Ἡ συμμετοχὴ τοῦ Πατρ. Βαρθολομαίου στὶς ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις τῶν Παπικῶν στὸ Μιλάνο
ΙΕΡΑ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Η
ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΟΥ ΠΑΝ. ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ κ. κ. ΒΑΡΘΟΛΟΜΑΙΟΥ ΣΤΟΥΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΥΣ
ΤΩΝ ΠΑΠΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΑ 1700 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ «ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΜΕΔΙΟΛΑΝΩΝ» ΣΤΟ ΜΙΛΑΝΟ (14 Μαΐου 2013).
Μὲ πολὺ μεγάλη προσοχή, ἀλλὰ παράλληλα καὶ μὲ
πολλὴ ὀδύνη ψυχῆς παρακολουθήσαμε ἀπὸ τὸ διαδίκτυο τὴν «συμπροσευχὴ» καὶ τὴν
«συγχοροστασία» στὴν Βασιλική τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου στὸ Μιλάνο τῆς Ἰταλίας τοῦ
Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ. κ. Βαρθολομαίου καὶ τοῦ Ρωμαιοκαθολικοῦ
Καρδιναλίου τοῦ Μιλάνου κ. Angelo Scola καὶ μελετήσαμε τὸν χαιρετισμὸ τοῦ
Παναγιώτατου μὲ τίτλο «Τὸ μήνυμα τῆς ἐν ἐλευθερία ζωῆς κομίζομεν εἰς τὰ
Μεδιόλανα σήμερον», καθὼς καὶ τὴν ὁμιλία του κατὰ τὴν ἐπίσκεψή του στὴ Μονὴ τοῦ
Bose μὲ σκοπὸ τὸν συνεορτασμὸ μὲ τοὺς Παπικούς τῆς ἐπετείου τῶν 1700 χρόνων ἀπὸ
τῆς ἐκδόσεως τῆς Ἀποφάσεως (Διατάγματος) τῶν Μεδιολάνων.
Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ
παρασιωπήσωμε τὴν πικρία καὶ ἀπογοήτευσή μας, ἐν ταυτῶ δὲ καὶ τὴν πλήρη ἀντίθεσή
μας τόσον μὲ τὴν «συγχοροστασία», ὅσον καὶ μὲ τὰ δύο αὐτὰ κείμενα, τόσον ὡς πρὸς
τὸ ὕφος, ὅσον καὶ ὡς πρὸς τὸ περιεχόμενο. Ἐπειδὴ τὸ περιεχόμενό των ἅπτεται
θεμάτων πίστεως, ἐπὶ πλέον παραποιοῦνται ἱστορικὰ γεγονότα, ἔτι δὲ ἐπιστρατεύονται
μεγάλες πατερικὲς μορφὲς μὲ ἐκλεκτικὴ καὶ μονομερῆ παράθεση χωρίων καὶ λόγων
των, (μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προσδίδεται σ’ αὐτοὺς ἕνα ψευδὲς καὶ παραπλανητικὸ οἰκουμενιστικὸ
προσωπεῖο), δὲν ἔχουμε δικαίωμα νὰ ἀδιαφορήσουμε.
Ἡ πίστις εἶναι κοινὸ κτῆμα ὅλων,
κληρικῶν καὶ λαϊκῶν καὶ ὅλοι μας ἔχουμε εὐθύνη γιὰ τὴν διαφύλαξή της: Ὅπως εἶναι
ἤδη γνωστόν, «Ὁ πιστὸς λαὸς τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ μετὰ τοῦ κλήρου τὴν ἀγρυπνοῦσαν
συνείδησιν τῆς Ἐκκλησίας, ἥτις μαρτυρεῖ (κρίνει, διακρίνει, ἐγκρίνει καὶ ἀποδέχεται,
ἢ κατακρίνει καὶ ἀπορρίπτει) τὴν διδασκαλίαν καὶ τὰς πράξεις τῆς Ἱεραρχίας, ὡς ἀπεφάνθησαν
καὶ οἱ Πατριάρχαι τῆς Ἀνατολῆς ἐν τῇ ἐγκυκλίω αὐτῶν τῆς 6ης Μαΐου 1848: ‘‘ὁ
φύλαξ τῆς Ὀρθοδοξίας, τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὁ λαὸς αὐτὸς ἐστίν’’».[1]
Θεωρήσαμε λοιπὸν χρέος μας νὰ προχωρήσωμε στὸ σύντομο αὐτὸ σχολιασμό, ποῦ ἐπακολουθεῖ.
Μιὰ
πρώτη γενικὴ ἐπισήμανση, πού ἀφορᾶ καὶ τὰ δύο κείμενα, εἶναι ἡ διαπίστωση, ὅτι
σ’ αὐτὰ ὁ Παναγιώτατος, ὁμιλεῖ ἀπευθυνόμενος πρὸς Παπικοὺς αἱρετικούς, ὡσὰν νὰ ἤσαν
Ὀρθόδοξοι, ὡσὰν νὰ ἤσαν μέλη τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ὀρθοδόξου
Ἐκκλησίας. Οὐδόλως ἐπισημαίνεται τὸ γεγονός, ὅτι εὑρίσκονται ἐν αἱρέσει καὶ
πλάνη.
Οὐδεμία νύξις γίνεται πάνω στὶς χαώδεις δογματικὲς διαφορὲς πίστεως, οἱ ὁποῖες
μᾶς χωρίζουν ἀπὸ τὴν παπικὴ παρασυναγωγή, ἡ ὁποία ἐπιμένει νὰ ὀνομάζη ἐαυτὴν ὡς
«Καθολικὴ Ἐκκλησία» καὶ μάλιστα ὡς «αὐθεντική», ἐνῶ τὴν Ὀρθόδοξη θεωρεῖ ὡς «ἐλλειμματική»!
Καὶ οὐδεμία προσπάθεια νὰ τοὺς πείση, νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν πλάνη τοῦ Παπισμοῦ
καὶ νὰ προσέλθουν στοὺς κόλπους τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀκολουθώντας τὸν λόγον τοῦ
Μεγάλου Βασιλείου στὴν εὐχὴ τῆς Ἀναφορᾶς τῆς Θείας Λειτουργίας του: «Τοὺς
πεπλανημένους ἐπανάγαγε καὶ συναψον αὐτοὺς τῆ ἁγία σου Καθολικῆ καὶ Ἀποστολικῆ Ἐκκλησία».
Μιὰ τέτοια νοοτροπία ἀπηχεῖ τὸν τρόπο σκέψεως καὶ δράσεως τῶν Οἰκουμενιστῶν, οἱ
ὁποῖοι δὲν βλέπουν δογματικὲς πλάνες στὸν Παπισμό, ἀλλὰ ταυτότητα πίστεως μὲ τὴν
Ὀρθοδοξία, ἀκυρώνοντας ἔτσι στὴν πράξη ὅλη τὴν Πατερικὴ καὶ Κανονικὴ Παράδοση τῆς
Ἐκκλησίας μας. Ἐπ’ αὐτοῦ θὰ θέλαμε νὰ
παρακαλέσουμε θερμῶς τὸν Παναγιώτατο, μὲ ὅλο τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη, πού ἁρμόζει
στὸ πατριαρχικὸ ἀξίωμά του καὶ στὸ
πρόσωπό του, νὰ δηλώση εὐθέως καὶ δημοσίως, τί πιστεύει σχετικὰ μὲ τὸν Παπισμό.
Ἐὰν δηλαδὴ πιστεύει, ὅτι ὁ Παπισμὸς ἀποτελεῖ Ἐκκλησία, μὲ ἔγκυρα μυστήρια καὶ ἀποστολικὴ
διαδοχή, σύμφωνα μὲ ὅσα παρανόμως, ἀντιπατερικῶς καὶ ἀντικανονικῶς ὑπεγράφησαν
κατὰ τὴν Ζ΄ Γενικὴ Συνέλευση τῆς Μικτῆς Θεολογικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τοῦ Θεολογικοῦ
Διαλόγου, ἡ ὁποία συνῆλθε τὸν Ἰούλιο τοῦ 1993 στὸ Balamand τοῦ Λιβάνου καὶ τὰ ὁποῖα
συνιστοῦν πραγματικὴ προδοσία τῆς πίστεως: «Ἑκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται, ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη
ὁ Χριστὸς εἰς τὴν Ἐκκλησία του, (ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, μετοχὴ εἰς τὰ
αὐτὰ μυστήρια, κυρίως εἰς τὴν μίαν ἱερωσύνην τὴν τελοῦσαν τὴν μίαν θυσίαν τοῦ
Χριστοῦ, ἀποστολικὴ διαδοχὴ τῶν ἐπισκόπων), δὲν δύνανται νὰ θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστικὴ
ἰδιοκτησία μιᾶς τῶν ἡμετέρων Ἐκκλησιῶν.
Εἶναι σαφές, ὅτι ἐντός τοῦ πλαισίου
τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισμός. Διὰ τοῦτον ἀκριβῶς τὸν λόγον ἡ Καθολικὴ Ἐκκλησία
καὶ ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀναγνωρίζουν ἑαυτὰς ἀμοιβαίως ὡς ἀδελφάς Ἐκκλησίας, ἀπὸ
κοινοῦ ὑπευθύνους διὰ τὴν τήρησιν τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ ἐν τῇ πιστότητι πρὸς τὴν
θείαν οἰκονομίαν, ἰδιαίτατα ὡς πρὸς τὴν ἑνότητα» (παράγρ. 13,14). Καὶ ἐὰν ὄντως
ἔτσι πιστεύει, τότε νὰ μᾶς ἐξηγήσει, γιατί δὲν προχωρεῖ κατὰ τρόπον ἐπίσημον στὸ
«κοινὸ ποτήριο», στὴν intercommunio.
Διότι εἶναι ἀνακόλουθο
καὶ ἀντιφατικὸ ἡ κοινὴ πίστις νὰ μὴν συνοδεύεται ἀπὸ τὸ συλλείτουργο στὸ «κοινὸ
ποτήριο». Εἶναι ἐπίσης ἀνακόλουθο καὶ ἀντιφατικό, ὅταν μὲν ἐπισκέπτεται τὸ Ἅγιον Ὅρος καὶ διάφορες Μητροπόλεις τῆς Ἑλλάδος,
νὰ χρησιμοποιῆ ἀκραιφνῶς Ὀρθόδοξη γλώσσα, ἐνῶ ὅταν ἀπευθύνεται σὲ Παπικοὺς, νὰ
χρησιμοποιῆ Οἰκουμενιστικὴ γλώσσα. Μιὰ τέτοια διγλωσσία δημιουργεῖ σύγχυση στὸν
πιστὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ καὶ ὁπωσδήποτε ἔρχεται σὲ πλήρη ἀντίθεση μὲ τὸν λόγον τοῦ
Κυρίου: «Ἔστω δὲ ὁ λόγος ὑμῶν ναὶ ναὶ καὶ οὗ οὗ» (Ματθ. 5,37) καὶ πρὸς τὸν
λόγον τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «πιστὸς δὲ ὁ Θεός, ὅτι ὁ λόγος ἠμῶν ὁ πρὸς ὑμᾶς οὐκ
ἐγένετο ναὶ καὶ οὗ» (Α΄Κορ.1,18).
Ἐπίσης
στὴν προσφώνησή του ὁ Παναγιώτατος ἀναφέρεται στὸν σκοπὸ τῆς ἀφίξεώς του στὴν
πόλη τοῦ Μιλάνου: «Ἔχομεν τὴν χαρὰν καὶ τὴν εὐλογίαν νὰ εὐρισκώμεθα σήμερον εἰς
τὴν πόλιν σας μετὰ ἀπὸ εὐγενῆ πρόσκλησιν τοῦ Σεβασμιωτάτου ἀδελφοῦ Καρδιναλίου
κυρίου Angelo Scola, διὰ νὰ τιμήσωμεν καὶ μὲθ’
ὑμῶν,…τὴν ἐπέτειον τῆς συμπληρώσεως 1700 ἐτῶν ἀπὸ τῆς διακηρύξεως τῆς ἀνεξιθρησκείας
ὑπὸ τοῦ θεοπνεύστου ἠγέτου τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας ἐν Ἁγίοις Κωνσταντίνου τοῦ
Μεγάλου, μὲ τὴν ἀπὸ κοινοῦ μετὰ τοῦ συναυτοκράτορος αὐτοῦ Λικινίου ἔκδοσιν
νομοθετήματος ὑπὸ τὴν συμβατικὴν καὶ συνοπτικὴν ὀνομασίαν "Διάταγμα τῶν
Μεδιολάνων"». Ἀποτελεῖ ἀναντίρρητο κοσμοϊστορικὸ γεγονός, ὅτι ἡ ἔκδοσις τῶν
ἀποφάσεων (Διατάγματος) τῶν Μεδιολάνων, ὑπὸ τοῦ Ἁγίου καὶ Ἰσαποστόλου
Κωνσταντίνου καὶ τοῦ συναυτοκράτορος αὐτοῦ Λικινίου, ἔστρεψε κυριολεκτικὰ τὴν
ροὴ τῆς ἱστορίας καὶ ἐγκαινίασε μιὰ νέα ἐποχὴ γιὰ τὴν πνευματικὴ πορεία τῆς ἀνθρωπότητος.
Αὐτὸ σημαίνει, πώς ὁ ἑορτασμὸς τῆς συμπληρώσεως τῶν 1700 χρόνων αὐτοῦ τοῦ
μοναδικοῦ ἱστορικοῦ γεγονότος εἶναι ἐπιβεβλημένη, γιὰ νὰ τιμηθῆ πρωτίστως ὁ ἰθύνων
νοῦς αὐτοῦ, ὁ πρῶτος καὶ μεγάλος αὐτοκράτορας τῆς Ρωμιοσύνης, ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος.
Ἡ Ὀρθόδοξη Καθολικὴ Ἐκκλησία μας ἔχει κάθε λόγο, νὰ ἑορτάζη τὴν ἐπέτειο αὐτή,
διότι μόνη Αὐτή, ὡς ἡ Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἔμεινε
πιστὴ στὶς ἐπιταγὲς τοῦ Διατάγματος καὶ ἐφήρμοσε ἐπακριβῶς μέχρι σήμερα τὶς ἀρχὲς
τοῦ σεβασμοῦ τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας.
Οὐδέποτε ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία στὴν ἱστορικὴ
πορεία της μέχρι σήμερα ὑπέθαλψε ἢ πρωτοστάτησε σὲ θρησκευτικοὺς πολέμους μὲ
στόχο τὴν διὰ τῆς βίας ἐπιβολὴ τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Ἀντιθέτως ὁ Παπισμός, ὅπως
τουλάχιστον μαρτυροῦν τὰ ἱστορικὰ γεγονότα ἀπὸ τὶς πηγές, ἐκφυλισθείς ἰδίως μετὰ
τὸ σχίσμα τοῦ 1054 σὲ στυγνὸ Παποκαισαρισμὸ καὶ ὑποκύψας στὸν τρίτο πειρασμὸ τοῦ
Χριστοῦ, κατεπάτησε σὲ πάμπολλες περιπτώσεις μὲ τὸν πλέον ἀσεβῆ καὶ βάναυσο
τρόπο τὶς ἀρχὲς τοῦ Διατάγματος καὶ γενικά τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας καὶ τῆς ἀξιοπρέπειας
τοῦ προσώπου καὶ διέπραξε φρικτὰ καὶ ἀποτρόπαια ἐγκλήματα, τόσον ἐναντίον τῶν Ὀρθοδόξων,
ὅσον καὶ κατὰ ἄλλων θρησκευτικῶν πίστεων. Δὲν εἶναι τοῦ παρόντος νὰ ἀναφερθοῦμε
διεξοδικὰ σὲ ἕνα πλῆθος ἱστορικῶν γεγονότων. Σταχυολογοῦμε μόνον ὁρισμένα ἐξ αὐτῶν,
ποῦ ἀποδεικνύουν τοῦ λόγου τὸ ἀληθές:
Ἀναφέρουμε τὰ ἀτελείωτα στίφη τῶν σταυροφόρων
(11ος-13ος αἰών), τὰ ὁποῖα, μὲ τὴν «εὐλογία» τῶν Παπῶν καὶ ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς ἀπελευθερώσεως
τῶν Ἁγίων Τόπων, ἐπέδραμαν στὴν Ὀρθόδοξη Ἀνατολὴ καὶ προκάλεσαν κάθε εἴδους
βιαιότητες καὶ καταστροφές. Ἐπέβαλαν δὲ στὰ λατινικὰ κρατίδια, τὰ ὁποῖα ἵδρυαν,
τὸ ἰδικὸ τοὺς φράγκικο ἐκκλησιαστικο-πολιτικὸ καθεστώς, καταπιέζοντας τοὺς
τοπικοὺς Ὀρθοδόξους πληθυσμοὺς καὶ ἐπιδιώκοντας τὸν ἐκλατινισμό.
Ὅπως σημειώνει
ὁ ἱστορικός: «Οἱ Ὀρθόδοξοι πληθυσμοὶ τῶν κρατιδίων αὐτῶν πιέσθηκαν ὄχι μόνον νὰ
ὑποταγοῦν στὴν πολιτικὴ καὶ ἐκκκλησιαστικὴ ἡγεσία τῆς Δύσεως, ἀλλὰ καὶ νὰ
προσαρμοσθοῦν στοὺς δυτικοὺς κανόνες ἐκκλησιαστικῆς καὶ κοινωνικῆς ὀργανώσεως,
οἱ ὁποῖες ἀποτυπώθηκαν στὶς Ἀσσίζες».[2] Οἱ βιαιοπραγίες καὶ οἱ βανδαλισμοὶ τῶν Σταυροφόρων
ἔφθασαν στὸ ἀποκορύφωμά τους κατὰ τὴν Δ΄ Σταυροφορία, κατὰ τὴν ὁποία
κατώρθωσαν, νὰ καταλάβουν τὴν Κωνσταντινούπολη (13.4.1204). Εἶναι φρικτὲς οἱ
περιγραφές, πού μᾶς παραδίδει ὁ ἱστορικός: Ἡ Πόλη «γνώρισε φρικώδεις στιγμὲς
λεηλασίας καὶ βιαιοτήτων.
Ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες ἐγκαταλείφθηκε στὴ βάρβαρη διάθεση τῶν
κατακτητῶν, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον λεηλάτησαν καὶ σύλησαν τὰ πάντα, ἀλλὰ καὶ ἐξετράπησαν
σὲ κάθε εἴδους βιαιότητες ἢ καὶ βαρβαρότητες ἐναντίον τοῦ τοπικοῦ πληθυσμοῦ».[3] Μὲ πολὺ μελανὰ χρώματα περιγράφει τὴν
καταστροφὴ καὶ ὁ βυζαντινὸς ἱστορικὸς Νικήτας Χωνιάτης: «Οἱ βάρβαρες πράξεις τους
ὅσον ἀφορᾶ στὰ ἀριστουργήματα τῆς τέχνης ὠχριοῦν μπρὸς σ’ ἐκεῖνες τῶν Μωαμεθανῶν,
κατὰ τὴν δήωση τῆς πόλεως τῶν Ἱεροσολύμων…Οἱ φόνοι καὶ οἱ βιασμοί, οἱ
διακωμωδήσεις καὶ οἱ βεβηλώσεις, ξεπέρασαν τὴ δυνατότητα κάθε ἀνθρώπινης
φαντασίας».[4]
Ἀναφέρουμε
τὸν ἐπαίσχυντο θεσμὸ τῆς «Ἱερᾶς Ἐξετάσεως», δηλαδὴ τὰ ἐκκλησιαστικὰ δικαστήρια,
τὰ ὁποῖα ἐπενόησε ὁ Παπισμὸς κατὰ τὸν Μεσαίωνα, ἀπὸ τὸν 13ον ἕως τὶς ἀρχὲς τοῦ
19ου αἰῶνος (1821), γιὰ τὴν ἐξολόθρευση τῶν αἱρετικῶν. Ὅπως ἀναφέρουν οἱ πηγές,
οἱ ἱεροεξεταστὲς προκειμένου νὰ ἐξαναγκάσουν τοὺς θεωρηθέντες ὡς αἱρετικοὺς νὰ ὁμολογήσουν
τὰ αἱρετικά τους φρονήματα, ἢ προκειμένου νὰ τοὺς ἐξαναγκάσουν νὰ μετανοήσουν
γι’ αὐτά, τοὺς ὑπέβαλλον σὲ φρικτὰ βασανιστήρια: «Ἡ κάθειρξις, συνοδευομένη ἀπὸ
νηστεία, ἡ στέρησις τοῦ ὕπνου, ἡ ἀπομόνωσις, βάρη εἰς τοὺς πόδας καὶ ἁλύσεις εἰς
τὰς χείρας, ἀλλὰ καὶ μαρτύρια σκληρότερα. Ἂν ὁ κρατούμενος ἐδείκνυε πεῖσμα, ὑπεβάλλετο
εἰς βασανιστήρια, εἰς τὰ ὁποῖα ἔπρεπε, νὰ ἀποφεύγεται πάντοτε ὁ ἀκρωτηριασμὸς
καὶ ὁ κίνδυνος θανάτου».[5] Ἐν τέλει παρεδίδετο στὴν κοσμικὴ ἐξουσία,
προκειμένου νὰ τοῦ ἐπιβληθῆ ἡ ἐσχάτη τῶν ποινῶν. «Ἂν τὸ λαϊκὸ δικαστήριο δὲν
παρέδιδε εἰς τὰς φλόγας τὸν ἀμετανόητο ἢ τὸν ὑποτροπιάσαντα (αἱρετικό), θὰ ἐτέλει
ὑπὸ ἀφορισμὸν ὡς εὐνοῆσαν τὴν αἵρεσιν».[6]
Ἀναφέρουμε ἐπίσης τὴν φρικτὴ νύχτα τοῦ Ἁγίου
Βαρθολομαίου (Αὔγουστος τοῦ 1572) καὶ τὴν ἐν ψυχρῶ δολοφονία 29.000 Οὐγενότων. Ἀναφέρουμε
τὶς Παπικὲς καὶ Προτεσταντικὲς «Ἱεραποστολὲς» ἀπὸ τὸν 16ον αἰώνα καὶ ἐντεῦθεν
στὶς χῶρες τοῦ Τρίτου Κόσμου. «Οἱ ‘‘Ἱεραποστολὲς’’ αὐτὲς δὲν ὑπῆρξαν ἀμέτοχες ἀπὸ
ἰδιοτελῆ συμφέροντα καὶ κοσμικὲς ἐπιδιώξεις καὶ στόχους.
Βρέθηκαν μπλεγμένες καὶ
συμμέτοχες στὶς κυριαρχικὲς προσπάθειες τοῦ ἀποικιοκρατικοῦ ἐπεκτατισμοῦ τῶν
τότε μεγάλων εὐρωπαϊκῶν δυνάμεων, στὶς χῶρες τῆς Ἀφρικῆς, τῆς Λατινικῆς Ἀμερικῆς
καὶ τῆς Ἀσίας. Συμπορεύθηκαν καὶ συνταυτίστηκαν μέχρις ἑνὸς βαθμοῦ, μὲ τὶς
δυνάμεις αὐτές, οἱ ὁποῖες προκειμένου νὰ ἐπιτύχουν τοὺς στόχους τους, δὲ
δίστασαν νὰ καταφύγουν στὴν ἐκμετάλλευση, στὴν καταπίεση, στὸ δουλεμπόριο, ἀκόμη
καὶ σὲ πολεμικὲς ἀναμετρήσεις μὲ τοὺς ντόπιους πληθυσμούς. Μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ οἱ
‘‘Ἱεραποστολὲς’’ αὐτὲς θέλησαν νὰ ἐπιβάλλουν τὴ δική τους ἐκκλησιαστική ἀποικιοκρατία,
συμπράττοντας ὅμως καὶ συνευδοκώντας στὴ
βία καὶ στὴν αἱματοχυσία».[7]
Ἀναφέρουμε
τὴν ἀνείπωτη γενοκτονία τῶν Σέρβων Ὀρθοδόξων ἀδελφῶν μας ἀπὸ τοὺς παπικοὺς Οὐστάσι,
οἱ ὁποῖοι μὲ τὶς «εὐλογίες» τῆς «Ἁγίας Ἕδρας» καὶ τὴν «ἐμψύχωση» καὶ καθοδήγηση
τοῦ διαβόητου Κροάτη «ἀρχιεπισκόπου» Στέπινατς βασανίστηκαν καὶ θανατώθηκαν
περισσότεροι ἀπὸ 880.000 ἄνθρωποι, ἐπειδὴ δὲν ἤθελαν νὰ ἀρνηθοῦν τὴν Ὀρθοδοξία
καὶ νὰ ἀσπασθοῦν τὸν Παπισμό! Μοναδικὸ στὸ εἶδος του καὶ ἀνεπανάληπτο στὶς
περιγραφὲς του ἀποτελεῖ τὸ βιβλίο τοῦ Avro Manchatan μὲ τίτλο «Τὸ Ὁλοκαύτωμα τοῦ
Βατικανοῦ», στὸ ὁποῖο ὁ συγγραφέας μὲ φωτογραφίες καὶ ἱστορικὰ ντοκουμέντα, τὰ ὁποῖα
συνέλεξε ἀπὸ τὰ ἀρχεῖα της (τότε) Γιουγκοσλαβικῆς Κυβέρνησης, τῆς Ὀρθόδοξης
Σερβικῆς Ἐκκλησίας, τοῦ Ο.Η.Ε. καὶ ἄλλων ἐπισήμων Ὀργανισμῶν, περιγράφει σκηνὲς
τρόμου καὶ ἀπίστευτης θηριωδίας.
Μεταφέρουμε ἕνα ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ βιβλίο του: «Ἡ
Καθολικὴ Ἐκκλησία δὲν ἄφησε τὴν πραγματοποίηση ἑνὸς θρησκευτικοῦ πολέμου στὸν
στρατό, ὅπως εἶχε κάνει σὲ παρόμοιες καταστάσεις στὸ παρελθόν. Μπῆκε ὁρμητικὰ
στὸ πεδίο μάχης, ἀποφεύγοντας τὶς προφυλάξεις καὶ κραδαίνοντας τὸ σπαθὶ της ἐνάντια
σὲ ὅσους εἶχε ἀποφασίσει νὰ ἐξολοθρεύση, μὲ μιὰ εὐθύτητα, πού εἶχε πολὺ καιρὸ νὰ
δεῖ ὁ κόσμος. Πολλοὶ σχηματισμοὶ τῶν Οὐστάσι καθοδηγοῦνταν ἀπὸ Καθολικοὺς Ἱερεῖς
καὶ συχνὰ ἀπὸ μοναχούς, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὁρκιστεῖ νὰ πολεμήσουν μὲ μαχαίρι καὶ ὅπλο
γιὰ τὴ ‘‘δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Κροατίας’’.
Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς δὲν δίστασαν νὰ
ἐκτελέσουν τὰ πιὸ ἐπονείδιστα καθήκοντα, ὑπερηφανευόμενοι γιὰ πράξεις, πού θὰ ἔκαναν
κάθε ‘εἰδωλολάτρη ἢ βάρβαρο ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴ’ νὰ ντρέπεται. Καὶ ὅλα αὐτὰ στὸ ὄνομα
τοῦ Παπισμοῦ! Ἔτσι ἐνῶ μερικοί, ὅπως ἔχουμε ἤδη δεῖ, διοικοῦσαν τὰ στρατόπεδα
συγκεντρώσεως, ἄλλοι καθοδηγοῦσαν τοὺς ὁπλισμένους Οὐστάσι στὸ κλείσιμο Ὀρθοδόξων
Ἐκκλησιῶν, στὴν κατάσχεση ἀρχείων, στὸ διωγμό, τὴ σύλληψη, ἀκόμα καὶ στὴ
δολοφονία Ὀρθοδόξων, συμπεριλαμβανομένων καὶ Ὀρθοδόξων Ἱερέων».[8] Καὶ βέβαια ἡ «Ἁγία Ἕδρα» φρόντισε ἐπὶ Πάπα Ἰωάννου
Παύλου τοῦ Β΄, νὰ «ἁγιοποιήσει» τὸν ἀρχιδολοφόνο καὶ ἀρχιμάστορα αὐτῆς τῆς
γενοκτονίας «ἀρχιεπίσκοπο» Ἀλουΐσιο Στέπινατς, πράγμα πού ἀποδεικνύει, ὅτι ὁ
Παπισμὸς ὄχι μόνον δὲν μετάνιωσε ποτὲ γιὰ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐγκλήματα, ἀλλὰ καὶ καυχᾶται
γι’ αὐτά. Τὸ δὲ ἀκόμη τραγικότερο εἶναι τὸ γεγονός, ὅτι οὔτε τὸ Οἰκουμενικό, οὔτε
κάποιο ἄλλο Ὀρθόδοξο Πατριαρχεῖο, τόλμησε ὄχι νὰ ἀποδοκιμάσει, ἀλλὰ οὔτε κἄν νὰ
ἀρθρώσει λέξη γιὰ ὅλα τα παρὰ πάνω.
Ἀναφέρουμε
τέλος τὴν ἐπάρατη Οὐνία, ἡ ὁποία, καθοδηγούμενη ἀπὸ τὸ Βατικανό, ἐπὶ αἰῶνες
τώρα (13ος αἰὼν καὶ ἐντεῦθεν), ἰδιαιτέρως ὅμως τὶς τελευταῖες δεκαετίες μετὰ τὴν
πτώση τῶν καθεστώτων τοῦ ὑπαρκτοῦ Σοσιαλισμοῦ στὶς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς Εὐρώπης,
ἀνέπτυξε μία πρωτοφανῆ προσηλυτιστικὴ δράση, μὲ ἁρπαγές, λεηλασίες καὶ
βιαιότητες, εἰς βάρος τῶν καθημαγμένων ἀπὸ τοὺς διωγμούς, λόγω τοῦ προηγηθέντος
κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν καὶ προκάλεσε τὴν δικαία ἀγανάκτηση
τῶν Ὀρθοδόξων.
Γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος φάνηκε τὸ ἀπεχθὲς
προσωπεῖο τῶν μεσαιωνικῶν μεθόδων προσηλυτισμοῦ καὶ προπαγάνδας τοῦ Παπισμοῦ. Ὅπως
παρατηρεῖ σύγχρονος ἐρευνητής: «Οἱ Ὀρθόδοξες χῶρες θεωρήθηκαν ὡς τόποι ἱεραποστολῆς,
ὡς terrae missionis. Ἱεραποστολικὲς ἀποστολὲς μὲ ἄφθονα ὑλικὰ καὶ οἰκονομικὰ
μέσα ἀνέλαβαν τὸν ἐπανευαγγελισμὸ τῶν Ὀρθοδόξων μπροστὰ στὰ ἔκπληκτα μάτια τῶν ὑπευθύνων
ἡγετῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, πού ἔβλεπαν ἀκόμη καὶ ἄσκηση βίας εἰς βάρος τῶν
Ὀρθοδόξων ἀπὸ τοὺς Οὐνίτες, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιοῦν τὶς νέες συνθῆκες ἐλευθερίας
γιὰ συνέχιση τῆς ἀνασταλείσης προσηλυτιστικῆς τους δράσεως».[9]
Μὲ
βάση τὰ ὅσα παρὰ πάνω ἀναφέραμε, (ἀλλὰ καὶ ἄλλων τὰ ὁποῖα θὰ μπορούσαμε νὰ
παραθέσουμε), πιστεύουμε ὅτι οἱ ἑορτασμοὶ τῶν Παπικῶν γιὰ τὴν ἐπέτειο τῆς ἐκδόσεως
τοῦ «Διατάγματος τῶν Μεδιολάνων» ἀποτελοῦν ἕνα θέατρο γιὰ δημιουργία ἐντυπώσεων,
μιὰ ἀκραία ὑποκριτικὴ ἐνέργεια, σὰν κι αὐτὲς πού προβαίνει κάθε τόσο τὸ
Βατικανό. Καὶ τὸ χειρότερο: θεωροῦμε τὴν πράξη του αὐτὴ ἀληθινὴ βεβήλωση τῆς ἐπετείου
τοῦ μεγάλου γεγονότος.
Διότι τὸν πρῶτο λόγο, πού θὰ ἔπρεπε νὰ ἀκούσουμε αὐτὲς τὶς
ἡμέρες ἀπὸ τὰ στόματα τῶν Παπικῶν «ἑορταστῶν», εἶναι ἡ συγγνώμη τους γιὰ τὴν
καταπάτηση τῶν ἀρχῶν τοῦ Διατάγματος. Θεωροῦμε δὲ τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Παναγιωτάτου
μὲ σκοπὸ τὴν συμμετοχή του στοὺς ἑορτασμοὺς αὐτούς, ἕνα ὀδυνηρὸ ὀλίσθημα, πού ἔρχεται
νὰ προστεθῆ σὲ προηγούμενα ὀλισθήματα τῶν τελευταίων μηνῶν, ὅπως ἡ συμμετοχή
του στοὺς ἑορτασμοὺς γιὰ τὴν ἐπέτειο τῶν 50 ἐτῶν ἀπὸ τὴν ληστρικὴ καὶ αἱρετικὴ
Β΄ Σύνοδο τοῦ Βατικανοῦ καὶ ἡ συμμετοχή του στὴν ἐνθρόνιση τοῦ νέου Πάπα
Φραγκίσκου τοῦ Α΄. Ὀλισθήματα τὰ ὁποῖα προκάλεσαν βαρύτατο σκανδαλισμὸ τοῦ Ὀρθοδόξου
πληρώματος.
Δὲν
εἶναι ὅμως μόνον ἡ παρουσία τοῦ Παναγιωτάτου Πατριάρχη στὶς Παπικὲς φιέστες, πού
σκανδάλισε τὸν πιστὸ λαό. Σκανδαλισμὸ ἐπίσης προκάλεσαν πολλὰ σημεῖα τῶν δύο
προσφωνήσεών του πρὸς τοὺς ὡς ἄνω μνημονευθέντες, Καρδινάλιο καὶ Ἡγούμενο.
Προχωροῦμε σὲ ἕνα σύντομο σχολιασμὸ τῶν κυριωτέρων ἐξ αὐτῶν:
Στὴν
προσφώνησή του πρὸς τὸν Καρδινάλιο κ. Scola κάνει λόγο γιὰ «τὴν γονιμοποίησιν τῆς
ρωμαϊκῆς νομοθεσίας ἀπὸ τὴν χριστιανικὴν σκέψιν καὶ τὸ καινὸν καὶ παράδοξον πνεῦμα,
τὸ ὁποῖον ἔφερεν εἰς τὸν κόσμον ἡ ἐπίγειος παρουσία τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ…»
καὶ ὅτι «χάρις εἰς τὸν γόνιμον τοῦτον συνδυασμὸν ἐπραγματοποιήθησαν διὰ τὴν Εὐρώπην
καθοριστικαὶ κατακτήσεις εἰς τὴν πνευματικὴν πρόοδον τῆς ἀνθρωπότητος».
Ἡ
διατύπωση αὐτὴ πάσχει, διότι ἀγνοεῖται ὁ ρόλος τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς φιλοσοφίας
καὶ πολιτισμοῦ στὴν διαμόρφωση τοῦ Ἑλληνοχριστιανικοῦ Πολιτισμοῦ. Ἡ Ἀνατολικὴ
Ρωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία (Ρωμανία) τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶχε ἕνα βαθύτατα ἑλληνικὸ
καὶ χριστιανικὸ χαρακτήρα, διότι ὑπῆρξε κατὰ κύριον λόγον καρπὸς ἑνὸς γόνιμου
συνδυασμοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ Χριστιανισμοῦ, ἡ δὲ ρωμαϊκὴ νομοθεσία ἔπαιξε δευτερεύοντα
ρόλο.
Ἐκφραστὲς καὶ αὐτουργοὶ αὐτοῦ τοῦ γόνιμου συνδυασμοῦ, Ἑλληνισμοῦ καὶ
Χριστιανισμοῦ, ὑπῆρξαν οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, οἱ ὁποῖοι, ἔχοντες
ἄριστη γνώση τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ πνεύματος, ἐδανείσθηκαν ἀπὸ αὐτὸ τὴν ἑλληνικὴ
γλώσσα καὶ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφικὴ ὁρολογία, στὴν ὁποία ὅμως ἔδωσαν ἕνα ἐντελῶς
διαφορετικό, δηλαδὴ χριστιανικὸ περιεχόμενο, προκειμένου νὰ διατυπώσουν τὰ
δόγματα τῆς πίστεως καὶ νὰ ἀναπτύξουν μὲ ἀκρίβεια τὴν χριστιανικὴ διδασκαλία.
Ὅπως
παρατηρεῖ σὲ πρόσφατο δημοσίευμά του ὁ
π. Γεώργιος Μεταλληνός: «Τὰ στηρίγματα τῆς αὐτοκρατορίας τῆς Νέας Ρώμης εἶναι: ἡ
Ρωμαϊκὴ Οἰκουμένη καὶ νέα πολιτειακὴ ἰδεολογία, ὁ Χριστιανισμός, ὡς Πατερικὴ Ὀρθοδοξία
καὶ ἡ Ἑλληνικότητα (γλώσσα, πολιτισμός, παιδεία)…Καρδιὰ τῆς αὐτοκρατορίας ἦταν ἡ
ἑλληνικότητα (γλώσσα, παιδεία,
πολιτισμός). Ἀπὸ τὸν Ἰουστινιανὸ (6ος αἰὼν) μέχρι τὸν Ἡράκλειο (7ος αἰὼν) ἐξελληνίζεται
καὶ ἡ κρατικὴ διοίκηση (Νεαρές)».[10]
Ἀναφέρεται
ἐπίσης στὴν «εὐθύνη ἡμῶν τῶν πνευματικῶν ἡγετῶν ἔναντι τῆς ἀνθρωπότητος
καὶ τοῦ κόσμου». Εἶναι δὲ ἡ εὐθύνη αὐτὴ «ὁ εὐαγγελισμὸς ἢ ἐπανευαγγελισμὸς τῆς ἀληθείας,
ὅτι ἡ πίστις μας εἶναι ζῶσα καὶ ὄχι ἰδεολογικὸ κατασκεύασμα καὶ ἀνθρώπινη
θεωρία». Ἔχουμε Παναγιώτατε Δέσποτα, κοινὴ ζῶσα πίστη μὲ τοὺς αἱρετικοὺς Παπικοὺς
καὶ κοινὴ εὐθύνη μετ’ αὐτῶν γιὰ τὸν εὐαγγελισμὸ ἢ ἐπανευαγγελισμὸ τῆς ἀληθείας;
Ποιὰ ἀλήθεια θὰ εὐαγγελισθοῦν οἱ Παπικοὶ εὑρισκόμενοι στὸ σκότος τῆς πλάνης; Πῶς
ἔχουμε κοινὴ πίστη μαζί τους καθ’ ὃν χρόνον μᾶς χωρίζουν χαώδεις δογματικὲς
διαφορές, τὶς ὁποῖες ἐπεσήμαναν οἱ ἅγιοι Πατέρες μας καὶ τὶς κατέγραψαν στὰ
συγγράμματά τους, τὶς κατεδίκασαν δὲ μὲ πλῆθος Συνόδων; Ἀποτελεῖ κοινὴ πίστη
(γιὰ παράδειγμα) ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Filioque, τὴν ὁποία κατεδίκασαν ὁ
Μέγας Φώτιος, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς καὶ ἄλλοι μεταγενέστεροι Πατέρες;
Ἰδοὺ
τί γράφει περὶ τῆς κακοδοξίας αὐτῆς ὁ μέγας Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας ἅγιος Γρηγόριος
ὁ Παλαμᾶς στὸν πρῶτο του λόγο «Περὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος»: «Οὗτος
τοίνυν ὁ νοητὸς καὶ διὰ τοῦτο μᾶλλον ἐπάρατος ὄφις, τὸ πρῶτον καὶ μέσον καὶ
τελευταῖον κακὸν (ὁ διάβολος)…διὰ τῶν αὐτῶ πειθηνίων Λατίνων περὶ
Θεοῦ καινάς εἰσφέρει φωνάς, μικράν μὲν δοκούσας ἔχειν ὑπαλλαγήν, μεγάλων δὲ κακῶν
ἀφορμάς καὶ πολλὰ καὶ δεινὰ φερούσας…».[11]
Παρὰ κάτω δὲ προσθέτει: «Ἀλλ’ ἠμεῖς διδαχθέντες ὑπὸ τῆς θεοσοφίας τῶν Πατέρων,
αὐτοῦ τά νοήματα μὴ ἁγνοεῖν, ἀφανῆ τὴν ἀρχὴν ὡς ἐπίπαν τοῖς πολλοῖς τυγχάνοντα,
οὐδέποτ’
ἂν ὑμᾶς κοινωνοὺς δεξαίμεθα μέχρις ἂν καὶ ἐκ τοῦ Υἱοῦ τὸ Πνεῦμα λέγητε».[12]
Στὴν
προσφώνησή του στὴ Μονὴ τοῦ Bose πρὸς τὸν Ἡγούμενο κ. Enzo, κατ’ ἀρχὴν ἐπαινεῖ
αὐτὸν καὶ εὔχεται «νὰ χαίρη πάντοτε ὁρῶν τὴν ἐαυτοῦ ἄρουραν θάλουσαν καὶ εὐθυνοῦσαν,
ἣν ἐξ’ οἰκείων κόπων καὶ ἱδρώτων κατέσπειρεν». Τέτοιου εἴδους ὅμως εὐχὲς δὲν
μποροῦν νὰ ἔχουν καμμία θέση σὲ ἕναν αἱρετικὸ παρὰ μόνον σὲ Ὀρθοδόξους. Διότι ὁ
κ. Enzo, ἐξακολουθώντας νὰ παραμένη στὴν αἵρεση καὶ τὴν πλάνη τοῦ Παπισμοῦ, παρὰ
τὶς μακροχρόνιες προσπάθειές του νὰ προσεγγίση καὶ νὰ ἐμβαθύνη στὴν Ὀρθόδοξο
πίστη καὶ πνευματικότητα, κινδυνεύει νὰ χάση τὴν ψυχή του καὶ αὐτὸς καὶ ἡ ἀδελφότητά
του. Ἑπομένως ὄχι μόνον δὲν εἶναι ἄξιος ἐπαίνων, ἀλλὰ θρήνων καὶ ὀδυρμῶν.
Μεγίστην δὲ εὐθύνη ἔχει ἐν προκειμένω καὶ ὁ Παναγιώτατος, ὁ ὁποῖος ἀντὶ νὰ ἐπισημάνη τὸν κίνδυνο πού
διατρέχει, τὸν ἐπαναπαύει καὶ τὸν προτρέπει νὰ χαίρη, δίνοντας ἔτσι σ’ αὐτὸν τὴν
ψεύτικη ἐντύπωση, ὅτι βαδίζει ἐπὶ τῆς ὀρθῆς ὁδοῦ, πού ὁδηγεῖ στὴν σωτηρία.
Στὴ
συνέχεια τὸν ἐπαινεῖ γιὰ τὶς πολυετεῖς πνευματικὲς προσπάθειές του, γιὰ τὴν ἀγάπη,
τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὸν σεβασμό του πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καὶ Ὀρθόδοξη
πνευματικότητα, «ποικιλοτρόπως ἐκδηλούμενα μέσω τῆς ὀργανώσεως τῆς μοναστικῆς
ζωῆς μὲ πρότυπον τὸν ἀνατολικὸν μοναστικὸν βίον, τῆς διοργανώσεως συνεδρίων ἐμβαθύνσεως
εἰς τὴν ὀρθόδοξον πνευματικότητα μὲ τὴν συμμετοχὴν ἐκπροσώπων τῆς ὀρθοδόξου
θεολογίας καὶ διανοήσεως, τῆς ἀναδείξεως καὶ μελέτης τοῦ βίου καὶ τῆς
διδασκαλίας κορυφαίων συγχρόνων μορφῶν καὶ γερόντων τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς τοῦ ἁγίου
Σιλουανοῦ, τοῦ γέροντος Σωφρονίου τοῦ Ἔσσεξ, τοῦ γέροντος Πορφυρίου, τοῦ
γέροντος Παϊσίου, καὶ ἀσφαλῶς μέσω τοῦ ἀξιολόγου ἐκδοτικοῦ ἔργου τῆς Κοινότητός
σας».
Ἰδιαιτέρως δὲ τὸν ἐπαινεῖ γιὰ «τὴν μεγάλην ὠφέλειαν ἐκ τῆς μελέτης ἔργων
τῆς μακραίωνος ἀνατολικῆς πατερικῆς γραμματείας τὰ ὁποῖα ἤσαν ἄχρι τοῦδε ἄγνωστα
ἢ καὶ μὴ κατανοητὰ εἰς τὴν Δύσιν, ὡς τὰ ἔργα τοῦ κήρυκος τῆς χάριτος καὶ τοῦ
φωτὸς ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ». Ποιὸ ὅμως εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς
πολυετοῦς μελέτης τῶν συγχρόνων, ἀλλὰ καὶ τῶν παλαιοτέρων Πατέρων; Ὅλοι οἱ παρὰ
πάνω μνημονευθέντες Πατέρες, τόνιζαν στὶς ὁμιλίες καὶ στὰ γραπτά τους, ὅτι
μόνον μέσα στὴν Ὀρθοδοξία ὑπάρχει ἡ σωτηρία.
Στηλίτευαν δὲ τὶς κακοδοξίες τοῦ
Παπισμοῦ καὶ τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, βαδίζοντες ἀπαρεγκλίτως πάνω στὰ ἴχνη
τῶν προγενεστέρων μεγάλων Πατέρων καὶ διδασκάλων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Γιὰ παράδειγμα,
κατὰ πόσον ἐπηρέασαν καὶ προβλημάτισαν τὸν κ.Enzo τὰ παρὰ πάνω μνημονευθέντα
χωρία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ; Κατὰ πόσον τὸν ἐπηρέασαν οἱ ἀποκαλυπτικοὶ
λόγοι τοῦ μεγάλου Γέροντος Παϊσίου περὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ; «Οἰκουμενισμὸς καὶ
Κοινὴ Ἀγορά, ἕνα κράτος μεγάλο, μιὰ θρησκεία στὰ μέτρα τους. Αὐτὰ εἶναι σχέδια
διαβόλων».[13] «Μοῦ
ἔκανε ἐντύπωση αὐτό, πού μοῦ εἶπε ἕνας ἐπίσκοπος ἀπὸ τὸ Πατριαρχεῖο. Τοῦ εἶχα
πεῖ: ‘‘Μὰ τί κατάσταση εἶναι αὐτή; Ἀπὸ τὴ μιὰ ὁ Οἰκουμενισμός, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὁ
Σιωνισμός, ὁ Σατανισμός!...Σὲ λίγο θὰ προσκυνοῦμε τὸν διάβολο μὲ τὰ δύο κέρατα ἀντὶ
γιὰ τὸν δικέφαλο ἀετό’’».[14] Δὲν θὰ ἔπρεπε τὰ χωρία αὐτά, νὰ τὸν
συγκλονίσουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν σὲ μιὰ ριζικὴ στροφὴ καὶ μεταβολὴ τῆς ὅλης
του πνευματικῆς πορείας, σὲ μιὰ στροφὴ 180 μοιρῶν μὲ κατεύθυνση πρὸς τὴν Ὀρθοδοξία;
Ἐὰν λοιπὸν τὰ πατερικὰ κείμενα δὲν μπόρεσαν νὰ τὸν βοηθήσουν, νὰ βρεῖ τὴν Ὀρθοδοξία,
τί νόημα ἔχουν οἱ ἔπαινοι;
Ἀναφέρει
ἐπίσης ὅτι: «Μετὰ πολλῆς ὠσαύτως ἱκανοποιήσεως βλέπομεν τὴν ἀναζήτησιν μιᾶς
γνησίας πνευματικῆς ζωῆς εἰς τὴν ἀγαπητὴν Κοινότητά σας, ἡ ὁποία δὲν
περιορίζεται εἰς τὸ ὅραμα μόνον μιᾶς κοινωνικῆς προσφορᾶς, ἀλλὰ στρέφεται εἰς τὴν
ἐσωτερικὴν ζωήν, τὸν ἀγώνα διὰ τὴν κάθαρσιν τοῦ ἔσω ἀνθρώπου ἀπὸ τῶν παθῶν, τὴν
καλλιέργειαν τῆς προσευχῆς καὶ τὴν καλλιέργειαν τῆς μελέτης τῶν πατέρων ὄχι ὡς
μιᾶς γνωσιολογικῆς ἐμπλουτίσεως ἀλλὰ ὡς προσπαθείας ἀπορροφήσεως καὶ ἐφαρμογῆς
τοῦ πνεύματος καὶ τοῦ φρονήματος αὐτῶν».
Ὡστόσο ἡ «γνησία πνευματικὴ ζωή», γιὰ
τὴν ὁποία κάνει λόγο ὁ Παναγιώτατος, βιοῦται μόνον ἐντός τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
καὶ ποτὲ βεβαίως στὴν αἵρεση καὶ στὴν πλάνη, διότι μόνον ἐντὸς αὐτῆς μεταδίδεται
διὰ τῶν μυστηρίων ἡ Χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἡ τῶν δογμάτων ἀκρίβεια ἀποτελεῖ
τὴν ἀπαραίτητη προϋπόθεση, ἀποτελεῖ τὸ θεμέλιο γιὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῆς ἀληθοῦς
καὶ γνησίας πνευματικῆς ζωῆς.
Πίστις καὶ ἔργα, δόγμα καὶ ζωή, εἶναι ἄρρηκτα
συνδεδεμένα μεταξύ τους, ἔτσι ὥστε ἀλλοίωσις τοῦ ἑνὸς νὰ φέρη ἀναπόφευκτα ἀλλοίωση
καὶ τοῦ ἄλλου. Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων παρατηρεῖ σχετικά: « Ὁ τῆς θεοσεβείας τρόπος ἐκ δύο τούτων συνέστηκε,
δογμάτων εὐσεβῶν καὶ πράξεων ἀγαθῶν. Καὶ οὔτε τὰ δόγματα χωρὶς ἔργων ἀγαθῶν εὐπρόδεκτα
τῷ Θεῶ, οὔτε τὰ μὴ μετ’ εὐσεβῶν δογμάτων ἔργα τελούμενα, προσδέχεται ὁ Θεός».[15]
«Βίος διεφθαρμένος πονηρὰ τίκτει δόγματα»[16]
συμπληρώνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Γι’ αὐτό, «οὐδὲν γὰρ ὄφελος βίου
καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων. Ὥσπερ οὒν οὐδὲ τουναντίον, δογμάτων ὑγιῶν, ἐὰν
βίος ἢ διεφθαρμένος».[17]
Ἀλλοῦ πάλι ἐπισημαίνει: «Ἀποστρεφόμεθα τῶν αἱρετικῶν τούς συλλόγους, ἐχώμεθα δὲ
διηνεκῶς τῆς ὀρθῆς πίστεως καὶ βίον ἀκριβῆ καὶ πολιτείαν τοῖς δόγμασιν ἴσην ἐπιδειξώμεθα».[18]
Ἄρα λοιπὸν θὰ ἔπρεπε ὁ Παναγιώτατος πρωτίστως καὶ κυρίως νὰ ἐπισημάνει στὸν κ.
Enzo, ὅτι αὐτὴ τὴν γνήσια πνευματικότητα, τὴν ὁποίαν ἀναζητεῖ, μόνον μέσα στὴν Ὀρθοδοξία
θὰ τὴν βρεῖ.
Παρὰ
κάτω παραθέτει χωρία ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, τὸν ὅσιο Μακάριο τὸν Αἰγύπτιο, τὸν
ὅσιο Σάββα τὸν Χιλανδαρινό, πρῶτο Ἀρχιεπίσκοπο Σερβίας καὶ τὸν ἅγιο Ἰουστίνο
Πόποβιτς. Ὅλα αὐτὰ ὅμως τὰ χωρία ἰσχύουν μόνον ὑπὸ τὴν προϋπόθεση τῆς ὀρθῆς
πίστεως, ὅπως ἀποδείξαμε μὲ τὰ χωρία τῶν ἁγίων Πατέρων πού παραθέσαμε παρὰ
πάνω. Μόνον δηλαδὴ ὑπὸ τὴν προϋπόθεση, ὅτι ὁ κ. Enzo καὶ ἡ συνοδία του θὰ ἀπαρνηθοῦν
τὴν πλάνη τοῦ Παπισμοῦ καὶ θὰ προσέλθουν στὴν Ὀρθοδοξία.
Ἰδιαιτέρως ὅμως θὰ θέλαμε νὰ σχολιάσουμε τὴν ἀναφορά
του στὸν ἅγιο Ἰουστίνο Πόποβιτς. Παραθέτει ἕνα ἀπόσπασμά του ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἡ Ὀρθόδοξος
Ἐκκλησία καὶ ὁ Οἰκουμενισμός», πού ἀναφέρεται στὴν «αἴσθηση τῆς θεανθρωπίνης
καθολικότητος» ὅλων των ἁγίων. Βεβαίως τὰ περὶ «θεανθρωπίνης καθολικότητος» τοῦ
ἁγίου εἶναι ἄξια πολλῆς προσοχῆς, ἐξ ἴσου ὅμως ἄξια προσοχῆς εἶναι καὶ ὅσα ἀναφέρει
ὁ ἅγιος σὲ πολλὰ σημεῖα τοῦ ἰδίου
βιβλίου του περὶ τοῦ Παπισμοῦ καὶ τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἰδιαιτέρως δὲ ὅσα ἀναφέρει
περὶ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, μὲ τὰ ὁποῖα ξεσκεπάζει τὴν φοβερὴ αὐτὴ αἵρεση, τὴν ὁποία
ὀνομάζει «παναίρεση».
Μεταφέρουμε μερικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο του: «Ὁ Οἰκουμενισμὸς
εἶναι κοινὸν ὄνομα διὰ τοὺς ψευδοχριστιανισμούς, διὰ τὰς ψευδοεκκλησίας τῆς
Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδία ὅλων των εὐρωπαϊκῶν οὐμανισμῶν, μὲ
ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Παπισμόν. Ὅλοι δὲ αὐτοὶ οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ
ψευδοεκκλησίαι, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τὴν ἄλλην
αἵρεσιν. Τὸ κοινὸν εὐαγγελικὸν ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις».[19] «Τὸ Ὀρθόδοξον δόγμα, μᾶλλον τὸ παν-δόγμα περὶ
τῆς Ἐκκλησίας ἀπερίφθη καὶ ἀντικατεστάθη διὰ τοῦ λατινικοῦ αἱρετικοῦ παν-δόγματος
περὶ τοῦ πρωτείου καὶ τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα, δηλαδὴ τοῦ ἀνθρώπου».[20]
«Ὁ Προτεσταντισμός; Εἶναι τὸ πλέον πιστὸν
τέκνον τοῦ Παπισμοῦ, τὸ ὁποῖον διὰ τῆς ὀρθολογιστικῆς σχολαστικῆς του πίπτει διὰ
μέσου τῶν αἰώνων ἀπὸ τὴν μίαν αἵρεσιν εἰς τὴν ἄλλην αἵρεσιν καὶ πνίγεται συνεχῶς
εἰς τὰ διάφορα δηλητήρια τῶν αἱρετικῶν πλανῶν του».[21]
«Ἡ διδασκαλία τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, διατυπωθεῖσα ὑπὸ
τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ὑπὸ τῶν ἁγίων Πατέρων, ὑπὸ τῶν ἁγίων Συνόδων περὶ τῶν αἱρετικῶν
εἶναι ἡ ἑξῆς: αἱ αἱρέσεις δὲν εἶναι Ἐκκλησία, οὔτε δύνανται νὰ εἶναι Ἐκκλησία.
Διὰ τοῦτο δὲν δύνανται αὗται νὰ ἔχουν τὰ ἅγια Μυστήρια, ἰδιαιτέρως δὲ τὸ
Μυστήριον τῆς Εὐχαριστίας, τὸ Μυστήριον τοῦτο τῶν Μυστηρίων… Intercommunio,
δηλαδὴ ἡ διακοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, ἐν τοῖς ἁγίοις Μυστηρίοις, ἰδιαιτέρως ἐν
τῇ θεία Εὐχαριστία, εἶναι ἡ πλέον ἀναίσχυντος προδοσία τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ,
ἡ προδοσία τοῦ Ἰούδα».[22]
Ὅλα τά παρὰ πάνω (καὶ ἄλλα πού θὰ μπορούσαμε νὰ παραθέσουμε), πῶς σᾶς διέφυγαν
τῆς προσοχῆς, Παναγιώτατε; Μήπως ὁ ἴδιος συγγραφέας δὲν τὰ ἔγραψε, τὸν ὁποῖον ὁ
Παναγιώτατος προέβαλλε στὸ κείμενό του; Αὐτὰ κυρίως πιστεύουμε, ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ
πῆ στὸν κ. Enzo, ὡς ἀναγκαιότερα διὰ τὴν σωτηρία του καὶ κατὰ δεύτερον λόγον τὰ
περὶ θεανθρωπίνης καθολικότητος, τὰ ὁποῖα ἐπειδὴ δὲν θίγουν ἄμεσα τὴν παπικὴ
πλάνη εἶναι ἀνώδυνα γι’ αὐτὸν καὶ τὴν συνοδία του.
Τὴν
προσφώνησή του πρὸς τὸν κ. Enzo κατακλείει ὁ Παναγιώτατος μὲ προτροπές: «Οὕτω
προτρεπόμεθα ὑμᾶς, ἀδελφοὶ ἐν Χριστῷ, ὡς σοφοὶ σοφῶς περιπατήσατε τὸ ἐπίλοιπόν
του μοναχικοῦ σας βίου, καὶ ὡς ἁγνοὶ παρθενικῶς διαβιώσασθε. Διατηρήσατε τὴν
ψυχὴν σας ἀπόρθητον ἐκ τῆς τῶν παθῶν ἑφόδου, χωρήσατε θερμῶς πρὸς τὸν Θεόν, ἀγαπήσατε
τὸν ἀγαπήσαντα ἠμᾶς, καὶ μάλιστα τοσούτον, ὥστε τὸν Υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἔδωκε
λύτρον ὑπὲρ πάντων ἠμῶν.
Δώσατε καὶ ὑμεῖς τὴν καλὴν μαρτυρίαν εἰς τὸν
χριστιανικὸν κόσμον…». Παίρνοντες ἀφορμὴ
ἀπὸ τὴν παρὰ πάνω φράση του, ἃς μᾶς ἐπιτρέψη ὁ Παναγιώτατος, μὲ σεβασμὸ
καὶ ἀγάπη νὰ ἀπευθυνθοῦμε πρὸς αὐτὸν προσωπικὰ καὶ νὰ τὸν παρακαλέσουμε θερμῶς:
Παναγιώτατε «ὡς σοφὸς σοφῶς περιπατήσατε τὸ ἐπίλοιπον» της πατριαρχικῆς Σας διακονίας
και πρωθιεραρχίας ἀκολουθώντας τοὺς ἁγίους Πατέρες μας, ἀλλάζοντας πορεία
πλεύσεως στὴν ἐκκλησιαστική σας γραμμὴ καὶ πολιτική, μὴ συμπορευόμενος μετὰ τῶν
αἱρέσεων, στηλιτεύοντας καὶ καταδικάζοντας ἔργω καὶ λόγω τὶς ἀμετανόητες αἱρέσεις
τοῦ Παπισμοῦ, Προτεσταντισμοῦ καὶ Οἰκουμενισμοῦ, διακόπτοντας τοὺς μέχρι τώρα ἀποδειχθέντας
ἀκάρπους διαλόγους μετ’ αὐτῶν καὶ συγκροτώντας Πανορθόδοξον Σύνοδον, ἡ ὁποία θὰ
καταδικάση τὴν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
«Δώσατε καὶ Ὑμεῖς, τὴν καλὴν
μαρτυρίαν εἰς τὸν χριστιανικὸν κόσμον», ὅτι μόνον ἐντός της Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
ὑπάρχει ἡ σωτηρία καὶ καλέσατε τοὺς πλανεμένους ἀδελφούς μας νὰ ἐπιστρέψουν σ’
αὐτήν. Ἔτσι ἐνεργώντας, θὰ προξενήσετε ἄφατη χαρὰ καὶ ἀγαλλίαση σ’ ὅλο τὸν Ὀρθόδοξο
κόσμο καὶ στοὺς ἐν οὐρανοῖς ἀγγέλους, θὰ ἐπιτύχετε δὲ καὶ τῆς ἐπουρανίου
Βασιλείας τοῦ Κυρίου μας.
Ἐκ
τοῦ Γραφείου Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν.
Ὁ
ὑπεύθυνος
Ἀρχ.
Παῦλος Δημητρακόπουλος.
Ὁ
Γραμματέας
κ.
Λάμπρος Σκόντζος
[1] Αρχ. Γεωργίου
Καψάνη, Η ποιμαντική διακονία κατά τους Ιερούς Κανόνας, Πειραιεύς 1976, σελ.
110-112
[2] Βλασίου Ι.
Φειδά, Καθ. Παν. Αθηνών, Εκκλησιαστική
Ιστορία, τομ. Β΄, Τρίτη Έκδ., Αθήναι
2002, σελ. 563.
[3] Βλασίου Ι.
Φειδά, Καθ. Παν. Αθηνών, Εκκλησιαστική…ό.π., σελ.567.
[4] Βλ. Νίκου
Ζαχαρόπουλου, Καθηγητού Α.Π.Θ., Η Εκκλησία στην Ελλάδα κατά την Φραγκοκρατία,
Εκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 69-70. Βλ και Νικήτα Χωνιάτου, Βασιλεία
Αλεξίου του Δούκα του και Μουρτζούφλου,
PG 139,967-1038.
[5] Θ.Η.Ε., Έκδ. Α.
Μαρτίνος, Τομ. 6, Αθήναι 1965, σελ. 755.
[6] Θ.Η.Ε., Έκδ. Α.
Μαρτίνος,…ο.π. σελ.755.
[7] Αρχ. Παύλου
Δημητρακοπούλου, Η Ορθόδοξη Ιεραποστολή στην Ιστορία και στον σύγχρονο κόσμο,
Πειραιάς 2012, σελ.10.
[8] Avro Manchatan,
Το Ολοκαύτωμα του Βατικανού, Εκδ. Μπίμπης 1992, Μετάφραση Μιχαήλ Τομπίδη, σελ. 95-96.
[9] Θεοδώρου Ζήση
πρωτ. καθ. Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, «Ουνία, η καταδίκη και η αθώωση», Εκδ.
Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2002, σ. 30.
[10] «Και όμως η
Ρωμανία ζεί», Εφ. «Ορθόδοξος Τύπος», αριθμ. φύλου 1976,24.5.2013, σελ.1.
[11] Ε.Π.Ε.
Πατερικές εκδόσεις «Γρηγόριος ο
Παλαμάς», τόμ. 1, σελ. 68-70.
[12] Ε.Π.Ε….ο.π.
σελ. 74.
[13] Γέροντος
Παϊσίου Αγιορείτου Λόγοι, τομ. Β΄, Εκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου «Ευαγγελιστής
Ιωάννης ο Θεολόγος», Σουρωτή Θεσσαλονίκης 1999, σελ. 176.
[14] Γέροντος
Παϊσίου…,ο.π. σελ. 230-232.
[15] Κυρίλλου
Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις, 4,2. PG 33,456.
[16] Αγ. Ιω.
Χρυσοστόμου, Εις Α΄Κορινθίους 40,3, PG 61,351.
[17] Αγίου Ιω.
Χρυσοστόμου, Εις Ιωάννην, 66,3, PG 59,369.
[18] Αγίου Ιω.
Χρυσοστόμου, Εις το ουδέποτε αφ’ εαυτού
ποιεί ο Υιός ουδέν…,PG 56,256.
[19] Αγ. Ιουστίνου
Πόποβιτς, Η Ορθόδοξος Εκκλησία και ο Οικουμενισμός, Εκδ. Ιεράς
Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο,
Σερβία, σελ.224.
[20] Αγ. Ιουστίνου
Πόποβιτς, Η Ορθόδοξος Εκκλησία…σελ.224.
[21] Αγ. Ιουστίνου
Πόποβιτς, Η Ορθόδοξος Εκκλησία…σελ.225.
[22] Αγ. Ιουστίνου
Πόποβιτς, Η Ορθόδοξος Εκκλησία…σελ.228-229.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.