Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος· η ουρανόδρομη πορεία του
Γέροντας Ιωσήφ Βατοπαιδινός
Απολυτίκιον. Ήχος γ’. Θείας πίστεως.
Βίον έγκλειστον, επιποθήσας, σκεύος τίμιον, της εγκρατείας, ανεδείχθης θεοφόρε Νεόφυτε• των αρετών γάρ τη πράξει κοσμούμενος, έργω και λόγω εκφαίνεις τα κρείττονα. Πάτερ Όσιε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.
Κοντάκιον.
Ήχος πλ. δ’. Tη υπερμάχω
Σαυτόν εγκλείσας ουρανίω σου φρονήματι
Της απαθείας ανεδείχθης Θείον όργανον
Και θεράπων ενθεώτατος της Τριάδος.
Ης τω θρόνω παριστάμενος ικέτευε
Πάσης βλάβης και ανάγκης ημάς ρύεσθαι
Τους βοώντας σοι, χαίροις Πάτερ Νεόφυτε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίρει εν σοι Κύπρος η ση πατρίς, εξαιρέτως Πάτερ, η Εγκλείστρα σου η σεπτή, ένθα τους μεγίστους, διήνυσας αγώνας, ην φρούρει αοράτως, σοφέ Νεόφυτε.
Πρόλογος
Δεν ευρίσκεται πράγματι σύγκριση, όταν κάτι ανήκει στο υπέρ, όσο κι αν το επιβάλλη και η ευλογοφανεστέρα ανάγκη. Όταν όμως η ανθρώπινη ανησυχία και επιμονή ενώνεται με παράγοντες που προκαλούν, τότε αρχίζει, έστω και δειλά, η προσπάθεια και γι’ αυτό. Όταν δεν είναι υπερφυσικόν το φαινόμενον, τότε ανήκει στην ανθρώπινη γνώση, τέχνη και ευφυία και γενικά στη λογική.
Εκεί όμως που ούτε λογική περιχωρείται ούτε ανθρώπινο επίτευγμα ούτε κάτι άλλο απ’ όσα εμείς ονομάζομε κτιστά μέσα, τότε δεν μένει πλέον άλλη εκδοχή, αλλά αποδεικνύεται σαφώς ότι πρόκειται περί θαύματος, περί υπερφυσικού γεγονότος, περί της παρουσίας και ενεργείας της ακτίστου Θείας Χάριτος, η οποία, κατά το ιερόν λόγιον, «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί» και, κατά την ιεράν υμνολογίαν της Πεντηκοστής, «αγραμμάτους σοφίαν διδάσκει, αλιείς θεολόγους αναδεικνύει και όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας».
Παρευρέθηκα κάποτε εις είδος συνεδρίου πρωτεύοντος τινός εκδοτικού οίκου, εξόχως ενδιαφερομένου διά την έκδοσιν βασικών Πατερικών κειμένων. Της ημέρας αυτής η συνεδρία ήτο αφιερωμένη εις την παρουσίασιν έργου τινός, ασφαλώς εκκλησιαστικού, που να φανερώνη απροκάλυπτα την Θεοπνευστίαν της Αγίας Εκκλησίας μας, μέσω των πνευματοφόρων της τέκνων.
Ο καθένας εκ των παρευρισκομένων επιλέκτων, κυρίως θεολόγων, προέβαλε διάφορες εκκλησιαστικές μορφές της ιστορίας μας και κατόπιν μου επετράπη να προσθέσω κι εγώ την ταπεινήν μου γνώμη. Μεταξύ των προτιμηθέντων υπό των λογίων της συνάξεως επεκράτησε να προβληθή ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, όστις, κατά την βιογραφίαν του, δεν ήτο κάτοχος ευρυτέρας παιδείας, ειμή της στοιχειώδους, ως την χαρακτηρίζομε σήμερον.
Το πλάτος επομένως και η έκτασις του συγγραφικού έργου και η σοφία των λόγων και έργων του τον μαρτυρούν ως θεόπνευστον και θεοφώτιστον και «ουκ εν πειθοίς ανθρωπίνης σοφίας» λέγοντα, αλλά μάλλον «διδακτόν Θεού», εξ εκείνων όπου «ποταμοί χάριτος ρέουσιν εκ της κοιλίας αυτών», κατά τον λόγον του Κυρίου μας. Πράγματι δεν ηστόχησαν οι φίλτατοι εγώ όμως ενεθυμήθην τον νυν προβαλλόμενον μέγιστον φωστήρα, τον άγιον Νεόφυτον, τον αστέρα του στερεώματος της Κυπριακής Εκκλησίας, που ούτε την στοιχειώδη ούτε άλλην τινά μόρφωσιν ή παιδείαν εγνώρισε ποτέ, ειμή μόνον, όπως αυτοβιογραφείται, τα στοιχεία των γραμμάτων του αλφαβήτου, που του έδειξαν στην πρώτη του μονή οι μοναχοί.
Αν και η πρότασίς μου επέτυχε και εχειροκροτήθη τότε, δυστυχώς όμως δεν πραγματοποιήθηκε καμμιά ενέργεια για λόγους που γνώριζαν οι εκδόται. Έτσι απέμεινε σε μας τους ταπεινούς αυτή η διακονία και ευχόμεθα η χάρις του μεγάλου πατρός να μας ενισχύση προς τούτο.
Πολλάκις ακούομεν, μετά πικρίας, σχολιασμούς, εις βάρος ακριβώς της αυθεντίας των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας, με το σύστημα μιας στείρας κριτικής, όπου μόνο στην φιλολογία και φιλοσοφία αρμόζει. Ο εις, φερ’ ειπείν, εκ των αγίων Πατέρων επηρεάσθη εκ του ετέρου και ο άλλος εκ των άλλων, και συνεχίζεται αυτή η ανιαρά σύνθεσις επ’ αόριστον, μέχρι που ανάγουν τα πάντα στον επηρεασμό και την επίδρασιν, όπως στας κοσμικάς τέχνας και επιστήμας.
Έμείς όμως ατενίζομε τους αγίους Πατέρας ως «διδακτούς Θεού», ως θεοπνεύστους, ως Θεία Χάριτι φωτισθέντας, ως έχοντας «νουν Χριστού» και άρα βλέποντας και λαλούντας μυστήρια, ως «πάντας κρίνοντας και υπ’ ουδενός κρινομένους». Έχοντες ως βάση την θεοπνευστίαν των αγίων Πατέρων μας αποδεχόμεθα τας κρίσεις και γνώμας αυτών, πιστεύοντες ότι «ου θελήματι ιδίω ελάλησαν». Λαβόντες το Πνεύμα το Άγιον είδον τα υπό του Θεού χαρισθέντα αυτοίς, διά τα οποία και ελάλησαν «ουκ εν διδακτοίς ανθρωπίνης σοφίας λόγοις, αλλ’ εν διδακτοίς Πνεύματος αγίου πνευματικοίς πνευματικά συγκρίνοντες».
Πού λοιπόν βρίσκεται ο επηρεασμός του ενός υπό του ετέρου; Εάν υπάρχει ταυτότης γνωμών και ομοφωνία, τούτο απλούστατα προκύπτει εκ του ιδίου Αγίου Πνεύματος, όπου το ίδιον ενεργεί στους δούλους Του και την ιδίαν αλήθειαν αποκαλύπτει εις πάντας, κατά την δόξαν Αυτού.
Αυτό άλλωστε φαίνεται και εις τους προφήτας, όπου βρίσκεται συμφωνία στα προφητευόμενα υπ’ αυτών, παρά τον διάφορον χρόνον και τας περιστάσεις όπου ελέχθησαν. Δεν μπορεί κανείς να ειπή ότι τούτο είναι επηρεασμός και επίδραση του μετέπειτα προφήτου υπό του προγενεστέρου του.
Υπήρξαν, βέβαια, περιστάσεις που οι άγιοι Πατέρες αντέγραψαν από μέρους τυπικές διατάξεις ή προγράμματα στην πρακτική εξάσκηση της ζωής τους. Τούτο, όμως, ανήκει στην Χριστοήθη συμπεριφορά και όχι στην μορφή της αποκαλύψεως και της γνώσεως του Θείου θελήματος και των Θείων βουλών, που μας απεκάλυψαν οσάκις το επέβαλλε η σύστασις και η ζωή της Εκκλησίας, το προφητικό, με ένα λόγο, «Τάδε λέγει Κύριος».
Η αφορμή, που μας ώθησε στις ταπεινές μας αυτές σημειώσεις, είναι ο πόθος να παρουσιασθή στον ευλαβέστατο λαό μια τέτοια προσωπικότητα, που ανθρωπίνως υστερούσε πάσης επιτηδειότητος που προσφέρει η γνώσις και συνάμα του έλειπαν και τα στοιχειώδη εφόδια που απαραιτήτως πρέπει να διαθέτη ένας συγγραφέας.
Το απόκοσμον, το απρόϊτον, το απολύτως έγκλειστον και άκρως ησύχιον του μεγάλου τούτου πατρός, μαζί με το αμύητόν του στα γράμματα, συγκρινόμενον με το πλάτος και βάθος και ύψος της εκτάσεως όπου επετάσθη και έφθασε, ως φαίνεται στα συγγράματά του, μαρτυρούν αναμφισβήτητα το τέλειον της θεοπνευστίας του και των υπέρ φύσιν χαρισμάτων, όπου ηξιώθη, εκ του αγίου Πνεύματος.
Παρά το βαθύ ταπεινό του φρόνημα, που χαρακτηρίζει όλον του τον βίον, συχνά αναφέρεται, αυτοβιογραφούμενος, στις θείες εμπνεύσεις και τον θείον φωτισμόν, οσάκις επιέζετο υπό παρατεταμένων λογισμών ή υπό αγαπητών αδελφών όπως ερμηνεύση Γραφικόν κείμενον ή άλλο τι γνώρισμα και θέλημα του Θεού. Η σχετικά σύντομος βιογραφία του, που μόνος του σχεδόν περιγράφει, θα πείση τους βουλομένους να γνωρίσουν περί των «διδακτών Θεού» ανθρώπων ποίοι είναι και πως αληθώς «ποταμοί εκ της κοιλίας αυτών ρέουσι ύδατος ζώντος».
Περί της θεοπνευστίας του μεγάλου αυτού φωστήρος ουδείς δύναται να αμφισβητήση και ούτε αύτη είναι ασύνηθες πνευματικόν φαινόμενον στην χορείαν των αγίων Πατέρων μας, που κοσμούν το ολόφωτο στερέωμα της Εκκλησίας μας.
Το σπάνιο όμως και πολλής προσοχής άξιον, που παρατηρείται σ’ αυτήν την υψηλήν φυσιογνωμίαν, είναι ο συνδυασμός δύο ασυνήθων φαινομένων.
Αφ’ ενός του απολύτου ησυχασμού και απολύτου εγκλεισμού, και αφ ’ ετέρου του εκτεταμένου κοινωνισμού, που συνύφανε εις όλην την επί γης ζωήν του. Μη εξερχόμενος ποτέ εκ του σπηλαίου, αλλά ισόβια τρογλωδυτών στο κενοτάφιον μάλλον παρά οικίαν του, όπου διέμενε, αγκάλιασε πατρικώτατα και απολύτως στοργικά το πλήρωμα των πιστών, πάσαν την Εκκλησίαν της νήσου, κοινωνώντας αδιάλειπτα με τον πόνον ενός εκάστου και πάντων ομού. Προσέφερεν εις πάντας οτιδήποτε εστερούντο, όχι μόνον ηθικόν και πνευματικόν, αλλά και στους πενομένους εμοίραζε, διά των μαθητών του, ό,τι ευρίσκετο παρ’ αυτοίς.
Ακόμη και στις κοινωνικές αταξίες, όταν κοινώς επράττοντο και εσίγων οι υπεύθυνοι εκκλησιαστικοί άρχοντες, επενέβαινε διά των διδαχών και γραπτών του και καυτηρίαζε τα κακώς έχοντα, ώστε κανείς σχεδόν εις όλην την νήσον δεν αγνοούσε τον κοινόν πάντων προστάτην και κηδεμόνα, και δεν ήτο άμοιρος της προστασίας του.
Έτσι, λόγω της πολλής και Χριστομιμήτου αγάπης και συγκαταβάσεώς του, αξίωσε και εμάς τους ευτελείς της ιδιαιτέρας ευλογίας του, να κάνωμε προσωπικά οι ίδιοι την μετακομιδή των χαριτοβρύτων λειψάνων του, εκ του παλαιού κιβωρίου, όπου ευρίσκετο, εις νέον παρόμοιον τη προτροπή της αδελφότητος της Ιεράς Μονής του.
Μετά από πολλά έτη, ίσως και εκ της ευρέσεώς του ακόμη, ανοίχθηκε για πρώτη φορά το τρισύνθετον φέρετρόν του, όπου και άρρητος ευωδία πλημμύρισε τον Ιερόν ναόν του και εμείς αντικρύσαμε τα Ιερά του Οσίου Πατρός λείψανα. Αφού τα τακτοποιήσαμε, ως έπρεπε, εδέχθημεν και την πολύτιμον ευλογίαν τεμαχίου του Ιερού λειψάνου του και έκτοτε ως προστάτην και κηδεμόνα, μετά της Κυρίας Θεοτόκου, θεωρούμε τον αγιώτατον Πατέρα μας.
Γι’ αυτό, λοιπόν, θεωρήσαμε χρέος και καθήκον, να ομιλήσωμε περί του Οσίου, παρά την άμετρον αδυναμίαν και πτωχείαν μας, για να μη φανούμεν αχρείοι δούλοι και αχάριστοι προς την μεγάλην τιμήν και ευλογίαν που μας αξίωσε.
Πηγή: Γέροντος Ιωσήφ, «Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος», Έκδοσις Ιεράς Μεγίστης Μονής Βατοπαιδίου, Άγιον Όρος 1998.
pemptousia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.