Ὁ πατήρ Κυριακός. Μέρος Β'
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Θερμή δοξολογία καί εὐχαριστία ἀνέπεμψα στόν πανάγαθο Κύριο, πού φώτισε καί ἕσωσε τό ἀπολωλός. Τοῦ ἔστειλα κατόπιν μιά ἐγκάρδια, πατρική ἐπιστολή μαζί μέ τρεῖς φωτογραφίες μου. Γιά ν’ ἀναπαυθεῖ μάλιστα περισσότερο ἡ ψυχή του, τοῦ ἔστειλα γραπτή τήν ἄφεση. Καί μετά ἀπό λίγες ἡμέρες πῆρα τήν ἀπάντησή του:
«Σεβασμιώτατε Ἱεράρχα τοῦ Κυρίου καί προφιλέστατε Δέσποτα, πέφτω στά πόδια Σας, ἐγώ ὁ ἁμαρτωλός καί ἀνάξιος μοναχός Κυριακός, καί ζητῶ τήν πατρική Σας εὐλογία. Ἔλαβα τό γράμμα καί τίς τρεῖς φωτογραφίες, πού ἡ ἀγάπη Σας μου ἔστειλε. Ἡ μιά ἀπ’ αὐτές, ἐκείνη μέ τή χρυσοποίκιλτη ἀρχιερατική στολή, μέ γύρισε σαρανταπέντε χρόνια πίσω. Τότε, στό Βλαντιβοστόκ, πού παραβρέθηκα στή χειροτονία Σας σέ ἐπίσκοπο. Καί τόσο πολύ γέμισε ἡ ψυχή μου ἀπό χαρά, πού νόμισα πώς δέν θά ἀντέξω.
»Τό γράμμα Σας μοῦ θύμισε πολλά ἀπό τήν παλιά ζωή μου, τῆς ἄγνοιας καί τῆς ἁμαρτίας. Μοῦ θύμισε ἀκόμα τό ὀρθόδοξο ἱεραποστολικό κέντρο γιά τούς κοριάκους, στή Γιζίγ. Ἦταν τρία σπιτάκια στήν παραλία, ἀνάμεσα στούς λόφους, ὅπου περιθάλπατε τούς λεπρούς.
Λίγο πιό πέρα ἦταν καί ἡ ἐκκλησία τους, ἀφιερωμένη συμβολικά στόν πολύαθλο Ἰώβ. Ἐγώ μόνο μιά φορά βρέθηκα ἐκεῖ, τελούσατε ἀκολουθίες γιά τούς λεπρούς, φέρνατε τρόφιμα, βιβλία, δῶρα καί παιχνίδια στά λεπρά παιδιά. Ζοῦσαν ἐκεῖ ὅπως ζοῦμε κι ἐμεῖς ἐδῶ, στό ἵδρυμα τῶν ἀναπήρων· στό ἕνα σπιτάκι οἱ ἄντρες, στό ἄλλο οἱ γυναῖκες καί τά παιδιά. Μόνο πού ἐμεῖς δέν ἔχουμε παιδιά.
Εἴμαστε ὅλοι γέροι ἀνάπηροι, παρατημένοι, ξεχασμένοι ἀπ’ ὅλους.... ἐκτός ἀπό τόν πανάγαθο Θεό. Διακόσια ἄτομα μέχρι προχθές. Ἔφεραν ὅμως κι ἄλλους. Γίναμε διακόσιοι σαράντα. Πολύ στριμωγμένοι. Ἄχ, μέ πόση λαχτάρα θυμᾶμαι τή δική Σας φιλανθρωπία, τή δική Σας ἀγάπη στούς δυστυχισμένους καί φτωχούς ἀρρώστους στή Γιζίγ. Ὅταν ἤρθατε, νέος ἱερέας, ἤμουν τριάντα πέντε χρονῶν.
Κλέφτης, θεομπαίχτης καί ἀπατεώνας. Εἶχα μείνει ὀρφανός ἀπό ἕξι χρονῶν. Μέ μεγαλώσαν οἱ ἄποικοι ἔμποροι μέ ξύλο, μέ ἀπειλές, μέ κάθε εἴδους κακομεταχείριση. Τό μόνο καλό ἦταν, πώς κοντά τους ἔμαθα τή ρωσική γλώσσα καί πῆρα μιάν ἀρκετά καλή γραμματική καί λογιστική ἐκπαίδευση.
Δεκαπεντάχρονο μέ μάζεψε ὁ ἔμπορος Ἰγόρ Σεμένοβιτς Μπαράνωφ. Ἐκεῖνος μέ πῆρε κάποτε μαζί του στό στρατιωτικό αὐτοκρατορικό λιαμάνι. Ἐκεῖ στό στρατόπεδο Τιέρσκυ, εἶδα γιά πρώτη φορά στή ζωή μου ἐκκλησία. Τήν ὥρα ἐκείνη ἔφτανε ἕνας ἀρχιερέας.
Ἦταν ὁ ἐπίσκοπος Καμτσάτκας Μαρτινιανός. Δέν ἔμεινα πολύ. Ὁ Μπαράνωφ μέ πῆρε καί φύγαμε. Δέν σβήστηκε ὅμως ποτέ ἀπό μέσα μου ἐκείνη ἡ πρώτη καί μαγευτική ἐνύπωση, ἀπό τό ὀρθόδοξο ναό.
»Ὅταν ἤρθατε κοντά μας, ὅλοι οἱ ντόποι κάναμε πολλές συζητήσεις μεταξύ μας γιά τό πρόσωπό σας. Σᾶς ἀντιπαθοῦσαν ἀρκετοί, ἰδιαίτερα οἱ σαμάν. Ἐγώ ὁ ἄθλιος, μάλιστα θέλησα νά Σᾶς ξεγελάσω καί νά ἐμπαίξω τά θεῖα μυστήρια, παίρνοντας εἰκονικά τό βάπτισμα.
Αὐτός ὅμως ὁ φρικτός ἐμπαιγμός συνετέλεσε, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, στήν ἀληθινή μεταστροφή του. Ὁ νοῦς μου φωίσθηκε. Ἀναγεννήθηκα πνευματικά. Σέ μερικές ἡμέρες ἤμουν, ἀνεξήγητα γιά τ’ ἀνθρώπινα μέτρα, ἕνας ἐραστής τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ. Ποτέ καί τίποτα δέν εἶχα ποθήσει τόσο δυνατά, ὅσο τό νά γίνω σάν κι Ἐσᾶς. Ἐσεῖς ὅμως εἴχατε ἤδη φύγει.
»Μέ τήν βοήθεια ἑνός καλοῦ μου φίλου, ἦρθα στήν πόλη Μπλαγοβεστσένσκ. Ὁ ἐπίσκοπος τῆς πόλεως ὀνομαζόταν Βλαδίμηρος. Πῆγα σ’ ἐκεῖνον. Τοῦ διηγήθηκα καταλεπτῶς τά γεγονότα τῆς ζωῆς μου καί τόν πληροφόρησα γιά τίς καλές γραμματικές μου γνώσεις. Ὕστερα γονάτισα μπροστά του καί τόν ἱκέτεψα μέ δάκρυα νά μέ κάνει μοναχό καί ἱερέα. Στήν ἀρχή φάνηκε ἐπιφυλακτικός.
Ὅταν ὅμως εἶδε πώς ἐπέμενα καί δυνάμωνα τούς λυγμούς, λύγισε. Μέ κράτησε κοντά του ἕνα μήνα περίπου, καί μέ παρακολουθοῦσε προσεκτικά. Μετά μ’ ἔστειλε στό Καζάν, στό μοναστήρι Σπάσκυ. Ἐκεῖ ἔμεινα ἕξι μῆνες. Εἶχα πολύ ζῆλο. Ἔκανα σέ ὅλους ἀδιάκριτη ὑπακοή. Ἐργαζόμουν σκληρά σέ ὅλα τά διακονήματα, φροντίζοντας νά εἶμαι πολύ προσεκτικός. Ἔχοντας καλή φωνή, ἔμαθα γρήγορα νά ψάλλω, ὁπότε μ’ ἔκαναν καί μέλος τῆς ἐκκλησιαστικῆς χορωδίας. Τίς νύχτες μελετοῦσα μέ πολύ πόθο τά ἱερά βιβλία.
Ἀμέτρητα βιβλία διάβασα. Κοιμόμουν ἐλάχιστα. Καί ἡ ψυχή μου συνέχεια γέμιζε ἀπό ἀγάπη στόν Κύριο κι ἀπό λαχτάρα γιά τό μοναχικό σχῆμα. Προσευχόμουν ἀδιάκοπα στό Θεό νά μ’ ἀξιώσει τῆς μεγάλης τιμῆς. Στό μισό χρόνο ἐπάνω δέν ἄντεξα περισσότερη ἀναμονή. Ἔτραξα στό Τσιστοπόλσκ Ἀλέξιο, βοηθό ἐπίσκοπο τοῦ ἀρχιεπισκόπου Καζάν Νικάνορος. Μέ ἱκεσίες καί δάκρυα τόν ἐκλιπάρησα νά μέ κείρει μοναχό.»
Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.111-120
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο Ἀναβάσεις
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.