Γέρων Αὐξέντιος Γρηγοριάτης (+ 1892 - 1981)
Μέρος Β'
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἀγαποῦσε πολύ τίς Ἀκολουθίες. Πρίν ἀρχίσουν ἔπιανε τόν τοῖχο καί σιγά-σιγά ψελλίζοντας τήν εὐχή ἤ τούς Χαιρετισμούς κάποιου ῾Αγίου, κατευθυνόταν πρός τήν ἐκκλησία.
῞Οταν κάποια φορά ἔπεσε καί κτύπησε, δέν ζήτησε βοήθεια, ἀλλά οὔτε καί σταμάτησε νά ψιθυρίζῃ τήν εὐχή. Στά νειᾶτα του, φλογισμένος ἀπό τόν πόθο τῆς νοερᾶς προσευχῆς, ἀνεχώρησε γιά τό Κάθισμα τῆς Παναγίας, πού ἀπέχει ἀπό τήν Μονή 15 λεπτά.
Σέ ἕνα μῆνα ἐπέστρεψε.
Τόν ρώτησα γιατί γύρισες Γέροντα; Μοῦ ἀπήντησε: «Εἶχε πάει χωρίς τήν εὐλογία τῆς Μονῆς καί μέ ἐνωχλοῦσε ὁ λογισμός. Ἐπί πλέον ἔμαθαν οἱ Χριστιανοί, ὅτι κάποιος ἀσκητεύει ἐκεῖ καί ἤρχοντο νά μοῦ ζητήσουν συμβουλές. Ἐγώ βέβαια ἐκρυβούμουν στό δάσος, ἀλλά δέν μποροῦσε νά γίνεται αὐτό κάθε ἡμέρα. ῎Ετσι προτίμησα νά κατέβω πάλι στήν Μονή γιά νά ἀγωνισθῶ χωρίς νά μέ ξέρῃ κανείς».
῾Η βία του στή σιωπή καί στήν εὐχή, ἦταν χαρακτηριστική καί ἀπό τό ἑξῆς γεγονός: Κάποτε ὅταν τόν διακονοῦσα, διηγεῖται ὁ ἀδελφός π,. Βασίλειος, ἠθέλησε ἕνας ἄλλος ἀδελφός νά τόν συνοδεύῃ μετά τόν ῾Εσπερινό γιά τό κελλί του. Στό δρόμο ἐσκέφθηκε νά τοῦ ὁμιλῇ διάφορα πράγματα διά νά διασκεδάσῃ τήν τύφλωσί του.
῞Οταν τόν μετέφερε στήν πόρτα τοῦ κελλιοῦ του, τοῦ εἶπε μέ αὐστηρό ὕφος: «Θέλω νά μέ ὁδηγῇς χωρίς νά μοῦ μιλᾶς, γιατί θέλω νά λέω τήν εὐχή». Συχνά ὅμως ἐπήγαινε ὁ Παπποῦς μόνος του στήν ἐκκλησία, ἀκουμβῶντας στόν τοῖχο καί ψηλαφῶντας τούς χώρους πού εὕρισκε μπροστά του.
Μάλιστα δέ μέ τά δεξί του χέρι ἀκουμβοῦσε στόν τοῖχο καί μέ τό ἀριστερό του ἔκλεινε τό αὐτί του γιά νά μή ἀκούῃ συνομιλίες τῶν κοσμικῶν προσκυνητῶν. ῎Ετσι ζοῦσε μυστικά μέ τήν ἀδιάκοπη προσευχή στήν καρδιά τήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, ἐμποδίζοντας κάθε τι τό ἐξωτερικό στήν νοερά ἐπικοινωνία του μέ τόν Θεό.
Στήν ἐκκλησία καί τίς Ἀκολουθίες, μᾶς ἔλεγε ὅτι αἰσθάνεται εὐλευθερία, γι᾿ αὐτό καί ἐρχόταν πρῶτος ἀπ᾿ ὅλους. Ἀφοῦ προσκυνοῦσε ὅλες τίς εἰκόνες, φορητές καί τοιχογραφίες, στεκόταν στό μόνιμο στασίδι του, τό πρῶτο δεξιά στόν κυρίως Ναό. Πρίν ἀρχίσει ἡ Ἐννάτη ῞Ωρα ρωτοῦσε, ἄν ἄκουγε ὅτι κάποιος περνοῦσε ἀπό δίπλα του: «Ποῖος ῞Αγιος γιορτάζει αὔριο;». Ἀπ᾿ ἐκείνη τήν στιγμή θά ἄρχιζε νά κάνῃ κομποσχοίνι γιά τόν ῞Αγιο τῆς αὐριανῆς ἡμέρας.
Ἐγνώριζε δέ μέ κάθε λεπτομέρεια τήν τάξι τῶν ἀκολουθιῶν. 'Εάν κάποιος παρέλειπε κάτι ἀπό ἄγνοια ἤ ἀπροσεξία, τόν διώρθωνε λέγοντάς του, π.χ. Δόξα Πατρί, λέγε. Ἐάν ὁ διαβαστής δέν ἄκουγε ἤ ἀδιαφοροῦσε, τοῦ ἔλεγε μέ αὐστηρό ὕφος: «ἑβραῖος εἶσαι καί παραλείπεις τά μισά;»
Στό κελλί του εἶχε δύο μικρά μεταλλικά κουτιά ἀπο γάλα βλάχας. Τό ἕνα τό χρησιμοποιοῦσε γιά νά πίνῃ τό νερό, καί τό ἄλλο γιά τό κρασί. Ἐπειδή αὐτά εἶχαν σκουριάσει, σκέφθηκα νά τά πετάξω καί νά βάλω καινούργια ἀνοξείδωτα. Τοῦ τό εἶπα, ἀλλά ἦταν ἀνένδοτος. Δέν ἤθελε πολυτέλειες. Ἀρκεῖτο στά ἀπολύτως ἀναγκαῖα. Δέν ἤθελε νά κουράζῃ κανέναν, γι᾿ αὐτό δέν ζήτησε οὔτε νά τοῦ ἀσπρίσουν τό κελλί, οὔτε νά τοῦ διορθώσουν τήν πόρτα ἤ τό παράθυρα, οὔτε ζήτησε ἄλλα ροῦχα. ῎Εμεινε μέ τά παλιά, πού εἶχαν γίνει κουρέλια.
῞Οταν τόν ἐρωτοῦσα: «Τί θέλεις νά φᾶς; Μοῦ ἔλεγε: «῞Ο,τι ἔχῃ ἡ τράπεζα». Τίποτε τό ἰδιαίτερο. Καμμία ἰδιοτροπία. Ἀπό τό πρωϊνό φαγητό, κρατοῦσε τό μισό καί τό ἔτρωγε τό ἀπόγευμα. Τότε συνήθως ἔπινε καί ἕνα τσάϊ μέ λίγο κρασί. Μέσα ἔβαζε καί ἀρκετή ζάχαρι καί μία φέτα ψωμί.
Κάποτε τοῦ εἶχα πάρει καραμέλλες. Τοῦ ἄρεσαν πολύ. Ἄλλοτε εἶχε ζητήσει νά τοῦ ἀγοράση ὁ π. Δαμιανός ἕνα κιλό. Ὅταν τίς ἐπῆγε στό κελλί του, ὁ Γέρο Αὐξέντιος τοῦ εἶπε νά τίς κρατήση στό κελλί του καί νά τοῦ φέρνη μόνο ἀπό δύο κάθε ἡμέρα. Δέν ἤθελε νά ἔχη περιττά πράγματα στό κελλί του γιατί τόν πείραζε ὁ λογισμός του.
-Γιατί π. Αὐξέντιε, θά σέ πειράξη ὁ λογισμός σου;
-Νά, θά θέλω νά κάνω προσευχή καί ὁ νοῦς μου θά πηγαίνη στίς καραμέλλες!!!
Κάτι παρόμοιο συνέβη καί μέ τόν χαλβὰ. Ὅταν εἶδα ὅτι τοῦ ἄρεσε, τοῦ ἔφερα ἕνα μπαστοῦνι τῶν τριῶν κιλῶν. Τήν ἄλλη ἡμέρα μοῦ εἶπε:
-Πάρε τόν χαλβὰ καί δέν θέλω νά μοῦ φέρης ἄλλη φορά.
Τέτοια βία ἀσκοῦσε στόν ἑαυτό του, ὅταν ἔβλεπε ὅτι κάποια ἀνθρώπινη ἀδυναμία θά μποροῦσε νά τοῦ δημιουργήση πνευματική ἀνωμαλία. Ἦταν γιά ἐμᾶς ἀληθινό ὑπόδειγμα βιαστοῦ μοναχοῦ.
Ὅταν ἦταν στά τελευταῖα του κι ἐμεῖς περιμέναμε ὅτι δέν θά ζήση ἀκόμη πολλές ἡμέρες, τόν ἐπισκέφθηκε τότε ὁ σεβαστός μας Γέροντάς. Ἦταν ἡ τελευταία ἑβδομάδα, πρίν ἀρχίση ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Θέλοντας λοιπόν νά τόν πειράξη ὁ Γέροντας, τόν ἐρωτᾶ: "Θά κρατήσης κι ἐσύ τό τριήμερο τῆς νηστείας, π. Αὐξέντιε; Καί ὁ Γέρο Αὐξέντιος πνέοντας τά λοίσθια στό κρεββάτι του, τοῦ ἀπαντᾶ μέ ὅση δύναμι τοῦ εἶχε ἀπομείνει: "Ναί θά τό κρατήσω, πρῶτα ὁ Θεός".
Ὅλοι φυσικά γελάσαμε καί ὁ Γέροντας μειδιῶντας καί γυρίζοντας πρός ἐμᾶς, μᾶς; εἶπε: "Εἶναι ζήτημα, ἐάν θά ζήση ἀκόμη τρεῖς ἡμέρες, κι ὅμως τό τριήμερο τῆς νηστείας, πρό τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς θέλει νά τό κρατήση". Αὐτό φανέρωνε τήν ἀγωνιστικότητά του καί τήν μέχρι τελευταίας του ἀναπνοῆς βία στόν ἑαυτό του γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἕνωσί του μέ τόν ἐράσμιο Νυμφίο τῆς ψυχῆς του, τόν Χριστό.
Ὅταν κάποτε τόν ἐρώτησα: Πῶς νά λέγω τήν εὐχή, μοῦ ἀπήντησε: Μέ τήν καρδιά".
-Κι ὅταν ἔρχονται λογισμοί, τί νά κάνω;
-Νά τούς διώχνης. Οἱ λογισμοί, προέρχονται ἀπό τά πάθη. Τά πάθη εἶναι σάν τήν μηχανή. Ἔρχεται ὁ διάβολος γυρίζει τήν μηχανή του καί τότε βγαίνουν σάν τά ζάρια οἱ λογισμοί. Ἐμεῖς πρέπει νά τούς διώχνουμε καί νά βάζουμε τό νοῦ στήν καρδιά μας καί νά λέμε τήν εὐχή", καί συνέχισε νά προσεύχεται μέ τόν νοῦ στήν καρδιά του.
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον
Ὅρος Ἄθω
2005
2005
Ἐπιμέλεια κειμένου Αναβάσεις
________________________________________________
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας π.Δαμασκηνός - Γρηγοριάτικο γεροντικό
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.