Τρίτη 19 Ιουλίου 2011

Ἡ Ὀρθοδοξία μας. Εἶναι δυνατή ἡ σωτηρία; Π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος.


Ἡ Ὀρθοδοξία μας 
π.Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος  
Δρ. Θεολογίας, Δρ. φιλοσοφίας



ζ) «Θανάτῳ θάνατον πατήσας(σελ.144-148) 

Ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος σώζεται μέ τό γεγονός τῆς ἐναθρώπησης τοῦ Λόγου, γιατί ὁ Χριστός ἔπρεπε νά παραδώσει τό σῶμα Του στό θάνατο;
Τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ ἦταν κτιστό καί ἑπομένως θνητό·  μποροῦσε νά ἀποθάνει. Ὅμως ἐπειδή ἦταν ἑνωμένο μέ τόν ἴδιο τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, πού ἦταν ἡ ζωή (Ἰω. α΄ 4, ιδ΄ 6, Α΄ Ἰω. ε΄ 11), δέν ἦταν δυνατόν νά παραμείνει νεκρό. «Διά τοῦτο ἀπέθανε μέν ὡς θνητόν, ἀνέζησεν ὅμως λόγῳ τῆς ζωῆς πού εἶχε μέσα του» (Μ. Ἀθαν. Πρβλ. Β΄Κορ. ιγ΄ 4. Ψαλμ. ξζ΄ 2, ζ΄ 7-9).
Ἔτσι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἐνανθρώπησε (Ἰω. α΄ 14), ἔλαβε δηλαδή σῶμα θνητό, γιά νά μπορέσει καί νά ἀποθάνει, ἀλλά καί νά ἐξαφανίσει τό θάνατο, μιά καί ὁ θάνατος δέν μποροῦσε νά κρατήσει τόν «ἀρχηγό τῆς ζωῆς» (Πραξ. β΄ 24, γ΄ 15).
Μέ τό θάνατο Του ὁ Χριστός προσέφερε τό σῶμα Του γιά χάρη ὅλων τῶν ἀνθρώπων. Ἔπαθε «ὑπέρ πάντων» καί μέ τό πάθος Του κατάργησε τό θάνατο, ἀφοῦ ὁ θάνατος δέν μπόρεσε νά Τόν νικήσει.  Ταυτόχρονα ὅμως κατάργησε καί ἐκεῖνον πού ἐξουσίαζε τό καθεστώς τοῦ θανάτου, δηλαδή τόν ἴδιο τό διάβολο, καί ἀπάλλαξε τούς ἀνθρώπους ἀπό τή σκληρή δουλεία τῆς ἁμαρτίας (Ἑβρ. β΄ 14-15).
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑπογραμμίζοντας πώς κατά τή δευτέρα παρουσία τοῦ Χριστοῦ θά πραγματοποιηθεῖ ὁ λόγος «Ποῦ ἡ νίκη σου, θάνατε; πού τό κέντρο σου, ἅδη;» (Ὡσ. ιγ΄ 14). Μέ τή δική μας ἀνάσταση θά ὁλοκληρωθεῖ ἡ νίκη κατά τοῦ θανάτου. «Καί ὅταν αὐτό τό ὁποῖο εἶναι φθαρτό θά ἐνδυθεῖ τήν ἀφθαρσία, τότε θά ἐκπληρωθεῖ ὁ λόγος πού εἶναι γραμμένος·

Κατεβροχθίσθη ὁ θάνατος καί ἐνικήθη.
Ποῦ εἶναι, θάνατε, τό κεντρί σου;
πού εἶναι ἅδη, ἡ νίκη σου;....
Ἄς εὐχαριστήσουμε τόν Θεόν, πού μᾶς δίδει τήν νίκη διά τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Κορ. ιε΄ 54-57).

«Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον;
ποῦ σου, ἅδη τό νῖκος;
Ἀνέστη Χριστός καί σύ κατεβέβλησαι!», ἐπαναλαμβάνει ἡ Ἐκκλησία μας τή νύχτα τοῦ Πάσχα.

«Ἐάν ἕνας ἀληθινός βασιλεύς κατανικήσει ἕνα τύραννον καί τοῦ δέσει τά χέρια καί τά πόδια, ὅλοι πλέον οἱ περαστικοί τόν περιπαίζουν καί τόν κτυποῦν καί τόν διασύρουν, διότι δέν φοβοῦνται τή μανία του καί τήν ἀγριότητά του, χάρις εἰς τόν νικητή βασιλέα. 

Ἔτσι, ἀφοῦ ὁ Σωτήρ ἐνίκησε καί ἐδειγμάτισε τόν θάνατον εἰς τόν σταυρόν καί ἔδεσε τά χέρια του καί τά πόδια του, ὅλοι ὅσοι ζοῦν χριστιανικῶς τόν καταπατοῦν καί ὅσοι ὁμολογοῦν τόν Χριστόν τόν χλευάζουν καί τόν περιπαίζουν λέγοντες αὐτά πού ἐξ ἀρχῆς, ἔχουν γραφεῖ ἐναντίον του:
-Ποῦ σοῦ, θάνατε, τό νῖκος; Ποῦ σοῦ, ἅδη, τό κέντρον;» (Μ. Ἀθανάσιος).
Ὁ θάνατος καταβροχθίσθηκε ἀπό τή νίκη πού συντελέσθηκε στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός «μετέσχε τῶν αὐτῶν», ἔγινε δηλαδή μέτοχος τῶν ἴδιων πραγμάτων, ὅπως καί ὁ ἄνθρωπος, «κεκοινώνησε σαρκός καί αἵματος», γιά νά καταργήσει «διά τοῦ θανάτου τόν διάβολον καί νά ἐλευθερώσει ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀπό τόν φόβο τοῦ θανάτου ἦταν ὑποδουλωμένοι καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς των» (Ἑβρ. β΄ 14-15)· ἡ νίκη συντελέσθηκε «ἐν τῇ σαρκί τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφεσ. β΄ 15).
Ἡ νίκη αὐτή δέν περιορίσθηκε στούς ζῶντες πάνω στή γῆ.  Μέ τή θριαμβευτική κάθοδο τοῦ Χριστοῦ στόν ἅδη συμπεριέλαβε καί τούς κεκοιμημένους ἀδελφούς μας (Α΄ Πετρ. γ΄ 19). Γι’ αὐτό ἀναφέρει ὁ ὕμνος τῆς Ἐκκλησίας μας:

«Βασιλεύει, ἀλλ’ οὐκ αἰωνίζει
ἅδης τοῦ γένους τῶν βροντῶν·
Σύ γάρ τεθείς ἐν τάφῳ Κραταιέ,
ζωαρχικῇ παλάμῃ,
τά τοῦ θανάτου κλεῖθρα διεσπάραξας
καί ἐκήρυξας
τοῖς ἀπ’ αἰῶνος ἐκεῖ καθεύδουσι
λύτρωσιν ἀψευδῆ, Σῶτερ,
γεγονώς νεκρῶν πρωτότοκος».

Δέν μποροῦσε ἄραγε ὁ θάνατος νά νικηθεῖ μέ ἄλλον τρόπο, ἔξω ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ; Ὁ θάνατος δέν ἦταν ἔξω ἀπό τό σῶμα· εἶχε συμπλεχθεῖ μέ τό σῶμα. Ἦταν λοιπόν ἀνάκγη καί ἡ ζωή νά συμπλεχθεῖ μέ τό σῶμα, ὥστε τό σῶμα νά ἀποβάλει τή φθορά καί ἀντί γι’ αὐτήν νά ἐνδυθεῖ τή ζωή. Ἀφοῦ τό σῶμα ἐνδύθηκε τή φθορά δέν μποροῦσε νά ἀναστηθεῖ, ἐάν δέν ἐνδυόταν τή «ζωή». Ἔπρεπε ὁ ἐχθρός νά ἀντιμετωπισθεῖ στό σῶμα. 

Γι’ αὐτό ὁ Χριστός ἐνδύθηκε σῶμα, γιά νά συναντήσει μέ τό σῶμα τό θάνατο καί νά τόν ἐξαλείψει. «Πλησιάζει λοιπόν ὁ θάνατος καί ἀφοῦ κατέπιε τό δόλωμα τοῦ σώματος, σουβλίζεται μέ τό ἀγκίστρι τῆς Θεότητος καί ἀφοῦ ἐγεύθη ἀπό τό ἀναμάρτητο καί ζωοποιό σῶμα, ἐξοντώνεται καί ‘‘ξερνᾶ’’ ὅλους ὅσους κατέπιεν ἀπό τήν ἀρχή» (Ἰω. Δαμασκ.)
Ὁ Μ. Βασίλειος συνοψίζει τό μυστήριο τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου: Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ σαρκώνεται, γεννᾶται «ἐν ὁμοιώματι σαρκός ἁμαρτίας» (Ρωμ. η΄ 3).  Λαμβάνει δηλαδή τό ἁμαρτωλό σῶμα μας, χωρίς ὅμως νά διαπράξει ἁμαρτία (Ἡσ. νγ΄ 9. Λουκ. κγ΄ 41. Ἰω. η΄ 46. Β΄ Κορ. ε΄ 21. Ἑβρ. δ΄ 15. Α΄ Πέτρ. β΄ 22). 

Μ’ αὐτό τόν τρόπο ὁ θάνατος, πού κληρονομήθηκε μέ τήν καταγωγή μας ἀπό τόν Ἀδάμ, «κατεπόθη ἀπό τή Θεότητα» καί ἡ ἁμαρτία «ἐξηφανίσθη ὑπό τῆς ἐν Χριστῷ  Ἰησοῦ δικαιοσύνης, ὥστε κατά τήν ἀνάστασιν νά ἀπολαύσωμε τήν σάρκα, πού δέν εἶναι οὔτε ὑπόδικος εἰς τόν θάνατον, οὔτε ὑπεύθυνος εἰς τήν ἁμαρτίαν» (πρβλ. Ρωμ. ε΄ 12, 17).
Τό ζήτημα λοιπόν δέν εἶναι τό ὅτι ὁ Χριστός παρέδωσε τό σῶμα Του στό θάνατο, ἀλλά τό ὅτι ὁ θάνατος δέν μπόρεσε νά κρατήσει κάτω ἀπό τήν ἐξουσία του τόν ἀρχηγό τῆς ζωῆς (Πραξ. β΄ 24, γ΄15).
«Ὁ θάνατος ὑπερίσχυσε καί κατέπιε πολλούς,
ἀλλά πάλιν ἀφήρεσε Κύριος ὁ Θεός,
πᾶν δάκρυον ἀπό παντός προσώπου·
ἀφήρεσε τό ὄνειδος τοῦ λαοῦ ἀπό πάσης τῆς γῆς» (Ἠσ. κε΄ 8)

Ἔτσι μέ τό θάνατό Του ὁ Χριστός κατήργησε ἐκεῖνον πού εἶχε τό κράτος τοῦ θανάτου καί ἐχαρίσε τήν ἐλευθερία στούς ἀνθρώπους (Πρβλ. Α΄ Κορ. ιε΄ 20-23, 54, Ἑβρ. β΄ 14-15, Ἀποκ. κ΄ 14).  Γι’ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας ψάλλει· «Θανάτῳ θάνατον πατήσας καί τοῖς ἐν τοῖς μνήμασιν ζωήν χαρισάμενος».
Ἀλλά ὁ θάνατος μένει γιά τή διάνοια τοῦ πιστοῦ φοβερό καί ἀπροσπέλαστο μυστήριο. Αὐτό ἐκφράζουν μέ ἀνεπανάληπτο τρόπο τά ἱερά κείμενα ἀπό τήν ἀκολουθία τῆς κηδείας.

Θρηνῶ καί ὀδύρομαι
ὅταν ἀναλογισθῶν τόν θάνατο,
καί ἴδω στούς τάφους κειμένη
τήν ὡραιότητά μας τήν κατ’ εἰκόνα Θεοῦ,
ἄμορφη, ἄδοξη, χωρίς σχῆμα.
Ὤ θαύμα!
Τί μυστήριο συνέβη σέ μᾶς...
«Ὄντως φοβερώτατο τό τοῦ θανάτου μυστήριο
πῶς ἡ ψυχή ἀπό τήν ἁρμονία μέ τό σῶμα
χωρίζεται βίαια,
καί πῶς ἀποκόπτεται τῆς συμφυίας
ὁ φυσικότατος δεσμός
μέ θεία βούληση...

Ὅμως γιά τόν πιστό δέν ὑπάρχει ἐδῶ ἀδιέξοδο· δέν ὁδηγεῖται σέ ἀπόγνωση, ἀλλά στήν ἐλπίδα: «Ἀδελφοί, δέν θέλουμε νά ἀγνοεῖτε ὅ,τι ἀφορᾶ τούς κεκοιμημένους, διά νά μή λυπεῖσθαι ὅπως καί οἱ λοιποί, πού δέν ἔχουν ἐλπίδα.  Γιατί ἄν πιστεύουμε πώς ὁ Ἰησοῦς ἀπέθανε καί ἀναστήθηεκ, ἔτσι καί ὁ Θεός διά τοῦ Ἰησοῦ θά φέρει μαζί του καί τούς ‘‘κοιμηθέντας’’... ὥστε παρηγορεῖτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον μέ τά λόγια αὐτά»  (Α΄ Θεσ. δ΄13-18)

 

Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Ἡ Ὀρθοδοξία μας».
Ἔτος 1994
σελίδες 144-148


Διαβάστε περισσότερα αποσπάσματα από το βιβλίο πατώντας  Η Ορθοδοξία μας

___________

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου