρ
παθόντος, αλλ΄ως αντίτυπος˙ και σώζει τους εις αυτόν ορώντας, ουχ ότι ζη
πιστευόμενος.
Αλλ΄ότι νενέκρωται, και συννεκροί τας υπ΄αυτώ δυνάμεις,
καταλυθείς ώσπερ ήν άξιος» (Λόγω εις το Πάσχα). Όθεν και ο Παύλος
συμφώνως έγραφε «απεκδυσάμενος (ο Κύριος) τας αρχάς και τας εξουσίας,
εδειγμάτισεν εν παρρησία, θριαμβεύσας (ήτοι ανισχύρους ποιήσας) αυτούς
(τους Δαίμονας) εν αυτώ (τω Σταυρώ δηλαδή)» (Κολασ. β΄ 15) 10 . Χρησιμεύει
δε και τούτο το νόημα εις εσέ, ω αδελφέ. Διότι και συ, εάν αδιστάκτως πιστεύης, ότι ο Διάβολος ενεκρώθη και έμεινεν άψυχος ως ο χάλκινος εκείνος
Όφις, υπό της δυνάμεως του σταυρωθέντος Χριστού˙ με την πίστην αυτήν δεν
θέλεις φοβηθή τας προσβολάς, όπου προσβάλλει εναντίον σου ο κατάρατος˙
αλλ΄έχεις να καταφρονής αυτόν ως ένα μύρμηκα, και να λογίζεσαι ως ένα ουδέν όλας τας κακομηχανίας του. Όλη γαρ η αιτία, δια την οποίαν σε υποτάσσει εις την εξουσίαν του ο Διάβολος, είναι ότι δεν έχεις πίστιν στερεάν, ότι τον ενέκρωσεν ο Χριστός δια του Σταυρού και θανάτου του˙ αλλά φοβήσαι
αυτόν ως εάν είχε καμίαν δύναμιν. Δια τούτο επαρακάλει τον Θεόν ο Δαβίδ να
τον ελευθερώση από τον τοιούτον φόβον του εχθρού Διαβόλου, λέγων από
φόβου εχθρού εξελού την ψυχήν μου» (Ψαλ. ξγ΄2).


10. Ο δε Θεοφύλακτος ερμηνεύει, ότι θρίαμβος ονομάζεται, όταν τινάς Βασιλεύς γυρίζων
από τον πόλεμον των εχθρών του νικητής και τροπαιούχος, κάμνει δημοσίαν προπομπήν, και
δείχνει εις όλους, τους παρ΄αυτού νικηθέντας εχθρούς, δεδομένους και εντροπιασμένους.
Επειδή λοιπόν και ο Κύριος, με τον Σταυρόν ενίκησε τον Διάβολον και τους υπηρέτας του
Δαίμονας, και κατ΄αυτών το τρόπαιον έστησε˙ δια τούτο ως έμπροσθεν εις δημόσιον θέατρον
Ελλήνων ομού και Ρωμαίων και Ιουδαίων, εθριάμβευσε τους Δαίμονας, και έδειξεν αυτούς
Νικημένους. Ο θρίαμβος δε ετυμολογείται από το θρίον: ήτοι το φύλλον της συκής το εις τρία
εσχισμένον και λεγόμενον τρίον και θρίον. Οι γαρ παλαιοί προπομπήν ποιούντες, φύλλα συκής
εκρέμων, και ούτως επεριπάτουν. Σημείωσαι, ότι η θεία Γραφή δεν λέγει καθαρώς, ότι πλαγίως
έβαλε τον Όφιν ο Μωϋσής επάνω του ορθίου ξύλου εκείνου, όπερ σημείον ονομάζει˙ αλλ΄εκ συμπεράσματος, ίσως δε και εκ παραδόσεως τούτο λέγει ο Μελωδός. Αλλά και οι ερμηνευταί πάντες θέλουν, ότι δια του σημείου εκείνου και του Όφεως ετυπούτο ο Σταυρός˙ και
προ αυτών, αυτός ο σταυρωθείς Κύριος, ειπών. «Καθώς Μωσής ύψωσε τον Όφιν εν τη ερήμω˙
ούτως υψωθήναι δει τον Υιόν του ανθρώπου».
Ο δε Νύσσης Γρηγόριος (εις τον βίον Μωϋσέως) δύο πράγματα παρετήρησεν εν τη ιστορία του παρόντος Τροπαρίου, ωφέλιμα εις την
ψυχήν σου, αγαπητέ αναγνώστα. Πρώτον, ότι το να βλέπης συ εις τον Σταυρόν και εις τον εν αυτώ προσηλωθέντα Χριστόν, τούτο σημαίνει, ότι πρέπει να έχης τον εαυτόν σου ως νεκρόν και εσταυρωμένον εις τον Κόσμον και εις τα του Κόσμου πράγματα, και να είσαι ακίνητος εις κάθε αμαρτίαν. Και
δεύτερον, οτι τα μεν δαγκάματα των οφιδίων ιατρεύονται: ήτοι ο
πονηρός θάνατος σου του αμαρτωλού δεν ενεργείται, όταν συ αποβλέπεις,
και ελπίζεις όλως διόλου εις τον Σταυρόν, και εις τον σταυρωθέντα Κύριον.
Τα δε οφίδια: ήτοι οι πονηροί Δαίμονες, ή και η επιθυμία της σαρκός
η κινουμένη κατά του Πνεύματος, αυτά, λέγω, δεν χάνονται παντελώς˙
αλλά μένουν και μετά τον Σταυρόν του Κυρίου, και μετά το Βάπτισμα,
δια δύο αίτια. Πρώτον μεν, δια περισσότερον αγώνα και δοκιμήν σου
του Χριστιανού, και δια υπόθεσιν στεφάνων μεγαλυτέρων˙ δεύτερον δε,
ίνα συ ηξεύρων, ότι οι εχθροί σου είναι ζωντανοί και σε πολεμούν, μη
κοιμάσαι, μηδέ αμελής˙ αλλά να είσαι έξυπνος, και να προσέχης
πάντοτε, φοβούμενος, μήπως έξαφνα ήθελαν σε δαγκάσει με τας
προσβολάς της αμαρτίας οι νοητοί όφεις Δαίμονες, και μήπως η της
σαρκός έμφυτος επιθυμία ανελπίστως ήθελε σηκωθή κατά της ψυχής σου,
και σε υποσκελίση εις την αμαρτίαν. Εις τούτο μας παραγγέλει να γρηγορώμεν
και ο κορυφαίος Πέτρος, λέγων «Νήψατε, γρηγορήσατε, ότι ο αντίδικος ημών
Διάβολος, ως λέων ωρυόμενος περιπατεί, ζητών τίνα καταπίη» (α΄Πέτ. ε΄ 8).

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν

Υπέδειξεν Ουρανός, του Σταυρού το τρόπαιον, τω ευσεβείας κράτορι
και Βασιλεί θεόφρονι, εχθρών εν ω δυσμενών, κατεβλήθη φρύαγμα˙ απάτη
ανετράπη δε, και πίστις εφηπλώθη, γης τοις πέρασι θεία. Διό Χριστώ άσωμεν,
τω Θεώ ημών, ότι δεδόξασται.

Ε ρ μ η ν ε ί α

Αφ΄ου ο Μελωδός ανέφερεν εις τα ανωτέρω τρία Τροπάρια ιστορίας από
την Παλαιάν Διαθήκην, και ταύτας επροσήρμοσεν ευφυέστατα εις την εορτήν
της Υψώσεως του Σταυρού˙

τώρα εν τω τελευταίω τούτω Τροπαρίω φέρει και μίαν νέαν ιστορίαν, αρμόζουσα εις το Μυστήριον του Σταυρού, και αυτήν βάλλει ως μίαν σφραγίδα και ένα χρυσούν στέφανον και κορωνίδα εις την πρώτην ταύτην ωδήν.
Η ιστορία δε είναι αύτη, όταν ο μέγας Κωνσταντίνος είχε πόλεμον κατά Μαξεντίου του τυράννου, είδεν ομού με τους συν αυτώ, εν τη ώρα του μεσημερίου εις τον Ουρανόν, ένα στύλον φωτός εις σχήμα Σταυρού, εις τον οποίον ήτον γεγραμμένα και τα γράμματα ταύτα «εν τούτω νίκα»: ήτοι
εν τη δυνάμει τούτου θέλεις νικήσει. Όθεν ποιήσας σημαίαν: ήτοι φλάμπουρον εις τύπον του φανέντος Σταυρού 11 , και πολεμήσας τον Μαξέντιον πλησίον της
Ρώμης επάνω της Βολβίας, ή Μολβίας καλουμένης γεφύρας, ενίκησεν αυτόν και
τα αυτού στρατεύματα, όντα εις τον αριθμόν εκατόν εννενήκοντα χιλιάδες.
(Όρα τον Μελέτιον Σελ. 299 του α΄ τόμου της εκκλησιαστικής ιστορίας).
Λέγει λοιπόν ο θεσπέσιος Κοσμάς, ότι ο Ουρανός έδειξεν εις τον μέγαν
Κωνσταντίνον, τον ευσεβέστατον αυτοκράτορα και θεόφρονα Βασιλέα, το
νικητικόν τρόπαιον και σημείον του Σταυρού. Με την δύναμιν δε του
φανέντος εκείνου Σταυρού, η μεν ορμή και υπερηφάνεια των αισθητών και
αφιλιώτων εχθρών του Κωνσταντίνου ενικήθη˙ η δε απάτη της ασεβείας και
ειδωλολατρείας, ηφανίσθη από τον Κόσμον˙ η δε θεία πίστις του Χριστού και
ευσέβεια εκ του εναντίου εξαπλώθη εις τα τέσσαρα μέρη της Γης: δηλαδή εις την Ανατολήν, εις την Δύσην, εις την Άρκτον, και εις την Μεσημβρίαν.
Διο Χριστώ άσωμεν…
Βλέπε δε, ω αναγνώστα, σοφίαν του ιερού Μελωδού˙ διότι αυτός κατά
τον πτωχόν Πρόδρομον, δεν ευχαριστήθη να δείξει τυπούμενον τον Σταυρόν
του Κυρίου εις ένα μόνον, ή δύο στοιχεία, αλλά και εις τα τέσσαρα ομού.
Εν μεν γαρ τω Ειρμώ δια του θαύματος της ερυθράς Θαλάσσης έδειξε τον
Σταυρόν τυπούμενον εις το στοιχείον του Ύδατος˙ εν δε τω πρώτω Τροπαρίω,
έδειξεν αυτόν τυπούμενον εν τω στοιχείω της Γης και εν τω στοιχείω του
Αέρος.



11. Ο δε Μελέτιος λε΄γει, ότι αφ΄ου είδε τον Σταυρόν εις τον ουρανόν ο μέγας
Κωνσταντίνος, κατά την νύκτα εκείνην εφάνη ο Χριστός εις αυτόν εν οράματι, και τον
είπε να κατασκευάση μίαν σημαίαν: ήτοι φλάμπουρον κατά τον τύπον του φανέντος Σταυρού,
και να την βάλη εις την λόγχην του˙ και ούτω θέλει κατατροπώσει τους εχθρούς του.
Όταν γαρ ο Μωϋσής είχεν απλωμένας τας χείρας εις τύπον Σταυρού,
τους μεν πόδας του είχεν εν τη Γη, τας δε χείρας του είχεν εις τον Αέρα.
Ομοίως τούτο το ίδιον απέδειξε και εν τω δευτέρω Τροπαρίω, οτε το μεν
ξύλον, το εις τύπον ον του ορθίου ξύλου του Σταυρού, ήτον εμπηγμένον
εις την Γην, ο δε χαλκούς Όφις ο επ΄αυτού βαλθείς, ήτον εν τω Αέρι˙
εν δε τω τρίτω τούτω Τροπαρίω δείχνει τον Σταυρόν τυπούμενον εν τω
Ουρανώ, ος τις είναι στοιχείον του Αιθέρος: ήτοι του πυρός και του φωτός.
Όθεν δια των τεσσάρων τούτων στοιχείων δείχνει, ότι ο τύπος του Σταυρού
ευρίσκεται εις όλην την Κτίσιν, και είναι συγκρατητικός όλου του Κόσμου˙
διότι ο Κόσμος όλος είναι θεμελιωμένος επάνω εις τον τύπον του Σταυρού.
Σταυροειδώς γαρ ευρίσκονται τα τέσσαρα μέρη του Κόσμου: η Ανατολή, λέγω,
η Δύσις, η Άρκτος, και η Μεσημβρία. Δια τούτο και ο Αδάμ ο πρώτος άνθρωπος, ος τις έμελλε να κατοικήση και να γεμώση τον Κόσμον, σταυρωειδώς με τέσσαρα στοιχεία ωνομάζετο, τα οποία ήτον δηλωτικά των
ανωτέρω τεσσάρων μερών του Κόσμου. Το γαρ Α δηλοί Ανατολήν˙ το δε Δ
δηλοί Δύσιν˙ το δεύτερον Α δηλοί Άρκτον˙ το δε Μ δηλοί Μεσημβρίαν.
Ούτως ερμήνευσε το όνομα αυτό του Αδάμ μία από τας Προφήτιδας Σιβύλλας.
Παρατήρει δε, ότι ο σοφός ουτος Μελωδός δεν επροσήρμωσε τας
ιστορίας των ανωτέρω Τροπαρίων του εις τον τύπον μόνον του Σταυρού, αλλά
και εις την εορτήν της Υψώσεως του Σταυρού˙ επειδή αυτήν είχεν υπόθεσιν
του παρόντος Κανόνος˙ διότι και εις τον Ειρμόν, ύψωσις δείχνεται του Σταυρού
«εξέτεινε γαρ, φησί, Μωϋσής την χείρα επί την Θάλασσαν» (ιδ΄κα΄). Και εις το πρώτον και δεύτερον Τροπάριον, ύψωσις του Σταυρού δείχνεται, με την έκτασιν των χειρών του Μωϋσέως και με την εις ύψος θέσιν του χαλκίνου Όφεως˙ ομοίως και εις το τρίτον, ύψωσις δείχνεται του Σταυρού, με τον εν τω
Ουρανώ και εν τη σημαία του Κωνσταντίνου τύπον αυτού. Επειδή δε όλαι αι εν
τοις τρισί Τροπαρίοις και τω Ειρμώ ιστορίαι, είναι νικητικαί των εχθρών, δια
τούτο και ο ιερός Κοσμάς με τα αυτά επινίκια άσματα εκόσμησε και τα τέσσαρα, ειπών «διό Χριστώ άσωμεν τω Θεώ ημών, ότι δεδόξασται».
Ή αληθέστερον ειπείν, ο θείος ούτος Κοσμάς έχει ξεχωριστήν συνήθειαν εις τους περισσοτέρους Κανόνας του, να προσαρμόζη εις όλα τα Τροπάρια της κάθε ωδής, το αυτό τέλος, (ο και Επωδός ονομάζεται) το χαρακτηριστικόν της ωδής εκείνης.
Αρμόζει δε το νόημα του Τροπαρίου τούτου και εις εσέ αδελφέ. Διότι καθώς ο τύπος του Σταυρού εδόθη εις τον Βασιλέα Κωνσταντίνον δια να νικά και να καταβάλλη τους αισθητούς εχθρούς˙ ούτω και εις εσέ εδόθη ο αυτός τύπος του Σταυρού, δια να νικάς και να καταβάλλης τους τρεις νοητούς σου εχθρούς σου: ήτοι τον Κόσμον, την Σάρκα, και τον κοσμοκράτορα Διάβολον. Πρόσεχε λοιπόν αγαπητέ˙ και όταν πολεμής τους ανωτέρω εχθρούς σου και νικάς αυτούς, απόδιδε την νίκην όλην εις την δύναμιν του τιμίου Σταυρού, και του εν τω Σταυρώ προσηλωθέντος Χριστού˙ και βέβαια ο Θεός θέλει κάμη την κατά των εχθρών σου νίκην δυνατωτέραν από την πέτραν˙ καθώς υπόσχεται δια του Ιεζεκιήλ «κραταιότερον πέτρας δέδωκα το νίκος σου» (Ιεζ. γ΄ 9). Εάν όμως υπερηφανευθής και την κατά των εχθρών σου νίκην δεν αποδώσης εις την δύναμιν του Σταυρού, αλλά εις την δύναμιν την ιδικήν σου, αλλοίμονον εις εσέ! Ήξευρε γαρ, ότι ο Θεός θέλει πάρη από σε την δύναμίν του˙ και ούτως έχει μεν να αναχωρήσει από εσέ η νίκη˙ συ δε μέλλεις να ειπής εκείνο το θρηνητικόν λόγιον του Ιερεμίου «Και είπα˙ απώλετο νικός μου» (Θρήν. γ΄ 18).
Δύο λοιπόν πράγματα είναι αναγκαία εις εσέ, αδελφέ μου Χριστιανέ˙ πρώτον, το να πολεμής ακαταπαύστως και να νικάς τα πάθη και τους εχθρούς σου˙ διότι εάν νικήσης αυτούς, θέλεις καθίσεις και συ με τον Ιησού Χριστόν εις τον θρόνον της δόξης και βασιλείας του˙ καθώς αυτός σοι υπόσχεται εν τη ιερά αποκαλύψει, λέγων «ο νικών, δώσω αυτώ καθίσαι μετ΄εμού εν τω θρόνω μου, ως καγώ ενίκησα και εκάθισα μετά του Πατρός μου εν τω θρόνω αυτού» (Αποκ. β΄26). Εάν δε δεν πολεμής, ούτε νικάς τα πάθη σου, ήξευρε ότι στέφανον δεν έχεις να λάβης παρά Θεού˙ λέγει γαρ ο Μέγας Βασίλειος «τις καθεύδων Τρόπαιον έστησεν; ή τις τρυφών και καταυλούμενος κατεκοσμήθη στεφάνοις; ήτοι ουδείς. Δεύτερον ότι όταν πολεμής και νικάς τα πάθη σου, όλην την αιτίαν της νίκης πρέπει να την αποδίδης εις τον Σταυρόν και εις τον σταυρωθέντα Χριστόν, ως είπομεν ανωτέρω˙ διότι όλη η νίκη, και μάλιστα η τοιαύτη νοητή και πνευματική, δεν αποκτάται με πλήθος σωματικής δυνάμεως ούτε με άρματα αισθητά, καθώς είπον οι Μακκαβαίοι «ουκ εν πλήθει δυνάμεως νίκη» (α΄Μακ. γ΄ 19). Και πάλιν «ουκ εστι δι΄όπλων η νίκη» (β΄Μακ. ιε΄21). Αλλά αποκτάται δια της πίστεως και δυνάμεως του Σταυρού και του Ιησού Χριστού. «Τις γαρ εστί, φησίν, ο νικών τον Κόσμον, ει μη ο πιστεύων ότι Ιησούς εστίν ο Υιός του Θεού» (α΄Ιωα. ε΄5). Και πάλιν «αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον Κόσμον, η πίστις ημών» (Αυτοθ. 4). Και δια να είπωμεν ένα καθολικόν αξίωμα, όσοι Χριστιανοί νικούν τα πάθη και τον Διάβολον, δια της δυνάμεως του Σταυρού και του αίματος του Χριστού νικούσιν αυτόν. Όθεν και είρηται εν τη Αποκαλύψει «ότι ενίκησαν αυτόν (τον νοητόν δράκοντα δηλαδή) δια το αίμα του αρνίου» (Απ. ιβ΄ 11). Δια τούτο και μετά την νίκην χρεωστούν οι τοιούτοι να λέγουν ευχαρίστως εκείνα τα λόγια του Δαβίδ προς τον Θεόν, «σοι Κύριε η μεγαλωσύνη, και η δύναμις, και το καύχημα, και η νίκη, και η ισχύς» (α΄Παρ. κθ΄11).

Ωδή γ΄. Ο Ειρμός.

«Ράβδος εις τύπον του μυστηρίου παραλαμβάνεται˙ τω βλαστώ γαρ προκρίνει τον ιερέα˙ τη στειρευούση δε πρώην, Εκκλησία νυν εξήνθησε, ξύλον Σταυρού, εις κράτος και στερέωμα.

    Ε ρ μ η ν ε ί α

Από το ΙΖ΄κεφάλαιον των Αριθμών εδανείσθη την εν τω παρόντι Ειρμώ ιστορίαν ο Μελωδός. Αφ΄ου γαρ εσχίσθη η γη και κατέπιε τον Δαθάν και Αβειρών, και τους όντας μετά του Κορέ, διότι αντεστάθησαν εις τον Μωυσήν και Ααρών˙ τότε είπεν ο Θεός εις τον Μωυσήν και επήρε δώδεκα ραβδία, από κάθε μίαν φυλήν του Ισραήλ ένα και έβαλεν αυτά μέσα εις την Σκηνήν του μαρτυρίου. Τω πρωί δε εμβαίνων ο Μωυσής εις την Σκηνήν, ω του θαύματος! ευρήκε μόνην την Ράβδον του Ααρών και όλης της φυλής του Λευί, ότι εβλάστησεν άνθη και καρύδια. Ταύτην λοιπόν την ιστορίαν αναφέρων εν τω Ειρμώ τούτω ο ιερός Μουσουργός, λέγει, ότι η Ράβδος εκείνη του Ααρών, ήτις με την παράδοξον βλάστησιν των καρυδίων έδειξεν, ότι από τας άλλας ένδεκα φυλάς προκρίνει τον Ιερέα: ήτοι προκρίνει να είναι Ιερεύς του Θεού: ήτοι Αρχιερεύς, (της ιερωσύνης πλατυτέρως νοουμένης και επί της αρχιερωσύνης) ο Ααρών και μόνη η φυλή του Λευί και όχι καμμία άλλη˙ όθεν εις το εξής να μη αντισταθή τινάς εις την κρίσιν και προτίμησιν αυτήν του Θεού˙ η Ράβδος, λέγω, εκείνη λαμβάνεται εις τύπον του Σταυρού˙ καθότι και ο Σταυρός, Ράβδος αληθώς και είναι και ονομάζεται κατά το «Ράβδον δυνάμεως εξαποστελεί σοι Κύριος» (Ψαλ. ρθ΄2) και το «η Ράβδος σου και η Βακτηρία σου, αυταί με παρεκάλεσαν» (Ψαλ. κβ΄5). Επειδή, κατά τον πτωχόν Πρόδρομον, τι άλλο είναι δυνατώτερον; ή ποίον άλλο είναι παρακλητικώτερον: ήτοι παρηγορητικώτερον από τον Σταυρόν; βέβαια ουδέν.
Μερικοί δε περιεργότερον ενόησαν το ρητόν τούτο παρά τω Ζυγαδηνώ Ευθυμίω τω του ψαλτήρος ερμηνευτή. Λέγουσι γαρ, ότι δια των δυο τούτων: ήτοι της Ράβδου και της Βακτηρίας, δηλούνται τα δύο ξύλα, εκ των οποίων συντίθεται ο Σταυρός. Και η μεν Βακτηρία, δια μέσου της οποίας ανωρθώθημεν ημείς οι πεσόντες εις την πλάνην και αμαρτίαν, δηλοί το όρθιον ξύλον του Σταυρού˙ πάντες γαρ οι Βακτηρίαν βαστάζοντες προς ακουμβισμόν, ορθήν ταύτην φυσικώ τω τρόπω βαστάζοντες, ακουμβίζουσιν. Η δε Ράβδος, δια μέσου της οποίας εκτύπησεν ο Χριστός τους Δαίμονας και κατέβαλεν αυτούς, δηλοί το πλάγιον ξύλον του Σταυρού˙ φυσικώ γαρ τω τρόπω εκείνοι, όπου κτυπούν τινά, πλαγίως σηκώνουσι το ξύλον και κτυπούσιν αυτόν.
Λέγει λοιπόν ακολούθως ο Μελωδός, ότι καθώς η Ράβδος εκείνη του Ααρών, ξηρά ούσα και στείρα και άνικμος, εβλάστησε καρπόν τα κάρυα˙ ούτω και τώρα εις την Εκκλησίαν των Εθνών, την πρώην ούσαν στείραν και άγονον, εξήνθησε το ξύλον του Σταυρού και εβλάστησε καρπόν ζωής: ήτοι τον εν αυτώ
κρεμασθέντα Σωτήρα Χριστόν. Όθεν αυτό έγινεν εις την Εκκλησίαν ένα κράτος και στερέωμα δια του τοιούτου θαύματος. Όθεν και ο Ιερός Αυγουστίνος καλώς ονόμασε τον Σταυρόν, θάλαμον της αποτικτούσης. Και αποτικτούσα μεν είναι η Εκκλησία, θάλαμος δε νυμφικός, ο Σταυρός˙ δια γαρ του Σταυρού η Εκκλησία ενυμφεύθη τω Σταυρωθέντι Χριστώ και δια του εκ της πλευράς αυτού ρεύσαντος αίματος και ύδατος, η πρώην στείρα εγέννησε τέκνα πολλά και μήτηρ πολύτεκνος ομού εγένετο, και καλλίτεκνος, γεννώσα μεν δια του ύδατος του Βαπτίσματος, τρέφουσα δε τα γεννηθέντα δια του σώματος και αίματος του Κυρίου. Βλέπε δε σοφίαν του Μελωδού˙ επειδή γαρ η Τρίτη ωδή είναι ποίημα της στείρας Άννης της γεννησάσης τον Προφήτην Σαμουήλ˙ δια τούτο και αυτός στείραν ωνόμασεν ανωτέρω την Εκκλησίαν, της οποίας τύπον είχεν η Άννα, η πρώην μεν στείρα, ύστερον δε γενομένη πολύτεκνος˙ και πάλιν, επειδή η Άννα έλεγεν «εστερεώθη η καρδία μου εν Κυρίω» (α΄Βασιλ. β΄1) δια τούτο και αυτός είπε το εις κράτος και στερέωμα˙ και με αυτό ετελείωσε τον Ειρμόν.
Διατί δε η Ράβδος του Ααρών εβλάστησε καρύδια; Πρώτον, διότι, καθώς το καρύδι, έξωθεν μεν φαίνεται σκληρόν και στυφόν, έσωθεν δε έχει το φαγητόν˙ τοιουτοτρόπως και ο ιερεύς, έξωθεν μεν πρέπει να φαίνεται εγκρατής και στυφός, έσωθεν δε εις την καρδίαν, να περιέχει τας αρετάς, κατά την ερμηνείαν του Νύσσης. Δεύτερον, διότι, καθώς το καρύδι είναι το αυτό και αρχή και τέλος˙ αρχή μεν, καθό σπέρμα, τέλος δε, καθό καρπός˙ ούτω και ο ιερεύς πρέπει να έχει την τελείαν αρετήν εις τον εαυτόν του, κατά τον Φίλωνα.
Αλλά και η Ράβδος του Σταυρού, ως κάρυον εβλάστησε τον εν αυτώ προσηλωθέντα Χριστόν˙ διότι το καρύδιον σημαίνει αγρυπνίαν. Όθεν προς τον Ιερεμίαν ειπόντα, ότι ορά βακτηρίαν καρυΐνην, είπεν ο Θεός «καλώς εώρακας˙ διότι εγρήγορα εγώ επί τους λόγους μου του ποιήσαι αυτούς» (Ιερ. α΄ 12). Καθώς λοιπόν κοιμάται τινάς, και έπειτα εξυπνά˙ τοιουτοτρόπως και ο Δεσπότης Χριστός επί του Σταυρού κοιμηθείς, πάλιν εξύπνισε δια της Αναστάσεως˙ όθεν είπεν ο Αλεξανδρείας Κύριλλος «Εγρήγορσις δε ώσπερ εξ ύπνου γέγονεν, η εκ νεκρών αναβίωσις του Χριστού». Το δε Εβραϊκόν γράφει, ότι αμύγδαλα εβλάστησεν η Ράβδος του Ααρών, τα οποία και αυτά είναι αγρυπνίας ποιητικά, κατά τον Προκόπιον. Όθεν όταν ξύλον αμυγδαλής βαλθή υπό το προσκέφαλον του κοιμωμένου, αποκόπτει τον ύπνον αυτού. Αρμόζει δε το τροπολογικόν νόημα του Ειρμού τούτου και εις εσέ, αγαπητέ˙ διότι, εάν και συ αγωνίζεσαι μεν δια της Πράξεως να αποκτήσης τας εξωτερικάς και σωματικάς αρετάς: νηστείας, λέγω, αγρυπνίας, χαμευνίας, ξηροκοιτίας, γονυκλισίας, στάσεις εν τη προσευχή, και τας λοιπάς, αγωνίζεσαι δε και δια της Θεωρίας να αποκτήσης τας εσωτερικάς και ψυχικάς αρετάς:ήτοι την ταπείνωσιν, την αγάπην, την χαράς, την πραότητα και τας λοιπάς˙ ήξευρε, ότι θέλεις γενή και συ Ράβδος καρυΐνη, και έχεις να αναβλαστήσης καρύδια: ήτοι έχεις να ωφελήσης τον εαυτόν σου τόσον πολλά, ώστε να δεχθής, όχι μόνον κάρυον, αλλά και κήπος καρύων˙ και ο Δεσπότης Χριστός ο νοητός Νυμφίος των ψυχών, έχει να επιθυμήση του ιδικού του κάλλους και να ποθή να καταβή εις τον ιδικόν σου κήπον, κατά τον λόγον του άσματος εις «κήπον καρύας κατέβην, ιδείν εν γεννήμασι του χειμάρρου» (Ασ. ς΄11).
Τι λέγω; όχι μόνον τον εαυτόν σου θέλεις ωφελήσει, αδελφέ, δια της Πράξεως και Θεωρίας, αλλά και όλην την του Χριστού Εκκλησίαν, και θέλεις πολυπλασιάσει τα τέκνα αυτής δια της διδασκαλίας και του καλού σου παραδείγματος. Καθώς και ο Πατριάρχης Ιακώβ δια της καρυΐνης Ράβδου, επλήθυνε το ποίμνιον αυτού, ως γέγραπται «έλαβε δε εαυτώ Ιακώβ Ράβδον καρυΐνην, και περισύρων το χλωρόν, εφαίνετο το επί τη Ράβδω λευκόν, ο ελέπισε ποικίλον, και ενεκίσσων τα πρόβατα εις την Ράβδον, και έτικτον τα πρόβατα διάλευκα και ποικίλα και σποδοειδή ραντά» (Γεν. λ.΄37). Και δια να είπω απλώς, συ θέλεις γενή και Ράβδος και βακτηρία καρυΐνη˙ και καθό μεν Ράβδος, θέλεις επιπλήττει τους ατάκτους και παρηκόους δια να ευτακτούν και να υπακούουν εις τας εντολάς του Θεού˙ καθό δε βακτηρία, θέλεις υποστηρίζει τους ασθενείς και ραθύμους˙ και ούτω θέλει πληρωθή και εις εσέ το ανωτέρω ψαλμικόν «η Ράβδος σου και η βακτηρία σου, αυταί με παρεκάλεσαν».

                                       Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν
Ως επαφήκε ραπιζομένη ύδωρ ακρότομος, απειθούντι λαώ και σκληροκαρδίω, της θεοκλήτου εδήλου, Εκκλησίας το Μυστήριον˙ ης ο Σταυρός,, το κράτος και στερέωμα.


Ε ρ μ η ν ε ί α

Από το ΙΖ΄Κεφάλαιον της Εξόδου ή και από το Κ΄Κεφ. των Αριθμών εδανείσθη ο θείος Μελουργός το θαύμα, όπου εποίησεν ο Μωϋσής, κτυπήσας την Πέτραν με την Ράβδον του, και εκβαλών νερόν από αυτήν, όταν εδίψησεν ο λαός. Όθεν εκείνο αναφέρει εις το Τροπάριον τούτο, και το προσαρμόζει εις τον Σταυρόν λέγων, η Πέτρα εκείνη η ακρότομος και ραπισθείσα: ήτοι κτυπηθείσα από την Ράβδον του Μωϋσέως, επειδή επαφήκεν: ήτοι ανέβλυσεν ύδωρ˙ τίνος ένεκεν; και διατί; χάριν του απειθούς και σκληροκαρδίου λαού των Εβραίων, ος τις εδίψησεν εν τη οδώ και εγόγγυζε κατά του Μωϋσέως˙ επειδή, λέγω, ανέβλυσεν ύδωρ η ακρότομος εκείνη Πέτρα, δια τούτο επροεικόνιζε το Μυστήριον της Εκκλησίας των εξ Εθνών ημών Χριστιανών, την οποίαν εκάλεσεν όχι άνθρωπος, όχι πρέσβυς, όχι Άγγελος, αλλ΄αυτός ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, κατά τον Ησαϊαν, (Ης. ξγ΄12) ενώσας αυτήν καθ΄υπόστασιν εις τον εαυτόν του ως νύμφην, γενόμενος αυτής Νυμφίος.
Πού δε ονομάζεται η Πέτρα εκείνη ακρότομος; εις το Δευτερονόμιον˙ τούτο γαρ εκεί λέγει ο Μωϋσής προς τους αχαρίστους Εβραίους «Μη υψωθής τη καρδία, και επιλάθη Κυρίου του Θεού σου… του εξαγαγόντος σοι εκ Πέτρας ακροτόμου πηγήν ύδατος» (Δευτ. η΄14-15). Εις την Σοφίαν του Σολομώντος γράφεται «εδίψησαν (οι Ισραηλίται) και επεκαλέσαντο και εδόθη αυτοίς εκ Πέτρας ακροτόμου ύδωρ και ίαμα δίψης εκ λίθου σκληρού» (Σοφ. ια΄4). Πολλαχώς δε εξηγείται η λέξις ακρότομος˙ η γαρ σημαίνει την σκληράν και από το άκρον του όρους κοπείσαν Πέτραν˙ η κατ΄άλλους, σημαίνει την κτυπηθείσαν από την Ράβδον του Μωϋσέως, και κοπείσαν εις το άκρον˙ η δηλοί, ότι ήτον τόσον σκληρά η Πέτρα εκείνη, ώστε δεν ηδύνετο να κοπή ουδέ ολίγον τι μέρος από την άκραν της.
Καθώς λοιπόν η Πέτρα εκείνη άγονος ούσα πρότερον και ξηρά και άνικμος, ύστερον δια της Μωσαϊκής Ράβδου εξήγαγεν ύδωρ, και κατήγαγεν ως ποταμούς ύδατα, καθώς λέγει ο Ιεροψάλτης Δαβίδ˙ (Ψαλμ. οζ΄15) τοιουτοτρόπως και η εξ Εθνών Εκκλησία, σκληρά και πετρώδης και κατάξηρος ούσα πρότερον, από νόμον, από Γραφάς, από γνώσιν και χάριν Θεού, ύστερον δια της του Χριστού Ράβδου: ήτοι δια του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, εξέβλυσε θαλάσσας πνευματικών Μυστηρίων, και ποταμούς ολοκλήρους ουρανίων δογμάτων και διδαγμάτων, με τα οποία ποτίζει και εις κόρον χορταίνει, όχι λαόν σκληροκάρδιον και απειθή, οποίος ήτον ο των Εβραίων˙ αλλά λαόν απαλόν, λαόν ευπειθή και λαόν ευγνώμονα, οποίος είναι ο θεόκλητος των Χριστιανών. Όθεν και ο Σταυρός γνωρίζεται ταύτης της Εκκλησίας κράτος και στερέωμα˙ όπερ είναι το χαρακτηριστικόν λόγιον της Τρίτης ωδής, ως ανωτέρω είρηται 12 .





12. Ο δε Θεοδώριτος άλλως ενόησε την ιστορίαν ταύτην˙ την μεν γαρ ακρότομον εκείνην Πέτρας, τύπον ενόησε του Χριστού˙ το δε εκ της Πέτρας ύδωρ, τύπον ενόησε του αίματος του Χριστού. Καθώς λοιπόν οι Εβραίοι έφαγον το Μάννα, και έπιον το ύδωρ, ύστερον αφ΄ου επέρασαν την ερυθράν Θάλασσαν˙ ούτω και ημείς οι Χριστιανοί ύστερον από το άγιον Βάπτισμα, του οποίου τύπον είχεν η ερυθρά, μεταλαμβάνομεν το σώμα και το αίμα του Κυρίου. Σημείωσαι, ότι μερικοί υπέλαβον, ότι οι Εβραίοι έβαλον την Πέτραν εκείνην επάνω εις αμάξιον, και ετράβιζον αυτήν εις όλον τον δρόμον, πλανηθέντες από το αποστολικόν εκείνο το λέγον «έπινον γαρ εκ πνευματικής ακολουθούσης Πέτρας» (α΄Κορ. 1. 4)˙ ουχ ούτω δε έχει η αλήθεια˙ διότι αν οι Εβραίοι είχον μαζί των την υδατοφόρον εκείνην Πέτραν, πως μετά ταύτα εδίψησαν τόσες φορές; εδίψησαν γαρ εις το ύδωρ της αντιλογίας˙ (Αριθ. κ΄) εδίψησαν, όταν επέρασαν την γην του Εδώμ˙ (αυτοθι Στίχ. 20)˙ εδίψησαν πάλιν όταν κατά Μωϋσέως κατελάλησαν˙ (Αριθ. κα΄5) εδίψησαν και όταν επήγαν εις το φρέαρ (Αριθ. κα΄16). Το δε του Αποστόλου ούτω νοείται˙ ου λέγει ο Παύλος, ότι ηκολούθει με τους Εβραίους η αισθητή εκείνη Πέτρα˙ αλλ΄η πνευματική και νοητή: δηλαδή ο υπό της Πέτρας τυπούμενος Χριστός˙ καθώς και ο Χρυσόστομος και ο Θεοδώριτος και ο Θεοφύλακτος και ο Οικουμένιος ηρμήνευσαν.


Όθεν και ο Χρυσορρήμων τύπον μεν του Χριστού νοεί την Πέτραν εκείνην˙ Ράβδον δε, την δις πλήξασαν την Πέτραν, νοεί τον Σταυρόν˙ ούτω γαρ φησι «Το φαινόμενον Πέτρα ην, το δε νοούμενον, Χριστός». Ερμηνεύει Παύλος, ότι η Πέτρα εκείνη εικών ην Χριστού˙ «έπινον γαρ, φησίν, εκ πνευματικής ακολουθούσης Πέτρας˙ η δε Πέτρα ην ο Χριστός». Η Πέτρα τύπον είχε του Δεσπότου˙ η Ράβδος τύπον είχε του Σταυρού˙ και αύτη η ιστορία ερμηνεύει του Σταυρού την Δύναμιν. Επάταξε Μωϋσής την Πέτραν άπαξ και δις. Ει μεν ουν Θεού το έργον απλώς, και άνευ Μυστηρίου του Σταυρού˙ ήρκει και το άπαξ, ήρκει και νεύμα, ήρκει και λόγος˙αλλ΄ίνα δείξη, ότι δείκνυται Σταυρού η χάρις, και ότι άλλως ο Χριστός ου πηγάζει την ευεργεσίαν, η δια Σταυρού θεωρούμενος, δια τούτο επάταξε Μωϋσής άπαξ και δις, ου κατά του αυτού σχήματος, αλλά Σταυρόν υπογράφων, άπαξ και δις επάταξε. Διατί άπαξ και δις; ίνα και η άψυχος φύσις αιδεσθή του Σταυρού το σύμβολον (λόγω εις τον τίμιον Σταυρόν, ου η αρχή η καλώς ημίν και σοφώς˙ τόμω ε΄).
Προσαρμόζεται δε και εις εσέ, το Τροπάριον τούτο, αγαπητέ, με νόημα τροπολογικόν και ηθικόν˙ διότι και η ιδική σου καρδία από τα πάθη και τας αμαρτίας έγινε σκληρά και αναίσθητος, ως η πέτρα η καλουμένη πωρί˙ όθεν και πεπωρωμένη αύτη ονομάζεται υπό της Γραφής «Έτι γαρ», φησί, «πεπωρωμένην έχετε την καρδίαν» (Μαρ. η΄ 17) και έγινες και συ σκληροκάρδιος, καθώς ήτον ο λαός των Εβραίων, περί ων είπεν ο Ιεζεκιήλ «Πας οίκος Ισραήλ φιλονεικοί εισι και σκληροκάρδιοι» (Ιεζ. γ΄7) επειδή και τα πάθη σκληρά όντα, κατά τον άγιον Ισαάκ, ακολούθως και την καρδίαν σκληρύνουσιν˙ ο δε σκληροκάρδιος, κατά τον Παροιμιαστήν, «ου συναντά αγαθοίς» (Παρ. ιζ΄20). Εάν λοιπόν και συ, αδελφέ, φοβηθής τας απειλάς και φοβέρας, όπου κάμνει ο Θεός εν ταις Γραφαίς δια να κολάση τους αμαρτωλούς και σκληροκάρδιους, ήξευρε, ότι ο φόβος αυτός των απειλών, μελετώμενος συνεχώς, θέλει κτυπήσει την σκληράν σου καρδίαν, ως η Μωσαϊκή εκείνη Ράβδος εκτύπησε την Πέτραν˙ εκ τούτου δε, μέλλει να συντριφθή η καρδία σου, και να εκβάλη καρδιοστάλακτα δάκρυα, από τα οποία πίων και χορτάσας, θέλεις ευφρανθή ευφροσύνην πνευματικήν τε και άρρητον, ώστε να ψάλης και συ εκείνο το του Δαβίδ «επότισάς με οίνον κατανύξεως» (Ψαλ. νθ΄5).




Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν

Πλευράς αχράντου λόγχη τρωθείσης, ύδωρ συν αίματι εξεβλύθη, εγκαιμίζον διαθήκην, και ρυπτικόν αμαρτίας των πιστών γαρ Σταυρός καύχημα, και Βασιλέων κράτος και στερέωμα.

Ε ρ μ η ν ε ί α

Αφ΄ου ο ιερός Κοσμάς ανέφερε δύο ιστορίας της Παλαιάς, και αυτάς επροσάρμοσεν εις την εορτήν του Σταυρού εν τοις προλαβούσι δύο Τροπαρίοις˙ τώρα εις το τρίτον τούτο Τροπάριον, φέρει και ιστορίαν εκ του Ευαγγελίου. Και καθώς οι οικοδόμοι, όταν κατασκευάζουν κανένα τοίχον, βάλλουν ανάμεσα ξύλα, ή σίδηρα, τα καλούμενα ιμαντώσεις, και ζωνάρια και δέματα, δια να συγκρατώσι τον τοίχον, και να ποιώσιν αυτόν στερεώτερον˙ φοβούνται γαρ, μήπως οι πλίνθοι μοναχοί, ή οι λίθοι κρημνισθώσι και πέσωσιν˙ ούτω και ο ασματογράφος ούτος ποιεί, και με τας νέας ιστορίας του Ευαγγελίου, σφίγγει και συγκρατεί τας ιστορίας της Παλαιάς. Λέγει λοιπόν, ότι όταν η άχραντος πλευρά του Δεσπότου Χριστού εκτυπήθη με την λόγχην του στρατιώτου, τότε εβγήκεν από αυτήν παρευθύς ύδωρ ομού και αίμα˙ καθώς γράφει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης «εις των στρατιωτών λόγχη αυτού την πλευράν ένυξε, και ευθέως εξήλθεν αίμα και ύδωρ» (Ιω. ιθ΄34) το μεν αίμα, δια να δειχθή, ότι ο σταυρωθείς ήτον άνθρωπος˙ ανθρώπου γαρ ίδιον είναι, το να εκβάλη αίμα˙ το δε ύδωρ, δια να δειχθή ότι αυτός ήτον και υπέρ άνθρωπον, ως λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος εις το Πάσχα 13 .



13. Όθεν αρμοδιώτερον ήτον, εάν πρώτον εγράφετο το αίμα, και δεύτερον το ύδωρ εν τω Τροπαρίω, κατά τα λόγια του Ευαγγελίου, ούτως, «αίμα συν ύδατι εξεβλύθη». Ο Μελωδός όμως αδιαφόρως αυτό εμεταχειρίσθη, αλλάξας την τάξιν˙ ίσως δε και υπό των αντιγραφέων ύστερον ενηλλάγη και ουχί υπό του Μελωδού. Λέγει δε και ο Ζωναράς εν τη ερμηνεία του β΄ήχου της ωκτοήχου, κατά το Τροπάριον, το λέγον «ως εν παραδείσω φυτευθέν» ταύτα «Νυγείσα τη λόγχη η πλευρά του Σωτήρος, εξέβλυσεν αίμα και ύδωρ˙ το μεν, κατά φύσιν, το δε, υπέρ φύσιν˙ σαρξ γαρ ούσα, ει εκένωσεν αίμα, καινόν ουδέν˙ μάλλον δε και τούτο καινόν˙ εκ γαρ

Και μολονότι ο Κύριος ήτον τότε κατά φύσιν νεκρός, υπέρ φύσιν όμως εκβήκαν τα δύο ταύτα, χωριστά το καθέν, κατά τον Βρυέννιον, όχι ψυχρά, αλλά θερμά, από την ακήρατόν του πλευράν˙ επειδή και αυτή ήτον ενωμένη με την ζωοποιόν του Θεού Λόγου υπόστασιν.
Ταύτα δε τα δύο ενήργησαν δύο μεγάλα αποτελέσματα. Διότι πρώτον μεν εγκαίνισαν: ήτοι εκύρωσαν και εβεβαίωσαν ως αληθινήν και γνησίαν, την νέαν Διαθήκην του Ευαγγελίου˙ «τούτο γαρ, φησίν ο ιερός Ματθαίος, το αίμα μου, το της καινής Διαθήκης» (Ματθ. κς΄28) και ο Λουκάς «τούτο το Ποτήριον η καινή Διαθήκη εν τω αίματί μου» (Λουκ. κβ΄20). Δεύτερον δε έγιναν ρυπτικά της Προπατορικής και προαιρετικής αμαρτίας των ανθρώπων˙ «τούτο γαρ, φησίν, εστί το αίμα μου το υπέρ υμών εκχυνόμενον εις άφεσιν αμαρτιών» (Ματθ. κς΄28).





νενεκρωμένης σαρκός αίμα ρέειν ου πέφυκεν˙ ύδωρ δε βλυστάνειν εξ ωτειλής, και λίαν καινόν˙ αίμα γαρ και ιχώρα ρέειν εκ των τραυμάτων, ο νόμος οίδε της φύσεως˙ η δε του Κυρίου σαρξ, τρωθείσα και μετά νέκρωσιν, αίμα και ύδωρ έβλυσεν, ουδέτερον ασυμβόλως. Το μεν γαρ ύδωρ, του θείου Βαπτίσματος προήνεγκε σύμβολον˙ το δ΄αίμα, των πιστών θρεπτήριόν τε και καθαρτήριον˙ τρεφώμεθα γαρ δια της σαρκός του Κυρίου, και δια του τιμίου αυτού αίματος, ως εκείνος τοις οικείοις Μαθηταίς έφη, παραδιδούς αυτοίς το Μυστήριον˙ εγχειρίζων γαρ το ποτήριον «πίετε, έλεγεν, εξ αυτού πάντες, τούτο εστί το αίμα μου», και καθαιρόμεθα δια του αίματος αυτού ότι και ο νόμος ο δια του Μωσέως δοθείς, πάντα δια του αίματος καθαίρεσθαι διετάττετο˙ ως και ο μακάριος Παύλος Εβραίοις επιστέλλων, έγραψε˙ φησί γαρ «σχεδόν πάντα δι΄αίματος καθαρίζεται, και χωρίς αίματεκχυσίας ου γίνεται άφεσις». Σημειούμεν δε και ταύτα ως ποθητά τοις Χριστιανοίς, τα οποία ιστορεί ο Βρυένιος Ιωσήφ εν τω εις την Σταύρωσιν λόγω πρώτω αυτού˙ ούτω γαρ φησιν. «Εκείνα τα όντως φρικώδη Μυστήρια, το αίμα φημί, και το ύδωρ, προτροπή της του Κόσμου Δεσποίνης υποδεξάμενος ούτος (ο ευαγγελιστής Ιωάννης) εις αγγεία διαφανή, έκαστον καθ΄αυτό πεπηγός, ταύτη ταύτα παρέσχεν εις ανάμνησιν τηρούμενα του αγαπητού. Μετά δε την ταύτης μετάστασιν απερχόμενος εις το κήρυγμα, τω των Ιεροσολύμων επισκόπω ταύτα παρακατέθετο˙ Ιάκωβος ούτος ο Αδελφόθεος ην. Ου μόνον δε, αλλά και τον χιτώνα τον άνωθεν υφαντόν, και τα ιμάτια, και την λόγχην, και τον κάλαμον και τον σπόγγον, και τον ακάνθινον Στέφανον˙ προς δε και την σινδόνα και το σουδάριον, ο ην επί της Κεφαλής του Κυρίου˙ και ενί λόγω, όσα του πάθους σύμβολα, ανά την οικουμένην μέχρι της δεύρο τηρείται, αυτός ημίν εθησαύρισεν ο Απόστολος». Όσον όμως περί του αίματος και ύδατος των εκ της πλευράς του Κυρίου εκχυθέντων, αμφιβάλλεται˙ καθότι, άλλοι λέγουσιν ότι αυτά αφθαρτίσθησαν συν τω αναστάντι σώματι του Χριστού, και ημείς είπομεν εν τω Συναξαριστή κατά την ι΄του Σεπτεμβρίου εν τω βίω του Βαρυψαβά.
Επειδή δε το μεν ύδωρ το εκ της πλευράς εκχυθέν του Κυρίου, εδήλου το Μυστήριον του Βαπτίσματος˙ το δε αίμα, εδήλου το Μυστήριον της Θείας Ευχαριστίας˙ ταύτα δε και τα δύο ρύπτουσιν: ήτοι καθαρίζουσι τας των ανθρώπων αμαρτίας˙ δια τούτο και ο Μελωδός ρυπτικά και καθαρτικά αμαρτίας ταύτα εκάλεσεν ανωτέρω.
Εκείνο δε όπερ λέγει παρακάτω ο Μελωδός, ότι ο Σταυρός είναι καύχημα μεν των Χριστιανών, οπου πιστεύουν εις τον Χριστόν, τον εν Σταυρώ προσηλωθέντα, κράτος δε και στερέωμα των ορθοδόξων Βασιλέων˙ τούτο, λέγω, το είπε, διανα δείξη, ότι είναι Τρίτη ωδή η παρούσα, της οποίας χαρακτηριστικά είναι τα ανωτέρω λόγια˙ γράφεται γαρ εν αυτή και η λέξις του καυχήματος, «εν τούτω γαρ, φησί, καυχάσθω ο καυχώμενος: εν τω συνιείν και γινώσκειν τον Κύριον» (α΄Βασ. β΄10) και η λέξις του στερεώματος «εστερεώθη γαρ, φησίν, η καρδία μου εν Κυρίω» (Αυτόθι 1) ως ανωτέρω είρηται. Καύχημα δε είναι των Χριστιανών ο Σταυρός, ακολουθούντων τω Παύλω, όστις έλεγεν, «εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω Σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι΄ου εμοί Κόσμος εσταύρωται, καγώ τω Κόσμω» (Γαλ. ς΄14).
Ήθελε δε απορήση τινάς, διατί με αίμα εγκαινιάσθη, τόσον η παλαιά Διαθήκη, όσον και η νέα; λύει την απορίαν με ένα πολύ βαθύ νόημα ο διαβατικώτατος εκείνος και ουρανοβάμων Απόστολος Παύλος˙ λέγει γαρ, ότι κάθε Διαθήκη, τότε είναι βεβαία και έχει το κύρος και την ισχύν, όταν αποθάνη ο διαθέμενος αυτήν˙ «Διαθήκη γαρ επι νεκροίς βεβαία˙ επεί μήποτε ισχύει, οτε ζη ο διαθέμενος» (Εβρ. θ΄17). Επειδή λοιπόν το αίμα είναι σημείον θανάτου˙ δια τούτο με το αίμα το του θανάτου δηλωτικόν, εγκαινιάσθη: ήτοι έλαβε την αρχήν της βεβαιώσεώς της, κατά την ερμηνείαν του Θεοφυλάκτου, ου μόνον η Νέα Διαθήκη, ως είπομεν, αλλά και η Παλαιά˙ «λαληθείσης γαρ, φησίν ο ίδιος Παύλος, πάσης εντολής κατά τον νόμον Μωσέως παντί τω λαώ, λαβών το αίμα των μόσχων και τράγων… αυτό τε το Βιβλίον και πάντα τον λαόν ερράντισε, λέγων, τούτο το αίμα της Διαθήκης, ης ενετείλατο προς ημάς ο Θεός» (Έξ. κδ΄8).
Ποίον δε ωφέλιμον νόημα εμπορείς να συνάξης συ, αγαπητέ, από το Τροπάριον τούτο; οτι εάν το αίμα του Δεσπότου μας Ιησού Χριστού είναι ρυπτικόν αμαρτίας: ήτοι καθαρίζει τον άνθρωπον από την αμαρτίαν, διατί συ, αδελφέ, δεν επιμελείσαι να το μεταλαμβάνης συνεχώς, ίνα λάβης άφεσιν των συγγνωστών αμαρτιών σου; δεν ηξεύρεις, ότι όσω συχνότερα μεταλαμβάνεις αυτό το άγιον αίμα, τόσον συχνότερα μεταλαμβάνεις αυτήν την ζωήν; «ο τρώγων μου γαρ, φησίν ο γλυκύς Ιησούς, ο τρώγων μου την σάρκα, και πίνων μου το αίμα, έχει ζωήν αιώνιον» (Ιωάν. ς΄ 54). Και εκ του εναντίου, δεν ηξεύρεις, ότι όσον μακρύνεις και δεν μεταλαμβάνεις αυτό το ζωοποιόν αίμα, τόσον μακρύνεις και από την ζωήν; «εάν γαρ, φησίν ο αυτός Κύριος, μη φάγητε την σάρκα του Υιού του ανθρώπου, και μη πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς» (αυτόθι 53).
Και αν, κατά τον Ιώβ, οι γύπες επιθυμούν τόσον πολλά το αίμα, ώστε δεν χορταίνουν πίνοντες αυτό˙ διότι από το αίμα λαμβάνουν ζωήν, και οι οφθαλμοί των καθαρίζονται, και βλέπουν μακρότερα, κατά την γνώμην των φυσικών˙ «Πόρρωθεν οι οφθαλμοί αυτού (του γυπός) σκοπεύουσι˙ νεοσσοί δε αυτού φύρονται εν αίματι» (Ιω. Λθ΄29-30), αν, λέγω, οι γύπες επιθυμούν τόσον ένα θνητόν, και φθαρτόν αίμα, δια να ζωοποιηθούν˙ διατί συ, αδελφέ, δεν επιθυμείς να πίνεις το αθάνατον και άφθαρτον αίμα του Κυρίου, ίνα ζωοποιηθή η ψυχή σου, ίνα λαμπρυνθή η καρδία σου, ίνα φωτισθή ο νους σου, και ίνα λάβης καθαρισμόν των συγγνωστών αμαρτιών σου; «Το αίμα γαρ, φησίν ο ηγαπημένος Ιωάννης, Ιησού Χριστού, καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας» (α΄Ιω. α΄7). Εάν θέλης να δικαιωθής, αδελφέ, εν τω αίματι τούτω, το απολαμβάνεις κατά τον Παύλον, «Δικαιωθέντες νυν εν τω αίματι αυτού» (του Χριστού) (Ρωμ. ε΄9). Εάν θέλης να αγιασθής δια του αίματος του Χριστού, το αποκτάς, κατά τον αυτόν, «Διο και Ιησούς, ίνα αγιάση δια του ιδίου αίματος τον λαόν, έξω της πύλης έπαθε» (Εβρ. ιγ΄12). Εάν αγαπάς να νικήσης τον Διάβολον, με το αίμα αυτό τον νικάς˙ καθώς είναι γεγραμμένον εν τη Αποκαλύψει «Και ενίκησαν (οι άγιοι δηλ.) αυτόν (τον δράκοντα) δια το αίμα του αρνίου» (Αποκ. ιβ΄11).
Και λοιπόν εάν, αγαπητέ αναγνώστα, ποθής να απολαμβάνης τα ανωτέρω θεία χαρίσματα, και άλλα ακόμη άρρητα και ακατανόητα, προσέρχου συνεχώς εις τα άχραντα Μυστήρια και μεταλάμβανε. Πρόσεχε όμως να μεταλαμβάνης με την πρέπουσαν προετοιμασίαν: ήτοι με εξομολόγησιν, με νηστείαν κατά δύναμιν, με εγκράτειαν, με προσευχήν, με προσοχήν, με συντριβήν καρδίας, και με καθαράν συνειδός, δοκιμάζων τον εαυτόν σου, καθώς σοι παραγγέλει ο Απόστολος˙ ίνα μη εις κρίμα σοι γένηται η μετάληψις των θείων Μυστηρίων. Κατά την προετοιμασίαν γαρ όπου κάμνεις, ούτω σοι δίδοται και η εκ της μεταλήψεως χάρις. Δύο πράγματα λοιπόν πρέπει να κάμνης: και το να κοινωνάς συνεχώς, και το να κοινωνής αξίως, όσον το δυνατόν, χωρίς κανένα εμπόδιον, το υπό των ιερών Κανόνων διοριζόμενον. «Δοκιμαζέτω άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του Άρτου εσθιέτω, και εκ του Ποτηρίου πινέτω» (α΄Κορ. ια΄28).

Ωδή δ΄.  Ο Ειρμός.

Εισακήκοα Κύριε, της οικονομίας σου το Μυστήριον˙ κατενόησα τα έργα σου, και εδόξασά σου την Θεότητα.

Ε ρ μ η ν ε ί α

Επειδή η Τετάρτη ωδή είναι ποίημα του προφήτου Αββακούμ, ευρισκομένη εν τω τρίτω κεφαλαίω της αυτού προφητείας˙ δια τούτο ο ιερός Κοσμάς εν τω ειρμώ τούτω αναφέρει σχεδόν τα ίδια λόγια του προφήτου˙ ούτω γαρ και εκείνος λέγει «Κύριε, εισακήκοα την ακοήν σου και εφοβήθην. Κύριε, κατενόησα τα έργα σου και εξέστην». Αποτεινόμενος γαρ προς τον σαρκωθέντα Υιόν του Θεού, λέγει˙ Κύριε, εγώ εισήκουσα το Μυστήριον της ενσάρκου σου οικονομίας. Ταύτην γαρ ακοήν ωνόμασεν ο θεσπέσιος Αββακούμ. Πόθεν δε εισήκουσεν αυτήν; από το Πνεύμα το Άγιον το ενοικούν τη εκείνου καρδία, και από εκεί εμπνέον αυτώ τας προφητείας. Βλέπε δε, ω αναγνώστα, ότι δεν είπεν απλώς, ακήκοα, αλλά εισακήκοα, ήτοι έσω ει την καρδίαν μου ήκουσα την νοεράν φωνήν, την υπό του Αγίου Πνεύματος λαλουμένην. Όθεν και ανωτέρω εν τω β΄κεφαλαίω της προφητείας του λέγει ο αυτός προφήτης «αποσκοπεύσω του ιδείν τι λαλήσει εν εμοί», ήτοι εντός μου. Ποίος; το Πνεύμα το Άγιον δηλαδή, καθώς ερμηνεύει ο ιερός Θεοφύλακτος. Ούτω γαρ και ο προφήτης Δαβίδ έλεγεν˙ «ακούσομαι τι λαλήσει εν εμοί Κύριος ο Θεός» (Ψαλ. πδ΄8). Ένδοθεν γαρ εν τω ηγεμονικώ ακούουν οι προφήται α ακούουν και ουχί έξωθεν. Όθεν είπεν ο Προκόπιος˙ «η εν πρόθεσις, την εν διανοία παρίστησιν ακοήν» (σελ. 921 της Πεντατεύχου).
Κατανοήσας δε, λέγει, κατά το βάθος τα φοβερά έργα και τα φρικτά θαυμάσια, με τα οποία συ ο σεσαρκωμένος Λόγος θέλεις εργασθής την σωτηρίαν των ανθρώπων, και μάλιστα τον Σταυρόν και τον θάνατόν σου, ταύτα, λέγω, στοχασθείς, δεν εδυνήθην άλλο να κάμω, πάρεξ να δοξολογήσω την ιδικήν σου Θεότητα˙ ταύτης γαρ μόνης ήτον ίδιον να κάμη τοιαύτα θαυμαστά τέρατα, ήτοι δια της ταπεινότητος του Σταυρού, να νικήση τον υπερήφανον Διάβολον˙ δια του πάθους, να προξενήση απάθειαν και δια του θανάτου, να χαρίση ζωήν εις όλους τους ανθρώπους. Συνήθεια γαρ επικρατεί εις τους αγίους και ιερούς άνδρας, όταν αυτοί ειπούν κανέν υψηλόν και μεγάλον νόημα περί Θεού, ευθύς να τρέπωνται εις αυτού δοξολογίαν. Τούτο δε πάσχουν, ή από τον πολύν θαυμασμόν, ή από την πολλήν πνευματικήν χαράν, η οποία χύνεται εις τας ψυχάς των εκ του νοήματος εκείνου, την οποίαν να υποφέρουν εντός των καρδιών των δεν δύνανται. Καθώς τούτο μάλιστα συνειθίζει να κάμνη ο μέγας Παύλος εις τας επιστολάς του, ως εν τη ερμηνεία εκείνων είπομεν˙ και ως ο Σύρος Εφραίμ, και άλλοι˙ καθώς και εδώ ο ιερός ούτος Μελωδός τούτο εποίησεν.
Αρμόζει δε ο ειρμός ούτος και εις εσέ, αγαπητέ, διότι εάν συ, ως ο Αββακούμ, σταθής εις την φυλακήν σου, και πατήσης επάνω εις την πέτραν˙ «επί της φυλακής μου γαρ, φησίν εκείνος, στήσομαι, και επιβήσομαι επί πέτραν» (Αββακ. β΄1), θέλεις αξιωθή και της Αββακούμ χάριτος. Ποία δε είναι η φυλακή αύτη; και ποία η πέτρα; άκουσον˙ φυλακή είναι η προσοχή και τήρησις του νοός από κάθε βλάσφημον, και αισχρόν, και πονηρόν λογισμόν. Πέτρα δε είναι η καρδία˙ μάλλον δε, Πέτρα είναι, το γλυκύτατον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, το εν τη καρδία μελετώμενον, όστις Ιησούς Χριστός είναι η στερεά Πέτρα, περί ης είπεν ο μέγας Παύλος «η δε Πέτρα, ην ο Χριστός» (α΄Κορ. 1,4).
Όταν λοιπόν, αδελφέ μου Χριστιανέ, τραβίξης τον νουν σου από όλα του Κόσμου τα πράγματα: ηδονάς, λέγω, και δόξας και αργύρια, και εμβάσης αυτόν μέσα εις την καρδίαν σου, και εκεί ευρίσκων τον εν τη καρδία ενδιάθετον καλούμενον λόγον, με αυτόν λέγης την μονολόγιστον ταύτην Προσευχήν μετά θερμής πίστεως και ελπίδος και αγάπης: ήγουν το, Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με, βαστών και ολίγον την αναπνοήν σου˙ τότε αποκτάς την φυλακήν του νοός. Διότι η θέρμη εκείνη, ήτις γεννάται από την συχνήν μελέτην του Αγίου ονόματος του Ιησού, αυτή μαστίζει και κατακόπτει τους Δαίμονας, ως μάχαιρα δίστομος, και δεν αφίνει αυτούς να προσβάλουν εις τον νουν σου τους ατόπους αυτών λογισμούς. Όθεν είπεν ο Ιωάννης της Κλίμακος «Ιησού ονόματι μάστιζε πολεμίους».
Όταν δε η καρδία σου καθαρισθή από τα πάθη και τας επιθυμίας, οποίας έφθασε να λάβη των του Κόσμου πραγμάτων: φιληδονίας, λέγω, φιλοδοξίας και φιλαργυρίας, και στερεωθή όλη διόλου εν τη Πέτρα: ήτοι εν τη πίστει του Ιησού Χριστού˙ τότε επιβαίνεις και συ, ως ο Αββακούμ, επάνω εις την στερεάν Πέτραν της καρδίας σου, χωρίς να φοβηθής κανένα φόβον, ούτε δαιμονικόν και εσωτερικόν, ούτε ανθρώπινον και εξωτερικόν, λέγων με τον Δαβίδ «Κύριος φωτισμός μου και Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου, από τίνος δειλιάσω;» (Ψαλ. κς΄1). Τότε λοιπόν επάνω εις την Πέτραν ιστάμενος της καρδίας σου, αποσκοπεύεις και συ, τι έχει να λαλήση νοερώς ένδοθέν σου ο Θεός. Τότε έχει να σοι προστεθή και ωτίον νοερόν, δια να ακούης τους νοερούς λόγους, τους οποίους μέλλει να ενηχήση εις εσέ η χάρις του Αγίου Πνεύματος˙ καθώς επρόσθεσε τούτο και εις τον Προφήτην Ησαΐαν˙ διο και έλεγε «Προσέθηκέ μοι ωτίον του ακούειν» (Ησ. ν΄4) και πάλιν «Και η παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα» τα νοερά δηλαδή της καρδίας˙ καθώς ερμηνεύει ο Χρυσορρήμων (Ησ. ν΄5). Όθεν τότε και συ έχεις να λέγεις μαζί με τον Αββακούμ «Κύριε, εισακήκοα την ακοήν σου και εφοβήθην». Δια τούτο είπε και ο θεοφόρος Μάξιμος «Καρδία εστί καθαρά, η παντάπασιν ανείδεον τω Θεώ και αδιαμόρφωτον παραστήσασα την μνήμην, και μόνοις τοις αυτού έτοιμον ενσημανθήναι τύποις, δι΄ων εμφανής πέφυκε γίνεσθαι» (Κεφ. πβ΄της β΄ εκατοντάδος των Γνωστικών).

Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν

Πικρογόνους μετέβαλε, ξύλω Μωϋσής πηγάς εν ερήμω πάλαι, τω Σταυρώ προς την ευσέβειαν, των Εθνών προφαίνων την μετάθεσιν.

Ε ρ μ η ν ε ί α

Εις το Τροπάριον τούτο αναφέρει ο θείος Μελωδός το θαύμα, όπου εποίησεν ο Μωϋσής εις τον τόπον της Μερράς (ο δηλοί Πικρία κατά τον Αλεξανδρείας Κύριλλον). Τότε γαρ διψήσαντος του λαού των Εβραίων, έδειξεν εις τον Μωϋσήν ο Θεός ξύλον, το οποίον βάλλων εις το πικρόν νερόν, εγλύκανεν αυτό (Εξ. ιε΄25). Λέγει λοιπόν ο Ιερός Κοσμάς, ότι τον παλαιόν καιρόν εις την έρημον της Μερράς, μετέβαλεν ο Μωϋσής εις γλυκύτητα τας πηγάς του νερού, τας γεννώσας πικρίαν. Τι δε με το θαύμα αυτό επροεικόνιζε; την μετάθεσιν και μεταβολήν των αλλοφύλων Εθνών, τα οποία με το μέσον του Σταυρού, μετεβλήθησαν από την ασέβειαν εις την ευσέβειαν, και από την απιστίαν εις την πίστιν. Όθεν είπεν ο Ιερός Θεοδώρητος «Το γαρ σωτήριον του Σταυρού ξύλον, την πικράν των Εθνών εγλύκανε Θάλατταν». Την ιδίαν γνώμην έχει και ο Αλεξανδρείας Κύριλλος, λέγων «Και λόγω μόνο γλυκύ ποιήσαι το πικρόν δυνάμενος ο Θεός, δια ξύλου την μεταβολήν εργάζεται, τον τύπον διδούς της δια ξύλου σωτηρίας».
Ποίον δε ωφέλιμον νόημα ημπορείς, αδελφέ, να κερδίσης από το Τροπάριον τούτο; άκουσον˙ ήξευρε, ότι όλος ο Κόσμος ούτος Μερρά ονομάζεται: ήτοι πικρία, δια τας πολλάς θλίψεις και δυστυχίας και λύπας, αι οποίαι καθ΄εκάστην ημέραν και ώραν ακολουθούν εις αυτόν. Πως λοιπόν ημπορεί να μεταβληθή η πικρότης του Κόσμου εις γλυκύτητα; εάν βάλης εις αυτόν αντιφάρμακον τον Σταυρόν του Κυρίου: ήγουν εάν συ συλλογισθής τούτο, αν ένας Θεός αναμάρτητος, δια τας ιδικάς μου αμαρτίας, έλαβε τόσα πάθη επάνω εις τον Σταυρόν, και εγεύθη όξος και την πικροτάτην χολήν˙ αν εκείνος, όπου ήτον Δεσπότης των απάντων, εδοκίμασε τας τόσας πικρίας και θλίψεις˙ τι μέγα πράγμα είναι, εάν εγώ ο δούλος και δούλος αμαρτωλός, δοκιμάζω θλίψεις και πικρίας, όχι δια άλλων αμαρτίας, αλλά δια τας ιδικάς μου; Αυτός ο συλλογισμός, όταν είναι βαθέως εντετυπωμένος εις την φαντασίαν σου, Χριστιανέ, δύναται να μεταβάλη εις γλυκύτητα και χαράν κάθε πικρότητα και θλίψιν, όπου δοκιμάζεις εν τω Κόσμω. Όθεν είπεν ο Θεολόγος Γρηγόριος «Πάντα υπέρ του Λόγου δεχώμεθα˙ πάθεσι το πάθος μιμώμεθα˙ αίματι το αίμα σεμνύνωμεν˙ επί τον Σταυρόν ανίωμεν πρόθυμοι˙ γλυκείς οι ήλοι, και ει λίαν οδυνηροί˙ το μετά Χριστού πάσχειν και υπέρ Χριστού, του μετ΄άλλων τρυφάν αιρετώτερον» (Λογ. εις το Πάσχα). Αλλά και όταν συ αρχάριος ων εις την ενάρετον ζωήν, οποίοι ήτον οι Ισραηλίται, δοκιμάζης κόπους και πικρίας εις την αρχήν, και δεν ημπορής να πίης από το ύδωρ των αρετών δια την δυσκολίαν αυτών˙ τότε, εάν βάλης εις το ύδωρ αυτό το ξύλον του Σταυρού:
ήτοι την ελπίδα των μελλόντων αγαθών και της Αναστάσεως, η οποία έλαβςν αρχήν από τον Σταυρόν, βέβαια ο πρώην πικρός δια την αρετήν βίος σου, έχει να μεταβληθή και γένη γλυκύτερος από κάθε γλύκασμα, κατά την ερμηνείαν του Νύσσης, ώστε να λέγης και συ με τον Σειράχ «ουδέν γλυκύτερον του προσέχειν εντολαίς Κυρίου» (κγ΄34) 14 .


14.  Τι είδους ξύλου ήτον εκείνο, όπου έβαλεν ο Μωϋσής εις το πικρόν νερόν της Μερράς και  εγλυκάνθη, δεν εφανέρωσεν η αγία Γραφή˙ αλλ΄ούτε πρέπει να ζητούμεν περί τούτου άπαξ σιωπηθέντος, κατά τον Θεοδώριτον.


                                   Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν

Ο Βυθώ κολπωάμενος, τέμνουσαν ανέδωκεν Ιορδάνης ξύλω, τω Σταυρώ και τω Βαπτίσματι, την τομήν της πλάνης τεκμαιρόμενος.


                                   Ε ρ μ η ν ε ί α

Από το ς΄Κεφάλαιον της Δ΄των Βασιλειών εδανείσθη ο Μελωδός το παρόν Τροπάριον˙ αναφέρεται γαρ εις εκείνο, ότι όταν οι Υιοί των Προφητών επήγαν μαζί με τον Προφήτην Ελισσαίον εις τον Ιορδάνην ποταμόν δια να κόψουν ξύλα και με αυτά να κατασκευάσουν καλύβας˙


Ματαιολογούσι λοιπόν, ή μάλλον ειπείν φλυαρούσιν οι ραββίνοι των Εβραίων, ονομάζοντες μεν το ξύλον εκείνο Αδελφά, ερμηνεύοντες δε και την ποιότητα εκείνου˙ λέγουσι γαρ, ότι ήτον κατάπικρον. Όθεν η υπερβολική πικρότης του ξύλου αναίρεσε την πικρότητα του νερού˙ καθώς και τα αλατισμένα οψάρια και κρέατα γλυκαίνουσι το εν αυτοίς βαλλόμενον πολύ άλας, και βράζον αυτά με νερόν μίαν μόνην βράσιν, είτα έξω χυνόμενον˙ κατά τον αφορισμόν των Ιατρών, τον λέγοντα «δισσά δηλητήρια επονίνησιν». Εματαιολόγησε δε και ο Ιώσηπος γνωματεύων, ότι ο Μωϋσής πρόσταξε και εξήντλησαν το επάνωθεν πικρόν νερόν της Μερράς, έως ου ευρήκαν το εις τον πυθμένα γλυκύ νερόν. Ούτοι γαρ με τα λόγια ταύτα δείχνουν, ότι η μεταβολή του πικρού εκείνου νερού εις γλυκύτητα, δεν ήτον ένα θαύμα υπερφυσικόν και παράδοξον, αλλά έγινε με τρόπον μόνον φυσικόν. Μ΄όλον τούτο ο Σειράχ φαίνεται, ότι συναριθμεί με τα άλλα φάρμακα και ιατρικά το ξύλον εκείνο, λέγων «Κύριος έκτισεν εκ γης φάρμακα˙ ουκ από ξύλου εγλυκάνθη ύδωρ εις το γνωσθήναι την ισχύν αυτού»; (Σειρ. λη΄4-5). Επειδή όμως έδειξεν ο Θεός εις τον Μωϋσήν το ξύλον εκείνο, και του είπε να το βάλη εις το πικρόν νερόν˙ δια τούτο αναφέρεται το θαύμα αυτό εις θειοτέραν υπερφυσικήν ενέργειαν. Πλην είτα κατά φύσιν, είτε υπέρ φύσιν, το ξύλον εκείνο είχε δύναμιν αναιρετικήν της πικρίας των υδάτων. Όθεν είπε και Φίλων ο Ιουδαίος «ξύλον δείκνυσιν (ο Θεός τω Μωϋσή) ο προσέταξεν αράμενον εις τας πηγάς καθείναι˙ τάχα μεν, και κατεσκευασμένον εκ φύσεως ποιούν δύναμιν, ή τάχα ηγνοείτο, τάχα δε, και τότε πρώτον ποιηθέν, εις ην έμελλεν υπηρετείν χρείαν» (όρα το λη΄κεφάλαιον του α΄τόμου της Αδολεσχίας). Ο δε Ιωάννης ο Ζωναράς εν τη ερμηνεία του Τροπαρίου της Οκτωήχου, του λέγοντος «Της Μερράς τα πικρότατα νάματα», ούτως αυτό τροπολογεί˙ «όταν τις την αμαρτίαν εργάζηται, κλεπτόμενος υπό της ηδονής, ου πάνυ της πικρίας αισθάνεται ταύτης˙ όταν δε εν ερημία γένηται των αγαθοποιών έργων, τότε και δίψη κατέχεται σωφροσύνης, και της πικρίας της αμαρτίας εν συναισθήσει γίνεται. Τηνικαύτα ουν και ο Σταυρός του Κυρίου νεκροί αυτώ την γεύσιν της αμαρτίας, και ανενέργητον παρ΄αυτώ, και οίον νενεκρωμένη αυτήν απεργάζεται».

εκεί όπου έκοπτεν ένας από τους Προφήτας ένα δοκάριον, εκβήκεν από το στελιάρι η αξίνη και έπεσεν εις τον ποταμόν.
Όθεν ο Ελισσαίος κόψας ένα ξύλον, το έρριψεν εις τον ποταμόν, και ω του θαύματος! το μεν ελαφρόν ξύλον, εκατέβη κάτω εις το βάθος του ποταμού, η δε βαρεία αξίνη, ανέβη εκ του εναντίου επάνω εις την επιφάνειαν του νερού, ως εάν ήθελε την πιάση τινάς. Ταύτην λοιπόν την ιστορίαν αναφέρει εν τω παρόντι Τροπαρίω ο ιερός Κοσμάς, και ταύτην προσαρμόζει εις την εορτήν του Σταυρού, λέγων, ότι ο Ιορδάνης ποταμός, ο οποίος εκολπώσατο:
ήτοι εδέχθη μέσα εις το βάθος του την τέμνουσαν, (αξίνην δηλαδή˙ έξωθεν γαρ εννοείται η αξίνη, κατά σχήμα ελλείψεως)˙ αυτός, λέγω, ο Ιορδάνης ανέφερεν επάνω εις την επιφάνειαν του νερού την ρηθείσαν αξίνην, με το ξύλον όπου έρριψεν ο Ελισσαίος εις αυτόν. Όθεν ετεκμαίρετο: ήτοι προετύπου δια της τεμνούσης αξίνης, την τομήν και κόψιμον της πλάνης και ασεβείας˙ η οποία αύτη τομή ενεργήθη με τον Σταυρόν, και με το άγιον Βάπτισμα˙ καθότι εν τω Ιορδάνη ποταμώ και ο Πρόδρομος Ιωάννης εβάπτιζε τους Ιουδαίους, και ο Δεσπότης Χριστός εις αυτόν εβαπτίσθη.
Ποίον δε ηθικόν και ωφέλιμον νόημα ημπορείς να συνάξης, αγαπητέ, εις την ψυχήν σου από το Τροπάριον τούτο; άκουσον˙ ο σοφός Νείλος θέλει, ότι ο Ιορδάνης τροπολογικώς νοείται εις την μετάνοιαν˙ καθότι ο Πρόδρομος Ιωάννης εβάπτιζεν εν τω Ιορδάνη τους μετανοούντας και εξομολογουμένους˙ ως είναι γεγραμμένον «Ιωάννης μεν εβάπτιζε Βάπτισμα μετανοίας» (Πραξ. ιθ΄ 4). Αξίνη δε σιδηρά είναι η αμαρτία˙ διότι και η αμαρτία φύσει είναι βαρεία και κατωφερής, ως ο σίδηρος και το μολύβι. Όθεν ο μεν Δαβιδ από το ένα μέρος έλεγεν «αι ανομίαι μου υπερήραν την κεφαλήν μου, ωσεί φορτίον βαρύ εβαρύνθησαν επ΄εμέ» (Ψαλ. λζ΄5). Ο δε Ζαχαρίας από το άλλο, είδε την αμαρτίαν ως ένα μεγαλώτατον μολύβι δια το βάρος, όπου προξενεί εις εκείνους οι οποίοι την πράττουν. «Και ιδού τάλαντον Μολύβδου εξαιρόμενον, και ιδού γυνή μία εκάθητο εν μέσω του μέτρου. Και είπεν (ο Άγγελος δηλ.) αύτη εστίν η ανομία» (Ζαχ. ε΄7-8).




Εάν λοιπόν και συ, αδελφέ, έκαμες τόσας μεγάλας και βαρείας αμαρτίας, ώστε κατεβυθίσθης, ως η σιδηρά εκείνη αξίνη του Προφήτου, μέσα εις το βάθος των ηδονών˙ μη φοβηθής δια τούτο, μηδέ απελπίσης την σωτηρίαν σου˙ όχι! αλλά στάσου ανδρείος και αντιπολέμησον τον εχθρόν Διάβολον, ος τις ζητεί να σε απολέση με την απόγνωσιν˙ δείξον μετάνοιαν αληθινήν εις τον Θεόν˙ πήγαινε εις τον Πνευματικόν και εξομολογήσου με κατάνυξιν όλας τας αμαρτίας σου˙ σύντριψον την καρδίαν σου˙ δέξαι τον Κανόνα όπου ήθελε σοι δώση ο Πνευματικός σου Πατήρ και κάμε τελείαν αποχήν της αμαρτίας. «Ουκ έστι γαρ αμαρτία ασυγχώρητος, ει μη η αμετανόητος»˙ καθώς αποφαίνεται ο Θεοφόρος Μάξιμος. Εάν ούτω μετανοήσης, αγαπητέ, ήξευρε ότι η τοιαύτη σου γνησία μετάνοια, θέλει σε αναβιβάσει από το βάθος της κακίας, δια της χάριτος και δυνάμεως του εν Σταυρώ προσηλωθέντος Χριστού˙ καθώς τότε και ο Ιορδάνης ο εις τύπον της Μετανοίας παραλαμβανόμενος, ανεβίβασεν την βαρείαν εκείνην αξίνην δια της χάριτος του Σταυρού. Όθεν θέλεις ψάλλει και συ εις τον Θεόν εκείνα τα του Δαβιδ «ήλθον εις τα βάθη της Θαλάσσης, και καταιγίς κατεπόντισέ με» (Ψαλ. ξη΄3) και πάλιν «συ ο Θεός μου, επιστρέψας παρεκάλεσάς με, και εκ των αβύσσων της γης πάλιν ανήγαγές με» (Ψαλ. ο΄21)15 .

                                      Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν

Ιερώς προστοιβάζεται, ο τετραμερής λαός προηγούμενος, της εν τύπω μαρτυρίου Σκηνής, σταυροτύποις τάξεσι κλεϊζόμενος.






15. Άκουσον δε και πως αλληγορεί την ιστορίαν ταύτην ο μέγας Μακάριος «Ει επί του Ελισσαίου το φύσει κούφον ξύλον εν τοις ύδασι βληθέν ανήνεγκε το φύσει βαρύ σιδήριον˙ πόσω μάλλον ενταύθα αποστελεί ο Κύριος το κούφον και ελαφρόν και επουράνιον αυτού Πνεύμα, και δι΄αυτού την Βεβυθισμένην τοις ύδασι της πονηρίας ψυχήν ανενέξει και πτερώσει και κουφίσει προς τα ύψη των ουρανών, και μεταβαλεί και αλλάξει αυτήν εκ της ιδίας φύσεως»; (Ομιλ. ΜΔ΄).



                                    Ε ρ μ η ν ε ί α

Ο Θεός επρόσταξε τον Μωϋσήν να διορίση τους Υιούς Ισραήλ να στέκωνται τριγύρω εις την Σκηνήν του Μαρτυρίου. Τρεις μεν φυλαί κατά το ανατολικόν μέρος αυτής, η του Ιούδα, η του Ισάχαρ, και η του Ζαβουλών˙ τρεις δε κατά το δυτικόν αυτής μέρος, η του Εφραίμ, η του Μανασσή και η του Βενιαμίν˙ και τρεις κατά το Βόρειον, η του Δαν, η του Ασήρ και η του Νεφθαλείμ˙ καθώς ταύτα αναφέρει το β΄κεφάλαιον των Αριθμών. Εξ εκείνου λοιπόν εδανίσθη το παρόν Τροπάριον ο ιερός Μελωδός και λέγει, ότι με ιερόν τρόπον εστοιβάσθη και επεσωρεύθη κατά προσταγήν Θεού ο Ισραηλιτικός λαός, όχι εις ένα μέρος, αλλά εις τέσσαρα μέρη της τυπικής Σκηνής του Μαρτυρίου. Όθεν αυτός επροπορεύετο έμπροσθεν των τεσσάρων μερών αυτής, κατά μεν το πρόχειρον και αισθητόν νόημα, δια να φαίνεται, ότι τιμά και φυλάττει πανταχόθεν την Σκηνήν του Θεού˙ κατά δε το βαθύτερον και κρυφιώτερον αίνιγμα, ίνα αυτός με τας τέσσαρας σταυροειδείς τάξεις, τιμήση τον τύπον και το σχήμα του τετραμερούς Σταυρού˙ μάλλον δε, ίνα ο Ισραηλιτικός λαός τιμηθή υπό του τύπου του τιμίου Σταυρού.
Ήθελε δε απορήση τινάς, διατί η παλαιά εκείνη Σκηνή ωνομάζετο του Μαρτυρίου˙ «εκκλήθη γαρ, φησί, Σκηνή Μαρτυρίου» (Εξ. λγ΄7). Και αποκρινόμεθα, ότι δια δύο αίτια. Πρώτον, επειδή κατά τον Θεοδώριτον και Αθανάσιον και Ησύχιον ερμηνεύοντας το «Και ανέστησε Μαρτύριον εν Ιακώβ» (Ψαλ. οζ΄5) η Σκηνή περιείχε την Κιβωτόν, τα Χερουβίμ, το Ιλαστήριον, την Τράπεζαν, την Λυχνίαν και την Πρόθεσιν των Άρτων˙ και η Κιβωτός γαρ, Κιβωτός Μαρτυρίου ωνομάζετο˙ διότι είχε μέσα τας Πλάκας, και την Στάμνον του Μάννα, και την Ράβδον του Ααρών, άτινα και Μαρτύρια ωνομάζοντο˙ καθώς γέγραπται, περί μεν του ενός «Και εισοίσεις την Κιβωτόν του Μαρτυρίου» (Εξ. κς΄33). Περί δε του άλλου «Εμβαλείς εις την Κιβωτόν του Μαρτυρίου» (Εξ. κε΄20). Δεύτερον ωνομάζετο Σκηνή του Μαρτυρίου και τα εν αυτή πάντα εκαλούντο Μαρτύρια, διότι αυτά όλα ήτον μία μαρτυρία και απόδειξις πραγματική της αγάπης, ην έδειξεν ο Θεός εις τον λαόν του Ισραήλ˙ υπό της οποίας κινούμενος, εσυγκατέβη να συνομιλή με τον Μωϋσήν, και δια του Μωϋσέως να φανερώνη τας κρίσεις και τους νόμους του εις τον Ισραηλιτικόν λαόν.
Διατί δε και τυπική εκαλείτο η Σκηνή αύτη; επειδή είχε τύπον της Κτίσεως κατά τον Θεοδώριτον. Και τα μεν Άγια των Αγίων είχον τύπον των Ουρανίων, κατά τον αυτόν˙ τα δε Άγια: ήτοι το μέσον της Σκηνής, τύπον είχον των Επιγείων και δια τούτο ήτον βατά πάντοτε εις τους ιερείς. Κατά δε τον Κύριλλον, τύπον είχεν η Σκηνή της Εκκλησίας. Κατά τον Νύσσης δε, τύπον είχε του Χριστού, ος τις Σοφία και Δύναμις ων του Θεού αχειροποίητος κατά την Θεότητα, εδέχθη το να κατασκευασθή κατά την ανθρωπότητα. Και δια να είπω καθαρώτερα, καθώς οι ιδικοί μας Ναοί έχουσι Νάρθηκα, και τον καθ΄αυτό Ναόν, και το άγιον Βήμα˙ ούτω και η παλαιά Σκηνή είχε την Αυλήν, και τα Άγια, και τα Άγια των Αγίων.
Ποίον δε ηθικόν και ωφέλιμον νόημα ημπορείς, αγαπητέ, να συνάξης από το Τροπάριον τούτο; Πρόσεχε˙ η Σκηνή κατά τον Δίδυμον, δηλοί την προκοπήν της αρετής και ανάβασιν˙ καθότι η Σκηνή των περιπατούντων και προκοπτόντων εις τα έμπροσθεν, είναι σκεπαστήριον. Και δια να σοι δώσω να καταλάβης καλύτερα, τοιαύτη ήτον η παλαιά εκείνη Σκηνή του Μαρτυρίου, οποία είναι και η κινητή και οδοιπορική τέντα, όπου έχουν μαζί των οι Βασιλείς εν τη οδοιπορία, όταν έξω της πόλεως ευρίσκωνται εν καιρώ πολέμου˙ ίνα εν αυτή συναγόμενοι, επιτελώσι τας προς Θεόν λατρείας και προσευχάς. Εάν λοιπόν και συ, αδελφέ, δεν στέκης αργός, αλλά πάντοτε περιπατής και εργάζησαι την αρετήν, πορευόμενος εκ δυνάμεως εις δύναμιν, κατά τον Δαβίδ, και προκόπτων εις τα τελειότερα˙ επεκτείνεσαι εν τοις έμπροσθεν, των δε όπισθεν επιλανθάνεσαι, κατά τον Παύλον. Βέβαια θέλεις κατασκευάσει εις την καρδίαν σου μίαν νοητήν Σκηνήν, μέσα εις την οποίαν έχει να κατοική ο Θεός δια της χάριτός του, και εκείθεν θέλει σοι αποκαλύπτει δια του Αγίου Πνεύματος, την απόκρυφον γνώσιν των Μυστηρίων του˙ ίνα και όταν αποθάνης, αξιωθής να ψάλλης και συ εκείνο το του Δαβίδ, «Διελεύσομαι εν τόπω Σκηνής θαυμαστής, εως του οίκου του Θεού, εν φωνή αγαλλιάσεως και εξομολογήσεως ήχου εορτάζοντος» (Ψαλ. μα΄5).

                                   Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν

Θαυμαστώς εφαπλούμενος, τας ηλιακάς βολάς εξηκόντισεν ο Σταυρός˙ και διηγήσαντο, Ουρανοί την δόξαν του Θεού ημών.

                                 
                               Ε ρ μ η ν ε ί α

Καθώς εις την πρώτην Ωδήν, των μεν άλλων Τροπαρίων την ύλην εδανείσθη ο Μελωδός από την Παλαιάν Γραφήν, του δε τελευταίου Τροπαρίου την υπόθεσιν εδανίσθη από την ιστορίαν της Νέας Χάριτος˙ τοιουτοτρόπως εποίησε και εις την παρούσαν Ωδήν. Μελουργήσας γαρ τα προλαβόντα ταύτης Τροπάρια με ιστορίας της Παλαιάς Διαθήκης, το τελευταίον τούτο μελουργεί με ιστορίαν της Νέας˙ αναφέρει γαρ εις αυτό το φρικτόν εκείνο θαύμα, όπου ηκολούθησεν επί του Βασιλέως Κωνσταντίνου Υιού του Μεγάλου Κωνσταντίνου, και Κυρίλλου Αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων εν έτει τμς΄δηλαδή, όταν εν ταις ημέραις της Πεντηκοστής, Μαΐου Εβδόμη, ώρα τρίτη της ημέρας, εφάνη εν Ουρανώ ο τίμιος Σταυρός, συνιστάμενος από φως επάνω εις τον Άγιον Γολγοθάν έως εις το όρος των Ελαιών, υπερέβαινε δε κατά την λαμπρότητα τας ακτίνας του Ηλίου. Όθεν όλος ο λαός των Χριστιανών, βλέπων το τοιούτον θαυμάσιον, έτρεξαν εις την Εκκλησίαν, και με άμετρον χαράν και θερμήν κατάνυξιν, ανέπεμψαν εις τον Θεόν ευχαριστίαν και δόξαν.
Τούτο λοιπόν το τεράστιον μελουργών εδώ ο θεσπέσιος Κοσμάς, με θαυμαστόν, λέγει, και παράδοξον τρόπον απλώθη εν τω Ουρανώ ο ζωοποιός Σταυρός του Κυρίου˙ ος τις από την υπερβολικήν λαμπρότητα, όπου είχεν, ενίκησε και εσκέπασε τας του Ηλίου ακτίνας. Όθεν τότε επληρώθη με τρόπον θείον και υπερφυή το ψαλμικόν εκείνο λόγιον: ήτοι το «Οι Ουρανοί διηγούνται δόξαν Θεού» (Ψαλ. ιη΄1). Δια μέσου γαρ του λαμπροτάτου εκείνου και υπέρ τον Ήλιον ακτινοβολούντος Σταυρού, οι Ουρανοί εκήρυξαν τρανότατα την δόξαν του Θεού: δηλαδή τον Σταυρόν˙ επειδή δόξα Χριστού του Θεού, ο Σταυρός εστιν, ως ανωτέρω είπομεν, ερμηνεύοντες το «ότι δεδόξασται» του Ειρμού της πρώτης Ωδής. Με το μέσον γαρ του Σταυρού, ως με σκήπτρον Βασιλικόν, ή άρμα νικητικόν, ενίκησεν ο μονογενής Υιός του Θεού τον υπερήφανον Δαίμονα˙ επάτησε τον θάνατον˙ εσκύλευσε τον Άδην˙ και δόξαν επροξένησεν εις τον εαυτόν του αιώνιον, καθό άνθρωπον.
Αλλά και συ, Χριστιανέ, εάν δια της δυνάμεως του σταυρωθέντος Χριστού κατορθώσης κανένα έργον μέγα και ανδραγάθημα, οποίον είναι το να νικήσης τα πάθη, όπου σε πολεμούν, το να αντιστέκεσαι πάντοτε εις τας προσβολάς του Διαβόλου και το να κατορθώσης τας αρετάς˙ ήξευρε, ότι το ανδραγάθημα αυτό έχει να δοξάση το όνομά σου, και να το κάμη θαυμαστόν εν Ουρανώ και επί Γης. Και καθώς δόξα του Χριστού εστάθη ο Σταυρός˙ δόξα του Δαβίδ έγινεν η σφενδόνη, με την οποίαν εφόνευσε τον Γολιάθ˙ δόξα του Φινεές εδείχθη ο σειρομάστης εκείνος, με τον οποίον εκέντησε τον Ζαμβρί και την Μαδιανίτισσαν Χασβί˙ δόξα της γυναικός Ιαήλ έγινεν ο πάτταλος: ήτοι το παλούκι, με το οποίον εθανάτωσε τον Σισάραν˙ ούτω και δόξα ιδική σου παντοτινή θέλει σταθή το ανδραγάθημα, όπερ ήθελες κατορθώση. Όθεν και ευχαριστών τω ενδυναμώσαντί σε Χριστώ, θέλεις ψάλλει εις αυτόν με τον Δαβίδ «Συ Κύριε αντιλήπτωρ μου ει, δόξα μου, και υμών την κεφαλήν μου» (Ψαλ. γ΄4).

                                      Ωδή ε΄.  Ο Ειρμός.

Ω Τρισμακάριστον ξύλον, εν ω ετάθη Χριστός, ο Βασιλεύς και Κύριος˙ δι΄ου πέπτωκεν ο ξύλω απατήσας, τω εν σοι δελεασθείς, Θεώ τω προσπαγέντι σαρκί, τω παρέχοντι, την ειρήνην ταις ψυχαίς ημών.

                                     Ε ρ μ η ν ε ί α

Δύο σχήματα ρητορικά μεταχειρίζεται εις τον Ειρμόν τούτον ο ιερός Κοσμάς, επιστροφήν και προσωποποιΐαν˙ επιστρέφων γαρ τον λόγον προς τον Σταυρόν, συνομιλεί με αυτόν άψυχον όντα και άλογον, ως εάν ήτον έμψυχος και λογικός. Προσαρμόζει γαρ η ρητορική τέχνη, όταν θέλη, ψυχήν εις τα άψυχα και λόγον εις τα άλογα και τοις απροσώποις περιτίθησι πρόσωπον. Προσφωνεί λοιπόν ούτως ο ασματογράφος˙ ω ξύλον του Σταυρού, συ τη αληθεία είσαι πολλών μακαρισμών άξιον 16 ˙ διότι επάνω εις εσέ ετανύσθη κατά



16. Όθεν και Ιωάννης ο Ζωναράς, ερμηνεύων το Τροπάριον εκείνο του β΄ήχου της Οκτωήχου, το λέγον «ως εν παραδείσω φυτευθέν, εν τω Κρανίω Σωτήρ, το τρισόλβιον ξύλον, του σου αχράντου Σταυρού», ούτω λέγει, «Τρισόλβιον δε το ξύλον εκάλεσεν, ως μακάριον, και ως μακαρίους τους αυτό τιμώντας ποιούν, η και ως πολλού μακαρισμού άξιον˙ πλήθος γαρ τα τρία οι αριθμητικοί λέγουσι, και αρχήν αριθμών τα τρία λογίζονται, ότι ούτε την μονάδα, ούτε την δυάδα αξιούσι καλείν αριθμόν, αριθμόν οριζόμενοι μονάδων πλήθος˙ πλήθος δε τα τρία ηγούμενοι, αριθμόν την τριάδα καλούσι. Διο και τρισόλβιον ο σοφός Ιωάννης το ξύλον ωνόμασε του Σταυρού, και ο βαθύνους δε Κοσμάς και μελωδικώτατος, τρισμακάριστον αυτό κέκληκε, πολλού μακαρισμού αξιούντες αυτόν, αμφότεροι συμφωνούντες, ως υπό ενός και του αυτού Αγίου Πνεύματος εμπνεόμενοι».

τας χείρας και πόδας και καθ΄όλον το σώμα,ο γλυκύς Ιησούς Χριστός, ο των αιώνων υπάρχων Βασιλεύς, και πάντων των όντων Κύριος, και δια μέσου σου έπεσε πτώμα ελεεινόν και αξιοδάκρυτον ο Διάβολος, ο οποίος με την γεύσιν του απηγορευμένου ξύλου απάντησεν: ήτοι εδελέασε τον προπάτορα Αδάμ μέσα εις τον Παράδεισον της τρυφής. Πως δε; και με ποίον τρόπον ο Διάβολος έπεσεν; επειδή, καθώς αυτός εδελέασε τον Αδάμ, ρυτώς ο αυτός αντιστρόφως εδελεάσθη από τον Θεόν, ος τις εκαρφώθη κατά την σάρκα επάνω εις εσέ τον Σταυρόν˙ ίνα, καθώς εκείνος δια  ξύλου ενίκησε, δια ξύλου πάλιν και νικηθή˙  και με τον τρόπον όπου εκρήμνισε, με αυτόν και αυτός κρημνισθή. Επιφέρει δε ο Μελωδός και ότι ο σταυρωθείς Χριστός ο τον Διάβολον απατήσας, αυτός χαρίζει ειρήνην εις τας ψυχάς μας. Διατί δε λέγει τούτο; δια να φανερώση με τον τελευταίον αυτόν λόγον, ότι η Πέμπτη Ωδή αύτη είναι του Ησαϊου˙ εκείνος γαρ λέγει «Κύριε ο Θεός ημών ειρήνην δος ημίν˙ πάντα γαρ απέδωκας ημίν» (Ησ. κς΄12).
Πόθεν δε εδανείσθη ο μελωδός τον λόγον τούτον, ότι ο απατήσας: ήτοι ο δελεάσας Διάβολος εδελεάσθη; από τον Θεολόγον Γρηγόριον˙ ούτω γαρ εκείνος φησίν εν τω εις τα φώτα λόγω αυτού «Επειδή ώετο αήττητος είναι της κακίας ο σοφιστής, Θεότητος ελπίδι δελεάσας ημάς, σαρκός προβλήματι δελεάζεται˙ ιν΄ως τω Αδάμ προσβαλών, τω Θεώ περιπέση, και ούτως ο Νέος Αδάμ τον Παλαιόν ανασώσηται και λυθή το κατάκριμα της σαρκός, σαρκί του θανάτου θανατωθέντος. Έφη δε και ο θεοφόρος Μάξιμος˙ «Επειδή το στερρόν μου της φύσεως, Θεότητος ελπιδι δελεάσας προς ηδονήν κατέσυρεν ο Διάβολος, δι΄ης υποστήσας τον θάνατον, ηβρύνετο τρυφών την φθοράν της φύσεως, Θεότητος ελπίδι δελεάσας προς ηδονήν κατέσυρεν ο Διάβολος, δι΄ης υποστήσας τον θάνατον, ηβρύνετο τρυφών την φθοράν της φύσεως˙ δια τούτο γίνεται τέλειος άνθρωπος ο Θεός, ίνα σαρκός προβλήματι δελεάσας, ερεθίση τον άπληστον περιχανόντα την σάρκα καταπιείν, γενησομένην αυτώ μεν δηλητήριον, τη δυνάμει της εν αυτή Θεότητος παντελώς διαφθείρουσαν, τη δε φύσει των ανθρώπων αλεξητήριον, προς την εξ αρχής χάριν δυνάμει της εν αυτή Θεότητος ανακαλουμένην» (Κεφ. ια΄της γ΄εκατοντάδος των γνωστικ.)
Και εδώ βλέπε, ω αναγνώστα, δύο παραδείγματα αλιέων πάντη ανόμοια˙ ο μεν γαρ Διάβολος επαρομοίασε με ένα αφρονέστατον αλιέα και κυνηγόν, ο οποίος θέλων να πιάση μίαν αθερίνην και ένα μικρόν ψαράκι, έβαλεν εις το αγκίστρι του δόλωμα ένα δέλφινα, ή ένα μεγαλώτατον κήτος˙ επειδή την ελπίδα της υπερμεγίστης και αχωρήτου Θεότητος δολώσας εις το αγκίστρι της απάτης του, με το μέγα αυτό δόλωμα εδελέασεν ένα ευτελή και μικρότατον άνθρωπον. Ο δε Θεός εκ του εναντίου, επαρομοίασε με ένα σοφώτατον αλιέα, ος τις με ένα μικρότατον ψαράκι, πιάνει ένα μεγαλώτατον κήτος˙ διότι αυτός, βαλών εις το αγκίστρι της κεκρυμμένης αυτού Θεότητος, το μικρόν δόλωμα της φαινομένης του Ανθρωπότητος, με αυτό εδελέασε και διέφθειρε το μέγα και νοητόν κήτος τον Διάβολον. Καθώς περί της τοιαύτης διαφθοράς αυτού ο πολυτάλας Ιώβ επροφήτευσε λέγων, «ο μέλλων (ο Χριστός δηλαδή) το μέγα κήτος χειρώσασθαι» (Ιώβ γ΄8) ο δε Ακύλας και Θεοδοτίων αντί κήτους είπον, λευϊαθάν: ο εστι Βασιλεύς των εν τοις ύδασιν˙ ο δε Θεοδοτίων είπε Δράκοντα˙ πάντες δια των ονομάτων τούτων τον Διάβολον εννοούντες 17 .
Αλλά και συ, Χριστιανέ, εάν σταυρώνης την σάρκα σου και νεκρώνης τα πάθη και τας κακάς σου επιθυμίας, καθώς γράφει ο μακάριος Παύλος «οι δε του Χριστού, την σάρκα εσταύρωσαν συν τοις παθήμασι και ταις επιθυμίαις» (Γαλ. ε΄24) και εάν υπομένης ευχαρίστως κάθε θλίψιν και κακοπάθειαν, δια την ορθοδοξίαν και αρετήν˙ ήξευρε, ότι ο Χριστός θέλει αναπαυθή εις εσέ, ως επάνω εις τον Σταυρόν˙ επειδή ο Σταυρός δηλοί θλίψιν και κακοπάθειαν, εις δε την κακοπάθειαν αναπαύεται ο Θεός˙ «Ουδενί γαρ ούτω των πάντων, ως κακοπαθεία θεραπεύεται ο Θεός», κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον (Λογ. εις Κυπριαν.). Και ο αββάς Ισαάκ λέγει «Ώπερ πατήρ κήδεται τέκνου, ούτω και ο Χριστός κήδεται σώματος κακοπαθούντος δι΄αυτόν, και πλησίον εστί του σώματος αυτού δια παντός» (Σελ. 330) ήτοι του εισακούειν. Όθεν ακολουθως θέλεις γένη και συ ως ο Σταυρός, τρισμακάριστος˙καθώς ο Κύριος εβεβαίωσε τούτο, ειπών «Μακάριοι εστέ, όταν ονειδίσωσιν υμάς και διώξωσι, και είπωσι παν πονηρόν ρήμα καθ΄υμών, ψευδόμενοι ένεκεν εμού» (Ματθ. ε΄11). Αλλά και εάν φεύγης από τον Κόσμον και μένης εσταυρωμένος και νεκρός εις τας ηδονάς του, όχι μόνον δια του σώματος και της Πράξεως, αλλά και δια του λογισμού και της θεωρίας˙ (διπλή γαρ είναι η πράξις του Σταυρού, κατά τον άγιον Ισαάκ) ήξευρε, ότι θέλεις έχη αναπαυόμενον εις την ψυχήν σου τον σταυρωθέντα Κύριον. Δια να σαφηνίσω καλύτερα τα ανωτέρω, άκουσον, αγαπητέ˙ όταν ο άνθρωπος αναχωρήση από τον Κόσμον δια του σώματος και των αισθήσεων˙ τότε σταυρούται μόνον ο Κόσμος εις αυτόν, κατά το Αποστολικόν εκείνο λόγιον, το λέγον, «δι΄ου εμοί Κόσμος εσταύρωται»˙ αλλά δεν φθάνει τούτο μόνον, αλλά είναι χρεία να σταυρωθή και ο άνθρωπος εις τον Κόσμον, κατά το ακόλουθον λόγιον του Αποστόλου, το λέγον˙ «καγώ τω Κόσμω (εσταύρωμαι δηλ.)»: ήτοι, αφ΄ου ο άνθρωπος αναχωρήση από τον Κόσμον δια του σώματος και των αισθήσεων, πρέπει να αναχωρήση από αυτόν και δια των λογισμών, ώστε να μη έχη πλέον η καρδία του προσπάθεια εις αυτόν, αλλά όλοι οι λογισμοί να είναι εσταυρωμένοι: ήτοι νενεκρωμένοι εις τα του Κόσμου πράγματα. Χάριν λόγου, ήλθε σοι λογισμός εν ησυχία καθημένω, να συνάξης χρήματα δια να κυβερνήσαι; ο λογισμός αυτός είναι ασταύρωτος, και πρέπει να σταυρώσεις: ήτοι να νεκρώσης αυτόν δια της δυνάμεως του Σταυρού. Πώς; εάν στοχασθής, ότι ο επί Σταυρού κρεμάμενος Θεός των απάντων, ήτον πάμπτωχος και γυμνός. Ηλθέ σοι ένας λογισμός φιληδονίας; αυτός είναι ασταύρωτος, και πρέπει να σταυρώσης και να νεκρώσης αυτόν. Πώς; εάν στοχασθής το δριμύ όξος και την πικροτάτην χολήν, όπου εγεύθη επί του Σταυρού ο γλυκασμός της Εκκλησίας. Ηλθέ σοι λογισμός φιλοδοξίας; αυτός είναι ασταύρωτος, και πρέπει να σταυρώσης και να νεκρώσης αυτόν. Πώς; εάν στοχασθής τας ατιμίας και γέλωτας, όπου υπέμεινεν επί του Σταυρού ο Δεσπότης σου. Ομοίως ποίει και εις τους άλλους κακούς λογισμούς όπου σοι έρχονται, σταυρώνων αυτούς και νεκρώνων με την δύναμιν του Σταυρού και του εν τω Σταυρώ προσηλωθέντος Χριστού, τόσον δια της Πράξεως, όσον και δια της Θεωρίας. Ούτως ηρμήνευσε το ανωτέρω ρητόν του Αποστόλου ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος εν τω εις την Γ΄Κυριακήν της αγίας Τεσσαρακοστής λόγω αυτού˙ ου γαρ ευκολονόητον είναι τόσον το του Αποστόλου, όσον και το του Αββά Ισαάκ ρητόν. Εάν λοιπόν ούτω ποιής, αγαπητέ, έχεις να φωνάζης και συ συν τω Παύλω με πείραν και δοκιμήν «Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω Σταυρώ του Κυρίου Ιησού Χριστού, δι΄ου εμοί Κόσμος εσταύρωται (δια της απ΄αυτού φυγής δηλ.) καγώ Κόσμω (δια της απροσπαθείας του λογισμού δηλ.)» (Γαλ. ς΄14).

                                      Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν

Σε το αοίδιμον ξύλον, εν ω ετάθη Χριστός, η την Εδέμ φυλάττουσα, στρεφομένη ρομφαία, Σταυρέ, ηδέσθη˙ το φρικτόν δε Χερουβίμ, είξε τω σοι παγέντι Χριστώ, τω παρέχοντι την ειρήνην ταις ψυχαίς ημών.




                                       Ε ρ μ η ν ε ί α

Γέγραπται εν τω Γ΄Κεφαλαίω της Γενέσεως, ότι αφ΄ου ο Θεός εδίωξε τον Αδάμ από τον Παράδεισον, έταξε τα Χερουβίμ και την φλογίνην Ρομφαίαν την στρεφομένην, φυλάσσειν την οδόν του ξύλου της ζωής (Στιχ. 25). Ταύτα δε τα λόγια δανεισθείς ο ιερός Κοσμάς, υπόθεσιν ποιείται του παρόντος Τροπαρίου. Όθεν αποτείνων τον λόγον προς τον Σταυρόν του Κυρίου, προσφωνεί αυτώ και λέγει, ω Θείε Σταυρέ, ος τις είσαι το αοίδιμον: ήτοι το αείμνηστον και πάντοτε αξιομνημόνευτον ξύλον, επάνω εις το οποίον ετανύθη κατά την σάρκα ο Δεσπότης Χριστός, εσέ, λέγω, μόνον τον τρισμακάριστον Σταυρόν, εντράπη η φλογίνη εκείνη Ρομφαία η στρεφομένη, ήτις εφύλαττε την Εδέμ: ήτοι τον Παράδεισον της τρυφής (Εδέμ γαρ τρυφή ονομάζεται), και δεν άφηνε τινά να εισέλθη εις αυτόν, αλλά τόσον πολλά σε εντράπη, ώστε εγύρισε τα νώτα και πλάτας αυτής, και έδωκεν άδειαν εις τον ληστήν να έμβη εις τον Παράδεισον.
Όχι μόνον δε η Ρομφαία, αλλά και το φοβερόν εκείνο Χερουβίμ, οπου εφύλαττε την στράταν του ξύλου της ζωής, και εκείνο, λέγω, υπετάχθη εις τον Χριστόν, τον εν σοι προσηλωθέντα κατά την σάρκα. Δια τούτο αφήκε την φυλακήν του Παραδείσου, εις την οποίαν εδιωρίσθη, και άνοιξε την θύραν αυτού, ίνα εμβαίνωσιν εις τον Θείον εκείνον τόπον, όσοι είναι τετειχισμένοι από εσέ τον Σταυρόν του Κυρίου. Επιφέρει δε ακολούθως ο Μελωδός το ακροτελεύτιον και χαρακτηριστικόν λόγιον της πέμπτης Ωδής, περί του οποίου είπομεν εν τω προτέρω Τροπαρίω.
Απορίας δε άξιον είναι, διατί ενικώς είπεν εδώ ο θεσπέσιος Κοσμάς «Το φρικτόν Χερουβίμ», ενώ η Θεία Γραφή πληθυντικώς λέγει, ότι έταξεν ο Θεός τα Χερουβίμ; εις λύσιν της απορίας αποκρινόμεθα, ότι σφάλμα των αντιγραφέων φαίνεται να ηκολούθησεν εις το Τροπάριον τούτο. Όθεν πρέπει να αναγινώσκεται πληθυντικώς ούτω, «Τα φρικτά δε Χερουβίμ είξε τω σοί παγέντι Χριστώ» καθότι και εν τω Τροπαρίω εκείνω τω εις την Χριστού γέννησιν, πληθυντικώς γράφεται «Και τα Χερουβίμ παραχωρεί του ξύλου της ζωής». Πάντοτε γαρ και πανταχού πρέπει να έχη το κύρος και την ισχύν, το κείμενον της Αγίας Γραφής, ως θεοπνεύστου ούσης και κανόνος της αληθείας, και ως μη δυναμένης σφαλήναι. Έξω μόνον αν θέλη να είπη τινάς, ότι φρικτόν νοείται το είδος: ήτοι το φρικτόν είδος των Χερουβίμ είξε τω σοι παγέντι Χριστώ. Λέγει δε ο Χρυσόστομος περί των Χερουβίμ τούτων «Ει γαρ και εφύλαττε τα Χερουβίμ τον Παράδεισον, αλλ΄όμως ήλγουν. Και καθάπερ οικέτης σύνδουλον λαβών εις φυλακήν, δια το πρόσταγμα του Δεσπότου φυλάττει μεν τον σύνδουλον, αλγεί δε επί τω γινομένω δια την συμπάθειαν την περί τον ομοδουλον˙ ούτω και τα Χερουβίμ, έλαβε μεν φυλάττειν τον Παράδεισον, ήλγει δε όμως επί τη φυλακή. Και ίνα μάθης ότι ήλγει, από τον ανθρώπων τούτο ποιώ σοι φανερόν˙ όταν γαρ ίδης τους ανθρώπους συμπαθούντας τοις συνδούλοις, μηκέτι λοιπόν αμφιβάλης περί των Χερουβίμ˙ πολύ γαρ των ανθρώπων φιλοστοργότεραι αι Δυνάμεις εκείναι» (λόγω εις την Ανάληψιν, ου η αρχή «Και ότε Σταυρού μνείαν επιτελούμεν» Τόμω ε΄της εν Ετόνη εκδόσ.).
Τι δε ήτον η φλογίνη εκείνη Ρομφαία, η στρεφομένη και φυλάττουσα την στράταν του ξύλου της ζωής; ο μεν Κωνσταντινουπόλεως Γεννάδιος είπεν, ότι ήτον τα ίδια Χερουβίμ, άτινα είναι εκ της πρώτης ιεραρχίας των Αγγέλων μετά τους Θρόνους ταττόμενα˙ αυτά, λέγω, εσχηματίζοντο εις είδος ρομφαίας φλογεράς και αεικινήτου, και ούτω δια της φοβεράς εκείνης όψεως, εμπόδιζον τον Αδάμ να μην έμβη εις τον Παράδεισον. Ο δε Πτωχός Πρόδρομος εν τη Ερμηνεία του «Έλυσε πρόσταγμα Θεού παρακοή», Τροπαρίου της εβδόμης Ωδής, λέγει, ότι ήτον ένας πρηστήριος Σεραφίμ, όπερ ουκ απάδον εστί˙ καθότι και το όνομα Σεραφίμ, εβραϊστί θερμαίνον ή φλογίζον δηλοί, ως λέγει ο Αρεοπαγίτης Διονύσιος. Άλλοι δε είπον, ότι η Ρομφαία εκείνη ήτον Αγγελική Δύναμις, διαφορετική από τα Χερουβίμ, ήτις ήτον μεν φύσει αόρατος, εσχηματίζετο δε εις αισθητήν όψιν, και εφαίνετο ως πυρίνη ρομφαία˙ ίνα δια του τοιούτου φοβερού σχήματος εκφοβή τον Αδάμ, και δεν αφίνη αυτόν να έμβη εις τον Παράδεισον, κατά τον Θεόδωρον˙ εάν γαρ εκεί έμβαινεν, ήθελε φάγη από το ξύλον της ζωής, και ούτως ήθελε μένη εις αυτόν το κακόν αθάνατον, το οποίον ήτον από κάθε άλλην παιδείαν χειρότερον, καθώς τινές θέλουσιν. Αλλά και η Αγία Γραφή τούτο εδήλωσεν ειπούσα «Και νυν μήποτε εκτείνη (ο Αδάμ) την χείρα αυτού, και λάβη από του ξύλου της ζωής, και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα» (Γεν. γ΄22). Ανάξιον γαρ, κατά τον Άγιον Γενάδιον, εποίησε τον εαυτόν του ο Αδάμ της ατελευτήτου ζωής, ύστερον αφ΄ου επαρέβη την εντολήν του Θεού, και ούτως εκαταδικάσθη εις θάνατον. Όθεν είπε και ο θείος Δαμασκηνός περί του ξύλου της ζωής «το δε της ζωής ξύλον, ην ξύλον έχον ενέργειαν ζωής παρεκτικήν, τοις της ζωής αξίοις, και τω θανάτω ουχ΄υποκειμένοις μόνοις εδώδιμον» (Κεφ. κη΄του β΄βιβλ. περί Πίστεως). Βλέπε δε, ω αναγνώστα, ότι τόσον μεγάλη και υπεροχική ήτον η απόλαυσις του ξύλου της ζωής, ώστε εδιωρίσθησαν να φυλάττουν αυτήν, όχι Άγγελοι, όχι Αρχάγγελοι, όχι Αρχαί, ή Εξουσίαι, ή Δυνάμεις, ή Κυριότητες, τα οποία είναι εκ των κατωτέρων ταγμάτων, αλλά Χερουβίμ, άτινα είναι εκ της πρώτης ιεραρχίας των Αγγέλων, ως είπομεν. Επειδή δε πληθυντικώς τα Χερουβίμ η Γραφή λέγει, πιθανόν φαίνεται, ότι πολλούς Αγγέλους εκ του τάγματος των Χερουβίμ εδιώρισεν ο Θεός να φυλάττουν το ξύλον της ζωής.
Αλλ΄άραγε δύνασαι, ω αναγνώστα, να αποκτήσης και συ από το Τροπάριον τούτο κανέν ωφέλιμον νόημα; ναι δύνασαι, και άκουσον. Χερουβίμ εδιωρίσθησαν να φυλάττουν το ξύλον της ζωής˙ Χερουβίμ δε Εβραϊστί δηλούσι, κατά τον Αρεοπαγίτην Διονύσιον, πλήθος γνώσεως, ή χύσιν σοφίας. Ομοίως και Ρομφαία εδιωρίσθη εις φύλαξιν εκείνου˙ Ρομφαία όμως όχι απλώς, αλλά στρεφομένη και γυρίζουσα το στόμα της. Διατί; ίνα, εάν τινάς στραφή από την κακίαν εις την αρετήν, και μετανοήση˙ στραφή ακολούθως και η Ρομφαία, και δώση άδειαν εις αυτόν να έμβη εις τον Παράδεισον˙ καθώς ερμηνεύουσιν ο σοφός Δίδυμος, και ο θείος Νύσσης Γρηγόριος. Εάν λοιπόν και συ, αδελφέ, αγαπάς να έμβης εις τον Παράδεισον, πρέπει πρώτον να έχης γνώσιν και σοφίαν˙ επειδή, κατά τον Παροιμιαστήν, «Ος πορεύεται σοφία, σωθήσεται», (Παρ. κη΄26) και να αποκτήσης νουν πολυόμματον, ως τα Χερουβίμ. Όθεν και ο θεσπέσιος Κύριλλος ο Αλεξανδρείας, ερμηνεύων το του ρ΄ψαλμού μέρος το «ψαλώ και συνήσω εν οδώ αμώμω» ούτω φησί, «ψαλώ σοι, ω Δέσποτα, και δοξολογήσω σε διηνεκώς˙ συνήσω δε και εν οδώ αμώμω: τουτέστι μετά συνέσεως και σοφίας βαδιούμαι την ορθήν και αδιάστροφον και αμώμητον οδόν. Χρη γαρ ημάς είναι συνετωτάτους τους εθέλοντας ευαρεστείν Θεώ, και σοφίας μεμεστωμένην έχειν την καρδίαν. Σοφίας δε ου της επιγείου και κοσμικής, εκείνης δε μάλλον, ην χαρίζεται Χριστός˙ εν αυτώ γαρ πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι, και αυτός σοφοί τυφλούς, και συνέσεως απάσης εστί χορηγός» (παρά τη Σειρά του ψαλτήρος). Πρέπει δε και Δεύτερον να μεταστραφής από την κακίαν εις την αρετήν, και από την αμαρτίαν εις την μετάνοιαν, και να αποκτήσης ζωήν τεθλιμμένην και κοπιαστικήν˙ τας θλίψεις γαρ και τους κόπους η Ρομφαία δηλοί. Όθεν δια των τοιούτων αρετών σου εισερχόμενος εις τον Παράδεισον, έχεις να λέγης εκείνο το Αποστολικόν «Δια πολλών θλίψεων δει ημάς εισελθείν εις την Βασιλείαν του Θεού» (Πραξ. ιδ΄22).



                                   Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν

Υποχθονίων δυνάμεις αντίπαλοι, του Σταυρού φρίττουσι χαραττόμενον, το σημείον εν αέρι ω πολούσιν˙ ουρανίων γηγενών, γένος δε γόνυ κάμπτει Χριστώ, τω παρέχοντι, την ειρήνην ταις ψυχαίς ημών.
    
                                 Ε ρ μ η ν ε ί α

Εις τρία είναι μοιρασμένα τα ποιήματα του Θεού: εις ουράνια, εις επίγεια, και εις καταχθόνια. Εις τα ουράνια κατοικούν οι Άγγελοι, εις τα επίγεια κατοικούν οι Άνθρωποι, και εις τα καταχθόνια κατοικούν οι Δαίμονες. Όθεν και ο Παύλος ταύτα τα τρία μέρη των του Θεού ποιημάτων αναφέρων, έλεγεν «ίνα εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψη επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων» (Φιλ. β΄10). Ταύτα λοιπόν και ο Μελωδός εδώ αναφέρων λέγει, ότι αι μεν Δυνάμεις των υποχθονίων: ήτοι οι Δαίμονες, οι τινες είναι αντίπαλοι και εχθροί εις ημάς (Τούτο γαρ λείπει έξωθεν) 18 , αυτοί, λέγω, φοβούνται και τρέμουσι το σημείον του Σταυρού, όταν αυτό χαράττεται εις τον αέρα, όπου κατοικούν. Φοβούνται δε όμως και τρέμουν αυτό, όχι θεληματικώς και εκουσίως, ως δούλοι ευγνώμονες και ευχάριστοι, αλλά αναγκαστικώς και βιαίως, ως κακοί δούλοι, οίτινες κτυπούμενοι εις την κεφαλήν με Ράβδον δυνατήν, θέλοντες και μη θέλοντες πίπτουν κάτω και προσκυνούν, μη δυνάμενοι όλως να σταθούν όρθιοι από τας πληγάς και τον πολύν φόβον των.
Τα Ουράνια όμως: ήτοι οι εν Ουρανοίς Άγγελοι, ομοίως και το γένος των γηγενών ανθρώπων, αυτοί δεν προσκυνούσι τον εν Σταυρώ προσηλωθέντα Χριστόν, με τοιούτον βίαιον τρόπον και αναγκαστικον, όχι! αλλά κάμπτουσι το γόνυ προαιρετικώς με διάθεσιν ευγνώμονα, και με ευφροσύνην και χαράν, και προσκυνούσιν αυτόν ως δούλοι ευχάριστοι τον Δεσπότην των, ως οικείοι, τον οικείον, και ως ευεργετηθέντες, τον ευεργέτην.




18. Μερικοί δε λέγουν, ότι οι Δαίμονες είναι αντίπαλοι και του Σταυρού. Όθεν και συνάπτουσι το, αντίπαλοι με το, Σταυρού, καθώς φαίνεται και παρά τω Ανωνύμω. Κάλλιον όμως είναι, καθώς ημείς συν τω Θεοδώρω το ερμηνεύταμεν.

Προσκυνούντες δε τον Σταυρωθέντα, φανερόν, ότι μαζί με αυτόν προσκυνούσι και τον του Σταυρωθέντος Σταυρόν. Ηξεύρουσι γαρ, ότι η του Σταυρού προσκύνησις και τιμή, επι τον Σταυρωθέντα Χριστόν διαβαίνει 19  .
Εις ποίον δε αέρα πολούσιν: ήγουν περιέρχονται και διατρίβουν οι Δαίμονες; ο μεν ερμηνευτής των Κανόνων Πτωχός Πρόδρομος λέγει, ότι διατρίβουν μέσα εις τον σκοτεινόν αέρα του Άδου˙ υποχθόνιοι γαρ όντες, εις υποχθόνιον αέρα και διατρίβουσι. Πως δε εκεί φρίττουσι χαραττόμενον το σημείον του Σταυρού; αποκρίνεται, ότι τούτο εγένετο, όταν ο Χριστός κατέβη εις τον υποχθόνιον Άδην μετά της Θεοϋποστάτου αυτού ψυχής, και μετά του σώματος αυτού ευρίσκετο εν τω υπό γην τάφω˙ τότε γαρ ο Κύριος φέρων τα στίγματα του πάθους και του Σταυρού, εχάραζε το σημείον του Σταυρού εν τω υποχθονίω αέρι. Ανάρμοστον δε και βίαιον το νόημα τούτο εστι˙ καθότι ο Μελωδός δεν λέγει, ότι έφριξαν ποτέ οι Δαίμονες εις χρόνον περασμένον, αλλ΄ότι φρίττουσι πάντοτε εις χρόνον ενεστώτα.
Όθεν προσφυέστερον και αρμοδιώτερον αήρ πρέπει να νοηθή εδώ, όλον το στοιχείον του αέρος, το οποίον οι Δαίμονες έχουσιν, ως ένα όχημα, ίνα περιπολώσιν εις αυτό δια την συγγένειαν την οποίαν έχουσι με τον αέρα. Α΄, διότι καθώς είναι οι Δαίμονες πνεύματα˙ ούτω και ο αήρ είναι και ονομάζεται πνεύμα. Όθεν τινές το λόγιον εκείνο του Κυρίου «Το Πνεύμα όπου θέλει πνει, και την φωνήν αυτού ακούεις, αλλ΄ουκ οίδας πόθεν έρχεται και που υπάγει» (Ιω. γ΄8) περί του αέρος ενόησαν. Β΄, διότι καθώς οι Δαίμονες είναι αόρατοι˙ ούτω και ο αήρ είναι αόρατος. Και Γ΄, διότι με το μέσον του λεπτού αέρος ενεργούσιν οι Δαίμονες εις τους ανθρώπους τας διαφόρους πλάνας και ποικιλοτρόπους αυτών φαντασίας, τόσον όταν είναι έξυπνοι, όσον και όταν είναι κοιμώμενοι. Όθεν οι θείοι Πατέρες οι καλούμενοι Νηπτικοί, τον μεν Διάβολον, παντομίμιτον και αρχαίον ζωγράφον ονομάζουσι, την δε φαντασίαν, γέφυραν καλούσι, δια μέσου της οποίας διαπερώντες οι Δαίμονες, ενώνονται με
την ψυχήν, και κάμνουσιν αυτήν οικητήριον των παθών, ως λέγει ο θείος Κάλλιστος (Κεφ. ξδ΄σελ. 1068 της Φιλοκαλ.).


19. Τινές δε περιεργότερον ενόησαν τα τρία ταύτα μέρη εις τύπον του Σταυρού λέγοντες, ότι τα μεν ουράνια, τυπούσι το άνω μέρος του Σταυρού˙ τα δε επίγεια, δηλούσι την μέσην κεραίαν: ήτοι το πλάγιον ξύλον του Σταυρού˙ τα δε υποχθόνια, δηλούσι το κάτω μέρος του Σταυρού.

Δια τούτο και ο Παύλος είπε περί του Διαβόλου, «κατά τον άρχοντα της εξουσίας του αέρος, του πνεύματος» (Εφ. β΄2) αέρα εννοών όλον το στοιχείον του αέρος, και τον υπέρ την γην δηλαδή όντα, και τον εν τη γη, και τον υπό την γην: ταυτόν ειπείν τον υπερουράνιον, και τον περίγειον, και τον υποχθόνιον.
Οι γαρ Δαίμονες πίπτοντες από τον Ουρανόν, άλλοι μεν ένειναν εν τω υπέρ γην αέρι: τουτέστι τω υπ΄ουρανόν˙ άλλοι εκατέβηκαν εις τον υποχθόνιον. Και οι μεν εν τω υπουρανίω αέρι ευρισκόμενοι, ενοχλούν τας αναβάσεις των ψυχών μετά θάνατον, και τον νουν εξαπατώσι με διαφόρους φαντασίας και πλάνας εκείνων, οίτινες ζητούν να θεωρήσουν κανένα Πνευματικόν νόημα. Οι δε εν τω περιγείω αέρι διατρίβοντες, πειράζουσι τους εν γη ανθρώπους, με λογισμούς αισχρούς, βλασφήμους, και πονηρούς. Όσες φορές λοιπόν χαραχθή εις τον αέρα υπό των Ιερέων το σημείον του τιμίου Σταυρού, και μάλιστα κατά την σημερινήν εορτήν της Υψώσεως, φρίττουσι και φοβούνται αυτό όλοι οι Δαίμονες και οι υπέργειοι, και οι περίγειοι, και οι υποχθόνιοι. Τούτο μεν, διότι είναι όλον το στοιχείον του αέρος εν και συνεχές, από τον Ουρανόν έως των υποχθονίων˙ τούτο δε, και διότι οι Δαίμονες Πνεύματα όντες, αν και εις τα υποχθόνια ευρίσκωνται, δεν εμποδίζονται από το μεταξύ διάφραγμα της γης, εις το να αισθάνωνται την υπο του Σταυρού γενομένην εν τω αέρι Θείαν ενέργειαν. Όθεν αισθανόμενοι αυτήν, φρίττουσι και φοβούνται και τρέμουσιν. Δια τούτο και ο θείος Κύριλλος Ιεροσολύμων Κατηχήσει ΙΓ΄λέγει «σημείον πιστών ο Σταυρός, και φόβος Δαιμόνων˙ εθριάμβευσε γαρ αυτούς εν αυτώ ο Χριστός, δειγματίσας εν παρρησία. Όταν γαρ ίδωσι τον Σταυρόν, υπομιμνήσκονται του Εσταυρωμένου˙ φοβούνται τον συντρίψαντα τας κεφαλάς του δράκοντος».
Αλλά και συ, ω αναγνώστα, βλέπων, πως φοβούνται όλοι οι Δαίμονες το σημείον του τιμίου Σταυρού, μη παύης από το να τυπώνης τον Σταυρόν εις τον εαυτόν σου, και όταν θέλης φάγη ψωμί, ή πίη νερόν, και όταν μέλλης να κοιμηθής. Όθεν ο Τερτυλλιανός έλεγε προς την αυτού γυναίκα «αραγε λήση, ότε το κλινίδιον το σεαυτής σφραγίζεις»; Ήτοι ποιείς εις αυτό την σφραγίδα του Σταυρού; (Βιβλ. β΄). Και ο Ιεροσολύμων Κύριλλος παραγγέλλει εις κάθε Χριστιανόν, λέγων «Μη τοίνυν επαισχυνθώμεν ομολογήσαι τον Εσταυρωμένον˙ επί μετώπου μετά παρρησίας δακτύλοις ή σφραγίς, και επί πάντων ο Σταυρός γινέσθω, επί άρτων βιβρωσκομένων, και επί ποτηρίων πινομένων, εν εξόδοις, προ του ύπνου, κοιταζομένοις και ανισταμένοις, οδεύουσι και ηρεμούσι˙ μέγα φυλακτήριον ο Σταυρός, δωρεά δια τους πένητας, χωρίς καμάτου δια τους ασθενείς˙ επειδή και παρά Θεού η χάρις» (Κατηχήσεις ΙΓ΄). Και απλώς, όταν έχης να αρχίσης κάθε σου εργόχειρον και υπηρεσίαν, ποίει το σημείον του Σταυρού. Έχε δε και Σταυρόν επάνω της θύρας του οίκου σου, και επάνω της κλίνης σου, και μέσα και έξω, ίνα βλέποντες αυτόν οι Δαίμονες διώκωνται, και ακολούθως καθαρίζηται και ο αέρας από τας νοσεράς κακοχυμίας. Όθεν είπεν ο Χρυσορρήμων «αντί μαχαίρας, επί κλίνης τον Σταυρόν κρεμάσωμεν, αντί μοχλού, επί θύρας διαγράψωμεν, αντί τείχους, τη οικία περιβάλωμεν» (Λογ. εις την προσκύνησιν του Σταυρού).
Αλλά και Σταυρόν κατασκευάσας από ξύλον, ή χρυσίον, ή αργύριον, ή άλλο τι μέταλλον, βάσταζε αυτόν επάνω σου, προς αγιασμόν και προς αποτροπήν και διαφύλαξίν σου από πάσης βλάβης˙ καθώς και οι παλαιοί εκείνοι Χριστιανοί είχον μίαν τοιαύτην αγίαν συνήθειαν, και εφόρουν Σταυρόν εις τον τράχηλόν των, και των πέντε αγίων Μαρτύρων˙ ίνα βαστάζων επάνω σου τον Σταυρόν του Κυρίου, φωνάζης και συ με τον Θεολόγον Γρηγόριον λέγοντα ηρωελεγείως,
«Σταυρόν εμοίς μελέεσσι φέρω, Σταυρόν δε παρείη,
Σταυρόν δε κραδίη, Σταυρός εμοί το κλέος».


                                    Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν

Μαρμαρυγαίς ακηράτοις, φανείς ο θείος Σταυρός, εσκοτισμένοις έθνεσι, τοις εν πλάνη απάτης το θείον φέγγος, απαστράψας οικειοί, τω εν αυτώ παγέντι Χριστώ, τω παρέχοντι την ειρήνην ταις ψυχαίς ημών.

                                      Ε ρ μ η ν ε ί α

Το παρόν Τροπάριον εδανίσθη ο Μελωδός, τόσον από την προς Εφεσίους επιστολήν, όπου λέγει ο μακάριος Παύλος «Τα Έθνη περιπατεί εν ματαιότητι του νοός αυτών, εσκοτιμένοι τη διανοία» (Εφ. δ΄17), όσον και από τον Προφήτην Ησαΐαν ειπόντα, «Γαλιλαία των Εθνών, ο λαός ο πορευόμενος εν σκότει, ίδε φως μέγα» (Ησ. θ΄2). Όθεν και τον Σταυρόν εγκωμιάζων λέγει, ότι ο θείος Σταυρός του Κυρίου, φανείς ως ένας νοητός Ήλιος με ελλάμψεις αφθάρτους, εις τα εσκοτισμένα Έθνη, τα οποία ευρίσκοντο βεβυθισμένα μέσα εις την πλάνην της απάτης: ήτοι εις το σκότος και την ασέβειαν, ήτις και πλάνη λέγεται και απάτη, ως πλανώσα μεν τον νουν, απατώσα δε την θέλησιν˙ πλανητικόν γαρ και απατηλόν είναι το σκότος ομού και το ψεύδος, ως πολυσχιδές ον και πολυμέριστον, κατά τον θεοφόρον Μάξιμον. Ο Σταυρός λοιπόν του Κυρίου αστράψας εις τα ρηθέντα Έθνη το θείον φως της θεογνωσίας, εφιλίωσεν αυτά με τον Χριστόν τον εις εαυτόν προσηλωθέντα, ος τις είναι το μέγα και αληθινόν φως κατά το γεγραμμένον υπό του Ιωάννου «Ην το φως το αληθινόν, ο φωτίζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον Κόσμον» (Ιωάν. α΄9). Όθεν περί αυτού είπεν ο Ησαΐας, «Εδωκα σε εις φως Εθνών» (Ησ. μβ΄6). Και λοιπόν πάντα τα εσκοτισμένα Έθνη είδον δια μέσου του μικρού φωτός του Σταυρού, το μέγα φως του Χριστού, δια του αμυδροτέρου, το τρανότερον, και δια του δευτέρου, το πρώτον.
Αρμόζει δε το νόημα του Τροπαρίου τούτου και εις εσέ, Χριστιανέ, διότι και συ, δεν ήσουν από τον λαόν των Ιουδαίων, τον πεφωτισμένον όντα υπό της γνώσεως του Θεού, αλλά από τα Έθνη τα μη γινώσκοντα Θεόν. Εθνικοί γαρ και των ειδώλων λατρευταί ήτον οι πρόγονοί σου, και ακολούθως ήτον εσκοτισμένοι από την ασέβειαν. Πλην συ ο τούτων απόγονος, δια του θείου φωτός του Σταυρού, έγινες οικείος Χριστού του αληθινού φωτός, και επομένως έγινες φως δια της Πίστεως και αρετής, καθώς προς τους Εφεσίους έγραφεν ο Απόστολος «ήτε γαρ ποτε σκότος, νυν δε φως εν Κυρίω» (Εφ. ε΄8). Φύλαττε λοιπόν το φως τούτο άσβεστον εις τον εαυτόν σου, αγαπητέ, απόβαλε τα έργα του σκότους, και ενδύσου τα όπλα του φωτός, καθώς σοι παραγγέλλει ο Παύλος (Ρωμ. ιγ΄12). Πώς; και με τίνα τρόπον; εργαζόμενος πάντοτε τας φαεινάς εντολάς του Κυρίου˙ ότι κάθε εντολή είναι φως, κατά τον Παροιμιαστήν, «λύχνος εντολή Νόμου και φως» (Παρ. ς΄23), μεταχειριζόμενος τας φωτεινάς αρετάς, και περιπατών εις τας ευθείας τρίβους του φωτός. Ούτω γαρ παραγγέλλει σοι ο αυτός Απόστολος λέγων «Ως τέκνα φωτός περιπατείτε» (Εφ. ε΄8). Ού μόνον δε δια της Πράξεως πρέπει να λάμπης ως φως, τα του φωτός πράττων έργα, αλλά και δια της Θεωρίας, φωτίζων τον νουν και την διάνοιάν σου με το φως της Θείας γνώσεως, και των πνευματικών και φωτολαμπών νοημάτων˙ καθώς σοι παραγγέλει να κάμνης ο Ωσηέ, λέγων «φωτίσατε εαυτοίς φως γνώσεως» (Ωσ. ι΄12). Ούτω γαρ φως όλος γενόμενος, όχι μόνον θέλεις ενωθή με τον Θεόν, ος τις είναι φως πρώτον, κατά τον ηγαπημένον μαθητήν «ο Θεός φως εστί» (α΄Ιω. α΄5), αλλά και θέλεις γένη φως των εσκοτισμένων, (Ρωμ. β΄19) και φωστήρ εν τω Κόσμω λάμπων, κατά τον λόγον του Αποστόλου «ίνα γένησθε άμεμπτοι και ακέραιοι, τέκνα Θεού άμωμα μέσον γενεάς σκολιάς και διεστραμμένης, εν οις φαίνεσθε ως φωστήρες εν Κόσμω, λόγον ζωής επέχοντες» (Φιλ. β΄15).

                               Ωδή ς΄.  Ο Ειρμός.

Νοτίου θηρός εν σπλάγχνοις, παλάμας Ιωνάν, σταυροειδώς διεκπετάσας, το σωτήριον πάθος, προδιετύπου σαφώς˙ όθεν τριήμερος εκδύς, την υπερκόσμιον Ανάστασιν υπεζωγράφησε, του σαρκί προσταγέντος Χριστού του Θεού, και τριημέρω εγέρσει τον Κόσμον φωτίσαντος.

                               Ε ρ μ η ν ε ί α

Επειδή η έκτη Ωδή είναι ποίημα του Προφήτου Ιωνά, δια τούτο ο θεσπέσιος Κοσμάς δεν ευχαριστήθη να υφάνη τον Ειρμόν αυτής τούτον με άλλας ιστορίας, προσαρμόζων αυτάς εις την προκειμένην πανήγυριν του Σταυρού, καθώς εποίησεν εις τας άλλας Ωδάς, όχι! αλλά ευρών τον ποιητήν αυτής Ιωνάν, τύπον έχοντα και της Σταυρώσεως του Κυρίου, και της τριημέρου αυτού Αναστάσεως, αυτόν τον ίδιον ύλην και υπόθεσιν ποιεί του παρόντος Ειρμού. Όθεν και λέγει, ότι ο Ιωνάς, όταν εξάπλωσε τας χείρας του εις το σχήμα Σταυρού μέσα εις τα σπλάχνα του κήτους του νοτίου: ήτοι του θαλασσίου, και εν τη νοτίδι και υγρότητι του ύδατος διατρίβοντος, με το σχήμα αυτό του Σταυρού, επροεικόνισε καθαρά το πάθος του Χριστού το γενόμενον σωτήριον εις όλους τους ανθρώπους. Εν τω Σταυρώ γαρ ο Κύριος εδοκίμασε το μεγαλύτερον πάθος, τεντωθείς μεν δυνατά επάνω εις αυτόν, και εξαρθρωθείς καθ΄όλον το σώμα, καρφωθείς δε χείρας και πόδας, και χολήν πικράν και όξος ποτισθείς, και την άχραντον πλευράν λογχευθείς.
Επειδή πάλιν ο αυτός Ιωνάς δεν εχωνεύθη από το κήτος, αλλ΄ύστερον από τρεις ημέρας εκβήκεν έξω από αυτό αβλαβής και ολόκληρος, με τούτο, λέγω, πάλιν επροεικόνισεν ο ίδιος και την Ανάστασιν του Δεσπότου Χριστού, ο οποίος εκαρφώθη μεν εις τον Σταυρόν κατά την σάρκα και απέθανε και ετάφη, δεν εκρατήθη δε, ούτε από τον θάνατον, ούτε από τον Άδην, αλλά μετά τρεις ημέρας αναστηθείς, ούτω με την Ανάστασίν του εφώτισεν όλον τον Κόσμον. Καθώς γαρ ο αισθητός ήλιος εκβαίνων από τον ανατολικόν ορίζοντα λύει το σκότος της νυκτός, και φωτίζει όλον τον υπό Σελήνην Κόσμον˙ ούτω και ο νοητός Ήλιος της δικαιοσύνης Χριστός, εξελθών από του τάφου, ως εξ άλλου ανατολικού ορίζοντος, έλυσε μεν το σκότος της αγνωσίας και απιστίας, εφώτισε δε τους εσκοτισμένους ανθρώπους με τας γλυκυφαείς ακτίνας της λαμπράς και κοσμοχαρμοσύνου του Αναστάσεως.
Διατί δε ο θείος Κοσμάς εδώ λέγει, ότι ο Προφήτης Ιωνάς άπλωσε τας χείρας του σταυροειδώς, ενώ η Θεία Γραφή περί τούτου ουδέν λέγει; εις λύσιν της απορίας αποκρίνεται ο Πτωχός Πρόδρομος, λέγων, ότι στοχαστικώς τούτο είπεν ο Μελωδός˙ πρώτον, διότι συνήθεια παλαιά επεκράτει, όσοι επροσηύχοντο και μάλιστα εκτενή Προσευχήν και εναγώνιον, με απλωμένας χείρας: ήτοι με σχήμα Σταυρού επροσηύχοντο. Ούτως και ο Μωϋσής επροσευχήθη˙ ούτως ο Δαβίδ˙ ούτως ο Σολομών, και οι λοιποί. Όθεν καθώς οι άλλοι Προφήται σταυροειδώς επροσηύχοντο, ούτως ήτον εικός και ακόλουθον να προσευχηθή και ο Ιωνάς εν τη κοιλία του κήτους. Ίνα δια της εκτάσεως των χειρών, προτυπωθή ο του Κυρίου Σταυρός και εις εκείνους ακόμη τους παλαιούς, και ακολούθως, ίνα δια του τύπου δειχθή η υπερβάλλουσα δύναμις του Σταυρού και ενέργεια. Και δεύτερον, διότι ο Ιωνάς περιπεσών εις τοιαύτην περίστασιν και ανάγκην, το να καταποθή από τοιούτον φοβερόν κήτος, ακόλουθον είναι να ανεστέναξε, και εδάκρυσε, και τας χειρας του να άπλωσε˙ ταύτα γαρ ποιούμεν και ημείς όλοι οι άνθρωποι, όταν τύχη να περιπέσωμεν εις καμμίαν μεγάλην περίστασιν και ανάγκην 20 .







20. Εγώ δε νομίζω, ότι ο Μελωδός Κοσμάς εδανίσθη το νόημα τούτο από τον Θεολόγον Γρηγόριον. Εκείνος γαρ γνωματεύει, ότι σταυροειδώς ο Ιωνάς ήπλωσεν εν τω κήτει τας χείρας του, ειπών δια στίχων ηρωϊκών εν τοις καθ΄εαυτόν έπεσιν,
«Ον δια και μεγάλου από κήτους εκθομ΄Ιωνάς,
Ευξάμενος και χείρας ενί σπλάγχνοισι τανύσας.



Νότιον δε ωνόμασε το κήτος ο Μελωδός: ήτοι θαλάσσιον˙ καθότι κατά το νότιον μέρος της Πόλεως Ιερουσαλήμ ευρίσκεται θάλασσα. Καθώς λοιπόν εν και το αυτό είναι να ειπής, θάλασσαν και νότον, το νότιον μέρος της Πόλεως Ιερουσαλήμ˙ ούτως εν και το αυτό είναι να ειπής, νότιον κήτος και θαλάσσιον. Όθεν και ο εκ Δαμασκού Ιωάννης εν τη ογδόη Ωδή του Κανόνος της Αναστάσεως, αντί να ειπή εκ νότου, είπεν εκ θαλάσσης, ασματίσας «Άρον κύκλω τους οφθαλμούς σου Σιών και ίδε, ιδού γαρ ηκασι σοι θεοφεγγείς ως φωστήρες, εκ δυσμών και βορρά και θαλάσσης (ήτοι εκ νότου), και εώας τα τέκνα σου». Επειδή λοιπόν ο Ιωνάς από το νότιον μέρος της Ιερουσαλήμ εμβήκεν εις το πλοίον και εις την θάλασσαν, ακόλουθον είναι, ότι και το κήτος, όπερ τον κατέπιε, να ήτον από το νότιον μέρος της Ιερουσαλήμ. Ή νότιον εκάλεσε το κήτος, δια την φυσικήν νοτίδα: ήτοι υγρότητα, ήνπερ έχει ο νότος, και δια τας βροχάς και τα πολλά νερά, άπερ καταφέρει. Όθεν και οι κοινοί άνθρωποι συνειθίζουν να λέγουν, τα ξύλα είναι νοτισμένα, ο οίκος έχει νοτίδα. Καθώς λοιπον ο νότος είναι φύσει υδατώδης και υγρός˙ ούτω και το κήτος εκείνο, υγρόν ήτον και υδατώδες, ως εν τοις ύδασι διατρίβον, των οποίων υδάτων τα συστήματα, εκάλεσε θαλάσσας ο Μωϋσής (Γεν. α΄10) 21 .
Διατί δε υπερκόσμιον ωνόμασε ο Μελωδός την Ανάστασιν του Κυρίου; διότι αυτή είναι ανωτέρα από κάθε κατάληψιν και γνώσιν των εν τω Κόσμω ανθρώπων, ίνα μη λέγω και των Αγγέλων˙ καθότι υπερβαίνει όλους ομού τους όρους και νόμους της φύσεως, και μόνης της του Θεού παντοδυναμίας είναι έργον και αποτέλεσμα. Όθεν και ο Παύλος τούτο θέλων να φανερώση, έλεγε, «Κατά την ενέργειαν του κράτους της ισχύος αυτού, ην ενήργησεν εν τω Χριστώ, (ο Πατήρ δηλαδή) εγείρας αυτόν εκ νεκρών» (Εφ. α΄19) και πάλιν «Ει γαρ και εσταυρώθη εξ ασθενείας˙ αλλά ζη εκ δυνάμεως Θεού» (β΄Κορ. ιγ΄4).




21. Σημειώσαι, ότι το κήτος όπου κατέπιε τον Ιωνάν, ονομάζεται Φάλαινα, ή Καβιντόγιον. Εξέβρασε δε τον Προφήτην εις τας παραθαλασσίας της Παλαιστίνης, ή εις την Μαύρην θάλασσαν, ως λέγει ο Ιώσηπος˙ καθότι και από την Παλαιστίνην, και από την Μαύρην θάλασσαν πηγαίνει τινάς εις την Νινευΐ. Όρα και εις τας υποσημειώσεις της ερμηνείας της έκτης Ωδής του Ιωνά, εν τω ημετέρω Κήπω των χαρίτων, και εις τας υποσημειώσεις της εικοστής πρώτης Σεπτεμβρίου, ότε εορτάζεται ο θείος Ιωνάς, εν τω ημετέρω Συναξαριστή.
Δύνασαι δε και συ, αγαπητέ, να ωφεληθής εις την ψυχήν από το νόημα του Ειρμού τούτου. Ο Ιωνάς λαμβάνεται εις πρόσωπον κάθε ανθρώπου, ος τις παρακούει τα λόγια και τας εντολάς του Θεού, και δεν θέλει να υποταχθή εις το Θείον του θέλημα. Όθεν εάν και συ, αδελφέ, είσαι παρήκοος, ως ο Ιωνάς, και δεν θέλης να ακούης τας προσταγάς του Κυρίου σου, και να υποταχθής εις το θέλημά του, ήξευρε, ότι δεν θέλεις γλυτώση από τας χείρας του Θεού, αν και ζητής να φύγης από αυτάς. Επειδή θέλει παραχωρήσει ο Θεός να πέσης, ως ο Ιωνάς, μέσα εις την φουρτούναν της αλμυράς και πικράς θαλάσσης: ήγουν μέσα εις διαφόρους θλίψεις και κακοπαθείας, και ύστερον θέλει σε αφήσει να σε καταπίη, ως κήτος, κανένας μεγάλος πειρασμός.
Πλην όταν παραχωρηθής από τον Θεόν να πάθης ταύτα, μη φοβηθής μηδέ αδημονήσης˙ αλλά ζητήσας συγχώρησιιν δια την παρακοήν σου, υπομένων υπόμενε τας θλίψεις και κακοπαθείας ταύτας, ευχαριστών τω Θεώ τω παιδεύοντί σε δια τας αμαρτίας σου˙ και έχων τον εαυτόν σου άξιον κάθε παιδείας, λέγε με αυτομεμψίαν εκείνο το λόγιον του Ιωνά «άρατέ με και εμβάλετε εις την θάλασσαν»˙ άξιος γαρ ειμί να καταποντισθώ, διότι παρήκουσα του Θεού μου. Όταν δε πέσης εις κανένα μεγάλον πειρασμόν, και καταποθής από αυτόν ως από κήτος, μη απογνωσθής, μηδέ απελπίσης την σωτηρίαν σου˙ αλλά σηκώνων τας χείρας σου σταυροειδώς εις το ύψος, παρακάλεσε τον Θεόν με συντετριμμένην καρδίαν, λέγων μετά του Ιωνά «Εβόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεόν μου… πάντες οι μετεωρισμοί σου και τα κύματά σου επ΄εμέ διήλθον˙ και έλθοι προς σε η προσευχή εν τοις πειρασμοίς, κατά τον Χρυσόστομον. Και βέβαια ήξευρε, ότι ο Θεός θέλει εισακούσει την προσευχήν σου, και θέλει σε ελευθερώση παραδόξως από τον πειρασμόν εκείνον, ώστε να λέγης και συ ευχαριστών τω Κυρίω «Και αναβήτω εκ φθοράς η ζωή μου προς σε, Κύριε ο Θεός μου».

                                     Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν

Ο γήρα καμφθείς και νόσω τρυχωθείς, ανωρθούτο Ιακώβ χείρας αμείψας, την ενέργειαν φαίνων του ζωηφόρου Σταυρού˙ την παλαιότητα και γαρ, του νομικού σκιώδους γράμματος εκαινογράφησεν, ο εν τούτω σαρκί προσπαγείς Θεός, και την ψυχόλεθρον νόσον, της πλάνης απήλασεν.


                             Ε ρ μ η ν  ε ί α

Γέγραπται εν τω ΜΗ΄Κεφαλαίω της Γενέσεως, ότι όταν ο Πατριάρχης Ιακώβ εγήρασε και δεν έβλεπε, τότε ο Υιός του Ιωσήφ, επήρε τους δύο Υιούς του, Μανασσήν τον μεγαλύτερον, και Εφραίμ τον μικρότερον, και επρόσφερεν αυτούς εις τον Πατέρα του Ιακώβ δια να τους ευλογήση˙ και τον μεν Μανασσήν έβαλεν από την δεξιάν χείρα του Ιακώβ, τον δε Εφραίμ έβαλεν από την αριστεράν. Ο δε Ιακώβ αλλάξας τας χείρας του έβαλεν αυτάς σταυροειδώς επάνω εις τας κεφαλάς των νέων: ήτοι την μεν δεξιάν έβαλεν εις τον Εφραίμ, την δε αριστεράν, εις τον Μανασσήν. Ταύτην λοιπόν την ιστορίαν υπόθεσιν ποιείται του παρόντος Τροπαρίου ο ιερός Κοσμάς, και αυτήν προσαρμόζει εις την του Σταυρού πανήγυριν. Διο και λέγει, ότι ο παλαιός εκείνος Ιακώβ, ος τις εκαμπούρωσε μεν από το πολυχρόνιον γηρατείον (ήτον γαρ χρόνων εκατόν τεσσαράκοντα επτά), εταλαιπωρήθη δε από την ασθένειαν, αυτός, λέγω, μ΄όλον ότι έπασχεν από τα δυο πάθη αυτά, το γήρας δηλαδή και την ασθένειαν˙ όμως δεν εμποδίσθη ούτε από το ένα ούτε από το άλλο˙ αλλ΄εσηκώθη επάνω όρθιος, όταν άλλαξε τας χείρας του, και έβαλεν αυτάς σταυροειδώς επάνω εις τας κεφαλάς του Εφραίμ και του Μανασσή.
Διατί δε εσηκώθη όρθιος και έβαλε τας χείρας σταυροειδώς; δια να φανερώση με το σχήμα αυτό, την δύναμιν και ενέργειαν του ζωηφόρου Σταυρού, ος τις προετυπούτο με την τοιαύτην εναλλαγήν˙ μάλλον δε δια του σχήματος τούτου εφανέρωσε την δραστικήν και θείαν ενέργειαν του εν τω Σταυρώ προσηλωθέντος κατά σάρκα Χριστού του Θεού. Καθώς γαρ ο Ιακώβ δυναμωθείς από τον τύπον του Σταυρού, απέβαλε την παλαιότητα και το γηρατείον του σκιώδους Γράμματος του παλαιού Νόμου, και εποίησε αυτόν νέον δια της νέας Χάριτος του Ευαγγελίου. Δια τούτο και ο Παύλος αναφέρων το ρητόν εκείνο του Ιερεμίου, το λέγον «Ιδού ημέραι έρχονται, λέγει Κύριος, και συντελέσω επί τον οίκον Ιούδα Διαθήκην καινήν». (Ιερ. λα΄31) τούτο, λέγω, αναφέρων, ούτω φησίν, «Εν τω λέγειν καινήν πεπαλαίωκε την πρώτην˙ το δε παλαιούμενον και γηράσκον εγγύς αφανισμού» (Εβρ. η΄13). Και λοιπόν ημείς οι Υιοί της νέας Χάριτος, όταν αναγινώσκωμεν την παλαιάν Γραφήν, δεν την αναγινώσκομεν ως παλαιάν, αλλά ως νέαν˙ καθότι εν τω Γράμματι εκείνης βλέπομεν περιεχόμενον το πνεύμα της Νέας Διαθήκης˙ αναγινώσκομεν αμνόν, και εννοούμεν δια του αμνού τον Χριστόν˙ αναγινώσκωμεν Ράβδον Μωσαϊκήν, και εννοούμεν δι΄αυτής τον Σταυρόν. Διότι το Γράμμα μόνον της Παλαιάς αποκτείνει, το δε εν αυτή πνεύμα: ήτοι το πνευματικόν νόημα αυτής ζωοποιεί, ως λέγει ο ίδιος Παύλος (β΄Κορ. Γ΄6) 22 .
Πάλιν, καθώς ο ίδιος Ιακώβ δυναμωθείς υπό του τύπου του Σταυρού, απέβαλε και την ασθένειαν ήνπερ είχεν˙ ούτω και ο σταυρωθείς Χριστός απεδίωξε την ασθένειαν της πλάνης την ψυχοφθόρον: τουτέστι την ψυχοβλαβή ειδωλολατρείαν των Εθνικών.
Αλλά και συ, αγαπητέ αδελφέ, εάν εγήρασες κατά το σώμα, ως ο Ιακώβ, ή ηγήρασες κατά την ψυχήν από αμαρτίας˙ γηρατείου γαρ και παλαιότητος είναι πρόξενος η αμαρτία, κα μάλιστα αι φροντίδες και μέριμναι του βίου τούτου, καθώς είπεν ο Σειράχ «Πρό καιρού γήρας άγει μέριμνα» (Σειρ. λ΄24), εάν, λέγω, τοιουτοτρόπως εγήρασες, στηρίζου με την πίστην του σταυρωθέντος Χριστού, και φώναζε προς αυτόν εκείνο το Δαβιτικόν, «Μη απορρίψης με εις καιρόν γήρως, εν τω εκλείπειν την ισχύν μου μη εγκαταλίπης με» (Ψαλ. ο΄10). Κάμε αποχήν των αμαρτιών, αι οποίαι προ καιρού σε εγήρασαν, και μετανόησαν από καρδίας εις τον Θεόν˙ και βέβαια θέλει σε ενδυναμώση ο Κύριος, ώστε δια της χάριτός του έχει μεν να ανανεώση το γηρατειόν σου, έχει δε και να ανακαινισθή ως αετού η νεότης σου, κατά το Ψαλμικόν (Ψαλ. ρβ΄5).
Εάν δε και ασθενήσης ως ο Ιακώβ, ή από ασθένειαν σωματικήν, ή από ασθένειαν ψυχικήν, ήτις είναι η αμαρτία, μη καταπέσης μηδέ απελπίσης την υγείαν σου˙ αλλά ελπίζων όλος διόλου εις την δύναμιν του Σταυρού, και εις τον Ιατρόν των ψυχών και των σωμάτων Χριστόν, τον επι Σταυρού προσηλωθέντα, φώναξε προς αυτόν μετά πίστεως «ελέησόν με, Κύριε, ότι ασθενής ειμι» (Ψαλ. ς΄3)˙ κάμε αποχήν του κακού˙ εξομολογήσου˙ κράξον τους Ιερείς να εκτελέσουν εις εσέ το άγιον Ευχέλαιον˙ και βέβαια η ευχή της Πίστεως των Ιερέων θέλει σε σώσει, κατά τον ιερός Αδελφόθεον (Ιακ. ε΄15), και θέλει σε αναστήση από κλίνης οδυνηράς.






22. Όθεν και ο ιερός Αυγουστίνος, και ο Νύσσης Γρηγόριος, και άλλοι Πατέρες λέγουσιν, ότι αποκτείνει το Γράμμα: τουτέστιν η κατά το Γράμμα μόνον εξήγησις του παλαιού Νόμου, ειμή και την έννοιαν λάβοι τις: ήγουν την κατά το νόημα πνευματικήν του Νόμου εξήγησιν˙ αύτη γαρ ζωοποιεί.
Εάν δε και αμαρτίας εποίησας, έχουν αύται να συγχωρηθούν υπό της του Θεού φιλανθρωπίας, δια της των αγίων Ιερέων προσευχής, κατά τον αυτόν Αδελφόθεον (αυτόθ.). Ώστε θέλουν λέγεσθαι και δε εσέ τα λόγια εκείνα άπερ γράφει ο Ιώβ δια τον ασθενή μεν όντα, μετανοήσαντα δε και εξομολογηθέντα τας αμαρτίας του, «εάν νοήση άνθρωπος τη καρδία επιστραφήναι προς Κύριον, αναγγείλη δε ανθρώπω την εαυτού μέμψιν (ήτοι εξαγορεύση την αμαρτίαν του), την δε άνοιαν αυτού δείξει ανθέξεται (ο Θεός δηλ.) του μη πεσείν εις θάνατον, ανανεώσει δε αυτού το σώμα ώσπερ αλοιφήν επί τοίχου, τα δε οστά αυτού εμπλήσει μυελού˙ απαλυνεί δε αυτού τας σάρκας ώσπερ νηπίου, αποκαταστήσει δε αυτόν ανδρωθέντα εν ανθρώποις» (Ιώβ λγ΄23-25).

                                              Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν

Νεαζούσαις θείς παλάμας, ο Θείος Ισραήλ, σταυροειδώς κάραις εδήλου, ως πρεσβύτερον κλέος ο νομολάτρις λαός˙ υποπτευθείς όθεν ούτως εξηπατήσθαι, ουκ ηλλοίωσε τον ζωηφόρον τύπον˙ υπερέξει λαός γαρ Χριστού του Θεού, νεοπαγής ανεβόα, Σταυρώ τειχιζόμενος.

                                      Ε ρ μ η ν ε ί α

Πάλιν και εις τούτο το Τροπάριον αναφέρει ο Μελωδός την ανωτέρω ιστορίαν του Πατριάρχου Ιακώβ, ότε ευλόγησε τον Εφραίμ και τον Μανασσήν. Βλέπων γαρ ο Ιωσήφ, ότι ο Πατήρ του Ιακώβ άλλαξε τας χείρας του, και την μεν δεξιάν έβαλεν εις την κεφαλήν του νεωτέρου Εφραίμ, την δε αριστεράν έβαλεν εις την κεφαλήν του μεγαλυτέρου, ενόμισε το πράγμα βαρύ. Όθεν είπεν εις τον Πατέρα του, «ουχ΄ουτως, Πάτερ, ούτος γαρ ο Πρωτότοκος (ο Μανασσής δηλ.)˙ επίθες την δεξιάν σου επί την κεφαλήν αυτού». Αλλ΄ο Ιακώβ δεν ηθέλησεν, αλλ΄είπεν αυτώ «οίδα, τέκνον, οίδα, και ούτος έσται εις λαόν, και ούτος υψωθήσεται˙ αλλ΄ο αδελφός αυτού ο νεώτερος μείζων αυτού έσται» (Γεν. μη΄18-19). Ταύτην λοιπόν την ιστορίαν πλέκει και εις το παρόν Τροπάριον ο θεσπέσιος Κοσμάς και λέγει, ότι ο Θείος εκείνος άνθρωπος Ισραήλ: ήτοι ο Ιακώβ˙ δύο γαρ είχεν ονόματα˙ πρότερον γαρ ωνομάζετο Ιακώβ, ο δηλοί πτερνιστής, ύστερον δε, αφ΄ου επολέμησε με τον Θεόν και ενίσχυσεν, ωνομάσθη Ισραήλ, ο ερμηνεύεται νους ορών τον Θεόν˙ εκείνος, λέγω, ο θεσπεσιος άνθρωπος Ισραήλ, επειδή έβαλε τας παλάμας: ήτοι τας χείρας του σταυροειδώς επάνω εις τας νεαράς κεφαλάς του Εφραίμ και του Μανασσή, με την σταυροειδή ταύτην επίθεσιν επροεικόνιζεν, ότι ο λαός των Ιουδαίων ο λατρεύων τω Νόμω και τη σκιά, του οποίου ήτον τύπος ο Μανασσής, ο πρεσβύτερος Υιός του Ιωσήφ, αυτός, λέγω, ο λαός είναι ένα πρεσβύτερον κλέος: ήτοι παλαιόν και ήδη γεγηρακός, και τη του χρόνου υποταχθέν παλαιότητι.
Επειδή όμως υπωπτεύθη από τον Υιόν του Ιωσήφ, ότι ηπατήθη, παραφρονήσας από το γηρατείον και την ασθένειαν, και δεν ήξευρε, ποίος μεν είναι ο μεγαλύτερος Υιός, ποίος δε είναι ο μικρότερος˙ δια τούτο ο Ιωσήφ επίασε την χείρα του Πατρός του την επι της κεφαλής ούσαν του Εφραίμ, δια να την βάλη εις την κεφαλήν του Μανασσή. Αλλ΄ο πνευματοφόρος και θεοφόρος Γέρων, δεν ηθέλησε να βάλη την δεξιάν του εις την κεφαλήν του Μανασσή, και ακολούθως δεν ηθέλησε να αλλοιώση τον τύπον του Σταυρού, τον δια της σταυροειδούς επιθέσεως εικονιζόμενον, όχι! αλλά αφήκε τας χείρας του, καθώς ήτον, σταυροειδώς εσχηματισμένας.
Και σχεδόν ως εάν έλεγε ταύτα προφητικώς εις τον Ιωσήφ, άφες, ω Υιέ μου Ιωσήφ, άφες τας χειράς μου εσχηματισμένας εις σχήμα Σταυρού, καθώς εγώ τας εσχημάτισα, και την δεξιάν μου χείρα άφες επάνω εις την κεφαλήν του νεωτέρου Υιού σου Εφραίμ˙ διότι εγώ προφητικώς λέγω σοι, ότι καθώς δια του τύπου του Σταυρού ευλογείται τώρα ο νεότερος Υιός σου Εφραίμ˙ ούτω δια του αυτού Σταυρού έχει να ευλογηθή εν υστέροις χρόνοις και ο εξ Εθνών νεώτερος λαός των Χριστιανών. Και καθώς ο νεώτερος Υιός σου Εφραίμ θέλει υψωθή περισσότερον από τον παλαιότερον Μανασσήν˙ ούτω και ο νεοπαγής και νεοσύστατος εκείνος λαός Χριστού του Θεού˙ τούτου γαρ λαός είναι τα Έθνη κατά την προς αυτόν υπόσχεσιν του Πατρός λέγοντος «Δώσω σοι Έθνη την κληρονομίαν σου» (Ψαλ. β΄8) ούτω, λέγω, και ο νεοπαγής Χριστώνυμος λαός, στερεούμενος και ενδυναμούμενος από τον τίμιον Σταυρόν, βέβαια έχει να γένη ανώτερος από τον παλαιότερον λαόν των Ιουδαίων. Τούτον δε τον λόγον εδανείσθη ο Μελωδός από την Γένεσιν, όπου ο Θεός είπε την αυτήν σχεδόν προφητείαν του Ιακώβ προς την Ρεβέκκαν, όταν ήτον εγγαστρωμένη τον Ιακώβ, τον εις τύπον όντα του νέου λαου των Χριστιανών, και τον Ησαύ, τον εις τύπον όντα του παλαιού λαού των Εβραίων˙ «Και είπε Κύριος αυτή, δύο Έθνη εν γαστρί σου εισί, και δύο λαοί εκ της κοιλίας σου διασταλήσονται, και λαός λαού υπερέξει, και ο μείζων δουλεύσει  τω ελάσσονι» (Γεν. κε΄23).
Ειπε δε, ότι επερέξει ο Εφραίμ τον Μανασσήν˙ όχι μόνον διότι εδόθη εις αυτόν η δεξιά χειρ του πάππου του Ιακώβ, αλλά και η δεξιά του Πατρός του Ιωσήφ, καθώς παρετήρησεν ο Ευσέβιος. Όθεν ακολούθως έγινεν εις αυτόν διπλή η ευλογία και χάρις˙ επειδή τα δεξιά επί αγαθώ και δόξη και ευλογία λαμβάνονται. Όθεν και οι Δίκαιοι εν τη κρίσει, επί των δεξιών στήσονται του Κυρίου. Εις δε τον Μανασσήν εδόθη, όχι μόνον η αριστερά χειρ του Πάππου του Ιακώβ, αλλά και η αριστερά του Πατρός του Ιωσήφ, και ακολούθως διπλή έγινεν εις αυτόν η ελάττωσις της ευλογίας και δόξης˙ καθότι τα αριστερά επί κακώ και ατιμία λαμβάνονται, και δηλούσιν οι αμαρτωλοί εξ ευωνύμων του Κυρίου εν τη κρίσει ιστάμενοι. Επειδή γαρ ο Ιωσήφ εβάσταζε μεν τον Μανασσήν από την αριστεράν του, ίνα η αριστερά του Πατρός του βαλθή εις αυτόν˙ του Ιακώβ όμως αντιστρέψαντος τας χείρας του σταυροειδώς, όλα αντίστροφα έγιναν˙ και η μεν δεξιά του έπεσεν εις την δεξιάν του Ιωσήφ, την βαστάζουσαν τον Εφραίμ, η δε αριστερά του έπεσεν εις την αριστεράν του Ιωσήφ, την βαστάζουσα τον Μανασσήν. Όθεν δια την ευλογίαν ταύτην η φυλή του Εφραίμ, όχι μόνον έγινε τύπος του νέου λαού των Χριστιανών, ως είπομεν, αλλά και επί της γης υψώθη, και εβασίλευσεν εν Σαμαρεία επάνω εις τας δέκα φυλάς του Ισραήλ, και την πόλιν των Σικίμων έλαβε, την οποίαν υπεσχέθη ο Ιακώβ να δώση εις τον Ιωσήφ, και από την φυλήν αυτήν εγεννήθη Ιησούς ο του Ναυή, ος τις εστάθη τύπος αληθινός του Ιησού Χριστού κατά τον Ωριγένη.
Εμπορεί δε να προσαρμοσθή το νόημα του Τροπαρίου τούτου και εις εσέ, αγαπητέ. Διότι αν και συ είσαι ενάρετος, και στολισμένος με καλήν γνώμην και έργα θεοφιλή και Χριστιανικά, ήξευρε, ότι τα τοιαύτα καλά σου έργα έχουν, να σε υψώσουν και να σε δοξάσουν υπέρ πολλούς˙ εάν δε και είσαι τυχόν νεώτερος εις την ηλικίαν και μικρότερος, μη λυπηθής δια τούτο˙ ο Θεός γαρ έχει να σε προτιμήση δια τας αρετάς σου από τους όντας πρεσβυτέρους και μεγαλυτέρους σου˙ καθώς επροτίμησε και τον νεώτερον Άβελ, από τον πρεσβύτερον Κάϊν˙ τον μικρότερον Σημ, από τον μεγαλύτερον Ιάφεθ˙ τον νεώτερον Ισαάκ, από τον παλαιότερον Ισμαήλ˙ τον υστερότοκον Ιακώβ, από τον πρωτότοκον Ησαύ˙ τον νεώτερον Ιωσήφ, από τους παλαιότερους αδελφούς του Ρουβίμ και Ιούδαν˙ τον υστερότοκον Μωϋσήν, από τον πρωτότοκον Ααρών˙ τον νεώτερον Δαβίδ, από τους προγενεστέρους επτά αδελφούς του˙ και τον μικρότερον Εφραίμ, από τον μεγαλύτερον Μανασσήν. Πανταχού γαρ και πάντοτε η αρετή έχει την προτίμησην, και ουχί τα πρωτοτόκια˙ η αγαθή γνώμη στεφανούται, και ουχί η γηραλαιότης. Όθεν πολλάκις ακολουθεί να γίνωνται οι πρώτοι έσχατοι, και οι έσχατοι πρώτοι» (Μαρ. ι΄31). Ο Δαβίδ ήτον νεώτερος, αλλ΄επειδή εζήτησε και εκατόρθωσε τας εντολάς του Κυρίου˙ δια τούτο έλαβε χάριν Θείαν εις το να καταλαμβάνη τα του Θεού Μυστήρια, περισσότερον από τους παλαιοτέρους του˙ διο και έλεγεν «υπέρ πρεσβυτέρους συνήκα, ότι τας εντολάς σου εξεζήτησα» (Ψαλ. ριη΄100). Και ο Δανιήλ ήτον νεώτερος, αλλά δια την αρετήν και σωφροσύνην του κατεδίκασε τους δύο ακολάστους γέροντας. Και ο Ελιούς ήτον νεώτερος από τους άλλους τρεις φίλους του Ιώβ, αλλ΄όμως εσοφίσθη υπό Κυρίου δια την αρετήν του, περισσότερον από εκείνους˙ όθεν και έλεγε «Πνεύμα εστιν εν βροταίς, πνοή δε Παντοκράτορός εστιν η διδάσκουσα˙ ουχ΄ου οι πολυχρόνιοί εισι σοφοί, ουδέ οι γέροντες οίδασι κρίμα» (Ιώβ λβ΄8).

                            Ω δ ή    ζ΄.   Ο   Ε ι ρ μ ό ς .

Έκνοον πρόσταγμα τυράννου δυσσεβούς, λαούς εκλόνησε, πνέον απειλής και δυσφημίας θεοστυγούς˙ όμως τρεις παίδας ουκ εδειμάτωσε, θυμός θηριώδης ου πυρ βρόμενον˙ αλλ΄αντηχούντι δροσοβόλω πνεύματι, πυρί συνόντες έψαλλον˙ ο υπερύμνητος, των πατέρων και ημών, Θεός ευλογητός ει.

                                    Ε ρ μ η ν ε ί α

Η εβδόμη Ωδή είναι ποίημα των τριών Αγίων Παίδων: ήτοι του Ανανίου, Αζαρίου, και Μισαήλ, την οποίαν εξεφώνησαν, όταν εβάλθησαν μέσα εις την κάμινον του πυρός και δεν κατεκάησαν. Επειδή γαρ εκείνοι δεν επείσθησαν να προσκυνήσουν την εικόνα του Βασιλέως Ναβουχοδονόσορ, αλλά κατεφρόνησαν την προσταγήν του˙ δια τούτο κατεδικάσθησαν οι μακάριοι να ριφθούν εν τη καμίνω˙  καθώς περί τούτων ιστορεί η Θεία Γραφή εν κεφ. γ’ του Δανιήλ. Ταύτην λοιπόν την ιστορίαν αναφέρει και ο Μελωδός εν τω παρόντι Ειρμώ, και λέγει, ότι η προσταγή του δυσσεβούς και τυράννου Ναβουχοδονόσορ, η ανόητος και παράφρων˙ (παράφρων γαρ αληθώς ήτον η προσταγή αύτη˙ καθότι ο Ναβουδονόσορ άνθρωπος θνητός ων, ήθελε να θεοποιηθή  και να προσκυνηθή, ως θεός, η εικόνα του˙ το οποίον είναι μεγάλης  ανοησίας και παραφροσύνης σημείον) ήτις ήτον γεμάτη από δύο πράγματα, από απειλήν:   ήτοι φοβερισμόν˙ επειδή και τοιαύτα εφοβέριζε διά του κήρυκος «ος εάν μη πεσών προσκυνήση τη εικόνι τη χρυσή, ην έστησε Ναβουχοδονόσορ ο Βασιλεύς, αυτή τη ώρα εμβληθήσεται εις την κάμινον του πυρός την καιομένην» (Δαν.γ’ 5-6)˙ και από μίαν θεομίσητον βλασφημίαν˙ (βλασφημία γαρ κατά Θεού  ήτον τα λόγια άπερ έλεγεν ο υπερήφανος Ναβουχοδονόσορ εις τους τρεις Παίδας˙ «Τις έστι Θεός, ος εξελείται υμάς εκ χειρών μου»;)
         (Δαν. γ’ 15). Αύτη, λέγω, η παράφρων και φοβεριστική και βλάσφημος
         προσταγή του Ναβουχοδονόσορ, τους μεν άλλους λαούς: ήτοι τους
         χυδαίους και ανόητους και ανάνδρους ανθρώπους. (Συνειθίζει γαρ η
         Θεία Γραφή να ονομάζη λαόν, τους αγενείς και ανόητους), όλους
         εσάλευσε και εφόβισε, τους τρεις όμως εκείνους ευγενείς και θεολόγους
         Παίδας, δεν τους έκαμε να φοβηθούν, ούτε ο λεοντώδης θυμός του
         Τυράννου˙ «Τότε γαρ φησι Ναβουχοδονόσορ επλήσθη θυμού, και
         η όψις του προσώπου αυτού ηλλοιώθη» (Δαν. γ’ 19) ούτε το πυρ
         της καμίνου, το Βρόμεον: ήτοι το ηχητικόν και φοβερόν κτύπον
         αποτελούν. Όθεν ριφθέντες εις το μέσον της καμίνου οι τρισμακάριστοι,
         δεν εκαίοντο˙ διότι συνευρίσκοντο μαζί με ένα πνεύμα: ήτοι αέρα
         δροσίζοντα εν ταυτώ και διασυρίζοντα. Διασυρίζων δε αήρ είναι, ο
         πνέων ησύχως, και γλυκερώς, και με ένα κάποιον νόστιμον σύρισμα˙
         οποίον είναι το εκ των φύλλων των κέδρων και μάλιστα των πιστακίων,
         όπερ και ψιθύρισμα λέγεται, ή και το εκ των συραυλίων απότελούμενον.
         Ο αήρ λοιπόν αυτός, καθό μεν δροσίζων, έσβυνε το πυρ και δεν
         άφινεν αυτό να βλάψη τους Αγίους Παίδας˙ καθό δε διασυρίζων,
         εναντιείτο εις τον άγριον ήχον του πυρός˙ «Άγγελος γαρ, φησί,
         Κυρίου συγκατέβη άμα τοις περί τον Αζαρίαν εις την κάμινον, και
         εξετίναξε την φλόγα του πυρός εκ της καμίνου, και εποίησε το μέσον
         της καμίνου ως πνεύμα δρόσου διασυρίζον» (Παίδ. Αίν.25).
                Επειδή γαρ δύο ενεργείας είχε το πυρ της καμίνου, την καυστικήν
         και την ηχητικήν δια τούτο και το πνεύμα εκείνο και ο αήρ είχον
         άλλας δύο ενεργείας εναντίας εις εκείνας, δροσιστικήν και διασυριστικήν,
         την μεν δροσιστικήν, εναντίον της καυστικής ενεργείας του αυτού
         πυρός˙ την δε διασυριστικήν, εναντίον της ηχητικής ενεργείας του αυτού
         πυρός. Όθεν ουκ ορθώς συνάπτουσί τινες το, συνόντες με το, πυρί˙ διότι
         πρέπει αυτό να συνάπτεται με το, δροσοβόλω πνεύματι: ήτοι συνόντες
         οι Παίδες τω δροσοβόλω πνεύματι, τω αντηχούντι τω πυρί, έψαλλον.
         Τι δε έψαλλον; ευλογητός ει Κύριε ο Θεός των Πατέρων ημών: ήτοι
         του Αβραάμ, και Ισαάκ, και Ιακώβ, και ημών των δούλων σου, ος τις
         είσαι ανώτερος από κάθε ύμνον Αγγελικόν και Ανθρώπινον. Τούτο δε
         είναι λόγος των τριών Παίδων, ο χαρακτηριστικός της εβδόμης Ωδής
         αυτών.
                 Ωφέλιμον δε νόημα εμπορείς να συνάξης εις την ψυχήν σου,
         αγαπητέ, από το Τροπάριον τούτο˙ διότι αν η χρεία και ο καιρός το
         καλέση, και οι ασεβείς ή οι αιρετικοί προτείνουν εις εσέ, ή να αρνηθής
         τον Χριστόν και την ορθοδοξίαν, ή να πάθης διάφορα βάσανα˙ πρέπει
         μυριάκις να προτιμήσης τα βάσανα και αυτόν τον βιαιότατον θάνατον,
         πάρεξ να αθνηθής τον γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν τον ποιητήν και
         σωτήρα σου, και την ορθοδοξίαν, όπου παρέλαβες από τους Πατέρας
         σου, ακολουθών και συ το παράδειγμα των Αγίων τριών Παίδων. Αλλά
         και εάν ο νοητός Ναβουχοδονόσορ: ήτοι ο Διάβολος, ο αρχιτέκτων και
         παντομίμητος της κακίας ζωγράφος, ζητεί να στήση με τας προσβολάς
         του μέσα εις την φαντασίαν και ενθύμησίν σου καμμίαν εικόνα της
         φιληδονίας, ή φιλοδοξίας, ή φιλαργυρίας, ή άλλου πάθους (ζητεί γαρ
         αυτός ο κατάρατος πάντοτε, πώς να στήση εις τον νουν τας τοιαύτας
         ψυχοβλαβείς εικόνας, ως λέγει ο Ησαΐας «ζητήσει τέκτων, πως στήσει
         εικόνα αυτού» (Ησ . μ’ 20) πρόσεχε καλώς, και μη προσκυνήσης αυτήν
         με την συγκατάθεσιν της καρδίας και του λογισμού σου, ίνα μη χωρισθής
         από την χάριν του Θεού˙ αλλά αντιστάσου εις την προσβολήν του
         Διαβόλου, ος τις σε παρακινεί να προσκυνήσης αυτήν νοητώς˙ καθώς
         και οι τρείς Παίδες δεν επροσκύνησαν αισθητώς την αισθητήν εικόνα
         του Ναβουχοδονόσορ. Και αν φοβερίζη να σε κακοποιήση ο Διάβολος,
         μη φοβηθής˙ αλλ’ ειπέ τον και συ εκείνο το των τριών Παίδων, «Γνωστόν
         έστω σοι, ώ Τύραννε, ότι τοις θεοίς σου ου λατρεύομεν,  και τη εικόνι,
         ή έστησας, ου προσκυνούμεν» (Δαν. γ’ 18).

                                                 Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν. 

                 Ξύλου γευσάμενος ο πρώτος εν βροτοίς, φθορά παρώκεσε˙ ρίψιν
        γαρ ζωής, ατιμοτάτην κατακριθείς, όλω τω γένει σωματοφθόρος τις
         ως λύμη της νόσου μετέδωκεν˙ αλλ’ ευρηκότες γηγενείς ανάκλησιν,
         Σταυρού το ξύλον κράξωμεν˙ ο υπερύμνητος των Πατέρων και ημών,
         Θεός ευλογητός ει.
                                                   Ε ρ μ η ν ε ί α.  

                Εν τω παρόντι Τροπαρίω αναφέρει ο Μελωδός την πτώσιν, όπου
        έπαθεν ο προπάτωρ Αδάμ εν τω Παραδείσω, και δια μέσου αυτής κινεί
        εις δάκρυα τους ακροατάς Χριστιανός. Λέγει λοιπόν, ότι ο πρώτος ανάμεσα
        εις όλους τους ανθρώπους: ήτοι ο προπάτωρ και γενάρχης Αδάμ, επειδή
        εγεύθη από τον εμποδισμένον καρπόν του ξύλου της γνώσεως, «Είπε γάρ,
        φυσίν, ο Θεός προς αυτόν, από παντός ξύλου του εν τω Παραδείσω
        βρώσει φαγή˙ από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου
        φάγεσθε απ’ αυτού» (Γέν. β’ 16)˙επειδή, λέγω, εγεύθη από το ξύλον
        της γνώσεως˙ δια τούτο επαροίκησεν εις την φθοράν: ήτοί έγινε φθαρτός
        και θνητός, από εκεί όπου ήτον άφθαρτος και αθάνατος. Ούτω γαρ είπε
        προς αυτόν ο Θεός «η δ’ αν ημέρα φάγησθε απ’ αυτού, θανάτω αποθανείσθε»
        (Γέν. β’ 17). Κατά γαρ τον Άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν˙ «φυσικώς ή
         αισθητή βρώσις του υπεκρεύσαντος εστίν αναπλήρωσις, και εις αφεδρώνα
         χωρεί και φθοράν˙ και αμήχανον άφθαρτον διαμένειν τον της αισθητής
         βρώσεως εν μετουσία γενόμενον» (κεφ. κε’ περί Πίστεως).
                 Λοιπόν ο Αδάμ δεν εκβήκεν από τον Παράδεισον μετά τιμής, ως
         φίλος Θεού και φύλαξ της εντολής αυτού˙αλλά εξεβλήθη, αλλοίμονον!
         και εδιώχθη ατιμώτατα υπό Θεού, ως παραβάτης και παρήκοος της
         εντολής αυτού˙ καθώς είναι γεγραμμένον « Και εξέβαλεν ο Θεός τον Αδάμ,
         και κατώκισεν αυτόν απέναντι του Παραδείσου της τρυφής» (Γεν. γ’ 24).
         Και το χειρότερον ήτον, ότι δεν εφθάρη ο Αδάμ μόνος˙ αλλά αφ’ ου αυτός
         Κατεδικάσθη να πάθη ένα ρίψιμον, και μίαν τοιαύτην εξορίαν ατιμωτάτην,
         από την εν τω Παραδείσω εκείνην αφθαρσίαν και μακαρίαν ζωήν,
         συρόμενος, δια να ειπώ ούτως, από τον τράχηλον, ως ένας κλέπτης
         μεμαστιγωμένος˙ αφ’ ου, λέγω, ταύτα έπαθε, μετέδωκε τρισαλλοίμονον!
         και εις όλον το γένος των ανθρώπων το εξ αυτού γεννηθέν, ως μία
         λοιμική σωματοφθόρος και κολλητική. Τί μετέδωκε; την νόσον δηλαδή
         ταύτην της φθοράς και θνητότητος, όπου αυτός πρώτος έπαθε. Και καθώς
         μία βρύσις, όταν φαρμακωθή, μεταδίδει το φαρμάκι της εις όλους, όσοι
         πίνουν από αυτήν˙ ούτω και η φύσις του Αδάμ, η βρύσις και αρχή του
         ανθρωπίνου γένους, φαρμακωθείσα από την φθοράν και τον θάνατον,
         εφαρμάκωσε και όλους τους εξ αυτής γεννωμένους.
                Ημείς όμως, λέγει, οι εκ της γης πλασθέντες άνθρωποι, και διά
         ξύλου εις την φθοράν καταδικασθέντες, επειδή ευρήκαμεν τώρα
         αντιστρόφως το ξύλον του Σταυρού, μίαν ανακάλεσιν από την φθοράν
         και θνητότητα, εις την πρώτην εκείνην αφθαρσίαν και αθανασίαν, ην
         περ είχεν ο Προπάτωρ ημών εν τω Παραδείσω˙ ας φωνάξωμεν τον
         ευχαριστήριον εκείνον ύμνον, όπου έψαλλον οι τρεις Παίδες εν τη καμίνω,
         προς τον αφθαρτίσαντα και αθανατίσαντα ημάς δια του Σταυρού Δεσπότην
         Χριστόν, ευλογούντες αυτόν ως υπερύμνητον και ευλογητόν Θεόν των
         Πατέρων ημών. Όρα δε την ακρίβειαν του Μελωδού˙ διότι δεν είπε
         φθορά κατώκησεν, όπερ δηλοί την εν τη φθορά παντοτινήν κατοικίαν˙
         αλλά παρώκησεν, ίνα φανερώση τον εν τη φθορά προσωρινόν καιρόν
         του Αδάμ˙ επειδή και έμελλεν επ’ εσχάτων των χρόνων να λάβη πάλιν
         διά του Σταυρού την προτέραν αφθαρσίαν. Σημείωσαι ότι το, «ρίψιν
         ζωής ατιμωτάτην κατακριθείς» ερανίσθη ο Μελωδός από τα Ηρωελεγεία
         έπη Γρηγορίου του Θεολόγου, τα επιγραφόμενα «θρήνος περί των της
         αυτού ψυχής παθών»˙ ων η αρχή «Δύσμορος, οία πάθον»! Εκεί λοιπόν
         λέγει ο Άγιος, ότι ο νους του θρηνεί την κακήν δουλείαν ήν περ έπαθε,
         και το ψεύδος του σκολιού δράκοντος, και τον βλαπτικόν καρπόν του
         γνωστού ξύλου, και την φθαρτικήν γεύσιν αυτού, και τον θάνατον,
         ύστερον δε επιφέρει,

               «Γύμνωσιν μελέων τε παναισχέα, και Παραδείσου,
                Η δε φυτού ζωής, ρίψιν ατιμωτάτην».

         σμάτων, δεν ανέβηκες από την θεωρίαν αυτών εις την θεωρίαν του
         Κτίστου˙ αλλά επεθύμησες να απολαύσης αυτά σωματικώς διά της
         αισθήσεως. Όθεν γευσάμενος και απολαύσας αυτά, άφησες μεν την
         των νοητών ηδονήν, έπεσες δε εις την των σωμάτων αισθητήν ηδονήν,
         η οποία χωρίζουσά τε από την ζωοποιόν χάριν του Θεού, σε έκαμε να
         θανατωθής κατά το σώμα και κατά την ψυχήν. Φύσει γαρ φθείρουσι
         και θανατούσι την ψυχήν και το σώμα αι αισθηταί ηδοναί, και μάλιστα
         αι σαρκικαί˙ και τούτο εστάθη το πολυθρύλλητον πτώμα του Αδάμ.
         Αλλ’ επειδή δια της δυνάμεως του Σταυρού: τουτέστι δια της κακοπαθείας
         και νεκρώσεως των σωματικών ηδονών, εκάλεσεν ημάς ο Χριστός εις
         την προτέραν αφθαρσίαν, και την των νοητών ηδονήν, άφες και συ,
         αδελφέ, την απόλαυσιν των αισθητών ηδονών, και αγάπησον την
         απόλαυσιν των νοητών˙ άφες την ευπάθειαν της σαρκός, και αγάπησον
         τας κακοπαθείας αυτής˙ ίνα και της αφθαρσίας επιτύχης, ήτις σε κάμνει
         να πλησιάσης εις τον Θεόν, ως λέγει ο Σολομών «Προσοχή νόμων,
         βεβαίωσις αφθαρσίας˙ αφθαρσία δε, εγγύς είναι ποιεί Θεού» (Σοφ. Στ’ 19).

                                             Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

         Έλυσε πρόσταγμα Θεού παρακοή, και ξύλον ήνεγκε θάνατον
        βροτοίς, το μη ευκαίρως μεταληφθέν˙ εν ασφαλεία της εριτίμου
       δε, εντεύθεν ζωής το ξύλον είργετο,ο μυκτιλόχου δυσθαμούς
       ηνέωξεν, ευγνομοσύνη κράζοντος˙ ο υπερύμνητος, των Πατέρων
       και ημών, Θεός ευλογητός εί.

                                                   Ε ρ μ η ν ε ί α. 

        Πάλιν και εν τω παρόντι Τροπαρίω αναφέρει ο Ιερός Κοσμάς την περί
        του Αδάμ ιστορίαν˙ πως δηλαδή με την παρακοήν του αθέτησε την
        εντολήν του Θεού, και εδιώχθη από το ξύλον της ζωής, το οποίον άνοιξεν
        ο ληστής˙ ούτω γάρ επί λέξεως λέγει˙ η παρακοή του Αδάμ έλυσε και
        αθέτησε την προσταγήν, όπου έδωκεν ο Θεός εις αυτόν και είπεν˙ «Από
        παντός ξύλου του εν τω Παραδείσω βρώσει φαγή, από δε του ξύλου του
        γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ’ αυτού» (Γέν. β’ 16-17).
        Ο γάρ Αδάμ αντί να φάγη από τα άλλα ξύλα τα εν τω Παραδείσω
        ευρισκόμενα, αφήσας εκείνα, έφαγε πρώτον από το ξύλον της γνώσεως
        το εμποδισθέν υπό του Θεού, κατά την γνώμην του ιερού Θεοδωρίτου˙
        το οποίον τούτο εστάθη μία μεγαλωτάτη καταφρόνησις του Αδάμ προς
        τον Θεόν. Όθεν το ξύλον εκείνο, επειδή δεν εφαγώθη από το Αδάμ εις
        τον εύκαιρον και αρμόδιον καιρόν, επροξένησε θάνατον, τόσον εις τον
        Αδάμ, όσον και εις όλους τους απογόνους του˙του Αδάμ γάρ φαγόντος
        του προπάτορος πάντων, και οι απόγονοι εκείνου οι εν τη οσφύϊ του
        Αδάμ κατά φύσιν και δύναμιν σπερματικήν περιεχόμενοι, ως φαγόντες
        λογίζονται. Όθεν και ο Απόστολος είπεν. «Επί τω Αδάμ πάντες ήμαρτον,
        εφ’ ώ (Αδάμ δηλ.) πάντες ήμαρτον» (Ρωμ. ε’ 12).
                Εκ της παρακοής δε ταύτης τι ηκολούθησεν; Αλλοίμονον! Εμποδίσθη
        με μεγάλην ασφάλειαν το ξύλον της πολυτίμου ζωής˙ εδιόρισε γάρ ο
        Θεός τα Χερουβίμ και την φλογίνην Ρομφαίαν, ίνα φυλάττωσι την οδόν
        του ξύλου της ζωής και του Παραδείσου, ως είναι γεγραμμένον. Διά τι;
        ίνα μη έμβη ο Αδάμ εις αυτόν, και φάγη από το ξύλον της ζωής, και
        ούτω μείνη αθάνατος, εν τη παραβάσει και τη φθορά ευρισκόμενος, το
        οποίον ήτον ένα κακόν μέγιστον˙ «και νυν, φυσί, μήποτε εκτείνη την
        χείρα αυτού, και λάβη από του ξύλου της ζωής και φάγη και ζήσεται εις
        τον αιώνα» (Γέν. γ’ 22). Όθεν και Ιωσήφ ο Βρυέννιος λέγει, «Επεί ουν
        ο Αδάμ μετά την παράβασιν, του ξύλου της ζωής εφιέμενος τον Παράδεισον,
        επεζήτει, εξ ού περ είγε συνεχωρήθη μεταλαβείν, αθάνατος έμελλε μένειν
        ο αμαρτωλός˙ διά τούτο παρεωράτο μετανοών» (Λόγω περί της ενσάρκου
        οικονομίας τόμω β’). Τούτο όμως το με τόσην ασφάλειαν φυλαττόμενον
        ξύλον της ζωής, άνοιξεν η καλή και ευχάριστος γνώμη του δικαίου
        ληστού˙ ευγνωμοσύνη γάρ αυτού ήτον, το να επιτιμά μεν τον
        συνεσταυρωμένον ληστήν, να μέμφεται δε τον εαυτόν του και να λέγη
        «Ουδέ φοβή συ τον Θεόν, ότι εν τω αυτώ κρίματι εί˙ και ημείς μεν
        δικαίως, άξια γάρ ών επράξαμεν απολαμβάνομεν˙ ούτος δε ουδέν άτοπον
        έπραξεν» (Λουκ. κγ’ 40). Ο ληστής δε ούτος ήτον ενταυτώ και νυκτιλόχος
        και δυσθανής˙ νυκτιλόχος μεν, διότι ελόχα: ήτοι ενέδρευε την νύκτα,
        ζητών διά να κλέψη˙ δυσθανής δε:

                23. Σημείωσαι,ότι ο θείος Αναστάσιος ο Αντιοχείας λόγω β’ εις την  εξαήμερον, λέγει, ότι
         ο  Φίλων ο Ιουδαίος και Παπίας Ιεραπόλεως, Ειρηναίος τε και Ιουστίνος και Πάνταινος
         ο Αλεξανδρεύς, και Κλήμης ο στρωματεύς, και οι περί αυτούς, αλλά και οι δύο Καππαδόκαι Γρηγόριοι, ο Θεολόγος δηλαδή και ο Νύσσης πνευματικώς τα περί Παραδείσου
     εθεώρησαν,  λέγοντες, ότι είναι και πνευματικός Παράδεισος  αλλά και ο θείος Αμβρόσιος συν τω θείω Ιουστίνω, αφ’ ου είπον περί του αισθητού Παραδείσου και των δένδρων και υδάτων αυτού, ύστερον επιφέρουσι τα του Προφήτου Ιεζεκιήλ περί θείου και ουρανίου Παραδείσου
        λόγια (ος τις Παράδεισον Θεού ονομάζει, εν κεφαλ. κη’ 13 και λα’ 8 του Μωσαϊκού Παραδείσου μη  ούτως ονομαζομένου). Τι δε επιφέρουσιν; «ότι αίσχιστον εστί και θεοστυγές το φάσκειν, ή το όλως εις έννοιαν ελθείν την μακαρίαν τε και προσκυνητήν του Θεού Λόγου Θεότητα,   
         συν τω δικαίω ληστή εις ρευστόν τε και υλικόν Παράδεισον εισελθείν» Ώστε εκ των λόγων  τούτων διδασκόμεθα, ότι έστι και Παράδεισος αισθητός, έστι και νοητός˙ καθώς και ο θείος Δαμασκηνός συνομολογεί λέγων «Πλήν έμοι γε δοκεί, ότι ώσπερ ο άνθρωπος αισθητός άμα
          και νοητός δεδημιούργητο˙ ούτω και το τούτου ιερώτατον τέμενος (ο Παράδεισος δηλ.) αισθητόν άμα και νοητόν ήν, και διπλήν έχον την έμφασιν» (Βιβλ.β’ κεφ. κε’ ). Και λοιπόν εις νοητόν Παράδεισον εισήλθεν ο ληστής, καθώς και αυτολεξεί εν τίνι Τροπαρίω γράφεται,   ότι ο ληστής ηξιώθη νοητού Παραδείσου.
           
ήτοι κακοθάνατος ήτον και βιαιοθάνατος, διότι εξ αμαρτιών του υπέμεινε τον βίαιον και άτιμον θάνατον του Σταυρού.
        Ειπών γάρ αυτός το «Μνήσθητί μου Κύριε, όταν έλθης εν τη Βασιλεία σου»
        με τον λόγον αυτόν, ως με κλειδί, άνοιξε την κεκλεισμένην θύραν του
        Παραδείσου και του ξύλου της ζωής, και ούτως εχαρίσθη εις όλους τους
        πιστεύοντας τώ Χριστώ και την μετάνοιαν αυτού μιμουμένους, η απόλαυσις
        και του Παραδείσου και του ξύλου της ζωής .23 Επιφέρει δε ο Μελωδός εν
        τω τέλει, ότι ο ληστής έκραξε τον αίνον των τριών Παίδων, δια να δείξη,
        ότι είναι εβδόμη Ωδή η παρούσα και ότι ο ληστής έδειξεν, ότι είναι Θεός
          ο μετ’ αυτού σταυρωθείς. Όθεν και ο μέγας Αθανάσιος εις έπαινον του  ληστού  λέγει ταύτα «ώ ληστά πικρέ των Ιουδαίων κατήγορε˙ ώ ληστά δικαιοσύνης συνήγορε˙ ώ ληστά Παραδείσου φύλαξ˙ ώ ληστά του Αδάμ περί την κτίσιν τιμιώτερε˙ ώ του πρωτογόνου περί τον Παράδεισον βεβαιότερε˙ εκείνος ακαίρως εκτείνας την χείρα περί το ξύλον, εκλάπη την κτίσιν˙  συ δε ευκαίρως επί Σταυρού τας χείρας, απλώσας, τον απολόμενον
          εκτήσω Παράδεισον˙ ώ ληστά ευφυέστατε, ο τον προγονικόν κλήρον απολόμενον, δια μιας εντυχίας ανακτησάμενος˙ ώ πως πρώτος Βασιλείαν εκαρπώσω˙ ώ ληστά ρήματι μικρώ τον Ουρανόν υπανοίξας˙ ώ ξένην επωδήν, πρόξενον θησαυρών μηχανησάμενος˙ ώ άνοδον Ουρανού τον Σταυρόν ποιησάμενος˙ ώ νομίμου ληστείας τοις ανθρώποις διδάσκαλε, ώ ληστείαν επαινουμένην διδάξας˙ ώ ποθουμένην κλοπήν υφηγούμενος» (Λόγω εις την μεγάλην Παρασκευήν).
                Πόθεν δε εδανίσθη ο ιερός Κοσμάς το νόημα όπου είπεν ανωτέρω,
        ότι το ξύλον του γινώσκειν καλόν και πονηρόν δεν εμεταλήφθη: ήτοι
        δεν εφαγώθη από τον Αδάμ ευκαίρως και εις τον αρμόδιον καιρόν; Από
        τον εις την Χριστού Γέννησιν, και εις το Πάσχα λόγον Γρηγορίου
        του Θεολόγου˙ εκεί γαρ ούτος λέγει αυτολεξεί˙ «Το δε ήν,
        το ξύλον της γνώσεως, ούτε φυτευθέν απ’ αρχής κακώς, ούτε
        απαγορευθέν φθονερώς. Αλλά καλόν μεν ήν, ευκαίρως μεταλαμβανόμενον˙
        θεωρία γαρ ήν το φυτόν, ως η εμέ θεωρία, ής μόνοις επιβαίνειν ασφαλές
        τοις την έξιν τελεωτέροις˙ ου καλόν δε τοις απλουστέροις έτι και την
        έφεσιν λιχνοτέροις˙ ώσπερ ουδέ τροφή τελεία, λυσιτελής τοις απαλοίς
        έτι και δεομένοις γάλακτος». Εκ του λόγου δε τούτου συνάγομεν
        τέσσαρα πράγματα˙ πρώτον, ότι ο Αδάμ ήτον ατελής˙ δεύτερον, ότι
        το ξύλον της γνώσεως ήτον νοητόν˙ τρίτον, ότι το νοητόν αυτό ξύλον
        έμμελεν ο Αδάμ να το απολαύση ευκαίρως: ήτοι εν καιρώ τω πρέποντι,
        όταν ήθελε φθάση εις τελειότητα 24 ˙ και τέταρτον, ότι το νοητόν εκείνο
        ξύλον δεν ήτον καλόν εις τους απλοϊκωτέρους ακόμη όντας και
        ατελεστέρους, οποίος ήτον και ο Αδάμ˙ καθώς και η τελεία και στερεά
        τροφή δεν είναι ωφέλιμος εις τους απαλούς και τρυφερούς όντας, και
        χρείαν έχοντας από γάλα.
                      Ούτω μεν αναγωγικώς ενόησε το ξύλον της γνώσεως ο Θεολόγος
        και είπεν, ότι η κατ’ εκείνο θεωρία δεν συνέφερεν ακόμη εις τον Αδάμ,
        ατελή όντα˙ ο δε Θεσσαλονίκης Γρηγόριος προσθέττει, ότι αν και
        αισθητόν νοηθή το ξύλον εκείνο, πάλιν δεν συνέφερεν εις τον Αδάμ
        τότε ατελή όντα, να ιδή εμπαθώς και να φάγη από τον εκείνου
        γλυκύτατον καρπόν˙ διότι αυτό ήτον το πλέον ηδονικώτατον κατά την
        αίσθησιν από όλα τα δένδρα του Παραδείσου˙ «τελείων γαρ, φησίν,εστί
        καθ’ έξιν θείας θεωρίας και αρετής, προσομιλείν τοις ηδίστοις κατ’ αίσθησιν
        και τον νουν μη απάγειν της προς Θεόν θεωρίας και των προς εκείνον
        ύμνων και προσευχών˙ αλλά ταύθ’ ύλην ποιείσθαι και αφορμήν της προς
        Θεόν ανατάσεως» (Κεφ. μθ’ των φυσικών).
                Όθεν και συ, αδελφέ, εάν είσαι φρόνιμος, μάθε με ξένα έξοδα:
        ήτοι με την πτώσιν του Αδάμ να προφυλάττης τον εαυτό σου από τα
        ηδονικά αντικείμενα, όπου απαντάς εν τω Κόσμο˙ «Πανούργος (ήτοι
        φρόνιμος) ιδών πονηρόν τιμωρούμενον κραταιώς αυτός παιδεύεται», λέγει
        ο  Σολομών (Πρ. κβ’ 3). Χάριν παραδείγματος, απαντάς ένα ωραίον
        πρόσωπον; αυτό είναι ένα ξύλον της γνώσεως˙ όθεν πρόσεχε να μη
        θεωρήσης αυτό, όχι μόνον περιέργως, αλλά και κατά πάρεργον˙ διότι
        εμπαθής ών, έλκεσαι από την εκείνου ηδονήν και θανατώνεσαι.


                                                                                                                                                                                                                                               
24.Και ίσως η τελειότης του Αδάμ ήτον η θέωσις, όπου έμελλε να λάβη,
δια την οποίαν και εκτίσθη. Όθεν είπεν ο θεοφόρος Μάξιμος «Εις τούτο
ημάς πεποίηκεν ο Θεός, ίνα γενώμεθα Θείας κοινωνοί φύσεως (ήτοι της
φυσικής του Θεού χάριτος) και της αυτού αϊδιότητος μέτοχοι, και φανώμεν
αυτώ όμοιοι κατά την εκ χάριτος θέωσιν, δι’ ήν πάσα τε των όντων η σύστασίς
έστι και διαμονή, και η των μη όντων παραγωγή και γένεσις» (Κεφ. μβ’ της
Γ’ Εκατοντ. των θεολογικ.).

        Διά τούτο σε συμβουλεύει ο Σειράχ «Απόστρεψον οφθαλμόν από γυναικός
        ευμόρφου, και μη καταμάνθανε κάλλος αλλότριον εν κάλλει γυναικός
        πολλοί επλανήθησαν» (Σειρ. θ’ 8). Ακούεις μίαν συμφωνίαν μουσικών,
        ή τραγωδίων ασέμνων, ή λόγια αισχρά; αυτά είναι ένα ξύλον της γνώσεως˙
        όθεν πρόσεχε, και μη σταθής να τα ακούσης με προσπάθειαν˙ αλλά
        κλείσον τα ώτα σου, ίνα μη ο νους σου ελκυσθή από την ηδονήν, και
        αφήση την ενθύμησιν του Θεού, τον οποίον έχει χρέος να ενθυμάται
        πάντοτε κάθε Χριστιανός δια της προσευχής, κατά το «αδιαλείπτως
        προσεύχεσθε» (α Θεσσ ε’ 15). Ευρίσκεις ευώδη πράγματα; απαντάς
        ηδονικά και τρυφηλά φαγητά; βλέπεις απαλά και καλλωπισμένα φορέματα;
        όλα αυτά είναι ξύλον της γνώσεως, και πρόσεχε μη επιθυμήσης να τα
        απολαύσης˙ διότι η τούτων επιθυμία σε χωρίζει από τον Θεόν και
        θανατώνει την ψυχήν σου.
                Μη είπης εις τον εαυτό σου, εγώ δεν βλάπτομαι από τας ηδονάς
        του Κόσμου˙ διότι ενίκησα τα πάθη, ή διότι είμαι γέρων και ασθενής,
        όχι! επειδή αυτός ο λογισμός είναι μία πλάνη και παγίς του Διαβόλου,
        με την οποίαν ζητεί να σε παγιδεύση και να απολέση την ψυχήν σου.
        Αλλά έχε πάντοτε έμπροσθέν σου παράδειγμα τον Αδάμ, και συλλογίζου
        ταύτα εις τον εαυτόν σου˙αν ο Αδάμ ο χειρί Θεού πλαθείς, και με τόσα
        χαρίσματα στολισθείς, ήτον ακόμη ατελής, πως εγώ θέλω καυχηθή,ότι
        είμαι τέλειος; και αν εκείνος ο μήπω πάθη δοκιμάσας, εμπαθώς είδε και
        έφαγεν από τον ηδονικόν εκείνον καρπόν, και ούτως έπεσε, πως εγώ ο
        εμπαθής δύναμαι να είπω, ότι απαθώς μεταχειρίζομαι τα ηδονικά
        πράγματα του Κόσμου, και δια τούτο δεν πίπτω;
Εκείνος παρέβη μίαν φοράν και έκλαιεν εις όλην του την ζωήν˙ εγώ παραβαίνω   καθ’ εκάστην, και δεν κλαίω ούτε μίαν φοράν˙ εκείνος ήτον τόσον δυνατός και στερεός, ως κέδρος, και πάλιν έπεσε˙ και εγώ που έμεινα πλέον η σεσαθρωμένη
        και ευκολόπτωτος κουκουναρία;





        Δια τούτο, αδελφέ, θρήνει την ιδικήν σου  ασθένειαν, και λέγε με τον Ζαχαρίαν  «Ολολυξάτω πίτυς, διότι πέπτωκε κέδρος» (Ζαχ. Ια’ 2)25 .     
  Μάθε δε και από τον ληστήν να είσαι και συ ευχάριστος, όταν πάσχης
        δια τας αμαρτίας σου, και γνώρισον τον Θεόν ως ευγνώμων. Και αν εκείνος
        ελογίσθη μετά ανόμων δια σε και την ιδικήν σου αμαρτίαν˙ συ γενού
        δι’ εκείνον έννομος: ήτοι ακολούθει εις τον Ευαγγελικόν νόμον του Χριστού,
        και προσκύνησον τον δια σε κρεμασθέντα: ήτοι υπόκυψον και γνώρισον,
        ότι ο Θεός είναι έφορος πάντων˙ τούτο γάρ είναι η προσκύνησις˙ και
        κρεμάμενος: ήτοι τιμωρούμενος ωφελήσου από την κακίαν: ήτοι ή από
        την κάκωσιν και τιμωρίαν, ή και από την αμαρτίαν. Πώς; και με τίνα τρόπον;
        με το να γνωρίσης, ότι δια την αμαρτίαν σου πάσχεις˙ και ούτω κάμης
        αγαπητέ, θέλεις έμβη εις τον Παράδεισον, και θέλεις γένη συγκληρονόμος
        του Χριστού και θέλεις απολαύσει τα αιώνια αγαθά.
Έμβα δε μαζί με τον Ιησούν, οδηγόν ποιών αυτόν, και με εκείνον θεωρών τα   κάλλη του Παραδείσου˙ ούτω σε παρακινεί να κάμνης ο Θεολόγος Γρηγόριος, λέγων «Αν συσταυρωθής ως ληστής, ως ευγνώμων τον Θεόν γνώρισον˙
        κακείνος μετά ανόμων ελογίσθη δια σε και την σην αμαρτίαν˙ συ γενού
        δι’ εκείνον έννομος˙ προσκύνησον τον δια σε κρεμασθέντα, και κρεμάμενος
        κέρδανόν τι και παρά της κακίας˙ ώνησαι τω θανάτω την σωτηρίαν˙ εις
        τον Παράδεισον είσελθε μετά Ιησού, ώστε μαθείν ων εκπέπτωκας˙ τα
        εκεί κάλλη θεώρησον˙ τον γογγυστήν άφες αποθανείν έξω μετά της
        βλασφημίας» ( Λόγ. εις το Πάσχα).
                                      





25. Διά τούτο και ο θείος Γρηγόριος ο Θεσσαλονίκης απολογείται δια τον
Αδάμ και λέγει ταύτα˙ «Τάχα πολλοί τον Αδάμ αιτιώνται, πως ευκόλως τω
πονηρώ συμβούλω πεισθείς, την Θείαν ηθέτησεν εντολήν, και δια της τοιαύτης
αθετήσεως ημίν τον θάνατον προεξένησεν αλλ’ ούκ έστιν ίσον προ της πείρας
εθελήσαι γεύσασθαι θανασίμου τινός βοτάνης και μετά το μαθείν δια πείρας
θανάσιμον ούσαν, από ταύτης ποθείν εσθίειν…Διό και περισσότερον ημών
έκαστος, ή ο Αδάμ εκείνος μεμπτέος εστί και κατάκριτος» (Ομιλ. Λεχθείση
κατά την α’ του Αυγούστου).
                                               Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν.

         Ράβδου προσπτύσσεται το άκρον Ιωσήφ, ο γενησόμενος βλέπων Ισραήλ,
        της βασιλείας το κραταιόν, όπως συνέξει ο υπερένδοξος, Σταυρός
       προδηλών˙ ούτος γάρ τοις βασιλεύσι, τροπαιούχον καύχημα, και φώς
      τοις πίστει κράζουσιν˙ ο υπερύμνητος, των Πατέρων και ημών, Θεός
      ευλογητός εί.

                                              Ε ρ μ η ν ε ί α.
                                                     
         Εν τω Τροπαρίω τούτω αναφέρει ο ιερός Κοσμάς την Παλαιάν ιστορίαν
         του Ιακώβ, την γεγραμμένην εν τω βιβλίω της Γενέσεως˙ εκεί γάρ
         λέγεται, ότι ο Ιακώβ παρεκάλεσε τον Υιόν του Ιωσήφ να ομόση, ότι
         δεν θέλει αφήσει εις Αίγυπτον τα λείψανά του, αλλ’ έχει να πάρη αυτά
         και να υπάγη να τα θάψη εις την Χεβρών, όπου ήτον ενταφιασμένα και
         τα λείψανα του Αβραάμ, της Σάρας, και του Ισαάκ του Πατρός του.
         Όθεν ο Ιωσήφ ωμολόγησεν, ότι έχει να τελειώση την πατρικήν εντολήν.
         Τούτου χάριν, τόσον εχαροποιήθη ο Ιακώβ δια την υπόσχεσιν ταύτην,
         ώστε επροσκύνησε και έσκυψεν έως κάτω εις το άκρον της ράβδου
         αυτού (του Ιωσήφ δηλ.)˙ ούτω γαρ εκεί επί λέξεως γράφεται˙ «Είπε δε
         (ο Ιακώβ) (τω Ιωσήφ) ομοσόν μοι, και ώμοσεν αυτώ˙ και προσεκύνησεν
         επί το άκρον της ράβδου αυτού» (Γεν. μζ’ 31).
                Μελουργών λοιπόν ο Ασματογράφος την ιστορίαν ταύτην, λέγει,
         ότι ο Ιακώβ ο μετονομασθείς ύστερον Ισραήλ, ός τις επρόβλεπεν εκείνα
         τα πράγματα, όπου έμελλον να γένουν, αυτός λέγω, τόσον πολλά έσκυψεν
         εις το να προσκυνήση τον Υιόν του Ιωσήφ, ώστε έφθασεν η κεφαλή του
         έως κάτω εις το άκρον της Βασιλικής ράβδου, όπου εκείνος εβάσταζεν, το
         οποίον άκρον περιχυθείς κατεφίλησεν26 .Εφανέρωνε δε με την προσκύνησιν
         ταύτην ο Ιακώβ, ότι ο υπερένδοξος και προσκυνητός Σταυρός του
         Χριστού, ο υπό της Βασιλικής ράβδου του Ιωσήφ προτυπούμενος, αυτός
         μέλλει να προσκυνήται υπό πάντων, και έχει να συνέχη και να ενισχύη
         το κραταιόν της Βασιλείας: ήτοι την κραταιάν Βασιλείαν των Χριστιανών 27 .
       

26.  Ο δε Πτωχός Πρόδρομος δεν ηξεύρω πως λέγει, ότι ο Ιακώβ επροσκύνησεν
εις το άκρον της ράβδου του Ιωσήφ, όταν , ερχομένου του Ιακώβ εις την
         Επειδή εις τους Χριστιανούς και ορθοδόξους Βασιλείς, δεν είναι καύχημα
         νικητικόν τα πλήθη των στρατευμάτων, ούτε τα άρματα και οι αναβάται,
         ούτε αι τόσαι μυριάδες ίππων πολεμικών, όχι! αλλ’ είναι καύχημα νικητικόν
         εις αυτούς, ούτος ο Σταυρός του Κυρίου˙ εις δε τους ορθοδόξους
         Χριστιανούς αυτός είναι φώς. Όθεν είπεν ο Χρυσόστομος θαυμαστικώς
         «ώ πάθους λαμπρότης! ώ Σταυρού φαιδρότης! ήλιος σκοτίζεται και
         άστρα πίπτει, ώσπερ φύλλα, ο δε Σταυρός πάντων εκείνων φανότερον
         διαλάμπει,  όλον κατέχων τον Ουρανόν» (λόγω προς τους σκανδαλισθέντας).
         Φως δε ών ο Σταυρός φωτίζει τον νουν των Χριστιανών, και διορατικόν
 αυτόν απεργάζεται˙ οί τινες Χριστιανοί φωνάζουν με πίστιν, ευλογούντες τον       υπερύμνητον Δεσπότην Χριστόν, τον δια του Σταυρού τοσαύτα αγαθά εις αυτούς χαρισάμενον. Ο μέν ούν ιερός Κοσμάς ούτως ενόησε το ρητόν εκείνο της Γραφής, το περί Ιακώβ ειρημένον, ότι προσεκύνησεν Ισραήλ επί το άκρον της ράβδου αυτού (του Ιωσήφ δηλ.) ˙ άλλοι δε Πατέρες, οίον ο Γεννάδιος,
           ο Θεοδώριτος, και εκ μέρους ο Ευσέβιος, άλλως ενόησαν την ιστορίαν
           ταύτην˙ επιστηριχθέντες γάρ επάνω εις την αυτού αντωνμίαν, και
           νοήσαντες αυτήν ως σύνθετον, αντί εαυτού, είπον, ότι ο Ιακώβ
           χαροποιηθείς δια την άνωθεν μεθ’ όρκου υπόσχεσιν του Υιού του Ιωσήφ
      ηθέλησε δια να σηκωθή να τον προσκυνήση˙ διότι δεν υπέφερε να τον   προσκυνήση κοιτόμενος. Επειδή δε ήτον γέρων και κλινήρης από την ασθένειαν, τούτου χάριν επήρε την ράβδον του, και   ακουμβίσας επάνω εις αυτήν, έκλινε την κεφαλήν του εις το άκρον: ήτοι εις το επάνω μέρος της ράβδου αυτού: ήτοι της ιδικής του, και ούτω προσεκύνησε τον Ιωσήφ.




Αίγυπτον, εκβήκεν ο Ιωσήφ έξω της Αιγύπτου εις συνάντησιν του Πατρός του,
βαστάζων την Βασιλικήν ράβδον του ουδαμού γαρ τούτο μαρτυρεί η Γραφή.
27.Ο δε Ευσέβιος λέγει, ότι με την ράβδον εφανέρωσεν ο Ιακώβ το σκήπτρον
της Βασιλείας του Εφραίμ του Υιού του Ιωσήφ, το οποίον έμμελε να προσκυνηθή
από τας δέκα φυλάς εν τη Σαμαρεία. Και ο Θεοφύλακτος δε ερμηνεύων το
«προσεκύνησεν επί το άκρον της ράβδου αυτού» εν τω ια’ Κεφ. της προς
Εβραίους, Στίχ. 21 λέγει, ότι ο Ιακώβ προσκυνήσας τον Ιωσήφ, επροεικόνιζε
την προσκύνησιν, όπου έμελλον να κάμουν εις τον εκ του Ιωσήφ γεννηθέντα
Εφραίμ αι δέκα φυλαί του Ισραήλ.

     Όθεν επληρώθη το όραμα, όπου είδεν ο Ιωσήφ, ότι επροσεκύνησεν αυτόν ο ήλιος: ήτοι ο Πατήρ του Ιακώβ. Όλη λοιπόν η διαφορά  της μιάς γνώμης και της άλλης εστάθη η αντωνυμία αυτού, ή μάλλον ειπείν το πνεύμα αυτής˙ διότι ο Κοσμάς και ο Ευσέβιος, ως απλήν αυτήν νοήσαντες δια ψιλού πνεύματος, είπον, ότι ο Ιακώβ προσεκύνησεν εις το άκρον της ράβδου αυτού: ήτοι της ράβδου του  Ιωσήφ˙ οι δε άλλοι σύνθετον ταύτην νοήσαντες δια δασέος πνεύματος,
     είπον, ότι ο Ιακώβ προσεκύνησε τον Ιωσήφ, ακουμβίζων εις το άκρον:
     ήτοι εις το άνω μέρος της ράβδου αυτού, ήγουν της ιδικής του.
                Άμποτε δε, αδελφέ, να είναι και εις εσέ ο Σταυρός του Κυρίου φως
       νοητόν, φωτίζων μεν τον νουν και την διάνοιάν σου με τας ακτίνας της
       θείας γνώσεως και σοφίας, θέλων δε και γλυκαίνων την καρδίαν σου με
       την χάριν του εν αυτώ σταυρωθέντος Χριστού του Θεού. Ώσπερ γαρ ο
       πύρινος εκείνος και φωτεινός στύλος, ωδήγει τους Ισραηλίτας εν τη ερήμω
       κατά τον καιρόν της νυκτός, και δεν άφινεν αυτούς να πλανηθούν εις την
       στράταν˙ ούτω και ο Σταυρός του Κυρίου εδόθη εις εσέ, Χριστιανέ, δια να
       σε φωτίζη και να σε οδηγή μέσα εις το σκότος της παρούσης ζωής, και να
       μη σε αφίνη να πλανηθής εις τους κρημνούς της αμαρτίας˙ αγάπα όμως
       και συ να σηκώνης το Σταυρόν του Χριστού. Τι δέ θέλει να ειπή το να
       σηκώνης τον Σταυρόν; άκουσον˙ εκείνοι όπου αποφασισθούν από τον
       Κριτήν δια να παλουκωθούν, αυτοί βαστάζουν το παλούκι εις το ώμον των,
      και πηγαίνουν εις τον τόπον της καταδίκης λυπηροί, σκυθρωποί, απελπισμένοι
     από την παρούσαν ζωήν, και νεκροί όντες περισσότερον πάρεξ ζωντανοί.
        Ούτω παρομοιάζεις και συ, αδελφέ˙ δια τούτο βαστάζων βάσταζε τον
        Σταυρόν του Χριστού, και περιπάτει εις την παρούσαν ζωήν λυπηρός,
        σκυθρωπός, θλιβόμενος, κακοπαθών, νενεκρωμένος, τω Κόσμω, ως εάν
        τρέχης εις τον τόπον της καταδίκης, όπου έχουν να σε σταυρώσουν. Αν
        ούτω κάμης, έχεις να λέγης με τον Παύλον «Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι
        ει μη εν τώ Σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, δι’ ού εμοί Κόσμος
        εσταύρωται καγώ Κόσμω» (Γαλ. στ’ 14). Εάν όμως ούτω δεν κάμης,
        ήξευρε, ότι δεν είσαι άξιος του Κυρίου˙ καθώς αυτός ο ίδιος απεφάσισεν
        «Ός ού λαμβάνει τον Σταυρόν αυτού και ακολουθεί οπίσω μου, ούκ
        έστι μου άξιος» (Ματθ. ι’ 38).




                                              Ωδή η’. Ο Ειρμός.       

                 Ευλογείτε παίδες, της Τριάδος ισάριθμοι, δημιουργόν Πατέρα
       Θεόν˙ υμνείτε τον συγκαταβάντα Λόγον, και το πύρ εις δρόσον
      μεταποιήσαντα˙ και υπερυψούτε, το πάσι ζωήν παρέχον, Πνεύμα
     πανάγιον εις τους αιώνας.

                                                   Ε ρ μ η ν ε ί α.        

                 Προσφυώς και περιέργως εμελούργησε τον παρόντα Ειρμόν ο Ιεράρχης
        σοφός Κοσμάς. Διότι επειδή οι τρεις Παίδες εν τη ογδόη τούτων Ωδή
        παρακινούσαν όλα τα κτίσματα εις ύμνον Θεού, «ευλογείτε, λένοντες, και
        υμνείτε και υπερυψούτε τον Κύριον»˙ τούτου χάριν και ο ιερός Μελωδός
        παρακινεί αντιστρόφως τους τρεις Παίδας εις τον αυτόν ύμνον του Θεου.
        Και εκείνο όπου οι τρεις Παίδες εποίησαν προς τα άλλα κτίσματα, τούτο
        ποιεί ο Ασματογράφος ούτος προς τους τρεις Παίδας˙ μάλλον δε, αυτός
        εμιμήθη και εις τούτο αυτούς˙ διότι, καθώς οι ίδιοι τρεις Παίδες παρακινούσι
        τον εαυτόν των εις το να υμνούσι τον Θεόν, λέγοντες «ευλογείτε Ανανία
        Αζαρία και Μισαήλ τον Κύριον»˙ ούτω και ο θείος Μελωδός παρακινεί
        εις ύμνον αυτούς δια του παρόντος Τροπαρίου.
                Πάλιν, επειδή οι τρεις Παίδες είναι ισάριθμοι της αγίας Τριάδος˙
        δια τούτο ο Μελωδός ευρών τα τρία ταύτα ρήματα αναφερόμενα εν
        τη ογδόη τούτων Ωδή: ήτοι το ευλογείτε, το υμνείτε,και το υπερυψούτε.
        Το μεν ευλογείτε απέδωκεν εις τον Θεόν και Πατέρα, τον προκαταρκτικώς
        Δημιουργόν όντα του Παντός˙ το δε υμνείτε απέδωκεν εις τον του Πατρός
        μονογενή Υιόν και Λόγον, ός τις συγκατέβη εις την κάμινον και μετάβαλεν
        εις δρόσον το πύρ˙ το δε υπερυψούτε απέδωκεν εις το Πανάγιον Πνεύμα,
        το οποίον δίδει ζωήν εις όλα τα ζωντανά κτίσματα˙ οποία είναι οι Άγγελοι,
        οι Άνθρωποι, τα ζώα, και τα φυτά˙ διότι και τα φυτά ζωήν έχουσι και
        ψυχήν θρεπτικήν, αυξητικήν και γεννητικήν του ομοίου. Όθεν και Διονύσιος
        ο Αρεοπαγίτης ζώντα ταύτα ονομάζει.
                Αλλ’ αν και τα τρία ταύτα ρήματα οι τρεις Παίδες τα αποδίδουσιν
        εις ένα πρόσωπον, το του Πατρός δηλαδή, όπερ και Κύριον ονομάζουσιν˙
        φησί γάρ «Ευλογείτε πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον υμνείτε και
        υπερυψούτε αυτόν εις τους αιώνας» (Αίν.) 28   
        Ο θείος όμως Κοσμάς διεμοίρασε ταύτα εις τα τρία Θεαρχικά πρόσωπα και  υποστάσεις της μιας Θεότητος. Εποίησε δε τούτο, όχι διότι ειδικώς και με ξεχωριστόν τρόπον αποδίδοται το μεν ευλογείτε, τω Πατρί, τω δε υμνείτε, τω Υιώ, και το υπερυψούτε,τω Αγίω Πνεύματι˙ άπαγε της τοιαύτης φρενοβλαβείας! διότι κοινά και εις τα τρία υπερούσια πρόσωπα της μακαρίας Θεότητος είναι, και η ευλογία και ο ύμνος και η υπερύψωσις˙ αλλ’ εποίησε τούτο, ένα μέν, δια να δείξη, ότι οι Παίδες οι ευλογούντες και υμνούντες και υπερυψούντες τον Κύριον, ήτοι τρεις τω αριθμώ, και ακολούθως ο καθείς εξ αυτών εδοξολόγει
        με ένα ξεχωριστόν ρήμα εν πρόσωπον της Αγίας Τριάδος, της οποίας
        ήτον ισάριθμοι˙ το δε κυριώτερον αίτιον τούτου εστάθη, διότι εν τη
        Ωδή ταύτη των τριών Παίδων έβλεπεν ο ιερός Μελωδός, ότι αναφέρονται
        και τα τρία πρόσωπα της Βασιλικωτάτης Θεότητος.
                   Ο μέν γάρ Πατήρ αναφέρεται δια του ονόματος του, Κύριος και του, Θεός˙ φησί γαρ «Ευλογείτε πάντα τα έργα Κυρίου τον Κύριον»˙ και πάλιν «Και οι τρεις ούτοι Σεδράχ, Μισάχ, και Αυδεναγώ έπεσον εις μέσον της καμίνου και περιεπάτουν εν μέσω της φλογός υμνούντες τον Θεόν και ευλογούντες τον Κύριον» (Δαν. Γ΄23)˙ ο δε Υιός αναφέρεται εν αυτή δια του ονόματος του Αγγέλου˙ Ο δε Άγγελος, φησί, Κυρίου συγκατέβη «άμα τοις περί τον Αζαρίαν εις την κάμινον, και εξετίναξε την φλόγα του πυρός εκ της καμίνου» (Αιν. 25)˙
ο γαρ Άγγελος ούτος δεν ήτον ένας από τους απλούς Αγγέλους, αλλ΄ήτον ο μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού και Πατρός, ο της μεγάλης βουλής Άγγελος, ος τις δια της συγκαταβάσεώς του ταύτης επρομήνυε την δια σαρκός αυτού προς ημάς γενησομένην κατάβασιν. Όθεν και Ναβουχοδονόσορ Υιόν Θεού ωνόμαζεν αυτόν, λέγων «Ουχί άνδρας τρεις εβάλομεν εις το μέσον του πυρός πεπεδημένους; ιδόν εγώ ορών άνδρας τέσσαρας λελυμένους και περιπατούντας εν μέσω του πυρός, και διαφθορά ουκ εστιν εν αυτοίς, και η όρασις του τετάρτου ομοία Υιώ Θεού» (Δαν. γ΄ 24-25). Ούτω γαρ και ο εν τη βάτω φανείς Άγγελος προς τον Μωϋσήν, αυτός ήτο ο Υιός του Θεού εν είδει Αγγέλου καταβάς, ως ερμηνεύει ο μέγας Βασίλειος εν τοις κατ΄Ευνομίου. Ομοίως και ο Άγγελος ο ρυόμενος τον Ιακώβ εκ πάντων των κακών, (Γεν. μη΄16) ως αυτός έλεγεν, ο Θεός Λόγος ην ο της μεγάλης Άγγελος κατά τον Αθανάσιον.

28 Ο δε πτωχός Πρόδρομος θέλει, ότι Κύριον ονομάζουσιν οι τρεις Παίδες,
την μίαν φύσιν και ουσίαν και μοναρχίαν της Θεότητος.     

Το Πνεύμα δε το Άγιον αναφέρεται εν τη Ωδή δια των λόγων τούτων «Και εποίησε το μέσον της καμίνου ως πνεύμα δρόσου διασυρίζον». Όθεν ο ιερός Κοσμάς βλέπων αναφερόμενα εν τη Ωδή και τα τρία πρόσωπα της μοναρχικωτάτης Τριάδος, δεν υπέφερε να υμνήται εν τη Ωδή το εν μόνον πρόσωπον˙ αλλ΄αναλόγως εμοίρασεν εις το καθ΄έν πρόσωπον το εν ρήμα εκ των ανωτέρω˙ ίνα και τα τρία, ως ομοούσια και λυτρώσαντα τους Παίδας εκ της καμίνου δοξολογώνται. Και αύτη είναι η αφορμή, δια την οποίαν και η εκκλησία εν τω τέλει της παρούσης ογδόης επρόσθεσε τα λόγια ταύτα «Εύλογούμεν Πατέρα, Υιόν, και Άγιον Πνεύμα τον Κύριον» (Ου γαρ των τριών Παίδων ταύτα εισι), βλέπουσα και αυτή, ότι αναφέρονται εν τη Ωδή τα τρία πρόσωπα της μιας Θεότητος.
Ποίον δε ωφέλιμον νόημα ημπορείς να κερδήσης εις την ψυχήν σου, αγαπητέ, από το Τροπάριον τούτο; το να ευχαριστής και δοξολογής τον Θεόν πάντοτε, δια τας ευεργεσίας και χάριτας, όπου κατά διαφόρους καιρούς και τρόπους σοι έδωκε. Καθώς γαρ οι τρεις Παίδες δεν έπαυον από το να ευχαριστούν και δοξολογούν τον Θεόν, διότι τους ελύτρωσεν από την κάμινον του πυρός˙ και όχι μόνον αυτοί εδοξολόγουν, αλλά και όλα τα κτίσματα επαρακίνουν εις το να δοξολογούν και αυτά με αυτούς˙ ούτω και συ, αδελφέ, πρέπει μεν να ευχαριστής τον Θεόν εις κάθε πράγμα, κατά την παραγγελίαν του Αποστόλου, την λέγουσαν «Εν παντί ευχαριστείτε (α΄ Θεσσ. ε΄ 18) εξαιρέτως δε πρέπει να τον ευχαριστής, όταν τύχη να σε ελευθερώση από κανένα κίνδυνον και πειρασμόν, ή να σοι χαρίση καμμίαν εξαίρετον ευεργεσίαν˙ «Εξομολογήσεταί σοι γαρ, λέγει ο Δαβίδ προς τον Θεόν, (ήτοι θέλει δοξολογήσει και ευχαριστήσει ο Άνθρωπος) όταν αγαθύνης αυτώ» (Ψαλ. μη΄19). Ούτως ο Απόστολος Παύλος ευχαριστεί πάντοτε˙ όθεν έλεγεν, «ευχαριστώ τω Θεώ πάντοτε» (α΄Κορ. α΄4) ούτως ο θείος Χρυσόστομος εσυνείθιζε να λέγη πάντοτε ταύτα τα αξιομνημόνευτα και ευχαριστικά λόγια, «Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν˙ ου γαρ παύσομαι τούτο επιλέγων αεί επί πάσι μοι τοις συμβαίνουσιν» (Επιστ. ια΄ προς Ολυμπιάδα)˙ και πάλιν ο αυτός έλεγεν «Αρίστη ευεργεσίας φυλακή, η της ευεργεσίας μνήμη και η διηνεκής ευχαριστία»˙ ούτως ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος μιμούμενος τον θείον Χρυσόστομον έλεγε τα ανωτέρω εκείνου λόγια. Εάν ούτως ευχαριστής, αγαπητέ, τον ευεργέτην σου Θεόν, όχι μόνον δεν θέλεις δείξει αχαριστίαν εις αυτόν, η οποία κατά τον ιερόν Αυγουστίνον δεν αρέσκει εις τον Θεόν, αλλά προς τούτοις, δια την ευχαριστίαν σου θέλεις παρακινήσει τον Θεόν να σοι χαρίση χαρίσματα μεγαλύτερα από τα πρότερα, όπου σοι εχάρισε˙ καθώς λέγει ο άγιος Ισαάκ «η Ευχαριστία του λαμβάνοντος, ερεθίζει τον διδόντα, του δούναι δωρήματα μειζότερα των προτέρων» (Λόγος λ΄σελ. 186).


                                    Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν

Υψουμένου ξύλου, ραντισθέντος εν αίματι, του σαρκωθέντος Λόγου Θεού, υμνείτε αι των Ουρανών Δυνάμεις, βροτών την ανάκλησιν εορτάζουσαι˙ λαοί προσκυνείτε Χριστού τον Σταυρόν, δι΄ου τω Κόσμω ανάστασις εις τους αιώνας.

                                     Ε ρ μ η ν ε ί α

Αφ΄ου εις το ανωτέρω Τροπάριον παρεκίνησεν ο ιερός Κοσμάς τους τρεις Παίδας δια να υμνούσι την αγίαν Τριάδα˙ ακολούθως και εις τούτο το Τροπάριον παρακινεί και τους Ανθρώπους να υμνούσι τον Κύριον˙ καθότι και εν τη ογδόη Ωδή και οι Άγγελοι και οι Άνθρωποι παρακινούνται εις το να υμνούσι τον Κύριον˙ «Ευλογείτε γαρ, φησίν, Άγγελοι Κυρίου τον Κύριον˙ και ευλογείτε Υιοί των Ανθρώπων τον Κύριον». Λέγει λοιπόν επί λέξεως˙ σήμερον όπου υψώνεται το ξύλον του Σταυρού, το οποίον ερραντίσθη με το θεόρρυτον αίμα του σαρκωθέντος  Λόγου Θεού, εσείς μεν αι Δυνάμεις των Ουρανών: ήτοι οι εν τοις Ουρανοίς κατοικούντες υπερκόσμιοι Άγγελοι, υμνείτε και δοξολογείτε τον Θεόν τον ούτως ευδοκήσαντα, και δια της δοξολογίας ταύτης εορτάζει την ανακάλεσιν και ανάπλασιν των Ανθρώπων, ως φιλάδελφοι και φιλάνθρωποι. Δια τούτο γαρ ο Κύριος εκέλεσεν αυτούς, δια να ευφρανθούν εις την εύρεσιν της απολλυμένης δραχμής: ήτοι της απολλυμένης φύσεως των Ανθρώπων˙ «ευρούσα γαρ, φησίν, η γυνή την δραχμήν συγκαλεί τας φίλας και γείτονας λέγουσα˙ συγχάρητέ μοι, ότι εύρον την δραχμήν ην απώλεσα» (Λουκ. ιε΄9). Φίλαι δε και γείτονες είναι αι Αγγελικαί Δυνάμεις κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον, λέγοντα «Και την δραχμήν εζήτησε την Βασιλικήν, και συγκαλεί τας φίλας αυτώ Δυνάμεις επί της δραχμής ευρέσει, και κοινωνούς ποιείται της ευφροσύνης, ας και της οικονομίας μύστιδας πεποίητο» (Λόγ. εις τα Γενέθλια) και αλλαχού «Πείθομαι γαρ αυτάς συνεορτάζειν και συμπανηγυρίζειν ημίν»˙ και παρακάτω λέγει ο αυτός ευαγγελιστής «Ούτω λέγω υμίν, χαρά γίνεται ενώπιον των Αγγέλων του Θεού, επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι» (Αυτόθ. 10).
Ου μόνον δε λέγει, εσείς οι Άγγελοι υμνείτε, αλλά και εσείς οι Χριστώνυμοι λαοί προσκυνείτε τον Σταυρόν του Χριστού, δια μέσου του οποίου έγινεν εις τον Κόσμον: ήτοι εις εσάς τους Ανθρώπους, ανάστασις και ανάπλασις εις τους αιώνας: ήτοι αιώνιος˙ όσοι γαρ έχουν να αναστηθούν, πάντοτε εις τους ατελευτήτους αιώνας μέλλουν να είναι αναστημένοι. Δύναται δε το, εις τους αιώνας να συναφθή και με το ανωτέρω υμνείτε, και με το, προσκυνείτε: ήτοι υμνείτε εις τους αιώνας, προσκυνείτε εις τους αιώνας, κατά σχήμα υπερβατόν και παρένθεσιν˙ ίνα δια του, εις τους αιώνας, δηλωθή, ότι είναι Ωδή ογδόη, ης εν τω τέλει τίθεται το, εις τους αιώνας˙  άτοπον γαρ είναι τη αληθεία, οι μεν Άγγελοι να υμνούσι δια την των Ανθρώπων ανάπλασιν˙ οι δε Άνθρωποι οι την ανάπλασιν λαβόντες, να μη προσφέρουν ύμνον εις τον Θεόν. Τούτο γαρ είναι όμοιον, ως εάν ήθελεν ιατρευθή τινάς από θανατηφόρον ασθένειαν˙ και οι μεν φίλοι του ιατρευθέντος να χαίρουν και να ευχαριστούν εις τον εκείνον θεραπεύσαντα ιατρόν˙ ο δε ιατρευθείς να μην αισθάνεται την ιατρείαν και σωτηρίαν, όπου έλαβε, και ούτε να χαίρη, ούτε να αποδίδη την ευχαριστίαν εις τον ιατρόν.
Φανερόν δε είναι εις εσέ, αγαπητέ, το ωφέλιμον νόημα, όπου ημπορείς να κερδήσης από το Τροπάριον τούτο˙ διότι και συ πρέπει να υμνής και να δοξολογής ακαταπαύστως τον Δεσπότην Χριστόν. Αυτός γαρ δια μέσου του παναγίου αίματός του, το οποίον έχυσεν επάνω εις το σήμερον υψούμενον ξύλον του Σταυρού, από τας παναγίας του χείρας και πόδας, και από την ακήρατόν του πλευράν, έως και εις αυτήν την υστέραν σταλαγματίαν, αυτός, λέγω, δια μέσου του παναγίου αυτού αίματος, ανέπλασεν όλο το γένος των Ανθρώπων, και μαζί με όλους ανέπλασε και εσέ. Και καθώς ο καλούμενος οπός: ήτοι το ολίγον γάλα της συκής, βαλλόμενον μέσα εις το πολύ γάλα των προβάτων πήζει αυτό και στερεοί και τυρί απεργάζεται˙ όθεν πολλοί αντί πητύας μεταχειρίζονται τούτο˙ ούτω και αι ρανίδες του ζωηρού αίματος του Κυρίου αι εκχυθείσαι εν τω Σταυρώ, ανέπλασαν όλον τον Κόσμον και εστερέωσαν αυτόν εις την θεογνωσίαν και αρετήν, ως λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος˙ «Ουδέν δε, οίον το θαύμα της εμής σωτηρίας˙ ρανίδες αίματος ολίγαι κόσμον όλον αναπλάττουσαι, και γίνονται, καθάπερ οπός γάλακτι, πάσιν Ανθρώποις, εις εν ημάς συνδέουσαι και συνάγουσαι» (Λογ. εις το Πάσχα). Όθεν όσες φορές βλέπεις τον γλυκύτατον Ιησούν Χριστόν εν τω Σταυρώ αιματοκυλισμένον, και τετρωμένας έχοντα χείρας πόδας και πλευράν, λέγε με θερμήν αγάπην προς αυτόν εκείνα τα ερωτικά λόγια, όπου έλεγε προς αυτόν μία ευλαβής ψυχή˙ «Ου θέλω άτρωτος είναι, ορών σε τετρωμένον» (Παρά τη Ασφαλεί οδηγία).
Προσκυνεί δε και συ ευλαβώς μαζί με όλους τους λαούς, τον Σταυρόν του Κυρίου τον πανσεβάσμιον, δια μέσου του οποίου έγινεν η ανάστασις όλου του Κόσμου, και ακολούθως έγινε και η ιδική σου ανάστασις˙ ανάστασις όμως ένδοξος˙ ανάστασις λαμπρά και ανάστασις, όπου έχει να σε κάμη κατά χάριν Θεόν˙ εάν μέχρι τέλους επιμείνης εν τη ευσεβεία και αρετή. Όθεν όσες φορές προσκυνείς τον Σταυρόν του Χριστού, μη παύης από το να λέγης και συ προς αυτόν εκείνα τα λόγια, όπου είπεν ο άγιος μάρτυρας Θεόδωρος ο εν Πέργη, ο κατά την δεκάτην εννάτην του Απριλίου εορταζόμενος, όταν είδε τον Σταυρόν εμπηγμένον εις την γην, επάνω εις τον οποίον έμελλε να σταυρωθή˙ «Χαίροις Σταυρέ, καύχημα των Χριστιανών˙ χαίροις λυτρωτά αμαρτωλών, στερέωμα δικαίων, κλίμαξ ουράνιε, Προφητών κήρυγμα, φωστήρ εσκοτισμένων, κήρυξ αληθινέ των του Χριστού παθών, των Πιστών η ανάστασις, των νεκρών η άφθορος πηγή˙ δια σου οι προσερχόμενοι ζωήν αιώνιον κληρονομούσι˙ πρόσδεξαί με εν ιλαρότητι˙ όπως τον εν σοι κρεμασθέντα σαρκί Θεόν άφθαρτον, δοξάσω εις τους αιώνας. Αμήν» (εν τω βίω αυτού).
                          
                                   Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν

Γηγενείς παλάμαις, οικονόμοι της χάριτος, Σταυρόν ου εστη Χριστός ο Θεός, υψούτε ιεροπρεπώς και λόγχην, Θεού Λόγου σώμα αντιτορήσασαν. Ιδέτωσαν έθνη πάντα το σωτήριον του Θεού, δοξάζοντα εις τους αιώνας.

                                       Ερμηνεία

Ουδέ εν τω Τροπαρίω τούτω μακρύνει ο ιερός Κοσμάς από την ογδόην Ωδήν των τριών Παίδων. Όθεν, καθώς εκείνοι έλεγον «Ευλογείτε Ιερείς Κυρίου, δούλοι Κυρίου τον Κύριον» και παρακινεί αυτούς να υψώσουν τον τίμιον Σταυρόν, ούτως επί λέξεως φράζων˙ ω Ιερείς και Αρχιερείς του Θεού του υψίστου, οίτινες κατά μεν την φύσιν είσθε γηγενείς: ήτοι πλασμένοι από την γην˙ κατά μεν την φύσιν είσθε οικονόμοι της του Χριστού χάριτος˙ ούτω γαρ ο Κορυφαίος των Αποστόλων σας ονομάζει λέγων, «Έκαστος καθώς έλαβε χάρισμα, εις εαυτούς αυτό διακονούντες ως καλοί οικονόμοι ποικίλης χάριτος του Θεού» (α΄Πετ. Δ΄10)˙ και ο Παύλος δε οικονόμους Μυρείς, υψούτε με τας παλάμας: ήτοι με τας χείρας σας (του μέρους αντί του όλου λαμβανομένου κατά συνεκδοχήν) ιεροπρεπώς: τουτέστι σεβασμίως και με κάθε ευλάβειαν, καθώς είναι πρέπον εις τους Ιερείς και Αρχιερείς να τιμώσι τα άγια ως άγιοι. Ποίον δε υψώσατε ιεροπρεπώς; τον τίμιον Σταυρόν, επάνω εις τον οποίον εστάθη Χριστός ο Θεός, καρφωθείς εν αυτώ τας χείρας και τους πόδας˙ η με το, εστη, φανερώνει ο Μελωδός το υποπόδιον, το οποίον ήτον ξύλον ξεχωριστόν καρφωμένον με τον Σταυρόν, επάνω εις τον οποίον εβάλθησαν οι πόδες του Κυρίου δια να καρφωθούν δυνατωτέρα˙ καθώς γράφει ο θείος Ειρηναίος και ο Άγιος Ιουστίνος˙ και ούτως επληρώθησαν τα προφητικά εκείνα, το «Υψούτε Κύριον τον Θεόν ημών, και προσκυνείτε τω υποποδίω των ποδών αυτού» (Ψαλ., ψη΄5) και το «Προσκυνήσωμεν εις τον τόπον, ου έστησαν οι πόδες αυτού» (Ψαλ. ρλα΄7).
Μαζί δε με τον Σταυρόν υψώσατε ιεροπρεπώς και την αγίαν λόγχην, η οποία αντιτόρησεν: ήγουν επερόνισε και ετρύπησε το Θεοϋπόστατον σώμα του Θεού Λόγου˙ υψώσεως γαρ και προσκυνήσεως και πάσης τιμής είναι άξια, όχι μόνον ο Σταυρός, αλλά και η λόγχη, και ο κάλαμος, και ο σπόγγος, και οι ήλοι, και τα λοιπά, όσα συνήργησαν και υπηρέτησαν εις τα πάθη του υπέρ ημών παθόντος Χριστού, ως αγιασθέντα δια της επαφής της παναγίας και θεοϋποστάτου αυτού σαρκός 29 .  Ας ιδούν δε και τα Έθνη τα εσκοτισμένα από το σκότος της αγνωσίας, το σωτήριον του Θεού, το οποίον έλαμψεν˙ εις τον Κόσμον δια του τιμίου Σταυρού, και ας δοξάσουν αυτό εις πάντας τους αιώνας. Εδανείσθη δε τούτο ο Μελωδός, κατά τον Πτωχόν Πρόδρομον, από τον δίκαιον Συμεών τον θεοδόχον, ος τις βλέπων και βαστάζων τον Δεσπότην Χριστόν εν ταις αγκάλαις του τεσσαρακονθήμερον νήπιον, είπε μετά χαράς ταύτα τα λόγια «Είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου» και εξηγών τι ήτον αυτό το σωτήριον του Κυρίου, λέγει ακολούθως «Φως εις αποκάλυψιν Εθνών» (Λουκ. β΄30).

29. Συμφώνως δε είπε και ο Θείος Ιωάννης ο Δαμασκηνός «Προσκυνητέον τους ήλους, την λόγχην, τα ενδύματα, και τα ιερά αυτού σκηνώματα, ατινα εισιν η φάτνη, το σπήλαιον, ο Γολγοθάς, ο Σταυρός, ο ζωοποιός τάφος, η Σιών των Εκκλησιών η ακρόπολις, και τα όμοια, ως φησίν ο Θεοπάτωρ Δαβιδ˙ εισελευσώμεθα εις τα σκηνώματα αυτού, προσκυνήσωμεν εις τον τόπον, ου έστησαν οι πόδες αυτύ». Ότι δε τον Σταυρόν λέγει, δηλοί το επόμενον «Ανάστηθι Κύριε, εις την ανάπαυσίν σου˙ έπεται γαρ τω Σταυρώ η Ανάστασις˙ ει γαρ των ερωμένων ποθητόν οίκος και κλίνη, και περιβόλαιον, πόσω μάλλον τα του Θεού και Σωτήρος, δι΄ων και σεσώμεθα»; (Βιβλ. Δ΄κεφ. πη΄του Θεολογικού).
Δια τούτο λοιπόν και ο ιερός Κοσμάς λέγει ότι τα Έθνη αποκαλυφθέντα: ήτοι αποβάλοντα το σκότος της και δια μέσου του Σταυρού, ας ιδούν τον εν τω Σταυρώ υψωθέντα, και την φύσιν των ανθρώπων συνανυψώσαντα.
Φαίνεται δε αρμοδιώτερον, ότι ο Μελωδός εδανίσθη τα ανωτέρω λόγια από τον Δαβίδ λέγοντα «Είδοσαν πάντα τα πέρατα της γης το σωτήριον του Θεού ημών» (Ψαλ. ψζ΄3).
Εγώ δε νομίζω, ότι δια τούτο είπεν ο ιερός Κοσμάς, το «Ιδέτωσαν Έθνη πάντα το σωτήριον του Θεού» δια να φανερώση την ιστορίαν, όπου ηκολούθησεν εις την Ιερουσαλήμ εν τω ναώ της αγίας Αναστάσεως, κατά την σήμερον ημέραν της Υψώσεως του Σταυρού.
Επειδή γαρ όλος ο λαός των Χριστιανών εζήτει να προσκυνήση και να ασπασθή τον Σταυρόν του Κυρίου, κατά προηγούμενον λόγον δεν ηδύνετο δε να επιτύχη του ποθουμένου δια το πολύ πλήθος˙ τούτου χάριν εζήτησαν κατά λόγον δεύτερον να αξιωθούν να ιδούν καν τη γλυκυτάτην θεωρίαν του Σταυρού. Όθεν ο τότε Πατριάρχης των Ιεροσολύμων Μακάριος, αναβάς επάνω εις τον άμβωνα εσήκωσεν υψηλά με τας δυο του χείρας τον κοσμοπόθητον Σταυρόν, και έδειξεν αυτόν φανερώς εις όλους τους υποκάτω ευρισκομένους Χριστιανούς, οίτινες τούτον ιδόντες εφώναζαν από καρδίας όλοι ομού το, «Κύριε ελέησον». Πρόδηλον δε, ότι οι τον Σταυρόν ιδόντες Χριστιανοί, εκ των Εθνών εκατάγοντο, τα οποία παρακινεί εδώ ο Μελωδός να δουν το σωτήριον του Θεού: ήτοι τον Σταυρόν.
Αλλά και συ, Χριστιανέ αδελφέ μου, όσες φορές εμβαίνεις μέσα εις την Εκκλησίαν, σήκωνε τα ομμάτιά σου υψηλά, και βλέπε τον υπέρτιμον Σταυρόν του Κυρίου, ο οποίος στέκεται υψωμένος επάνω από τας αγίας Εικόντας εις το διαστέλλονα (τέμπλον), και βλέπων αυτόν συλλογίζου, ότι βλέπεις αυτό το σωτήριον του Θεού˙ επειδή δια μέσου του Σταυρού ειργάσατο σωτηρίαν εν μέσω της γης: ήτοι παρρησία και εις όλην την γην ο Μονογενής Υιός του Θεού, κατά το ιερόν λόγιον του Δαβίδ (Ψαλ. ογ΄12). Βλέπων δε και εν τον εν τω Σταυρώ προσηλωθέντα Δεσπότην σου καταπληγωμένον, ενθυμήσου την υπερβάλλουσαν αγάπην, όπου έδειξεν εις εσέ ο αγαπητός και γλυκύς και πράγμα και όνομα Ιησούς Χριστός. Όθεν ανάψας από μίαν φλόγα θείας αγάπης, ερώτησέ τον με τον Προφήτη Ζαχαρίαν, και ειπέ τον, Δέσποτα Δέσποτα, δια τίνος αγάπην έλαβες τας πληγάς ταύτας; «Και ερώ προς αυτόν˙ τι αι πληγαί αύται αναμέσον των χειρών σου» (Ζαχ. ιγ΄6) και βέβαια θέλει αποκριθή με τον αυτόν Ζαχαρίαν και σοι ειπή˙ ότι έλαβε τας πληγάς αυτάς εις τον οίκον τον αγαπητόν του: τουτέστι δια τον αγαπητόν λαόν των Χριστιανών του, ακολούθως δε, και δια την ιδικήν σου αγάπην˙ «Και ερεί˙ ας επλήγην εν τω οίκω τω αγαπητώ μου» (Αυτοθ.).

                                      Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν

Οι τη θεία ψήφω, προκριθέντες αγάλλεσθε, Χριστιανών πιστοί βασιλείς˙ καυχάσθε το τροπαιοφόρον όπλον, λαχόντες θεόθεν, Σταυρόν τον τίμιον˙ εν τούτω γαρ φύλα πολέμων, θράσος επιζητούντα, σκεδάννυνται εις τους αιώνας.

                                       Ε ρ μ η ν ε ί α

Αφ΄ου εις τα ανωτέρω Τροπάρια εκάλεσεν ο Θεσπέσιος Μελωδός εις υμνωδίαν Κυρίου, πρώτον τους τρεις Παίδας, δεύτερον τους Αγγέλους και Ανθρώπους, τρίτον τους Αρχιερείς και Ιερείς˙ τώρα καλεί τέταρτον εις αυτήν, και τους πιστούς Βασιλείς, λέγων, ω πιστοί και ορθόδοξοι Βασιλείς των Χριστιανών, οίτινες με θεϊκήν ψήφον και βουλήν εδιαλεχθητε εις το να Βασιλεύετε, εσείς, λέγω, αγάλλεσθε πνευματικώς: τουτέστι με υπερβολήν ευφραίνεσθε εν τη εορτή ταύτη της Υψώσεως του Σταυρού. Διατί δεν είπεν απλώς ευφραίνεσθε, αλλά αγάλλεσθε; επειδή, κατά τον Ευθύμιον τον Ζυγαδινόν, η αγαλλίασις ετυμολογείται από το, άγαν και το, άλλομαι˙ εκείνος γαρ αγαλλιάται: είτουν αγάλλεται, ούτινος η καρδία άλλεται και πηδά από την υπερβολικήν χαράν, και τρόπον τινά ενθουσιάται.
Όχι μόνον δε αγάλλεσθε εσείς οι πιστοί Βασιλείς, αλλά και προς τούτοις καυχάσθε καύχημα θείον και επαινετόν, όχι δια τα πολεμικά σας στρατεύματα, όχι δια τα πολεμικά σας στρατεύματα, όχι δια τα πλήθη των ίππων και αρμάτων σας, όχι δια το σκήπτρον και το Βασιλικόν διάδημα οπου φορείτε, αλλά διότι ελάχετε: ήτοι εκπληρώθητε από τον Θεόν ένα νικητικόν και τροπαιοφόρον άρμα: δηλαδή τον τίμιον Σταυρόν του Χριστού. Δια τούτο γαρ και οι ορθόδοξοι Βασιλείς Σταυροφόροι ονομάζονται˙ επειδή φορούσι και εν σω στήθει, και εν τω διαδήματι αυτών τον Σταυρόν του Κυρίου. Όθεν έγραψεν ο Χρυσοστομικός κάλαμος «Έσται η ανάπαυσις αυτού τιμή˙ ωσεί έλεγεν, αυτό το είδος της τελευτής (ήτοι ο Σταυρός), διαδήματος εστι τιμιώτερον˙ οι γουν Βασιλείς διαδήματα αποτιθέμενοι, τον Σταυρόν αναλαμβάνουσι, το σύμβολον αυτού της τελευτής˙ εν πορφυρίσι Σταυρός˙ εν διαδήμασι Σταυρός˙ επί όπλων Σταυρός˙ και πανταχού της οικουμένης ο Σταυρός υπέρ τον ήλιον διαλάμπει» (Λόγος ότι Θεός ο Χριστός τόμος ς΄). Αλλά και όταν οι Βασιλείς πολεμώσι τους Βαρβάρους εχθρούς των, έμπροσθεν προπορεύεται η νικητική σημαία και το τροπαιούχον φλάμπουρον του Σταυρού, το οποίον και Λάβουρον ονομάζεται. Διο είπε πάλιν ο θείος Χρυσόστομος «Οι βαστάζοντες το Βασιλικόν εν πολέμω, το λεγόμενον τη συνηθεία Λάβουρον, πολλής δέονται της ισχύος και της εμπειρίας, ώστε αυτό μη προδούναι τοις πολεμίοις» (Λόγος γ΄εθς την α΄προς Τιμόθεον). Τροπαιοφόρον δε όπλον ωνόμασε τον Σταυρόν ο Ασματογράφος˙ διότι,  λέγει, με την απροσμάχητον αυτού δύναμιν, διασκορπίζονται και αφανίζονται αι βαρβαρικαί φυλαί των απίστων Εθνων, αι οποίαι ζητούσι θράσος πολέμων: ήτοι ζητούσι πολέμους θρασείς και αγρίους και απανθρώπους κατά περίφρασιν, εναντίον των ευσεβών Βασιλέων, και εναντίον των ορθοδόξων Χριστιανών. Εδανίσθη δε τον λόγον τούτον ο Μελωδός από τον Δαβίδ λέγοντα «Διασκόρπισον Έθνη τα τους πολέμους θέλοντα» (Ψαλ. ξζ΄31).
Αλλά και συ, Χριστιανέ, πρόσεχε να μη αγάλλεσαι εις τα του Κόσμου πράγματα, μηδέ να καυχάσαι εις το γένος και πλούτον και δόξαν σου, μήτε εις την σοφίαν του νοός σου, και εις την ανδρείαν του σώματός σου˙ διότι όλα τα τοιαύτα καυχήματα είναι μάταια, και ομοιάζουν με τον καπνόν, όπου διαλύεται εις τον αέρα˙ «Μη καυχάσθω γαρ, φησίν, ο φρόνιμος εν τη φρονίσει αυτού, μήτε ο δυνατός εν τη δυνάμει αυτού, μήτε ο πλούσιος εν τω πλούτω αυτού» (α΄Βας. Β΄10) αλλά καυχού εις την δύναμιν του Σταυρού, και εις την πίστιν του σταυρωθέντος Χριστού, λέγων και συ με τον Παύλον «Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω Σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Γαλ. στ΄14). Όθεν χάραττε συχνάκις εις το μέτωπόν σου το σημείον του Σταυρού, καθώς συνεχώς εχάραττον αυτόν και οι παλαιοί Χριστιανοί ως λέγει ο Χρυσορρήμων˙ «Και γαρ συνεχώς το σχήμα του Σταυρού άπαντες εγχαράττουσιν επί του μετώπου καθ΄εκάστην ημέραν διατυπούμενον περιφέρουσιν» (Λόγος ότι Θεός ο Χριστός, Τόμος ς΄).
Οι παλαιοί Χριστιανοί, όταν επήγαιναν εις λουτρόν, ή άναπταν λύχνον, εποίουν το σημείον του Σταυρού κατά τον Χρυσόστομον˙ «Εισί πολλοί οι εν βαλανείοις εισίοντες, άμα τω τας θύρας υπερβήναι, σφραγίζονται (με τον Σταυρόν δηλ.)˙ πάλιν λύχνου αφθέντος, πολλάκις της διανοίας έτερον τι σκεπτομένης, η χειρ την σφραγίδα (ήτοι τον Σταυρόν) ποιεί» (Λόγος ι΄εις τας Πράξεις). Ούτω ποίει και συ, αδελφέ, μιμούμενος τους αγίους εκείνους Χριστιανούς. Μάλιστα δε, όταν βλέπης τον εαυτόν σου, ότι αρχίζει δια να θυμώνεται κατά τινος αδελφού, ευθύς σημείωσον τον τύπον του Σταυρού εις το στήθος σου˙ ίνα η δύναμις του Σταυρού γένη ως χαλινάρι, και εμποδίση την ορμήν και το Δαιμόνιον του θυμού. Ούτω σε συμβουλεύει να κάμνης ο ανωτέρω χρυσούς Πατήρ λέγων «Απαλλαγώμεν ουν τούτου του Δαίμονος (του θυμού δηλ.)˙ αρχόμενον αυτόν καταστείλωμεν˙ την σφραγίδα (ήτοι το σημείον του Σταυρού) επιθώμεν τω στήθει, καθάπερ τινά χαλινόν» (Λόγος ιζ΄εις τας Πράξεις). Πολλοί δε και όταν χασμώνται, και όταν μέλλουν να λαλήσουν λόγον, ποιούσι το σημείον του Σταυρού εις το στόμα των˙ τους οποίους μιμού και εσύ.
Ήξευρε γαρ, αγαπητέ αδελφέ, ότι ο αντίδικος και εχθρός ημών Διάβολος, βαστών τοξάρι τεντωμένον εις τας χείρας του, στέκεται πάντοτε έτοιμος δια να μας σαϊτεύση εις κάθε μας κίνημα. Όθεν ο Θεός έδωκεν εις ημάς τους αγαπητούς του ένα προφυλακτικόν άρμα˙ ίνα σημειώνωμεν αυτό εις τον εαυτόν μας, και ούτω γλυτώνωμεν από τας σαΐτας του Διαβόλου. Και τούτο ο Θεοπάτωρ Δαβίδ προφητεύων εβόησεν «Έδωκας τοις φοβουμένοις σε σημείωσιν του φυγείν από προσώπου τόξου˙ όπως αν ρυσθώσιν οι αγαπητοί σου» (Ψαλ. νθ΄6-7). Τούτο δε ερμηνεύων ο Χρυσορρήμων λέγει «Σημείωσις ο Σταυρός εν μετώπω και χειρί του πιστού˙ τόξον δε, η πλάνη˙ τοξότης, ο Διάβολος˙ βέλη (ήτοι σαΐται), οι αισχροί λογισμοί˙ πληγαί αι εκ των βελών γινόμεναι, αι αμαρτίαι» (Λογ. εις την προσκύνησιν του Σταυρού). Εάν λοιπόν και συ, αδελφέ, θέλης να γλυτώσης από τας πεπυρωμένας σαΐτας του πονηρού, συνεχώς ποίει το σημείον του τροπαιοφόρου Σταυρού˙ και καμμία βλάβη θανατηφόρος δεν θέλει σε εγγίσει˙ καθώς περί του σημείου τούτου δια του Ιεζεκιήλ προείπεν ο Θεός, προστάξας τους Αγγέλους, όπου έμελλον να θανατώσουν τους εν Ιερουσαλήμ Ιουδαίους, να μη εγγίσουν εις εκείνους, όπου είχον το σημείον (του Σταυρού δηλ.) εις το μέτωπόν των˙ «Επί πάντας, εφ΄ους εστί το σημείον, μη εγγίσητε» (Ιεζ. θ΄6).

                       Ω δ ή   θ΄.   Ο  Ε ι ρ μ ό ς.

«Μυστικός ει Θεοτόκε Παράδεισος, αγεωργήτως βλαστήσασα Χριστόν, υφ΄ου το του Σταυρού, ζωηφόρον εν γη, πεφυτούργηται δένδρον˙ δι΄ου νυν υψουμένου, προσκυνούντες αυτόν, σε μεγαλύνομεν.


                                Ε ρ μ η ν ε ί α.

Επειδή η εννάτη Ωδή είναι ποίημα της Κυρίας ημών Θεοτόκου˙ δια τούτο και ο Πρόεδρος Μαϊουμά θείος Κοσμάς οικειότατα αποστρέφει τον Ειρμόν τούτον εις την αυτήν Θεοτόκον, και ενταυτώ προσαρμόζει αυτόν και εις την εορτήν της Υψώσεως του Σταυρού, λέγων , ω Θεοτόκε, εσύ είσαι ο μυστικός και νοητός Παράδεισος˙ διότι, καθώς ο εν Εδέμ αισθητός Παράδεισος, χωρίς να γεωργηθή και να σπαρθή από άνθρωπον, εβλάστησε θεόθεν τα εν Παραδείσω ξύλα˙ ούτω και συ, χωρίς να γεωργηθής και να σπαρθής από άνθρωπον: ήτοι από σποράν ανθρώπου, εγέννησας εκ Πνεύματος Αγίου τον Δεσπότην Χριστόν, τον Θεόν ομού όντα και άνθρωπον, από τον οποίον καθό Θεόν και το της ζωής ξύλον εκείνο εφυτεύθη πάλια εν τω μέσω της Εδέμ: ήτοι της τρυφής του Παραδείσου, και ύστερον εφυτεύθη το ζωηφόρον δένδρον του Σταυρού εν τω μέσω της γης˙ καθώς ψάλλει ο Προφητάναξ «Σωτηρίαν ειργάσω εν μέσω της γης» (Ψαλ. ογ΄12). Εφυτουργήθη δε είπε, δια να δείξη, ότι καθώς ο Χριστός καθό Θεός, τα αισθητά φυτά δια της αυτού Προνοίας ποτίζει με το της βροχής νερόν, και ούτω κάμνει αυτά να ριζώνωνται εν τη γη και να βλαστάνουν καρπούς αισθητούς˙ ούτω και το ξύλον του Σταυρού ποτίσας ο αυτός Χριστός καθό άνθρωπος με το αίμα και το ύδωρ, όπου έτρεξαν από την ακήρατόν του πλευράν, έκαμε να βλαστήση τούτο και να τελεσφορήση καρπόν, όχι ζωής προσκαίρου, αλλά ζωής αθανάτου και αιωνίου. Είτα επιφέρει, ότι δια μέσου Σταυρού τούτου του υψουμένου κατά την Σήμερον ημέραν, ημείς οι Χριστιανοί προσκυνούντες αυτόν τον Χριστόν, τον Μονογενή σου Υιόν, σε μεγαλύνομεν την τεκούσαν αυτόν ασπόρως Θεοτόκον. Μεγαλύνομεν δε είπε, και ουχί υμνούμεν ή τιμώμεν ή άλλο κανένα ρήμα˙ δια να φανερώση το χαρακτηριστικόν ιδίωμα της εννάτης Ωδής της Θεοτόκου, ήτις αρχίζει από το ρήμα μεγαλύνω˙ φησί γαρ, «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον» (Λουκ. α΄46).
Αρμόζει δε το νόημα του Τροπαρίου τούτου και εις εσέ, ω αναγνώστα˙ διότι πάντα τα καλά εχαρίσθησαν εις εσέ δια μέσου της Κυρίας Θεοτόκου˙ δι΄αυτής εφάνη ο Θεός εν τω Κόσμω˙ δι΄αυτής υψώθη το ξύλον του Σταυρού˙ δι΄αυτής εφάνη ο Θεός εν τω Κόσμω˙ δι΄αυτής υψώθη το ξύλον του Σταυρού˙ δι΄αυτής η ιδική σου σωτηρία γέγονεν. Όθεν εις ανταμοιβήν των τοσούτων ευεργεσιών, όπου ηξιώθης δια της Θεοτόκου, χρεωστείς και συ να μεγαλύνης το θεομητορικόν και πανσέβαστον αυτής υποκείμενον, με λογισμούς θείους και μεγαλοπρεπείς, με λόγια μεγάλα και εγκώμια θεομητροπρεπή και με έργα αρεστά εις την θεομητορικήν της μεγαλειότητα˙ ούτω γαρ μεγαλύνεται η θεομεγάλυντος Μήτηρ του Θεού. Εάν δε εκ του εναντίου έχης εις τον νουν σου λογισμούς σμικροπρεπείς περί πλούτου, περί δόξης, περί ηδονών και περί άλλων γηΐνων πραγμάτων˙ ήξευρε, ότι δεν μεγαλύνεις την Θεοτόκον, αλλ΄όσον εκ μέρους σου, σμικρύνεις την μεγαλειότητα της Θεοτόκου. Ομοίως και εάν έχης εις το στόμα σου φλυαρίας και ματαιολογίας, και εάν πράττης έργα ταπεινά και ανάξια της Θεοτόκου, και του Χριστιανικού  επαγγέλματός σου˙ ήξευρε, ότι με αυτά όλα σμικρύνεις την Θεοτόκον. Επειδή γαρ η Θεοτόκος είναι και λέγεται κατά χάριν Μήτηρ των Χριστιανών, δια τούτο ακολούθως και όσα άτοπα νοήματα ή λόγια ή έργα πράξουν οι Χριστιανοί, τα κατά χάριν τέκνα της Θεοτόκου, εις αυτήν την Θεοτόκον την κατά χάριν Μητέρα των αναφέρονται.
Αν λοιπόν εσύ μεγαλύνης την Θεοτόκον, Χριστιανέ, ως είπομεν, βέβαια και η Θεοτόκος θέλει μεγαλύνει εσέ και εις την παρούσαν ζωήν και εις την μέλλουσαν, και αδιαλείπτως θέλει πρεσβεύει δια την σωτηρίαν σου˙ διότι, αν η Δεβώρα και η Ιαήλ εφάνηκαν βοηθοί εις τον λαόν του Ισραήλ, πως δεν θέλει φανή βοηθός ιδική σου αυτή η εύσπλαχνος Μήτηρ του Κυρίου; Θέλης να το βεβαιωθής; άκουσον τι λέγει ο χρυσούς Ρήτωρ της Εκκλησίας˙ «Και νυν ου λείπει τω Θεώ Δεβώρα˙ ου λείπει τω Θεώ Ιαήλ˙ έχομεν γαρ και ημείς την αγίαν Παρθένον και Θεοτόκον Μαρίαν πρεσβεύουσαν υπέρ ημών˙ ει γαρ η τυχούσα γυνή ενίκησε, πόσω μάλλον η του Χριστού Μήτηρ καταισχύνει τους εχθρούς της αληθείας»; (Λογ. περί του χρησίμως τας Προφητείας ασαφείς είναι).

                                    Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν
Αγαλλέσθω τα δρυμού ξύλα σύμπαντα, αγιασθείσης της φύσεως αυτών, υφ΄ου περ εξ αρχής, εφυτεύθη Χριστού, τανυθέντος εν ξύλω˙ δι΄ου νυν υψουμένου, προσκυνούμεν αυτόν, σε μεγαλύνομεν.

                                   Ε ρ μ η ν ε ί α

Από τον Ιερόν ψαλτήρα του Δαβίδ εδανείσθη ο Ιερός Κοσμάς το παρόν Τροπάριον˙ ψάλλει γαρ εκείνος ούτως εν τω εννενηκοστώ πέμπτω ψαλμώ, Στίχω δωδεκάτω˙ «Αγαλλιάσονται πάντα τα ξύλα του δρυμού». Όθεν ο θείος Μελωδός προστακτικώς προσφέρων τον λόγον κατά σχήμα προσωποποιΐας, λέγει εις τα άλογα ξύλα, ως εάν ήτον λογικά˙ ας χαίρουν όλα τα ξύλα: ήτοι δένδρα του δρυμώνος και λόγγου. Δρυμός δε κυρίως ονομάζεται ο τόπος εκείνος, ο φυτευμένος ων από τας δρυς, όπου κατασκευάζουν τα βαλάνια, τας οποίας δρυς πολλοί συνειθίζουν να ονομάζουν δένδρα. Δια τι δε αυτά να χαίρουν; επειδή, λέγει, δια μέσου του ξύλου του Σταυρού ηγιάσθη όλη η φύσις των ξύλων. Από ποίον; από τον Δεσπότην Χριστόν, ος τις όχι μόνον απλώθη επάνω εις το ξύλον του Σταυρού, αλλά και εφύτευσεν εν τη αρχή του Κόσμου όλα τα είδη και γένη των ξύλων.
Ο λόγος γαρ εκείνος, τον οποίον είπεν ο Θεός εν τη δημιουργία των ξύλων «Βλαστησάτω η γη βοτάνην χόρτου σπείρον σπέρμα κατά γένος και καθ΄ομοιότητα, και ξύλον κάρπιμον ποιούν καρπόν, ου το σπέρμα αυτού εν αυτώ κατά γένος επί της γης» (Γεν. α΄11) αυτός, λέγω, εφανέρωνε τον ενυπόστατον Λόγον και Μονογενή Υιόν του Πατρός, δι΄ου τα πάντα, ακολούθως δε και τα ξύλα εγένετο. Όθεν είπεν ο μέγας Βασίλειος. «Η Γραφή τον Θεόν προστάττοντα και διαλεγόμενον εισάγουσα, τον ω προστάσσει και ω διαλέγεται κατά το σιωπώμενον υποφαίνει… Δια τούτο οδώ τινι και τάξει ημάς εις την περί του Μονογενούς έννοιαν προσβιβάζει» (Ομιλ. γ΄εις την εξαήμ.). Καθώς λοιπόν ο Κύριος ηγίασε το ύδωρ του Ιορδάνου, δια δε του ύδατος του Ιορδάνου ηγίασε και όλην την φύσιν των υδάτων˙ ούτως ο αυτός Κύριος σταυρωθείς ηγίασε το ξύλον του Σταυρού, δια δε του ξύλου του Σταυρού ηγίασε και όλην την φύσιν των ξύλων. Όθεν επειδή κατά την σήμερον ημέραν υψούται το ξύλον του Σταυρού˙ τούτου χάριν ημείς οι Χριστιανοί δια μέσου του Σταυρού προσκυνούμεν τον εν αυτώ σταυρωθέντα Χριστόν. Προσκυνούντες δε πάλιν τον Χριστόν, ενταυτώ μεγαλύνομεν και εσέ, Θεοτόκε, την Μητέρα του Χριστού.
Αρμόζει δε το Τροπάριον τούτο και εις εσέ, αγαπητέ˙ διότι αν δια τούτου προστάζωνται να χαίρουν τα αναίσθητα και άλογα ξύλα, πόσω μάλλον πρέπει να χαίρης εσύ ο αισθητός και λογικός άνθρωπος; διότι η ιδική σου φύσις ηγιάσθη, εσώθη και εδοξάσθη από τον Χριστόν. Εάν γαρ εσύ δεν αγάλλεσαι εις την άπειρον ευεργεσίαν ταύτην, όπου έλαβες παρά του γλυκυτάτου και πράγμα και όνομα Ιησού˙ τούτο είναι κακόν σημείον δια λόγου σου˙ δείχνεις γαρ με τούτο, ότι δια των παθών και των αμαρτιών έσβυσες, ή το ελάχιστον συνέχωσες τον σπινθήρα της χάριτος του Αγίου Πνεύματος, όπου έλαβες, όταν εβαπτίσθης˙ και δια τούτο δεν αισθάνεσαι εις την καρδίαν σου καμμίαν πνευματικήν χαράν και αγαλλίασιν. Όθεν απόβαλε, αδελφέ, την στάκτην και το χώμα: ήτοι τα πάθη από την καρδίαν σου, βάλλε προσανάμματα εις αυτήν την θερμήν πίστιν, την στερεάν ελπίδα, την ιεράν προσευχήν, την συνέχειαν της θείας κοινωνίας (εάν είσαι δηλαδή άξιος: ήτοι εάν δεν έχης εμπόδιον κανονικόν), και την εργασίαν των Θείων εντολών˙ και ούτως άναψον την ψυχήν σου εις την αγάπην του Ποιητού και Σωτήρος σου. Εάν ουν ούτω ποιούντος σου, αγαλλιάται και σκιρτά έσωθεν η καρδία σου, ήξευρε, αγαπητέ αδελφέ μου, ότι το σκίρτημα αυτό είναι ένα καλόν σημείον δια λόγου σου˙ διότι δείχνεις με τούτο, ότι αληθώς εβαπτίσθης, και αληθώς έλαβες Πνεύμα Άγιον˙ ως βεβαιοί ο μέγας Αθανάσιος λέγων «Ώσπερ η εν γαστρί λαβούσα γυνή εκ των σκιρτημάτων του βρέφους του εν τη μήτρα αυτής επίσταται αψευδώς, ότι καρπόν έλαβεν˙ ούτω και η ψυχή του αληθώς Χριστιανού ου δια ρημάτων γονέων, αλλά δια πραγμάτων και σκιρτημάτων της καρδίας αυτού, και μάλιστα τω καιρώ των εορτών και των φωτισμάτων (ήτοι Βαπτισμάτων) και της μεταλήψεως του αγίου σώματος του Χριστού, μανθάνει εκ της χαράς της ψυχής αυτού, ότι το Πνεύμα το Άγιον έλαβε βαπτισθείς» (εν ταις προς Αντίοχ. ερωταποκρίσεσι) 30 .

                                    Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν

Ιερόν ηγέρθη κέρας θεόφροσι, της κεφαλής των απάντων ο Σταυρός εν ω αμαρτωλών νοουμένων, συνθλώνται τα κέρατα πάντα˙ δι΄ου νυν υψουμένου, προσκυνούμεν αυτόν, και μεγαλύνομεν.

                                     Ε ρ μ η ν ε ί α

Το όνομα του κέρατος σημαίνει μεν και την Βασιλείαν κατά τον Αθανάσιον, επειδή δια του κέρατος του περιέχοντος το έλαιον του χρίσματος εχρίοντο οι Βασιλείς˙ περί ου είρηται «Εκεί εξανατελώ κέρας τω Δαβίδ» (Ψαλ. ρλα΄17) σημαίνει δε και την δόξαν˙ κυρίως όμως σημαίνει την δύναμιν και το όπλον.



30. Όρα περί τούτου κατά πλάτος το τελευταίον ηθικόν του Κανόνος του Ευαγγελισμού, και μαθήση εκεί πολλά.


Λέγεται δε κέρας η δύναμις εκ μεταφοράς των κερασφόρων ζώων, τα οποία έχουν ως δύναμιν και όπλον τα κέρατα˙ οίον βόες, κριοί, τράγοι, έλαφοι, και άλλα. Όθεν εάν κανέν τοιούτον ζώον χάση τα κέρατά του, ευθύς χάνει και την δύναμίν του, και γίνεται ευκολοπίαστον από τους κυνηγούς.
Ο Μελωδός λοιπόν στοχασθείς, ότι ο Ζαχαρίας εν τη εννάτη Ωδή είπε «Και ήγειρε κέρας σωτηρίας ημίν εν τω οίκω Δαβίδ του παιδός αυτού» (Λουκ. α΄69) δια τούτο προσφυώς προσήρμοσε το ρητόν αυτό εις το Τροπάριον τούτο της εννάτης Ωδής, και λέγει, ότι υψώθη εις τους θεόφρονας και πιστούς Χριστιανούς, ένα ιερόν κέρατον: ήτοι μία δύναμις και δόξα και όπλον. Ποίον; ο Σταυρός δηλαδή του Χριστού, ος τις Χριστός είναι κεφαλή των απάντων˙ «Παντός γαρ ανδρός, ο Παύλος φησί, κεφαλή εστίν ο Χριστός» (α΄Κορ. ια΄3).
Προσφυώς δε εδώ κεφαλήν των απάντων ωνόμασε τον Χριστόν και όχι άλλο όνομα, ίνα αινιγματωδώς φανερώση, ότι ώσπερ τα ζώα επί της κεφαλής έχουσι τα κέρατα˙ ούτω και ο Δεσπότης Χριστός σταυρωθείς έχει ως τρία κέρατα επί της κεφαλής: το όρθιον μέρος δηλαδή, και τα δύο πλάγια του Σταυρού˙ με του οποίου την δύναμιν τσακίζονται τα κέρατα και αι δυνάμεις των νοητών αμαρτωλών: ήτοι των αντικειμένων Δαιμόνων, των αρχηγών γενομένων της κακίας εις τους αμαρτωλούς, κατά το ρητόν του Δαβίδ «Και πάντα τα κέρατα των αμαρτωλών συνθλάσω» (Ψαλ. οδ΄10). Λέγων δε ο Μελωδός όλα τα κέρατα, φανερώνει, ότι με το όρθιον και άνω μέρος του Σταυρού συντρίβονται τα κέρατα των Δαιμόνων των εμφιλοχωρούντων τω αέρι με τα δύο δε πλάγια συντρίβονται τα κέρατα των απίστων και των αιρετικών 31 .






31. Χάριν δε των περιέργων σημειούμεν εδώ, ότι κατά μεν τον Χρυσόστομον το πλάτος του ξύλου του Σταυρού ήτον μία σπιθαμή, και ο τόπος εν ω επήχθη, ήτον ενός ποδός˙ ούτω γαρ φησίν «Εννόησον του Σταυρού τον τόπον˙ άρα μιας σπιθαμής είχε περίμετρον ο τόπος του ξύλου; είχε ποδός μέτρον η πήξις του Σταυρού; εννόησον το μέτρο της ύβρεως, και εννόησον τα κλίματα της υπ΄Ουρανόν, ότι επλήσθη η γη του γνώναι τον Κύριον» (Λόγω εις το, πως ούτος οίδε γράμματα. τόμω ε΄). Κατά άλλους δε, ο Σταυρός ήτον κατά μεν το μήκος ποδών δεκαπέντε˙ κατά δε το πλάγιον αυτού ξύλον, ήτον ποδών οκτώ, ως είναι παλαιά παράδοσις˙ και
Όθεν επειδή σήμερον ο ρηθείς Σταυρός υψούται, δια τούτο και ημείς προσκυνούμεν αυτήν:
ήτοι την κεφαλήν του Σταυρού: τουτέστι τον Χριστόν. Προσκυνούντες δε πάλιν τον Χριστόν, ενταυτώ μεγαλύνομεν και εσέ την γεννήσασαν τον Χριστόν. Συνήθειαν γαρ ιδιαιτέραν έχει ο θείος ούτος Κοσμάς, να τελειώνη τας περισσοτέρας Ωδάς των Κανόνων του, με ένα και το αυτό τέλος˙ καθώς τούτο ποιεί και εν τη παρούση Ωδή.
Άμποτε δε και συ, αδελφέ, δια μέσου της δυνάμεως του Σταυρού, να ταπεινώσης το φρόνημά σου, και να τσακίσης το κέρατον της υπερηφανίας και φιλογοξίας, οπου σε πολεμούν˙ καθώς σοι παραγγέλλει ο Προφητάναξ λέγων «Μη επαίρετε εις ύψος το κέρας υμών» (Ψαλ. οδ΄5). Πρέπει γαρ οι Χριστιανοί να μη παρανομούν όλως, μηδέ να αμαρτάνουν, αλλά να μεταχειρίζωνται κάθε αρετήν˙ αφ΄ου όμως αμαρτήσουν, πρέπει να ταπεινώνωνται, κατηγορούντες τον εαυτόν των ως αμαρτωλόν, αλλ΄όχι και να υπερηφανεύωνται, ίνα μη διπλώς κολασθώσι, και ως αμαρτωλοί, και ως υπερήφανοι.
Δια τούτο ο Δαβίδ προστάζει τους τοιούτους λέγων «Είπα τοις παρανομούσι, μη παρανομείτε, και τοις αμαρτάνουσι, μη υψούτε κέρας» (Ψαλ. οδ΄5). Εάν λοιπόν συ, αγαπητέ, ταπεινώνης και συντρίβης το κέρατον της υπερηφανίας, ήξευρε ότι θέλει σε υψώσει ο Θεός˙ επειδή δε ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται (Λουκ. ιδ΄11)˙ και ακολούθως θέλει υψώσει την δόξαν και δύναμίν σου κατά το δαβιτικόν «Και υψωθήσεται το κέρας του Δικαίου» (Ψαλ. οδ΄10).


ορα εν τω Τροπαίω της Πίστεως, Σελ. 203. Δια τι δε μόνος ο Σταυρός του Κυρίου είχε τίτλον και ουχί οι των ληστών; εις τούτο αποκρίνεται ο Χρυσόστομος λέγων «Ου μικρόν δε εντεύθεν οικονομείται, αλλά το παν˙ επειδή γαρ κατεχώσθη του Σταυρού το ξύλον, ως ουδενός αυτόν ανελέσθαι σπουδάζοντος, τω και φόβον επικείσθαι, και προς έτερα κατεπείγοντα τους πιστεύοντας σπεύδειν, έμελλε δε χρόνοις ύστερον επιζητείσθαι, εικός δε τους τρείς ομού κείσθαι Σταυρούς˙  ίνα μη αγνοήσαι ο του Δεσπότου, πρώτον μεν από του μέσον αυτόν κείσθαι, έπειτα δε και από του τίτλου δήλος πάσιν εγένετο˙ οι γαρ των ληστών τίτλους ουκ είχον» (Ομιλ. πε΄εις τον Ιωαν.).  Ήτον δε ο τίτλος του Σταυρού κατεσκευασμένος από ξύλον κατά τον Ζυγαδηνόν Ευθύμιον.




             Ή χ ο ς   ο   α υ τ ό ς ,    Ε ι ρ μ ό ς    ά λ λ ο ς.

Ο δια βρώσεως του ξύλου, τω γένει προσγενόμενος θάνατος, δια Σταυρού κατήργηται σήμερον˙ της γαρ προμήτορος η παγγενής κατάρα διαλέλυται, τω βλαστώ της αγνής Θεομήτορος˙ ην πάσαι αι Δυνάμεις, των ουρανών μεγαλύνουσιν.

                                      Ε ρ μ η ν ε ί α

Απορίας άξιον είναι˙ δια τι ο ιερός Κοσμάς, τας μεν άλλας Ωδάς τόσον του παρόντος Κανόνος, όσον και των άλλων αυτού Κανόνων μοναπλάς εποίησε, την δεν εννάτην ταύτην διπλήν εσύνθεσεν; Ο μεν ουν Θεόδωρος ο καλούμενος Πτωχός Πρόδρομος ο των ασματικών Κανόνων εξηγητής λέγει, ότι επειδή ετελείωσαν τα στοιχεία της ακροστιχίδος του παρόντος Κανόνος, έμειναν δε και άλλαι ιστορίαι περί του Σταυρού διαλαμβάνουσαι, τούτου χάριν ο Μελωδός, μη υποφέρων να αφήση και εκείνας, δια τούτο προσέθηκε και δευτέραν εννάτην Ωδήν, φυλάττων την ιδίαν ακροστιχίδα και αρχίζων τον Ειρμόν ταύτης από το τελευταίον Τροπάριον της ογδόης Ωδής, ίνα και τας ιστορίας εκείνας συμπεριλάβη˙ απίθανος όμως είναι η γνώμη αύτη˙ καθότι την ιστορίαν της Μερράς, όπου ανέφερε πρότερον ο Μελωδός εν τη δ΄Ωδή, ειπών «Πικρογόνους μετέβαλε», ταύτην την ιδίαν αναφέρει και εν τη εννάτη ταύτη Ωδή, λέγων «Μη την πικρίαν την του ξύλου εάσας αναιρέσιμον, Κύριε, δια Σταυρού τελείως εξήλειψας. Όθεν και ξύλον έλυσε ποτε πικρίαν υδάτων Μερράς, προτυπούν του Σταυρού την ενέργειαν». Ομοίως και την ιστορίαν του εν Ουρανώ φανέντος σημείου του Σταυρού επί Κωνσταντίνου, την οποίαν ανέφερεν εν τη πρώτη Ωδή, ειπών «Υπέδειξεν Ουρανός του Σταυρού το τρόπαιον», αυτήν την ιδίαν λέγω αναφέρει και εν τη εννάτη ταύτη Ωδή, λέγων «Ίνα τον τύπον αποδείξης τω Κόσμω προσκυνούμενον, Κύριε», και τα εξής.
Όθεν πιθανωτέρα είναι η γνώμη, την οποίαν αναφέρει περί τούτου ο σοφός Ιωάννης ο Ζωναράς˙ ήτις περιέχεται εν βίβλω χειρογράφω της ιεράς και μεγίστης Λαύρας του εν αγίοις Πατρός ημών Αθανασίου˙



 εν η εκτίθεται παρά του αυτού Ζωναρά μία πλατεία ερμηνεία εις τους οκτωήχους αναστασίμους Κανόνας Ιωάννου του Δαμασκηνού 32 . Εστι δε τοιαύτη η γνώμη εκείνου ˙ λόγος, λέγει, εκ παραδόσεως έφθασεν εις ημάς, ότι ο θείος Κοσμάς, αφ΄ου εσύνθεσε τον παρόντα Κανόνα του Σταυρού, παρέδωκεν αυτόν εις τας Εκκλησίας του Θεού δια να τον ψάλλουσιν. Όθεν έφθασε και εως εις την Πόλιν της Αντιοχείας. Μίαν φοράν δε πηγαίνων ο Άγιος εις την Αντιόχειαν, ήκουσε να ψάλλουν τον Κανόνα οι εκεί ευρισκόμενοι, έξω από το μέλος εκείνο, προς το οποίον αυτός τον ετόνισεν˙ ήτον γαρ και της Μουσικής έμπειρος. Όθεν είπεν εις εκείνους, ότι ψάλλουν τον Κανόνα παρεφθαρμένως, και όχι καθώς τον ετόνισεν ο τούτου Ποιητής.
        Εκείνοι δε μη ηξεύροντες τον άνδρα, και πως; απεκρίθησαν, πώς; καλύτερα       ηξεύρεις συ από ημάς το μέλος του Κανόνος; Ο δε θείος Πατήρ πάλιν είπεν εις εκείνους μετά ημερότητος, ότι ο Κανών εντέχνως ου ψάλλεται.
Επειδή δε εκείνοι περισσότερον εφιλονείκουν και ετραχύνοντο˙ τούτου χάριν ο Μουσουργός Κοσμάς ηναγκάσθη να φανερώση, ότι αυτός είναι ο του Κανόνος Ποιητής. Αλλ΄εκείνοι πάλιν εδυσπίστουν, και, τότε θέλομεν γνωρίση, είπον, ότι συ είσαι ο τούτου Ποιητής, αν και έμπροσθεν ημών συνθέσης και άλλο τι τοιούτον μελώδημα. Τότε ο θεσπέσιος Μελωδός εμελούργησε και δευτέραν εννάτην Ωδήν, την παρούσαν δηλαδή, και ετόνισεν αυτήν μουσικώτατα. Προς περισσοτέραν δε πληροφορίαν των φιλονεικούντων, εμεταχειρίσθη το τελευταίον Τροπάριον της ογδόης Ωδής ακροστιχίδα της δευτέρας ταύτης εννάτης, και είπεν ούτως, ότι ο θάνατος, οπου επροξενήθη εις το γένος των ανθρώπων δια μέσου της βρώσεως του απηγορευμένου ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, αυτός, λέγω, κατηργήθη σήμερον δια μέσου του ξύλου του ζωοποιού Σταυρού.
Όρα δε, ότι κατά τον ρηθέντα Ζωναράν, ο θείος Κοσμάς ευθύς από την αρχήν του Ειρμού τούτου αναιρεί την αίρεσιν του τε Πελαγίου και του μαθητού αυτού Κελεστίου. Ούτοι γαρ, ως μαρτυρεί ο θείος Αυγουστίνος Κεφ. Ε΄και Στ΄περί Προπατορικής αμαρτίας, εφρόνουν, ότι ο Αδάμ εξ αρχής επλάσθη παρά Θεού θνητός˙

32. Ταύτην την ερμηνείαν αξιόλογον ούσαν, είθε να φωτίση ο Θεός την διάνοιαν, και να θερμάνη την καρδίαν τινός φιλοχρίστου αδελφού, δια να εκδώση εις τύπον. Επειδή λυπηρόν είναι τη αληθεία να υστερείται το δυστυχές ημών γένος τοιαύτης βίβλου κοινωφελεστάτης.


Ώστε καν παρέβαινε την εντολήν του Θεού, καν μη παρέβαινεν, έμελλε να αποθάνη˙ μη ακούοντες οι άφρονες του Σολομώντος οπου λέγει «Ο Θεός θάνατον ουκ εποίησε… φθόνω δε Διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον Κόσμον» (Σοφ. α΄13, β΄24)˙ εφθόνησε γαρ ο μιαρός και τον Θεόν, δια να μη φανερωθή η δύναμις αυτού θεοποιούσα τον άνθρωπον, και τον άνθρωπον, δια να μη γένη της του Θεού δόξης μέτοχος˙ καθώς αποφαίνεται ο θεοφόρος Μάξιμος λέγων «Φθονών τω Θεώ και ημίν ο Διάβολος, δόλω τον άνθρωπον υπό Θεού φθονείσθαι παραπείσας, παραβήναι την εντολήν παρεσκεύασε˙ τω Θεώ μεν, ινα φανερά μη γένηται κατ΄ενέργειαν η πανύμνητος αυτού δύναμις θεουργούσα τον άνθρωπον˙ τω δε ανθρώπω προδήλως, ινα μη γένηται της θείας εν είδει κατ΄αρετήν μέτοχος δόξης˙ φθονεί γαρ ο μιαρώτατος, ου μόνον ημίν της επί τω Θεώ δια την αρετήν δόξης, αλλά και τω Θεώ, της εφ΄ημιν δια την σωτηρίαν πανυμνήτου δυνάμεως» (Κεφ. μη΄της ς΄εκατοντάδος των θεολογικών). Όθεν η αγία και τοπική Σύνοδος εν Καρθαγένη ανεθεμάτισε τους τούτο φρονούντας εν τω ΡΚ΄Κανόνι αυτής ούτως ειπούσα «Ήρεσεν, ινα, ος τις λέγει τον Αδάμ τον πρωτόπλαστον άνθρωπον, θνητόν γενόμενον ούτως, ως είτε αμαρτήσοι, είτε μη αμαρτήσοι, τεθνήξεται εν τω σώματι: τουτέστιν εξελθείν εκ του σώματος, μη τη αξία της αμαρτίας, αλλ΄εν τη ανάγκη της φύσεως, ανάθεμα είη» 33 .
Ταύτην λοιπόν την αίρεσιν ανατρέπων ο δογματικώτατος θείος Κοσμάς είπεν˙ «Ο δια βρώσεως του ξύλου τω γένει προσγενόμενος θάνατος» προσγενόμενος γαρ ειπών, εφανέρωσεν, ότι δεν ήτον ο θάνατος εις τον άνθρωπον εκ φύσεως, αλλά προσεγένετο: τουτέστιν ύστερον ηκολούθησεν έξωθεν εις αυτόν δια την βρώσιν του ξύλου. Ει δε απορή τινάς, πως εδώ ο Μελωδός είπεν, ότι δια της βρώσεως του ξύλου προσεγένετο ο θάνατος, εν ω η θεία Γραφή λέγει, ότι οι πρωτόπλαστοι έφαγον από τον καρπόν του ξύλου; (Γέν. γ΄6).




33. Την ερμηνείαν του παρόντος Κανόνος, και τας εις αυτόν υποσημειώσεις όρα εν τω ημετέρω Κανονικώ, και ευρήσεις εκεί πολλά.



Ημείς αποκρινόμεθα, ότι τούτο οπου λέγει ο θείος Μελωδός, λέγει ομοίως και η θεία Γραφή˙ και εκεί γαρ έφη ο Θεός τω Αδάμ «Από παντός ξύλου του εν τω Παραδείσω βρώσει φαγή, από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν, ου φάγεσθε απ΄αυτού» (Γεν. β΄16). Όθεν κατά σχήμα συνεκδοχής τούτο είρηται, του αιτίου λαμβανομένου αντί του αιτιατού: τουτέστι του ξύλου, αντί του καρπού του ξύλου. Κατήργηται λοιπόν ο θάνατος: ήτοι αργός και άπρακτος έμεινεν˙ επειδή δεν εδυνήθη να κρατήση εν τω τάφω το ζωοποιόν σώμα του Κυρίου, και να παραδώση αυτό εις διαφθοράν: ήτοι εις λύσιν των σαρκών και αρμονιών του σώματος, ούτε εις καταφθοράν: τουτέστιν εις διάλυσιν και αυτών των οστέων του σώματος.
Ποία δε ήτον η κατάρα της προμήτορος Εύας; αποκρίνεται ο Ζωναράς, ότι ήτον το «Γη ει και εις γην απελεύση» (Γεν. γ΄19). Η κατάρα γαρ αύτη μ΄όλον ότι ερρέθη από τον Θεόν κατά του Αδάμ˙ όμως και κατά της Εύας μάλλον εγένετο˙ επειδή και η Εύα έγινεν εις τον Αδάμ αιτία της παραβάσεως. Παγγενής δε ωνομάσθη η κατάρα αύτη˙ επειδή δια των πρωτοπλάστων επροχώρησεν εις όλον το γένος των ανθρώπων.
Κατάρα δε της Εύας δύναται να νοηθή και το «Εν λύπαις τέξη τέκνα» (Γεν. γ΄16)˙ η οποία και αυτή παγγενής εγένετο˙ καθότι εξηπλώθη εις κάθε γεννώσαν γυναίκα. Αύται δε και αι δύο κατάραι διελύθησαν από τον βλαστόν: ήτοι από τον Μονογενή Υιόν της αγνής Θεομήτορος 34 ˙ η μεν γαρ κατάρα του «Γη ει, και εις γην απελεύση» διελύθη˙ επειδή αποθανών ο Κύριος ανέστη, και πλέον δεν θέλει αποθάνη, κατά τον Παύλον «Χριστός γαρ, φησίν, εγερθείς εκ νεκρών ουκ έτι αποθνήσκει» (Ρωμ. στ΄9) η δε κατάρα του «Εν λύπαις τέξη τέκνα» διελύθη˙ επειδή και η Παρθένος γεννήσασα τον Κύριον, χωρίς πόνους και λύπας αυτόν εγέννησε. Δια τούτο λοιπόν την παρθένον ταύτην μεγαλύνομεν, όχι μόνον ημείς οι άνθρωποι, αλλά και όλαι αι Δυνάμεις των Ουρανών˙ επειδή και εκείναι είναι φιλόθεοι και φιλάνθρωποι, κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον. Μεγαλύνουσι δε, είπε, και ουχί ευφημούσι ή υμνούσι˙ δια να φανερώση, ότι η Ωδή αύτη είναι η εννάτη της Θεοτόκου, ης η αρχή εγένετο από του «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον». Πάσαι δε αι Δυνάμεις, είπεν, όχι μόνον δηλαδή αι των εννέα ταγμάτων των ημίν γνωρίμων˙ αλλά και αι άλλαι αι παρ΄ημίν ανώνυμοι και αγνώριστοι. Έφη γαρ ο Παύλος ο των απορρήτων θεατής τε και ακουστής, περί Χριστού ομιλών, «Εκάθισε τον Χριστόν ο Πατήρ εν δεξιά αυτού υπεράνω πάσης Αρχής και Εξουσίας και Δυνάμεως και Κυριότητος και παντός ονόματος ονομαζομένου ου μόνον εν τω αιώνι τούτω αλλά και εν τω μέλλοντι» (Εφ. α΄21).
Αρμόζει δε ο Ειρμός ούτος και εις εσέ, αγαπητέ αναγνώστα˙ διότι καθώς ο Αδάμ φαγών από το γλυκύ ξύλον της γνώσεως, έπεσεν εις την φθοράν και τον θάνατον˙ ούτω και συ τρώγων και πίνων φαγητά νόστιμα και γλυκέα, πίπτεις εις τον θάνατον της αμαρτίας. Ας μη σε πλανήση λοιπόν η γλυκύτης και η ηδονή των φαγητών˙ αύτη γαρ φθάνει έως εις μόνον τον λάρυγγα˙ αφ΄ου δε τα φαγητά περάσουν τον λάρυγγα, και καταβούν εις την κοιλίαν, τότε χάνεται όλη η γλυκύτης και ηδονή των. Όθεν ο Θεολόγος Γρηγόριος είπεν, ότι τα φαγητά αφ΄ου περάσουν τον λαιμόν, είναι όλα ομότιμα˙ καθότι όλα ομού χωρίς καμμίαν εξαίρεσιν, γίνονται κόπρος και εις αφεδρώνα εκβάλλονται. Διό και ο Παύλος είπε «Τα βρώματα τη κοιλία, και η κοιλία τοις βρώμασιν˙ ο δε Θεός και ταύτην και ταύτα καταργήσει» (α΄Κορ. στ΄13)˙ ήτοι τα μεν βρώματα μετά την φυσικήν περίοδον της χωνεύσεως, εκ του αφεδρώνος εξέρχονται˙ η δε κοιλία μένει πάλιν κενή ως το πρότερον. Έχε λοιπόν, αδελφέ, εις την ενθύμησίν σου πάντοτε, τον Ησαύ και τον Ιωνάθαν τον Υιόν του Σαούλ˙ ο μεν γαρ Ησαύ δια ολίγην φακήν επώλησε τα πρωτοτόκιά του εις τον αδελφόν του Ιακώβ˙ όθεν και κατηγορείται από τον Απόστολον Παύλον, ος τις παραγγέλλει εις του Χριστιανούς και λέγει «Μη τις πόρνος (έστω) ή βέβηλος ως Ησαύ, ος αντί βρώσεως μιας απέδοτο τα πρωτοτόκια αυτού» (Εβρ. ιβ΄16) ο δε Ιωνάθαν δια ολίγον μέλι εκινδύνευσε να αποθάνη˙ διο και θρηνών έλεγε «Γευσάμενος εγευσάμην εν άκρω τω σκήπτρω τω εν τη χειρί μου βραχύ μέλι, και ιδού εγώ αποθνήσκω» (α΄Βασιλ. 14. 43).
Θέλεις να καταλάβης αγαπητέ, πόσον ολέθριον είναι το να επιθυμής φαγητά τρυφηλά και γλυκέα και νόστιμα; μάθε από το παράδειγμα του Αδάμ, ος τις δια την γλυκείαν βρώσιν του απηγορευμένου ξύλου, και αυτός απέθανε, και το γένος του όλον έγινεν αίτιος να αποθάνη. Μάθε τούτο και από τον ολόκληρον λαόν του Ισραήλ˙ ούτος γαρ επειδή επεθύμησε κρέατα και οψάρια και σκόρδα και κρομμύδια και πράσα και αγγούρια και πεπόνια, τα οποία έτρωγον εις την Αίγυπτον˙ δια τούτο παρεχώρησεν ο Θεός και έπεσεν εις αυτόν πληγή μεγάλη και θάνατος, και τα μνήματα, όπου ενταφιάσθη, ωνομάσθησαν μνήματα επιθυμίας˙ «Τα κρέα, φησίν , έτι ην εν τοις οδούσιν αυτών πρινή εκλείπειν, και Κύριος εθυμώθη εις τον λαόν, και επάταξε Κύριος τον λαόν πληγήν μεγάλην σφόδρα, και εκλήθη το όνομα του τόπου εκείνου, Μνήματα της επιθυμίας, ότι εκεί έθαψαν τον λαόν τον επιθυμητήν» (Αριθ. ια΄33).
Και λοιπόν επειδή έμαθες, αδελφέ, πόσον παιδεύει ο Θεός τους επιθυμούντας τα ηδονικά και τρυφηλά φαγητά, αναπαύου και αρκού εις εκείνα τα φαγητά, όπου σοι ευρίσκονται, ευχαριστών τον Κύριον και μη γογγύζων. Εάν γαρ ούτω ποιής, ήξευρε, ότι ο Κύριος ευφραινόμενος εις την ευχάριστον διάθεσιν της καρδίας σου, ευρίσκεται παρών αοράτως, και ευλογεί την τράπεζάν σου, και ποιεί νόστιμα τα φαγητά της, αν και είναι ευτελή και λιτά. Επάνω δε εις όλα ενθυμού πάντοτε εκείνο οπου σοι παραγγέλλει ο σοφός Σειράχ˙ ότι, αν συ δώσης εις την επιθυμίαν σου τα φαγητά όπου θέλει, έχει να σε κάμη περίπαιγμα των εχθρών σου Δαιμόνων. Διότι τα ηδονικά φαγητά προξενούν γαργαλισμούς εις τα πάθη, και ρίπτουν τον άνθρωπον εις πορνείας και ασελγείας˙ «Οπίσω των επιθυμιών σου μη πορεύου και από των ορέξεών σου κωλύου. Εάν χορηγήσης τη ψυχή σου ευδοκίαν επιθυμίας, ποιήσει σε επίχαρμα των εχθρών σου. Μη ευφραίνου επί πολλή τρυφή, μηδέ προσδεθής συμβολή αυτής» (Σειρ. ιη΄ 30-32). Ενθυμού δε και το του Χρυσορρήμονος λέγοντος εύκαιρον νυν ειπείν εκείνο το του σοφού˙ «Τις ελεήσει επαοιδόν οφιόδηκτον και πάντας τους προσάγοντας θηρίοις εαυτούς; (Σειρ. ιβ΄13) ήτοι ουδείς˙ θηρίον γαρ εστιν η τρυφή, θηρίον χαλεπόν και ατίθασσον. Και ουχ ούτω σκορπίος ή όφις τοις σπλάχνοις ημών εγκαθήμενος λυμαίνεται πανταχόσε, ως η της τρυφής επιθυμία πάντα ανατρέπει και απόλλυσι˙ τοις μεν γαρ θηρίοις εκείνοις μέχρι του σώματος η επιβουλή˙ αύτη δε όταν εγκαθεσθή, μετά του σώματος και την ψυχήν προσαπόλλυσι˙ διόπερ φύγωμεν απ΄αυτής» (Λόγω στ΄περί Προνοίας˙ τόμω στ΄ου η αρχή, φάγωμεν και πίωμεν).

                                      Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν

Μη την πικρίαν την του ξύλου, εάσας αναιρέσιμον Κύριε, δια Σταυρού τελείως εξήλειψας. Όθεν και ξύλον έλυσε ποτε, πικρίαν υδάτων Μερράς, προτυπούν του Σταυρού την ενέργειαν˙ ην πάσαι αι Δυνάμεις, των ουρανών μεγαλύνουσιν.




                                       Ε ρ μ η ν ε ί α

Η ερμηνεία του παρόντος Τροπαρίου αύτη εστί. Συ, λέγει, ω Κύριε, δεν αφήκες την πικράν εκείνην γεύσιν του απηγορευμένου ξύλου να είναι αναιρέσιμος: ήγουν φθαρτική και θανατηφόρος της ανθρωπίνης φύσεως˙ αλλά δια μέσου του Σταυρού τελείως αυτήν εξήλειψας και ηφάνισας. Και ορα σοφίαν του Δεσπότου Χριστού˙ πως ως πάνσοφος ιατρός με τα εναντία ιατρεύει τα εναντία˙ η γαρ γεύσις του απηγορευμένου ξύλου εφάνη μεν κατά το σώμα γλυκεία, κατά το δε την ψυχήν ήτον πικρά και ανυπόφορος˙ η δε γεύσις της χολής και της σμύρνης, την οποίαν εποτίσθη επί Σταυρού ο Κύριος, ήτον μεν πικρά κατά την αίσθησιν και το σώμα, γλυκυτάτη δε κατά την ψυχήν και το πνεύμα˙ καθότι αυτή διέλυσε την πικράν εκείνην γεύσιν του απηγορευμένου ξύλου, Δια τούτο και τον παλαιόν καιρόν, ξύλον εδιάλυσε την πικρίαν του νερού της Μερράς˙ ίνα προτυπώση την ενέργειαν του ξύλου του Σταυρού, ος τις εγλύκανε την πικράν γεύσιν του απηγορευμένου ξύλου, από το οποίον έφαγεν ο Αδάμ˙ καθώς περί της ιστορίας ταύτης είπομεν εν τη ερμηνεία του Τροπαρίου της τετάρτης Ωδής, του λέγοντος «Πικρογόνους μετέβαλε ξύλω Μωϋσής» και τα εξής.
Αλλά και συ, αδελφέ, απέχου από τας σαρκικάς ηδονάς, αι οποίαι φαίνονται μεν γλυκείαι κατά την αίσθησιν και το σώμα, κατά την ψυχήν όμως είναι τη αληθεία πικρότεραι και αυτής της χολής. Όθεν είπεν  ο Σολομών περί της πόρνης γυναικός «Μέλι αποστάζει από χειλέων γυναικός πόρνης, η προς καιρόν λιπαίνει σον φάρυγγα, ύστερον μέντοι πικρότερον χολής ευρήσεις» (Παρ. ε΄4).

                                      Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν

Αδιαλείπτως βαπτομένους, τω ζόφω του Προπάτορος Κύριε, δια Σταυρού ανύψωσας σήμερον˙ ως γαρ τη πλάνη άγαν ακρατώς, η φύσις προκατηνέχθη, παγκληρώς ημάς πάλιν ανώρθωσε, το φως το του Σταυρού σου˙ ον οι πιστοί μεγαλύνομεν.




                                       Ε ρ μ η ν ε ί α

Επειδή δύο κακά ηκολούθησαν εις τους ανθρώπους δια μέσου της παρακοής του Αδάμ: σκότος και πτώσις˙ δια τούτο ακολούθως και δύο αγαθά ηκολούθησαν εις αυτούς δια μέσου του τιμίου Σταυρού: φως και ανόρθωσις. Όθεν περί των τεσσάρων τούτων διαλαμβάνει ο ιερός Κοσμάς εν τω Τροπαρίω τούτω, και λέγει, ω Κύριε Ιησού Χριστέ, συ σήμερον ανύψωσας: ήτοι έκβαλες έξω εις το φως της θεογνωσίας όλους ημάς τους ανθρώπους, οι τινες πάντοτε εβαπτόμεθα και εβυθιζόμεθα μέσα εις το σκότος της του προπάτορος Αδάμ παραβάσεως˙ διότι όχι πέντε ή δέκα, όχι εκατόν ή χίλιοι, όχι τόσαι χιλιάδες ή μυριάδες ή μιλλιώνια, αλλά όλη ομού όλη η φύσις των ανθρώπων έπεσε πολλά ακράτητα πρότερον από την πλάνην της ειδωλολατρείας και αμαρτίας. Και καθώς χάριν λόγου, όταν μία μεγαλοτάτη πέτρα πέση από κανένα υψηλόν βουνόν, κινείται ακράτητα, και δεν στέκει τελείως˙ αλλά σύρουσα μαζί και ότι άλλο ευρεθή έμπροσθέν της, εκεί μόνον στέκει, όπου εύρη τον κατώτατον πάτον της γης˙ ούτω και η μεγάλη αμαρτία του Αδάμ, και η δι΄εκείνης πλάνη, αρχίσασα μέσα από τον εν Εδέμ Παράδεισον, δεν εστάθη ολότελα, αλλά και όλην την φύσιν των ανθρώπων σύρουσα, εκατέβασεν αυτήν μέσα εις τα του Άδου κατώτατα. Όθεν καθώς η ανθρωπίνη φύσις έπεσε πρότερον˙ ούτω πάλιν εξ εκείνης της κατωτάτης πτώσεως ανώρθωσεν αυτήν παγκλήρως: ήτοι με όλον το γένος μας. Ποίος δε την ανώρθωσεν; το φως δηλαδή του τιμίου Σταυρού σου.
Ανάρμοστον δε είναι το λέγειν, ότι το φως του Σταυρού ανώρθωσεν ημάς˙ αρμόδιον δε μάλλον ήτον, εάν ήθελεν ειπή, ότι η ράβδος ή η βακτηρία του Σταυρού ανώρθωσεν ημάς˙ καθότι ο ζητών τινά να ανορθώση, ουχί με φως αυτόν ανορθοί, αλλά με χέρι ή με ράβδον τυχόν ή με βακτηρίαν ή με τοιούτον άλλο. Ο μεν ουν Πτωχοπρόδρομος θεραπεύων την τοιαύτην αναρμοστίαν λέγει, ότι επειδή ο Μελωδός είπεν ανωτέρω ζόφον, δια τούτο κατωτέρω είπε φως, το εναντίον του ζόφου˙ την δε βοήθειαν και οδηγίαν του φωτός ωνόμασεν ανόρθωσιν του πεπτωκότος. Χάριν παραδείγματος, όταν ένας ευρίσκεται πεσμένος μέσα εις τόπον σκοτεινόν˙ εάν έλθη εκεί φως, ευθύς διαλύει το σκότος, και δείχνει εις τον πεπτωκότα την οδόν και τον τρόπον, πως εκείθεν να ανορθωθή. Και λοιπόν με τοιούτον τρόπον, αν ειπή τινάς, ότι το φως ανορθοί, ουδόλως αμαρτάνει.
Χρήσιμον δε είναι και εις εσέ, αγαπητέ, το νόημα του Τροπαρίου τούτου˙ μανθάνεις γαρ από αυτό δύο πράγματα. Πρώτον, ότι η αμαρτία είναι ζόφος και σκότος˙ διότι σκοτίζει τον νουν, ζοφώνει την καρδίαν, και ταράττει όλην την εσωτερικήν διάθεσιν του ανθρώπου. Επειδή ο πρωταίτιος και παρακινητής αυτής Διάβολος, είναι αυτόχρημα σχεδόν ζόφος και σκότος˙ καθώς αυτόν ωνόμασεν ο Κύριος ειπών «Αλλ΄αυτη υμών εστιν η ώρα και η εξουσία του σκότους» (Λουκ. κβ΄53). Όθεν οι την αμαρτίαν εργαζόμενοι, εν τω σκότει κάθηνται˙ «Καθήμενοι γαρ, φησίν, εν σκότει σκότος βλέπουσι» (Ησ. μβ΄7) και «Σκοτισθήτωσαν οι οφθαλμοί αυτών του μη βλέπειν» (Ψαλ. ξη΄24)˙ και εν τω σκότει περιπατούσιν, «Εν σκότει διαπορεύονται» (Ψαλ. πα΄5)˙ αν και φαίνωνται, ότι βλέπουσι το αισθητόν τούτο φως, καθώς βλέπουσιν αυτό και τα άλογα ζώα. Δεύτερον μανθάνεις από το Τροπάριον τούτο, ότι η αμαρτία είναι βαρεία˙ και όσους κατασύρη εις τον κρημνόν της, αυτοί πάλιν πρέπει να σηκώνωνται ταχέως από εκεί δια της μετανοίας.
Πρέπει λοιπόν, αδελφέ, προηγουμένως μεν να φεύγης με όλας του τας δυνάμεις από κάθε αμαρτίαν, δια να μη σκοτισθής από αυτήν και τυφλωθής κατά τον νουν, και ούτω γένης παίγνιον των εχθρών σου Δαιμόνων˙ καθώς έγινε παίγνιον των αλλοφύλων και ο ανδρείος εκείνος Σαμψών, αφ΄ου ετυφλώθη. Και παρακάλει τον Κύριον, να σε λυτρώση από το σκότος αυτό της αμαρτίας, με το φως της θείας του χάριτος, λέγων το του Δαβίδ «Κύριε ο Θεός μου, φωτιείς το σκότος μου» (Ψαλ. ιζ΄29) και βέβαια αυτός, όπου εξανατέλλει εν σκότι φως τοις ευθέσι, κατά τον ίδιον Δαβίδ (Ψαλ. ρια΄4), θέλει σε ελευθερώσει από παντός πράγματος εν σκότει διαπορευομένου (Ψαλ. ψ΄6).
Εάν όμως από συναρπαγήν του νοός και ασθένειαν της ανθρωπίνης φύσεως, κρημνισθής εις κανένα λάκκον της αμαρτίας, ειπέ εκείνο το του Ιερεμίου «Μη ο πίπτων ουκ ανίσταται»; (Ιερ. η΄4): ήτοι ναι ανίσταται˙ και το του Μιχαίου «Πέπτωκα και αναστήσομαι» (Μιχ. ζ΄8). Όθεν δράμε νοερώς εις τον Ιησούν Χριστόν, και βόησον προς αυτόν εκ βάθους καρδίας και πίστεως «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, πρόφθασον και ανόρθωσόν με εκ του λάκκου τούτου της αμαρτίας» και βέβαια «ο ανωρθώσας την οικουμένην εν τη σοφία αυτού, κατά τον Ιερεμίαν» (Ιερ. ι΄12) και ο ανωρθών πάντας τους κατεραγμένους, κατά τον Δαβίδ (Ψαλ. ρμδ΄15), αυτός έχει να σε ανορθώση από τον λάκκον της αμαρτίας˙ καθώς ανώρθωσε και την συγκύπτουσαν εκείνην γυναίκα, την μη δυναμένην ανακύψαι εις το παντελές, ειπών αυτή «Γύναι, απολέλυσαι της ασθενείας σου» (Λουκ. ιγ΄13)˙ επάνω εις την οποίαν έβαλε τας χείρας, και παρευθύς ανωρθώθη, και εδόξαζε τον Θεόν. Φυσικόν γαρ ιδίωμα έχει ο φιλανθρωπότατος Δεσπότης, να μη παραβλέπη τους πίπτοντας εν αμαρτίαις και παρακαλούντας να ανορθωθούν. Όθεν και εις εσέ θέλει δώσει χείρα βοηθείας. Διότι, αν ο άνθρωπος σπλαχνίζεται τα άλογα ζώα, και όταν εκείνα πέσουν εις κανένα λάκκον, αυτός τα πιάνει και τα εκβάλλει έξω, κατά την παραβολήν του Κυρίου «Τις έσται εξ υμών άνθρωπος ος έξει πρόβατον εν και εάν εμπέση τούτο τοις Σάββασιν εις βόθυνον, ουχί κρατήσει αυτό και εγερεί; Πόσω ουν διαφέρει άνθρωπος προβάτου» (Ματ. ιβ΄11) αν, λέγω, ο άνθρωπος δείχνη τόσην ευσπλαχνίαν εις το ζώον, πόσω μάλλον και ασυγκρίτως ο πολυέλεος Κύριος σπλαχνίζεται και συμπονεί το πλάσμα των χειρών του, τον άνθρωπον, δια την σωτηρίαν του οποίου ήλθεν από τους Ουρανούς και έγινεν άνθρωπος και έχυσε το πανάγιον αίμα του; Όθεν υπόσχεται δια του Ησαΐου λέγων «Το δε σωτήριόν μου εις τον αιώνα έσται» (Ησ. να΄6)˙ και εν Ευαγγελίοις «ου γαρ ήλθον καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν» (Ματ. θ΄13).

                                      Τ ρ ο π ά ρ ι ο ν
Ίνα τον τύπον υποδείξης, τω κόσμω προσκυνούμενον Κύριε, τον του Σταυρού εν πάσιν ως ένδοξον, εν ουρανώ εμόρφωσας, φωτί απλέτω ηγλαϊσμένον, Βασιλεί πανοπλίαν αήττητον˙ ην πάσαι αι Δυνάμεις, των ουρανών μεγαλύνουσιν.


                                       Ε ρ μ η ν ε ί α

Και εδώ αναφέρει ο Πρόεδρος Μαϊουμά την ιστορίαν εκείνην, όπου ανέφερεν εν τη πρώτη Ωδή, κατά το Τροπάριον εκείνο το λέγον «Υπέδειξεν Ουρανός του Σταυρού το Τρόπαιον» ήγουν την ιστορίαν του εν ουρανώ φανέντος σημείου του Σταυρού εις τον μέγαν και ισαπόστολον Κωνσταντίνον. Όθεν και λέγει˙ ω Κύριε, θέλων συ να δείξης εις τον Κόσμον, ότι ο τύπος του Σταυρού σου πρέπει να προσκυνήται από όλους, ως ένδοξος και γεμάτος από κάθε δόξαν˙ φυσικώ γαρ τω τρόπω κάθε ένδοξον έλκει τους ανθρώπους εις το να το προσκυνούν˙ τούτου χάριν εμόρφωσας αυτόν τον Σταυρόν εν τω ουρανώ, κατηγλαϊσμένον με φως άπλετον: ήγουν άπειρον και αμέτρητον˙ (Άπλετον δε λέγεται εκείνο το πράγμα, έξω του οποίου δεν ημπορεί να εύρη τινάς πλέον: ήτοι περισσότερον) δια να είναι ο Σταυρός αυτός μία ανίκητος αρματοθήκη εις τον Βασιλέα και αυτοκράτορα Κωνσταντίνον.
Και βλέπε, ω αναγνώστα, την μεγαλειότητα του θαύματος. Δεν εμόρφωσεν ο Θεός τον τύπον του Σταυρού εις κανένα στενόν τόπον και μικρόν χωρίον της γης˙ διότι ούτως ήθελαν τον ιδή και τον προσκυνήση μόνοι οι εν εκείνω τω τόπω κατοικούντες και ευρισκόμενοι άνθρωποι˙ ουδέ εμόρφωσεν αυτόν επάνω εις τα κύματα της θαλάσσης˙ διότι και ούτως ήθελαν τον ιδή μόνοι οι εν τη θαλάσση πλέοντες, και ακολούθως μόνοι εκείνοι ήθελαν τον προσκυνήση˙ αλλά τον εμόρφωσεν υψηλά, επάνω εις το υπέρ γην ημισφαίριον του ουρανού˙ και ουχί εν καιρώ νυκτός, αλλά εν ημέρα˙ και ουκ εν ημέρα μόνον, αλλ΄εν αυτώ τω μεσημερίω˙ ουχί εξαστράπτοντα με ένα ολίγον φως, αλλά με ένα φως αμέτρητον και απεριόριστον. Δια τι δε ταύτα πάντα εποίησεν ο Θεός; δια να ιδή όλος ο Κόσμος τον τύπον του Σταυρού του, και να προσκυνήσουν αυτόν. Καθώς γαρ, όταν ο ήλιος λάμπη εν τω ουρανώ κατά την ώραν του μεσημερίου, κάθε άνθρωπος, όπου έχει οφθαλμούς, από κάθε μέρος βλέπει τον δίσκον του, με το να μη εμποδίζη κανένα πράγμα την εις ουρανόν εκείνου ανάβλεψιν˙ ούτω, λέγει, και συ νοητέ Ήλιε Χριστέ, με τοιαύτην και τοσαύτην δόξαν εζωγράφησας εις τους ουρανούς τον τύπον του τιμίου Σταυρού σου˙ ένα μεν, δια να προσκυνήται από όλους˙ άλλο δε, δια να έχη τούτον ο ευσεβέστατος Βασιλεύς Κωνσταντίνος μίαν αρματοθήκην ανίκητον, ως προείπομεν, κατά των απίστων Βαρβάρων.
Και καθώς μία μεγάλη πέτρα δεν έχει τόσην δύναμιν, όταν ρίπτεται από τα κάτω εις τα άνω˙ αλλ΄όταν πίπτη από τα άνω εις τα κάτω, προξενεί μεγάλην φθοράν˙ ή καθώς ο κεραυνός και το αστραποπελέκι, πίπτον άνωθεν από τα σύννεφα, μεγάλην βλάβην προξενεί εκεί όπου πέση˙ τοιουτοτρόπως και ο θείος Σταυρός, άνωθεν από το ύψος του ουρανού επί την γην πίπτων, καταβάλλει, καταφθείρει, και αφανίζει πάντας τους Βαρβάρους, τους εχθρούς μεν όντας της ευσεβείας, των πιστών δε Βασιλέων και Χριστιανών, πολεμίους˙ και ούτως, ο του Κυρίου Σταυρός γίνεται τη αληθεία μία πανοπλία ανίκητος εις όλους τους ορθοδόξους. Όθεν δίκαιον είχεν ο Πηλουσιώτης Ισίδωρος να ειπή «Τον αοίδιμον Σταυρόν δίκαιον προσειπείν, ου μόνον γης, αλλά και ουρανού έρεισμα τε και αγλάϊσμα˙ την γαρ Κτίσιν πάσαν ανέσχε, τοις μεν υπερκοσμίοις χαράν, τοις δ΄επιγείοις ελευθερίαν πρυτανεύσας, και τα διεστώτα συνάψας» (Επιστολ. λβ΄Βιβλ. Δ΄). Θαυμαστόν δε είναι και το εγκώμιον, όπου πλέκει εις τον Σταυρόν ο χρυσούς την ψυχήν και την γλώτταν Ιωάννης, ούτω λέγων, «Ουκ αισχύνης, αλλά πολλού καυχήματος άξιος είη˙ τον Σταυρόν λέγω του Χριστού˙ ουδέν γαρ ούτω της αυτού φιλανθρωπίας τεκμήριον μέγα, ουκ ουρανός, ου θάλαττα, ου γη, ου το εκ μη όντων εις το είναι τα παντα παραγαγείν, ου τα άλλα πάντα, ως ο Σταυρός. Διο και ο Παύλος επ΄αυτώ καυχάται, λέγων, «Εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι, ει μη εν τω Σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Ομιλ. β΄εις την β΄προς Τιμόθεον, προκειμένου ρητού, «Μη ουν επαισχυνθής το μαρτύριον του Κυρίου»).
Αλλά και ημείς οι ψάλλοντες και αναγινώσκοντες και ακούοντες τον παρόντα ασματικόν Κανόνα, ας ιδούμεν με τους νοερούς οφθαλμού της καρδίας τον ένδοξον και αγλαοπυρσόμορφον Σταυρόν του Κυρίου, και μετά χαράς και φόβου ας προσκυνήσωμεν αυτόν˙ μετά φόβου μεν, διότι είμεθα αμαρτωλοί˙ μετά χαράς δε, διότι ηξιώθημεν να λάβωμεν δι΄αυτού την σωτηρίαν˙ λέγει γαρ ο Χρυσορρήμων «Το του θανάτου σύμβολον (ο Σταυρός δηλαδή) εγένετο ευλογίας υπόθεσις πολλοίς, και παντοδαπής ασφαλείας τείχος˙ διαβόλου καιρία πληγή˙ δαιμόνων χαλινός˙ κημός της των αντικειμένων δυνάμεως. Τούτο θάνατον ανείλε˙ τούτο του Άδου τας χαλκάς πύλας συνέκλασε˙ τους σιδηρούς μοχλούς συνέθλασε˙ της αμαρτίας τα νεύρα εξέκοψεν˙ υπό καταδίκην κειμένην την οικουμένην άπασαν εξήρπασε˙ θεήλατον φερομένην κατά της φύσεως της ημετέρας πληγήν ανέστειλε» (Λογ. ότι Θεός ο Χριστός Τομ. στ΄). Αλλά και ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος εν τη ερμηνεία της Β΄εντολής, παρακινεί τους Χριστιανούς εις την προσκύνησιν του τιμίου Σταυρού, λέγων, «Ου μόνον δε την θείαν εικόνα του Χριστού προσκυνήσεις, αλλά και του Σταυρού αυτού τον τύπον˙ σημείον γαρ εστι μέγιστον, και τρόπαιον Χριστού κατά του Διαβόλου και πάσης της αντικειμένης φάλαγγος. Διο και φρίττουσι και φυγαδεύονται τούτον τυπούμενον ορώντες. Ούτος ο τύπος και προ του γενέσθαι το πρωτότυπον, (ήτοι ο σταυρωθείς Χριστός καθό άνθρωπος) μεγάλως εν τοις Προφήταις εδοξάσθη, και τα μέγιστα ετερατούργησεν˙ αλλά και επι της δευτέρας παρουσίας του κρεμασθέντος εν αυτώ Κυρίου Ιησού Χριστού, μέλλοντος έρχεσθαι κρίναι ζώντας και νεκρούς, ελεύσεται έμπροσθεν τούτο το μέγα και φρικτόν αυτού σημείον μετά δυνάμεως και δόξης πολλής.
Δόξασον ουν αυτόν νυν, ίνα μετά παρρησίας προσκυνούντες τον Σταυρόν, προσκυνούμεν ομού και τον εν αυτώ προσηλωθέντα σαρκί Χριστόν τον Θεόν ημών˙ ω η δόξα και το κράτος συν τω ανάρχω αυτού Πατρί, και το ζωοποιώ αυτού Πνεύματι, νυν, και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν 35

35. Ήθελε δε απορήση τινάς, δια τι από δύο ξύλα γίνεται ο τύπος του Σταυρού; και αποκρινόμεθα ότι δια δύο αίτια. Το πρώτον και πρόχειρον, ίνα, εάν τινάς εικονομάχος κατηγορήση ημάς, ότι προσκυνούμεν ξύλα, ανατρέψωμεν την κατηγορίαν του λέγοντες, ότι ημείς ξύλα δεν προσκυνούμεν, αλλά τον τύπον του Σταυρού τον δια των δύο ξύλων σχηματιζόμενον. Όθεν αν τα δύο ξύλα διαλυθούν, και χαλάση ο τύπος του Σταυρού, καίονται τα ξύλα˙ καθώς είπον οι Πατέρες της αγίας και οικουμενικής εβδόμης Συνόδου εις τινας διαλαλιάς αυτής. Έφη δε και ο Δαμασκηνός Ιωάννης «Προσκυνούμεν δε και τον τύπον του τιμίου και ζωοποιού Σταυρού, ει και εξ ετέρας ύλης γένηται (και μη από ξύλου μόνου δηλ.), ου την ύλην τιμώντες, μη γένοιτο! αλλά τον τύπον, ως Χριστού σύμβολον. Προσκυνητέον τοίνυν το σημείον του Σταυρού. Ένθα γαρ αν η το σημείον, εκεί και αυτός εσται (ο Σταυρός δηλ.)˙ την δε ύλην εξ ης ο τύπος του Σταυρού συνίσταται, ει και χρυσός, ει λίθοι είεν τίμιοι, μετά την του τύπου, ει τύχοι, διάλυσιν, ου προσκυνητέον» (Βιβλ. Δ΄Κεφ. πη΄περί Πίστεως). Το δε δεύτερον και βαθύτερον αίτιον, δια το οποίον εκ δύο ξύλων σχηματίζεται ο τύπος του Σταυρού, είναι, ότι ο μεν Θεός εποίησε τον Αδάμ ευθή και απλούν. Όθεν ο μεν Εκκλησιαστής είπε «Συν τον άνθρωπον εποίησεν ευθή» (ο Θεός) (ζ΄29). Ο δε Θεολόγος Γρηγόριος, «Εποίησεν ο Θεός τον άνθρωπον γυμνόν τη απλότητι και ζωή τη ατέχνω» (Λογ. εις την Χριστού Γέννησ.). Ο δε Αδάμ ακούσας την πονηράν του Διαβόλου συμβουλήν, και φαγών από τον διπλήν γνώσιν γεννώντα καρπόν του ξύλου, του γνωστού καλού και πονηρού, εκ τούτου, λέγω, αλλοίμονον! έγινε και αυτός διπλούς. Και εκεί όπου πρότερον είχε μόνην την απλήν γνώσιν του καλού, ύστερον απόκτησε και την γνώσιν του κακού. Όθεν ο Δεσπότης Χριστός δια να αναιρέση και να νεκρώση την διπλόην του Αδάμ, εσταυρώθη επάνω εις τον Σταυρόν τον εκ δύο ξύλων συγκείμενον, δια του ομοίου ιατρεύων το όμοιον. Μάλλον δε, και αυτός ο Κύριος απλούς πρότερον ων, Θεός γαρ μόνον ην, ύστερον έγινε και άνθρωπος: ήτοι έγινε διπλούς δια τας δύο φύσεις της Θεότητος και της ανθρωπότητος, ίνα αντρέψη και καταργήση την πρώτην εκείνην διπλήν γνώμην του Αδάμ και επαναγάγη αυτόν εις την αρχαίαν απλότητα. Δια τούτο και έλεγεν «Αμήν λέγω υμίν, εάν μη στραφήτε και γένησθε ως τα παιδία (τα απλά όντα και απονήρευτα), ου μη εισέλθητε εις την Βασιλείαν των Ουρανών» (Ματ. ιη΄2). Όθεν και ο Χρυσορρήμων τα δύο ξυλάρια ερμηνεύων της Σαραφθίας κλησίας ημών την ενθήκην˙ εύρεν ύδωρ και έλαιον και άλευρον και δύο ξυλάρια˙ ύδωρ, το Βάπτισμα˙ έλαιον, το Χρίσμα˙ άλευρον, ο άρτος˙ δύο ξυλάρια, του Σταυρού το κατόρθωμα» (Λόγω εις την Μάρθαν και Μαρίαν και Λάζαρον και Ηλίαν. Τόμω Ζ΄της εν Ετόνη εκδόσεως).


Από το βιβλίον «Εορτοδρόμιον” Του Οσίου πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου.»
Τόμος πρώτος: Σελίδες 41 - 142.
Εκδόσεις: Ορθόδοξος Κυψέλη. Θεσσαλονίκη, 1987.
 
Πηγή αρχείου  orp.gr
Κατεβάστε το σε μορφή rar - doc (word) για εύκολη εκτύπωση πατώντας
Ερμηνεία εις τον Κανόνα της Υψώσεως του τιμίου Σταυρού. Οσίου πατρός ημών Νικοδήμου του Αγιορείτου


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου