Πῶς εἶναι δυνατόν νά περάσουν χίλια χρόνια σάν μία ἡμέρα;
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά. Γέροντος Κλεόπα Ἡλιέ
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Παλαιά ζοῦσε ἕνας μοναχός σ᾿ἕνα μοναστήρι καί ἀναρωτιόταν: «Πῶς μποροῦν νά περάσουν χίλια χρόνια μέσα σέ μία ἡμέρα; Τόσο ὡραία εἶναι στόν παράδεισο καί τόση μεγάλη μακαριότης ὑπάρχει, ὥστε χίλια χρόνια φαίνονται σάν μία ἡμέρα!
Ὁ μοναχός αὐτός ἦταν στό διακόνημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ καί ἦταν μεγάλος στήν ἡλικία.
Προσευχόταν στήν Κυρία Θεοτόκο πολλά χρόνια καί τῆς ἔλεγε: «Ὦ Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, παρακάλεσε τόν Σωτῆρα μας Χριστό νά μοῦ δείξη πῶς μποροῦν νά περάσουν χίλια χρόνια σάν μία ἡμέρα; Διότι γνωρίζω ὅτι ὁ λόγος αὐτοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἀληθινός». Πράγματι προσευχήθηκε καί μετά ἀπό τρία χρόνια, ἰδού τί τοῦ ἔδειξε ὁ Θεός:
Ἐπειδή, ὅπως εἴπαμε, ἦταν ἐκκλησιαστικός, μετά τήν νυκτερινή ἀκολουθία παρέμεινε μόνος του στήν ἐκκλησία γιά νά διαβάση τούς Χαιρετισμούς τῆς Κυρίας Θεοτόκου. Τό κλειδί τῆς ἐκκλησίας τό εἶχε στό χέρι καί τόν σκοῦφο του τόν εἶχε ἀφήσει στό ἀναλόγιο.
Ξαφνικά μπῆκε μέσα στήν ἐκκλησία ἕνας ἀετός καί ἐκάθισε ἐπάνω στό εἰκονοστάσιο (τέμπλο) τοῦ ναοῦ. Ἦταν τόσο ὡραῖος πού δέν εἶχε ἰδῆ στήν ζωή του ἄλλον παρόμοιον. Εἶχε πολλούς χρωματισμούς καί ἐκύτταζε πρός τήν ἐκκλησία.
Ὁ μοναχός, ὅταν εἶδε τόν ὡραῖο αὐτόν ἀετό νά στέκεται ψηλά στό εἰκονοστάσιο, σταμάτησε τήν προσευχή του πλέον καί σκεφτόταν: «Θά πάω γρήγορα νά τόν πιάσω! Ἄν τόν πιάσω, δέν θά μοῦ χρειασθῆ πλέον ἄλλο μεγαλύτερο δῶρο στήν ζωή μου».
Ἔτρεξε πρός τόν ἀετό, ἀλλά ἐκεῖνος ἐπέταξε ἀλλοῦ πρός τό μέσον τῆς ἐκκλησίας. Ὁ μοναχός τόν ἀκολούθησε. Ὅταν ἐδοκίμασε καί πάλι νά τόν πιάση ὁ ἀετός ἐπέταξε πρός τό προαύλιο τῆς ἐκκλησίας.
«Ἀλλοίμονο σέ μένα. Κύριε, βοήθησέ με νά τόν πιάσω!» Ὅταν ἅπλωνε τά χέρια του, ὁ ἀετός πετοῦσε ἀλλοῦ, ἀλλά πολύ χαμηλά. Βγῆκαν καί οἱ δύο ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία στήν αὐλή τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ ἀετός ἐπέταξε μακρύτερα πρός τούς κήπους τῆς μονῆς. Ὅταν ἐπλησίασε πρός τά ἐκεῖ ὁ μοναχός, ὁ ἀετός μπῆκε στό δάσος.
Ὁ μοναχός ἔτρεξε πρός τά ἐκεῖ, λέγοντας: «Κύριε, βοήθησέ με νά τόν πιάσω!»
Ὅταν ἅπλωσε τά χέρια του πρός τό μέρος τοῦ ἀετοῦ, ἐκεῖνος ἐπέταξε σ᾿ ἕνα ξέφωτο. «Κύριε, μή μέ ἐγκαταλείπης. Βοήθησέ με νά τόν πιάσω στά χέρια μου!» Ὅταν ἐπῆγε κοντά του ὁ μοναχός, ὁ ἀετός ἀνέβηκε ἐπάνω σ᾿ ἕνα κλαδί. Τότε ἄρχισε νά κλαίη ὁ μοναχός: «Κύριε, δέν ἤμουν ἄξιος νά τόν πιάσω, κι ἔφυγε». Τόν ἐκύτταζε καί ἔλεγε: «Κύριε, Κύριε, τί ὠραῖο πτηνό εἶναι αὐτό! Δέν εἶδα ποτέ μου τόσο ὡραῖο πτηνό!
Ξαφνικά ὁ ἀετός ἄρχισε νά ψάλλη τόσο μελωδικά πού δέν εἶχε ἀκούσει στήν ζωή του τέτοια μελωδία αὐτός ὁ μοναχός. Σκεπτόταν ὅτι θά ἦταν ἄγγελος μέ τήν μορφή ἀετοῦ. Ἔμεινε ἐκεῖ καί τόν ἄκουγε, ἐνῶ ὁ ἀετός ἔψαλλε ἐπί 355 χρόνια. Ὁ μοναχός στό διάστημα αὐτό ἐνόμισε ὅτι ἐπέρασε μία ὥρα, διότι δέν εἶχε γεράσει, οὔτε εἶχε κουρασθῆ, οὔτε πεινοῦσε, οὔτε διψοῦσε καί κανείς δέν τοῦ ἔδινε προσοχή.
Μετά, ἀφοῦ ἐπέταξε ὁ ἀετός, ὁ μοναχός ὄντας μέ τό κλειδί τῆς ἐκκλησίας στό χέρι, σκεπτόταν: «Ἀλλοίμονο σέ μένα, διότι δέν ἐπῆρα τόν σκοῦφο μου καί ἡ ἐκκλησία παρέμεινε ἀνοικτή. Πάω τώρα νά τήν κλειδώσω.
Ἦλθε στό μοναστήρι κρατώντας στό χέρι τό κλειδί τῆς ἐκκλησίας, ἀλλά δέν ἐγνώριζε τό μονστήρι του. Ἡ ἐκκλησία ἦταν σκεπασμένη μέ διαφορετικά ὑλικά, τά κελλιά ἦταν ἀλλοιώτικα. Κουβέντιαζε τώρα μέ τόν ἑαυτό του κι ἔλεγε: «Κύριε, ἤ ἐγώ ἔχασα τά μυαλά μου ἤ τό μοναστήρι αὐτό δέν εἶναι δικό μας».
Γνωρίζοντας ὅτι εἶχε σταθῆ ν᾿ ἀκούη τήν μελωδία τοῦ ἀετοῦ μόλις μία ὥρα καί κάτι, ἐπῆγε στόν θυρωρό (πορτάρη) τῆς μονῆς. Εἶδε ὅτι ὁ πορτάρης ἦταν ἕνας γέροντας μέ ἄσπρη γενειάδα, πού τό πρόσωπό του ἔλαμπε. Τοῦ εἶπε:
-Εὐλόγησον, πάτερ! Ποιός δρόμος σ᾿ἔφερε ἀπ᾿ ἐδῶ;
-Πάτερ, πηγαίνω νά κλείσω τήν ἐκκλησία.
-Ἀπό ποῦ εἶσαι, πάτερ; Τόν ἐρώτησε ὁ πορτάρης.
-Ἀπ᾿ ἐδῶ ἀπό τό μοναστήρι αὐτό.
-Καί ποῦ ἤσουν;
-Μέχρι ἐδῶ κοντά ἤμουν.
-Πάτερ, δέν εἶσαι ἀπό τό μοναστήρι αὐτό.
-Δέν μέ γνωρίζεις, ἀδελφέ μου; Ἐγώ εἶμαι ὁ τάδε μοναχός. Εἶμαι ἐκκλησιαστικός καί πηγαίνω τώρα νά κλείσω τήν ἐκκλησία!
-Στάσου, πάτερ. Δέν σέ καταλαβαίνω. Πηγαίνω νά εἰδοποιήσω τόν ἡγούμενο.
Ἀλλά ἐκείνη τήν βραδυά ὁ ἡγούμενος εἶδε μία ἀποκάλυψι καί ἄκουσε μία φωνή τρεῖς φορές, ἡ ὁποία τοῦ ἔλεγε: «Ἀνοῖξτε τίς πῦλες τῆς μονῆς γιά νά μπῆ τό περιστέρι τοῦ Κυρίου!»
-Πάτερ, ἦλθε ἕνας γέροντας μοναχός, φωτεινός στό πρόσωπο καί μοῦ ἔλεγε ὅτι θέλει νά κλειδώση τήν ἐκκλησία, διότι εἶναι ἐκκλησιαστικός.
-Ἄνοιξέ του τήν πόρτα παιδί μου, μεγάλο μυστήριο εἶναι αὐτό σήμερα! Ἐλᾶτε μαζί μέ μένα.
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
Επιμέλεια κειμένου Αναβάσεις
Ευχαριστούμε τον πατέρα Δαμασκηνό Γρηγοριάτη και τον γέροντα της Μονής Οσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη για την ευλογία και την άδεια δημοσίευσης.
Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.