Λόγοι Δ΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
"ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ"
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Μέρος Πρώτο - Κεφάλαιο 1ον
Γιὰ μιὰ ἁρμονικὴ οἰκογένεια
« Ὁ σεβασμὸς μεταξὺ τὼν συζύγων»
Ὁ Θεὸς τὰ ρύθμισε ὅλα μὲ σοφία. Μὲ ἄλλα χαρίσματα προίκισε τὸν ἄνδρα, μὲ ἄλλα τὴν γυναίκα. Ἔδωσε στὸν ἄνδρα ἀνδρισμό, γιὰ νὰ τὰ βγάζη πέρα στὶς δύσκολες ὑποθέσεις καὶ γιὰ νὰ ὑποτάσσεται σ’ αὐτὸν ἡ γυναίκα. Γιατί, ἄν ἔδινε καὶ στὴν γυναίκα τὸν ἴδιο ἀνδρισμὸ, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σταθὴ οἰκογένεια.
Ἔλεγαν στὴν Ἤπειρο γιὰ μιὰ γυναίκα ὅτι ἦταν φοβερή! Φοροῦσε ἕνα ἄσπρο πουκάμισο μέχρι κάτω καὶ εἶχε πάντα μαζί της ἕνα γιαταγάνι! Οἱ ληστὲς τὴν ἔπαιρναν στὴν συντροφιὰ τους!
Σκεφθῆτε νὰ ἔχουν μιὰ γυναίκα στὴν σπεῖρα τους! Μιὰ φορὰ πῆγε ὧρες δρόμο μὲ τὰ πόδια σὲ ἕνα μακρινὸ χωριό, γιὰ νὰ πάρη ἕνα Βλαχάκι καὶ νὰ τὸ κάνη γαμπρὸ στὴν κόρη της.
Ἐπειδή ὅμως ἐκεῖνο ἀντιδροῦσε, τὸ ἔκλεψε, τὸ φορτώθηκε στὴν πλάτη της καὶ τὸ ἔφερε στὸ χωριό της! Αὐτὰ ὅμως εἶναι ἐξαιρέσεις. Ἄν ἐπιστρατεύσης γυναῖκες καὶ κάνης μὲ αὐτὲς ἕναν λόχο καὶ βάλης καμμιὰ δεκαριὰ προσκοπάκια νὰ ἔρχωνται ἀπὸ πέρα, οὔ, ἔφυγαν ὅλες! Θὰ νομίζουν ὅτι εἶναι ὁ ἐχθρός!
«Ὁ ἀνήρ, λέει ἡ Γραφή, ἐστί κεφαλὴ τὴς γυναικός»[3]. Δηλαδὴ ὁ Θεὸς κανόνισε, ὥστε ὁ ἄνδρας νὰ ἀφεντεύη στὴν γυναίκα. Νὰ ἀφεντεύη ἡ γυναίκα στὸν ἄνδρα εἶναι ὕβρις στὸν Θεὸ. Ὁ Θεὸς ἔπλασε πρῶτα τὸν Ἀδὰμ καὶ ὁ Ἀδὰμ εἶπε γιὰ τὴν γυναίκα: «Τοῦτο νῦν ὁστοῦν ἐκ τῶν ὁστέων μου καὶ σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μου»[4].
Ἡ γυναίκα, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, πρέπει νὰ φοβᾶται τὸν ἄνδρα, δηλαδὴ νὰ τὸν σέβεται, καὶ ὁ ἄνδρας νὰ ἀγαπάη τὴν γυναίκα[5]. Μέσα στὴν ἀγάπη εἶναι ὁ σεβασμός. Μέσα στὸν σεβασμὸ εἶναι ἡ ἀγάπη. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἀγαπῶ, τὸ σέβομαι κιόλας. Καὶ αὐτὸ τὸ ὁποῖο σέβομαι, τὸ ἀγαπῶ. Δηλαδὴ δὲν εἶναι ἄλλο τὸ ἕνα καὶ ἄλλο τὸ ἄλλο· ἕνα πράγμα εἶναι καὶ τὰ δύο.
Οἱ ἄνθρωποι, ὅμως φεύγουν ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἁρμονία τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν καταλαβαίνουν αὐτὰ ποὺ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἔτσι ὁ ἄνδρας παίρνει στραβὰ αὐτὸ ποὺ γράφει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ λέει στὴν γυναίκα: «Πρέπει νὰ μὲ φοβᾶσαι». Μά, ἄν σὲ φοβόταν, δὲν θὰ σὲ παντρευόταν! Εἶναι καὶ μερικὲς γυναῖκες ποὺ λένε: «Γιατί ἡ γυναίκα νὰ φοβᾶται τὸν ἄνδρα; Αὐτὸ δὲν τὸ παραδέχομαι.
Τί θρησκεία εἶναι αὐτή; Δὲν ὑπάρχει ἰσότητα». Ἀλλὰ βλέπεις τί λέει ἡ Ἁγία Γραφή; «Ἀρχὴ σοφίας, φόβος Κυρίου»[6]. Φόβος Θεοῦ εἶναι ὁ σεβασμὸς πρὸς τὸν Θεό, ἡ εὐλάβεια, ἡ πνευματικὴ συστολή. Αὐτὸς ὁ φόβος σὲ κάνει νὰ αἰσθάνεσαι δέος. Εἶναι κάτι τὸ ἱερό.
Ἡ ἰσότητα ποὺ ζητοῦν οἱ γυναῖκες μὲ τοὺς ἄνδρες μόνον ὥς ἕνα σημεῖο μπορεῖ νὰ ἰσχύση. Σήμερα στὶς γυναῖκες, ἐπειδή ἐργάζονται καὶ ψηφίζουν, μῆκε ἕνα ἀρρωστημένο πνεῦμα καὶ νομίζουν ὅτι εἶναι ἴσες μὲ τοὺς ἄνδρες. Φυσικὰ οἱ ψυχές ἴδιες εἶναι. Ἀλλὰ, ὅταν ὁ ἄνδρας δὲν ἀγαπᾶ τὴν γυναίκα καὶ ἡ γυναίκα δὲν σέβεται τὸν ἄνδρα, δημιουργοῦνται σκηνὲς στὴν οἰκογένεια.
Παλιὰ τὸ νὰ ἀντιμιλήση ἡ γυναίκα στὸν ἄνδρα, τὸ θεωροῦσαν πολὺ βαρύ. Τώρα μπῆκε ἕνα ἀλήτικο πνεῦμα. Τότε τί ὄμορφα ἦταν! Εἶχα γνωρίσει ἕνα ἀνδρόγυνο ποὺ ὁ ἄνδρας ἦταν πολὺ κοντὸς καὶ ἡ γυναίκα μιὰ ἀνδρογυναίκα, ψηλὴ μέχρι ἐκεῖ ἐπάνω!
Ἀφοῦ ἑκατὸν ὀγδόντα ὀκάδες σιτάρι τὸ ξεφόρτωνε ἀπὸ τὸ κάρρο μόνη της. Μιὰ φορὰ ἕνας ἐργάτης –ψηλὸς κι ἐκεῖνος- πῆγε νὰ τὴν πειράξη καὶ ἐκείνη τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν πέταξε πέρα σὰν σπριτόξυλο! Ἀλλὰ νὰ βλέπατε τί ὑπακοὴ ἔκανε στὸν ἄνδρα της, πῶς τὸν σεβόταν! Ἔτσι καρτιέται ἡ οἰκογένεια, ἀλλιῶς δὲν γίνεται.
-Ἔγραψες, Γερόντισσα, εὐχὲς στὸν Δημήτρη ποὺ παντρεύεται;
-Ἔγραψ, Γέροντα.
-Φέρε τὴν κάρτα νὰ συμπληρώσω κι ἐγώ: «Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία μαζί σας. Σοῦ δίνω εὐλογία, Δημήτρη, νὰ μαλώνης μὲ ὅλον τὸν κόσμο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Μαρία! Τὸ ἴδιο καὶ στὴν Μαρία!». Γιά νὰ δῶ, θὰ καταλάβουν τί ἐννοῶ; Μὲ ρώτησε κάποιος: «Γέροντα, τί ἑνώνει περισσότερο τὸν ἄνδρα μὲ τὴν γυναίκα;» «Ἡ εὐγνωμοσύνη», τοῦ λέω. Ὁ ἕνας ἀγαπάει τὸν ἄλλον γι’ αὐτὸ ποὺ τοῦ χαρίζει.
Ἡ γυναίκα δίνει στὸν ἄνδρα τὴν ἐμπιστοσύνη, τὴν ἀφοσίωση, τὴν ὑπακοή. Ὁ ἄνδρας δίνει στὴν γυναίκα τὴν σιγουριὰ ὅτι μπορεῖ νὰ τὴν προστατέψει. Ἡ γυναίκα εἶναι ἡ ἀρχόντισσα τοῦ σπιτιοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ μεγάλη ὑπηρέτρια. Ὁ ἄνδρας εἶναι ὁ κυβερνήτης τοῦ σπιτιοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ χαμάλης.
Μεταξὺ τους τὰ ἀνδρόγυνα πρέπει νὰ ἔχουν τὴν ἐξαγνισμένη ἀγάπη, γιὰ νὰ ἔχουν ἀλληπαρηγοριὰ καὶ νὰ μποροῦν νὰ κάνουν καὶ τὰ πνευματικά τους καθήκοντα.
Γιὰ νὰ ζήσουν ἁρμονικά, χρειάζεται νὰ βάλουν ἐξαρχῆς ὡς θεμέλιο τῆς ζωῆς τους τὴν ἀγάπη, τὴν ἀκριβὴ ἀγάπη, ποὺ βρίσκεται μέσα στὴν πνευματικὴ ἀρχοντιά, στὴν θυσία, καὶ ὄχι τὴν ψεύτικη, τὴν κοσμική, τὴν σαρκική. Ἄν ὑπάρχη ἀγάπη, θυσία, πάντα ἔρχεται ὁ ἕνας στὴν θέση τοῦ ἄλλου, τὸν καταλαβαίνει, τὸν πονάει. Καὶ ὅταν παίρνη κανεὶς τὸν πλησίον του στὴν πονεμένη του καρδιά, παίρνει τότε μέσα του τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος τὸν γεμίζει καὶ πάλι μὲ τὴν ἀγαλλίασή Του.
Ὅταν ὑπάρχη ἀγάπη, καὶ μακριὰ νὰ βρεθῆ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, ἄν οἱ περιστάσεις τὸ ἀπαιτήσουν, κοντὰ θά βρίσκεται, γιατὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δὲν τὴν χωρίζουν ἀποστάσεις. Ὅταν ὅμως, Θεὸς φυλάξοι, τὰ ἀνδρόγυνα δὲν ἔχουν ἀγάπη μεταξύ τους, μπορεῖ νὰ βρίσκωνται κοντὰ, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα βρίσκονται μακριά. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ προσπαθήσουν νὰ διατηρήσουν σὲ ὅλη τὴν ζωή τους τὴν ἀγάπη, νὰ θυσιάζεται ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον.
Ἡ σαρκικὴ ἀγάπη ἑνώνει ἐξωτερικὰ τοὺς κοσμικοὺς ἀνθρώπους τόσο μόνον, ὅσο ὑπάρχουν κοσμικὰ προσόντα, καὶ τοὺς χωρίζει, ὅταν αὐτὰ χαθοῦν, ὁπότε καὶ αὐτοῖ ὁδηγοῦνται στὴν ἀπώλεια. Ἐνῶ, ὅταν ὑπάρχη ἡ πνευματική, ἡ ἀκριβὴ ἀγάπη, ἄν τυχὸν ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς συζύγους χάση τὰ κοσμικά του προσόντα, αὐτὸ ὄχι μόνο δὲν τοὺς χωρίζει, ἀλλὰ τοὺς ἑνώνει περισσότερο.
Ὅταν ὑπάρχη μόνον ἡ σαρκικὴ ἀγάπη, τότε, ἄν λ.χ. ἡ γυναίκα μάθη ὅτι ὁ σύντροφός της κοίταξε κάποια ἄλλη, τοῦ πετάη βιτριόλι καὶ τὸν τυφλώνει.
Ἐνῶ, ὅταν ὑπάρχη ἡ ἁγνὴ ἀγάπη, τὸν πονάει πιὸ πολὺ καὶ κοιτάζει μὲ τρόπο πῶς νὰ τὸν φέρη πάλι στὸν σωστὸ δρόμο. Ἔτσι ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.
Μιὰ φορὰ ἦρθε στὸ Καλύβι κάποιος Ἑλληνοαμερικανὸς γιατρός. Εἶδα τὸ πρόσωπό του ποὺ ἦταν φωτεινὸ, γι’ αὐτὸ μὲ τρόπο τὸν ρώτησα γιὰ τὴν ζωή του. «Πάτερ, μοῦ εἶπε, εἶμαι Ὀρθόδοξος, ἀλλὰ μέχρι τεελυταῖα οὔτε νηστεῖες κρατοῦσα οὔτε στὴν ἐκκλησία πήγαινα συχνά. Ἕνα βράδυ εἶχα γονατίσει στὸ δωμάτιό μου νὰ παρακαλέσω τὸν Θεὸ γιὰ ἕνα θέμα ποὺ μὲ ἀπασχολοῦσε, ὁπότε γέμισε τὸ δωμάτιο μὲ ἕνα γλυκὸ φῶς.
Γιὰ ἀρκετὴ ὥρα δὲν ἔβλεπα τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο φῶς καὶ ἔνιωθα μιὰ ἀνέκφραστη εἰρήνη μέσα μου». Θαύμασα, γιατὶ κατάλαβα ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀξιώθηκε νὰ δῆ τὸ ἄκτιστο φῶς, καὶ τοῦ ζήτησα νὰ μοῦ πῆ τὶ εἶχε προηγηθῆ. «Πάτερ, μοῦ εἶπε, εἶμαι παντρεμένος καὶ ἔχω τρία παιδιά. Στὴν ἀρχὴ περνούσαμε καλὰ στὴν οἰκογένεια. Μετὰ ὅμως ἡ γυναίκα μου δὲν εἶχε τὴν ὑπομονὴ νὰ ἀσχολῆται στὸ σπίτι μὲ τὰ παιδιὰ καὶ ζητοῦσε νὰ βγαίνουμε ἔξω μὲ τὶς φίλες της. Τῆς ἔκανα τὸ χατίρι.
Ἔπειτα ἀπὸ ἕνα διάστημα μοῦ εἶπε ὅτι ἤθελε νὰ βγαίνη μόνη της μὲ τὶς φίλες της. Τὸ δέχθηκα καὶ αὐτὸ καὶ κοίταζα ἐγὼ τὰ παιδιά. Ὕστερα δὲν ἤθελε νὰ κάνουμε μαζί διακοπὲς καὶ μοῦ ζητοῦσε χρήματα νὰ πηγαίνη μόνη της. Στὴν συνέχεια μοῦ ζήτησε ἕνα διαμέρισμα, γιὰ νὰ ζῆ μόνη της. Τὸ ἔκανα καὶ αὐτό, ἀλλὰ ἐκείνη μάζευε ἐκεῖ τοὺς φίλους της. Ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα προσπαθοῦσα νὰ τὴν βοηθήσω μὲ διάφορους τρόπους, μὲ συμβουλὲς κ.λπ., ὥστε νὰ λυπηθῆ τὰ παιδιὰ μας, ἀλλὰ δὲν δεχόταν κουβέντα.
Τελικὰ μοῦ πῆρε ἕνα μεγάλο χρηματικὸ ποσὸ καὶ ἐξαφανίσθηκε. Ἔψαχνα, ρωτοῦσα παντοῦ, ἄδικα ὅμως. Εἶχα χάσει τελείως τὰ ἴχνη της. Κάποια μέρα πληροφορήθηκα ὅτι εἶχε ἔρθει ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα καὶ ἔμενε σὲ κάποιον κακόφημο οἶκο. Ἡ στεναχώρια μου γιὰ τὸ κατάντημά της δὲν περιγράφεται. Γονάτισσα πάν στὴν θλίψη μου νὰ προσευχηθῶ. ‘‘Θεέ μου, εἶπα, βοήθησέ με νὰ τὴν βρῶ καὶ νὰ κάνω ὅ,τι μπορῶ, γιὰ νὰ μὴ χάση τὴν ψυχή της. Αὐτὴν τὴν κατάντια της δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἀντέξω’’.
Τότε μὲ ἔλουσε ἐκεῖνο τὸ φῶς καὶ πλημμύρισε μὲ εἰρήνη ἡ καρδιὰ μου».
«Ὁ Θεὸς, ἀδελφέ, τοῦ εἶπα, εἶδε τὴν ὑπομονή, τὴν ἀνεξικακία, τὴν ἀγάπη σου καὶ σὲ παρηγόρησε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο».
Γι’ αὐτὸ λέω ὅτι θὰ μᾶς κρίνουν οἱ λαϊκοί. Βλέπετε; Γιατρός στὴν Ἀμερική, μὲ τέτοια σύζυγο, μὲ τί συνθῆκες καὶ σὲ τί περιβάλλον ζοῦσε, καὶ ὅμως τί ἀξιώθηκε!
3. Ἐφ. 5,23.
4. Γέν. 2, 23.
5.Βλ. Ἐφ. 5, 33.
6. Παρ. 1, 7.
« Ὁ σεβασμὸς μεταξὺ τὼν συζύγων»
Ἔλεγαν στὴν Ἤπειρο γιὰ μιὰ γυναίκα ὅτι ἦταν φοβερή! Φοροῦσε ἕνα ἄσπρο πουκάμισο μέχρι κάτω καὶ εἶχε πάντα μαζί της ἕνα γιαταγάνι! Οἱ ληστὲς τὴν ἔπαιρναν στὴν συντροφιὰ τους!
Σκεφθῆτε νὰ ἔχουν μιὰ γυναίκα στὴν σπεῖρα τους! Μιὰ φορὰ πῆγε ὧρες δρόμο μὲ τὰ πόδια σὲ ἕνα μακρινὸ χωριό, γιὰ νὰ πάρη ἕνα Βλαχάκι καὶ νὰ τὸ κάνη γαμπρὸ στὴν κόρη της.
Ἐπειδή ὅμως ἐκεῖνο ἀντιδροῦσε, τὸ ἔκλεψε, τὸ φορτώθηκε στὴν πλάτη της καὶ τὸ ἔφερε στὸ χωριό της! Αὐτὰ ὅμως εἶναι ἐξαιρέσεις. Ἄν ἐπιστρατεύσης γυναῖκες καὶ κάνης μὲ αὐτὲς ἕναν λόχο καὶ βάλης καμμιὰ δεκαριὰ προσκοπάκια νὰ ἔρχωνται ἀπὸ πέρα, οὔ, ἔφυγαν ὅλες! Θὰ νομίζουν ὅτι εἶναι ὁ ἐχθρός!
«Ὁ ἀνήρ, λέει ἡ Γραφή, ἐστί κεφαλὴ τὴς γυναικός»[3]. Δηλαδὴ ὁ Θεὸς κανόνισε, ὥστε ὁ ἄνδρας νὰ ἀφεντεύη στὴν γυναίκα. Νὰ ἀφεντεύη ἡ γυναίκα στὸν ἄνδρα εἶναι ὕβρις στὸν Θεὸ. Ὁ Θεὸς ἔπλασε πρῶτα τὸν Ἀδὰμ καὶ ὁ Ἀδὰμ εἶπε γιὰ τὴν γυναίκα: «Τοῦτο νῦν ὁστοῦν ἐκ τῶν ὁστέων μου καὶ σάρξ ἐκ τῆς σαρκός μου»[4].
Ἡ γυναίκα, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, πρέπει νὰ φοβᾶται τὸν ἄνδρα, δηλαδὴ νὰ τὸν σέβεται, καὶ ὁ ἄνδρας νὰ ἀγαπάη τὴν γυναίκα[5]. Μέσα στὴν ἀγάπη εἶναι ὁ σεβασμός. Μέσα στὸν σεβασμὸ εἶναι ἡ ἀγάπη. Αὐτὸ τὸ ὁποῖο ἀγαπῶ, τὸ σέβομαι κιόλας. Καὶ αὐτὸ τὸ ὁποῖο σέβομαι, τὸ ἀγαπῶ. Δηλαδὴ δὲν εἶναι ἄλλο τὸ ἕνα καὶ ἄλλο τὸ ἄλλο· ἕνα πράγμα εἶναι καὶ τὰ δύο.
Οἱ ἄνθρωποι, ὅμως φεύγουν ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἁρμονία τοῦ Θεοῦ καὶ δὲν καταλαβαίνουν αὐτὰ ποὺ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Ἔτσι ὁ ἄνδρας παίρνει στραβὰ αὐτὸ ποὺ γράφει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ λέει στὴν γυναίκα: «Πρέπει νὰ μὲ φοβᾶσαι». Μά, ἄν σὲ φοβόταν, δὲν θὰ σὲ παντρευόταν! Εἶναι καὶ μερικὲς γυναῖκες ποὺ λένε: «Γιατί ἡ γυναίκα νὰ φοβᾶται τὸν ἄνδρα; Αὐτὸ δὲν τὸ παραδέχομαι.
Τί θρησκεία εἶναι αὐτή; Δὲν ὑπάρχει ἰσότητα». Ἀλλὰ βλέπεις τί λέει ἡ Ἁγία Γραφή; «Ἀρχὴ σοφίας, φόβος Κυρίου»[6]. Φόβος Θεοῦ εἶναι ὁ σεβασμὸς πρὸς τὸν Θεό, ἡ εὐλάβεια, ἡ πνευματικὴ συστολή. Αὐτὸς ὁ φόβος σὲ κάνει νὰ αἰσθάνεσαι δέος. Εἶναι κάτι τὸ ἱερό.
Ἡ ἰσότητα ποὺ ζητοῦν οἱ γυναῖκες μὲ τοὺς ἄνδρες μόνον ὥς ἕνα σημεῖο μπορεῖ νὰ ἰσχύση. Σήμερα στὶς γυναῖκες, ἐπειδή ἐργάζονται καὶ ψηφίζουν, μῆκε ἕνα ἀρρωστημένο πνεῦμα καὶ νομίζουν ὅτι εἶναι ἴσες μὲ τοὺς ἄνδρες. Φυσικὰ οἱ ψυχές ἴδιες εἶναι. Ἀλλὰ, ὅταν ὁ ἄνδρας δὲν ἀγαπᾶ τὴν γυναίκα καὶ ἡ γυναίκα δὲν σέβεται τὸν ἄνδρα, δημιουργοῦνται σκηνὲς στὴν οἰκογένεια.
Παλιὰ τὸ νὰ ἀντιμιλήση ἡ γυναίκα στὸν ἄνδρα, τὸ θεωροῦσαν πολὺ βαρύ. Τώρα μπῆκε ἕνα ἀλήτικο πνεῦμα. Τότε τί ὄμορφα ἦταν! Εἶχα γνωρίσει ἕνα ἀνδρόγυνο ποὺ ὁ ἄνδρας ἦταν πολὺ κοντὸς καὶ ἡ γυναίκα μιὰ ἀνδρογυναίκα, ψηλὴ μέχρι ἐκεῖ ἐπάνω!
Ἀφοῦ ἑκατὸν ὀγδόντα ὀκάδες σιτάρι τὸ ξεφόρτωνε ἀπὸ τὸ κάρρο μόνη της. Μιὰ φορὰ ἕνας ἐργάτης –ψηλὸς κι ἐκεῖνος- πῆγε νὰ τὴν πειράξη καὶ ἐκείνη τὸν ἅρπαξε καὶ τὸν πέταξε πέρα σὰν σπριτόξυλο! Ἀλλὰ νὰ βλέπατε τί ὑπακοὴ ἔκανε στὸν ἄνδρα της, πῶς τὸν σεβόταν! Ἔτσι καρτιέται ἡ οἰκογένεια, ἀλλιῶς δὲν γίνεται.
«Ἡ ἀγάπη μεταξὺ τῶν συζύγων»
-Ἔγραψες, Γερόντισσα, εὐχὲς στὸν Δημήτρη ποὺ παντρεύεται;
-Ἔγραψ, Γέροντα.
-Φέρε τὴν κάρτα νὰ συμπληρώσω κι ἐγώ: «Ὁ Χριστὸς καὶ ἡ Παναγία μαζί σας. Σοῦ δίνω εὐλογία, Δημήτρη, νὰ μαλώνης μὲ ὅλον τὸν κόσμο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν Μαρία! Τὸ ἴδιο καὶ στὴν Μαρία!». Γιά νὰ δῶ, θὰ καταλάβουν τί ἐννοῶ; Μὲ ρώτησε κάποιος: «Γέροντα, τί ἑνώνει περισσότερο τὸν ἄνδρα μὲ τὴν γυναίκα;» «Ἡ εὐγνωμοσύνη», τοῦ λέω. Ὁ ἕνας ἀγαπάει τὸν ἄλλον γι’ αὐτὸ ποὺ τοῦ χαρίζει.
Ἡ γυναίκα δίνει στὸν ἄνδρα τὴν ἐμπιστοσύνη, τὴν ἀφοσίωση, τὴν ὑπακοή. Ὁ ἄνδρας δίνει στὴν γυναίκα τὴν σιγουριὰ ὅτι μπορεῖ νὰ τὴν προστατέψει. Ἡ γυναίκα εἶναι ἡ ἀρχόντισσα τοῦ σπιτιοῦ, ἀλλὰ καὶ ἡ μεγάλη ὑπηρέτρια. Ὁ ἄνδρας εἶναι ὁ κυβερνήτης τοῦ σπιτιοῦ, ἀλλὰ καὶ ὁ χαμάλης.
Μεταξὺ τους τὰ ἀνδρόγυνα πρέπει νὰ ἔχουν τὴν ἐξαγνισμένη ἀγάπη, γιὰ νὰ ἔχουν ἀλληπαρηγοριὰ καὶ νὰ μποροῦν νὰ κάνουν καὶ τὰ πνευματικά τους καθήκοντα.
Γιὰ νὰ ζήσουν ἁρμονικά, χρειάζεται νὰ βάλουν ἐξαρχῆς ὡς θεμέλιο τῆς ζωῆς τους τὴν ἀγάπη, τὴν ἀκριβὴ ἀγάπη, ποὺ βρίσκεται μέσα στὴν πνευματικὴ ἀρχοντιά, στὴν θυσία, καὶ ὄχι τὴν ψεύτικη, τὴν κοσμική, τὴν σαρκική. Ἄν ὑπάρχη ἀγάπη, θυσία, πάντα ἔρχεται ὁ ἕνας στὴν θέση τοῦ ἄλλου, τὸν καταλαβαίνει, τὸν πονάει. Καὶ ὅταν παίρνη κανεὶς τὸν πλησίον του στὴν πονεμένη του καρδιά, παίρνει τότε μέσα του τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος τὸν γεμίζει καὶ πάλι μὲ τὴν ἀγαλλίασή Του.
Ὅταν ὑπάρχη ἀγάπη, καὶ μακριὰ νὰ βρεθῆ ὁ ἕνας ἀπὸ τὸν ἄλλον, ἄν οἱ περιστάσεις τὸ ἀπαιτήσουν, κοντὰ θά βρίσκεται, γιατὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δὲν τὴν χωρίζουν ἀποστάσεις. Ὅταν ὅμως, Θεὸς φυλάξοι, τὰ ἀνδρόγυνα δὲν ἔχουν ἀγάπη μεταξύ τους, μπορεῖ νὰ βρίσκωνται κοντὰ, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα βρίσκονται μακριά. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ προσπαθήσουν νὰ διατηρήσουν σὲ ὅλη τὴν ζωή τους τὴν ἀγάπη, νὰ θυσιάζεται ὁ ἕνας γιὰ τὸν ἄλλον.
Ἡ σαρκικὴ ἀγάπη ἑνώνει ἐξωτερικὰ τοὺς κοσμικοὺς ἀνθρώπους τόσο μόνον, ὅσο ὑπάρχουν κοσμικὰ προσόντα, καὶ τοὺς χωρίζει, ὅταν αὐτὰ χαθοῦν, ὁπότε καὶ αὐτοῖ ὁδηγοῦνται στὴν ἀπώλεια. Ἐνῶ, ὅταν ὑπάρχη ἡ πνευματική, ἡ ἀκριβὴ ἀγάπη, ἄν τυχὸν ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς συζύγους χάση τὰ κοσμικά του προσόντα, αὐτὸ ὄχι μόνο δὲν τοὺς χωρίζει, ἀλλὰ τοὺς ἑνώνει περισσότερο.
Ὅταν ὑπάρχη μόνον ἡ σαρκικὴ ἀγάπη, τότε, ἄν λ.χ. ἡ γυναίκα μάθη ὅτι ὁ σύντροφός της κοίταξε κάποια ἄλλη, τοῦ πετάη βιτριόλι καὶ τὸν τυφλώνει.
Ἐνῶ, ὅταν ὑπάρχη ἡ ἁγνὴ ἀγάπη, τὸν πονάει πιὸ πολὺ καὶ κοιτάζει μὲ τρόπο πῶς νὰ τὸν φέρη πάλι στὸν σωστὸ δρόμο. Ἔτσι ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ.
Μιὰ φορὰ ἦρθε στὸ Καλύβι κάποιος Ἑλληνοαμερικανὸς γιατρός. Εἶδα τὸ πρόσωπό του ποὺ ἦταν φωτεινὸ, γι’ αὐτὸ μὲ τρόπο τὸν ρώτησα γιὰ τὴν ζωή του. «Πάτερ, μοῦ εἶπε, εἶμαι Ὀρθόδοξος, ἀλλὰ μέχρι τεελυταῖα οὔτε νηστεῖες κρατοῦσα οὔτε στὴν ἐκκλησία πήγαινα συχνά. Ἕνα βράδυ εἶχα γονατίσει στὸ δωμάτιό μου νὰ παρακαλέσω τὸν Θεὸ γιὰ ἕνα θέμα ποὺ μὲ ἀπασχολοῦσε, ὁπότε γέμισε τὸ δωμάτιο μὲ ἕνα γλυκὸ φῶς.
Γιὰ ἀρκετὴ ὥρα δὲν ἔβλεπα τίποτε ἄλλο παρὰ μόνο φῶς καὶ ἔνιωθα μιὰ ἀνέκφραστη εἰρήνη μέσα μου». Θαύμασα, γιατὶ κατάλαβα ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἀξιώθηκε νὰ δῆ τὸ ἄκτιστο φῶς, καὶ τοῦ ζήτησα νὰ μοῦ πῆ τὶ εἶχε προηγηθῆ. «Πάτερ, μοῦ εἶπε, εἶμαι παντρεμένος καὶ ἔχω τρία παιδιά. Στὴν ἀρχὴ περνούσαμε καλὰ στὴν οἰκογένεια. Μετὰ ὅμως ἡ γυναίκα μου δὲν εἶχε τὴν ὑπομονὴ νὰ ἀσχολῆται στὸ σπίτι μὲ τὰ παιδιὰ καὶ ζητοῦσε νὰ βγαίνουμε ἔξω μὲ τὶς φίλες της. Τῆς ἔκανα τὸ χατίρι.
Ἔπειτα ἀπὸ ἕνα διάστημα μοῦ εἶπε ὅτι ἤθελε νὰ βγαίνη μόνη της μὲ τὶς φίλες της. Τὸ δέχθηκα καὶ αὐτὸ καὶ κοίταζα ἐγὼ τὰ παιδιά. Ὕστερα δὲν ἤθελε νὰ κάνουμε μαζί διακοπὲς καὶ μοῦ ζητοῦσε χρήματα νὰ πηγαίνη μόνη της. Στὴν συνέχεια μοῦ ζήτησε ἕνα διαμέρισμα, γιὰ νὰ ζῆ μόνη της. Τὸ ἔκανα καὶ αὐτό, ἀλλὰ ἐκείνη μάζευε ἐκεῖ τοὺς φίλους της. Ὅλο αὐτὸ τὸ διάστημα προσπαθοῦσα νὰ τὴν βοηθήσω μὲ διάφορους τρόπους, μὲ συμβουλὲς κ.λπ., ὥστε νὰ λυπηθῆ τὰ παιδιὰ μας, ἀλλὰ δὲν δεχόταν κουβέντα.
Τελικὰ μοῦ πῆρε ἕνα μεγάλο χρηματικὸ ποσὸ καὶ ἐξαφανίσθηκε. Ἔψαχνα, ρωτοῦσα παντοῦ, ἄδικα ὅμως. Εἶχα χάσει τελείως τὰ ἴχνη της. Κάποια μέρα πληροφορήθηκα ὅτι εἶχε ἔρθει ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα καὶ ἔμενε σὲ κάποιον κακόφημο οἶκο. Ἡ στεναχώρια μου γιὰ τὸ κατάντημά της δὲν περιγράφεται. Γονάτισσα πάν στὴν θλίψη μου νὰ προσευχηθῶ. ‘‘Θεέ μου, εἶπα, βοήθησέ με νὰ τὴν βρῶ καὶ νὰ κάνω ὅ,τι μπορῶ, γιὰ νὰ μὴ χάση τὴν ψυχή της. Αὐτὴν τὴν κατάντια της δὲν μπορῶ νὰ τὴν ἀντέξω’’.
Τότε μὲ ἔλουσε ἐκεῖνο τὸ φῶς καὶ πλημμύρισε μὲ εἰρήνη ἡ καρδιὰ μου».
«Ὁ Θεὸς, ἀδελφέ, τοῦ εἶπα, εἶδε τὴν ὑπομονή, τὴν ἀνεξικακία, τὴν ἀγάπη σου καὶ σὲ παρηγόρησε μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο».
Γι’ αὐτὸ λέω ὅτι θὰ μᾶς κρίνουν οἱ λαϊκοί. Βλέπετε; Γιατρός στὴν Ἀμερική, μὲ τέτοια σύζυγο, μὲ τί συνθῆκες καὶ σὲ τί περιβάλλον ζοῦσε, καὶ ὅμως τί ἀξιώθηκε!
3. Ἐφ. 5,23.
4. Γέν. 2, 23.
5.Βλ. Ἐφ. 5, 33.
6. Παρ. 1, 7.
Ἀπόσπασμα ἀπό τίς σελίδες 41-46 τοῦ βιβλίου:
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Δ΄
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.