Κυριακή 19 Μαΐου 2013

19 Μαΐου Συναξαριστής


Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων, Πατρικίου Ἱερομάρτυρα καὶ τῶν σὺν αυτῷ μαρτύρων Ἀκακίου, Μενάνδρου καὶ Πολυαίνου, Πούδη Μάρτυρος, Πουδενδιάνδης Μάρτυρος, Καλοκερίου καὶ Παρθενίου Μαρτύρων, Φιλοτέρου Μάρτυρος, Ἀκολούθου Μάρτυρος, Κυριακῆς Μάρτυρος καὶ τῶν σὺν αὐτῇ, Θεοτίμης Μάρτυρος, Κυριακῆς Μάρτυρος, Ἀνακομιδή ἁγίων λειψάνων τῶν Ἁγίων Ἰουλίου Πρεσβυτέρου καὶ Ἰουλιανοῦ Διακόνου, Κυρίλλου Ἐπισκόπου, Ἀδούλφου, Δουστάνου Ἀρχιεπισκόπου, τῶν Ἁγίων Ὁσιομαρτύρων Βαρνάβα, Γενναδίου, Γερασίμου, Γερμανοῦ, Θεογνώστου, Θεοκτίστου, Ἱερεμίου, Ἰωάννου, Ἰωσήφ, Κόνωνος, Κυρίλλου, Μαξίμου καὶ Μάρκου, Δημητρίου πρίγκιπα, τῶν Ὁσίων Σιναϊτῶν Ρωμύλου, Ρωμανοῦ, Νέστορος, Σισώη, Γρηγορίου, Νικοδήμου καὶ Κυρίλλου, Κορνηλίου Ὁσίου, Ἰγνατίου Ὁσίου, Κορνηλίου Θαυματουργοῦ, Σεργίου Ὁσίου, τῶν Ἁγίων Νεομαρτύρων ἐν Σλομπόντσκαγια, Ὀνουφρίου Ἱερομάρτυρα, Νίνας Ἰσαποστόλου.


Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων

Μυροφόρες εἶναι οἱ γυναῖκες ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸν Κύριο μαζὶ μὲ τὴ Μητέρα του, ἔμειναν μαζί της κατὰ τὴν ὥρα τοῦ σωτηριώδους πάθους καὶ φρόντισαν νὰ ἀλείψουν μὲ μύρα τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου. Ὅταν δηλαδὴ ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος ζήτησαν κι’ ἔλαβαν ἀπὸ τὸν Πιλάτο τὸ δεσποτικὸ σῶμα, τὸ κατέβασαν ἀπὸ τὸ σταυρό, τὸ περιέβαλαν σὲ σινδόνια μαζὶ μὲ ἐκλεκτὰ ἀρώματα, τὸ τοποθέτησαν σὲ λαξευτὸ μνημεῖο καὶ ἔβαλαν μεγάλη πέτρα πάνω στὴ θύρα τοῦ μνημείου. Παρευρίσκονταν, κατὰ τὸν Εὐαγγελιστὴ Μᾶρκο, ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ καὶ ἡ ἄλλη Μαρία ποὺ καθόταν ἀπέναντι τοῦ τάφου. Ἄλλη Μαρία ἐννοοῦσε ὁπωσδήποτε τὴ Θεομήτορα. Δὲν παρευρίσκονταν μόνο αὐτές, ἀλλὰ καὶ πολλὲς ἄλλες γυναῖκες ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Λουκᾶς.
Ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου εἶναι ἀνανέωση τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἀνάπλαση καὶ ἐπάνοδος πρὸς τὴν ἀθάνατη ζωὴ τοῦ πρώτου Ἀδὰμ ποὺ καταβροχθίσθηκε ἀπὸ τὸ θάνατο λόγω τῆς ἁμαρτίας καὶ διὰ τοῦ θανάτου ἐπανῆλθε πρὸς τὴ γῆ ἀπὸ τὴν ὁποία πλάσθηκε.
Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνον στὴν ἀρχὴ δὲν τὸν εἶδε κανεὶς ἄνθρωπος νὰ πλάττεται καὶ νὰ παίρνει ζωή, ἀφοῦ δὲν ὑπῆρχε κανεὶς ἄνθρωπος ἐκείνη τὴν ὥρα, μετὰ δὲ τὴ λήψη τῆς πνοῆς ζωῆς μὲ θεῖο ἐμφύσημα πρώτη ἀπὸ ὅλους τὸν εἶδε μία γυναίκα, γιατί μετὰ ἀπὸ αὐτὸν πρῶτος ἄνθρωπος ἦταν ἡ Εὕα.
Ἔτσι τὸν δεύτερο Ἀδάμ, δηλαδὴ τὸν Κύριο, ὅταν ἀναστήθηκε ἀπὸ τοὺς νεκρούς, κανεὶς ἄνθρωπος δὲν τὸν εἶδε, ἀφοῦ δὲν παρευρισκόταν κανεὶς δικός του καὶ οἱ στρατιῶτες ποὺ φύλαγαν τὸ μνῆμα ταραγμένοι ἀπὸ τὸ φόβο, εἶχαν γίνει σὰν νεκροί. Μετὰ δὲ τὴν ἀνάσταση πρώτη ἀπ’ ὅλους τὸν εἶδε μία γυναίκα.
Ὑπάρχει κάτι συνεσκιασμένο ἀπὸ τοὺς εὐαγγελιστές, τὸ ὁποῖο θὰ ἀποκαλύψω στὴν ἀγάπη σας. Πραγματικὰ πρώτη ἀπ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως ἦταν σωστὸ καὶ δίκαιο, εἶδε τὸν ἀναστάντα καὶ ἀπόλαυσε τὴν ὁμιλία του καὶ ἄγγισε τὰ ἄχραντα πόδια του, ἔστω καὶ ἂν οἱ εὐαγγελιστὲς δὲν τὰ λέγουν φανερά, μὴ θέλοντας νὰ φέρουν ὡς μάρτυρα τὴ μητέρα, γιὰ νὰ μὴ δώσουν ἀφορμὴ ὑποψίας στοὺς ἀπίστους.
Ἐπειδὴ τώρα ὁμιλῶ πρὸς πιστοὺς θὰ διευκρινίσω τὰ σχετικά.
Ἀφοῦ λοιπὸν οἱ μυροφόρες ἑτοίμασαν τὰ μύρα καὶ τὰ ἀρώματα, κατὰ τὴν ἐντολή, τὸ Σάββατο ἡσύχασαν. Ὁ Λουκᾶς ἀναφέρει: «Τὴν πρώτη τῆς ἑβδομάδος, ὄρθρο βαθύ, ἦρθαν στὸ μνῆμα, ἡ Μαρία Μαγδαληνή, ἡ τοῦ Ἰακώβου, ἡ Ἰωάννα καὶ ἄλλες μαζί τους».
Ὁ Ματθαῖος λέγει: «ἀργὰ τὸ Σάββατο, ξημερώνοντας τὴν πρώτη τῆς ἑβδομάδος καὶ δύο μυροφόρες προσῆλθαν». Ὁ Ἰωάννης λέγει: «Τὸ πρωί, ἐνῶ ἦταν σκοτεινὰ καὶ ἦταν μόνο ἡ Μαρία Μαγδαληνή». Ἐνῶ ὁ Μᾶρκος ἀναφέρει: «Πολὺ πρωὶ τῆς πρώτης τῆς ἑβδομάδος καὶ ἦταν τρεῖς οἱ προσερχόμενες μυροφόρες».
Πρώτη τῆς ἑβδομάδος ποὺ ἀναφέρουν ὅλοι οἱ εὐαγγελιστὲς εἶναι ἡ Κυριακή. Ἀργὰ τὸ βράδυ, ὄρθρο βαθύ, πολὺ πρωὶ καὶ πρωὶ σκοτεινὰ ἀκόμη, ὀνομάζουν τὸ χρόνο γύρω ἀπὸ τὸν ὄρθρο, ἀνάμικτο ἀπὸ φῶς καὶ σκοτάδι. Φαίνονται βέβαια νὰ διαφωνοῦν κάπως οἱ εὐαγγελιστὲς μεταξύ τους τόσο γιὰ τὴν ὥρα, ὅσο καὶ γιὰ τὸν ἀριθμὸ τῶν γυναικῶν.
Οἱ μυροφόρες ἦταν πολλὲς καὶ ἦλθαν στὸν τάφο ὄχι μιὰ φορά, ἀλλὰ καὶ δύο καὶ τρεῖς φορές, συντροφιὰ μέν, ἀλλὰ ὄχι οἱ ἴδιες, κατὰ τὸν ὄρθρο μὲν ὅλες, ἀλλ’ ὄχι τὸν ἴδιο χρόνο ἀκριβῶς.
Ὅπως ἐγὼ ὑπολογίζω καὶ συνάγω, ἀπὸ ὅλους τοὺς εὐαγγελιστές, πρώτη ἀπ’ ὅλους ἦλθε στὸν τάφο τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἡ Θεοτόκος, ἔχοντας μαζὶ τὴ Μαγδαληνὴ Μαρία. Τὸ συμπεραίνω ἀπὸ τὸν Εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο. Γιατί λέγει, «ἦλθε ἡ Μαγδαληνὴ Μαρία καὶ ἡ ἄλλη Μαρία», ποὺ ἦταν ὁπωσδήποτε ἡ Θεομήτωρ, «γιὰ νὰ δοῦν τὸν τάφο. Καὶ ἔγινε μεγάλος σεισμός, γιατί ἄγγελος Κυρίου ἦλθε, σήκωσε τὴ μεγάλη πέτρα ἀπὸ τὸ μνημεῖο καὶ κάθισε πάνω της.
Ἦταν ἡ μορφή του σὰν ἀστραπὴ καὶ τὸ ἔνδυμά του λευκὸ σὰν χιόνι καὶ ἀπὸ τὸ φόβο τους ταράχθηκαν οἱ φύλακες καὶ ἔγιναν σὰν νεκροί». Νομίζω ὅτι γιὰ τὴ Θεοτόκο ἀνοίχθηκε ὁ ζωηφόρος τάφος (γιατί γι’ αὐτὴ πρώτη καὶ μέσω αὐτῆς ἔχουν ἀνοιχθεῖ σ’ ἐμᾶς ὅλα, εἴτε στὸν οὐρανὸ εἴτε στὴ γῆ) γι’ αὐτὴν ἄστραψε ὁ ἄγγελος νὰ δεῖ τὸν ἄδειο τάφο καὶ τὸ μέγα θαῦμα τῶν ἐνταφίων χωρὶς τὸν ἀναστάντα Κύριο. Καὶ προφανῶς ὁ εὐαγγελιστὴς αὐτὸς ἄγγελος ἦταν ὁ Γαβριήλ, ποὺ ἀνάφερε τὴν ἀνάσταση δείχνοντας τὸ κενὸ μνημεῖο καὶ λέγοντας στὶς μυροφόρες νὰ τὴν ἀναγγείλουν στοὺς μαθητές. Καὶ τότε «ἐξῆλθαν μὲ φόβο καὶ χαρὰ μεγάλη».
Ἐγὼ νομίζω καὶ πάλι ὅτι τὸν φόβο ἔχει ἀκόμη ἡ Μαρία Μαγδαληνὴ καὶ οἱ ἄλλες γυναῖκες, ἐνῶ ἡ Θεομήτωρ ἀπέκτησε τὴ μεγάλη χαρά, γιατί κατενόησε τὰ χαρμόσυνα λόγια τοῦ ἀρχαγγέλου τὰ ὁποία πίστεψε καὶ ἀπὸ τὰ τόσα ἀξιόπιστα γεγονότα, τοῦ σεισμοῦ, τῆς μετάθεσης τοῦ λίθου, τοῦ ἄδειου τάφου, τῶν ἄλυτων ἐνταφίων ἀδειανῶν ἀπὸ τὸ σῶμα.
Καὶ τέλος πρώτη ἡ Θεοτόκος ἀναγνώρισε τὸν ἀναστάντα καὶ προσέπεσε στὰ πόδια του καὶ ἔγινε ἀπόστολος πρὸς τοὺς Ἀποστόλους, ὅταν ἐπιστρέφοντας ἐμφανίσθηκε ὁ Ἰησοῦς στὶς μυροφόρες, λέγοντας τό: «Χαὶρετε».

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ὅτε κατῆλθες πρὸς τὸν θάνατον, ἡ ζωὴ ἡ ἀθάνατος, τότε τὸν ᾍδην ἐνέκρωσας, τῇ ἀστραπῇ τῆς Θεότητος· ὅτε δὲ καὶ τοὺς τεθνεῶτας ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας, πᾶσαι αἱ δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον· Ζωοδότα Χριστέ, ὁ Θεὸς ἡμῶν δόξα σοι.

Κοντάκιον. Ἦχος β’. Αὐτόμελον.

Τὸ Χαῖρε τοῖς Μυροφόροις φθεγξάμενος, τὸν θρῆνον τῆς Προμήτορος Εὔας κατέπαυσας τῇ Ἀναστάσει σου Χριστὲ ὁ Θεός· τοῖς Ἀποστόλοις δὲ τοῖς σοῖς, κηρύττειν ἐπέταξας· ὉΣωτὴρ ἐξανέστη τοῦ μνήματος.

Μεγαλυνάριον.
Χαίροις Μυροφόρων θεῖος χορός, Ἰωσὴφ εὐσχήμων, καὶ Νικόδημος ὁ σεπτός, οἱ μύροις τὸ σῶμα ἀλείψαντες Κυρίου, καὶ τούτου τὴν ἁγίαν, ἰδόντες ἔγερσιν.




Ὁ Ἃγιος Πατρίκιος ὁ Ἱερομάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῷ Ἀκάκιος, Μένανδρος καὶ Πολύαινος οἱ Μάρτυρες

Εἶναι ἂγνωστος ὁ τόπος καταγωγῆς καὶ ὁ χρόνος τοῦ μαρτυρίου τους. Ἀπὸ αὐτούς ὁ Ἃγιος Πατρίκιος, λόγῳ τῆς βαθιᾶς θεολογικῆς μορφώσεώς του, ἀλλὰ καὶ τοῦ ἒνθερμου ζήλου του πρὸς τὴ Χριστιανικὴ πίστη, ἀναδείχθηκε Ἐπίσκοπος Προύσσης, ὃπου βοηθούμενος ἀπὸ τοὺς πρεσβυτέρους Ἀκάκιο, Μένανδρο και Πολύαινο, ἐκύρηττε το Εὐαγγέλιο και ἀγωνίσθηκε γιά τήν ἐπιστροφή ἀπό τήν πλάνη τῶν εἰδώλων πολλῶν ἀνθρώπων.
Αὐτό ὃμως ἐξόργισε τούς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων, οἱ ὁποῖοι τον κατήγγειλαν στον ἂρχοντα Ἰουλιανό τον Ὑπατικό, και αὐτός μέ τή σειρά του διέταξε τή σύλληψή τους. Ὁ ἂρχοντας προσπάθησε ἀνεπιτυχῶς μέ φιλοσοφικές συζητήσεις νά πείσει τον Πατρίκιο και τούς ἂλλους Ἁγίους ὃτι ὁ Χριστός δέν εἶναι Θεός.
Ὁ Ἃγιος δεν δείλιασε και μέ τήν ρητορική του δεινότητα, την ἂριστη θεολογική του κατάρτιση καὶ τήν πλούσια ἁγιολογική του ἐπιχειρηματολογία ἐνέτρεψε ὃλα τά σαθρά ἐπιχειρήματα τοῦ Ἰουλιανοῦ, ὁ ὁποῖος, βλέποντας τήν ἰδεολογική του συντριβή, τούς καταδίκασε σε θάνατο καὶ διέταξε τὸν ἀποκεφαλισμό τους. Ἒτσι οἱ Ἃγιοι ἒλαβαν τὸ στέφανο τοῦ μαρτυρίου καὶ εἰσῆλθαν στὴ χαρά τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ'. Ταχύ προκατάλαβε.Τετράς θεοφόρητος, Ἱεραρχῶν ἱερῶν, Τριάδα τὴν ἂκτιστον, κατ’ ἐναντίον ἐχθρῶν, πανσόφως ἐκήρυξε, Πατρίκιος ὁ τῆς Προύσης, θεηγόρος ποιμάντωρ, Ἀκάκιος σὺν Μενάνδρῳ, καὶ Πολύαινος ἃμα· διὸ καὶ ὡς ἀθλήσαντες, δόξης ἠξιώθησαν.




Ὁ Ἃγιος Πούδης ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἃγιος Μάρτυρας Πούδης ἦταν συγκλητικός καὶ μαρτύρησε τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρώμη. Ὁρισμένοι ἐρευνητὲς τὸν ταυτίζουν μὲ τὸν Ἀπόστολο Πούδη ἐκ τῶν Ἑβδομήκοντα (τιμᾶται 14 Ἀπριλίου).




Ἡ Ἁγία Πουδενδιάνα ἡ Μάρτυρας

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Πουδενδιάνα ἒζησε τὸν 2ο αἰώνα μ.Χ. στὴ Ρώμη. Ἦταν θυγατέρα τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Πούδη καὶ ἀδελφὴ τῆς Ἁγίας Πραξίδος (τιμᾶται 21 Ἰουλίου). Διαμοίρασε ὃλο της τὸν πλοῦτο στοὺς φτωχοὺς καὶ ἡ παράδοση ἀναφέρει ὃτι ἐμαρτύρησε σὲ ἡλικία δέκα ἓξι ἐτῶν τὸ 160 μ.Χ. Στὴν τέχνη ἡ Ἁγία ἀπεικονίζεται νὰ σπογγίζει τὸ αἷμα τῶν μαρτύρων.




Οἱ Ἃγιοι Καλοκέριος καὶ Παρθένιος οἱ Μάρτυρες

Οἱ Ἃγιοι Μάρτυρες Καλοκέριος καὶ Παρθένιος ἦσαν ἀδελφοὶ καὶ ὑπηρετοῦσαν, ὡς εὐνοῦχοι, στὸ παλάτι τῆς Ἁγίας Τρυφωνίας (τιμᾶται 18 Ὀκτωβρίου), συζύγου τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου. Μαρτύρησαν γιὰ τὴν πίστη τους στὸν Χριστὸ, ἀφοῦ κάηκαν ζωντανοὶ τὸ 250 μ.Χ.



Ὁ Ἃγιος Φιλότερος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἃγιος Μάρτυς Φιλότερος καταγόταν ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια καὶ ὑπηρετοῦσε στὴν αὐλὴ τοῦ αὐτοκράτορα Διοκλητιανοῦ (284-305 μ.Χ.). Μαρτύρησε γιὰ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ στὴ Νικομήδεια τὸ 303 μ.Χ.





Ὁ Ἃγιος Ἀκόλουθος ὁ Μάρτυρας

Ὁ Ἃγιος Μάρτυρας Ἀκόλουθος ἀπὸ τὴ Θηβαΐδα τῆς Αἰγύπτου καὶ μαρτύρησε τὸ 303 μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα  Μαξιμιανοῦ (286-305 μ.Χ.). Ἒνθερμος Χριστιανὸς κήρυττε τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ συνελήφθη καὶ ἐπειδὴ ἀρνήθηκε νὰ θυσιάσει στὰ εἲδωλα, ἀφοῦ πρῶτα βασανίσθηκε ἀνηλεῶς, στὴ συνέχεια ρίχθηκε ἐπὶ τῆς πυρᾶς, ὃπου ἒλαβε καὶ τὸν ἀμάραντο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.





Ἡ Ἁγία Κυριακὴ ἡ Μάρτυρας καὶ οἱ σὺν αὐτῇ

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Κυριακὴ μαρτύρησε μαζὶ μὲ ἂλλες ἓξι Χριστιανὲς νέες στὴ Νικομήδεια τὸ 307 μ.Χ., ἀφοῦ τὶς ἒκαψαν ζωντανὲς, ἐπὶ Μαξιμιανοῦ Γαλερίου.



Ἡ Ἁγία Θεοτίμη ἡ Μάρτυρας

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Θεοτίμη τελειώθηκε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ.














Ἡ Ἁγία Κυριακὴ ἡ Μάρτυρας

Ἡ Ἁγία Μάρτυς Κυριακὴ τελειώθηκε, ἀφοῦ ρίχθηκε στὴ φωτιὰ.



Ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν Ἁγίων Ἰουλίου Πρεσβυτέρου καὶ Ἰουλιανοῦ Διακόνου

Ὃπως ἀναφέρεται στὸ Συναξάρι τους, ὁ μὲν Ἰουλιανὸς γεννήθηκε τὸ 319 μ.Χ., ὁ δὲ Ἰούλιος τὸ 330 μ.Χ. ἀπὸ εὒπορους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς, ποὺ τοὺς ἀνέθρεψαν μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ἒμαθαν τὰ ἐγκύκλια γράμματα στὴν Αἲγινα καὶ στὴ συνέχεια σπούδασαν στὴν Ἀθήνα, μαζὶ μὲ τοὺς Ἁγίους Βασίλειο καὶ Γρηγόριο.
 Ἀφοῦ ἐπανέκαμψαν στὴν Αἲγινα, ἀποφάσισαν νὰ μιμηθοῦν τὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο καὶ νὰ κηρύξουν τὸν Χριστὸ. Ἒτσι πῆραν ἀποστολικὲς ράβδους καὶ παρέδωσαν τὸν ἑαυτό τους στὸν Κύριο. Ὁ Ἐπίσκοπος τῶν Ἀθηνῶν χειροτόνησε τὸν Ἰούλιο πρεσβύτερο καὶ τὸν Ἰουλιανὸ διάκονο.
Κοσμημένοι μὲ τὴν χάρη τῆς ἱεροσύνης ἐξῆλθαν γιὰ νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο.
Στὴν Κόρινθο προκάλεσαν τὴν ὀργὴ τῶν Ἀρειανῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπεδίωξαν τὸ θάνατὸ τους. Οἱ Ἃγιοι, μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, διαφυλάχθηκαν καὶ ἀναχώρησαν σὲ ἒρημο τόπο γιὰ νὰ ἀσκηθοῦν στὴν προσευχὴ.
Τὸ 337 μ.Χ. ἀναχώρησαν ἀπὸ τὴν Κόρινθο γιὰ τὴν Ἰταλία.
Ὁ Θεὸς ὃμως οἰκονόμησε διαφορετικὰ τὰ πράγματα καὶ τὰ τῆς ἀποστολικῆς τους διακονίας. Ἒτσι, βρέθηκαν στὶς παραδουνάβιες χῶρες κηρύττοντας τὸν Χριστὸ στὴν σημερινὴ Βοημία, Πολωνία καὶ Οὑγγαρία. Μάλιστα σὲ κάποια πόλη θεράπευσαν ἓνα νέο άπὸ δαιμόνιο καὶ ὁδήγησαν πλήθη εἰδωλολατρῶν στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ.
Τὸ 379 μ.Χ. ἒγινε αὐτοκράτορας ὁ Θεοδόσιος ὁ Μέγας, ὁ ὁποῖος πολέμησε τὶς κακοδοξίες τῶν Ἀρειανῶν καὶ στήριξε τὴν ὀρθόδοξη πίστη. Μόλις πληροφορήθηκαν αὐτὸ οἱ Ἃγιοι, ἦρθαν στὴ Ρώμη, ὃπου προσκύνησαν τοὺς τάφους τῶν Μαρτύρων καὶ ἒλαβαν γραπτὴ ἂδεια ἀπὸ τὸν Θεοδόσιο καὶ τὴν εὐλογία τοῦ Ἁγίου Δαμάσου Α’ νὰ περιοδεύουν τὴν αὐτοκρατορία καὶ νὰ κηρύττουν τὸν Χριστὸ.
 Τὸ 338 μ.Χ. ὁ Πάπας Δάμασος Α’ ἀπέστειλε τοὺς Ἁγίους στὸ Μιλάνο, πλησίον τοῦ ἁγίου Ἀμβροσίου. Ἐκεῖνος τοὺς ἀνέθεσε τὴν ἐκκλησία τῆς Ναβάρας ποὺ ἦταν περικυκλωμένη ἀπὸ εἰδωλολάτρες. Οἱ Ἁγιοι ἐπεδόθησαν στὴν ἳδρυση Ἐκκλησιῶν καὶ ὁδήγησαν στὴν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ πολλοὺς ἀνθρώπους.
Στὰ τέλη τοῦ βίου τους χώρισαν γιὰ πρώτη φορὰ μετὰ τὴν ἀπόφασή τους νὰ διέλθουν τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς τους ἀσκητικὰ καὶ ἡσυχαστικὰ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἀναχώρησαν ὁ μὲν Ἃγιος Ἰουλιανὸς στὸ Γκοτσάνο τῆς λίμνης Μαντζόρε, ὃπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 7 Ἰανουαρίου τοῦ 391 μ.Χ., ὁ δὲ Ἃγιος Ἰούλιος στὸ Κούσιον τῆς λίμνης Ὂρτα, ὃπου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη στὶς 31 Ἰανουαρίου τοῦ 401 μ.Χ. Ἡ ἀνακομιδὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων αὐτῶν τελεῖται στὶς 19 Μαΐου στὴν τοπικὴ Ἐκκλησία τῆς Αἲγινας.





Ὁ Ἃγιος Κύριλλος Ἐπίσκοπος Τρεβήρων

Ὁ Ἃγιος Κύριλλος ἒζησε τὸν 5ο αἰώνα μ.Χ. καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος Τρεβήρων. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὸ σεπτὸ σκήνωμά του ἐνταφιάσθηκε στὴ βασιλικὴ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου τῶν Τρεβήρων.




Ὁ Ἃγιος Ἀδοῦλφος

Ὁ Ἃγιος Ἀδοῦλφος ἀσκήτεψε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Βεδάστου (τιμᾶται 6 Φεβρουαρίου) καὶ ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ἂρρας, στὴ νοτιοανατολικὴ Γαλλία. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 728 μ.Χ. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ἀββαεῖο τοῦ Ἁγίου Βεδάστου.




Ὁ Ἃγιος Δουνστάνος Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας

Ὁ Ἃγιος Δουνστάνος γεννήθηκε τὸ 909 μ.Χ. στὴν πόλη Γκλαστένμπουρυ τῆς Ἀγγλίας ἀπὸ εὐγενεῖς καὶ εὒπορους γονεῖς. Εὐτύχησε νὰ ἒχει ὡς διδασκάλους διαπρεπεῖς μοναχοὺς ἀπὸ τὴν Ἰρλανδία, οἱ ὁποῖοι διέμεναν τότε στὴν πόλη. Ἐκάρη  μοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε διάκονος καὶ πρεσβύτερος ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο τοῦ Οὐίνσεστερ Ἐλφεγίου. Ἐξελέγη ἀρχικὰ Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Οὐίνσεστερ καὶ κατόπιν, τὸ 961 μ.Χ., Ἀρχιεπίσκοπος Καντουαρίας.
Ἐπέβαλε μεγάλη πειθαρχία καὶ ἐπανέφερε τὴν κοσμιότητα καὶ ἱεροπρέπεια στοὺς κληρικοὺς καὶ μοναχοὺς. Ἐπίσης, ἐπέβαλε πειθαρχία στοὺς λαϊκοὺς, ἰδίως ὃσον ἀφορᾶ στὸ οἰκογενειακὸ δίκαιο. Ἡ προσπάθειά του γιὰ τὴν ἐπιβολὴ τάξεως ἦταν ἀναγκαία, διότι κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ἐπακολούθησε τὶς Δανικὲς εἰσβολὲς, παρατηρεῖτο μεγάλη ἒκλυση τῶν ἠθῶν.
Ὁ Ἃγιος Δουνστάνος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 988 μ.Χ.





Οἱ Ἃγιοι Βαρνάβας, Γεννάδιος, Γεράσιμος, Γερμανὸς, Θεόγνωστος, Θεόκτιστος, Ἱερεμίας, Ἰωάννης, Ἰωσήφ, Κόνων, Κύριλλος, Μάξιμος καὶ Μάρκος οἱ Ὁσιομάρτυρες

Ἡ Κυπριακὴ Ἐκκλησία διατήρησε τὴ λυχνία τῆς Πατρίδοςκαὶ τῆς Ὀρθοδοξίας σταθερὰ ακοίμητη καὶ σὲ χρόνους κατὰ τοὺς ὁποίους χωρίς τὴν Ἐκκλησία ἡ λυχνία θὰ εἶχε πρὸ πολλοῦ σβεσθεῖ.
Μέσα ἀπὸ τὸ φωτόλαμπρο νέφος τῶν δαδοφόρων ἡρωικῶν ἀθλητῶν τῆς Κυπριακῆς Ἐκκλησίας, ὁλόφωτες προβάλλουν οἱ μορφὲς τῶν ἁγίων δεκατριῶν Μοναχῶν καὶ Ὁμολογητῶν τῆς ἱερὰς μονῆς Παναγίας Καντάρας.
Οἱ Ἃγιοι αὐτοὶ Ὁσιομάρτυρες ἒζησαν τὸ 13ο αἰώνα μ.Χ., κατὰ τοὺς χρόνους ποὺ ἡ νῆσος τῆς Κύπρου εὐρισκόταν κάτω ἀπὸ τὴν φράγκικη κυριαρχία. Οἱ κατακτητὲς ἒκαναν τὸ πᾶν, γιὰ νὰ ὑποτάξουν τὴν Ἐκκλησία στὴν ἐξουσία τοῦ Πάπα. Ἡ προσπάθειά τους ἂρχισε ἀπὸ τὸ 1220.
Σὲ ἓνα συνέδριο, ποὺ ἒγινε στὴν πόλη τῆς Λεμεσοῦ καὶ στὸ ὁποῖο ἒλαβαν μέρος ἀντιπρόσωποι τοῦ κλήρου τῶν Λατίνων καὶ τῆς ἂρχουσας τάξεως, ἀποφασίσθηκε νὰ ἐπιβληθοῦν καταπιεστικὰ μέτρα γιὰ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἐπικράτηση τῆς Λατινικῆς Ἐκκλησίας. Μπροστὰ στὰ μέτρα αὐτὰ ἡ στάση τοῦ Ὀρθοδόξου κλήρου καὶ τῶν μοναχῶν ὑπῆρξε πραγματικὰ ὑπέροχη καὶ ἀξιοθαύμαστη.
Περὶ τὸ 1228 οἱ ἀσκητὲς Ἰωάννης καὶ Κόνων, ποὺ ἐγκαταβιοῦσαν σὲ ἓνα ἀπὸ τὰ μοναστήρια τοῦ Καλοῦ Ὂρους τῆς Σίδης (Ἀλλαγιᾶς) τῆς Μικρασιατικῆς Παμφυλίας καὶ ποὺ διακρίνονταν γιὰ τὴν εὐσέβειά τους, ἂφησαν τὸ μοναστήρι τους καὶ ἦλθαν στὴν Κύπρο. Στὴν ἀρχὴ πῆγαν στὴ μονὴ Μαχαιρᾶ. Ἀργότερα ἀποσύρθηκαν ἀπὸ ἐκεῖ μαζὶ μὲ ἓναν ἂλλο ἀσκητὴ, τὸν Θωμᾶ, στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Χρυσοστόμου. Μὰ καὶ ἐδῶ δὲν εὐρῆκαν ἀνάπαυση. Ἒτσι ἐγκαταστάθηκαν στὸ ἀπόμερο μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Καντάρας καὶ ἂρχισαν τὴν ἂσκησή τους.
Ἡ εὐλάβεια τῶν ἀσκητῶν μαζὶ μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ τους δραστηριότητα, τὴ φιλανθρωπία καὶ τῆν ἀγάπη γιὰ τοὺς πάσχοντες ἀδελφοὺς, ἒκαμαν ὣστε σὲ λίγο καιρὸ νὰ προστεθοῦν καὶ ἂλλοι μοναχοὶ στὴν ἀσκητικὴ τους παλαίστρα. Ἡ φήμη τῆς εὐλάβειας καὶ τῆς ἀρετῆς τῶν ταπεινῶν Ὁσίων ἒφθασε καὶ στὰ αὐτιὰ τῶν Λατίνων. Στὸ ἂκουσμα τῆς φήμης αὐτῆς ὁ φθόνος ἂναψε στὴν καρδιὰ τῶν Λατίνων.
Ὁ Φράγκος Ἀρχιεπίσκοπος Εὐστόργιος, ποὺ ἒμενε στὴν Λευκωσία, ἀμέσως κάλεσε κοντά του τὸν ἱεροκήρυκά του Ἀνδρέα καὶ τὸν διέταξε νὰ πάρει τὸ βοηθό του, κάποιον Ἡλίερμο, γιὰ νὰ πᾶνε στὸ μοναστήρι τῆς Καντάρας. Ἒπρεπε οἱ ἲδιοι νὰ δοῦν καὶ νὰ πιστοποιήσουν τὰ λεγόμενα, μὰ καὶ νὰ παρασύρουν τοὺς Ὁσίους στὸ δικὸ τους δόγμα. Ὃμως αὐτὸ δὲν ἦταν δυνατὸν. Οἱ ἀντιπρόσωποι τοῦ Εὐστοργίου ἒφυγαν ἀπὸ τὴ μονὴ ἂπρακτοι καὶ προσβεβλημένοι.
Οἱ πατέρες τῆς Καντάρας κλήθηκαν νὰ λογοδοτήσουν στὸν Λατίνο Ἀρχιερέα στὴ Λευκωσία. Ἒτσι καὶ ἒγινε. Οἱ Ὁσιοι, ἐνώπιον τοῦ Εὐστοργίου, ἒμειναν ἀμετάθετοι στὴν Ὀρθόδοξη πίστη καὶ ὑπερασπίσθηκαν τὴν Ὀρθόδοξη διδασκαλία. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν νὰ συλληφθοῦν, νὰ μαστιγωθοῦν καὶ νὰ ριχθοῦν στὴ φυλακὴ, ὃπου παρέμειναν ἒγκλειστοι ἐπὶ τρία χρόνια. Στὶς 5 Ἀπριλίου τοῦ 1231 οἱ ἀβάσταχτες κακουχίες προκάλεσαν τὸ θάνατο τοῦ Ὁσιομάρτυρος Θεογνώστου. Οἱ Λατίνοι πῆραν τὸ τίμιο λείψανο, τὸ ἒσυραν στοὺς δρόμους τῆς Λευκωσίας καὶ στὴ συνέχεια τὸ ἒριξαν στὴ φωτιὰ καὶ τὸ ἒκαψαν.
Ὁ Φράγκος Ἀρχιεπίσκοπος, ὂντας ὑποχρεωμένος νὰ ἀπουσιάσει ἀπὸ τὴν Κύπρο, ἒγραψε στὸν Πάπα τῆς Ρώμης Γρηγόριο Θ’ (1227-1241) καὶ ζήτησε ὁδηγίες τὶ νὰ κάνει μὲ τοὺς μοναχοὺς τῆς μονῆς Καντάρας. Καὶ αὐτὸς συμβούλεψε νὰ κληθοῦν γιὰ τρίτη φορὰ οἱ μοναχοὶ καὶ νὰ ἐρωτηθοῦν τὶ πιστεύουν. Ἐὰν ἐπιμένουν στὴ γνώμη τους, τότε νὰ τιμωρηθοῦν ὡς αἱρετικοὶ.
Ὑστερα ἀπὸ τὴν ὑπόδειξη αὐτὴ, ὁ Εὐστόργιος ἀνέθεσε τὴν ὑπόθεση τῶν Ὁσίων Πατέρων στὸν ἀντιπρόσωπό του Ἀνδρέα. Οἱ Ἁγιοι ὁμολόγησαν καὶ πάλι τὴν Ὀρθόδοξη πίστη τους καὶ διεκήρυξαν τὸ Συνοδικὸν τῆς Ζ’ Ἁγίας καὶ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τὸ ὁποῖο ἀναγιγνώσκεται τὴν Κυριακὴ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἒτσι κάηκαν, κατόπιν πολλῶν βασανιστηρίων, «ράβδοις ἀνηλεῶς τυπτόμενοι καὶ τὴν σάρκα κατατεμνόμενοι», ὃπως λέγει ἀνώνυμος χρονογράφος, ἀπὸ τοὺς Φράγκους, τὸ 1231, ἐπειδὴ ἐνέμεναν μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία τὴν Ὀρθόδοξη πίστη, ἀρνούμενοι τὶς καινοτομίες τῶν Λατίνων.




Ὁ Ἁγιος Δημήτριος ὁ μεγάλος Πρίγκιπας

Ὁ Ἃγιος Δημήτριος Ντονσκόι γεννήθηκε τὸ 1350. Τὴν πνευματικὴ ἀνατροφὴ του εἶχε ἀναλάβει ὁ Ἐπίσκοπος τῆς Μόσχας Ἀλέξιος. Ἡ εὐσέβεια τοῦ Δημητρίου συνδιαζόταν μὲ τὴν ἱκανότητά τουστὴ διοίκηση. Ἒτσι ἀφιέρωσε τὸν ἑαυτὸ του στὴν ἓνωση τῆς Ρωσικῆς γῆς καὶ στὴν ἀπελευθέρωσή της ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῶν Ταταρομογγόλων, ὡς στὴ διακονία τῆς Ἐκκλησίας.
Προετοιμαζόμενος γιὰ τὴν ἀποφασιστικὴ μάχη μὲ τὶς ὀρδὲς τοῦ Μαμάι, ὁ Ἃγιος Δημήτριος ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ Ὁσίου Σεργίου τοῦ Ραντονέζ. Ὁ Ὃσιος Γέροντας ἐνθάρρυνε τὸν πρίγκιπα καὶ τοῦ ἒστειλε ὡς συμπαραστάτες τοὺς μοναχοὺς Ἀλέξανδρο (Περεσβιάτ) καὶ Ἀνδρέα (Ὀσλιάμπι). Γιὰ τὴ νίκη του στὸ πεδίο τῆς μάχης Κουλικὼφ (μεταξὺ τῶν ποταμῶν Ντὸν καὶ Νεπριάντβα), κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, ὁ πρίγκιπας Δημήτριος πῆρε τὸ ὂνομα Ντονσκόι.
Ὁ Ἃγιος οἰκοδόμησε τὴ μονὴ Οὐσπένσκι στὸν ποταμὸ Ντουμπένκα καὶ ἒκτισε τὸ ναὸ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου στὸ κοιμητήριο, ὃπου εἶχαν ἐνταφιασθεῖ οἱ στρατιῶτες ποὺ ἒπεσαν στὴ μάχη.
Ὁ Ἃγιος Δημήτριος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1389 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἀρχαγγέλων τοῦ Κρεμλίνου τῆς Μόσχας.




Οἱ Ὁσιοι Ρωμύλος, Ρωμανὸς, Νέστωρ, Σισώης, Γρηγόριος, Νικόδημος καὶ Κύριλλος οἱ Σιναΐτες

Οἱ Ὃσιοι Πατέρες Ρωμύλος, Ρωμανὸς, Νέστωρ, Σισώης, Γρηγόριος, Νικόδημος καὶ Κύριλλος κατάγονταν ἀπὸ τὴν Σερβία καὶ ἦσαν μαθητὲς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, ὃταν αὐτὸς ἐπισκέφθηκε τὴν χώρα τους τὸ 1326. Ἀνεδείχθησαν οἱ διδάσκαλοι τοῦ ἡσυχασμοῦ μὲ κέντρο  τὴ μονὴ Ραβάνιτσα, ἀλλὰ κήρυξαν στὸ Κόσοβο, τὴ Βοσνία καὶ ἂλλα σερβικὰ ἐδάφη.
Ὁ Ὃσιος Ρωμύλος γεννήθηκε στὸ Βιδίνιο ἀπὸ πατέρα ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ μητέρα ἀπὸ τὴ Βουλγαρία. Σὲ νεαρὴ ἡλικία ἒγινε μοναχὸς στὴ μονὴ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Ζαγορᾶς καὶ ἒλαβε τὸ ὂνομα Ρωμαῖος. Ἀσκήτεψε σὲ σπήλαιο κοντὰ στὴ μονὴ Ραβάνιτσα καὶ ἒλαβε τὸ μεγάλο καὶ ἀγγελικὸ σχῆμα μὲ τὸ ὂνομα Ρωμύλος. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά του εἶναι ἀποθησαυρισμένα στὴ μονὴ Ραβάνιτσα.
Οἱ Ὃσιοι Ρωμαῖος καὶ Νέστωρ ἦσαν ἀδέλφια καὶ ἀσκήτεψαν θεοφιλῶς. Κοιμήθηκαν μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά τους φυλάσσονται μὲ εὐλάβεια στὴν πόλη Ντγιούνις τῆς Σερβίας.
Ὁ Ὃσιος Σισώης ἒζησε ὡς μοναχὸς στὴ μονὴ Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὂρους καὶ διετέλεσε ἡγούμενος αὐτῆς. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ὃσιος Ζωσιμᾶς ἀσκήτεψε θεοφιλῶς ὡς μοναχὸς στὸ χωριὸ Τοῦμαν τῆς Σερβίας. Μία ἡμέρα, ὃταν ὁ Μίλος Ὂμπιλιτς, Σέρβος ἣρωας, ποὺ νίκησε τοὺς Τούρκους στὴ μάχη τοῦ Κοσόβου τὸ 1389, καὶ ἐλευθέρωσε τὴ Σερβία γιὰ ἑβδομήντα καὶ πλέον ἒτη, εἶχε πάει γιὰ κυνήγι, φόνευσε, κατὰ λάθος, μὲ βέλος τὸν Ὃσιο Ζωσιμᾶ. Στὴ θέση ὃπου ὁ Ὃσιος πέθανε, ὁ Μίλος ἀνήγειρε μονὴ, στὴν ὁποία μέχρι σήμερα φυλάσσεται ἂφθορο τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Ὁσίου.
Ὁ Ὃσιος Γρηγόριος, ὁ ἐπικαλο΄θμενος «Εἰρηνικὸς», ἀλλὰ καὶ «Νέος», γιὰ νὰ διακρίνεται ἀπὸ τὸν μεγάλο διδάσκαλὸ του Ὃσιο Γρηγόριο τὸν Σιναΐτη, ἀσκήτεψε στὸ Ἃγιον Ὂρος καὶ ἳδρυσε τὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου. Κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη καὶ τὰ ἱερὰ λείψανά του βρίσκονται στὴ μονὴ Γκορνγιὰκ τῆς Σερβίας καὶ τὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου, ἐπίσης, στὶς 7 Δεκεμβρίου.
Ὁ Ὃσιος Νικόδημος γεννήθηκε ἀπὸ πατέρα ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα καὶ μητέρα ἀπὸ τὴν Σερβία. Ἒγινε μοναχός σὲ νεαρὴ ἡλικία καὶ ἀνέλαβε τὸ 1375 τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀποστολὴ γιὰ τὴν ἀποκατάσταση τῶν εἰρηνικῶν σχέσεων μεταξὺ τῶν Ἐκκλησιῶν Κωνσταντινουπόλεως καὶ Σερβίας.
Ἡ Ἀρχιεπισκοπὴ Πεκίου εἶχε μὲν ἐσωτερικὴ αὐτονομία, διατελοῦσε ὃμως ὑπὸ τὴν ἐποπτεία τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Ἡ ἐξάρτηση αὐτὴ ἒπαυσε στὰ μέσα τοῦ 14ου αἰῶνος,  ὃταν ἀκριβῶς ὁ ἡγεμόνας τῶν Σέρβων Στέφανος Δουσὰν ἐξέτεινε τὸ κράτος αὐτοῦ καὶ ἳδρυσε τὸ μέγα Σερβικὸ κράτος. Ἒτσι ἀνηγόρευσε τὸν Ἀρχιεπίσκοπο Πεκίου Ἰωαννίκιο Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος τὸν ἒστεψε αὐτοκράτορα (τσάρο) στὶς 16 Ἀπριλίου 1346. Ταῦτα ἐπέφεραν ρήξη τῶν ἐκκλησιαστικῶν σχέσεων μὲ τὸ Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως, ἡ δὲ ἀποκατάσταση αὐτῶν ἐπῆλθε μετὰ τριακονταετία δι’ ἀμοιβαίων ὑποχωρήσεων.
Ὁ Ὃσιος Νικόδημος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὁ Ἃγιος Κύριλλος ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Πεκίου καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1418.





Ὁ Ὃσιος Κορνήλιος

Ὁ Ὃσιος Κορνήλιος τοῦ Παλεοστρόβ γεννήθηκε στὴν πόλη Πσκὼφ τῆς Ρωσίας καὶ ἒζησε κατὰ τὸ 14ο καὶ 15ο αἰώνα μ.Χ. Ἀσκήτεψε στὴ νῆσο Πάλι τῆς λίμνης Ὀνέγκα, ὃπου ἳδρυσε μοναστικὴ κοινότητα καὶ ἀνήγειρε ναὸ πρὸς τιμὴν τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου. Γιὰ μεγαλύτερη ἂσκηση ὁ Ὃσιος ἒζησε μέσα σὲ ἓνα σπήλαιο κοντὰ στὴ μονὴ, ὃπου προσευχόταν ἀδιάλειπτα. Ἐκεῖ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη το 1420.









Ὁ Ὃσιος Ἰγνάτιος

Ὁ Ὃσιος Ἰγνάτιος, κατὰ κόσμον Ἰωάννης, γεννήθηκε στὴ Ρωσία τὸ 1477 καὶ ἦταν υἱὸς τοῦ πρίγκιπα Ἀνδρέου Βασίλεβιτς Μπλαγκοβέρνογκο καὶ τῆς Ἑλένης. Σὲ ἡλικία τριάντα δύο ἐτῶν ἐγκατέλειψε τὸν κόσμο καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὂνομα Ἰγνάτιος.
Ὁ Ὃσιος Ἰγνάτιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1522 καὶ κατὰ τὴν ἡμέρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ του τὸ τίμιο λείψανό του εὐωδίαζε.




Ὁ Ὃσιος Κορνήλιος ὁ Θαυματουργὸς

Ὁ Ὃσιος Κορνήλιος τοῦ Κόμελ γεννήθηκε στὴν πόλη Ροστώβ τῆς Ρωσίας τὸ 1455 καὶ καταγόταν ἀπὸ τὴν εὐγενὴ οἰκογένεια  Κριούκωφ τῶν βογιάρων. Ὁ ἀδελφὸς του Λουκιανὸς ὑπηρετοῦσε στὸ δικαστήριο τοῦ μεγάλου πρίγκιπα τῆς Μόσχας Βασιλείου Βασίλεβιτς Τέμνυϊ.
Ὃταν ὁ Λουκιανὸς ἀποφάσισε νὰ ἀποσυρθεῖ στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου τῆς Λευκῆς Λίμνης, αὐτὸ ἐπηρέασε καὶ τὸν Κορνήλιο, ὁ ὁποῖος ἀγαποῦσε πολύ τὸ μοναχικὸ βίο. Τὸν ἀκολούθησε, λοιπὸν, στὴ μονὴ, ὃπου ἂρχισε τὴν αὐστηρὴ ἂσκηση.
Ἀκόμη καὶ στὸ ἀρτοποιεῖο τῆς μονῆς, ὃπου διακονοῦσε, φοροῦσε βαριὲς ἁλυσίδες, γιὰ νὰ ἀσκεῖται περισσότερο, ἐνῶ ἠσχολεῖτο καὶ μὲ τὴν ἀντιγραφὴ ἐκκλησιαστικῶν βιβλίων. Λίγο ἀργότερα ὁ Ὃσιος Κορνήλιος κατέφυγε στὴ μονὴ τοῦ Ὁσίου Γενναδίου στὸ Νόβγκοροντ, ἀλλὰ προτιμώντας νὰ ζήσει τὸν ἡσυχαστικὸ βίο κατέφυγε τελικά στο δάσος τοῦ Κομέλ τὸ 1497.
 Ἐ;δῶ, τὸ 1501, ἀνήγειρε ἓνα ξύλινο ναὸ πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου καὶ λίγο ἀργότερα ὁ Μητροπολίτης Σίμων τὸν ὃρισε ὡς ἱερομόναχο τῆς μονῆς. Σιγὰ – σιγὰ ὁ ἀριθμὸς τῶν μοναχῶν αὐξήθηκε καὶ ὁ Ὃσιος Κορνήλιος οἰκοδόμησε καὶ νέο ναὸ καὶ συνέγραψε μοναχικὸ Κανόνα μὲ βάση τὸ Τυπικὸν τοῦ Ὁσίου Ἰωσήφ Βολοκολάμσκ καὶ τοῦ Ὁσίου Νείλου τῆς Σόρα.
Ὁ Ὃσιος διακρίθηκε γιὰ τὴν φιλανθρωπία καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς πάσχοντες, τοὺς φτωχοὺς καὶ τὰ ὀρφανὰ. Ἐπίσης, ἒκτισε ναὸ πρὸς τιμὴν Ἁγίου Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου, πρὸς τὸν ὁποῖο ἒτρεφε ίδιαίτερο σεβασμὸ καὶ τὸν ὁποῖο ἀξιώθηκε νὰ βλέπει σὲ ὁράματα.
Ὁ Ὃσιος Κορνήλιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1537.




Ὁ Ὃσιος Σέργιος τῆς Σουχτόμα

Ὁ Ὃσιος Σέργιος, τῆς Σουχτόμα, κατὰ κόσμον Στέφανος, γεννήθηκε στὴν πόλη Καζὰν τῆς Ρωσίας ἀπὸ φιλόθεους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς. Γιὰ τρία ἒτη ταξίδεψε ὡς προσκυνητὴς σὲ ἱερὲς μονὲς τῆς Παλαιστίνης καὶ τῆς Ἑλλάδος καὶ τελικὰ, μετὰ τὴν ἐπιστροφή του στὸ Νόβγκοροντ, ἀποφάσισε νὰ ἐγκαταβιώσει στὴ μονὴ Σολόφσκι. Τὸ 1603 ἐκάρη μοναχὸς ἀπὸ τὸν Ἀρχιμανδρίτη Ἡσαΐα, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἁγιογράφησε τὴν εἰκόνα τοῦ Ὁσίου.
Ἀμέσως μετὰ τὴν μοναχικὴ κουρά του ὁ Ὃσιος ἂρχισε τὸ σκληρὸ πνευματικὸ ἀγώνα καὶ ἐπιδόθηκε στὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ. Ἒτσι ὁ Τριαδικὸς Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς προορατικότητας.
Ὁ Ὃσιος Σέργιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ 1609.




Οἱ Ἃγιοι Νεομάρτυρες ἐν Σλομπόντσκαγια Οὐκρανίας

Οἱ Ἃγιοι Νεομάρτυρες τῆς περιοχῆς Σλομπόντσκαγια τῆς Οὐκρανίας, κοντὰ στὸ Χάρκωβ, εἶναι:
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Βαρσανούφιος, κατὰ κόσμον Βαλεντίνος Μιχαήλοβιτς Μάμτσιτς. Ἦταν ἱερομόναχος στὴ μονὴ τοῦ Τόλγκα, στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Γιαροσλάβλ, καὶ μαρτύρησε τὸ 1937.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Κυπριανὸς, κατὰ κόσμον Λέων Νικολάεβιτς Γιανκόβσκιυ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 31 Ὀκτωβρίου 1897 στὸ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε  τὸ 1938.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Ἰάκωβος Ἰβάνοβιτς Ρεντοζούμπωφ, πρωτοπρεσβύτερος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὴν πόλη Κούγκουεβ, στὴν ἐπαρχία τοῦ Χάρκωβ, καὶ μαρτύρησε τὸ Δεκέμβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Νικόλαος Μιχαήλοβιτς Ζαγκορόφασκιυ, πρωτοπρεσβύτερος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε τὸ 1872 στὴν πόλη Ἀχτύρκα, στὴν Ἐπισκοπὴ τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸ 1841.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Πέτρος Βερθολομέεβιτς Ντοροσένκο, πρωτοπρεσβύτερος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὴν πόλη Κούγκουεβ καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Ἰωάννης Θέντοροφ, διάκονος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαὴλ τοῦ Κρασνοκούτσκ, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε τὸ 1941.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Ἱλαρίων Νικολάεβιτς Ζούκωφ, διάκονος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Καμπάνοβκα τοῦ Σταρομπέλσκ καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Σέργιος Παύλοβιτς Ζίπουλιν, διάκονος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 21 Δεκεμβρίου 1872 στὴν πόλη Μπέλσκ καὶ μαρτύρησε τὸ 1940.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Ἀντώνιος Ἀρτέμοβιτς Γκόρμπαν, διάκονος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 22 Ἰανουαρίου 1866 στὸ χωριὸ Γκόρμπαν τῆς ἐπαρχίας Πολτάβα καὶ μαρτύρησε τὸ Νοέμβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Ἰωάννης Βασίλεβιτς Τίμονωφ, διάκονος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Κερνγιάνσκ τῆς ἐπισκοπῆς τοῦ Κοὺρσκ καὶ μαρτύρησε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Βλαδίμηρος Νικολάεβιτς Βασιλέφσκιυ, διάκονος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε 6 Ἰανουαρίου 1892 στὴν πόλη τῆς Τασκένδης καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Νικόλαος Τιμοφέεβιτς Μιγκούλιν, διάκονος, ο ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 4 Δεκμβρίου 1872 στὸ χωριὸ Μαλάγια Βόλκα τῆς ἐπαρχίας Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Βίκτωρ Νικολάεβιτς Γιαβόρκσιυ, διάκονος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 2 Ἀπριλίου 1873 στὸ χωριὸ Κοροσίνο καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Διονύσιος Ἀντρέεβιτς Καγκόβετς, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Ντεργκάτσι τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Στέφανος Ἀλεξάντροβιτς Ἀντρόνωφ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 15 Σεπτεμβρίου 1867 στὸ χωριὸ Ζολόκεφ τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Ἰωάννης Πέτροβιτς Θεοντόρωφ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὸ χωριὸ Σεσλαβίνο τῆς ἐπαρχίας τοῦ Ταμπὼφ καὶ μαρτύρησε τὸν Αὒγουστο τοῦ 1937.
Ὁ ἃγιος Ἱερομάρτυς Λουκιανὸς Πέτροβιτς Θεντότωφ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 13 Ὀκτωβρίου 1895 στὴν πόλη Ἰζγιοὺμ τῆς ἐπαρχίας τοῦ Χαρκὼβ καὶ μαρτύρησε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Ἀλέξιος Νικολάεβιτς Ταταρίνωφ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 30 Μαρτίου 1885 στὸ χωριὸ Κοῦνε τῆς ἐπαρχίας  τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Ἰάκωβος Ἰλίτς Ματυνένκο, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 4 Ἰανουαρίου 1878 στὸ χωριὸ Κορότιτς τῆς ἐπαρχίας τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Παῦλος Μιχαήλοβιτς Κρασνοκούτσκιυ, ὁ ὁποῖος φυλακίσθηκε τὸ 1930.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Παΐσιος Γρηγόρεβιτς Μόσκοτ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 8 Δεκεμβρίου 1869 στὸ χωριὸ Πέσκι Ραντκόφσκι τῆς ἐπαρχίας τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Νικόλαος Σεργκέεβιτς Ἐφίμωφ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 3 Φεβρουαρίου 1890 στὸ χωριὸ Βέρχνιυ Σάτωφ τῆς ἐπαρχίας τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1937.
Ὁ Ἃγιος Γαβριὴλ Ἀλεξάντροβιτς Προτόποπωφ, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 26 Μαρτίου 1880 στὸ χωριὸ Πετσενέγκι καὶ μαρτύρησε τὸν Μάρτιο τοῦ 1938.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Σπυρίδων Μακάροβιτς Ἐβτουσένκο, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 31 Ὀκτωβρίου 1883 στὸ χωριὸ Σολοχισέβκα τῆς Ἐπισκοπῆς τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Μάρτιο τοῦ 1938.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Ἰωάννης Ἀντρέεβιτς Κονονένκο, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 7 Ἰανουαρίου 1880 στὸ χωριὸ Σολόχι τῆς ἐπαρχίας τοῦ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1938.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Φίλιππος Μιχαήλοβιτς Ὀρντίνετς, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε τὴν 1η Ἰουνίου 1888 στὴν Μυρόπολη καὶ μαρτύρησε τὸν Μάρτιο τοῦ 1938.
Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Ἀνδρέας Νικήτοβιτς Μισένκο, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στὶς 30 Ὀκτωβρίου 1893 στὸ Χάρκωβ καὶ μαρτύρησε τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 1938.





Ὁ Ἃγιος Ὀνούφριος ὁ Ἱερομάρτυρας

Ὁ Ἃγιος Ἱερομάρτυς Ὀνούφριος κατὰ κόσμον Ἀντώνιος Μαξίμοβιτς, γεννήθηκε στὶς 2 Ἀπριλίου 1889 στὴν ἐπαρχία τοῦ Χὸλμ. Τὸ 1915 τελείωσε τὴν ἐκκλησιαστικὴ ἀκαδημία τῆς Ἁγίας Πετρουπόλεως καὶ τὸ 1915 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ τοποθετήθηκε ὡς ἐφημέριος σὲ μία ἐνορία. Στὶς 8 Ἰανουαρίου 1923 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς Ὀδησσοῦ καὶ ὠφέλησε πνευματικὰ τὸ λαὸ τῆς πόλεως καὶ ἰδιαίτερα τοὺς νέους. Συνελήφθη ἀπὸ τὸ καθεστὼς τῶν Μπολσεβίκων τὸ 1924, ἀλλὰ ἀφέθηκε ἐλεύθερος, γιὰ νὰ περάσει καὶ πάλι τὴν δοκιμασία τῆς συλλήψεως τὸ 1927. Τὸ 1934 ἐκλέγεται Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Κοὺρσκ. Τὸ 1935 μετατίθεται στὰ Οὐράλια καὶ τὸ 1938 δολοφονεῖται γιὰ τὴ δράση του ἀπὸ ἀνθρώπους τοῦ καθεστῶτος.





Μνήμη Εισόδου τῆς Ἁγίας Νίνας τῆς Ἰσαποστόλου στὴν Γεωργία

Ἡ Ἑκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τῆς Ὁσίας Νίνας στὶς 14 Ἰανουαρίου.
Δὲν ἒχουμε λεπτομέρειες γιὰ τὸ γεγονός.











 Πληροφορίες ἀπό Saint.gr καί Μέγα Συναξαριστή (synaxarion.gr)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου