Εὐψυχίου Μάρτυρος, Αὐδιησοῦ Μάρτυρος καὶ τῶν σὺν αὐτῶ τριακόσιοι Μάρτυρες, Ἀκατίου Ὁσίου, Βαδίμου Ὁσιομάρτυρος, Μετακομιδὴ ἱερῶν λειψάνων Ἁγίας Μόνικας, τῶν Ἁγίων Ραφαήλ, Νικολάου καὶ Εἰρήνης Μαρτύρων.
Ζωοδόχου Πηγῆς
Μὲ τὸ ὄνομα Ζωοδόχος Πηγὴ τοῦ Μπαλουκλὶ ἢ Παναγία ἡ Μπαλουκλιώτισσα φέρεται ἱερὸ χριστιανικὸ ἁγίασμα ποὺ βρίσκεται στὴ Κωνσταντινούπολη ἔξω ἀπὸ τὴ δυτικὴ πύλη τῆς Σηλυβρίας, ὅπου ὑπῆρχαν τὰ λεγόμενα «παλάτια τῶν πηγῶν» στὰ ὁποῖα οἱ Βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες παραθέριζαν τὴν Ἄνοιξη. Πῆρε τὴν ὀνομασία του ἀπὸ τὸ τουρκικὸ ὄνομα Balik (=ψάρι) καὶ περιλαμβάνει τὸ μοναστήρι, τὴν ἐκκλησία καὶ τὸ ἁγίασμα.
Γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ Ἁγιάσματος ὑπάρχουν δύο ἐκδοχές:
α) Ἡ πρώτη, ποὺ ἐξιστορεῖ ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος ἀναφέρει ὅτι: Ὁ μετέπειτα αὐτοκράτορας Λέων ὁ Θρὰξ ἢ Λέων ὁ Μέγας (457 – 474 μ.Χ.), ὅταν ἐρχόταν ὡς ἁπλὸς στρατιώτης στὴν Κωνσταντινούπολη, συνάντησε στὴ Χρυσὴ Πύλη ἕναν τυφλὸ ποὺ τοῦ ζήτησε νερό. Ψάχνοντας γιὰ νερό, μιὰ φωνὴ τοῦ ὑπέδειξε τὴν πηγή. Πίνοντας ὁ τυφλὸς καὶ ἐρχόμενο τὸ λασπῶδες νερὸ στὰ μάτια τοῦ θεραπεύτηκε. Ὅταν ἀργότερα ἔγινε αὐτοκράτορας, τοῦ εἶπε ἡ προφητικὴ φωνή, πὼς θὰ ἔπρεπε νὰ χτίσει δίπλα στὴν πηγὴ μία Ἐκκλησία. Πράγματι ὁ Λέων ἔκτισε μία μεγαλοπρεπὴ ἐκκλησία πρὸς τιμὴ τῆς Θεοτόκου στὸ χῶρο ἐκεῖνο, τὸν ὁποῖο καὶ ὀνόμασε «Πηγή». Ὁ Κάλλιστος περιγράφει τὴ μεγάλη αὐτὴ Ἐκκλησία μὲ πολλὲς λεπτομέρειες, ἂν καὶ ἡ περιγραφὴ ταιριάζει περισσότερο στὸ οἰκοδόμημα τοῦ Ἰουστινιανοῦ. Ἱστορικὰ πάντως εἶναι ἐξακριβωμένο, ὅτι τὸ 536 μ.Χ. στὴ Σύνοδο τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπὸ τὸν Πατριάρχη Μηνᾶ 536 – 552 μ.Χ., λαμβάνει μέρος καὶ ὁ Ζήνων, ἡγούμενος «τοῦ Οἴκου τῆς ἁγίας ἐνδόξου Παρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας ἐν τῇ Πηγῇ».
β) Ἡ δεύτερη, ποὺ ἐξιστορεῖ ὁ ἱστορικὸς Προκόπιος, τοποθετεῖται στὶς ἀρχὲς τοῦ 6ου αἰώνα καὶ ἀναφέρεται στὸν Ἰουστινιανό. Ὁ Ἰουστινιανὸς κυνηγοῦσε σ’ ἕνα θαυμάσιο τοπίο μὲ πολὺ πράσινο, νερὰ καὶ δένδρα. Ἐκεῖ, σὰν σὲ ὅραμα, εἶδε ἕνα μικρὸ παρεκκλήσι, πλῆθος λαοῦ καὶ ἕναν ἱερέα μπροστὰ σὲ μιὰ πηγή. «Εἶναι ἡ πηγὴ τῶν θαυμάτων» τοῦ εἶπαν. Καὶ ἔχτισε ἐκεῖ μοναστήρι μὲ ὑλικὰ ποὺ περίσσεψαν ἀπὸ τὴν Ἁγιὰ Σοφιά. Ὁ Ἰ. Κεδρηνὸς ἀναφέρει ὅτι χτίστηκε τὸ 560 μ.Χ.
Γράφοντας τὸν 14ο αἰ. μ.Χ. γιὰ τὸ ἁγίασμα τῆς Πηγῆς ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος παραθέτει, ἀπὸ διάφορὲς πηγές, ἕναν κατάλογο 63 θαυμάτων, ἀπὸ τὰ ὁποῖα τὰ 15 φθάνουν ὡς τὴν ἐποχή του.
Σήμερα στὴν αὐλὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς βρίσκονται οἱ τάφοι τῶν Οἰκουμενικῶν Πατριαρχῶν. Τὸ δὲ ἁγίασμα βρίσκεται στὸν ὑπόγειο Ναὸ καὶ ἀποτελεῖται ἀπὸ μαρμαρόκτιστη πηγή, τὸ νερὸ τῆς ὁποίας θεωρεῖται ἁγιασμένο. Ἀπὸ ἐδῶ διαδόθηκε ὁ τύπος τῆς Παναγίας Ζωοδόχου Πηγῆς σὲ ὅλο τὸν ὀρθόδοξο κόσμο. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι ψηφιδωτὴ παράσταση τῆς εἰκόνας σώζεται στὸν ἐσωνάρθηκα τῆς Μονῆς τῆς Χώρας.
Ὁ Ναὸς αὐτὸς ἔμεινε γνωστὸς στὴν ἱστορία ὡς τὸ ἁγίασμα τοῦ «Μπαλουκλί». «Μπαλούκ» στὰ τουρκικὰ σημαίνει ψάρι καὶ ἡ παράδοση μᾶς λέει πὼς ἐκεῖ δίπλα στὸ ἁγίασμα, στὶς 23 Μαΐου 1453 μ.Χ. ἕνας καλόγερος τηγάνιζε ψάρια, ὅταν κάποιος τοῦ ἔφερε τὴν εἴδηση πὼς πῆραν τὴν Πόλη οἱ Τοῦρκοι. Ὁ καλόγερος ἀπάντησε πὼς μόνο ἂν τὰ ψάρια ποὺ τηγάνιζε ἔφευγαν ἀπ’ τὸ τηγάνι καὶ ἔπεφταν μέσα στὸ ἁγίασμα θὰ πίστευε ὅτι ἔγινε κάτι τέτοιο. Καὶ πραγματικὰ τὰ ψάρια ζωντάνεψαν καὶ ἔπεσαν μέσα στὴν πηγὴ τοῦ ἁγιάσματος. Μέχρι σήμερα δέ, μέσα στὴν δεξαμενὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς διατηροῦνται ἑπτὰ ψάρια καὶ μάλιστα σὰν νὰ εἶναι μισοτηγανισμένα ἀπ’ τὴν μιὰ πλευρά.
Σὲ ἀνάμνηση τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Λέοντα ἡ Ἐκκλησία καθιέρωσε τὴν κάτ’ ἔτος ἑορτὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινήσιμου Ἑβδομάδας.
Σὲ ἀνάμνηση τῶν ἐγκαινίων τοῦ Ναοῦ ἀπὸ τὸν Αὐτοκράτορα Λέοντα ἡ Ἐκκλησία καθιέρωσε τὴν κάτ’ ἔτος ἑορτὴ τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς, τὴν Παρασκευὴ τῆς Διακαινήσιμου Ἑβδομάδας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.Τὸν ὑπερούσιον, ὄμβρον κυήσασα, πηγὴ ζωήρρυτος, Παρθένε πέφυκας, ἀναπηγάζουσα ἡμῖν, τὸ νέκταρ τὸ ἀθάνατον, ὕδωρ τὸ ἁλλόμενον, εἰς ζωὴν τὴν αἰώνιον, νάματα γλυκύρροα, ἐκ τῆς Κρήνης σου πάντοτε, ἐξ ὧν ἐπεντρυφῶντες βοῶμεν· Χαῖρε Πηγὴ ἡ ζωηφόρος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ ὑπερμάχῳ.
Ἐξ ἀκενώτου σου πηγῆς Θεοχαρίτωτε
Ἐπιβραβεύεις μοι πηγάζουσα τὰ νάματα
Ἀενάως τῆς σῆς χάριτος ὑπὲρ λόγον·
Τὸν γὰρ Λόγον ὡς τεκοῦσα ὑπὲρ ἔννοιαν
Ἱκετεύω σε δροσίζειν με σῇ χάριτι,Ἵνα κράζω σοι, Χαῖρε ὕδωρ σωτήριον.
Μεγαλυνάριον.Ὕδωρ τὸ ζωήρρυτον τῆς Πηγῆς, μάννα τὸ προχέον, τὸν ἀθάνατον δροσισμόν, τὸ νέκταρ τὸ θεῖον, τὴν ξένην ἀμβροσίαν, τὸ μέλι τὸ ἐκ πέτρας, πίστει τιμήσωμεν.
Ὁ Ἅγιος Εὐψύχιος
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Εὐψύχιος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ δυσσεβοὺς αὐτοκράτορα Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363 μ.Χ.) καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴ χώρα τῆς Καππαδοκίας. Ἦταν ἄνθρωπος μὲ θεοφιλῆ βίο καὶ ἀγαθὴ κρίση καὶ εἶχε πολὺ πόθο γιὰ τὸν Χριστό. Ὅταν στὴν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας ὁ Ἰουλιανὸς ἔχτισε ναὸ τῆς θεᾶς Τύχης, στὸν ὁποῖο θυσίαζαν οἱ εἰδωλολάτρες, ὁ Εὐψύχιος πῆρε μαζί του καὶ μερικοὺς ἄλλους θαρραλέους νέους καὶ γκρέμισαν τὸ ναὸ ἀπὸ τὰ θεμέλια καθὼς καὶ τὸ εἴδωλο τῆς θεᾶς. Ὅταν ἔμαθε αὐτὰ ὁ βασιλέας ὀργίσθηκε ὑπερβολικὰ καὶ ἀπέστειλε στρατιῶτες γιὰ νὰ τοὺς συλλάβουν. Καὶ τοὺς ἄλλους, ἀφοῦ τοὺς στέρησε ἀπὸ τὴν περιουσία τους, τοὺς ὑπέβαλλε σὲ ποικίλα χτυπήματα καὶ τοὺς ἐξόρισε. Τὸν Μάρτυρα ὅμως, Εὐψύχιο, ἐπειδὴ κατὰ τὴν γνώμη του ὑπῆρξε ἡ αἰτία αὐτῆς τῆς ἐνέργειας, πρῶτα τὸν ἔκλεισε στὴ φυλακή, στὴν συνέχεια δὲ τὸν βασάνισε πολύ. Ἐπειδὴ ὅμως δὲν κατάφερνε νὰ τὸν πείσει νὰ ἀρνηθεῖ τὴν πίστη του στὸν Χριστό, ἔδωσε ἐντολὴ καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν. Ἦταν τὸ ἔτος 363 μ.Χ. Ἔτσι ὁ Μάρτυς Εὐψύχιος κέρδισε ἀντὶ τῆς φθαρτῆς ζωῆς, τὸν ἄφθαρτο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Εὐψύχως ἤνυσας, δρόμον τὸν ἔνθεον, καὶ καταβέβληκας, ἐχθρὸν τὸν δόλιον, τὴν πανοπλίαν τοῦ Σταυροῦ, παμμάκαρ ἐνδεδυμένος ὅθεν συνηρίθμησαι, τῶν Μαρτύρων ταὶς τάξεσι, δόξαν αἰωνίζουσαν, κεκτημένος Εὐψύχιε. Ἀλλὰ μὴ διαλείπῃς πρεσβεύων, σώσαι ἠμᾶς τοὺς σὲ τιμώντας.
Ὁ Ἅγιος Αὐδιησοὺς ὁ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῶ τριακόσιοι Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες μαρτύρησαν κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως τῶν Περσῶν, Σαβωρίου Β’ (325-379 μ.Χ.). Ὁ Σαβώριος ἐξεστράτευσε κατὰ τῶν Βυζαντινῶν καὶ κυρίευσε τὴν πόλη Βιζάδη. Ἀμέσως ἐκτέλεσε τοὺς στρατιῶτες ποὺ βρίσκονταν μέσα σὲ αὐτή, καθὼς καὶ ὅσους ἔφεραν ὅπλα, ἐνῷ στὸ λαό, τὰ γυναικόπαιδα καὶ τοὺς γέροντες, τὸν Ἐπίσκοπο Ἠλιόδωρο καὶ τοὺς Πρεσβυτέρους Δησὰ καὶ Μαριάβ, χάρισε τὴ ζωή.
Κατὰ τὸν χρόνο ἐκεῖνο, ἐπειδὴ ὁ Ἐπίσκοπος Ἠλιόδωρος προαισθάνθηκε τὸ τέλος του, χειροτόνησε Ἐπίσκοπο τὸν πρεσβύτερο Δησά. Ἐνῷ λοιπὸν γινόταν ἡ Ἀκολουθία στὸ ναό, ὁ ἀρχιμάγος Ἀδεφὰρ ἀνέφερε στὸν βασιλέα Σαβώριο ὅτι οἱ Χριστιανοί, τοὺς ὁποίους ἄφησε νὰ ζήσουν, ἐξέλεξαν γιὰ Ἐπίσκοπό τους κάποιον ὀνόματι Δησὰ καὶ καθυβρίζουν τὸ βασιλέα καὶ τὴν θρησκεία του.
Ἀμέσως τότε ὁ Σαβώριος ἔδωσε ἐντολὴ καὶ ὁδήγησαν ἐνώπιόν του τριακόσιους ἄνδρες Χριστιανοὺς καὶ τοὺς διέταξε νὰ προσκυνήσουν τὸν ἥλιο καὶ τὴ φωτιὰ καὶ νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα. Ἐκεῖνοι δὲν πειθάρχησαν στὴν προσταγὴ τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ ἔμειναν ἀκλόνητοι στὴν πίστη τους. Τότε ἀποκεφαλίσθηκαν. Πέντε ὅμως ἀπὸ αὐτοὺς λιποψύχησαν. Ἀρνήθηκαν τὴν πατρῴα εὐσέβεια καὶ προσκύνησαν τὰ εἴδωλα μὲ ἀποτέλεσμα νὰ χάσουν τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους.
Ἕνας δὲ ἀπὸ τοὺς ἀποκεφαλισθέντες Μάρτυρες, ὁ Αὐδιησούς, ἐπειδὴ τὸ χτύπημα τοῦ ξίφους δὲν ἦταν θανατηφόρο, δὲν πέθανε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἔζησε καὶ κήρυττε μὲ παρρησία καὶ ἐνθουσιασμὸ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν τελείωσαν μὲ μαχαῖρι. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες εἰσῆλθαν στὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ Θεοῦ στεφανωμένοι μὲ τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Ὁ Ὅσιος Ἀκάτιος Ἐπίσκοπος Ἀμίδης Μεσοποταμίας
Δὲν ἔχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸν βίο τοῦ Ὁσίου Ἀκατίου.
Ὁ Ἅγιος Βάδιμος ὁ Ὁσιομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Βάδιμος ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως τῆς Περσίας Σαβωρίου Β’ (325-39 μ.Χ.). Ἦταν Πέρσης καὶ καταγόταν ἀπὸ εὐγενῆ καὶ πλούσια οἰκογένεια τῆς πόλεως Βηθλαπάτης. Ἀφοῦ καταφρόνησε τὴ δόξα τοῦ κόσμου καὶ τὰ πλούτη, ἔγινε μοναχὸς καὶ ἔπειτα ἀρχιμανδρίτης καὶ εἶχε κοντά του ἑπτὰ μαθητές. Ἐπειδὴ ὅμως κήρυσσαν τὸν Χριστό, καταγγέλθηκαν ὅτι ἀποσποῦν τοὺς Πέρσες ἀπὸ τὴν θρησκεία τῶν εἰδώλων καὶ συνελήφθησαν. Παρὰ τὶς πιέσεις καὶ τὰ βασανιστήρια ὁ Ἅγιος Βάδιμος καὶ οἱ μαθητές του ὁμολογοῦσαν συνέχεια μὲ παρρησία καὶ ἀνδρεία τὸ Ὄνομα τοῦ Ἁγίου Θεοῦ. Τότε παρεδόθησαν στὸν δήμιο Νηρσά, ὁ ὁποῖος μὲ τὸ σπαθί του θανάτωσε τὸν Ἅγιο καὶ ἀποκεφάλισε τοὺς μαθητές του.
Μετακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τῆς Ἁγίας Μόνικας εἰς Ρώμη
Ἡ μνήμη τῆς Ἁγίας Μόνικας, μητέρας τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου τιμᾶται τὴν 4η Μαΐου, ὅπου καὶ τὰ βιογραφικὰ στοιχεῖα της.
Λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονὸς τῆς μετακομιδῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων της, δὲν ἔχουμε.
Οἱ Ἅγιοι Ραφαὴλ ὁ Ἱερομάρτυρας, Νικόλαος ὁ Ὁσιομάρτυρας καὶ Εἰρήνη ἡ Παρθενομάρτυρας
Οἱ Ἅγιοι Ραφαήλ, Νικόλαος καὶ Εἰρήνη συγκαταλέγονται στὴ χορεία τῶν Νεοφανῶν Ἁγίων καὶ μάλιστα ἐκείνων ποὺ μαρτύρησαν σχεδὸν ἀμέσως μετὰ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Σχετικὰ μὲ τὸν βίο τοὺς γνωρίζουμε λίγα πράγματα. Οἱ πρῶτες πληροφορίες γιὰ τὴν ὕπαρξη τῶν Ἁγίων ἱστοροῦνται μὲ θαυματουργικὸ καὶ ἀποκαλυπτικὸ τρόπο ἀπὸ τὸ ἔτος 1959. Ἀπὸ μία ἀνασκαφὴ ποὺ ἔγινε στὴ Θερμὴ τῆς Λέσβου, ἀνακαλύφθηκε ὁ τάφος ἐνὸς ἀγνώστου προσώπου, ποὺ ὅπως ἀποκαλύφθηκε σὲ συνεχῆ ὁράματα, ἀνῆκε στὸν Ἅγιο Ἱερομάρτυρα Ραφαήλ, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Ὁσιομάρτυρα Νικόλαο καὶ τὴν Ἁγία Εἰρήνη. Ὁ τάφος καὶ τὸ λείψανο τοῦ Ἁγίου Νικολάου ἀνακαλύφθηκε στὶς 13 Ἰουνίου 1960.
Ὁ Ἅγιος Ραφαὴλ καταγόταν ἀπὸ τοὺς Μύλους τῆς Ἰθάκης καὶ γεννήθηκε τὸ ἔτος 1410. Τὸ κοσμικό του ὄνομα ἦταν Γεώργιος Λάσκαρῃς ἢ Λασκαρίδης καὶ ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Διονύσιος. Πρὶν γίνει κληρικὸς εἶχε σταδιοδρομήσει στὸ βυζαντινὸ στρατὸ καὶ ἔφθασε μάλιστα σὲ μεγάλο βαθμό. Σὲ ἡλικία τριάντα πέντε ἐτῶν γνώρισε ἕνα ἀσκητικὸ καὶ σεβάσμιο γέροντα, τὸν Ἰωάννη, ὁ ὁποῖος τὸν προσείλκυσε στὴν ἐν Χριστῷ ζωή. Κάποια Χριστούγεννα ὁ γέροντας κατέβηκε ἀπὸ τὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του, γιὰ νὰ ἐξομολογήσει καὶ νὰ κοινωνήσει τοὺς στρατιῶτες καὶ κήρυξε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ. Τότε ὁ ἀξιωματικὸς Γεώργιος, ὅταν ὁ γέροντας κατέβηκε πάλι τὰ Θεοφάνεια, ἀποχαιρέτισε τοὺς στρατιῶτες καὶ τὸν ἀκολούθησε.
Μετὰ τὴν κουρά του σὲ μοναχό, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, ἀλλὰ τιμήθηκε καὶ μὲ τὸ ὀφίκιο τοῦ ἀρχιμανδρίτη καὶ τοῦ πρωτοσύγκελου. Μαζὶ δὲ μὲ τὶς ἄλλες ἀποκαλύψεις, ὁ Ἅγιος Ραφαὴλ ἀποκάλυψε ὅτι ἀπεστάλη ἀπὸ τὸν Οἰκουμενικὸ Πατριάρχη στὴν Ἑσπερία, στὴν πόλη τῆς Γαλλίας ποὺ ὀνομάζεται Μορλαί, γιὰ νὰ ἐκπληρώσει τὴν ἐντολὴ ποὺ τοῦ ἀνατέθηκε. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔλαβε χώρα λίγο πρὶν ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ἀκόμη ἀπεκάλυψε ὅτι κήρυξε τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελίου στὴν Ἀθῆνα, στὸ λόφο ποὺ εἶναι τὸ μνημεῖο τοῦ Φιλοπάππου.
Λίγα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴν ἅλωση τῆς Κωνσταντινουπόλεως, περὶ τὸ ἔτος 1450, ὁ Ἅγιος βρέθηκε μετὰ ἀπὸ περιπλανήσεις στὴν περιοχὴ τῆς Μακεδονίας καὶ μόναζε ἐκεῖ.
Κοντὰ στὸν Ἅγιο Ραφαὴλ βρισκόταν ἐκεῖνο τὸ διάστημα ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὡς ὑποτακτικός. Ὁ Νικόλαος ἐκάρη μοναχὸς καὶ στὴ συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος. Θεωρεῖται Θεσσαλονικεὺς στὴν καταγωγή, ἂν καὶ ἀναφέρεται ὅτι γεννήθηκε στοὺς Ράγους τῆς Μηδίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας. Ὡστόσο μεγάλωσε καὶ ἀνδρώθηκε στὴ Θεσσαλονίκη.
Μόλις ἔπεσε ἡ Κωνσταντινούπολη στὰ χέρια τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι εἰσέβαλαν ὁρμητικὰ στὴ Θρᾴκη καὶ καταλύθηκε ὁριστικὰ ἡ βυζαντινὴ αὐτοκρατορία, ὁ φόβος γιὰ γενικοὺς διωγμοὺς κατὰ τῶν Χριστιανῶν στάθηκε ὡς ἀφορμὴ νὰ καταφύγει ὁ Ἅγιος Ραφαὴλ μὲ τὴν συνοδεία του ἀπὸ τὸ λιμάνι τῆς Ἀλεξανδρουπόλεως, στὴ Μυτιλήνη. Ἐκεῖ ἐγκαταστάθηκε μαζὶ μὲ ἄλλους μοναχοὺς στὴν παλαιὰ μονὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία στὸ παρελθὸν ἦταν γυναικεία καὶ ἦταν χτισμένη στὸ λόφο Καρυές, κοντὰ στὸ χωριὸ Θέρμη. Ἡγούμενος τῆς μονῆς ἐξελέγη στὴν συνέχεια ὁ Ἅγιος Ραφαήλ.
Ἔπειτα ἀπὸ μερικὰ χρόνια, τὸ ἔτος 1463, ἡ Λέσβος ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι σὲ μία ἐπιδρομὴ τους στὸ μοναστῆρι, συνέλαβαν τὸν Ἅγιο Ραφαὴλ καὶ τὸν Ἅγιο Νικόλαο, τὴ Μεγάλη Πέμπτη τοῦ ἰδίου ἔτους. Ἀκολούθησαν σκληρὰ καὶ ἀνηλεῆ βασανιστήρια καὶ ὁ Ἅγιος Ραφαὴλ μαρτύρησε διὰ σφαγῆς μὲ πολὺ σκληρὸ τρόπο. Τὸν ἔσυραν βιαίως τραβώντας τὸν ἀπὸ τὰ μαλλιὰ καὶ τὴν γενειάδα, τὸν κρέμασαν ἀπὸ ἕνα δένδρο, τὸν χτύπησαν βάναυσα, τὸν τρύπησαν μὲ τὰ πολεμικά τους ὄργανα, ἀφοῦ προηγουμένως τὰ πυράκτωσαν σὲ δυνατὴ φωτιὰ καὶ τελικὰ τὸν ἔσφαξαν πριονίζοντας τὸν ἀπὸ τὸ στόμα.
Σὲ μερικὲς ἐμφανίσεις του ὁ Ἅγιος Ραφαὴλ φαίνεται νὰ συνοδεύεται ἀπὸ πολλούς, δορυφορούμενους τρόπον τινά, οἱ ὁποῖοι διάνυσαν πρὶν ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἀσκητικὸ βίο στὴ μονὴ τῶν Καρυῶν, ὅπως εἶπε σὲ ἐκείνους ποὺ τὰ ἔβλεπαν αὐτά. Ἀποκάλυψε ἐπίσης, ὅτι ἡ μονὴ αὐτή, ἡ ὁποία εἶναι γυναικεία, ὑπέστη ἐπιδρομὴ ἀπὸ τοὺς αἱμοχαρεῖς πειρατὲς κατὰ τὸ ἔτος 1235 μ.Χ. Κατὰ τὴν ἐπιδρομὴ ἐκείνη ἀγωνίσθηκε μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες μοναχὲς τὸν ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ καλὸ ἀγῶνα ἡ καταγόμενη ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο ἡγουμένη Ὀλυμπία καὶ ἡ ἀδελφή της Εὐφροσύνη. Ἡ Ὀλυμπία τελειώθηκε ἀθλητικῶς στὶς 11 Μαΐου τοῦ ἔτους 1235, ἐμφανίσθηκε δὲ μαζὶ μὲ τὸν μεγάλο καὶ θαυματουργὸ Ἅγιο Ραφαήλ.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος πέθανε μετὰ ἀπὸ βασανισμούς, ἀπὸ ἀνακοπὴ καρδιᾶς, δεμένος σὲ ἕνα δένδρο.
Μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους συνάθλησε καὶ ἡ μόλις δώδεκα χρονῶν νεάνιδα Εἰρήνη, θυγατέρα τοῦ Βασιλείου, προεστοῦ τῆς Θέρμης, ἡ ὁποία καὶ ἐμφανίζεται μαζί τους. Αὐτὴ μαρτύρησε ὡς ἑξῆς: Οἱ ἀσεβεῖς ἀλλόθρησκοι τῆς ἀπέκοψαν τὸ ἕνα χέρι καὶ ἀκολούθως τὴν ἔβαλαν σὲ ἕνα πιθάρι καὶ κατέκαυσαν τὴν ἁγνὴ αὐτὴ παρθένο, ὑπὸ τὰ βλέμματα τῶν δύστυχων γονέων της, οἱ ὁποῖοι καὶ θρηνοῦσαν γοερὰ γιὰ τὸν φρικτὸ θάνατο τοῦ παιδιοῦ τους.
Μὲ τοὺς Ἁγίους συνεμαρτύρησαν ὁ μνημονευθεῖς πατέρας τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, Βασίλειος, ἡ σύζυγός του Μαρία, τὸ μόλις πέντε ἐτῶν παιδὶ τοὺς Ραφαήλ, ἡ ἀνεψιὰ τοὺς Ἑλένη, ὁ δάσκαλος Θεόδωρος καὶ ὁ ἰατρὸς Ἀλέξανδρος, τῶν ὁποίων τὰ ὀστὰ βρέθηκαν κοντὰ στοὺς τάφους τῶν Ἁγίων, μέσα σὲ ξεχωριστοὺς τάφους. Τὸ μαρτύριό τους συνέβη τὴν Τρίτη τῆς Διακαινησίμου, στὶς 9 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1463.
Ἔπειτα ἀπὸ θαυματουργικὲς ὑποδείξεις τῶν Ἁγίων Ραφαήλ, Νικολάου καὶ Εἰρήνης, ἔγινε γνωστὴ ἡ ὕπαρξη τῶν λειψάνων τους καὶ ὑποδείχθηκαν τὰ σημεῖα ὅπου βρίσκονταν οἱ τάφοι τους.
Ἀπολυτίκιο. Ἦχος δ’.
Τὴ τῶν Μαρτύρων θαυμαστὴ προστασία, τῶν ἐν Θερμῇ ἠμὶν ἀρτίως φανέντων, ἀπὸ ψυχῆς προσπέσωμεν κραυγάζοντες, Ραφαὴλ μακάριε, καὶ Νικόλαε θεῖε, καὶ Εἰρήνη πάνσεμνε, πάσης ρύσασθε βλάβης, καὶ ἀναγκῶν καὶ πάσης ἀπειλῇς, τοὺς τὴ πρεσβεία ὑμῶν καταφεύγοντας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.