Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Ὁ Ἅγιος Μάρκος ἀπό τό ὅρος Φρατσέσκο. Μέρος Β'. Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά. Γέροντος Κλεόπα Ἡλιέ


Ὁ Ἅγιος Μάρκος ἀπό τό ὅρος Φρατσέσκο. Μέρος Β'
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά. Γέροντος Κλεόπα Ἡλιέ

Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

Ἐπροχώρησα στόν δρόμο μου καί ἔφθασα μπροστά σ᾿ ἕνα πολύ ὑψηλό βουνό, τό ὁποῖον μοῦ φαινόταν ὅτι ἔφθανε μέχρι τόν οὐρανό. Πλησιάζοντας αὐτό τό βουνό, ἔβλεπα ἀπό ὑψηλά τήν παραλία τῆς θαλάσσης. Μετά περπάτησα ἑπτά ἡμέρες ἀνεβαίνοντας συνεχῶς αὐτό τό βουνό.
Ὅταν ἔφθασε ἡ ἑβδόμη νύκτα, εἶδα μπροστά μου ἕνα ἄγγελο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος κατέβαινε ἀπό τόν οὐρανό πρός τόν ἀσκητή Μᾶρκο καί τοῦ εἶπε: «Εἶσαι μακάριος, ἀββᾶ Μάρκε, καί κάθε τι καλό θά εἶναι πάντοτε ἐπάνω σου. Ἰδού, ἔφερα κοντά σου τόν ἀββᾶ Σεραπίωνα, τόν ὁποῖον ἐπεθύμησε νά ἰδῆ ἡ ψυχή σου, ἐπειδή δέν ἤθελες νά ἰδῆς κάποιον ἀπ᾿αὐτό τό ἀνθρώπινο γένος». Ἀκούοντας αὐτά δέν ταράχθηκα καί προχωρώντας σύμφωνα μέ τό ὄραμα, ἔφθασα στήν σπηλιά στήν ὁποία ζοῦσε ὁ ἄγιος Μᾶρκος.
Ὅταν ἐπλησίασα στήν πόρτα τῆς σπηλιᾶς του, ἄκουσα τόν ἅγιο Μᾶρκο νά διαβάζη στίχους ἀπό τούς ψαλμούς τοῦ Δαβίδ καί νά λέγη: «ὅτι χίλια ἔτη ἐν ὀφθαλμοῖς σου, Κύριε, ὡς ἡ ἡμέρα ἡ ἐχθές...» καί τό ὑπόλοιπον μέρος τοῦ ψαλμοῦ.
«Μακάρια εἶναι καί ἡ δική σου ἡ ψυχή, ὦ Μάρκε, διότι σέ ἐφὐλαξε ὁ Κύριος καί δέν σέ ἄγγιξε ἡ ἁμαρτία αὐτοῦ τοῦ κόσμου, οὔτε αἰχμαλωτίσθηκε ὁ νοῦς σου ἀπό τούς μολυσμούς τῆς ἁμαρτίας.
Μακάρια εἶναι τά μάτια σου, τά ὁποῖα δέν παρεπλάνησε ὁ διάβολος μέ τίς ψεύτικες καί πονηρές ἀπολαύσεις αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος. Εὐτυχισμένα νά εἶναι καί τά αὐτιά σου, διότι δέν ἄκουσαν γυναικεία φωνή καί τραγούδια σ᾿ αὐτό τόν ἀπατεῶνα κόσμο.
 Μακάρια εἶναι καί τά ρουθούνια τῆς μύτης σου, τά ὁποῖα δέν ὠσφράνθηκαν ποτέ τά βρώμικα ἔργα τῆς ἁμαρτίας.
Μακάρια εἶναι καί τά χέρια σου διότι δέν ἄγγιξαν ποτέ κάτι ἀπό τά ἀνθρώπινα ἔργα. Μακάρια εἶναι καί τά πόδια σου, τά ὁποῖα δέν ἐβάδισαν τήν ὁδό πού ὁδηγεῖ στόν θάνατο, οὔτε ὡδήγησαν τά βήματά σου πρός τήν ἁμαρτία, διότι ἡ ψυχή καί τό σῶμα σου ὡδηγήθηκαν στήν αἰώνια ζωή καί ἁγιάσθηκαν μέ τήν γλυκύτητα τῶν ἁγίων ἀγγέλων».
Μετά ἄρχισε νά λέγη τά ἑξῆς πρός τήν ψυχή του: «Ψυχή μου, νά εἶσαι εὐλογημένη και δόξαζε τόν Κύριον μέ ὅλη σου τήν καρδιά στό ἅγιο Ὄνομά του. Εὐλόγησε, ψυχή μου, τόν Κύριο, καί μή λησμονῆς ὅλες τίς εὐεργεσίες του. Γιατί, ψυχή μου, στενοχωρεῖσαι καί γιατί ταράζεσαι;
 Μή φοβᾶσαι, διότι δέν θά μπῆς στίς φυλακές τοῦ ἄδου. Οἱ δαίμονες δέν ἠμποροῦν νά κάνουν τίποτε γιά νά σέ κατηγορήσουν, διότι σέ σένα, μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, δέν ὑπάρχει μολυσμός ἁμαρτίας. Θά ἔλθη ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου, περικυκλωμένος μ᾿ αὐτούς πού Τόν φοβοῦνται, καί θά σέ λυτρώση. Μακάριος εἶναι ὁ δοῦλος ἐκεῖνος πού ἔκαμε τό θέλημα τοῦ Κυρίου του».
Αὐτά καί ἄλλα πολλά λέγοντας ὁ ὅσιος Μᾶρκος ἀπό τήν θεία Γραφή γιά τήν παρηγοριά τῆς ψυχῆς του καί γιά τήν ἐνίσχυσι τῆς ἐλπίδος του στόν Θεό, ἐξῆλθε ἀπό τήν σπηλιά του καί κλαίγοντας ἀπό χαρά. Μετά ἔκραξε πρός ἐμένα καί μοῦ εἶπε μέ ταπείνωσι: «Ὤ, πόσοι εἶναι οἱ κόποι τοῦ πνευματικοῦ μου τέκνου Σεραπίωνος, ὁ ὁποῖος ἐκοπίασε νά ἰδῆ τήν ἀθλιότητά μου!»
Ἀφοῦ μ᾿ εὐλόγησε, μοῦ εἶπε: «95 χρόνια ἐπέρασα σ᾿ αὐτή τήν ἔρημο καί δέν εἶδα ποτέ μου ἄνθρωπο καί μόλις τώρα βλέπω τήν δική σου μορφή, τήν ὁποίαν ἐπεθύμησα πολύ νά ἰδῶ. Πῶς δέν καταβλήθηκες ἀπό τόσους κόπους γιά νά φθάσης σέ μένα; Εἴθε νά σοῦ δώση ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός τόν μισθόν σου τήν ἡμἐρα ἐκείνη τῆς κρίσεως, ὅταν θά κρίνη τά ἀνθρώπινα πράγματα».
Ἀφοῦ εἶπε αὐτά ὁ ὅσιος Μᾶρκος, μ᾿ ἐπρόσταξε νά καθήσω κάτω. Ἐγώ ἄρχισα νά τόν ἐρωτῶ γιά τήν ἔνδοξη καί ἄξια ζωή του. Κι αὐτός μοῦ εἶπε τά ἑξῆς:
Ὅπως σοῦ εἶπα, ἔχω ἐδῶ 95 χρόνια, ὅπου ζῶ μέσα σ᾿ αὐτή τήν σπηλιά καί δέν εἶδα ποτέ μου ἄνθρωπο, ἀλλά οὔτε καί θηρία, οὔτε πετεινά, οὔτε ἀνθρώπινο ψωμί ἔφαγα, οὔτε ἔνδυμα ἀνθρώπου ἐφόρεσα ποτέ. Ἐπί 30 χρόνια ἐπέρασα μέ μεγάλη ἄσκησι, πολεμούμενος συνεχῶς ἀπό τήν πεῖνα, τήν δίψα καί προπαντός ἀπό τίς διαβολικές φαντασίες. Τήν περίοδο πού ὑπέφερα ἀπό τήν πεῖνα, ἔφαγα χῶμα καί ἤπια νερό ἀπό τήν θάλασσα, ὅταν ἐβασανιζόμουν ἀπό τήν δίψα. Πολλές φορές μέ περιεκύκλωναν χιλιάδες δαίμονες γιά νά μέ πνίξουν στήν θάλασσα.
Ἅλλοτε μέ ἅρπαζαν καί μέ πετοῦσαν κάτω ἀπό τό βουνό αὐτό. Έγώ, ἐσηκωνόμουν καί ἐγύριζα πίσω στήν κορυφή τοῦ ὄρους αὐτοῦ, ἀλλά καί πάλιν οἱ δαίμονες μέ τραβοῦσαν. Δέν ἔμεινε οὔτε τό δέρμα στό σῶμα μου. Ἐνῶ μέ τραβοῦσαν καί μέ κτυποῦσαν, μοῦ ἐφώναζαν: «Φῦγε ἀπό τόν τόπο μας, διότι ἀπό τήν ἀρχή τοῦ κόσμου, κανείς ἀπό τούς ἀνθρώπους δέν ἦλθε νά κατοικήση ἐδῶ. Πῶς ἐτόλμησες ἐσύ καί ἦλθες;»

Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
Επιμέλεια κειμένουΑναβάσεις

Ευχαριστούμε τον πατέρα Δαμασκηνό Γρηγοριάτη και τον γέροντα της Μονής Οσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη για την ευλογία και την άδεια δημοσίευσης.

Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε  Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου