Πέμπτη 8 Απριλίου 2010

8 Απριλίου Συναξαριστής


Τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων ἐκ τῶν Ἑβδομήντα: Ἀγάβου Προφήτου, Ἀσυγκρίτου, Ἑρμοῦ, Ἠρωδίωνος Ἐπισκόπου, Ρούφου καὶ Γλέγοντος, Παυσιλύπου Μάρτυρος, τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Ἰανουαρίου, Μαξίμης καὶ Μακαρίας, Κελεστίνου πάπα Ρώμης, Ἀμάνδου, Περπετούου, Νήφωνος Θαυματουργοῦ, Ἰωάννου Ναύκληρου.


Οἱ Ἅγιοι Ἄγαβος ὁ Προφήτης, Ἀσύγκριτος, Ἑρμῆς, Ἠρωδίων Ἐπίσκοπος, Ροῦφος καὶ Φλέγων οἱ Ἀπόστολοι ἐκ τῶν Ἑβδομήντα
 
Ὁ Ἀπόστολος Ἄγαβος, ὁ Προφήτης, εἶναι γνωστὸς ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Προφήτευσε περὶ τῆς συλλήψεως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, τοῦ ὁποίου πῆρε τὴ ζώνη καὶ ἀφοῦ ἔδεσε μὲ αὐτὴν τὰ χέρια του καὶ τὰ πόδια του, εἶπε τὰ ἑξῆς προφητικὰ λόγια: «Αὐτὰ λέγει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὸν ἄνδρα στὸν ὁποῖο ἀνήκει αὐτὴ ἡ ζώνη θὰ τὸν δέσουν στὰ Ἱεροσόλυμα οἱ Ἰουδαῖοι, ἔτσι ὅπως εἶμαι τώρα ἐγὼ δεμένος καὶ θὰ τὸν παραδώσουν στὰ χέρια τῶν εἰδωλολατρῶν Ρωμαίων». Ὁ ἴδιος προφήτευσε καὶ περὶ τοῦ μεγάλου λιμοῦ στὴν Ἱερουσαλήμ. Ἀργότερα ὁ Ἀπόστολος Ἄγαβος κήρυξε τὸ Εὐαγγέλιο σὲ διάφορα μέρη καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἀπόστολος Ἀσύγκριτος, Ἐπίσκοπος Ὑρκανίας ἢ Ὀρκανίας, πρὸς τὸν ὁποῖο πέμπει ἀσπασμὸ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στὴ Ρώμη, τελειώθηκε μαρτυρικά.
Ὁ Ἀπόστολος Ἑρμῆς ἔγινε Ἐπίσκοπος Δαλματίας (τιμᾶται 8 Μαρτίου) καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἀπόστολος Ἠρωδίων ἀνῆκε στὸν κύκλο τῶν Ἑβδομήκοντα Ἀποστόλων τοῦ Κυρίου. Ἀκολουθώντας τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους βοηθοῦσε αὐτοὺς στὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ, προσφέροντας ὑπηρεσίες σὲ ὅλους καὶ ὑποτασσόμενος ὡς μαθητὴς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔλεγε ὅτι αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ εἶναι πρῶτος σὲ ὅλους, ἂς εἶναι ὑπηρέτης ὅλων καὶ διάκονος αὐτῶν. Στὴν συνέχεια χειροτονήθηκε ἀπὸ αὐτοὺς Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως τῶν Νέων Πατρὼν καὶ ὁδήγησε στὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου πολλοὺς Ἐθνικούς. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι τὸν φθόνησαν, συναθροίστηκαν ἐναντίων του μαζὶ μὲ τοὺς εἰδωλολάτρες, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν βασάνισαν ἀνηλεῶς. Τοῦ συνέτριψαν τὸ στόμα μὲ πέτρες καὶ τοῦ κτύπησαν τὴν κεφαλὴ πάνω σὲ ξύλα. Στὴν συνέχεια οἱ παράνομοι, ὡς ἄγριοι καὶ αἱμοβόροι κυνηγοί, τὸν κατάσφαξαν μὲ μαχαῖρι. Ἔτσι παρέδωσε τὴν μακάρια ψυχή του στὸν Κύριο, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Ὁποίου ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο.
Ὁ Ἀπόστολος Ροῦφος, ποὺ καὶ αὐτὸν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τὸν μνημονεύει στὴν πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολή του, ἔγινε Ἐπίσκοπος στὴν πόλη τῶν Θηβῶν τῆς Ἑλλάδος καὶ τελειώθηκε μαρτυρικὰ τὸ ἔτος 64 μ.Χ., ἐπὶ αὐτοκράτορος Νέρωνος.
Ὁμοίως δὲ καὶ ὁ Ἀπόστολος Φλέγων, Ἐπίσκοπος Μαραθῶνος, τελειώθηκε μαρτυρικά.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Χορὸς Ἀγγελικός.
Ἐξάριθμος χορός, τῶν σοφῶν Ἀποστόλων, ὑμνείσθω ἱερῶς, μελωδίαις ᾀσμάτων, Ἐρμᾶς καὶ Ἀσύγκριτος, Ἠρωδίων καὶ Ἄγαβος, σὺν τῷ Φλέγωντι, καὶ τῷ θεόφρονι Ρούφω, τὴν Τριάδα γάρ, διηνεκῶς δυσωπούσιν, ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἠμῶν.



Ὁ Ἅγιος Παυσίλυπος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Παυσίλυπος ἢ Παυσολύπιος, ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ παράνομου καὶ ἀσεβοῦς βασιλέως Ἀδριανοῦ (117-138 μ.Χ.). Γεννήθηκε στὴ Ρώμη καὶ καταγόταν ἀπὸ εὐγενῆ καὶ πλούσια οἰκογένεια. Ὅταν ἔγινε γνωστὸ ὅτι πιστεύει στὸν Χριστὸ καὶ διδάσκει τὸ Ὄνομά Του, συνελήφθη καὶ ὁδηγήθηκε στὸν βασιλέα. Καὶ ἀφοῦ παρουσιάσθηκε σὲ αὐτόν, ἐρωτήθηκε ἂν ὁμολογεῖ Αὐτὸν ὡς Θεό. Ὁ Ἅγιος μὲ παρρησία κήρυξε Αὐτὸν ὡς ἀληθινὸ Θεὸ καὶ δημιουργὸ τοῦ παντός.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ παραδόθηκε στὸν Ἔπαρχο τῆς Εὐρώπης, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν ραβδίσουν τριακόσιες φορὲς χωρὶς ἔλεος. Ὁ Μάρτυς ἀνέχθηκε τὸ βασανιστήριο καὶ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ἐπειδὴ δὲν ὑπάκουσε, δέθηκε καὶ ὁδηγήθηκε πρὸς ἀποκεφαλισμό. Στὸν δρόμο ὅμως, ἀφοῦ ἔσπασε τὰ δεσμά, ξέφυγε ἀπὸ τοὺς στρατιῶτες καὶ ἔτσι λυτρώθηκε ἀπὸ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο. Ἔτσι, ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ σώθηκε, στάθηκε σὲ κάποιο τόπο καὶ προσευχήθηκε στὸν Θεό. Ἐκεῖ παρέδωσε τὴν μαρτυρικὴ ψυχή του μὲ ἀγάπη στὸν Κύριο, ἀπολαμβάνοντας στέφανο ἀμάραντο καὶ ζωὴ ἀθάνατη.



Οἱ Ἅγιοι Ἰανουάριος, Μαξίμη καὶ Μακαρία οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Ἰανουάριος, Μαξίμη καὶ Μακαρία μαρτύρησαν στὴν Ἀφρική.



Ὁ Ἅγιος Κελεστίνος πάπας Ρώμης

Ὁ Ἅγιος Κελεστίνος γεννήθηκε στὴ Ρώμη καὶ ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Πρίσκος. Ἔζησε κατὰ τὴν περίοδο τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μικροῦ (408-450 μ.Χ.) καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία, ὡς διάκονος, διακρίθηκε γιὰ τὴν εὐσέβεια, τὴ μόρφωσή του καὶ τὶς ἀρετές του. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πάπα Βονιφατίου, τὸ ἔτος 422 μ.Χ., ἀνῆλθε στὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Ρώμης.
Ἔχοντας κατορθώσει συνέπεια λόγου καὶ ζωῆς, φανέρωσε τὸν ἑαυτό του σεβάσμιο σὲ ὅλους καὶ ἀξιοθαύμαστο. Παράλληλα ἀγωνίσθηκε μὲ ἐξαιρετικὸ τρόπο γιὰ τὴν ἀποτύπωση τῶν ὀρθῶν δογμάτων καὶ τὴν καταπολέμηση τῶν αἱρετικῶν. Μαζὶ μὲ τὸν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας καταδίκασε τὸ Νεστοριανισμὸ καὶ ἀναθεμάτισε τὸν αἱρετικὸ Νεστόριο, τὸν ὁποῖο οἱ Πατέρες τῆς Γ’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπομάκρυναν καὶ καθαίρεσαν, ἐπειδὴ βλασφημοῦσε τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ὁ Ἅγιος ἐργάσθηκε, ἐπίσης, γιὰ τὴν ἀναίρεση τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Πελαγιανισμοῦ στὴ Μεγάλη Βρετανία καὶ ἱεραποστολικὰ γιὰ τὸν εὐαγγελισμὸ τῶν κατοίκων τῆς Ἰρλανδίας.
Ὁ Ἅγιος Κελεστίνος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 431 μ.Χ.



Ὁ Ἅγιος Ἀμάνδος

Ὁ Ἅγιος Ἀμάνδος ἦταν Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Κόμο τῆς Ἰταλίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 440 μ.Χ.



Ὁ Ἅγιος Περπέτουος

Ὁ Ἅγιος Περπέτουος καταγόταν ἀπὸ ἐπιφανῆ οἰκογένεια συγκλητικῶν καὶ χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῆς γαλλικῆς πόλεως τῆς Τουρώνης τὸ ἔτος 460 μ.Χ. Μεγάλωσε καὶ καλλώπισε τὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου, στὸν ὁποῖο καὶ ἐνταφιάσθηκε. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 490 μ.Χ.



Ὁ Ἅγιος Νήφων ὁ Θαυματουργὸς Ἐπίσκοπος Νόβγκοροντ

Ὁ Ἅγιος Νήφων γεννήθηκε στὴ Ρωσία καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ Λαύρα τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ἡγουμένου Τιμοθέου. Μοναδικὸ μέλημά του εἶχε τὸ στολισμὸ τῆς ψυχῆς του μὲ τὶς ἀρετές, γι’ αὐτὸ κοπίαζε στὴ νηστεία, τὴν ἀγρυπνία, τὴν προσευχὴ καὶ τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση.
Ἡ φήμη τῆς θεοφιλοῦς πολιτείας του δὲν ἄργησε νὰ ξεπεράσει τὰ ὅρια τῆς Λαύρας. Ἔτσι, ὅταν τὸ ἔτος 1130 ὁ Ἐπίσκοπος τοῦ Νόβγκοροντ Ἅγιος Ἰωάννης (τιμᾶται 7 Σεπτεμβρίου) παραιτήθηκε γιὰ νὰ ἐφησυχάσει σὲ μοναστῆρι, ὁ Ἅγιος Νήφων ἐξελέγη διάδοχός του.
Μόλις ἀνέλαβε τὰ καθήκοντά του φρόντισε γιὰ τὴν ἀνέγερση ἱερῶν ναῶν καὶ ἐπιδόθηκε μὲ ἱερὸ ζῆλο στὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου. Πολλὲς φορὲς ἐπενέβη εἰρηνευτικὰ στὶς διενέξεις τῶν ἀρχόντων τῆς περιοχῆς, ποὺ τότε βρίσκονταν σὲ συνεχεῖς διαμάχες καὶ ἐμφύλιους πολέμους, πρὸς τὸ συμφέρον τοῦ λαοῦ καὶ ὠφέλεια τῶν ψυχῶν τους.
Κατὰ τοὺς χρόνους τῆς ποιμαντορίας τοῦ Ἁγίου Νήφωνος οἱ κάτοικοι τοῦ Νόβγκοροντ ἐπαναστάτησαν καὶ ἔδιωξαν τὸν ἡγεμόνα τοὺς Βσέβοβλοντ Μστισλάβιτς, καλώντας στὴν θέση του τὸν Σβιατοσλάβο Ὀλέγκοβιτς. Ὁ Σβιατοσλάβος, μόλις ἀνέλαβε τὴν ἡγεμονία, θέλησε νὰ συνάψει παράνομο γάμο. Ὁ Ἐπίσκοπος Νήφων, ὄχι μόνο ἀρνήθηκε νὰ τὸν τελέσει, ἀλλὰ ἀπαγόρευσε καὶ σὲ ὅλους τοὺς ἱερεῖς τῆς Ἐπισκοπῆς του νὰ ἐπευλογήσουν τὴν παρανομία.
Ὁ ἡγεμόνας ὅμως δὲν ἄλλαξε διάθεση. Ἐξανάγκασε κάποιους ἱερεῖς, ποὺ εἶχε φέρει μαζί του ὅταν ᾖλθε στὸ Νόβγκοροντ, νὰ τελέσουν τὸ μυστήριο. Ἀλλὰ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ὁ Ἅγιος Νήφων δὲν ἔπαυσε νὰ στηλιτεύει μὲ παρρησία τὸν Σβιατοσλάβο.
Ἰδιαίτερα ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ μέριμνα τοῦ Ἁγίου Νήφωνος γιὰ τὴ διατήρηση τῆς κανονικῆς ἐξαρτήσεως τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο.
Ὅταν γιὰ ἄγνωστους λόγους ὁ Μητροπολίτης Κιέβου Μιχαήλ, ἀναχώρησε γιὰ τὸ Βυζάντιο, ὁ ἡγεμόνας τοῦ Κιέβου Ἰζιασλάβος Μστισλάβιτς, υἱὸς τοῦ μεγάλου ἡγεμόνος Μστισλάβου Βλαντιμίροβιτς, συγκάλεσε Σύνοδο τῶν Ρώσων Ἐπισκόπων καὶ τοὺς πρότεινε νὰ ἐκλέξουν Μητροπολίτη τὸν μοναχὸ Κλήμεντα (Σμολιάτιτς) τὸν Φιλόσοφο, χωρὶς τὴν ἔγκριση καὶ εὐλογία τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Στὴ θέληση τοῦ ἰσχυροῦ ἡγεμόνος ὑπέκυψαν τὰ περισσότερα μέλῃ τῆς Συνόδου. Ὁ Ἅγιος Νήφων δὲν συμφωνοῦσε μὲ κανένα τρόπο, οὔτε ἀνεγνώρισε  στὴ συνέχεια τὴν ἐκλογὴ καὶ χειροτονία τοῦ Κλήμεντος. Ὁ Ἰζιασλάβος τότε ἀπαγόρευσε στὸν Ἅγιο νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἐπισκοπή του καὶ τὸν περιόρισε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων.
Ὡστόσο τὸν ἑπόμενο χρόνο ὁ ἡγεμόνας τῆς Σουζδαλίας Γεώργιος ὁ Μονομάχος κατέλαβε τὸ Κίεβο, ἔδιωξε τὸν Ἰζιασλάβο καὶ ἐλευθέρωσε τὸν Ἅγιο Νήφωνα. Ὁ δίκαιος Ἱεράρχης ἐπέστρεψε μὲ τιμὲς στὸ Νόβγκοροντ.
Ὁ Ἅγιος Νήφων, λίγο πρὶν τὴν ὀσιακὴ κοίμησή του, εἶδε σὲ ὅραμα τὸν Ὅσιο Θεοδόσιο τῶν Σπηλαίων. Δεκατρεῖς ἡμέρες μετά, τὸ Σάββατο τῆς Διακαινησίμου τοῦ ἔτους 1156, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ μονὴ τῶν Σπηλαίων, δίπλα στὰ ἄλλα ἱερὰ λείψανα τῶν κεκοιμημένων Πατέρων.



Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ ναύκληρος ὁ Νεομάρτυρας

Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης ὁ ναύκληρος καταγόταν ἀπὸ τὴν Κῶ. Ἐξισλαμίσθηκε διὰ τῆς βίας περιτμηθεῖς ὑπὸ τῶν Τούρκων. Ὅταν ἀντιλήφθηκε ὅτι εἶχε περιτμηθεῖ καὶ ἐνδυθεῖ μὲ τουρκικὰ ἐνδύματα, αἰσθάνθηκε μεγάλη λύπη καὶ ἀφοῦ ἔβγαλε τὰ ἐνδύματα αὐτά, ζοῦσε ὅπως καὶ πρότερα χριστιανικὸ βίο. Τότε οἱ Τοῦρκοι συνέλαβαν τὸν Μάρτυρα καὶ ἀφοῦ τὸν μαστίγωσαν ἀνηλεῶς, τὸν ἔκλεισαν στὴ φυλακή. Προσπαθώντας δὲ νὰ τὸν ἐπαναφέρουν στὴν πίστη τους, δέχονταν τὴν ὁμολογία αὐτοῦ, ποὺ ἔλεγε: «Ἐγὼ πιστεύω στὸν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ Αὐτὸν ὁμολογῶ ὡς Θεὸ ἀληθινὸ ἐξ ὅλης μου τῆς ψυχῆς καὶ καρδίας. Τὴν δὲ ἰδική σας θρησκεία τὴν ἀποστρέφομαι καὶ εἶμαι ἕτοιμος νὰ ὑπομείνω ὅσα βάσανα καὶ ἂν μοῦ δώσετε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μου». Βλέποντας οἱ βασανιστὲς τὴν ἀμετάθετη γνώμη καὶ ἀκλόνητη πίστη τοῦ Μάρτυρα, τὸν προσήγαγαν στὸν κριτή, ὁ ὁποῖος ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν χτυπήσουν καὶ στὴν συνέχεια νὰ τὸν κάψουν ζωντανό. Ἔτσι μαρτύρησε ὁ ἀθλητὴς Ἰωάννης, τὸ ἔτος 1669 καὶ ἔλαβε ἀπὸ τὸν μισθαποδότη Κύριο τὸν ἁμαράντινο στέφανο τῆς δόξας.


Σύναξη της Παναγίας της Καμαριώτισσας στην Σαμοθράκη.

Στο χωριό Καμαριώτισσα της Σαμοθράκης, το λιμάνι του νησιού και στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου βρίσκεται η εικόνα της Παναγίας της Καμαριωτίσσης. Η μνήμη της τιμάται κάθε χρόνο την Πέμπτη της Διακαινησίμου Εβδομάδος.

Στα χρόνια της εικονομαχίας αν και δε γνωρίζουμε την ακριβή χρονική στιγμή, αλλά στα μέσα της Άνοιξης και μάλιστα την Πέμπτη της Διακαινησίμου εκείνης της χρονιάς, συνέβη το θαυμαστό γεγονός της εύρεσης της ιεράς εικόνας της Παναγίας στο νησί της Σαμοθράκης.

Το ιστορικό αυτό γεγονός συνέβη κατά προσέγγιση μεταξύ πρώτης ή στις αρχές της δεύτερης δεκαετίας του 9ου μ.Χ. αιώνα.

Κατά τα ξημερώματα κάποιοι ψαράδες ήταν μαζεμένοι στον ορμίσκο στα βορειοδυτικά του νησιού εκεί που είναι το σημερινό επίνειο και ασχολούνταν με την τακτοποίηση των διχτύων όταν διέκριναν στο βάθος του ορίζοντα ένα φως λαμπερό χωρίς όμως να βλέπουν κάτι να επιπλέει στη θάλασσα.

Όσο περνούσε η ώρα το φως γινόταν πιο ζωηρό και μαζί του μεγάλωνε η περιέργεια και η απορία τους καθώς δε μπορούσαν να εξηγήσουν τι ήταν αυτό το φως που έβλεπαν και που συνεχώς τους πλησίαζε.

Πράγματι, δεν έπεσαν έξω. Ενώ το φως ολοένα και ερχόταν πιο κοντά τους, οι αχτίδες που σκόρπιζε γίνονταν πιο διακριτές και οι αντανακλάσεις έμοιαζαν με πλεούμενο που κατευθυνόταν στο μικρό λιμάνι. Οι ψαράδες σταμάτησαν τη δουλειά τους κι άρχισαν να συζητάνε για το παράξενο φαινόμενο κάνοντας υποθέσεις ανάλογα με τη φαντασία που διέθετε ο καθένας τους.

Η περιέργεια τους έφτασε στο αποκορύφωμα όταν το περίεργο θέαμα έφτασε πολύ κοντά και παρά τις προσπάθειες τους να το δουν καθαρά δεν τα κατάφερναν παρ' όλο που σκαρφάλωναν άλλοι στα βράχια κι άλλοι στα δέντρα και τούτο γιατί τους εμπόδιζε να δουν καθαρά η λάμψη που εξέπεμπε καθώς και ο μικρός όγκος του σε σύγκριση με τα κύματα.

Έτσι αποφάσισαν να ρίξουν τις βάρκες στη θάλασσα για να το πλησιάσουν και να λυθεί το μυστήριο. Στη μια βάρκα μπήκαν δύο βαρκάρηδες και στην άλλη ένας μονάχος του και κωπηλατώντας άρχισαν όλοι μαζί να πλέουν προς το παράξενο και μυστηριώδες πλεούμενο που τώρα βρίσκονταν σε απόσταση μικρότερη από μισό μίλι.

Η μια βάρκα ακολουθούσε την άλλη σε μικρή απόσταση όταν φθάνοντας περίπου σε απόσταση εκατόν οργιές από τη στεριά και σα να υπήρξε κάποιο σύνθημα μεταξύ τους σταμάτησαν να κωπηλατούν και περίμεναν να φτάσει το πλεούμενο.

Έτσι ακριβώς κι έγινε. Ένα μικρό αντικείμενο που χρύσιζε από τις ακτίνες του ήλιου, σπρωγμένο από το ρεύμα της θάλασσας, αφού έκανε έναν κύκλο ήρθε και σταμάτησε ανάμεσα στις δύο βάρκες.

Οι βαρκάρηδες μόλις το είδαν το πλεύρισαν, τραβώντας γρήγορα κουπί, και τότε αντίκρυσαν εμπρός τους ένα μεταλλικό κουτί κλεισμένο ερμητικά. Αφού το περιεργάστηκαν με προσοχή θέλησαν να μάθουν τι ήταν αυτό που έκρυβε. Στην πρώτη βάρκα ο ένας ψαράς κρατούσε το κιβώτιο όσο ο άλλος τραβούσε κουπί, ενώ ο δεύτερος ψαράς ακολουθούσε ώστε να φτάσουν στην ακτή όπου τους περίμεναν οι υπόλοιποι γεμάτοι αγωνία. Αφού έφτασαν επιτέλους στην ακτή και τους περιτριγύρισαν όλοι, έδεσαν γρήγορα τις βάρκες τους όπως - όπως κι επιδόθηκαν με βιασύνη στο άνοιγμα του μεταλλικού κουτιού ενώ όλοι τους έκαναν διάφορες σκέψεις σχετικά με τον κρυμμένο θησαυρό.

Πράγματι, θησαυρός υπήρχε και μάλιστα ανυπολόγιστης αξίας. Αντίκρυσαν μιαν εικόνα με τη σεβάσμια μορφή της Θεομήτορος που κρατούσε στην αγκαλιά της το Υιό της και Κύριο μας, Ιησού Χριστό, που στα χέρια του κρατούσε το σύμπαν. Η δε εικόνα έφερε τον τίτλο «Παναγία η Καμαριώτισσα».

Μεγάλο δέος κατέλαβε τις ψυχές όλων και με χαρά κι ανέκφραστη αγαλλίαση δόξασαν τον Πανάγαθο Θεό. Αφού έβγαλαν από τις αποσκευές τους ένα καθαρό υφαντό, το έστρωσαν πάνω στην κουπαστή μιας βάρκας και πάνω του απόθεσαν τη σεβάσμια εικόνα αφού με φόβο και ευλάβεια προσκύνησαν εμπρός της. Ύστερα αποφάσισαν μόλις βραδυάσει να τη μεταφέρουν στα φτωχόσπιτά τους καθότι στα μέρη τους δεν υπήρχε κάποιο αξιόλογο οίκημα.

Μετά ασχολήθηκαν πάλι με το φαινόμενο και κυρίως με τον παράδοξο τρόπο άφιξης της εικόνας κι όλοι συμφώνησαν ότι επρόκειτο περί θαύματος. Πάλι οι τρεις βαρκάρηδες άρχισαν να περιγράφουν με περισσή λεπτομέρεια τα συμβάντα, αναφέροντας κι επισημαίνοντας ότι κατά την πορεία σταμάτησαν να κωπηλατούν γιατί τα χέρια τους είχαν παραλύσει και κανείς από τους τρεις δεν τολμούσε να ανακοινώσει στον άλλον τι ακριβώς του συνέβαινε. Έδιναν την εντύπωση ότι σταμάτησαν γιατί βρίσκονταν σε κατάσταση αναμονής. Τα ονόματα τους που σώθηκαν προφορικά, σύμφωνα με την παράδοση, αφού δε γνώριζαν γραφή είναι Παύλος ο μεγαλύτερος, μαζί με τον μικρότερο αδελφό του τον Ραξή, ο οποίος πήρε την εικόνα και τη μετέφερε στην ακτή, ενώ στην άλλη βάρκα επέβαινε κάποιος ονόματι Λάμπρος. Στο δε γεύμα που ακολούθησε το μεσημέρι, συζητούσαν το πότε και που θα τοποθετούσαν την ιερή εικόνα της Αειπαρθένου Θεοτόκου. Η αρχική τους σκέψη να διαφυλάξουν την εικόνα σε κάποιο σπίτι άλλαξε στη συνέχεια και αποφάσισαν από κοινού να την εγκαταστήσουν στον αρχικό τόπο που έφτασε, για να γίνει η Προστάτιδα τους. Αφού όλοι συγκατατέθηκαν, ανέβηκαν σαράντα βήματα πιο πάνω από το σημείο αυτό και στα ερείπια που είχαν απομείνει από κάποιο Ναό έφτιαξαν μια θέση σαν θρόνο στην Κυρία του Ουρανού και τοποθέτησαν εκεί πάνω την Εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας την Πέμπτη μετά το Πάσχα.

Γι' αυτό και προς τιμήν Της εκείνη την ημέρα τελείται πανήγυρις όπου συμμετέχει όλος ο λαός του νησιού στη γιορτή που είναι πασίγνωστη με το όνομα «Το πανηγύρι της Καμαριώτισσας».

Οι παραπάνω ψαράδες και όλοι οι άλλοι κάτοικοι του νησιού παρά τις ασχολίες τους για την καθημερινή διαβίωση φρόντισαν με λατρεία την Πανάχραντο, ώστε ποτέ να μην Της λείψει το θυμίαμα, το κερί και το λάδι, και το κανδήλι Της να μη παύσει ποτέ να αναδίδει το φως το ιλαρό που παρέχει ελπίδα και παρηγοριά σε όλους μας.

Με το πέρασμα του χρόνου χτίστηκε ένα μικρό εκκλησάκι που στη συνέχεια ευπρεπίσθηκε ώστε όλοι Σαμόθρακες να προσέρχονται και να ασπάζονται ευλαβικά την θαυματουργό Εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας ζητώντας τη βοήθεια και την προστασία Της σε δύσκολες στιγ­μές και χαλεπούς καιρούς. Γιατί η Παναγία αποδείχτηκε προστάτιδα σε όσους βρίσκονται σε κίνδυνο, φύλακας για τους ανάπηρους, συγκυβερνήτης αυτών που ταξιδεύουν στη θάλασσα. Και από τότε όλοι συνήθιζαν να λένε «πάμε να ανάψουμε μια λαμπάδα, ν' ανάψουμε το κανδήλι και να προσκυνήσουμε την Καμαριώτισσα». Για τα άπειρα θαύματα Της δεν υπάρχει γλώσσα που μπορεί να τα αναφέρει και να τα απαριθμήσει. Γιατί Αυτή είναι για το νησί μια ανεξάντλητη πηγή θαυμάτων και θεραπειών για όλον τον κόσμο. Χαρίζει το φως στους τυφλούς, απελευθερώνει τους δαιμονισμένους, θεραπεύει τους αρρώστους και τους γεμίζει δύναμη. Εισακούει τα παρακάλια από τις άτεκνες γυναίκες και τις χαρίζει το παιδί που επιθυμούν. Τους ναυτικούς που Την επικαλούνται, όταν είναι σε κίνδυνο, τους διασώζει και όλους τους ανθρώπους, σε θάλασσα και στεριά, όταν υποφέρουν απαλύνει τον πόνο τους. Κι έγινε ελπίδα και παρηγοριά, στολίδι και κόσμημα του νησιού. Η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Καμαριώτισσας και προστάτιδα υπέρμαχος όλων. Ας είναι ευλογημένη η Χάρη Της.

«Τη αυτή ήμερα, τη Πέμπτη της Διακαινησίμου, έκκλησιαστικήν εορτήν και πανήγυριν τελούμεν εις τιμήν και μνήμην της Παναγίας Θεοτόκου εν τω φερωνύμω Ναώ και τη κώμη Καμαριωτίσση, εις ανάμνησιν της εκ των εικονομάχων διασώσεως, της ιεράς και σεβάσμιας εικόνος, της Παναγίας της Καμαριωτίσσης· ήτις δια θαυμάσιου και παραδόξου τρόπου, εν τη Σαμοθράκη αφίχθη, των θαλασσίων κυμάτων επιβαίνουσα. Κατέστη δε εν ημίν, Προστάτις υπέρμαχος, αγλάισμα και κλέος λαμπρότατον έτι δε και την προσωνυμίαν τω τόπω προσήνεγκε».


Ἀπολυτίκιον
Ήχος πλ. α΄. Τον Συνάναρχον Λόγον.
Σεβασμίαν εικόνα της Θεομήτορος, την εν θαλάσση οφθείσαν, την επισκέπτιν ημών, προσκυνούμεν ευλαβώς και ασπαζόμεθα˙ ότι ηυδόκησεν ελθείν, απαλλάξαι των δεινών και χάριτας δωρ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου