Ὁ Ἅγιος Μάρκος ἀπό τό ὅρος Φρατσέσκο. Μέρος Δ'
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά. Γέροντος Κλεόπα Ἡλιέ
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἀφοῦ ἐπεράσαμε τήν ἡμέρα ἐκείνη μέ ψαλμωδίες ἀπό τούς ψαλμούς καί μέ πνευματικές συνομιλίες, κατόπιν μοῦ εἶπε ὁ Ὅσιος: «Ἀδελφέ Σεραπίων, νά φᾶμε τώρα κάτι!»
Καί ἀμέσως, ὑψώνοντας τά χέρια του στόν οὐρανό, ἄρχισε νά λέγη τόν ἑξῆς ψαλμό: «Ὁ Κύριος θά μέ φυλάξη καί δέν θά μοῦ στερήση τίποτε...». Μετά τό τέλος τοῦ ψαλμοῦ, ἐπιστρέφοντας στήν σπηλιά εἶπε μέ δυνατή φωνή: «Ἄς μποῦμε τώρα μέσα νά καθήσουμε νά φᾶμε ἀπό τά φαγητά πού μᾶς ἔστειλε ὁ Κύριος». Ἐγώ ἐθαύμασα καί ἐξεπλάγην, διότι ὅλη ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν εἶδα ἄλλον στήν σπηλιά, παρά μόνο τόν ὅσιο Μᾶρκο. Ἀφοῦ εἰσήλθαμε στήν σπηλιά, εἶδα ἕνα τραπέζι μέ δύο σκαμνιά, δύο φρέσκα ψωμιά πού ἔλαμπαν σάν τό χιόνι, φροῦτα, δύο φρέσκα ψάρια, καθαρά λαχανικά, ἐλιές, φοινίκια, ἁλάτι καί ἕνα μπουκάλι γεμάτι καθαρό νερό, γλυκύτερο ἀπό τό μέλι. Ἀφοῦ ἐκαθίσαμε, ὁ ἅγιος Μᾶρκος, εἶπε: «Εὐλόγησον, παιδί μου Σεραπίων!» Ἐγώ τοῦ εἶπα: «Συγχώρεσέ με, πάτερ!» Τότε ὁ ἅγιος εἶπε: «Κύριε, εὐλόγησον!» Καί εἶδα ἕνα χέρι ἁπλωμένο ἀπό τόν οὐρανό πλησίον τῆς τραπέζης, τό ὁποῖον εὐλογοῦσε τό τραπέζι μας καί ὅλα, ὅσα εἶχαν παρατεθῆ γιά τό γεῦμα μας.
Ἀφοῦ ἐφάγαμε, εἶπε: «Πάρε, ἀδελφέ, αὐτά ἀπό ἐδῶ! Καί ἀμέσως, σάν νά ἦλθε ἕνα ἀόρατο χέρι καί ἐσήκωσε τό τραπέζι μέ τά ἀποφάγια μας, ἐνῶ ἐγώ ἀποροῦσα γιά δύο πράγματα: Γιά τόν ἀόρατο ὑπηρέτη μας-διότι ἄγγελος τοῦ Κυρίου ὑπηρετοῦσε μ᾿ ἐντολή τοῦ Θεοῦ τόν ἐπίγειο ἄγγελο-,τόν ὅσιο Μᾶρκο, καί δεύτερον ἐθαύμαζα διότι πρώτη φορά σέ ὁλόκληρη τήν ζωή μου ἔφαγα τόσο γλυκά καί νόστιμα φαγητά καί ψωμί. Τότε ὁ ἅγιος Μᾶρκος μοῦ εἶπε: «Εἶδες, ἀδελφέ Σεραπίων, πόσα ἀγαθά ἔστειλε ὁ Θεός στούς δούλους του; Ὅλες τίς
ἡμέρες μοῦ στέλλει ὁ Κύριος ἕνα ψάρι καί ἕνα ψωμί, ἐνῶ σήμερα ἐδιπλασίασε τήν τράπεζα τῶν φαγητῶν μας, διότι ἤσουν καί ἐσύ μαζί μου. Μέ φαγητά σάν αὐτά μέ τρέφει ὁ Κύριος ἀπό τό ἀνέκφραστο ἔλεός του, παρά τήν μεγάλη μου ἐμπάθεια καί κακία. Ἐπί 30 χρόνια, ὅπως σοῦ εἶπα καί προηγουμένως, ζώντας σ᾿ αὐτό τόν τόπο, δέν εὕρισκα νά μασήσω οὔτε μία ρίζα καί ὑπέφερα ἀπό τήν πείνα καί τήν δίψα.
Μετά ἀπό ἀνάγκη, ἔτρωγα χῶμα καί ἔπινα πικρό νερό ἀπό τήν θάλασσα, περπατοῦσα γυμνός καί ξυπόλυτος, ὥστε ἔπεσαν τά δάκτυλα τῶν ποδιῶν μου ἀπό τήν παγωνιά, ἀπό τήν φοβερά θλίψι καί οἱ δαίμονες μέ τραβοῦσαν νά μέ ρίξουν ἀπό τά βράχια κάτω. Ἡ ἥλιος τούς καλοκαιρινούς μῆνες μοῦ ἔκαιγε τό σῶμα καί ἔπεφτα μέ τό πρόσωπο στήν γῆ σάν νεκρός. Ἐνῶ οἱ δαίμονες μέ ἔκαναν ὅ,τι ἤθελαν σάν νά μέ εἶχε ἐγκαταλείψει πλήρως ὁ Θεός. Ἀλλά, μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅλα αὐτά τά ὑπέμεινα γιά τήν θεία ἀγάπη Του.
Ἀφοῦ ἐπέρασαν τά 30 χρόνια πού πολεμοῦσα μέ τά πάθη μου, μ᾿ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἐφύτρωσαν στό σῶμα μου πολλές καί χοντρές τρίχες καί ἔτσι σκεπάσθηκαν ὅλα τά μέλη τοῦ σώματός μου. Ἀπό τότε οἱ δαίμονες δέν ἠμπόρεσαν πλέον νά μέ πλησιάσουν, ἡ πεῖνα καί ἡ δίψα δέν μέ ἐβασάνιζαν πλέον, ἡ παγωνιά ὁ καύσωνας καί κάθε θλίψις δέν μέ ἐνωχλοῦσαν πλέον καί ἐκτός ἀπ᾿ὅλα αὐτά, δέν ἀρώστησα πλέον ποτέ μέχρι σήμερα. Ὅμως νά ξέρης ὅτι σήμερα τελειώνει τό νῆμα τῆς ζωῆς μου καί ὁ Θεός σ᾿ἔστειλε ἐδῶ νά ἐνταφιάσης τό ταπεινό μου σῶμα μέ τά ἅγια χέρια σου».
Μετά ἀπό μία ὥρα μοῦ εἶπε καί πάλιν ὁ ἅγιος Μᾶρκος: «Ἀδελφέ Σεραπίων, νά περάσης αὐτή τήν νύκτα χωρίς ὕπνο, διότι θά γίνη ὁ ἀποχωρισμός μας». Ὁπότε καί οἱ δύο σταθήκαμε στήν προσευχή ψάλλοντας καί ψαλμούς τοῦ Δαβίδ.
Μετά ἀπ᾿ αὐτά ὁ ἅγιος μοῦ εἶπε: «Ἀδελφέ Σεραπίων, μετά τήν κοίμησί μου, νά βάλης τό σῶμα μου στήν σπηλιά αὐτή, νά κτίσης τήν πόρτα τῆς σπηλιᾶς καί νά ἐπιστρέψης στόν τόπον σου καί νά μή μείνης ἐδῶ».
Ἐγώ κατόπιν προσκυνώντας τόν Ὅσιο, ἄρχισα νά κλαίω καί νά τοῦ ζητῶ συγχώρησι. Τοῦ εἶπα: «Πάτερ, προσευχήσου στόν Θεό γιά νά μέ πάρη μαζί σου καί νά πάω, ὅπου θά πᾶς καί ἐσύ». Καί ὁ ἅγιος μοῦ ἀπήντησε: «Τήν σημερινή ἡμέρα τῆς χαρᾶς μου, μή κλαῖς, ἀλλά περισσότερο νά χαίρεσαι. Γιά σένα εἶναι πρέπον νά ἐπιστρέψης στόν τόπον σου, ἐνῶ ὁ Κύριος, ὁ Ὁποῖος σέ ἔφερε ἐδῶ, εὔχομαι, νά σοῦ χαρίση τήν σωτηρία σου γιά τόν κόπο πού ἔκαμες νά ἔλθης σέ μένα. Νά γνωρίζης ἀκόμη ὅτι ἡ ἐπιστροφή σου δέν θά γίνη ἀπό τόν ἴδιο δρόμο ἀπό τόν ὁποῖον ἦλθες σέ μένα. Ἀλλά μ᾿ ἕνα ἀσυνήθιστο ταξίδι θά φθάσης στόν τόπον σου».
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
Επιμέλεια κειμένουΑναβάσεις
Ευχαριστούμε τον πατέρα Δαμασκηνό Γρηγοριάτη και τον γέροντα της Μονής Οσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη για την ευλογία και την άδεια δημοσίευσης.
Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.