Κυριακή 14 Απριλίου 2013

Ἱεραποστολή. Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος. Μέρος Θ'


Ἱεραποστολή. Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος. Μέρος Θ'

Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περίπτωση καί μιᾶς ἄλλης οἰκογένειας, πού τήν παρακολούθησα συστηματικά γιά πολύ καιρό.  Ὅταν πρωτοπῆγα στὴν τρώγλη τους, ἀντίκρυσα στό χωματένιο πάτωμα τρεῖς ἀνθρώπους σακατεμένους ἀπό κάποια ἄγνωστη μου ἀρρώστια, νά σέρνονται τελείως γυμνοί, γιατί δέν μποροῦσαν νά ὑποφέρουν κανένα ροῦχο ἐπάνω στό μισοσαπισμένο σῶμα τους.
Ἦταν ὁ γέρος παππούς –μόνο ὁ κορμός του, γιατί τά πόδια του τά’ χε φάει ἡ ἀρρώστια-,  ἡ κόρη του καί τό ὀκτάχρονο παιδί της, τό ἐγγονάκι του. Ὅλοι σέρνονταν ἐκεῖ μέσα, φωνάζοντας ἀπό τούς πόνους σάν πληγμένα ἀγρίμια. Ὁ γαμπρός τοῦ γέρου καί ἄντρας τῆς ἄρρωστης κόρης του εἶχε ἤδη πεθάνει.  Μόνος ὑγιής στό σπιτικό τους εἶχε μείνει ὁ νεαρός γιός του, πού ἔκανε τά πάντα: κυνηγοῦσε, ψάρευε, μαγείρευε καί περιποιόταν τούς ἄρρωστους συγγενεῖς του. 
Σέ κάποια ἄλλη τρώγλη βρῆκα μιά τραγική ἄρρωστη γριούλα. Ἦταν ἡ μόνη πού εἶχε μείνει ζωντανή ἀπ’ ὅλη τήν οἰκογένεια.  Ὅλους τούς εἶχε θερίσει λοιμική ἀσθένεια.  Καθόταν καταγής, κοντά στή μισοσβησμένη φωτιά.  Μέ κοίταξε μέ βλέμμα ἀπλανές καί θλιμμένο. Μέ χαιρέτησε ὅμως μέ φανερή ἱκανοποίηση γιά τήν ἐπίσκεψή μου.
Πνίγοντας τά βογγητά πού προκαλοῦσαν οἱ πόνοι, ξεκολλοῦσε μέ τά μεγάλα νύχια της τό ξεραμένο αἷμα καί τό πύον ἀπό τήν πληγιασμένη πλάτη.  Μαζί μ’ αὐτά ἀποσποῦσε καί ἀκανόνιστα κομμάτια ἀπό γούνα, πού κάποτε χρησίμευε γιά ἐπίδεσμος καί τώρα εἶχε μεταβληθεῖ σέ κουρέλια, κολλημένα καί πετρωμένα πάνω στίς πληγές.
Γύρω ἀπ’ αὐτή τήν τραγική ὕπαρξη τριγυρνοῦσαν δυό-τρία κουτάβια, πού ἔγλυφαν τά πόδια της κι ἔπαιζαν μέ τά ματωμένα κουρέλια.  Στή θέα τῆς φρικτῆς ἐκείνης σκηνῆς, θυμήθηκα αὐθόρμητα τὴν εὐαγγελική παραβολή τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου, πού ἦταν «ἡλικιωμένος», «καί οἱ κύνες ἐρχόμενοι ἀπέλειχον τό ἕλκη αὐτοῦ».
Ἀναστατωνόμουν, πονοῦσα, ἔσφιγγα τά δόντια καί τήν καρδιά ἀντικρύζοντας τό βαρύ ζυγό αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων. Εἶχα ἀκούσει ἀπό τούς ἴδιους ἕνα τοπικό θρύλο, πού μέ εἶχε συγκινήσει πολύ. Ὁ θρύλος αὐτός εἶχε πλαστεῖ προφανῶς μετά τήν κήρυξη τοῦ εὐαγγελίου στήν περιοχή, γιατί σχετιζόταν μέ τή διήγηση τῶν τριῶν πειρασμῶν τοῦ Κυρίου στήν ἔρημο (Ματθ. 4:1-11).
Βασίζεται στόν τρίτο πειρασμό.  Τότε πού παρέλαβε ὁ διάβολος τόν Κύριο καί Τοῦ ἔδειξε «πάσας τά βασιλείας τοῦ κόσμου καί τήν δόξαν αὐτῶν», λέγοντάς του δελεαστικά: «Ταῦτα πάντα σοι δώσω, ἐάν πεσών προσκυνήσῃς μοι».
Ὅταν λοιπόν ὁ διάβολος –λέει ὁ θρύλος- ἔδειχνε στό Χριστό τή δόξα τῶν βασιλείων τοῦ κόσμου, ἔκρυψε μέ τό μικρό του δάχτυλο τή χερσόνησο τῆς Καμτσάτκας. Τήν ἔκρυψε, γιατί δέν ἔμοιαζε μἐ τ’ ἄλλα βασίλεια τοῦ κόσμου.  Γιατί δέν εἶχε καμιά δόξα.  Γιατί μόνο πόνος καί δυστυχία βασίλευαν ἐκεί.  Τί μποροῦσε λοιπόν νά ζηλέψει ἀπ’ αὐτό τό μέρος ὁ Κύριος; Καί ἐπιπλέον τήν ἔκρυψε ὁ μισάνθρωπος διάβολος –συνεχίζει ὁ θρύλος- γιά νά μὴ δεῖ ὁ φιλάνθρωπος Χριστό τά πάθη καί τά βάσανα τῶν κατοίκων της κι ἔτσι νά τούς ἀφήσει ἀβοήθητους, νά βασανίζονται γιά πάντα!...
Μέ θλίψη καί πικρία συμμετεῖχα ψυχικά στό δράμα τους. Ἡ ἀγανάκτηση μ’ ἔπνιγε.
Ὦ Ρωσία, Ρωσία... Γιατί ἀδιαφορεῖς γιά τά παιδιά σου; Γιατί κλείνεις τά μάτια στόν πόνο καί στή δυστυχία τους....
Τότε γεννήθηκε μέσα μου ἀκαταμάχητη ἡ παρόρμηση νά πάω στήν πρωτεύουσα, τήν Πετρούπολη. Νά εἰσβάλω μέσα στά γραφεῖα καί στίς πολυτελεῖς κατοικίες τῶν γραφειοκρατῶν ἀξιωματούχων, μέ τό χορτάτο στομάχι καί τή σκανδαλώδη αὐτάρκεια, καί νά τούς περιγράψω τό δράμα πού παιζόταν γύρω μου. Νά πιάσω τούς βαθύπλουτους ἐμπόρους καί νά τούς ἀναγκάσω ν’ ἀνοίξουν τά πουγγιά μέ τό χρυσάφι γιά τοῦτα τά παιδιά τοῦ Θεοῦ καί ἀποπαίδια τῆς Ρωσίας....
Δύο χρόνια πρίν ἀναχωρήσω γιά τήν Καμτσάτκα, εἶχα βρεθεῖ στό Κίεβο.  Ἐπισκέφθηκα τότε τόν καθεδρικό ναό τοῦ Ἁγίου Βλαδιμήρου.  Μαγεύτηκα ἀπό τήν ὑπέροχη ἁγιογράφηση τοῦ ζωγράφου Βασνετσώφ.  Τό βλέμμα μου εἶχε περιεργασθεῖ μέ θαυμασμό ὅλες τίς μορφές καί τίς παραστάσεις, εἶχε σταθεῖ ὅμως, θυμᾶμαι, στόν προφήτη Ἱερεμία.
Μέ εἶχε συγκλονίσει ἡ μορφή καί ἡ στάση του. Μέ τό κεφάλι σκεπασμένο ἀπό στάχτη, μέ ἀναστατωμένη τήν ὄψη καί θολωμένη τή ματιά ἀπό τό πλῆθος τῶν ζοφερῶν λογισμῶν, στεκόταν τρομερός καί μεγαλειώδης μπροστά μου. Ἦταν βουβός. Ἡ φλογερή προφητική του φωνή δέν ἀκουγόταν.  Θά εἶχε τόσα πολλά νά πεῖ, ὅμως.... δέν ἦταν παρά μιά ζωγραφιά στόν τοῖχο τῆς ἐκκλησίας. Μόνο σταλαγματιές πικρῶν δακρύων χαράκωναν τό πονεμένο του πρόσωπό του....
Νόμιζα πώς εἶχα ξεχάσει τά φευγαλέα συναισθήματα πού μοῦ εἶχε δημιουργήσει, σέ ἀνύποπτο χρόνο, ὁ προφήτης Ἱερεμίας τοῦ Βασνετσώφ.
Τώρα ὅμως νοερά τόν εἶχα συνεχῶς μπροστά στά μάτια μου. Ὁ νεανικός μου ἐνθουσιασμός, ζυμωμένος μέ τόν πόνο καί τήν ἀγανάκτηση, μ’ ἔκανε νά νιώθω κάπως σάν ὀργισμένος προφήτης, πού θέλει νά προειδοποιήσει καί ν’ ἀπαιτήσει.  Δέν ἤμουν ὅμως προφήτης περισσότερο ἀπό ἐκεῖνο τόν πονεμένο ἀλλά βουβό ζωγραφιστό Ἱερεμία. Ἕνας ἄσημος, νεαρός ἱερομόναχος, πού κανείς δέν θά ἔδινε σημασία στίς «προφητικές» του κραυγές.
Ὡστόσο δέν παραιτήθηκα. Σκεπτόμουν πυρετωδῶς τί θά μποροῦσα νά κάνω. Ἄρχισε τότε νά γεννιέται μέσα μου τό σχέδιο δημιουργίας ἑνός εἰδικοῦ φορέα, μιᾶς ὀρθόδοξης φιλανθρωπικῆς-ἱεραποστολικῆς ἀδελφότητος, πού θά στηριζόταν σέ οἰκονομικές ἐνισχύσεις τοῦ κράτους, τῆς Ἐκκλησίας καί ἰδιωτῶν, μέ σκποπό τήν παροχή βοήθειας στό ἱεραποστολικό ἔργο πού ἐπιτελοῦσα.  Τό σχέδιο αὐτό ὑλοποιήθηκε, ὅπως θά διηγηθῶ πιο κάτω, μετά ἀπό πολύ χρόνο, ἀπερίγραπτους κόπους καί ἀλλεπάλληλα γραφειοκρατικά ἐμπόδια.



Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.97-110

Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο  Ἀναβάσεις

 Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας  Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου