Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2011

Γεώργιος Παπαζάχος. Συνέντευξη στὸν Κλεῖτο Ἰωαννίδη


Κ. Ι.: Εἶναι μεγάλη ἡ χαρά μας, ποὺ ἔχουμε μαζί μας τὸν ἐπίκουρο Καθη­γη­τὴ τῆς καρδιολογίας κ. Γεώργιο Παπαζάχο, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε θεράπων ἰατρὸς τοῦ Γέροντος Πορφυρίου γιὰ δεκατέσσερα ὁλόκληρα χρόνια.

Γ.Π.: Δική μου ἡ χαρά, ποὺ μοῦ δίνετε τὴν εὐκαιρία νὰ πῶ λίγα πράγματα γιὰ τὸ μακαριστὸ Γέροντα.
Οἱ καρδιολόγοι κάμνουμε πάντα στοὺς ἀσθενεῖς μας ψηλάφηση τῆς καρδιακῆς ὤσεως. Βάζουμε, δηλαδή, τὸ χέρι μας ἐπάνω στὸ ἀριστερὸ προκάρδιο καὶ ψηλαφοῦμε πῶς κτυπᾶ ἡ καρδιά. Ἐγὼ πάντοτε ἀγκάλιαζα τὸ Γέροντα Πορφύριο, ἔβαζα τὸ ἕνα χέρι μου στὸ ἀριστερὸ προκάρδιό του καὶ τὸ ἄλλο στὴν καρωτίδα, προκειμένου νὰ ἐξετάσω καὶ τὴν καρωτιδικὴ ὤση. Βέβαια, αὐτὰ εἶναι τυπικὰ πράγματα, ποὺ τὰ κάμνουμε σ’ ὅλους τους ἀσθενεῖς.
Προκειμένου, ὅμως, γιὰ τὸ Γέροντα Πορφύριο, ἔκαμνα κάτι τὸ «πονηρό». Ἔβαζα τὰ χέρια μου ἐπάνω του περισσότερη ὥρα ἀπ’ ὅση χρειαζόμουν, γιὰ νὰ τὸν ἐξετάσω, ἔχοντας τὴν αἴσθηση ὅτι ψηλαφοῦσα ἕνα αὐριανὸ ἅγιο τῆς Ἐκκλησίας μας.

Κ. Ι.: Εἶναι πολὺ ἐμφανὴς ἡ συγκίνησή σας, κύριε Παπαζάχο, βλέπω τὰ δάκρυα στὰ μάτια σας. Κι αὐτὸ κάνει ἀκόμη πιὸ ἔντονη καὶ τὴ δική μου συγκίνηση.

Γ. Π.: Πρὶν προχωρήσουμε, ὅμως, παρακάτω, νὰ μοῦ ἐπιτρέψετε, κύριε Ἰωαννίδη, νὰ πῶ ὅτι πιθανῶς νὰ ὑπάρχουν κάποιοι, ποὺ νὰ ἐνοχλοῦνται ἀπὸ συνομιλίες γιὰ Γέροντες κι ἄλλα ἀνάλογα θέματα. Πρέπει νὰ σᾶς ὁμο­λογήσω ὅτι παλιὰ κι ἐμένα μ’ ἐνοχλοῦσαν.

«Δὲν ἤσουν πιστός;» θὰ διερωτηθεῖ κάποιος. Ἀπαντῶ· βαπτισμένος ἤμουν, ἀγαποῦσα τὸ Θεό, πήγαινα στὴν ἐκκλησία. Πρέπει, ὅμως, νὰ ξεκαθαρίσω κάτι. Ἡ πίστη μου ἦταν πίστη λογική. Δεχόμουν, δηλαδή, μέσα στὴν ψυχή μου αὐτό, τὸ ὁποῖο δεχόταν ἡ λογική μου. Μποροῦσα, γιὰ παράδειγμα, νὰ δώσω ἕνα κομμάτι τῆς ζωῆς μου, προσφέροντας στὸν ἄλλο ἄνθρωπο, διότι λογικὰ ἤξερα ὅτι αὐτὸ εἶναι καλό, εἶναι σωστό, εἶναι κάτι ποὺ πρέπει νὰ γίνει. Βεβαίως νὰ δώσω χρήματα, ἂν εἶχα περισσότερα, στὸν πιὸ φτωχό, σ’ αὐτὸν ποὺ πεινοῦσε, γιατί εἶναι ἕνα ἔργο ποὺ τὸ θέλει ὁ Θεός. Τὸ ἔβρισκα, λοιπόν, λογικὸ καὶ γι’ αὐτὸ τὸ ἔκαμνα.

Ἔκαμνα ὅ,τι ἀνταποκρινόταν στὴ λογική. Μοῦ ἔλειπε ἡ πίστη ποὺ ἔχει ἕνας ἁπλὸς ἄνθρωπος τοῦ χωριοῦ, ἡ πίστη ποὺ δέχεται τὸ θαῦμα. Αὐτὸ ἦταν πολὺ δύσκολο νὰ τὸ δεχθῶ. Ἄλλο νὰ λὲς καὶ νὰ παραδέχεσαι ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ἕνα ἱστορικὸ πρόσωπο, ὅτι δηλαδὴ γεννήθηκε κι ἔζησε ἐδῶ στὴ γῆ. Αὐτὸ ὅλοι τὸ γνωρίζουν κι ὅλοι τὸ παραδέχονται. Τί ἀμφισβητεῖται; Ἀμφισβητοῦν τὸ ἂν ἀναστήθηκε. Πίστη, λοιπόν, ἔχει αὐτός, ποὺ πιστεύει στὴν ἀνάσταση, στὸ θαῦμα.

Γιατί τὰ λέω αὐτά; Διότι, ἂν αὐτὸς ποὺ θ’ ἀκούσει ἢ θὰ διαβάσει αὐτὰ ποὺ λέω, δὲν ἔχει αὐτὴ τὴν πίστη, τότε θὰ νομίσει ὅτι ἐμένα μοὺ ἔχει σαλέψει τὸ λογικό, ὅτι δὲν εἶμαι στὰ καλά μου. Ἄν, ὅμως, ἔχει τὴν ἁπλὴ πίστη νὰ δεχθεῖ τὸ θαῦμα, τότε θὰ δεχθεῖ αὐτά, ποὺ θ’ ἀκούσει στὴ συνέχεια ἀπὸ ἐμένα γιὰ τὸ Γέροντα Πορφύριο.

Θὰ διερωτηθεῖ ἴσως κάποιος. Ἕνας γιατρός, ἕνας ἐπίκουρος καθηγητὴς πανεπιστημίου, νὰ κάθεται νὰ μιλᾶ γιὰ πράγματα, ποὺ ἔκανε ἕνα γεροντάκι; Δὲν εἶναι ὑποτιμητικὸ αὐτό; Τοῦ ἀπαντῶ· εἶναι, ἀκριβῶς, τὸ ἀντίθετο. Διότι τὸ γεροντάκι αὐτὸ ἦταν ἕνας πραγματικὰ ἅγιος ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος βοήθησε κι ἐμένα νὰ δεχθῶ τὴν πίστη αὐτὴ τῶν θαυμάτων, γεγονὸς πολὺ σημαντικὸ γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωή μου.

Κ. Ι.: Πότε καὶ κάτω ἀπὸ ποιὲς συνθῆκες γνωρίσατε, κύριε Παπαζάχο, τὸ Γέροντα Πορφύριο;

Γ.Π.: Ὁ Γέρων Πορφύριος ὑπῆρξε ὁ συμπαθέστερος ἄνθρωπος, ποὺ ἔχω γνωρίσει.
Ἐκεῖνος τὸ θέλησε νὰ εἶμαι ὁ γιατρός του. Ὅταν τὸν Αὔγουστο τοῦ 1978, δεκατέσσερα σχεδὸν χρόνια πρὶν τὴν κοίμησή του, ὑπέστη ἔμφραγμα τοῦ μυοκαρδίου καὶ νοσηλεύθηκε στὴν Ἀθήνα, μὲ κάλεσε κάποιος συνάδελφος, Καθηγητὴς τῆς Ἰατρικῆς, πνευματικὸ τέκνο του, νὰ πάω νὰ τὸν δῶ. Εἶχα ἀκούσει γι’ αὐτόν, ἀλλὰ δὲν τὸν εἶχα γνωρίσει μέχρι τότε. Πῆγα, λοιπόν, στὸ σπίτι, στὸ ὁποῖο τὸν φιλοξενοῦσαν κι ἐκεῖ τὸν γνώρισα πρώτη φορά. Ἦταν κοντόσωμος, μ’ ἕνα γλυκύτατο πρόσωπο, γαλανὰ μάτια καὶ πλούσια γενειάδα.

Ὅταν τελείωσα τὴν ἐξέταση, μοῦ εἶπε:

— Ἐμεῖς οἱ δύο, Γιωργάκη μου, θὰ τὰ πᾶμε καλά. Ὅταν ἑτοιμαζόμουν νὰ φύγω, εἶπε στὰ πνευματικά του παιδιὰ νὰ μὲ πληρώσουν. Διαμαρτυρή­θη­κα: «Τί λέτε, Γέροντα; Ἀπὸ ἐσᾶς νὰ πάρω χρήματα; Ποτέ». «Τότε», λέει ὁ Γέροντας, «θὰ σὲ πληρώσουμε ἀλλιῶς, θὰ σὲ πληρώσουμε καλογερικά. Ἀφοῦ δὲν θέλεις χρήματα, θὰ σοῦ ποῦμε ἱστορίες». Καὶ προέτρεψε τὸ πνευματικό του τέκνο, στὸ σπίτι τοῦ ὁποίου ἔμενε, νὰ μοῦ πεῖ πῶς εἶχαν γνωριστεῖ. Καὶ τό­τε ἐκεῖνος ἄρχισε νὰ μοῦ διηγεῖται τὴν ἀκόλουθη ἱστορία:

Στὸ χωριό του εἶχε ἕνα χωράφι ἕνα ἄλλο πνευματικὸ παιδὶ τοῦ Γέροντα. Τὸ χωράφι ἐκεῖνο δὲν εἶχε νερό. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος γνώριζε τὴν ἱκανότητα τοῦ Γέροντος Πορφυρίου νὰ βρίσκει τὰ νερὰ κάτω ἀπὸ τὴ γῆ. Ἔτσι τὸν παρακάλεσε νὰ πάει καὶ στὸ δικό του χωράφι νὰ τοῦ βρεῖ νερό. Ὁ Γέροντας δέχθηκε, ἀλλὰ ζήτησε ἀπ’ αὐτόν, ποὺ ἦταν, ὅπως εἴπαμε, πνευματικὸ παιδί του, νὰ πάει μόνος του στὸ χωράφι καὶ νὰ μὴν πάρει κανένα ἄλλο μαζί του.

Αὐτός, ὅμως, δὲν ὑπάκουσε καὶ πῆρε μαζί του κι ἕνα ξάδελφό του, διότι ἔκανε τὴ σκέψη ὅτι, ἂν ὁ Γέροντας δὲν ἔβρισκε νερὸ στὸ δικό του χωράφι, θὰ μποροῦσε νὰ βρεῖ στὸ χωράφι τοῦ ξαδέλφου του, ποὺ ἦταν δίπλα στὸ δικό του καὶ νὰ τὸ μοιραστοῦν.

Ὅταν, ὅμως, ἐκεῖνος ὁ ξάδελφος εἶδε στὸ χωράφι τὸ Γέροντα Πορφύριο, θύμωσε πολύ, ἐξαγριώθηκε κι ἄρχισε νὰ τοῦ μιλᾶ μὲ πολὺ ἀνοίκειο τρόπο καὶ μὲ ὑβριστικὲς ἐκφράσεις. Δὲν πίστευε ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος καὶ νόμιζε ὅτι ὁ Γέρων Πορφύριος πήγαινε νὰ ξεγελάσει τὸν ξάδελφό του καὶ μάλιστα νὰ χρηματιστεῖ ἀπ’ αὐτὴν τὴν ὑπόθεση

Στὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς ἀφήγησης τῆς ἱστορίας πῆρε τὸ λόγο ὁ Γέρων Πορφύριος, γιὰ νὰ συνεχίσει ὁ ἴδιος τὴν ἱστορία:

«Ὅπως φώναζε καὶ μὲ ὕβριζε καὶ μὲ κατηγοροῦσε γιὰ χίλια δύο πράγματα, τοῦ εἶπα: ‘Σήκωσε τὴ φανέλα σου νὰ δοῦμε τὶς δύο ἐγχειρήσεις, ποὺ ἔκανες. Διότι, ὅπως ξέρω ὅτι ἐσὺ ἔκανες δύο ἐγχειρήσεις, ἔτσι ξέρω κι ἂν σ’ αὐτὸ τὸ χωράφι, ἔχει ἢ δὲν ἔχει νερό’.

Μόλις τὸ ἄκουσε αὐτὸ ἐκεῖνος, περισσότερο θύμωσε καὶ περισσότερο μὲ ὕβριζε, ὅτι δῆθεν ἔλεγα ψέματα κι ὅτι ποτὲ δὲν ἔκανε ἔστω καὶ μία ἐγχείρηση. Ἐπεκαλεῖτο μάλιστα καὶ τὴ μαρτυρία τοῦ ξαδέλφου του, τοῦ πνευματικοῦ μου παιδιοῦ δηλαδή, ὁ ὁποῖος ὄντως συμφωνοῦσε ὅτι δὲν εἶχε κάνει ποτὲ ἐγχείρηση ὁ ξάδελφός του. Δὲν δεχόταν, ὅμως, νὰ σηκώσει τὴ φανέλα του. Ὁρμῶ τότε ἐπάνω του μὲ μία δύναμη καὶ τοῦ ἀνασηκώνω τὴ φανέλα. Βλέπουμε τότε μία τομὴ ἀπὸ ἐγχείρηση, ἡ ὁποία ἦταν λοξὴ ἀπὸ τὸ στέρνο πρὸς τὰ κάτω καὶ μία ἄλλη τομή, ἐπίσης ἀπὸ ἐγχείρηση, λοξὴ κι αὐτή, στὴν κοιλιά, κάτω χαμηλά.

Τί εἶχε γίνει; Ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ἕνα χρόνο πρίν, εἶχε πάει νὰ ἐργαστεῖ στὴν Ἀμερική. Ἐκεῖ ἔπαθε διάτρηση τοῦ στομάχου, τρύπησε τὸ στομάχι του καὶ βγῆκαν τροφὲς στὸ περιτόναιο. Τὸν μετέφεραν ἐπειγόντως στὸ νοσοκο­μεῖο, τοῦ ἔκαναν ἐγχείρηση καὶ τοῦ ἕραψαν τὴ διάτρηση, γιὰ νὰ μὴ φεύγει τὸ περιεχόμενο τοῦ στομάχου· αὐτὴ ἦταν ἡ πρώτη τομή, ποὺ εἶχε. Ὕστερα, ὅμως ἀπὸ λίγες μέρες δημιουργήθηκε περιτονίτιδα, λόγω τῆς ἐξόδου τοῦ περιεχομένου τοῦ στομάχου στὸ περιτόναιο, στὴν κοιλιακὴ κοιλότητα δηλαδή, ὁπότε τοῦ ἔκαναν δεύτερη ἐγχείρηση κι ἔτσι δημιουργήθηκε ἡ δεύτερη τομή.

Αὐτός, ὅμως, ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν Ἀμερικὴ στὸ χωριό του, δὲν εἶπε σὲ κανένα τίποτε γι’ αὐτὲς τὶς δύο ἐγχειρήσεις ποὺ εἶχε κάνει, διότι ὁρισμένες φορὲς στὰ χωριά μας οἱ κοπέλες δὲν παντρεύονται ἄντρες, ποὺ ἔχουν κάνει ἐγχείρηση. Κι ἐπειδὴ ἦταν ἀνύπαντρος, τὸ ἀπέκρυψε».
Καὶ συνέχισε ὁ Γέρων Πορφύριος:

«Ἄκου τώρα νὰ σοῦ πῶ τί ἔκανε μόλις τοῦ σήκωσα τὴ φανέλα καὶ φάνηκαν οἱ δύο τομές. Γονάτισε μπροστά μου, ἄρχισε νὰ κλαίει, ν’ ἀγκαλιάζει τὰ πόδια μου καὶ νὰ φωνάζει: ‘Πές μου ποιὸς ἅγιος εἶσαι, γιατί ἐσὺ δὲν εἶσαι ἄνθρωπος, εἶσαι ἅγιος’. Καὶ κλαίοντας ἔφυγε τρεχτὸς γιὰ τὸ χωριό.
Μείναμε στὸ χωράφι τὸ πνευματικό μου παιδὶ κι ἐγώ. Πράγματι βρῆκα νερὸ στὸ χωράφι, ἀλλὰ δὲν ἦταν καλό· ἦταν νερὸ ἁλμυρό, λύσσα, τῆς θάλασσας. Μάλιστα, τὸ μέτρησα· ἦταν εἰκοσιεπτὰ ὀργιὲς βάθος.

Σὲ λίγο βλέπουμε νὰ φτάνει στὸ χωράφι, ποὺ εἴμαστε, ὁλόκληρο τὸ χωριό, μὲ τὰ ἑξαπτέρυγα μπροστά, μαζὶ μὲ τὸν ἱερέα καὶ τὸ δάσκαλο νὰ προπορεύονται. Τί εἶχε συμβεῖ; Ἐκεῖνος ὁ ἐξαγριωμένος ἄνθρωπος μετεστράφη ἀπὸ τὴ μία στιγμὴ στὴν ἄλλη, πῆγε κλαμένος στὸ χωριό, κτύπησε τὶς καμπάνες, πῆγε στὰ καφενεῖα, μάζεψε τοὺς κατοίκους καὶ τοὺς εἶπε νὰ πᾶνε ὅλοι μαζὶ νὰ δοῦν ἕνα ἅγιο, ὁ ὁποῖος βρισκόταν λίγο ἔξω ἀπὸ τὸ χωριό τους. Τοὺς διηγόταν τί εἶχε συμβεῖ καὶ τοὺς ἔδειχνε τὶς τομές του ἀπὸ τὶς δύο ἐγχειρήσεις, ποὺ εἶχε κάνει. Μὲ πῆραν, λοιπόν, στὸ χωριὸ καὶ κάθησα ἐκεῖ μία ἑβδομάδα κι ἐξομο­λόγησα ὁλόκληρο τὸ χωριό».

Κ. Ι.: Εἶναι ἐκπληκτικὰ αὐτά, ποὺ μᾶς εἴπατε, κύριε Παπαζάχο.

Γ.Π.: Αὐτὴ ἡ ἱστορία, ἡ ἀφήγησή της, ὑπῆρξε, ὅπως σᾶς εἶπα, ἡ πρώτη μου ἀμοιβὴ ἀπὸ τὸ Γέροντα Πορφύριο.

Κ. Ι.: Πολὺ σπουδαία ἀμοιβή, πράγματι.

Γ.Π.: Καὶ ξέρετε, κύριε Ἰωαννίδη, τί μοῦ ἦρθε στὸ μυαλὸ ὅταν πρωτάκουσα αὐτὴ τὴν ἱστορία καί, φυσικά, κάθε φορὰ ποὺ τὴ θυμοῦμαι; Ἡ Σαμαρείτιδα. Κι αὐτή, ὅπως ὅλοι ξέρουμε, ὅταν ὁ Χριστὸς τῆς εἶπε τὴ ζωή της, συγκλονισμένη ἀπ’ αὐτὰ ποὺ τῆς εἶπε, ἄφησε τὴ στάμνα της στὸ πηγάδι καὶ πῆγε τρέχοντας στὴν πόλη κι ἔλεγε σ’ ὅποιον συναντοῦσε: «Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μοῦ εἶπε ὅλα ὅσα ἔκανα, κι αὐτὰ ἀκόμη τὰ μυστικὰ καὶ ἰδιαίτερά μου. Μήπως εἶναι αὐτὸς ὁ Χριστός;» Καὶ βγῆκαν οἱ Σαμαρεῖτες ἀπὸ τὴν πόλη καὶ πῆγαν νὰ συναντήσουν τὸν Χριστό.

Κ. Ι.: Πολὺ ὡραία αὐτὴ ἡ παρομοίωση, ποὺ κάνατε, διότι καὶ τὸ Γέροντα Πορφύριο ὁ Χριστὸς φώτιζε κι ἔλεγε αὐτά, ποὺ ἔλεγε.

Γ.Π.: Ἔζησα τόσο πολὺ τὸ Γέροντα Πορφύριο, ποὺ μόνο αὐτοὶ ποὺ ἔζησαν κοντά του μποροῦν νὰ μὲ καταλάβουν σ’ αὐτά, ποὺ λέω.

Πᾶμε πίσω, λοιπόν, στὴν πρώτη ἐκείνη ἡμέρα, ποὺ τὸν γνώρισα. Τὸν ρώτησα πότε γιὰ πρώτη φορὰ κατάλαβε ὅτι κάτι παράξενο συνέβαινε μέσα του· μία δύναμη ἐξ ὕψους, ποὺ τὸν ἔκανε νὰ νιώθει ἀλλιώτικα ἀπ’ ὅ,τι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι. Σᾶς μεταφέρω τὴν ἀπάντησή του:

«Ὅταν ἤμουν στὴν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἤμουν στὸ κελὶ μὲ δύο Γεροντάδες κι ἔκανα τυφλὴ ὑπακοὴ καὶ στοὺς δύο καὶ τοὺς ἀγαποῦσα πάρα πολύ. Μία φορὰ ἔφυγαν οἱ Γεροντάδες μου ἀπὸ τὸ κελὶ καὶ πῆγαν ἔξω στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἐξομολογήσουν ἀνθρώπους. Μοῦ εἶπαν, λοιπόν, ὅτι, μιὰ καὶ τὴν Κυριακὴ δὲν θὰ εἴχαμε Θεία Λειτουργία στὸ κελί μας, νὰ πάω στὸ Κυριακὸ νὰ κοινωνήσω.
Πράγματι, τὴν Κυριακὴ πῆγα καὶ κοινώνησα. Φεύγοντας ἀπ’ ἐκεῖ, γιὰ νὰ ἐπιστρέψω στὸ κελί μας, ἤμουν τόσο συγκινημένος, τόσο χαρούμενος, ποὺ εἶχα πάρει μέσα μου τὸ Χριστό, ὥστε φώναζα: ‘Δόξα σοὶ ὁ Θεός, δόξα σοὶ ὁ Θεός. Ἐσὺ ὁ Πανάγιος, τὸ δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἦρθες πάλι καὶ μπῆκες ὁλόκληρος μέσα μου, μέσα σ’ ἐμένα τὸ φτωχὸ Νικήτα .

Σὲ μιὰ στιγμή, λοιπόν, νιώθω νὰ περπατῶ, ὄχι ὅπως περπατοῦμε ἐδῶ στὴ γῆ, ἀλλὰ ὅπως οἱ ἀστροναῦτες· νὰ πατῶ ἐδῶ καὶ νὰ βρίσκομαι πέρα, δέκα μέτρα μακριά. Ἔνιωθα σὰν νὰ μὴν εἶχα βάρος, σὰν νὰ ἤμουν ἀπὸ βαμβάκι. Τρόμαξα κι ἐγὼ ὁ ἴδιος. Κι ἔτσι ὅπως ἤμουν, κοίταξα τὸ βουνὸ καὶ ἀπο­σβολωμένος διαπίστωσα ὅτι μποροῦσα νὰ βλέπω μέσα ἀπὸ τὸ βουνό, διὰ μέσου τοῦ βουνοῦ. Σὰν νὰ ἦταν γυάλινο τὸ βουνό, ἔβλεπα τί γινόταν πίσω ἀπὸ τὸ βουνό. Εἶδα τοὺς Γέροντές μου, ποὺ ἐπέστρεφαν ἀπὸ ἕνα μονοπάτι. Τοὺς ἔβλεπα, ἐνῶ αὐτοὶ ἦταν πίσω ἀπὸ τὸ βουνό.

Εἶπα ‘τί παράξενα πράγματα εἶναι αὐτά, Θεέ μου, σήμερα’ καὶ κάθησα καὶ περίμενα νὰ δῶ ἂν πράγματι ἔρχονταν οἱ Γεροντάδες μου. Ἤθελα νὰ βεβαιωθῶ ὅτι πράγματι τοὺς εἶχα δεῖ πίσω ἀπὸ τὸ βουνό. Καί, πράγματι, κάποια στιγμὴ τοὺς εἶδα νὰ φτάνουν στὴ στροφὴ ἐκείνη, ἀπ’ ὅπου πλέον ἦταν ὁρατοὶ ἀπ’ ὅλους».

Κ. Ι.: Ἀπέκτησε, δηλαδή, τὸ διορατικὸ χάρισμα ἀμέσως.
Γ.Π.: Ἀκριβῶς.

Ἔτρεξε ἀμέσως κοντά τους καὶ τοὺς ἐξομολογήθηκε κλαίοντας τί τοῦ συνέβαινε. Ἐκεῖνοι τὸν καθησύχασαν καὶ τοῦ εἶπαν νὰ ἐντείνει τὴν προσευχή του.

Κ. Ι.: Κι ἂν δὲν κάνω λάθος, ὁ Γέρων Πορφύριος – τότε μοναχὸς Νικήτας – ἦταν μόνο δεκαεπτὰ ἐτῶν.

Γ.Π.: Τὸ 1993, ποὺ πῆγα στὰ Καυσοκαλύβια, οἱ πατέρες ἐκεῖ τῆς Σκήτης μὲ πῆραν καὶ μοῦ ἔδειξαν τὸ ἀκριβὲς σημεῖο, ὅπου εἶχε συμβεῖ τὸ τόσο θαυμαστὸ αὐτὸ γεγονός. Κι ὅποιος καθήσει ἐκεῖ γιὰ κάμποση ὥρα, τὸν τυλίγει μία εὐωδία.

Ὅταν, σὲ ἡλικία εἰκοσιενὸς ἐτῶν, ἔγινε ἱερέας καί, στὴ συνέχεια, στὰ εἰκοσιτρία του, πνευματικός, ὅσους πήγαιναν κοντά του γιὰ νὰ ἐξομο­λο­γηθοῦν, δὲν τοὺς κοίταζε κατάματα, ὅπως μου ἔλεγε ὁ ἴδιος, γιὰ νὰ μὴν αἰσθάνονται ἄβολα. Τοὺς ἔριχνε μόνο μιὰ ματιὰ τὴν ὥρα, ποὺ ἔμπαιναν καὶ μετὰ ἔσκυβε τὸ κεφάλι του. Καί, πολλὲς φορές, πρὶν ἀκόμη ἀρχίσουν νὰ τοῦ μιλοῦν, τοὺς ἔλεγε ἐκεῖνος: «Κοίταξε, ἀπὸ τὸ χαρτάκι, ποὺ ἔγραψες, μόνο τὸ τρία καὶ τὸ πέντε εἶναι ἁμαρτίες· τὰ ἄλλα δὲν εἶναι ἁμαρτίες. Πές μου, λοιπόν, γιὰ τὸ τρία καὶ τὸ πέντε καί, ἅμα μᾶς μείνει χρόνος, μοῦ λὲς καὶ γιὰ τὰ ἄλλα».

Κ. Ι.: Κι αὐτὰ τοὺς τὰ ἔλεγε, ὑποθέτω, πρὶν ἐκεῖνοι προλάβουν νὰ βγάλουν ἀπὸ τὴν τσέπη τους ἢ ἀπὸ τὴν τσάντα τους τὸ χαρτί, ποὺ κρατοῦσαν μὲ τὶς σημειώσεις.

Γ.Π.: Φυσικά. Κι ἔβγαιναν ἔξω οἱ ἄνθρωποι ἐντυπωσιασμένοι ἀπὸ τὸ τόσο δυνατὸ διορατικὸ χάρισμά του, τὸ διατυμπάνιζαν καὶ νὰ ὁ κόσμος νὰ μαζεύεται καὶ νὰ τρέχει νὰ ἐξομολογηθεῖ στὸ Γέροντα Πορφύριο.

Κ. Ι.: Εἶστε ἀληθινὸ «Γεροντικὸ» ὅσον ἀφορᾶ τὸ Γέροντα Πορφύριο, κύριε Παπαζάχο. Κι ἐμεῖς ἀνυπομονοῦμε πόσα θὰ προλάβετε νὰ μᾶς πεῖτε.

Γ.Π.: Πράγματι, τί νὰ σᾶς πρωτοπῶ. Καὶ θέλω νὰ σᾶς πῶ πολλά, ὅσο ἀκόμη ἔχω τὴ μνήμη. Γιατί, ἂν κάποτε χάσω τὴ μνήμη μου, θὰ ξεχαστοῦν αὐτά. Καὶ δὲν πρέπει νὰ ξεχαστοῦν. Ὁ Γέρων Πορφύριος δὲν ἄφησε γραπτὰ ὁ ἴδιος. Ἔτσι, λοιπόν, ἂν τὰ πνευματικὰ παιδιά του δὲν τὰ ποῦμε αὐτά, γιὰ νὰ καταγραφοῦν, θὰ ξεχαστοῦν.

Θὰ σᾶς ἀφηγηθῶ τώρα ἕνα γεγονός, ποὺ δείχνει πόσο ἔντονα ζοῦσε ὁ Γέρων Πορφύριος τὴ Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας.

Ἦταν, ὅπως μου εἶπε ὁ ἴδιος, Μεγάλη Πέμπτη καὶ διάβαζε ἕνα ἀπὸ τὰ Εὐ­αγγέλια στὸ ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Γερασίμου στὴν Πολυκλινικὴ τῶν Ἀθη­νών2. Ὅταν ἔφτασε στὶς φράσεις «ἠλί, ἠλί, λαμὰ σαβαχθανί; τουτ’ ἔστι, Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί μὲ ἐγκατέλιπες;» σήκωσε τὰ μάτια του ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ εἶδε τὸν Κύριο ἐσταυρωμένο, νὰ στάζουν τὰ αἵματά του. Τὸν πῆραν τότε τὰ κλάματα καὶ δὲν μποροῦσε νὰ διαβάσει οὔτε λέξη παρακάτω. Ἔκλεισε τὸ Εὐαγγέλιο, μπῆκε στὸ Ἱερό, ἄφησε τὸ Εὐαγγέλιο ἐπάνω στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ γονάτισε.

Ἔμεινε ἔτσι λίγη ὥρα, σκέφτηκε ὅτι τὸν περίμενε τὸ ἐκκλησίασμα, ἔδωσε θάρρος στὸν ἑαυτό του, σηκώθηκε, ἔριξε λίγο νερὸ στὰ μάτια του καὶ ξανα­βγῆκε ἔξω νὰ συνεχίσει τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου. Κι ὅταν βγῆκε ἔξω, εἶδε ὅτι ὅλος ὁ κόσμος ἔκλαιε.

Κ. Ι.: Εἶναι ἐκπληκτικό.

Γ.Π.: Καὶ συνέχισε: «Ἀλλὰ ποῦ εἶσαι, Γιῶργο, μὴ βγεῖς ἔξω στὸν κόσμο καὶ πεῖς ὅτι αὐτὸ ἦταν θαῦμα. Τὸ φαντάστηκα μὲ τὸ μυαλό μου, ἐπειδὴ τὸ διάβαζα ἐκείνη τὴν ὥρα στὸ Εὐαγγέλιο».

Κ. Ι.: Ἄν μου ἐπιτρέπετε, κύριε Παπαζάχο, προσωπικὰ ἔχω τὴν πεποίθηση ὅτι ὁ Θεὸς βοήθησε καὶ σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση τὸ Γέροντα Πορφύριο καὶ πῆγε δύο χιλιάδες σχεδὸν χρόνια πίσω καὶ πράγματι εἶδε, μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, τὸν Ἐσταυρωμένο.

Γ.Π.: Ὅπως μου τὰ εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Γέροντας, ἔτσι ἀκριβῶς σᾶς τὰ λέω, κύριε Ἰωαννίδη.

Ὁ Γέρων Πορφύριος διάβαζε πολὺ ἀργὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ κείμενα, μία-μία λέξη κι ἐξηγοῦσε γιατί:

— Αὐτὰ δὲν τὰ διαβάζουμε γιὰ τὸ Θεό. Ὁ Θεὸς τὰ ξέρει. Αὐτὰ τὰ διαβάζουμε, γιὰ νὰ προσευχηθοῦμε στὸ Θεό. Καὶ δὲν τὰ λέμε ἄψε σβῆσε νὰ τελειώνουμε, ἀλλὰ τὰ λέμε ἀργά-ἀργά, γιὰ νὰ τὰ ζοῦμε.

Μία φορὰ πῆγα στὸ Γέροντα μετὰ τὴν Ἀνάσταση. Μόλις μὲ εἶδε, μοῦ εἶπε:

— Ἄσε βρὲ τὸ καρδιογράφημα σήμερα. Σήμερα εἶναι Ἀνάσταση. Κάθησε νὰ σοῦ πῶ. Ξέρεις τὸ τροπάριο, ποὺ λέει «θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν»;

— Τὸ ξέρω, Γέροντα.

— Πέστο.

Ἄρχισα νὰ τὸ λέω. Ὅταν τελείωσα, μοῦ εἶπε:

— Τὸ κατάλαβες;

— Τὸ κατάλαβα.

Πετάγεται τότε ἀπὸ τὸ κρεβάτι του καὶ μοῦ λέει:

— Τίποτε δὲν κατάλαβες. Τὸ εἶπες σὰν βιαστικὸς ψάλτης. Τί μπορεῖ νὰ κατάλαβες ἀπ’ αὐτό; Ξέρεις τί σημαίνει «θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν, Ἅδου τὴν καθαίρεσιν»; Σημαίνει ὅτι ἐκεῖ, ποὺ εἴμαστε καταδικασμένοι γιὰ τὸν αἰώνιο θάνατο, ὁ Θεὸς μᾶς πῆρε καὶ μᾶς ἔβγαλε ἀπέναντι, στὴν αἰώνια ζωή, γεφυρώνοντας ἔτσι ἕνα χάσμα αἰώνων. Αἰῶνες ὁλόκληρους ὁ κόσμος δὲν μποροῦσε νὰ περάσει στὴ σωτηρία.

Κατάλαβες, λοιπόν, τί ἔκανε ὁ Χριστός; Ποιός μποροῦσε νὰ νεκρώσει τὸ θάνατο; Κανένας. Μόνον ὁ Χριστός μας. Καὶ τώρα ἐορτάζομεν «ἄλλης βιοτῆς τῆς αἰωνίου ἀπαρχήν» καὶ «σκιρτῶντες ὑμνοῦμεν τὸν αἴτιον». Ξέρεις τί θὰ πεῖ «σκιρτῶντες»; Θὰ πεῖ χοροπηδώντας. Ἔχεις δεῖ τὰ κατσικάκια ἔξω στὰ χωράφια, μαζὶ μὲ τὴ μητέρα τους, ποὺ πηδᾶνε καὶ πίνουν λίγο γάλα ἀπὸ τὴ μητέρα τους καὶ ξαναπηδᾶνε; Αὐτὸ εἶναι τὸ σκίρτημα. Ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ θὰ ἔπρεπε νὰ ψάλλουμε τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» καὶ νὰ σκιρτοῦμε, νὰ χοροπηδοῦμε. «Θανάτου ἐορτάζομεν νέκρωσιν». Δὲν ὑπάρχει χαρὰ μεγαλύτερη ἀπ’ αὐτή.

Μοῦ ἔδωσε καὶ μία συμβουλὴ σχετικὰ μ’ αὐτὸ τὸ τροπάριο:

— Ὅταν ἔχεις ἀθυμία, ὅταν εἶσαι στενοχωρημένος γιὰ ὁποιοδήποτε λόγο, κάθησε καὶ πὲς ἀργὰ αὐτὸ τὸ τροπάριο. Συγκέντρωσε τὸ νοῦ σου σ’ αὐτά, ποὺ λέει τὸ τροπάριο. Κι ἅμα δὲν ἀλλάξει ἀμέσως ἡ διάθεσή σου, ἔλα νὰ μοῦ τὸ πεῖς.

Καί, πράγματι, τὸ ἔχω δοκιμάσει, κύριε Ἰωαννίδη. Σκέφτομαι τοὺς στίχους τοῦ τροπαρίου καὶ λέω στὸν ἑαυτό μου: «Τί προβλήματα ἔχεις; Ἐδῶ ὁ Χριστὸς ἀνέστη. Δὲν ὑπάρχουν προβλήματα».

Κ. Ι.: Αὐτὴ τὴν ἀναστάσιμη χαρὰ μᾶς μετέδιδε πάντοτε ὁ Γέρων.

Γ.Π.: Καὶ φεύγαμε γεμάτοι.

Κ. Ι.: Ἐγὼ ἔνιωθα νὰ πετῶ, φεύγοντας ἀπὸ κοντά του.

Γ.Π.: Τὸ 1989 εἶχα πάει στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ ἕνα ἰατρικὸ συνέδριο. Στὴ διάρκεια τῶν ἡμερῶν, ποὺ ἤμουν ἐκεῖ, πῆγα τρεῖς φορὲς καὶ προσκύνησα στὸν Πανάγιο Τάφο. Ἐπιστρέφοντας στὴν Ἀθήνα, πῆγα στὸ Γέροντα, χωρὶς νὰ τοῦ πῶ τίποτε γιὰ ἐκεῖνο τὸ ταξίδι μου. Πῆγα, γιὰ νὰ τοῦ κάνω καρδιογράφημα.

Μοῦ εἶπε νὰ πάω κοντά του κι ἔπιασε τὸ χέρι μου. Νόμισα ὅτι θὰ ἔκαμνε αὐτό, ποὺ ἔκαμνε καὶ σ’ ἄλλους. Ἔπιανε τὸ σφυγμό τους κι ἄρχιζε νὰ τοὺς μιλᾶ· στὸν ἕνα ἔλεγε γιὰ τὸ χαρακτήρα του, στὸν ἄλλο γιὰ τὰ παιδιά του, στὸν ἄλλο γιὰ τὶς δουλειές του, ἀνάλογα μὲ τὸ τί προβλήματα εἶχε ὁ καθένας. Νόμισα, λοιπόν, ὅτι αὐτὸ θὰ ἔκαμνε καὶ σ’ ἐμένα. Ὅμως, δὲν ἦταν αὐτό.

Μόλις τοῦ ἔδωσα τὸ χέρι μου, πετιέται ἀπὸ τὸ κρεβάτι του, ὅπου ἦταν ξαπλωμένος τὰ τελευταῖα χρόνια καὶ μοῦ φιλᾶ τὸ χέρι. Ὁπότε ἐγὼ διαμαρτύρομαι καὶ τραβῶ μὲ δύναμη τὸ χέρι μου. Καὶ τί μοῦ λέει;

— Αὐτὸ τὸ χέρι δὲν ἀκούμπησε τὸν Πανάγιο Τάφο; Ἀφοῦ, λοιπόν, αὐτὸ τὸ χέρι ἀκούμπησε τὸν Πανάγιο Τάφο, δὲν πρέπει ὁ Πορφύριος νὰ τὸ φιλήσει;

Κ. Ι.: Μένω ἄφωνος.

Γ.Π.: Στὸ Πανεπιστήμιο διδάσκω ἕνα κατ’ ἐπιλογὴν μάθημα, τὸ καρδιογράφημα. Ἐπειδὴ τὸ καρδιογράφημα εἶναι ἕνα ἐνδιαφέρον μάθημα, ἀφοῦ ὅλοι οἱ καρδιολόγοι τὸ χρησιμοποιοῦν, ὅλοι οἱ φοιτητὲς θέλουν νὰ τὸ παρακολουθήσουν. Ἔτσι τὸ ἀμφιθέατρο εἶναι συνήθως γεμάτο ἀπὸ φοιτητές, ποὺ ἔρχονται νὰ παρακολουθήσουν τὸ μάθημα αὐτό. Τοὺς λέω ἀστεῖα, τοὺς λέω ἀνέκδοτα, γελοῦμε μαζί, τοὺς ἀγαπῶ, μ’ ἀγαποῦν κι αὐτοί, ἔχουμε μία ζεστὴ σχέση.

Ἔτσι πολλὲς φορὲς ἐρχόταν στὸ μυαλό μου μία ἰδέα, ποὺ τελικὰ τὴν εἶπα στὸ Γέροντα Πορφύριο ὡς ἕνα δίλημμά μου:

— Σ’ αὐτὰ τὰ παιδιά, Γέροντα, μιλῶ γιὰ τὸ καρδιογράφημα μὲ τὶς ὧρες. Ὁτιδήποτε τοὺς πῶ τὸ ἀποδέχονται. Ἄν, λοιπόν, ἔτσι ὅπως τοὺς ἀγαπῶ καὶ μ’ ἀγαποῦν, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ καρδιογράφημα ποὺ τοὺς μαθαίνω καὶ ποὺ θὰ τὸ χρησιμοποιήσουν γιὰ πόσα χρόνια – εἴκοσι, τριάντα, σαράντα, ἄντε πενήντα χρόνια ἰατρικῆς – δὲν θὰ μποροῦσα νὰ τοὺς μιλήσω καὶ γιὰ κάτι πνευματικό, ποὺ ἔχει αἰώνια διάρκεια; Νὰ τοὺς πῶ ν’ ἀγαπήσουν τὸ Χριστό, νὰ ἐξομολογοῦνται, νὰ κοινωνοῦν, νὰ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία;

Καὶ συνέχισα τὴν ἐκμυστήρευσή μου στὸ Γέροντα:

— Ἐμένα, φυσικά, τὸ Πανεπιστήμιο μὲ πληρώνει γιὰ νὰ διδάσκω τὸ καρδιογράφημα, δὲν μὲ πληρώνει γιὰ νὰ κάνω κήρυγμα. Καὶ στὸ κάτω-κάτω μπορεῖ κάποιοι φοιτητὲς νὰ μὴ θέλουν τὸ κήρυγμα ἢ κάποιοι ἄλλοι νὰ μὴν πιστεύουν κιόλας. Μήπως, ὅμως, Γέροντα, θὰ ἦταν καλὸ κάποια μέρα, ἐπιτέλους, τελειώνοντας αὐτὰ τὰ μαθήματα γιὰ τὸ καρδιογράφημα, ποὺ οἱ φοιτητὲς μὲ χειροκροτοῦν κι ἐγὼ χειροκροτῶ ἐκείνους, νὰ τοὺς πῶ «παιδιά, κάντε κι ἕνα βῆμα πρὸς τὸ Χριστό»;
Ἀκοῦστε, λοιπόν, τί μου εἶπε ὁ Γέρων Πορφύριος:

— Γιατί νὰ ἔχεις αὐτὸ τὸ δίλημμα; Ὅταν πᾶς νὰ κάνεις τὸ μάθημα, εἶσαι κοινωνημένος;

— Ναί, Γέροντα, εἶμαι.

— Κοινωνᾶς τὴν Κυριακή;

— Κοινωνῶ, μὲ τὴν εὐχή σας.

— Τότε, Γιωργάκη, πηγαίνει ὁ Χριστὸς μέσα στὸ ἀμφιθέατρο. Τί τὰ θέλεις τὰ λόγια, ἀφοῦ κουβαλᾶς τὸ Χριστὸ μέσα ἐκεῖ, ἀφοῦ εἶσαι χριστοφόρος τὴν ὥρα ποὺ μιλᾶς στὴν ἕδρα; Τί νὰ πεῖς στὰ παιδιὰ γιὰ τὸ Χριστό; Ἄφησε τὰ παιδιά, ὅπως εἶναι. Τίποτε νὰ μὴν τοὺς πεῖς.

Κ. Ι.: Βλέπουμε ἔτσι πῶς ἀντιμετωπίζει τὰ πράγματα ὁ ἀληθινὰ πνευ­μα­τικὸς ἄνθρωπος, ποὺ ζεῖ τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

Γ.Π.: Κι ἐμένα ὑποχρέωσε μ’ αὐτά, ποὺ μοῦ εἶπε, νὰ πηγαίνω πάντοτε κοινωνημένος στὸ ἀμφιθέατρο.

Κάποια φορά, ποὺ βρισκόμουν σὲ κατάσταση πνευματικῆς ἀνάτασης κοντά του – ὅλοι ὅσοι πέρασαν ἀπὸ κοντά του ζοῦσαν αὐτὴ τὴν πνευματικὴ ἀνάταση κι ὅσο καθόσουν κοντά του, τόσο περισσότερο ἀνέβαινες – τὸν ρώτησα:

— Γέροντα, τί πρέπει νὰ κάνει ἕνας ἄνθρωπος, ὅταν θέλει νὰ παραδοθεῖ στὸ Θεό, ν’ ἀνήκει ἐξ ὁλοκλήρου στὸ Θεό, νὰ βγάλει τὸ δαίμονα ἀπὸ μέσα του καὶ νὰ γεμίσει Χριστό;

— Τί κάνουμε, βρὲ Γιωργάκη, ὅταν ἔχουμε τὰ παντζούρια κλειστὰ κι εἶναι σκοτεινὸ τὸ δωμάτιο; Ἀνοίγουμε τὰ παντζούρια καὶ μπαίνει τὸ φῶς. Δὲν κυνηγοῦμε τὸ σκοτάδι, γιὰ νὰ τὸ διώξουμε, μὲ τὰ χέρια μας ἢ μ’ ἕνα κλεφτο­φάναρο. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο, δὲν προσπαθεῖς νὰ βγάλεις τὰ δαιμόνια ἀπὸ μέσα σου. Ἀλλὰ τί κάνεις; Ἀνοίγεις τὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς σου διά­πλατα στὸ Χριστὸ καὶ λὲς «ἔλα, Χριστέ μου». Μπαίνει ἔτσι ὁ Χριστὸς μέσα σου καὶ δὲν ὑπάρχει πιὰ σκοτάδι. Εἶναι ἁπλό, πολὺ ἁπλό.

Κ. Ι.: Αὐτὸ μᾶς δείχνει γιὰ ἄλλη μία φορὰ πόσο ἔντονα ζοῦσε ὁ Γέροντας τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Κύριε Παπαζάχο, εἴδατε καμιὰ φορὰ τὸ Γέροντα νὰ κλαίει;

Γ.Π.: Ναί. Δύο τρεῖς φορὲς μάλιστα τὸν εἶδα νὰ κλαίει πολύ.

Ἡ μία φορὰ ἦταν, ὅταν πέθανε τὸ παιδὶ ἑνὸς φίλου ὀφθαλμιάτρου στὴν Ἀθήνα. Δώδεκα χρονῶν κορίτσι, στὴν ὁδὸ Μεσογείων, τὸ κτύπησε ἕνα αὐτοκίνητο κι ὁ θάνατος ἦταν ἀκαριαῖος. Ἦταν τὸ πρῶτο παιδὶ μίας πολύτεκνης οἰκογένειας κι ὁ Γέροντας τὸ ἀγαποῦσε πάρα πολύ.

Τὴν ὥρα τῆς κηδείας κι ἐνῶ ἐξέταζα στὸ ἰατρεῖο μου ἀσθενεῖς, μοῦ τηλε­φωνοῦν οἱ ἀδελφὲς ἀπὸ τὸν Ὠρωπό: «Τρέξτε, γιατρέ, ὁ Γέροντας πεθαίνει». «Τί συμβαίνει;» ρώτησα. «Ἔπεσε κάτω, λιποθύμησε», μοῦ εἶπαν. Κράτησα τὸ τηλέφωνο ἀνοικτό, τοὺς ἔδωσα κάποιες ὁδηγίες γιὰ πρῶτες βοήθειες – χρειαζόταν, βλέπετε, μία ὥρα, γιὰ νὰ πάω στὸν Ὠρωπὸ – συνῆλθε ὁ Γέροντας, καί, μάλιστα, μοῦ μίλησε στὸ τηλέφωνο: «Ἔλα, ἀλλὰ μὴ βιάζεσαι. Μὲ τὴν ἡσυχία σου».

Φτάνοντας στὸν Ὠρωπὸ μου εἶπαν οἱ ἀδελφὲς ὅτι εἶπε ὁ Γέροντας νὰ περάσω, ἀλλὰ νὰ μὴ μιλήσω καθόλου. Μπαίνοντας μέσα στὸ δωμάτιο τοῦ Γέροντα βρῆκα ἐκεῖ τὸν πατέρα τοῦ κοριτσιοῦ, τοῦ ὁποίου μόλις εἶχε γίνει ἡ κηδεία. Τὸν ἀγκάλιασα, τὸν φίλησα κι ἀρχίσαμε νὰ κλαῖμε καὶ οἱ δύο. Πετιέται τότε ὁ Γέροντας καὶ μᾶς λέει: «Νὰ βγεῖτε ἔξω καὶ οἱ δύο. Δὲν σᾶς ἀντέχω».

Βγήκαμε, πράγματι, ἔξω. Ὕστερα ἀπὸ λίγο ἔστειλε ὁ Γέροντας καὶ μὲ φώναξαν. Πῆγα καὶ μοῦ εἶπε:

— Μὲ συγχωρεῖς, ποῦ σᾶς εἶπα νὰ βγεῖτε ἔξω, ἀλλὰ ξέρεις τί μοῦ συμβαίνει σήμερα;

— Τί, Γέροντα;

Κι ἄρχισε νὰ μοῦ λέει κλαίοντας:

— Τὴν ὥρα τῆς κηδείας ἔβλεπα ἕνα φῶς δυνατὸ ἐπάνω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία. Σ’ ὅλη τὴν διάρκεια τῆς κηδείας ἔβλεπα αὐτὸ τὸ φωτεινὸ ἄστρο. Κι ὅταν μετέφεραν τὸ φέρετρο πρὸς τὸν τάφο, πάλι τὸ ἔβλεπα. Ὅταν κατέβασαν τὸ φέρετρο μέσα στὸν τάφο καὶ τὸν γέμισαν μὲ τὸ χῶμα, τότε σταμάτησα νὰ τὸ βλέπω.

— Σταμάτησε, Γέροντα, σὲ παρακαλῶ, γιατί κι ἐσὺ θὰ πάθεις κάτι κι ἐγὼ θὰ πάθω, ἀπὸ τὴν ὑπερβολικὴ συγκίνησή μας.

Κ. Ι.: Μετὰ ἀπὸ τόσα χρόνια καὶ νὰ σᾶς βλέπω νὰ κλαῖτε, κύριε Παπαζάχο, ἀφηγούμενος αὐτὸ τὸ συγκλονιστικὸ πράγματι περιστατικό.

Γ.Π.: Δὲν μπορῶ, πράγματι, νὰ συγκρατήσω τὰ δάκρυά μου.

Σὲ μία ἀπὸ τὶς πολλὲς ἐπισκέψεις μου στὸ Ἅγιον Ὄρος συνάντησα καὶ τὸν πατέρα Χριστοφόρο, ὁ ὁποῖος εἶχε τὴ συγκλονιστικότατη ἐμπειρία νὰ δεῖ ζωντανὸ μπροστά του τὸν Ἅγιο Γεώργιο καὶ νὰ μιλήσει μαζί του. Καθὼς τὸ ἀφηγούμην, λοιπόν, αὐτὸ στὸ Γέροντα Πορφύριο, ἄρχισε νὰ κλαίει. Τόσο πολὺ εἶχε συγκινηθεῖ, ποὺ σὲ μιὰ στιγμὴ μοῦ λέει: «Σταμάτα, Γιῶργο, δὲν ἀντέχω». Ὕστερα, ὅμως, σκούπισε τὰ δάκρυά του καὶ μοῦ εἶπε: «Ἄντε, μοῦ πέρασε τώρα. Πὲς κάτι ἀκόμη γιὰ τὸν πατέρα Χριστοφόρο».

Αὐτὸς ἦταν ὁ Γέρων Πορφύριος.

Κ. Ι.: Ὁ ἅγιος του εἰκοστοῦ πρώτου αἰώνα, ὅπως πολὺ εὔστοχα ἔχει λεχ­θεῖ.

Γ.Π.: Θὰ σᾶς πῶ τώρα κάτι, ποὺ πρόσφατα μοῦ ἀφηγήθηκε ἕνας φίλος μου πολιτικὸς μηχανικός, ὁ ὁποῖος κτίζει πολυκατοικίες μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του, ποὺ εἶναι ἀρχιτέκτονας.

Ἔκανε τὴ γιορτὴ στὸ μοναστήρι τοῦ Καρέα. Ἦταν καθημερινὴ κι ἔτυχε νὰ εἶμαι κι ἐγὼ ἐκεῖ, ἐπειδὴ πηγαίνω συχνά. Τὸν ρώτησα, λοιπόν, τί γιόρταζε τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Μοῦ ἀπάντησε ὅτι γιόρταζε τὴν ἐπέτειο τῆς ἡμέρας, ποὺ σώθηκε κι ἄρχισε νὰ μοῦ ἀφηγεῖται:

«Σὲ μιὰ οἰκοδομή, ποὺ κτίζαμε, μοῦ τηλεφώνησαν οἱ ἐργάτες ὅτι εἶχε χαλάσει ὁ κομπρεσσόρος. Πῆγα – ἐπειδὴ κι ἄλλες φορὲς εἶχε συμβεῖ αὐτὸ κι εἶχα διορθώσει ἐγὼ ὁ ἴδιος τὸν κομπρεσσόρο – καὶ διαπίστωσα ὅτι ὑπῆρχε κάποια βλάβη στὸ σημεῖο ἐκεῖνο, ποὺ τὸ καλώδιο ἔμπαινε μέσα στὸ μηχάνημα. Ἀνοίγω, λοιπόν, τὸν κομπρεσσόρο κι ἀρχίζω νὰ τὸν ἐπιδιορθώνω. Ἡ πρίζα του ἦταν στὸ ἄλλο δωμάτιο, ἀλλὰ ἐγὼ δὲν πῆγα νὰ κοιτάξω στὸ ἄλλο δωμάτιο.

Ὅπως, λοιπόν, προσπαθοῦσα ἐκεῖ νὰ φτιάξω τὸ καλώδιο, αἰσθάνθηκα νὰ μουδιάζει τὸ δεξί μου χέρι. Ὕστερα μούδιασε καὶ τὸ ἄλλο μου χέρι. Ὅπως ἤμουν, ὅμως, προσηλωμένος στὸ νὰ διορθώσω τὴ βλάβη, δὲν ἔδωσα σημασία στὸ μούδιασμα. Συνέχισε, ἀλλὰ δὲν ἔπιαναν καλὰ τὰ χέρια μου. Ἔφυγε ἀπὸ τὰ χέρια μου ἡ πένσα, ἔπεσε χάμω κι ἔσκυψα καὶ τὴν ξαναπίασα. Ἄρχισα τότε νὰ καταλαβαίνω ὅτι κάτι δὲν πήγαινε καλά. Πάω στὸ ἄλλο δωμάτιο, ὅπου ἦταν ἡ πρίζα καὶ βλέπω ὅτι ἦταν μέσα στὸ ρεῦμα κι ἐρχόταν ἐπάνω μου. Στάθηκα ἀποσβολωμένος καὶ διερωτόμουν πῶς σώθηκα.

Τὴν ἄλλη μέρα πῆγα στὸ Γέροντα Πορφύριο, μὲ τὸν ὁποῖο εἶμαι, ὅπως ξέρεις, συνδεδεμένος. Μόλις μὲ εἶδε ἀπὸ μακριά, πρὶν προλάβω νὰ τοῦ μιλήσω, μοῦ φώναξε:

— Ἔλα ἐδῶ, μωρέ, κι εἶσαι κι ἐπιστήμονας. Βρέ, τί μοῦ ’κανες χθές; Ξέρεις τί δυνάμεις ἔβαλα, γιὰ νὰ κρατήσω ὅλο ἐκεῖνο τὸ ρεῦμα μακριὰ ἀπὸ σένα;

Κ. Ι.: Αὐτὸ κι ἂν εἶναι ἐκπληκτικό.

Γ.Π.: Εἴδατε τί πρᾶγμα; Ἀπὸ τότε, λοιπόν, αὐτὸς ὁ φίλος μου γιορτάζει κάθε χρόνο τὴ σωτηρία του χάρη στὸ Γέροντα Πορφύριο.

Κ. Ι.: «Μέγας εἶ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου».

Γ.Π.: Ἐπαναλαμβάνω ὅτι ἔχω σώας τὰς φρένας. Καὶ κατηγορηματικὰ σᾶς δηλώνω ὅτι οὔτε ἕνα ἰῶτα δὲν προσθέτω σ’ αὐτά, ποὺ σᾶς ἀφηγοῦμαι.

Ὅταν ἀκόμη ὁ Γέρων Πορφύριος ἔμενε στὸ καλυβάκι του στὸν Ὠρωπό, προτοῦ ἀνεγείρει ἐκεῖ τὸ Ἡσυχαστήριο «Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος», πῆγα μία βροχερὴ μέρα νὰ τὸν δῶ. Ἀρκετοὶ ἄνθρωποι κάθονταν μέσα στὰ αὐτο­κίνητά τους καὶ περίμεναν τὴ σειρά τους νὰ δοῦν τὸ Γέροντα. Πῆγα, τὸν ἐξέτασα, τοῦ ἔκανα καρδιογράφημα, κουβεντιάσαμε καί, σὲ κάποια στιγ­μή, μοῦ λέει:

— Μὴ φεύγεις τώρα, νὰ δεῖς κάτι.

— Τί, Γέροντα;

— Ἔρχεται τώρα ἕνας ταξιτζὴς ἀπὸ τὴν Καλαμάτα, νὰ μοῦ πεῖ κάτι.

Παραξενεύτηκα. Ποῦ τὸ ξέρει, σκέφτηκα, ὁ Γέροντας, ἀφοῦ οὔτε τηλέφωνο δὲν ἔχει – τότε δὲν τοῦ εἶχαν βάλει ἀκόμη τηλέφωνο – ὅτι αὐτὴ τὴν ὥρα εἶναι στὸ δρόμο ἕνας ταξιτζὴς ἀπὸ τὴν Καλαμάτα, ὁ ὁποῖος ἔρχεται ἐδῶ στὸν Ὠρωπὸ νὰ τοῦ πεῖ κάτι;

Σὲ λίγο μπῆκε μέσα μία ἀνεψιά του, ποὺ ἔμενε ἐκεῖ καὶ τοῦ εἶπε ὅτι εἶχε ἔρθει ἕνας ταξιτζὴς ἀπὸ τὴν Καλαμάτα κι ἤθελε νὰ τοῦ μιλήσει. Ἔκανα νὰ φύγω, γιὰ νὰ τοὺς ἀφήσω μόνους, ἀλλὰ ὁ Γέροντας δὲν μὲ ἄφησε:

— Κάθησε. Θέλει νὰ μοῦ πεῖ γιὰ κάποια γυναίκα, ποὺ ἔμεινε ἔγκυος. Δὲν εἶναι κάτι τὸ ἀπόρρητο. Μπορεῖς νὰ μείνεις.

Μπαίνει, λοιπόν, μέσα ὁ ταξιτζής:

— Γέροντα, τὴν εὐχή σας. Ἡ κυρία τάδε μοῦ εἶπε νὰ ἔρθω νὰ σᾶς πῶ ὅτι πράγματι, μὲ τὴν εὐχή σας, εἶναι ἔγκυος καὶ περιμένει τὸ πρῶτο της παιδάκι.

Ἔμεινα κατάπληκτος. Καὶ γιὰ ἄλλη μιὰ φορά, γεμάτος εὐγνωμοσύνη, δοξολόγησα τὸ Θεό, ποὺ ἔζησα κοντὰ σ’ αὐτὸ τὸ Γέροντα.

Κ. Ι.: Κι ἐμεῖς μαζί σας εὐγνωμονοῦμε τὸν Ὕψιστο, γιὰ ὅλα ὅσα ἐπιτρέπει νὰ πληροφορούμαστε γιὰ τὸ μακαριστὸ Γέροντα Πορφύριο καὶ γιὰ τοὺς ἄλλους μεγάλους Γέροντες τῆς ἐποχῆς μας. Θὰ θέλατε νὰ μᾶς ἀφηγηθεῖτε ἀκόμη κάτι, κύριε Παπαζάχο;

Γ.Π.: Εἶναι ἀτελείωτα αὐτά, κύριε Ἰωαννίδη.

Κ. Ι.: Εἶναι ὕδωρ ζῶν.

Γ.Π.: Μία φορὰ τοῦ μίλησα γιὰ ἕνα σπίτι στὴν Αἴγινα, ποὺ μᾶς ἄφησε κληρονομιὰ ὁ πεθερός μου καὶ τὸ ὁποῖο ἤθελα νὰ ξανακτίσω, διότι εἶχε ὑποστεῖ μεγάλες ρωγμὲς ἀπὸ τοὺς σεισμούς. Ἡ ἀντίδραση τοῦ Γέροντα:

— Νὰ μὴ κτίσεις ἐκεῖ. Νὰ ’ρθεῖς νὰ κτίσεις ἐδῶ, ποὺ εἶμαι ἐγώ.

— Ναί, Γέροντα, ἀλλὰ ξέρετε ἡ γυναίκα μου γεννήθηκε σ’ αὐτὸ τὸ σπίτι καὶ τὰ παιδιά μου γεννήθηκαν σ’ αὐτὸ κι εἴμαστε ὅλοι συναισθηματικὰ συνδεδεμένοι μ’ αὐτὸ τὸ σπίτι.

— Ἐντάξει τότε, Γιῶργο. Περίμενε δύο λεπτὰ νὰ πάω νὰ τὸ δῶ.

Σιώπησε γιὰ λίγο κι ὕστερα ἄρχισε νὰ μιλᾶ:

— Εἶμαι τώρα στὴ θάλασσα, κάτω ἀπὸ τὸ σπίτι σου καὶ βλέπω τὰ πεῦκα, ἐκεῖ ἐπάνω.

— Ὄχι, Γέροντα, δὲν εἶναι πεῦκα αὐτά, φιστικιὲς εἶναι· φιστικιὲς ἔχουμε στὴν Αἴγινα.

— Τί λές, μωρέ; Ἐγὼ πιάνω πευκοβελόνες.

Τότε θυμήθηκα ὅτι στὴ μία μεριὰ τοῦ σπιτιοῦ ἡ πεθερά μου, γιὰ κάθε παιδὶ ποὺ γεννιόταν εἴτε δικό μου εἴτε τοῦ κουνιάδου μου, φύτευε ἕνα πεῦκο. Τὰ εἶδε, λοιπόν, αὐτὰ τὰ πεῦκα ὁ Γέροντας, ἐνῶ ἐγώ, ἀφηρημένος ἐκείνη τὴν ὥρα, τὰ εἶχα ξεχάσει, διότι τὸ κτῆμα ἔχει ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον φιστικιές.

Κ. Ι.: Πολὺ ἐντυπωσιακὰ αὐτά, ποὺ μᾶς λέτε.

Γ.Π.: Φανταστεῖτε πῶς ἔνιωθα ἐγώ, ποὺ τὸν ἄκουγα νὰ κάμνει ὅλες αὐτὲς τὶς περιγραφές:

— Πίσω λοιπόν, ἀπὸ τὰ πεῦκα αὐτά, Γιῶργο, ὑπάρχει ἕνας τοῖχος ὕψους ἑνάμισι δύο μέτρων.

— Μήπως εἶναι ἕνα ἐγκαταλελειμμένο κοτέτσι τοῦ γείτονα;

— Μπορεῖ, γιατί ὁ τοῖχος αὐτὸς εἶναι φτιαγμένος ἀπὸ πλιθάρια. Ἀλλὰ μπροστὰ ἀπ’ αὐτὸ τὸ κοτέτσι ὑπάρχει ἕνα σωρὸς πέτρες.

Ἐγὼ δὲν τοῦ εἶπα τίποτε, διότι ἤξερα ὅτι ἐκεῖ δὲν ὑπῆρχαν πέτρες. Πάω, λοιπόν, τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ στὴν Αἴγινα καὶ βρίσκω μπροστὰ ἀπὸ τὸ κο­τέτσι ἕνα σωρὸ πέτρες. Τί εἶχε συμβεῖ; Ὁ κύριος, ποὺ ἔχει τὸ γειτονικὸ κτῆμα, εἶναι ἐργολάβος. Γκρέμισε λοιπὸν ἕνα σπίτι κάπου καὶ τὶς πέτρες τὶς ἔφε­ρε ἐκεῖ στὸ κτῆμα, γιὰ νὰ τὶς χρησιμοποιήσει κάπου ἀλλοῦ. Ἀργότερα τὶς ἀγόρασα ἐγὼ γιὰ ἕνα ἐκκλησάκι, ποὺ ἔκτισα μέσα στὸ κτῆμα μου. Εἶδε, λοιπόν, ὁ Γέρων Πορφύριος καὶ τὸ σωρὸ μὲ τὶς πέτρες. Γιὰ νὰ δεῖτε μὲ πόση ἀκρί­βεια ἔβλεπε, χάρη στὸ διορατικό του χάρισμα.

Ἂς κλείσουμε αὐτὴ τὴ συνομιλία μας μὲ τοῦτα τὰ λόγια τοῦ Γέροντος Πορφυρίου, πού μου εἶπε κάποια φορά:

— Ὅταν θὰ φύγω, θὰ εἶμαι περισσότερο κοντά σας, διότι ὁ θάνατος καταργεῖ τὶς ἀποστάσεις.
Αὐτὸ προσωπικὰ τὸ νιώθω. Νιώθω τὴν παρουσία του μόνιμα κοντά μας.


Συνομιλητής: Γεώργιος Παπαζάχος,
Ἐπίκουρος Καθηγητὴς τῆς Ἰατρικῆς Σχολῆς  τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν

(Γεροντικὸ τοῦ 20οῦ αἰῶνος)
porphyrios.net

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου