Τί μαζεύομεν;
«Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας
ζωήν αἰώνιον κληρονομήσω;»
Νοσταλγὸς τῆς αἰωνιότητος
ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητὲ ἀναγνῶστα, πλανᾶται στὰ μονοπάτια τῆς ζωῆς καὶ δὲν ἀναπαύετε,
παρὰ μόνον ὅταν εὑρεθῇ πλησίον Ἐκείνου, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρὰ καὶ
μακαριότης. Αὐτὸ συνέβη καὶ μὲ τὸν
πλούσιον νέον, ποὺ ἦλθε σήμερον εἰς τὸν Κύριον καὶ ἐρωτᾷ μὲ ἐνδιαφέρον τί
πρέπει νὰ κάμῃ διὰ νὰ κληρονομήσῃ τὴν αἰώνιον ζωήν. Βλέπετε, τούς βαθύτερους πόθους τῆς ψυχῆς μας
δὲν ἡμποροῦμεν νὰ τοὺς ἱκανοποιήσωμεν μὲ ὅ,τι μᾶς δίδει ἡ παροῦσα ζωή. Δηλαδὴ μὲ ὑλικὰ ἀγαθά, δόξαν, ἀπολαύσεις.....
Ὅλοι μας ἔχομεν μέσα μας τὸν πόθον καὶ τὴν βαθεῖαν νοσταλγίαν τοῦ χαμένου
παραδείσου, ἀλλά, συχνά, δέν ξέρομεν πῶς νὰ τὰ ἱκανοποιήσωμεν.
Ἄς ἴδωμεν, λοιπὸν, τί ἀπαντα
ὁ Κύριος εἰς τὴν ἐρώτησιν αὐτῆν τοῦ πλουσίου νεανίσκου.
1.«Τ ὰ ς ἐ ν τ ο
λ ὰ ς ο ἶ δ α ς....»
Ξέρεις, τοῦ λέγει, τίς
δέκα ἐντολές ποὺ ἔδωσεν ὁ Θεὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Καὶ ὁ Κύριος, διὰ νὰ τὸν διευκολύνῃ, τοῦ ἀπαριθμεῖ
μερικάς. «Μὴ μοιχεύσῃς, μὴ φονεύσῃς, μὴ κλέψῃς, μὴ ψευδομαρτυρήσῃς, τίμα τὸν
πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου».
Ὁ νέος περιχαρὴς ἀπήντησεν:
«Ὅλα αὐτὰ τὰ ἔχω τηρήσει ἀπὸ τὰ παιδικά μου χρόνια. Σὲ τί ἄλλο ἀκόμη ὑστερῶ;»
Νὰ σταματήσωμεν, ἀγαπητέ
μου ὀλίγον εἰς τὸ σημεῖον αὐτὸ.
Πρώτη, λοιπόν,
προϋπόθεσις εἶναι ἡ γνῶσις καὶ ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ. Ὄχι, βέβαια, μία
χονδροειδὴς καὶ ἐπιπόλαια ἐφαρμογὴ τοῦ θείου θελήματος. Δὲν φθάνει αὐτό. Ὁ θεῖος νόμος ἔχει καὶ βάθος καὶ πλάτος ἀπέραντον. Καὶ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ἀγκαλιάσῃ ὅλας τὰς ἐντολάς. Εἰς ὅλη των τὴν ἔκτασιν. Δὲν φθάνει, δηλ. νὰ μὴ σκοτώσῃ κανείς, ἤ νὰ μὴ
κλέψῃ μεγάλα ποσά, ἤ νὰ μὴ διαπράξῃ ἀνηθικότητας, διὰ νὰ εἶναι ἐν τάξει μὲ τὸν
Θεόν.