Ἐλισάβετ Ὁσίας, τῶν Ἁγίων Ἱερομαρτύρων Ἀχιλλέως, Φήλικος καὶ Φουρτουνάτου, Σάββα Στρατηλάτου, τῶν Ἁγίων ἑβδομήντα Μαρτύρων Στατιωτῶν, Πασικράτους καὶ Βαλεντίωνος Μαρτύρων, τῶν Ἁγίων Μαρτύρων Δανάβου, Δημητρίου, Εὐσεβίου, Λεοντίου, Λογγίνου, Νεστάβου, Νέωνος καὶ Χριστοφόρου, Εὐτεξίου Μάρτυρος, Θαυμαστοῦ Ὁσίου, Θωμὰ Ὁσίου, Μελίτωνος Ἀρχιεπισκόπου, Ξενοφῶντος Ὁσίου, Ἀλεξίου Ἐγκλείστου, Σάββα Θαυματουργοῦ, Δοῦκα Μυτιληναίου Νεομάρτυρα, Ἠλία Ὁμολογητοῦ, Σάββα Ὁμολογητοῦ ἐκ Ρουμανίας, Ἰωσὴφ Ὁσίου, Νικολάου Νεομάρτυρα, Ἐγκαίνια ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἐν Κυπαρισσίῳ, Σύναξη Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Μόλχᾳ
Ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ ἡ Θαυματουργὴ (ἑορτὴ Ἐλισάβετ)
Ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἡράκλεια τῆς Θρᾴκης καὶ ἔζησε τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ. Οἱ γονεῖς της, Εὐνομιανὸς καὶ Εὐφημία, ἦταν ξακουστοὶ καὶ ὀνομαστοί, φημισμένοι γιὰ τὰ πλούτη τους καὶ περίφημοι γιὰ τὴν ἀρετή τους. Κατοικοῦσαν κοντὰ στὴν Ἡράκλεια, στὸν τόπο ποὺ ἀπὸ παλιὰ ὀνομαζόταν Θρακοκρήνη καὶ ἀργότερα Ἀβυδηνοί. Ζοῦσαν μὲ εὐσέβεια ἔχοντας ὡς πρότυπο τὸν Ἰώβ. Ποθώντας δὲ μὲ πάθος νὰ μιμηθοῦν τὴν φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ, ἁπλόχερα βοηθοῦσαν ὅλους, ὅσοι εἶχαν ἀνάγκες ὑλικές.
Ὅμως εἶχαν περάσει δεκαέξι χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ νυμφεύθηκαν καὶ ἦταν ἀκόμη ἄτεκνοι.
Γι’ αὐτὸ παρακαλοῦσαν ἀδιάκοπα τὸν Θεὸ νὰ τοὺς χαρίσει ἕνα παιδί, διάδοχο τοῦ γένους τους καὶ κληρονόμο τοῦ πλούτου τους. Ὁ Κύριος, ποὺ ἰκανοποιεῖ τὰ αἰτήματα τῶν πιστῶν Του, ἄκουσε μὲ εὐμένεια τὴ δέησή τους καὶ δὲν παρέβλεψε τὴν προσευχή τους.
Ὑπῆρχε στὸν τόπο ἐκεῖνο ἕνα παλαιὸ ἔθιμο νὰ συγκεντρώνονται οἱ Χριστιανοὶ στὴν μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Γλυκερίας (τιμᾶται 13 Μαΐου) καὶ νὰ ἑορτάζουν μία ὁλόκληρη ἑβδομάδα. Τότε λοιπόν, βρέθηκαν ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Χριστιανοὺς καὶ οἱ γονεῖς τῆς Ὁσίας.
Ἔκαναν λιτανεῖες καὶ ὁλονύκτιες δοξολογίες καὶ ἐπισκέπτονταν τοὺς ναοὺς τῆς πόλεως, ποὺ σὲ αὐτοὺς φυλάσσονταν τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν σαράντα Ἁγίων Γυναικῶν, τοῦ διακόνου Ἀμῶς καὶ πολλῶν ἄλλων Ἁγίων. Λιτάνευαν τότε καὶ τὴν πολυσέβαστη κάρα τῆς Ἁγίας Γλυκερίας. Ὅμως κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, τὴν ὁποία τελοῦσε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λέων, ὁ πατέρας τῆς Ἐλισάβετ, Εὐνομιανός, ἔβλεπε τὴν ἁγία κάρα πότε νὰ χαμογελᾷ καὶ πότε νὰ λυπᾶται. Αὐτὸ τὸ θεώρησε ὡς σημεῖο τῆς πίστεώς του στὴ Μάρτυρα καὶ ἡ ψυχή του γέμισε μὲ χαρὰ καὶ λύπη μαζί. Μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του ἱκέτευσαν τὴν ἀθληφόρο Ἁγία, νὰ λύσει τὰ δεσμὰ τῆς στειρώσεώς τους καὶ νά τοὺς χαρίσει ἕνα παιδί. Ἔτσι, ὅταν τοὺς πῆρε γιὰ λίγο ὁ ὕπνος, ὁ Εὐνομιανὸς εἶδε σὲ ὄνειρο τὴν Ἁγία Γλυκερία, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε: «Γι’ αὐτὸ μοῦ δημιουργεῖς κόπους, ἄνθρωπέ μου, καὶ μοῦ ζητᾷς αὐτὸ ποῦ μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ σοῦ δώσει; Ὅμως, ἐὰν στ’ ἀλήθεια δίνεις τὸν λόγο σου πὼς θ’ ἀποκτήσετε καρδιὰ καὶ πνεῦμα ταπεινὸ καὶ πὼς ποτὲ δὲν θὰ καυχιέσαι σὲ βάρος τῶν ἄλλων, εὐχὴ κάνω νὰ σοῦ δώσει μὲ τὶς πρεσβεῖες μου ὁ μεγαλόδωρος Κύριος, τὸ γρηγορότερο, ἕνα κορίτσι. Αὐτὸ θὰ τὸ ὀνομάσεις Ἐλισάβετ, γιατί θὰ ἀναδειχθεῖ ὅμοια στὴν ψυχὴ μὲ τὴν μητέρα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτισθού».
Ὁ πατέρας τῆς Ὁσίας συμφώνησε ὅτι θὰ κάνε αὐτὸ ποὺ ζήτησε ἡ Ἁγία Γλυκερία. Τότε ἐκείνη τὸν σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ ἔφυγε. Ἡ γυναῖκα του συνέλαβε ἀμέσως καὶ μετὰ ἀπὸ τὴ συμπλήρωση ἐννέα μηνῶν γέννησε κορίτσι.
Ὅταν ἡ Ἐλισάβετ ἔγινε δώδεκα ἐτῶν, ἡ μητέρα της ἔφυγε ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη ζωή. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ὁ πατέρας της. Ἡ μακαρία Ἐλισάβετ ἀπέμεινε ὀρφανή. Ὅμως ἀμέσως ἐμπιστεύθηκε τὸν ἑαυτό της στὸν Θεὸ καὶ διακρίθηκε στὴ διακονία τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν της. Χάρισε τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔτσι μὲ τὰ χέρια τους τὴν κατέθεσε στὸν Θεό, ἐνῷ στοὺς δούλους χάρισε τὴν ἐλευθερία τους.
Ἔπειτα ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἔφθασε στὴ μονὴ τοῦ Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα «Μικρὸς Λόφος» καὶ ποὺ ἡγουμένη ἐκεῖ ἦταν κάποια θεία ἀπὸ τὸν πατέρα της. Στὴ μονὴ αὐτὴ ἀπαρνήθηκε τὰ ἐγκόσμια καὶ τὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ ἐκάρη μοναχή. Ζοῦσε μὲ σκληραγωγία, νηστεία καὶ ἄσκηση καὶ περπατοῦσε ἀνυπόδητη. Τὸ σῶμα της ποτὲ δὲν δέχθηκε νὰ τὸ πλύνει μὲ νερό. Τὸ διατηροῦσε ὅμως καθαρὸ λούζοντας τὸ καθημερινὰ μὲ τὶς ἀστείρευτες πηγὲς τῶν δακρύων της. Ἒτσι ἔφθασε στὰ ὕψη τῆς ἁγιότητας καὶ ὁ Ἅγιος Θεὸς τὴν ἀξίωσε τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος καὶ αὐτοῦ τῆς θαυματουργίας.
Δυὸ χρόνια ἀργότερα ἡ ἡγουμένη τῆς μονῆς ἔφυγε ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, ἀφοῦ ὅρισε διάδοχό της τὴν Ὁσία Ἐλισάβετ, τὴν ὁποία ἐγκατέστησε ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Α’ (458-471 μ.Χ.).
Ἡ Ὁσία γέμιζε μὲ φῶς αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη τὴν πλησίαζαν. Κάποτε, τὴν ὥρα ποὺ ἐτελεῖτο ἡ Θεία Λειτουργία στὸ ναό, εἶδε νὰ ἀστράφτει ἕνα ἀπερίγραπτο φῶς καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα νὰ κατέρχεται μετὰ τὸν Χερουβικὸ ὕμνο μέσα στὸ Θυσιαστήριο καὶ νὰ καλύπτει τὸν ἱερέα ποὺ στεκόταν μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα. Ἡ Ὁσία πλημμύρισε ἀπὸ θάμβος καὶ ἔκπληξη. Ὅμως αὐτὸ δὲν τὸ εἶπε σὲ κανένα, μέχρι ποὺ ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς ἐκδημίας της στὸν Θεό. Ὅσο πλησίαζε ἡ ὥρα της, ὁ πόθος της – ὅπως ἔλεγε – νὰ δεῖ τὴν πατρίδα της, περίσσευε. Ἦλθε λοιπὸν στὴν Ἡράκλεια καὶ προσκύνησε τοὺς ἐκεῖ σεπτοὺς ναοὺς τῶν Ἁγίων. Καὶ ἐκεῖ, στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου, εἶδε σὲ ὅραμα τὴν Παναγία, ποὺ τὴν ὑποδέχθηκε. Τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου τὸ ἀναγνώρισε σὲ εἰκόνα, ὅταν ἔφθασε στὸ ναὸ τοῦ Ἱερομάρτυρα Ρωμανοῦ. Ἡ φωνὴ τῆς Παναχράντου τὴν κάλεσε νὰ ἐπιστρέψει στὸ μοναστῆρι της, γιατί ὁ καιρὸς τῆς κοιμήσεώς της ἦταν κοντά. Ἔτσι ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ, ἀφοῦ ἐπέστρεψε πίσω, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὸ ἱερὸ λείψανό της ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, μένοντας ἀκέραιο καὶ ἀνέπαφο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῶν ἐκ λαγόνων Χριστὸν ἠγάπησας, ὥσπερ βλαστὸς Ἐλισάβετ δικαιοσύνης τερπνός, καὶ τοὶς ἴχνεσιν αὐτοῦ ἀκολουθήσασα, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, γεωργεῖς τᾶς ἀπαρχᾶς, ἀμέμπτω σου πολιτεία, θαυματουργοῦσα θεόφρον, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Οἱ Ἅγιοι Ἀχιλλέας, Φήλικας καὶ Φορτουνάτος οἱ Ἱερομάρτυρες (ἑορτὴ Ἀχιλλέας)
Οἱ Ἅγιοι Φήλικας, ὁ πρεσβύτερος, Ἀχιλλέας καὶ Φορτουνάτος, οἱ διάκονοι, μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορα Καρακάλλα (211-217 μ.Χ.). Ἀπεστάλησαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Εἰρηναῖο, Ἐπίσκοπο Λουγδούνων (τιμᾶται 23 Αὐγούστου) στὴν πόλη Βαλένθια τῆς Ἱσπανίας γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο. Ἐκεῖ τοὺς συνέλαβε ὁ ἀνθύπατος Κορνήλιος καὶ μετὰ ἀπὸ φρικώδη βασανιστήρια τοὺς ἀποκεφάλισε περὶ τὸ ἔτος 212 μ.Χ. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες εἰσῆλθαν στὴ χαρὰ τῆς δόξας καὶ τῆς μακαριότητας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Στρατηλάτης ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ (270-275 μ.Χ.). Ἦταν στρατηλάτης στὴ Ρώμη καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος τῶν Γότθων. Διέλαμπε γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν ἄσκησή του, ἐπισκεπτόταν δὲ στὶς φυλακὲς τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει. Γι’ αὐτὸ κατηγορήθηκε στὸν βασιλέα καὶ ὁδηγήθηκε δέσμιος ἐνώπιόν του, ὅπου ὁμολόγησε μὲ παρρησία καὶ πνευματικὴ ἀνδρεία τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Τότε τὸν κρέμασαν καὶ τοῦ κατέσκισαν τὶς σάρκες. Ὅμως ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν διατήρησε σῶο καὶ ἀβλαβῆ. Βλέποντας τὸ παράδοξο θαῦμα ποὺ ἐπιτέλεσε ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, πίστεψαν στὸν Χριστὸ ἑβδομήντα στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας μετὰ τὶς φρικώδης βασάνους, κλείσθηκε στὴ φυλακή, ὅπου καὶ ἔλαβε τὸ ἔτος 272 μ.Χ. τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ Ἅγιοι Στρατιῶτες Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες πίστεψαν στὸν Χριστὸ μετὰ ἀπὸ θαυματουργικὴ διάσωση τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ στρατηλάτου ἀπὸ τὶς πληγὲς τοῦ μαρτυρίου καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν ἐπὶ βασιλείας Αὐριλιανοῦ, τὸ ἔτος 272 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Πασικράτης καὶ Βαλεντίων οἱ Μάρτυρες (ἑορτὴ Βαλεντίνος, Βαλεντίνη)
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πασικράτης καὶ Βαλεντίων ἦταν στρατιωτικοὶ καὶ μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανού, τὸ ἔτος 297 μ.Χ., στὸ Δορύστολο, ἐπαρχία τῆς κάτω Μοισίας.
Οἱ Ἅγιοι Δάναβος, Δημήτριος, Εὐσέβιος, Λεόντιος, Λογγίνος, Νεστάβος, Νέων καὶ Χριστόφορος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες μαρτύρησαν τὸ ἔτος 303 μ.Χ., ὅταν προσῆλθαν στὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὰ θαύματα τὰ ὁποῖα ἐπιτέλεσε ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος. Ὁμολογήσαντες τὸν Χριστό, συνελήφθησαν καὶ κρατήθηκαν στὴ φυλακή. Στὴν συνέχεια κρεμάσθηκαν διὰ προστάγματος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.), ἐξέσθησαν καὶ τέλος ἀποκεφαλίσθηκαν.
Ὁ Ἅγιος Εὐτέξιος ὁ Μάρτυρας
Δὲν ἔχουμε πληροφορίες γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Εὐτεξίου.
Ὁ Ὅσιος Θαυμαστὸς
Ὁ Ὅσιος Θαυμαστὸς ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Θωμὰς ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς
Ὁ Ὅσιος Θωμάς, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Μελίτων Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας
Ὁ Ἅγιος Μελίτων ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 6ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου αἰῶνα μ.Χ. Ἦταν μέλος τῆς δευτέρας ὁμάδας τῶν μοναχῶν, τοὺς ὁποίους ἀπέστειλε στὴ Βρετανία ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, Ἐπίσκοπος Ρώμης (τιμᾶται 12 Μαρτίου), πρὸς ἐνίσχυση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Αὐγουστίνου. Τὸ ἔτος 604 μ.Χ. ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῶν Ἀνατολικῶν Σαξόνων μὲ ἕδρα τὸ Λονδίνο. Εἵλκυσε στὴν ὀρθόδοξη πίστη τὸν βασιλέα Σάμπερτ, ὁ ὁποῖος τὸν βοήθησε πολὺ στὸ ἱεραποστολικό του ἔργο.
Ὁ Ἅγιος Μελίτων ἐξελέγη, τὸ ἔτος 619 μ.Χ., Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 624 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν κτήτορας τῆς φερωνύμου μονῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους
Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ σκήτεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Καταγόταν ἀπὸ περιφανῆ καὶ πλούσια οἰκογένεια καὶ εἶχε σπουδαία μόρφωση. Ὑπῆρξε σύγχρονος τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, τοῦ δομήτορος τῆς Μεγίστης Λαύρας, στὸ δὲ βίο του μαρτυρεῖται ὅτι ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος θεράπευσε τὸν ἀδελφὸ τοῦ Ὁσίου Ξενοφῶντος, Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος ἔπασχε ἀπὸ τὴν ἀνίατη νόσο τοῦ καρκίνου.
Ὅταν ᾖλθε ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν στὸν χῶρο ὅπου σήμερα ὑπάρχει ἡ ἐπ’ ὀνόματί του φερομένη μονή, βρῆκε κατὰ τὴν παράδοση μικρὸ ναΐσκο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου καὶ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ βρισκόταν στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ὅταν οἱ ἅγιες εἰκόνες κατακαίγονταν ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ αἱρετικούς. Τότε ἡ Ἁγία αὐτὴ εἰκόνα, μαζὶ μὲ ἄλλες, ρίχθηκε στὴ φωτιά. Ἀλλά, ὢ τοῦ θαύματος!, ἡ φωτιὰ σβήστηκε καὶ ἡ εἰκόνα βρέθηκε σώα καὶ ἀβλαβὴς πρὸς καταισχύνην τῶν ἀσεβῶν. Τότε ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ θρασύτερος καὶ τολμηρότερος ἀπὸ ὅλους, ἀφοῦ ἔλαβε μάχαιρα χτύπησε τὴν μορφὴ τοῦ Ἁγίου στὸν πώγωνα καὶ ἀμέσως τὸ αἷμα ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ τὴν πληγὴ παρέστησε τὸν Ἅγιο ζωντανὸ καὶ θαυμαστό, νὰ ἐλέγχει δὲ τρανῶς τὴν πλάνη τῶν αἱρετικῶν. Αὐτὸ δέ, φαίνεται μέχρι σήμερα.
Μετὰ ἀπὸ ὅτι συνέβη, οἱ ἀσεβεῖς ἐκεῖνοι ἄνθρωποι τράπηκαν σὲ φυγή. Ἕνας δὲ εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος Χριστιανὸς πῆρε τὴν εἰκόνα μὲ φόβο καὶ εὐλάβεια καὶ τὴν ἔφερε στὴν παραλία. Ἐκεῖ, ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Πανάγαθο Θεό, γιὰ νὰ διασώσει τὴν εἰκόνα, τὴν ἔριξε στὴ θάλασσα. Ἔτσι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἔφθασε στὴ μονὴ Ξενοφῶντος, γιὰ νὰ καταστεῖ στήριγμα καὶ παρηγοριὰ τῶν μοναστῶν, ὁροθέτῃς καὶ φύλακας τοῦ εὐλογημένου ἐκείνου τόπου.
Ὅταν ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν εἶδε τὴν ἁγία εἰκόνα καὶ ἔμαθε περὶ τῆς παραδόξου ἐπελεύσεως αὐτῆς διὰ τῆς θαλάσσης, ἀνήγειρε μὲ δικά του ἔξοδα καὶ πολὺ κόπο νέα μεγαλοπρεπέστατη μονή, τὴν ὁποία ἀφιέρωσε στὸν Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο καὶ κατέστησε αὐτὴν ἀρετῆς φροντιστήριο, ἀσκήσεως γυμναστήριο, ὑπακοῆς καὶ ταπεινοφροσύνης θεῖο ἐνδιαίτημα, σωφροσύνης κατοικητήριο, μάλιστα δὲ ἐλεημοσύνης καὶ ἀγάπης οἶκο.
Ὁ Ὅσιος διὰ τῆς διακρίσεως καὶ τῆς πλήρους ἀγάπης καρδίας αὐτοῦ, εἵλκυε πάνω του τὴ Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ τὸν βλέπουμε νὰ ἔρχεται εἰρηνοποιὸς στὶς διενέξεις καὶ στὶς προστριβὲς μεταξὺ ὁρισμένων μονῶν τοῦ Ἄθω, ποὺ συνέβησαν κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνα μ.Χ., μὲ ἀφορμὴ ἐδαφικὲς διαφορὲς καὶ καταπατήσεις, στὶς ὁποῖες ἔδινε τὴ λύση ἐπιτυγχάνοντας τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ δικαίου καὶ τὴν τακτοποίηση ὅλων τῶν ἐνδιαφερομένων πλευρῶν. Βρίσκουμε δὲ καὶ τὶς περίφημες «ἀσφάλειες» αὐτοῦ, δηλαδὴ τὰ συμβόλαια ἢ συμφωνητικά, στὰ ὁποῖα καὶ σκιαγραφεῖται γλαφυρὰ τὸ σοφότατο τοῦ νοῦ του, τὸ πραότατο τῆς καρδιᾶς του, τὸ εἰρηνοποιὸ τῆς διαθέσεώς του, τὸ δικαιότατο τῆς γνώμης του, ἡ πλούσια καὶ βαθύτατη μόρφωση καὶ καλλιέργειά του. Καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς πατέρες ἀπεκλήθη «ὁ δίκαιος».
Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν, περὶ τὸ τέλος τοῦ βίου του, παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν ἡγουμενία ὑπὲρ τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Θεοδώρου καὶ ἐφησύχαζε ἀναμένοντας εἰρηνικὰ τὴν ὥρα τῆς ἐκδημίας του πρὸς τὸν Κύριο. ὁ Κύριος τὸν ἀνέπαυσε μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1018-1035.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ Ἔγκλειστος
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἔζησε κατὰ τὸν 13ο αἰῶνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ μόνασε, ὡς ἔγκλειστος, στὴ Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Τὰ ἱερὰ λείψανά του ξαναβρέθηκαν τὸ ἔτος 1675, χάρη σὲ μία κατολίσθηση ποὺ ἐπακολούθησε ἐνὸς σεισμοῦ ποὺ ἐκεῖνο τὸν χρόνο χτύπησε τὸ Κίεβο. Στὴν συνέχεια τοποθετήθηκαν δίπλα σὲ ἐκεῖνα τοῦ Ἁγίου Σάββα τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ὁ βίος τοῦ Ἁγίου δὲν καταγράφηκε. Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀλεξίου μνημονεύεται, ἐπίσης, στὶς 28 Σεπτεμβρίου, στὴν κοινὴ ἑορτὴ τῶν Ἁγίων μοναχῶν τῆς Λαύρας τῶν κοντινῶν Σπηλαίων καὶ τὴ δεύτερη ἑβδομάδα τῆς Τεσσαρακοστῆς, στὴν κοινὴ μνημόνευση τῶν θαυματουργῶν Πατέρων τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Θαυματουργὸς
Ὁ Ὅσιος Σάββας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἔζησε στὶς κοντινὲς σπηλιὲς τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου κατὰ τὸν 13ο αἰὼν μ.Χ. Στὰ χειρόγραφα καὶ στὸν Κανόνα τῆς Ἀκολουθίας πρὸς τοὺς Πατέρες τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἀποκαλεῖται Θαυματουργός.
Ὁ Ὅσιος Σάββας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 24 Ἀπριλίου, ἐξαιτίας τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Σάββα τοῦ Στρατηλάτου.
Ὁ Ἅγιος Δοῦκας ὁ Μυτιληναῖος ὁ Νεομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δοῦκας καταγόταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη καὶ ἐργαζόταν ὡς ράπτῃς σὲ κάποιο ραφεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅταν κάποτε πῆγε νὰ προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του στὸ σπίτι κάποιου Τούρκου μεγιστᾶνα, ποὺ ἔλειπε στὸν στρατό, ἔτυχε ἰδιαιτέρων περιποιήσεων ἀπὸ τὴν σύζυγο τοῦ Τούρκου. Κάποια ἡμέρα δέχθηκε ἄσεμνη ἐπίθεση ἀπὸ τὴν ἀκόλαστη αὐτὴ γυναῖκα, ἀλλὰ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ σπίτι της ὡς ἄλλος σώφρων Ἰωσήφ. Καὶ ἐπειδὴ δὲν πειθόταν νὰ ἐνδώσει στὶς μιαρὲς διαθέσεις τῆς γυναίκας αὐτῆς, συκοφαντήθηκε ἀπὸ αὐτὴν στὸν βεζίρη, ὅτι δῆθεν ἐπιχείρησε νὰ ἀτιμάσει τὸ σπίτι τοῦ συζύγου της καὶ νὰ τὴ βιάσει. Ὁ βεζίρης συνέλαβε ἀμέσως τὸν Δοῦκα καὶ τὸν ἔφερε σὲ ἀντιπαράσταση μὲ τὴν γυναῖκα αὐτή.
Ὅταν ὁ βεζίρης κατάλαβε ὅτι ὁ Μάρτυρας ἦταν ἀθῷος, τὸν προέτρεψε μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Νεομάρτυρας Δοῦκας ὅμως ἀρνήθηκε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία νὰ ἀλλαξοπιστήσει καὶ ὑπέστη γι’ αὐτὸ φρικτὰ βασανιστήρια. Τελικὰ τὸν ἔγδαραν ζωντανὸ καὶ ἀφοῦ ἔριξαν τὸ δέρμα του στὴ θάλασσα, ἐξακολουθοῦσαν τὶς βασάνους ἐναντίον τοῦ ἄμορφου σώματος. Ἔτσι ὁ Νεομάρτυρας Δοῦκας ἐξέπνευσε, τὸ ἔτος 1564, ἀποδεικνύοντας τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη του στὸν Χριστό.
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας ὁ Ὁμολογητὴς ἐκ Ρουμανίας
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας, ὁ Ὁμολογητής, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1600 στὴν Τρανσυλβανία καὶ καταγόταν ἀπὸ πτωχὴ καὶ εὐσεβῆ οἰκογένεια. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὸν μοναχισμὸ καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ Πούτνα. Λόγω τῆς θεοφιλοῦς πολιτείας του, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μητροπολίτη Τρανσυλβανίας Γενναδίου (κοιμήθηκε 3 Σεπτεμβρίου 1640) καὶ μὲ τὴ συγκατάθεση τοῦ βοεβόδα τῆς Μολδαβίας Βασιλείου Λούπου, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Τρανσυλβανίας.
Ὁ Ἅγιος ὑπερασπίσθηκε, ὡς Ἐπίσκοπος, τὴν ὀρθόδοξη πίστη μὲ ὅλη του τὴ δύναμη. Γι’ αὐτὸ φυλακίσθηκε καὶ ὑπέφερε τὰ πάνδεινα. Μετὰ ἀπὸ ἐννέα μῆνες ἔγκλειστου βίου στὴ φυλακή, ἀπελευθερώθηκε καὶ πῆγε στὴ Μολδαβία. Κατὰ τὸ ἔτος 1656 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος στὸ Χοὺς καὶ πάλι ἀγωνίσθηκε σκληρὰ γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1678.
Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Ὁμολογητὴς ἐκ Ρουμανίας
Ὁ Ἅγιος Σάββας, ὁ Ὁμολογητής, κατὰ κόσμον Συμεών, ἔζησε τὸν 17ο αἰῶνα μ.Χ. στὴν Τρανσυλβανία. Ἀφοῦ πέρασε κάποιο διάστημα στὴ μονὴ Κομάνα, ὅπου διδάχθηκε τὰ ἱερὰ γράμματα, διορίσθηκε ὡς ἱερέας στὴν περιοχὴ Ἀράντ. Τὸ ἔτος 1656 ἐξελέγη Μητροπολίτης Τρανσυλβανίας καὶ ποίμανε τὸ ποίμνιό του μὲ ἱερὸ ζῆλο καὶ ἀγάπη. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, τὸ ἔτος 1680, ἐκθρονίσθηκε καὶ φυλακίσθηκε. Ἐπὶ τρία ὁλόκληρα χρόνια ὑπέφερε στὴ φυλακή, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πάνδεινα βασανιστήρια. Ἀποφυλακίσθηκε τὸ ἔτος 1683 καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, λόγω τῶν κακουχιῶν καὶ τῶν βασάνων, παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ὁμολογητὴς ἐκ Ρουμανίας
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ εἶναι ὁ πρῶτος ἡσυχαστὴς τοῦ ὄρους Μπιζερικάνι τῆς Μολδαβίας, στὴ Ρουμανία, ἀλλὰ καὶ ὁ ἱδρυτὴς τῆς τοπικῆς μονῆς. Γεννήθηκε κατὰ τὸν 15ο αἰῶνα μ.Χ. σὲ ἕνα χωριὸ τῆς περιοχῆς τοῦ Νέματ καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Μπιστρίτα καί, ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦσε περισσότερη ἡσυχία, ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου Δομετιανοὺ καὶ ἀναχώρησε γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐπισκέφθηκε τὸν Πανάγιο Τάφο καὶ ἔπειτα ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη. Ἡ αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ προσευχὲς καὶ ἡ νηστεία τοῦ Ὁσίου, ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνουν γύρω του πλῆθος μοναχῶν καὶ μαθητῶν. Ἡ νέα ἀδελφότητα ἀποτελοῦνταν ἀπὸ δεκαπέντε Ρουμάνους καὶ δυὸ Ἕλληνες καὶ ἀκολουθοῦσε πιστὰ τὸ παράδειγμα τοῦ ἀσκητικοῦ βίου τοῦ στάρετς. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑβδομάδος ὁ καθένας ζοῦσε κατὰ μόνας στὸ κελλί του καὶ ἔτρωγε ἐλάχιστα μία φορὰ τὴν ἡμέρα μέχρι τὴ δύση τοῦ ἡλίου. Τὴν Κυριακή, τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ὅλοι συνάγονταν στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Γερασίμου τοῦ Ἰορδανίτου γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν καὶ νὰ κοινωνήσουν. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα ἔτρωγαν ὅλοι μαζὶ καὶ ὁ χρόνος περνοῦσε μὲ ψαλμῳδίες καὶ πνευματικὲς συζητήσεις. Τὸ βράδυ ὁ καθένας ἐπέστρεφε στὸ κελλί του γιὰ μία ἀκόμη ἑβδομάδα ἀσκήσεως καὶ σιωπῆς.
Ὅμως οἱ ἐπιδρομὲς τῶν Ἀράβων στοὺς Ἁγίους Τόπους ἀνάγκασαν τὸν Ὅσιο Ἰωσὴφ καὶ τοὺς μαθητές του νὰ καταφύγουν στὴ Μολδαβία, στὴ μονὴ Μπιστρίτα καὶ στὴν συνέχεια στὸ ὄρος Μπιζερικάνι. Ἐδῶ ὁ Ὅσιος ἔχτισε ἕνα ξύλινο ναὸ καὶ ἕνα κελλί, ἐνῷ οἱ μαθητές του Σίμων, Μεθόδιος, Βαρνάβας, Ἀβέρκιος, Γερμανὸς καὶ Πύρρος ἐγκαταστάθηκαν στοὺς γύρω λόφους. Τὴν παρουσία τους ἐκεῖ, μαρτυροῦν σήμερα τὰ τοπωνύμια, ὅπως «ὄρος τοῦ Σίμωνος», «ὄρος τοῦ Μεθοδίου», «ὄρος τοῦ Βαρνάβα».
Οἱ κανόνες τοῦ ἀσκητικοῦ βίου στὴ νέα ἀσκητικὴ παλαίστρα, ἦταν οἱ ἴδιοι μὲ αὐτοὺς ποὺ ἐφάρμοζαν καὶ στὸν Ἰορδάνη. Ἀδιάλειπτη προσευχή, σιωπή, ἐξομολόγηση, ἀγρυπνίες, Θεία Κοινωνία. Ὁ Ὅσιος προσπαθοῦσε νὰ ἐφαρμόσει τὴν ἀκοίμητη ζωὴ τῶν Νηπτικῶν Πατέρων σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς μονῆς Στουδίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ἔζησε στὸ ἀσκητικό του ὄρος περισσότερο ἀπὸ τριάντα χρόνια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1711.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Νεομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος κατοικοῦσε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του Χατζή-Κανέλο στὴν πόλη Γιαγιὰ Κιοΐ. Ὁ πατέρας του ἦταν ἐπιστάτης στὰ κτήματα τοῦ ἀγὰ τῆς πόλεως, ποὺ ὀνομαζόταν Καρὰ Ὀσουμάνογλου καὶ ἔχαιρε ἰδιαιτέρας ἐκτιμήσεως ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ Τούρκους. Σὲ ἡλικία εἴκοσι δυὸ ἐτῶν ὁ Νικόλαος, ἀφοῦ εἶχε νυμφευθεῖ, ἔλαβε τὴν ἄδεια τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ ἀγά, γιὰ νὰ μεταβεῖ πρὸς τακτοποίηση διαφόρων ὑποθέσεων στὴ Μαγνησία.
Εἰσερχόμενος στὴν πόλη φοροῦσε τουρκικὰ ὑποδήματα καὶ φέσι στὴν κεφαλή. Οἱ ὑπηρέτες τοῦ δικαστοῦ τῆς Μαγνησίας, παρ’ ὅτι τὸν γνώριζαν, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν προσήγαγαν στὸν δικαστή. Ὁ δικαστής, προσποιούμενος καὶ αὐτὸς ὅτι δὲν τὸν γνώριζε, ρώτησε τὸν Μάρτυρα μήπως ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀσπασθεῖ τὴν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ καὶ προτιθέμενος νὰ τὸ πράξει φόρεσε, ὡς σημεῖο τοῦ πόθου του, τὰ τουρκικὰ ὑποδήματα καὶ τὸ φέσι.
Ὁ Νικόλαος τότε ἀπάντησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία, λέγοντας: «Ὁ Θεὸς νὰ μὲ φυλάξει καὶ νὰ μὴν γίνει σὲ ἐμένα ποτὲ νὰ ἀρνηθῶ τὴν πίστη μου. Ἐγὼ τὰ ροῦχα αὐτὰ τὰ φοράω μὲ δική σας ἄδεια, ἐπειδὴ ὁ πατέρας μου εἶναι ὑπηρέτης καὶ δουλευτὴς δικός σας».
Ὁ δικαστὴς τότε διέταξε νὰ τὸν ραβδίσουν καὶ ὅταν διαπίστωσε τὸ ἄκαμπτο φρόνημα τοῦ νέου, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν μαστιγώσουν πολύ. Μετὰ τὴν μαστίγωση ἀκολούθησαν κολακεῖες καὶ μεγάλες ὑποσχέσεις γιὰ τιμὲς καὶ ἀξιώματα, ἀλλὰ ὁ Νικόλαος παρέμεινε ἀμετάθετος στὴν ἀπόφασή του νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη του στὸν Χριστό.
Ἀφοῦ ὑπέμεινε καὶ τρίτη καὶ τέταρτη μαστίγωση, τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου ὀμολογώντας τὸν Χριστὸ καὶ χαίροντας γιὰ τὰ παθήματά του, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του, τὸ ἔτος 1769.
Ἀνάμνηση ἐγκαινίων ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἐν Κυπαρισσίῳ
Ὁ ναὸς αὐτὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στὸ Κυπαρίσσιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἴσως νὰ ἀνῆκε στὸν Ἀτταλειάτη Μιχαὴλ (1077), διότι ἐκεῖ εἶχε τὸν οἰκογενειακὸ τάφο αὐτοῦ.
Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Μόλχᾳ τῆς Ρωσίας
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τῆς Μόλχα, ἐμφανίσθηκε στὶς 18 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1405 στὸν βαλτότοπο τῆς Μόλχα, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Πούτιβ. Στὴν ἀρχὴ βρισκόταν στὸ μοναστῆρι τῆς ἐρήμου στὴ Μόλχα, στὸ Σοφρώνιεφ, ἀλλὰ μετὰ μεταφέρθηκε στὸ μοναστῆρι τοῦ Πούτιβλ, στὶς 24 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1605.
Ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἡράκλεια τῆς Θρᾴκης καὶ ἔζησε τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ. Οἱ γονεῖς της, Εὐνομιανὸς καὶ Εὐφημία, ἦταν ξακουστοὶ καὶ ὀνομαστοί, φημισμένοι γιὰ τὰ πλούτη τους καὶ περίφημοι γιὰ τὴν ἀρετή τους. Κατοικοῦσαν κοντὰ στὴν Ἡράκλεια, στὸν τόπο ποὺ ἀπὸ παλιὰ ὀνομαζόταν Θρακοκρήνη καὶ ἀργότερα Ἀβυδηνοί. Ζοῦσαν μὲ εὐσέβεια ἔχοντας ὡς πρότυπο τὸν Ἰώβ. Ποθώντας δὲ μὲ πάθος νὰ μιμηθοῦν τὴν φιλοξενία τοῦ Ἀβραάμ, ἁπλόχερα βοηθοῦσαν ὅλους, ὅσοι εἶχαν ἀνάγκες ὑλικές.
Ὅμως εἶχαν περάσει δεκαέξι χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ νυμφεύθηκαν καὶ ἦταν ἀκόμη ἄτεκνοι.
Γι’ αὐτὸ παρακαλοῦσαν ἀδιάκοπα τὸν Θεὸ νὰ τοὺς χαρίσει ἕνα παιδί, διάδοχο τοῦ γένους τους καὶ κληρονόμο τοῦ πλούτου τους. Ὁ Κύριος, ποὺ ἰκανοποιεῖ τὰ αἰτήματα τῶν πιστῶν Του, ἄκουσε μὲ εὐμένεια τὴ δέησή τους καὶ δὲν παρέβλεψε τὴν προσευχή τους.
Ὑπῆρχε στὸν τόπο ἐκεῖνο ἕνα παλαιὸ ἔθιμο νὰ συγκεντρώνονται οἱ Χριστιανοὶ στὴν μνήμη τῆς Ἁγίας Μάρτυρος Γλυκερίας (τιμᾶται 13 Μαΐου) καὶ νὰ ἑορτάζουν μία ὁλόκληρη ἑβδομάδα. Τότε λοιπόν, βρέθηκαν ἐκεῖ μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους Χριστιανοὺς καὶ οἱ γονεῖς τῆς Ὁσίας.
Ἔκαναν λιτανεῖες καὶ ὁλονύκτιες δοξολογίες καὶ ἐπισκέπτονταν τοὺς ναοὺς τῆς πόλεως, ποὺ σὲ αὐτοὺς φυλάσσονταν τὰ ἱερὰ λείψανα τῶν σαράντα Ἁγίων Γυναικῶν, τοῦ διακόνου Ἀμῶς καὶ πολλῶν ἄλλων Ἁγίων. Λιτάνευαν τότε καὶ τὴν πολυσέβαστη κάρα τῆς Ἁγίας Γλυκερίας. Ὅμως κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Θείας Λειτουργίας, τὴν ὁποία τελοῦσε ὁ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Λέων, ὁ πατέρας τῆς Ἐλισάβετ, Εὐνομιανός, ἔβλεπε τὴν ἁγία κάρα πότε νὰ χαμογελᾷ καὶ πότε νὰ λυπᾶται. Αὐτὸ τὸ θεώρησε ὡς σημεῖο τῆς πίστεώς του στὴ Μάρτυρα καὶ ἡ ψυχή του γέμισε μὲ χαρὰ καὶ λύπη μαζί. Μαζὶ μὲ τὴν σύζυγό του ἱκέτευσαν τὴν ἀθληφόρο Ἁγία, νὰ λύσει τὰ δεσμὰ τῆς στειρώσεώς τους καὶ νά τοὺς χαρίσει ἕνα παιδί. Ἔτσι, ὅταν τοὺς πῆρε γιὰ λίγο ὁ ὕπνος, ὁ Εὐνομιανὸς εἶδε σὲ ὄνειρο τὴν Ἁγία Γλυκερία, ἡ ὁποία τοῦ εἶπε: «Γι’ αὐτὸ μοῦ δημιουργεῖς κόπους, ἄνθρωπέ μου, καὶ μοῦ ζητᾷς αὐτὸ ποῦ μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ σοῦ δώσει; Ὅμως, ἐὰν στ’ ἀλήθεια δίνεις τὸν λόγο σου πὼς θ’ ἀποκτήσετε καρδιὰ καὶ πνεῦμα ταπεινὸ καὶ πὼς ποτὲ δὲν θὰ καυχιέσαι σὲ βάρος τῶν ἄλλων, εὐχὴ κάνω νὰ σοῦ δώσει μὲ τὶς πρεσβεῖες μου ὁ μεγαλόδωρος Κύριος, τὸ γρηγορότερο, ἕνα κορίτσι. Αὐτὸ θὰ τὸ ὀνομάσεις Ἐλισάβετ, γιατί θὰ ἀναδειχθεῖ ὅμοια στὴν ψυχὴ μὲ τὴν μητέρα τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καὶ Βαπτισθού».
Ὁ πατέρας τῆς Ὁσίας συμφώνησε ὅτι θὰ κάνε αὐτὸ ποὺ ζήτησε ἡ Ἁγία Γλυκερία. Τότε ἐκείνη τὸν σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ καὶ ἔφυγε. Ἡ γυναῖκα του συνέλαβε ἀμέσως καὶ μετὰ ἀπὸ τὴ συμπλήρωση ἐννέα μηνῶν γέννησε κορίτσι.
Ὅταν ἡ Ἐλισάβετ ἔγινε δώδεκα ἐτῶν, ἡ μητέρα της ἔφυγε ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη ζωή. Μετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ἔφυγε ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ὁ πατέρας της. Ἡ μακαρία Ἐλισάβετ ἀπέμεινε ὀρφανή. Ὅμως ἀμέσως ἐμπιστεύθηκε τὸν ἑαυτό της στὸν Θεὸ καὶ διακρίθηκε στὴ διακονία τῶν φτωχῶν καὶ τῶν ἐλαχίστων ἀδελφῶν της. Χάρισε τὴν περιουσία της στοὺς φτωχοὺς καὶ ἔτσι μὲ τὰ χέρια τους τὴν κατέθεσε στὸν Θεό, ἐνῷ στοὺς δούλους χάρισε τὴν ἐλευθερία τους.
Ἔπειτα ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἔφθασε στὴ μονὴ τοῦ Μεγαλομάρτυρα Γεωργίου, ποὺ εἶχε τὸ ὄνομα «Μικρὸς Λόφος» καὶ ποὺ ἡγουμένη ἐκεῖ ἦταν κάποια θεία ἀπὸ τὸν πατέρα της. Στὴ μονὴ αὐτὴ ἀπαρνήθηκε τὰ ἐγκόσμια καὶ τὶς βιοτικὲς μέριμνες καὶ ἐκάρη μοναχή. Ζοῦσε μὲ σκληραγωγία, νηστεία καὶ ἄσκηση καὶ περπατοῦσε ἀνυπόδητη. Τὸ σῶμα της ποτὲ δὲν δέχθηκε νὰ τὸ πλύνει μὲ νερό. Τὸ διατηροῦσε ὅμως καθαρὸ λούζοντας τὸ καθημερινὰ μὲ τὶς ἀστείρευτες πηγὲς τῶν δακρύων της. Ἒτσι ἔφθασε στὰ ὕψη τῆς ἁγιότητας καὶ ὁ Ἅγιος Θεὸς τὴν ἀξίωσε τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος καὶ αὐτοῦ τῆς θαυματουργίας.
Δυὸ χρόνια ἀργότερα ἡ ἡγουμένη τῆς μονῆς ἔφυγε ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωή, ἀφοῦ ὅρισε διάδοχό της τὴν Ὁσία Ἐλισάβετ, τὴν ὁποία ἐγκατέστησε ὁ Πατριάρχης Γεννάδιος Α’ (458-471 μ.Χ.).
Ἡ Ὁσία γέμιζε μὲ φῶς αὐτοὺς ποὺ μὲ πίστη τὴν πλησίαζαν. Κάποτε, τὴν ὥρα ποὺ ἐτελεῖτο ἡ Θεία Λειτουργία στὸ ναό, εἶδε νὰ ἀστράφτει ἕνα ἀπερίγραπτο φῶς καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα νὰ κατέρχεται μετὰ τὸν Χερουβικὸ ὕμνο μέσα στὸ Θυσιαστήριο καὶ νὰ καλύπτει τὸν ἱερέα ποὺ στεκόταν μπροστὰ στὴν Ἁγία Τράπεζα. Ἡ Ὁσία πλημμύρισε ἀπὸ θάμβος καὶ ἔκπληξη. Ὅμως αὐτὸ δὲν τὸ εἶπε σὲ κανένα, μέχρι ποὺ ἔφθασε ὁ καιρὸς τῆς ἐκδημίας της στὸν Θεό. Ὅσο πλησίαζε ἡ ὥρα της, ὁ πόθος της – ὅπως ἔλεγε – νὰ δεῖ τὴν πατρίδα της, περίσσευε. Ἦλθε λοιπὸν στὴν Ἡράκλεια καὶ προσκύνησε τοὺς ἐκεῖ σεπτοὺς ναοὺς τῶν Ἁγίων. Καὶ ἐκεῖ, στὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου, εἶδε σὲ ὅραμα τὴν Παναγία, ποὺ τὴν ὑποδέχθηκε. Τὸ πρόσωπο τῆς Θεοτόκου τὸ ἀναγνώρισε σὲ εἰκόνα, ὅταν ἔφθασε στὸ ναὸ τοῦ Ἱερομάρτυρα Ρωμανοῦ. Ἡ φωνὴ τῆς Παναχράντου τὴν κάλεσε νὰ ἐπιστρέψει στὸ μοναστῆρι της, γιατί ὁ καιρὸς τῆς κοιμήσεώς της ἦταν κοντά. Ἔτσι ἡ Ὁσία Ἐλισάβετ, ἀφοῦ ἐπέστρεψε πίσω, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Τὸ ἱερὸ λείψανό της ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, μένοντας ἀκέραιο καὶ ἀνέπαφο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Μητρικῶν ἐκ λαγόνων Χριστὸν ἠγάπησας, ὥσπερ βλαστὸς Ἐλισάβετ δικαιοσύνης τερπνός, καὶ τοὶς ἴχνεσιν αὐτοῦ ἀκολουθήσασα, τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, γεωργεῖς τᾶς ἀπαρχᾶς, ἀμέμπτω σου πολιτεία, θαυματουργοῦσα θεόφρον, πρὸς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἠμῶν.
Οἱ Ἅγιοι Ἀχιλλέας, Φήλικας καὶ Φορτουνάτος οἱ Ἱερομάρτυρες (ἑορτὴ Ἀχιλλέας)
Οἱ Ἅγιοι Φήλικας, ὁ πρεσβύτερος, Ἀχιλλέας καὶ Φορτουνάτος, οἱ διάκονοι, μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκράτορα Καρακάλλα (211-217 μ.Χ.). Ἀπεστάλησαν ἀπὸ τὸν Ἅγιο Εἰρηναῖο, Ἐπίσκοπο Λουγδούνων (τιμᾶται 23 Αὐγούστου) στὴν πόλη Βαλένθια τῆς Ἱσπανίας γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο. Ἐκεῖ τοὺς συνέλαβε ὁ ἀνθύπατος Κορνήλιος καὶ μετὰ ἀπὸ φρικώδη βασανιστήρια τοὺς ἀποκεφάλισε περὶ τὸ ἔτος 212 μ.Χ. Ἔτσι οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες εἰσῆλθαν στὴ χαρὰ τῆς δόξας καὶ τῆς μακαριότητας τοῦ Θεοῦ.
Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Στρατηλάτης ὁ Μάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Αὐρηλιανοῦ (270-275 μ.Χ.). Ἦταν στρατηλάτης στὴ Ρώμη καὶ καταγόταν ἀπὸ τὸ γένος τῶν Γότθων. Διέλαμπε γιὰ τὴν καθαρότητα τοῦ βίου του καὶ τὴν ἄσκησή του, ἐπισκεπτόταν δὲ στὶς φυλακὲς τοὺς Χριστιανοὺς γιὰ νὰ τοὺς παρηγορήσει. Γι’ αὐτὸ κατηγορήθηκε στὸν βασιλέα καὶ ὁδηγήθηκε δέσμιος ἐνώπιόν του, ὅπου ὁμολόγησε μὲ παρρησία καὶ πνευματικὴ ἀνδρεία τὴν πίστη του στὸν Χριστό. Τότε τὸν κρέμασαν καὶ τοῦ κατέσκισαν τὶς σάρκες. Ὅμως ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὸν διατήρησε σῶο καὶ ἀβλαβῆ. Βλέποντας τὸ παράδοξο θαῦμα ποὺ ἐπιτέλεσε ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, πίστεψαν στὸν Χριστὸ ἑβδομήντα στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας μετὰ τὶς φρικώδης βασάνους, κλείσθηκε στὴ φυλακή, ὅπου καὶ ἔλαβε τὸ ἔτος 272 μ.Χ. τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου.
Οἱ Ἅγιοι Στρατιῶτες Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες πίστεψαν στὸν Χριστὸ μετὰ ἀπὸ θαυματουργικὴ διάσωση τοῦ Ἁγίου Σάββα τοῦ στρατηλάτου ἀπὸ τὶς πληγὲς τοῦ μαρτυρίου καὶ ἀποκεφαλίσθηκαν ἐπὶ βασιλείας Αὐριλιανοῦ, τὸ ἔτος 272 μ.Χ.
Οἱ Ἅγιοι Πασικράτης καὶ Βαλεντίων οἱ Μάρτυρες (ἑορτὴ Βαλεντίνος, Βαλεντίνη)
Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες Πασικράτης καὶ Βαλεντίων ἦταν στρατιωτικοὶ καὶ μαρτύρησαν ἐπὶ αὐτοκρατόρων Διοκλητιανοῦ καὶ Μαξιμιανού, τὸ ἔτος 297 μ.Χ., στὸ Δορύστολο, ἐπαρχία τῆς κάτω Μοισίας.
Οἱ Ἅγιοι Δάναβος, Δημήτριος, Εὐσέβιος, Λεόντιος, Λογγίνος, Νεστάβος, Νέων καὶ Χριστόφορος οἱ Μάρτυρες
Οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Μάρτυρες μαρτύρησαν τὸ ἔτος 303 μ.Χ., ὅταν προσῆλθαν στὴ χριστιανικὴ πίστη ἀπὸ τὰ θαύματα τὰ ὁποῖα ἐπιτέλεσε ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος. Ὁμολογήσαντες τὸν Χριστό, συνελήφθησαν καὶ κρατήθηκαν στὴ φυλακή. Στὴν συνέχεια κρεμάσθηκαν διὰ προστάγματος Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.), ἐξέσθησαν καὶ τέλος ἀποκεφαλίσθηκαν.
Ὁ Ἅγιος Εὐτέξιος ὁ Μάρτυρας
Δὲν ἔχουμε πληροφορίες γιὰ τὴν ζωὴ καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Εὐτεξίου.
Ὁ Ὅσιος Θαυμαστὸς
Ὁ Ὅσιος Θαυμαστὸς ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Θωμὰς ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς
Ὁ Ὅσιος Θωμάς, ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, ἔζησε κατὰ τὸν 6ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἅγιος Μελίτων Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας
Ὁ Ἅγιος Μελίτων ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 6ου καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 7ου αἰῶνα μ.Χ. Ἦταν μέλος τῆς δευτέρας ὁμάδας τῶν μοναχῶν, τοὺς ὁποίους ἀπέστειλε στὴ Βρετανία ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Διάλογος, Ἐπίσκοπος Ρώμης (τιμᾶται 12 Μαρτίου), πρὸς ἐνίσχυση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Αὐγουστίνου. Τὸ ἔτος 604 μ.Χ. ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος τῶν Ἀνατολικῶν Σαξόνων μὲ ἕδρα τὸ Λονδίνο. Εἵλκυσε στὴν ὀρθόδοξη πίστη τὸν βασιλέα Σάμπερτ, ὁ ὁποῖος τὸν βοήθησε πολὺ στὸ ἱεραποστολικό του ἔργο.
Ὁ Ἅγιος Μελίτων ἐξελέγη, τὸ ἔτος 619 μ.Χ., Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 624 μ.Χ.
Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν κτήτορας τῆς φερωνύμου μονῆς τοῦ Ἁγίου Ὄρους
Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν ἔζησε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. καὶ σκήτεψε στὸ Ἅγιον Ὄρος. Καταγόταν ἀπὸ περιφανῆ καὶ πλούσια οἰκογένεια καὶ εἶχε σπουδαία μόρφωση. Ὑπῆρξε σύγχρονος τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, τοῦ δομήτορος τῆς Μεγίστης Λαύρας, στὸ δὲ βίο του μαρτυρεῖται ὅτι ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος θεράπευσε τὸν ἀδελφὸ τοῦ Ὁσίου Ξενοφῶντος, Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος ἔπασχε ἀπὸ τὴν ἀνίατη νόσο τοῦ καρκίνου.
Ὅταν ᾖλθε ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν στὸν χῶρο ὅπου σήμερα ὑπάρχει ἡ ἐπ’ ὀνόματί του φερομένη μονή, βρῆκε κατὰ τὴν παράδοση μικρὸ ναΐσκο τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου καὶ τὴ θαυματουργὴ εἰκόνα τοῦ Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου. Ἡ εἰκόνα αὐτὴ βρισκόταν στὴν Κωνσταντινούπολη κατὰ τὴν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας, ὅταν οἱ ἅγιες εἰκόνες κατακαίγονταν ἀπὸ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ αἱρετικούς. Τότε ἡ Ἁγία αὐτὴ εἰκόνα, μαζὶ μὲ ἄλλες, ρίχθηκε στὴ φωτιά. Ἀλλά, ὢ τοῦ θαύματος!, ἡ φωτιὰ σβήστηκε καὶ ἡ εἰκόνα βρέθηκε σώα καὶ ἀβλαβὴς πρὸς καταισχύνην τῶν ἀσεβῶν. Τότε ἕνας ἀπὸ αὐτούς, ὁ θρασύτερος καὶ τολμηρότερος ἀπὸ ὅλους, ἀφοῦ ἔλαβε μάχαιρα χτύπησε τὴν μορφὴ τοῦ Ἁγίου στὸν πώγωνα καὶ ἀμέσως τὸ αἷμα ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ τὴν πληγὴ παρέστησε τὸν Ἅγιο ζωντανὸ καὶ θαυμαστό, νὰ ἐλέγχει δὲ τρανῶς τὴν πλάνη τῶν αἱρετικῶν. Αὐτὸ δέ, φαίνεται μέχρι σήμερα.
Μετὰ ἀπὸ ὅτι συνέβη, οἱ ἀσεβεῖς ἐκεῖνοι ἄνθρωποι τράπηκαν σὲ φυγή. Ἕνας δὲ εὐσεβὴς καὶ φιλόθεος Χριστιανὸς πῆρε τὴν εἰκόνα μὲ φόβο καὶ εὐλάβεια καὶ τὴν ἔφερε στὴν παραλία. Ἐκεῖ, ἀφοῦ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Πανάγαθο Θεό, γιὰ νὰ διασώσει τὴν εἰκόνα, τὴν ἔριξε στὴ θάλασσα. Ἔτσι ἡ εἰκόνα τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἔφθασε στὴ μονὴ Ξενοφῶντος, γιὰ νὰ καταστεῖ στήριγμα καὶ παρηγοριὰ τῶν μοναστῶν, ὁροθέτῃς καὶ φύλακας τοῦ εὐλογημένου ἐκείνου τόπου.
Ὅταν ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν εἶδε τὴν ἁγία εἰκόνα καὶ ἔμαθε περὶ τῆς παραδόξου ἐπελεύσεως αὐτῆς διὰ τῆς θαλάσσης, ἀνήγειρε μὲ δικά του ἔξοδα καὶ πολὺ κόπο νέα μεγαλοπρεπέστατη μονή, τὴν ὁποία ἀφιέρωσε στὸν Μεγαλομάρτυρα Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο καὶ κατέστησε αὐτὴν ἀρετῆς φροντιστήριο, ἀσκήσεως γυμναστήριο, ὑπακοῆς καὶ ταπεινοφροσύνης θεῖο ἐνδιαίτημα, σωφροσύνης κατοικητήριο, μάλιστα δὲ ἐλεημοσύνης καὶ ἀγάπης οἶκο.
Ὁ Ὅσιος διὰ τῆς διακρίσεως καὶ τῆς πλήρους ἀγάπης καρδίας αὐτοῦ, εἵλκυε πάνω του τὴ Χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Γι’ αὐτὸ τὸν βλέπουμε νὰ ἔρχεται εἰρηνοποιὸς στὶς διενέξεις καὶ στὶς προστριβὲς μεταξὺ ὁρισμένων μονῶν τοῦ Ἄθω, ποὺ συνέβησαν κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 11ου αἰῶνα μ.Χ., μὲ ἀφορμὴ ἐδαφικὲς διαφορὲς καὶ καταπατήσεις, στὶς ὁποῖες ἔδινε τὴ λύση ἐπιτυγχάνοντας τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ δικαίου καὶ τὴν τακτοποίηση ὅλων τῶν ἐνδιαφερομένων πλευρῶν. Βρίσκουμε δὲ καὶ τὶς περίφημες «ἀσφάλειες» αὐτοῦ, δηλαδὴ τὰ συμβόλαια ἢ συμφωνητικά, στὰ ὁποῖα καὶ σκιαγραφεῖται γλαφυρὰ τὸ σοφότατο τοῦ νοῦ του, τὸ πραότατο τῆς καρδιᾶς του, τὸ εἰρηνοποιὸ τῆς διαθέσεώς του, τὸ δικαιότατο τῆς γνώμης του, ἡ πλούσια καὶ βαθύτατη μόρφωση καὶ καλλιέργειά του. Καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς πατέρες ἀπεκλήθη «ὁ δίκαιος».
Ὁ Ὅσιος Ξενοφῶν, περὶ τὸ τέλος τοῦ βίου του, παραιτήθηκε ἀπὸ τὴν ἡγουμενία ὑπὲρ τοῦ ἀδελφοῦ τοῦ Θεοδώρου καὶ ἐφησύχαζε ἀναμένοντας εἰρηνικὰ τὴν ὥρα τῆς ἐκδημίας του πρὸς τὸν Κύριο. ὁ Κύριος τὸν ἀνέπαυσε μὲ εἰρήνη μεταξὺ τῶν ἐτῶν 1018-1035.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ὁ Ἔγκλειστος
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξιος ἔζησε κατὰ τὸν 13ο αἰῶνα μ.Χ. στὴ Ρωσία καὶ μόνασε, ὡς ἔγκλειστος, στὴ Μεγάλη Λαύρα τοῦ Κιέβου. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Τὰ ἱερὰ λείψανά του ξαναβρέθηκαν τὸ ἔτος 1675, χάρη σὲ μία κατολίσθηση ποὺ ἐπακολούθησε ἐνὸς σεισμοῦ ποὺ ἐκεῖνο τὸν χρόνο χτύπησε τὸ Κίεβο. Στὴν συνέχεια τοποθετήθηκαν δίπλα σὲ ἐκεῖνα τοῦ Ἁγίου Σάββα τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου. Ὁ βίος τοῦ Ἁγίου δὲν καταγράφηκε. Ἡ μνήμη τοῦ Ὁσίου Ἀλεξίου μνημονεύεται, ἐπίσης, στὶς 28 Σεπτεμβρίου, στὴν κοινὴ ἑορτὴ τῶν Ἁγίων μοναχῶν τῆς Λαύρας τῶν κοντινῶν Σπηλαίων καὶ τὴ δεύτερη ἑβδομάδα τῆς Τεσσαρακοστῆς, στὴν κοινὴ μνημόνευση τῶν θαυματουργῶν Πατέρων τῆς Λαύρας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου.
Ὁ Ὅσιος Σάββας ὁ Θαυματουργὸς
Ὁ Ὅσιος Σάββας τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἔζησε στὶς κοντινὲς σπηλιὲς τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου κατὰ τὸν 13ο αἰὼν μ.Χ. Στὰ χειρόγραφα καὶ στὸν Κανόνα τῆς Ἀκολουθίας πρὸς τοὺς Πατέρες τῶν Σπηλαίων τοῦ Κιέβου ἀποκαλεῖται Θαυματουργός.
Ὁ Ὅσιος Σάββας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στὶς 24 Ἀπριλίου, ἐξαιτίας τοῦ Ἁγίου Μάρτυρα Σάββα τοῦ Στρατηλάτου.
Ὁ Ἅγιος Δοῦκας ὁ Μυτιληναῖος ὁ Νεομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Δοῦκας καταγόταν ἀπὸ τὴν Μυτιλήνη καὶ ἐργαζόταν ὡς ράπτῃς σὲ κάποιο ραφεῖο τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Ὅταν κάποτε πῆγε νὰ προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του στὸ σπίτι κάποιου Τούρκου μεγιστᾶνα, ποὺ ἔλειπε στὸν στρατό, ἔτυχε ἰδιαιτέρων περιποιήσεων ἀπὸ τὴν σύζυγο τοῦ Τούρκου. Κάποια ἡμέρα δέχθηκε ἄσεμνη ἐπίθεση ἀπὸ τὴν ἀκόλαστη αὐτὴ γυναῖκα, ἀλλὰ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸ σπίτι της ὡς ἄλλος σώφρων Ἰωσήφ. Καὶ ἐπειδὴ δὲν πειθόταν νὰ ἐνδώσει στὶς μιαρὲς διαθέσεις τῆς γυναίκας αὐτῆς, συκοφαντήθηκε ἀπὸ αὐτὴν στὸν βεζίρη, ὅτι δῆθεν ἐπιχείρησε νὰ ἀτιμάσει τὸ σπίτι τοῦ συζύγου της καὶ νὰ τὴ βιάσει. Ὁ βεζίρης συνέλαβε ἀμέσως τὸν Δοῦκα καὶ τὸν ἔφερε σὲ ἀντιπαράσταση μὲ τὴν γυναῖκα αὐτή.
Ὅταν ὁ βεζίρης κατάλαβε ὅτι ὁ Μάρτυρας ἦταν ἀθῷος, τὸν προέτρεψε μὲ κολακεῖες καὶ ἀπειλὲς νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Νεομάρτυρας Δοῦκας ὅμως ἀρνήθηκε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία νὰ ἀλλαξοπιστήσει καὶ ὑπέστη γι’ αὐτὸ φρικτὰ βασανιστήρια. Τελικὰ τὸν ἔγδαραν ζωντανὸ καὶ ἀφοῦ ἔριξαν τὸ δέρμα του στὴ θάλασσα, ἐξακολουθοῦσαν τὶς βασάνους ἐναντίον τοῦ ἄμορφου σώματος. Ἔτσι ὁ Νεομάρτυρας Δοῦκας ἐξέπνευσε, τὸ ἔτος 1564, ἀποδεικνύοντας τὴν ἀγάπη καὶ τὴν πίστη του στὸν Χριστό.
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας ὁ Ὁμολογητὴς ἐκ Ρουμανίας
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας, ὁ Ὁμολογητής, γεννήθηκε τὸ ἔτος 1600 στὴν Τρανσυλβανία καὶ καταγόταν ἀπὸ πτωχὴ καὶ εὐσεβῆ οἰκογένεια. Ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀγάπησε τὸν μοναχισμὸ καὶ ἔγινε μοναχὸς στὴ μονὴ Πούτνα. Λόγω τῆς θεοφιλοῦς πολιτείας του, μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μητροπολίτη Τρανσυλβανίας Γενναδίου (κοιμήθηκε 3 Σεπτεμβρίου 1640) καὶ μὲ τὴ συγκατάθεση τοῦ βοεβόδα τῆς Μολδαβίας Βασιλείου Λούπου, ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Τρανσυλβανίας.
Ὁ Ἅγιος ὑπερασπίσθηκε, ὡς Ἐπίσκοπος, τὴν ὀρθόδοξη πίστη μὲ ὅλη του τὴ δύναμη. Γι’ αὐτὸ φυλακίσθηκε καὶ ὑπέφερε τὰ πάνδεινα. Μετὰ ἀπὸ ἐννέα μῆνες ἔγκλειστου βίου στὴ φυλακή, ἀπελευθερώθηκε καὶ πῆγε στὴ Μολδαβία. Κατὰ τὸ ἔτος 1656 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος στὸ Χοὺς καὶ πάλι ἀγωνίσθηκε σκληρὰ γιὰ τὴν ὑπεράσπιση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Ὁ Ἅγιος Ἠλίας κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1678.
Ὁ Ἅγιος Σάββας ὁ Ὁμολογητὴς ἐκ Ρουμανίας
Ὁ Ἅγιος Σάββας, ὁ Ὁμολογητής, κατὰ κόσμον Συμεών, ἔζησε τὸν 17ο αἰῶνα μ.Χ. στὴν Τρανσυλβανία. Ἀφοῦ πέρασε κάποιο διάστημα στὴ μονὴ Κομάνα, ὅπου διδάχθηκε τὰ ἱερὰ γράμματα, διορίσθηκε ὡς ἱερέας στὴν περιοχὴ Ἀράντ. Τὸ ἔτος 1656 ἐξελέγη Μητροπολίτης Τρανσυλβανίας καὶ ποίμανε τὸ ποίμνιό του μὲ ἱερὸ ζῆλο καὶ ἀγάπη. Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, τὸ ἔτος 1680, ἐκθρονίσθηκε καὶ φυλακίσθηκε. Ἐπὶ τρία ὁλόκληρα χρόνια ὑπέφερε στὴ φυλακή, γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πάνδεινα βασανιστήρια. Ἀποφυλακίσθηκε τὸ ἔτος 1683 καὶ μετὰ ἀπὸ λίγο καιρό, λόγω τῶν κακουχιῶν καὶ τῶν βασάνων, παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ στὸν Θεό.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ὁ Ὁμολογητὴς ἐκ Ρουμανίας
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ εἶναι ὁ πρῶτος ἡσυχαστὴς τοῦ ὄρους Μπιζερικάνι τῆς Μολδαβίας, στὴ Ρουμανία, ἀλλὰ καὶ ὁ ἱδρυτὴς τῆς τοπικῆς μονῆς. Γεννήθηκε κατὰ τὸν 15ο αἰῶνα μ.Χ. σὲ ἕνα χωριὸ τῆς περιοχῆς τοῦ Νέματ καὶ ἀπὸ νεαρὴ ἡλικία ἀκολούθησε τὸ μοναχικὸ βίο. Ἐκάρη μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Μπιστρίτα καί, ἐπειδὴ ἐπιθυμοῦσε περισσότερη ἡσυχία, ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου Δομετιανοὺ καὶ ἀναχώρησε γιὰ τοὺς Ἁγίους Τόπους. Ἐπισκέφθηκε τὸν Πανάγιο Τάφο καὶ ἔπειτα ἀποσύρθηκε στὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη. Ἡ αὐστηρὴ ἀσκητικὴ ζωή, οἱ ἀγρυπνίες, οἱ προσευχὲς καὶ ἡ νηστεία τοῦ Ὁσίου, ἄρχισαν νὰ συγκεντρώνουν γύρω του πλῆθος μοναχῶν καὶ μαθητῶν. Ἡ νέα ἀδελφότητα ἀποτελοῦνταν ἀπὸ δεκαπέντε Ρουμάνους καὶ δυὸ Ἕλληνες καὶ ἀκολουθοῦσε πιστὰ τὸ παράδειγμα τοῦ ἀσκητικοῦ βίου τοῦ στάρετς. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑβδομάδος ὁ καθένας ζοῦσε κατὰ μόνας στὸ κελλί του καὶ ἔτρωγε ἐλάχιστα μία φορὰ τὴν ἡμέρα μέχρι τὴ δύση τοῦ ἡλίου. Τὴν Κυριακή, τὴν ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως, ὅλοι συνάγονταν στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Γερασίμου τοῦ Ἰορδανίτου γιὰ νὰ ἐκκλησιασθοῦν καὶ νὰ κοινωνήσουν. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα ἔτρωγαν ὅλοι μαζὶ καὶ ὁ χρόνος περνοῦσε μὲ ψαλμῳδίες καὶ πνευματικὲς συζητήσεις. Τὸ βράδυ ὁ καθένας ἐπέστρεφε στὸ κελλί του γιὰ μία ἀκόμη ἑβδομάδα ἀσκήσεως καὶ σιωπῆς.
Ὅμως οἱ ἐπιδρομὲς τῶν Ἀράβων στοὺς Ἁγίους Τόπους ἀνάγκασαν τὸν Ὅσιο Ἰωσὴφ καὶ τοὺς μαθητές του νὰ καταφύγουν στὴ Μολδαβία, στὴ μονὴ Μπιστρίτα καὶ στὴν συνέχεια στὸ ὄρος Μπιζερικάνι. Ἐδῶ ὁ Ὅσιος ἔχτισε ἕνα ξύλινο ναὸ καὶ ἕνα κελλί, ἐνῷ οἱ μαθητές του Σίμων, Μεθόδιος, Βαρνάβας, Ἀβέρκιος, Γερμανὸς καὶ Πύρρος ἐγκαταστάθηκαν στοὺς γύρω λόφους. Τὴν παρουσία τους ἐκεῖ, μαρτυροῦν σήμερα τὰ τοπωνύμια, ὅπως «ὄρος τοῦ Σίμωνος», «ὄρος τοῦ Μεθοδίου», «ὄρος τοῦ Βαρνάβα».
Οἱ κανόνες τοῦ ἀσκητικοῦ βίου στὴ νέα ἀσκητικὴ παλαίστρα, ἦταν οἱ ἴδιοι μὲ αὐτοὺς ποὺ ἐφάρμοζαν καὶ στὸν Ἰορδάνη. Ἀδιάλειπτη προσευχή, σιωπή, ἐξομολόγηση, ἀγρυπνίες, Θεία Κοινωνία. Ὁ Ὅσιος προσπαθοῦσε νὰ ἐφαρμόσει τὴν ἀκοίμητη ζωὴ τῶν Νηπτικῶν Πατέρων σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση τῆς μονῆς Στουδίου τῆς Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ὅσιος Ἰωσὴφ ἔζησε στὸ ἀσκητικό του ὄρος περισσότερο ἀπὸ τριάντα χρόνια καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1711.
Ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Νεομάρτυρας
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Νικόλαος κατοικοῦσε μαζὶ μὲ τὸν πατέρα του Χατζή-Κανέλο στὴν πόλη Γιαγιὰ Κιοΐ. Ὁ πατέρας του ἦταν ἐπιστάτης στὰ κτήματα τοῦ ἀγὰ τῆς πόλεως, ποὺ ὀνομαζόταν Καρὰ Ὀσουμάνογλου καὶ ἔχαιρε ἰδιαιτέρας ἐκτιμήσεως ἀπὸ τοὺς ἐκεῖ Τούρκους. Σὲ ἡλικία εἴκοσι δυὸ ἐτῶν ὁ Νικόλαος, ἀφοῦ εἶχε νυμφευθεῖ, ἔλαβε τὴν ἄδεια τοῦ πατέρα του καὶ τοῦ ἀγά, γιὰ νὰ μεταβεῖ πρὸς τακτοποίηση διαφόρων ὑποθέσεων στὴ Μαγνησία.
Εἰσερχόμενος στὴν πόλη φοροῦσε τουρκικὰ ὑποδήματα καὶ φέσι στὴν κεφαλή. Οἱ ὑπηρέτες τοῦ δικαστοῦ τῆς Μαγνησίας, παρ’ ὅτι τὸν γνώριζαν, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν προσήγαγαν στὸν δικαστή. Ὁ δικαστής, προσποιούμενος καὶ αὐτὸς ὅτι δὲν τὸν γνώριζε, ρώτησε τὸν Μάρτυρα μήπως ἐπιθυμοῦσε νὰ ἀσπασθεῖ τὴν θρησκεία τοῦ Μωάμεθ καὶ προτιθέμενος νὰ τὸ πράξει φόρεσε, ὡς σημεῖο τοῦ πόθου του, τὰ τουρκικὰ ὑποδήματα καὶ τὸ φέσι.
Ὁ Νικόλαος τότε ἀπάντησε μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία, λέγοντας: «Ὁ Θεὸς νὰ μὲ φυλάξει καὶ νὰ μὴν γίνει σὲ ἐμένα ποτὲ νὰ ἀρνηθῶ τὴν πίστη μου. Ἐγὼ τὰ ροῦχα αὐτὰ τὰ φοράω μὲ δική σας ἄδεια, ἐπειδὴ ὁ πατέρας μου εἶναι ὑπηρέτης καὶ δουλευτὴς δικός σας».
Ὁ δικαστὴς τότε διέταξε νὰ τὸν ραβδίσουν καὶ ὅταν διαπίστωσε τὸ ἄκαμπτο φρόνημα τοῦ νέου, ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν μαστιγώσουν πολύ. Μετὰ τὴν μαστίγωση ἀκολούθησαν κολακεῖες καὶ μεγάλες ὑποσχέσεις γιὰ τιμὲς καὶ ἀξιώματα, ἀλλὰ ὁ Νικόλαος παρέμεινε ἀμετάθετος στὴν ἀπόφασή του νὰ μαρτυρήσει γιὰ τὴν ἀγάπη του στὸν Χριστό.
Ἀφοῦ ὑπέμεινε καὶ τρίτη καὶ τέταρτη μαστίγωση, τὸν ἔριξαν στὴ φυλακή, ὅπου ὀμολογώντας τὸν Χριστὸ καὶ χαίροντας γιὰ τὰ παθήματά του, παρέδωσε τὸ πνεῦμα του, τὸ ἔτος 1769.
Ἀνάμνηση ἐγκαινίων ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου ἐν Κυπαρισσίῳ
Ὁ ναὸς αὐτὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στὸ Κυπαρίσσιον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἴσως νὰ ἀνῆκε στὸν Ἀτταλειάτη Μιχαὴλ (1077), διότι ἐκεῖ εἶχε τὸν οἰκογενειακὸ τάφο αὐτοῦ.
Σύναξη τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Μόλχᾳ τῆς Ρωσίας
Ἡ ἱερὰ εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τῆς Μόλχα, ἐμφανίσθηκε στὶς 18 Σεπτεμβρίου τοῦ ἔτους 1405 στὸν βαλτότοπο τῆς Μόλχα, κοντὰ στὴν περιοχὴ τοῦ Πούτιβ. Στὴν ἀρχὴ βρισκόταν στὸ μοναστῆρι τῆς ἐρήμου στὴ Μόλχα, στὸ Σοφρώνιεφ, ἀλλὰ μετὰ μεταφέρθηκε στὸ μοναστῆρι τοῦ Πούτιβλ, στὶς 24 Ἀπριλίου τοῦ ἔτους 1605.
Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.