Δυσκολίες
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Στά χρόνια ἐκεῖνα ἕνας ἀνώτερος κρατικὸς ὑπάλληλος, ὁ νομάρχης, διοικοῦσε κάθε νομό τῆς ἀπέραντης ρωσικῆς ἐπικρατείας. Ἦταν σχεδόν πάντα κάποιος γλοιώδης κόλακας τῶν ἀξιωματούχων τοῦ παραλυμένου τσαρικοῦ κράτους. Καί δυστυχῶς γιά τήν ταλαίπωρη Καμτσάτκα, στίς μακρινές καί ἀπομονωμένες ἐπαρχίες ξέπεφταν οἱ χειρότεροι ἀπ’ αὐτούς: ἀνίκανοι, μικρόνοες, τεμπέληδες, ἀγροῖκοι, μέθυσοι, δωρολῆπτες, ἐργάτες τῆς ἀδικίας καί τῆς αὐθαιρεσίας.
Μετά ἀπό πολλές ἄκαρπες καί ἀπογοητευτικές προσπάθειες γιά συνεργασία μαζί τους, μέ σκοπό τήν ἀπό κοινοῦ ἀντιμετώπιση τῶν προβλημάτων τῶν κατοίκων, τό πῆρα ἀπόφαση πώς ἦταν μάταιο νά ὑπολογίζω στήν κατανόησή τους. Νωχελικά καί ἀδιάφορα μοῦ γύριζαν πάντα τίς πλάτες, δηλώνοντας κακότροπα καί κυνικά:
-Τί τά θέλεις; Κάθε γωνιά τῆς Ρωσίας σήμερα εἶναι καί μιά Καμτσάτκα. Μέ τεράστια καί ἄλυτα προβλήματα. Ἐμεῖς θά σώσουμε τήν κατάσταση; Ἤ μήπως ἐσύ; Τί σ’ ἔπιασε καί σκαλίζεις τό βοῦρκο; Δέν ἔχεις τίποτα ἄλλο νά κάνεις; Ἐμᾶς πάντως μή μᾶς ἀνακατεύεις.
Ἄκουγα μέ πόνο ψυχῆς τά λόγια τους. Ὅμως, ὄχι μόνο δέν μέ πτοοῦσαν, ἀλλά γιγάντωναν μέσα μου τή διάθεση καί τήν ὁρμή γιά δουλειά.
-Πάρτε το, εἴδηση, τούς ἔλεγα ἀποφασιστικά, καμιά ἀντίδραση καί καμιά δυσκολία δέν πρόκειται νά μέ σταματήσει ἀπό τόν ἀγώνα τοῦ εὐαγγελισμοῦ καί τῆς ἀνακουφίσεως τῶν ἀνθρώπων. Ἄν ζητάω βοήθεια, δέν τή ζητάω γιά τόν ἑαυτό μου, μά γιά τόν ταλαίπωρο λαό μας. Ἀλλά, ἄς εἶναι! Θά παλέψω μόνος μου.
Ἔχει ὁ Θεός! Εὔχομαι μόνο ἔγκαιρα νά σᾶς φωτίσει ὁ Κύριος καί νά καταλάβατε ὅλοι ἐσεῖς, οἱ βαθιά κοιμώμενοι μανδαρίνοι, σέ τί γκρεμό ὁδηγεῖται τὴν πατρίδα μας.
Πρέπει νά σημειώσω, ὅτι στά χρόνια ἐκεῖνα τῆς σκληρῆς τσαρικῆς ἀπολυταρχίας, πού εἶχε ἀρχίσει ν’ ἀντιμετωπίζει τή δίκαιη ἀντίδραση τοῦ φτωχοῦ καί δυστυχισμένου λαοῦ, οἱ κρατικές ἀρχές ἀντιμετώπιζαν μέ καχυποψία κάθε προσπάθεια πού ἀπέβλεπε στή βελτίωση τῶν συνθηκῶν ζωῆς τόσο τῶν ρώσων χωρικῶν, ὅσο καί τῶν περιφερειακῶν ἐθνοτήτων.
Τά γεγονότα13 τοῦ 1905 ἔγιναν ἀφορμή γιά σκλήρυνση τῆς στάσεως τοῦ τσαρικοῦ κράτους ἀπέναντι στίς λαϊκές μάζες. Ἔπρεπε λοιπόν νά στηριχθῶ μόνο στοῦ Θεοῦ τή βοήθεια καί ν’ ἀφιερώσω ὁλόκληρο τόν ἑαυτό μου, ὅλες μου τίς δυνάμεις, στή διακονία τοῦ ποιμνίου μου.
Μέ δύο στόχους: Πρῶτα τόν εὐαγγελισμό του, σύμφωνα μέ τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη». Κι ἔπειτα τή λύτρωσή του ἀπό τά δεινά πού τό μάστιζαν, τή δυστυχία καί τό φόβο. Ἡ δυστυχία καί ὁ φόβος ἦταν οἱ δύο ἄξονες τῆς ζωῆς τῶν ψυχῶν, πού μοῦ εἶχε ἐμπιστευθεῖ ὁ Θεός.
Δυστυχία, ἐξαιτίας τῆς φτώχειας, τῶν ἀσθενειῶν, τοῦ σκληροῦ κλίματος, τῆς ἀπάνθρωπης ἐκμεταλλεύσεως ἀπό τούς ἄπληστους καί ἁρπακτικούς ἐμπόρους τῶν γουναρικῶν. Καί φόβος, ἐξαιτίας τῶν πονηρῶν πνευμάτων, τοῦ θανάτου, τῶν στοιχείων τῆς φύσεως, τῶν ἀδίστακτων κρατικῶν ὑπαλλήλων.
Θά σημειώσω δύο χαρακτηριστικά περιστατικά, πού ἀποκαλύπτουν τίς σχέσεις τῶν ἰθαγενῶν μέ τούς ἀνθρώπους τῆς ἐξουσίας.
Κάποιο Μάρτιο, ἐνῶ ἐπέστρεφα στό κατάλυμά μου, στόν ὅρμο Κόρφ, μετά ἀπό ἱεραποστολική περιοδεία στά χωριά, ἀρρώστησα βαριά. Ὁ πυρετός ἀνέβηκε στούς 39,5 βαθμούς καί ἰσχυροί σπασμοί κλόνιζαν τό σῶμα μου. Ἤμουν ξαπλωμένος πάνω σ’ ἕνα ἕλκηθρο. Κάθε φορά πού ταρακουνιόταν, βογγοῦσα ἀπό τούς ἀφόρητους πόνους. Οἱ ἀγωγιάτες, τρεῖς ἁπλοϊκοί εἰδωλολάτρες ἐβένοι, τρόμαξαν. Νόμισαν ὅτι πεθαίνω πρίν φτάσουμε σπίτι, πού ἀπεῖχε ἀκόμα τριακόσια βέρστια.
Μόλις πλησιάσαμε στό λόφο Ἀπαπέλ, σταμάτησαν. Κατέβηκαν ἀπό τά ἕλκηθρα, πῆγαν στόν ὑπαίθριο βωμό καί, ἀφήνοντάς με στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἄρχισαν νά προσεύχονται στό σκοτεινό πνεῦμα. Ἄναψαν μάλιστα φωτιά καί πρόσφεραν «ὁλοκαύτωμα» κρέας ταράνδου.
Μετά ἀπό τή θυσία, πλησίασαν στό ἕλκυθρό μου μέ πρόσωπα ἀλλοιωμένα ἀπό τόν τρόμο. Μέ κοίταξαν ἑρευνητικά καί κούνησαν τά κεφάλια τους, ἀλλάζοντας χαρακτηριστικά βλέματα.
Ἔπειτα ὁ γέρος ἀπό τούς τρεῖς μοῦ εἶπε ἱεκετευτικά:
-Γιανοκλόκ μάϊνγκου πόπε (ἄρρωστε φίλε παπούλη), σέ παρακαλοῦμε πολύ, πρίν πεθάνεις νά γράψεις μέ τό χέρι σου σ’ ἕνα χαρτί ὅτι πέθανες μόνος, ἀλλιῶς θά βροῦμε τόν μπελά μας. Ὅταν φτάσουμε στό σπίτι, δέν θά ζεῖς πιά. Καί ὁ διοικητής θά νομίζει ὅτι σέ.... πεθάναμε ἐμεῖς!
Παρ’ ὅλο μου τό χάλι, γέλασα στό ἄκουσμα τῶν λόγων του. Ἄρχισαν ὅμως κι οἱ τρεῖς, μέ κλάματα τώρα, νά μέ παρακαλοῦν, νά τούς δώσω γραπτή βεβαίωση ὅτι ....πέθανα μόνος μου! Μέ πολλή δυσκολία κατόρθωσα νά τούς πείσω ὅτι δέν ἦταν παρά ἕνα βαρύ κρυολόγημα, πού θά περνοῦσε, ἄν μέ πήγαιναν χωρίς καθυστέρηση στό σπίτι. Τούς ζήτησα μόνο νά μήν κάνουν συχνές στάσεις γιά τσάι. Ἔτσι κι ἔγινε. Ἡ ἀγωνία πάντως ἦταν φανερή στά πρόσωπά τους μέχρι τήν ἄφιξή μας στό σπίτι, ὅπου, μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ συνῆλθα μετά ἀπό μερικές ἡμέρες.
Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.131-137
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο Ἀναβάσεις
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.