Πως είναι δυνατόν να περάσουν χίλια χρόνια σαν μία ημέρα;
Ἱστορίες Γέροντος Κλεόπα - Βιβλίο Α΄
Μέρος Β΄ (Τελευταίο)
Ο πορτάρης βλέπει ξαφνικά έναν άγνωστο γέροντα με κάτασπρη γενειάδα και πρόσωπο που λάμπει, να κατευθύνεται προς το μέρος του και, ασφαλώς, παραξενεύεται:
- Ευλόγησον, πάτερ! Ποιος δρόμος σε φέρνει εδώ;
- Πηγαίνω να κλείσω την εκκλησία, παιδί μου.
- Από πού είσαι, πάτερ; τον ξαναρωτάει ο πορτάρης.
- Από αυτό εδώ το μοναστήρι.
- Από αυτό εδώ το μοναστήρι; Και πού ήσουν πριν έρθεις εδώ;
- Εδώ κοντά. Είχα πάει για λίγο στο δάσος.
- Μα, πάτερ, εσύ δεν είσαι από το μοναστήρι μας!
- Δεν με γνωρίζεις, αδελφέ μου; Είμαι ο π. τάδε, ο νεωκόρος, και πηγαίνω να κλείσω την εκκλησία!
- Για στάσου πάτερ μου. Ειλικρινά, δεν σε καταλαβαίνω. Περίμενε λίγο, να πάω να ειδοποιήσω τον ηγούμενο.
Εκείνη τη βραδιά όμως ο ηγούμενος είχε μία ουράνια αποκάλυψη. Τρεις φορές είχε ακούσει μία φωνή που του έλεγε: «Ανοίξτε τις πύλες της μονής, να μπει το περιστέρι του Κυρίου!»