Ἱστορία γιά τόν φόβο τοῦ Θεοῦ
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά. Γέροντος Κλεόπα Ἡλιέ
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος συνηθισμένος νά κλέβη, ὡσάν νά ἦταν πολύ πτωχός. Καί πῶς λοιπόν ἦταν κλέπτης; Ἦταν στήν ζωή του καλός νοικοκύρης, εἶχε καλή γυναῖκα καί πιστή χριστιανή καί καλά παιδιά.
Εἶχε ἐπίσης δύο βόδια, εἶχε πρόβατα, ἄλογα, γουρούνια, μοσχάρια, πουλερικά, χωράφια, λειβάδια, ἀμπέλια, ἀλλά μέσα του εἶχε ἀναπτυχθῆ, λόγῳ κακῆς ἀνατροφῆς ἀπό τούς γονεῖς του, ἡ μανία τῆς κλοπῆς. Δέν ὑπῆρχε χωριό πού νά μήν ἔκλεβε κάτι. Αὐτός ὁ ἄνθρωπος συζητοῦσε πολλές φορές μέ τήν γυναῖκα του. Ἡ καλή καί πιστή γυναῖκα του τοῦ ἔλεγε:
-Ἄνθρωπέ μου, ἡ στάμνα δέν πάει μόνη της στό νερό. Εἶναι μεγάλη μας ἐντροπή, ὅταν σέ συλλαμβάνουν γιά κάτι πού ἔκλεψες. Ὅλοι σέ καταδικάζουν γιά τίς κλοπές σου, διότι ἔχεις στό σπίτι σου ὅλα, ὅσα σοῦ χρειάζονται. Γιατί λοιπόν, κλέβεις;
-Γυναῖκα, ἐγώ δέν μπορῶ νά κόψω αὐτή τήν συνήθεια. Μέχρι καί πρόβατα παίρνω ἀπό τόν τάδε χωρικό, ἀπό τόν τάδε ἄνθρωπο, ἀπό τόν τάδε ἰδοκτήτη!
Κἀποτε ἦταν Ἰούλιος μῆνας καί ὁ οὐρανός καθαρός καί τήν νύκτα πανσέληνος σάν ἡμέρα. Αὐτός εἶχε ἔλθει ἀπό τό χωράφι καί εἶδε ἐκεῖ τά δεμάτια τοῦ σιταριοῦ δεμένα καί ἕτοιμα γιά τήν μεταφορά τους στό ἁλώνι.
Τί σκέφθηκε τότε αὐτός; Τί καλά θά εἶναι νά πάω μέ τήν καρότσα μου νά τήν φορτώσω δεμάτια τοῦ σιταριοῦ γιά τήν οἰκογένειά μου! Ἦλθε λοιπόν στό σπίτι, ἑτοίμασε τήν καρότσα καί τά ἄλογα.
Ἐπῆρε ἕνα χειρόβολο σανό γιά τά ἄλογα καί ἦταν ἕτοιμος νά ξεκινήση. Ἄρεσε στήν κορούλα του νά πηγαίνει μέ τόν μπαμπᾶ της ἐπάνω στήν καρότσα σέ διάφορες δουλειές τοῦ σπιτιοῦ τους. Ὁπότε τοῦ εἶπε:
-Πατερούλη, πάρε με καί μένα στή καρότσα.
-Θά σέ πάρω!
Ἀμέσως μετενόησε καί τῆς εἶπε:
-Μεῖνε καλλίτερα στό σπίτι μας.
-Ὄχι! Πάρε με μαζί σου. Καί ἄρχισε νά κλαίη ἡ κορούλα.
-Ναί, ἀλλά εἶναι μακρύς ὁ δρόμος!
Ἡ κορούλα ὅμως ἤθελε νά πάη μαζί του γιά νά ἀκούη τό ποδοβολητό τῶν ἀλόγων. Ἤθελε νά πηγαίνη μαζί μέ τόν πατέρα της καί μάλιστα ἐπάνω στήν καρότσα.
Ἀλλά αὐτό, τό νά ἔλθη κοντά καί ἡ κορούλα του, ἦταν ἔργο τῆς θείας Προνοίας, ὅπως θά ἰδοῦμε παρακάτω. Ἦλθε λοιπόν ὁ ἄνθρωπος αὐτός στό ξένο χωράφι γιά νά κλέψη, ὅσα δεμάτια μποροῦσε. Ὁ δρόμος πού ἐβάδιζε ἦταν χωμάτινος καί τά δεμάτια ἦταν κοντά σέ χωράφι πού ἦταν δίπλα στό δάσος.
Ὅταν ἔφθασε, ἐκράτησε μέ τά χαλινάρια τά ἄλογά του, κατέβασε σανό καί τούς ἔδωσε νά τρῶνε καί ἐκεῖνος ἔτρεξε νά ἁρπάξη τά δεμάτια τοῦ σιταριοῦ. Τό κοριτσάκι του ἔμεινε ἐπάνω στήν καρότσα. Ἦταν εἴπαμε πανσέληνος καί τήν νύκτα τά πάντα ἐφαίνοντο ἀπό μακριά. Μαθημένος ὁ κλέπτης ἀπό τήν παιδική του ἡλικία, πρῶτα ἐκύτταζε δεξιά κι ἀριστερά, μπροστά καί πίσω. Ἐκύτταζε μήπως καί ἀντικρύση κανέναν νυκτερινόν φύλακα καί εἶχε τὀν φόβο μήπως τόν πιάσουν. Τότε σκεπτόταν: «Ἀκόμη κι ἄν εἶναι κάποιος καί κοιμᾶται, τό ἔργο μου θά τελειώση μέ τήν δύναμι τῆς νύκτας. Τήν ἴδια στιγμή ἡ κορούλα του ἐκύτταζε ἀπό μακριά ὅτι ὁ πατέρας της παρατηροῦσε δεξιά κι ἀριστερά πρός ὅλες τίς κατευθύνσεις καί μέ τό ἄδολο μυαλό της ἀποροῦσε, γιατί ὁ πατέρας της νά κυττάζη πρός κάθε κατεύθυνσι;
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
Επιμέλεια κειμένου Αναβάσεις
Ευχαριστούμε τον πατέρα Δαμασκηνό Γρηγοριάτη και τον γέροντα της Μονής Οσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη για την ευλογία και την άδεια δημοσίευσης.
Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.