Τετάρτη 8 Ιουνίου 2011

Ἡ Ὀρθοδοξία μας. Κεφάλαιο 2ο. Μία πηγή ὁ Πατήρ. Ὁ Τριαδικός Θεός, ἡ μόνη ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου Π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος.


Ἡ Ὀρθοδοξία μας
π.Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας, Δρ. φιλοσοφίας

γ) Μία πηγή, ὁ Πατήρ (σελ. 52-53)

Ἡ κοινή θεία φύση ἔχει μία καί μοναδική ἀρχή: τόν Πατέρα.  Αὐτός ἀπονέμει στόν Υἱό καί στό Ἅγιο Πνεῦμα τή δικη Του φύση, δηλαδή τή μία φύση τῆς Θεότητος. Ἔτσι «σύμπαν τό εἶναι τοῦ Υἱοῦ», ὁλόκληρο τό εἶναι τοῦ Υἱοῦ, «τῆς τοῦ Πατρός οὐσίας ἵδιόν ἐστι», εἶναι ἴδιον τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός (Μ. Ἀθαν.), ὅπως ἡ ἀκτινοβολία πού προέρχεται ἀπό τό φῶς  (Ἑβρ. α΄3) καί ὁ ποταμός πού προέρχεται ἀπό τήν πηγή· καί ἔτσι συμβαίνει «ὥστε αὐτός πού βλέπει τόν Υἱόν, νά βλέπει τήν ἰδιότητα τοῦ Πατρός καί νά ἐννοεῖ ὅτι εἶναι τοῦ Υἱοῦ· ὄντας ἀπό τόν Πατέρα, ὑπάρχει λοιπόν εἰς τόν Πατέρα».  Ἀκόμη ὑπάρχει καί ὁ Πατήρ εἰς τόν Υἱό, ὅπως καί εἰς τό Ἅγιο Πνεῦμα, «ὅπως ὁ ἥλιος στό ἀπαύγασμα καί ὁ νοῦς στόν λόγο, καί ὅπως ἡ πηγή στόν ποταμό».
Ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὑπογραμμίζει τήν μία Ἀρχή ἀναφερόμενος στό «ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος» (Ἰω. ά Ι). Ἡ λέξη «ἀρχή», λέγει, ἀναφέρεται στόν Θεό, στήν μόνη πηγή τῆς θείας οὐσίας· ὁ Υἱός, προσθέτει, εἶναι «ἀπό τήν οὐσίαν τῆς μιᾶς Ἀρχῆς, ἰδική Της Σοφία, ἰδικός Της Λόγος, προερχόμενος ἀπό Αὐτήν».  Εἰς τήν «ἀρχήν» ὑπῆρχε ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ὑπῆρχε εἰς τόν Θεόν (Ἰω. α΄Ι).
Ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι ἡ προαιώνιος Ἀρχή· καί ἐπειδή (ὁ Λόγος) προέρχεται ἀπό Αὐτήν, δι’ αὐτό «καί Θεός ἦτο ὁ Λόγος» (Ἰω. α΄Ι).


ι) Ὁ Τριαδικός Θεός, ἡ μόνη ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου (σελ.64-68)

Ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό «κατ’ εἰκόνα» τοῦ Θεοῦ καί ἑπομένως ἡ ζωή του, γιά νά ἀνταποκριθεῖ στήν ἀληθινή του φύση, πρέπει νά εἶναι μικρογραφία τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός, καί ὁ ἄνθρωπος καλεῖται νά γίνει «Τριαδικός», ζώντας «Τριαδικά», δηλαδή τή ζωή τῆς πλήρους ἑνότητας καί τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀγάπης.  Σέ μιά τέτοια ζωή καλεῖ τόν ἄνθρωπο ὁ Τριαδικός Θεός, πού εἶναι τό ἀρχέτυπο τοῦ ἀνθρώπου.  Ἡ ζωή τῆς ἀγάπης δέν ἀνταποκρίνεται μόνο στήν ἀληθινή φύση τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο καί στήν ἀληθινή Θεογνωσία.
«Ὅποιος δέν ἀγαπᾶ, δέν ἐγνώρισε τόν Θεό, διότι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη.  Μέ τοῦτο ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σ’ ἐμᾶς: ὅτι τόν Υἱόν Του τόν μονογενῆ ἔστειλε ὁ Θεός εἰς τόν κόσμο, διά νά ζήσωμε δι’ αὐτοῦ.  Εἰς τοῦτο συνίσταται ἡ ἀγάπη, ὄχι εἰς τό ἐμεῖς ἀγαπήσαμε τόν Θεόν, ἀλλά ὅτι αὐτός μᾶς ἀγάπησε καί ἔστειλε τόν Υἱόν Του ὡς ἱλασμόν διά τᾶς ἁμαρτίας μας... Μέ τοῦτο ξέρομεν ὅτι μένομεν ἐν αὐτῷ καί αὐτός ἐν ἡμῖν, διότι μᾶς ἔδωκε τό Πνεῦμα Του» (Α΄ Ἰω. δ΄8-13).
Ἡ μεγάλη ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου, τό νόημα τῆς ζωῆ του, εἶναι ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης, πού δέν περιλαμβάνει μόνο τούς συνανθρώπους, ἀλλά ἀποτελεῖ ἑνότητα καί ἁρμονία μέ τόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας καί μέ τό Θεό, πού εἶναι ἡ ζωή! Αὐτή ἡ Θεο-κοινωνία (Β΄ Πέτρ. α΄ 4), κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος «μένει ἐν τῷ Θεῷ καί ὁ Θεός ἐν αὐτῷ» (Α΄ Ἰω. δ΄ 16. Πρβλ. Ἰω. ιζ΄ 20-26) ἐξασφαλίζεται μέ τή δωρεά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τοῦ Θεοῦ (Α΄ Ἰω. δ΄ 13), μέ τό χρῖσμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (Α΄ Ἰω. β΄20-27), πού εἶναι ἡ σφραγίδα τοῦ Θεοῦ (Ἀποκ. Θ΄4).
Ἐάν ὁ Υἱός, πού ἐστάλη ἀπό τόν Πατέρα, «διά νά ζήσωμεν δι’ αὐτοῦ», ἤ τό Ἅγιο Πνεῦμα ἦσαν κτίσματα, τότε δέν θά μπορούσαμε δι’ αὐτῶν νά ἔχουμε καμμία κοινωνία μέ τόν Θεό· « θά ἡνωνόμεθα ἁπλῶς μέ κάποιο κτίσμα καί θά εἴμεθα ἀποξενωμένοι ἀπό τή θεία φύση, ἀφοῦ τίποτα δέν θά μᾶς ἥνωνε μέ αὐτήν.  Τώρα δέ, πού λεγόμεθα μέτοχοι Χριστοῦ καί μέτοχοι τοῦ Θεοῦ, φαίνεται ὅτι ἐν ἡμῖν χρῖσμα καί ἡ σφραγίς δέν εἶναι ἐκ τῆς φύσεως τῶν δημιουργημάτων, ἀλλά ἐκ τῆς φύσεως τοῦ Υἱοῦ, ὁ ὁποῖος συνάπτει ἡμᾶς μέ τόν Πατέρα διά τοῦ ἐν αὐτῷ Ἁγίου Πνεύματος» (Μ. Ἀθαν. Προβλ. Ἑβρ. γ΄ 14. Ρωμ. η΄ 14-17. Β΄ Πέτρ. α΄4).
Ἡ πίστη στόν Τριαδικό Θεό ἀποτελεῖ γιά τόν ἄνθρωπο πραγματική ἐλπίδα. Ἄν ὁ ἄνθρωπος γνωρίσει ποιό εἶναι τό ἀρχέτυπό του, πώς εἶναι δηλαδή εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος, τότε θά πιστέψει πώς εἶναι δυνατόν νά ζήσει καί αὐτός τή ζωή τῆς ἑνότητας καί τῆς ἀγάπης.  Τότε ὁ ἄνθρωπος θά μπορέσει νά βρεῖ τή σωτηρία.
Τοῦτο δέν εἶναι δύσκολο νά τό ἐννοήσουμε, ὅταν σκεφθοῦμε πώς ὁ ἄνρθωπος, ἰδιαίτερα σήμερα, ζεῖ ἐσωτερικά διεσπασμένος καί ἐξωτερικά ἀπομονωμένος.  Αἰσθάνεται πώς ἀποτελεῖται ἀπό πολλαπλᾶ στοιχεῖα· ἔχει σῶμα, πνεῦμα, βούληση, συναίσθηση κ.ἄ. Ἕνας ἄνθρωπος διηρημένος ἐσωτερικά δέν μπορεῖ νά πεῖ ὅτι εἷναι λυτρωμένος· τό ἴδιο καί ὅταν αἰσθάνεται ὅτι ζεῖ σέ πλήρη ἀποξένωση καί μοναξιά· ἕνας ἄνθρωπος πού δέν διαθέτει τή δύναμη νά ἀγαπήσει, δέν μπορεῖ νά βρεῖ τήν ἐσωτερική του ἰσορροπία.
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά γνωρίσει πώς δέν ἀνήκει στή φύση του ἡ ἐσωτερική διάσπαση καί ἡ ἐξωτερική ἀποξένωση, ἀλλά ἡ ἁρμονία καί οἱ διαπροσωπικές σχέσεις· γι’ αὐτό πρέπει νά γνωρίσει τόν Τριαδικό Θεό καί νά πιστέψει πώς δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα» Του!  Νά βεβαιωθεῖ πώς ὁ Θεός ζεῖ στήν πληρότητα τήν ἑνότητα καί τήν ἀγάπη καί νά πιστέψει πώς σ’ αὐτό τό σημεῖο βρίσκεται καί ὁ δικός του τελικός προορισμός, τό νόημα τῆς δικῆς του ζωῆς (Β΄ Κορ. ε΄17-21. Α΄ Ἰω. γ΄2-3).
Ἄν ὁ ἄνθρωπος δεχθεῖ τόν Τριαδικό Θεό καί ἀνακαλύψει τήν προσωπική του ταυτότητα στήν εἰκόνα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, τότε μόνο μπορεῖ νά βεβαιωθεῖ πώς καί ὁ ἴδιος, ἀπό τή φύση του, εἶναι δυνατόν νά φθάσει στήν πληρότητα τῆς ἁρμονίας, τῆς ἀγάπης, τῆς κοινωνίας· τότε ἀποκτᾶ νόημα ὄχι μόνο ἡ ζωή του, ἀλλά καί ὁ ἀγῶνας του. Ἰδού γιατί εἴπαμε πώς ἡ ἀλήθεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ἡ πίστη στήν Ἁγία Τριάδα, εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου.
Μακριά ἀπό τήν πίστη στόν Τριαδικό Θεό καί τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία γιά τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, δέν μποροῦμε νά θέσουμε ὡς νόημα τῆς ὕπαρξής μας τήν κοινωνία καί τή βίωση τῆς ἀγάπης· ἀναγκαστικά θά πέσουμε σέ σκοπούς ὑλοκρατικούς καί ὑλιστικούς ἤ θά κινηθοῦμε σέ ἐπίπεδα πανθεϊστικῆς τάξης.  Σέ τέτοιους δρόμους ὁδηγοῦν ἐπί παραδείγματι ὅλες οἱ ἰνδουϊστικῆς προέλευσης ὁμάδες, πού κηρύττουν πώς ὁ Θεός δέν εἶναι προσωπικός καί πώς ὁ ἄνθρωπος δέν ἐπλάσθη «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ», ἀλλά εἶναι μέρος τῆς θείας οὐσίας.  Κάτω ἀπό αὐτό τό πρῖσμα, τό νόημα τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι πλέον ἡ ἀνάπτυξη σχέσεων κοινωνίας καί ἀγάπης, ἀλλά ἀντίθετα ἡ ἀποδέσμευση ἀπό ὁποιεσδήποτε «προσκολλήσεις» καί ἡ διάλυση τῆς προσωπικότητας τοῦ ἀνθρώπου στή λεγόμενη «παγκόσμια συνειδητότητα».
Αὐτό ἀποδεικνύει πόσο ἐπιπόλαιο θά ἦταν νά θελήσουμε νά συμβιβάσουμε τή χριστιανική μας ὑπόσταση μέ ὁποιαδήποτε συμμετοχή σέ τεχνικές τῆς γιόγκα, τοῦ διαλογισμοῦ καί σέ παρόμοιες «πρακτικές», πού βασίζονται σέ ἐξωχριστιανικές θεολογικές καί ἀνθρωπολογικές προϋποθέσεις.
Ὁ ἰσχυρισμός ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἀποβλέπουν  στόν ἴδιο σκοπό ἤ ὅτι μέ τίς «τεχνικές» αὐτές μπορεῖ κανείς νά γίνει καλύτερος χριστιανός, ἄν δέν ὀφείλεται σέ ἅγνοια τῶν βασικῶν χριστιανικῶν θέσεων ἤ σέ ἀποκρυφιστική ἑρμηνεία τοῦ χριστιανικοῦ μηνύματος, ἀποτελεῖ σκόπιμη διαστρέβλωση τῆς χριστιανικῆς πίστης καί ἐλπίδας, ἐπκίνδυνη ἀλλοίωση τῆς ἔννοιας τοῦ χριστιανικοῦ νοήματος τῆς ζωῆς, ἐπιβουλή τῆς σωτηρίας τοῦ ὀρθοδόξου πιστοῦ.
Κλείνοντας τό κεφάλαιο αὐτό γιά τήν Τριαδική Ἀλήθεια συνοψίζουμε πώς ἡ θεία ἀποκάλυψη, δηλαδή ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ, πραγματοποιήθηκε βαθμιαῖα, προσαρμοζόμενη στή πνευματική κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου τῆς πτώσης.
Ἡ ἀποκλάψη αὐτή ὁλοκληρώθηκε μέ τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί ἀναφέρεται στόν Ἕνα καί Τριαδικό Θεό. Ὁ Θεός δέν μᾶς ἀποκάλυψε τά πάντα γιά τόν Ἑαυτό Του, ἀλλά ὅσα ἦσαν ἀπαραίτητα γιά τή σωτηρία μας.  Οἱ δογματικοί ὅροι τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀποδίδουν αὐτό πού στήν οὐσία Του εἶναι ὁ Θεός, ἀλλά «ὁριοθετοῦν» τήν πίστη καί περιφρουροῦν τό περιεχόμενο της ἔναντι τῆς αἱρετικῆς ἀπειλῆς.
Πιστεύουμε σέ Ἕνα Θεό, πού εἶναι Τριαδικός, δηλαδή κοινωνία προσώπων. Ὑπάρχει μόνο μία Θεία οὐσία, γι’ αὐτό κάνουμε λόγο γιά ἕνα Θεό. Ὅμως αὐτῆς τῆς Θείας οὐσίας μετέχουν ὄχι μόνο ὁ Πατήρ, ἀλλά καί ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα.  Γι’ αὐτό καί ὁ Ἕνας Θεός εἶναι ταυτόχρονα καί Τριαδικός. Ὁ Πατήρ, ὡς μοναδική Ἀρχή καί Πηγή, μεταδίδει τή Θεία ὕπαρξη στόν Υἱό μέ προαιώνια γέννηση καί στό Ἅγιο Πνεῦμα μέ προαιώνια ἐκπόρευση.
Ἀλλά μέσα στό χρόνο γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, τά πάντα συντελοῦνται «Τριαδικά», ἀπό τόν Πατέρα διά τοῦ Υἱοῦ «ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι» .  Γι’ αὐτό καί ἀναφέρεται ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα «πέμπεται» διά τοῦ Υἱοῦ.  Καί τά τρία Θεῖα πρόσωπα ἔχουν μία θέληση καί μία ἐνέργεια, εἶναι μεταξύ τους ἑνωμένα ἀδιαιρέτως.
Ὁ ἄνθρωπος, ἔχοντας σάν ἀρχέτυπό του τόν Τριαδικό Θεό, εἶναι ἀπό τή φύση του («κατ’ εἰκόνα») ἑνότητα, ἁρμονία, ἀγάπη. Ἅν ὅμως ἀπορρίψουμε τήν πίστη μας στήν Ἁγία Τριάδα, ἐκλάβουμε τόν Υἱό ἤ τό Ἅγιο Πνεῦμα ὡς κτίσμα, ἐάν εἰσαγάγουμε «σύγχυση» στίς σχέσεις τῶν θείων προσώπων, τότε καί ὁ ἄνθρωπος ὡς «κατ’ εἰκόνα» αὐτοῦ τοῦ Θεοῦ, ἀπό τή φύση του δέ θά εἶναι ἑνότητα καί ἀγάπη, ἀλλά διάσπαση, δυσαρμονία ἤ σύγχυση.  Γι’ αὐτό λέμε πώς ἡ πίστη στόν Τριαδικό Θεό εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα τοῦ ἀνθρώπου.


Ἀπόσπασμα ἀπό τό βιβλίο «Ἡ Ὀρθοδοξία μας».
Ἔτος 1994
σελίδες 52 - 53,   64 - 68


Διαβάστε περισσότερα αποσπάσματα από το βιβλίο πατώντας  Η Ορθοδοξία μας


___________

Ψηφιοποίηση κειμένου Κατερίνα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου