Στή φουρτούνα τῆς Μεσογείου. (Μέρος Δ')
Ὁ πληγωμένος Ἀετός. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Καί τό θαῦμα ἔγινε. Σιγά-σιγά ἡ τρικυμία κόπασε. Ὁ ἄνεμος ἡμέρευσε. Ὅλοι θά σώζονταν. Ἡ κραυγή πρός τό Θεό τοῦ Γρηγορίου ἔφερε τή ζωή. Ἔγινε ὅμως καί ἄλλο θαῦμα. Οἱ γονεῖς τοῦ Γρηγορίου, στή Ναζιανζό βέβαια. Τήν κρίσιμη τούτη νύχτα εἶχαν ἔντονη ἀνησυχία. Δέν ἔκλεισαν μάτι. Προσεύχονταν γενικά. Μά σιγά-σιγά δημιουργήθηκε μέσα τους ἡ βεβαιότητα ὅτι ὁ γιός τους Γρηγόριος κινδυνεύει. Παρακάλεσαν γονατιστοί τό Θεό γιά τό παιδί τους, νά ξεπέρασει τόν κίνδυνο.
Κι ἐνῶ στή Ναζιανζό συνέβαιναν αὐτά κι ἐνῶ ὁ Γρηγόριος εἶδε στό σύντομο ὕπνο του τήν Ἐριννύα, ἕνα παιδί, στό πλοῖο μέσα, εἶδε τήν ἴδια ὥρα τό δικό του ὄνειρο. Εἶδε, λέει, τή Νόννα τή μητέρα τοῦ Γρηγορίου, νά περπατάει στή θάλασσα, νά πλησιάζει τό καράβι τους καί μέ προσπάθεια πολλή νά τό βγάζει στή στεριά.
Τίς πρωινές ὧρες, πρίν ἀκόμη βγεῖ ὁ ἥλιος, ἡ ἀτμόσφαιρα ἦταν κάπως καθαρή. Ἡ θάλασσα μέ ταραχή λίγη. Τότε φάνηκε νά ’ρχεται καράβι. Τό ’χαν πονόψυχοι Φοίνικες. Εἶδαν τό τσακισμένο πλεούμενο καί πλησίασαν.
Οἱ ξένοι πλεύρισαν προσεκτικά τό ἀκυβέρνητο καράβι, γατζώθηκαν πάνω του καί παρά τόν κίνδυνο ἔτρεξαν νά βοηθήσουν τούς μισοπεθαμένους ἀνθρώπους του. Τούς ἔδωσαν πρῶτα νερό νά πιοῦν, ἔπειταν κάτι νά φᾶνε. Κατόπιν, σιγά-σιγά τούς ρυμούλκησαν μέ δυσκολία στή στεριά. Ἦταν ἡ Ρόδος. Σώθηκαν στά χώματά της. Ἄρχισε ἡ ἐπισκευή τοῦ καραβιοῦ καί σέ λίγες μέρες ἔβαλαν πλώρη γιά τήν Αἴγινα. Γιά κεῖ πού εἶχε ξεκινήσει τό καράβι.
Ἀπό τή Ρόδο μέχρι Αἴγινα δέν εἶχαν προβλήματα. Ἔφτασαν καλά. Χωρίς καθυστέρηση, ὁ Γρηγόριος βρῆκε καϊκάκι κι ἔφτασε στόν Πειραιά. Μεγάλο λιμάνι. Ἀλλά χωρίς τίς παλιές του δόξες. Ἕνας ἀγωγιάτης φόρτωσε τά ἐλάχιστα πράγματα τοῦ Γρηγορίου στό μουλάρι καί πῆραν τό δρόμο γιά τήν Ἀθήνα. Θά ἤτανε μέσα τοῦ Δεκέμβρη.
Ἡ πεζοπορία τοῦ ἔκανε καλό. Ἰσορρόπησε τόν ὀργανισμό του. Ἡ κίνηση πού φέρνει τό περπάτημα στό ἀνθρώπινο σῶμα ἐπιδρᾶ καί στή διάθεση. Τοῦ ἔφυγαν καί τά τελευταῖα ἴχνη ζαλάδας, πού εἶχε ἀπό τό θαλασσινό ταξίδι. Διάθεση, αἰσιοδοξία κυριαρχοῦσε τώρα στό εἶναι του. Διάθεση πού γινόταν ἀγαλλλίαση, ὅσο πλησίαζε τό πανώριό του ὅραμα στήν Ἀθήνα του.
Στό δρόμο ἀπό τόν Πειραιά γι’ Ἀθήνα δέν ἔβλεπε τίποτα τό θαυμαστό. Ἀπομεινάρια μόνο ἀπό τά περίφημα τείχη, τά Μακρά, πού ἀρχίζανε ἀπό τήν Ἀθήνα καί καταλήγανε στόν Πειραιά. Τά εἶχε γκρεμίσει ὁ ρωμαϊκός Σύλλας, τό 86 π.Χ. Ἔπειτα δέν ξαναχτίστηκαν ποτέ. Ὁ Γρηγόριος, μέ ἀφορμή τά «μακρά τείχη», πῆρε συνειρμικά νά σκέπτεται τήν Ἀθήνα καί τά τήν τύχη της. Δόξες καί καταστροφές. Μεγάλοι σοφοί καί λαμπρά κτίρια. Τό μάρμαρο καί τό ἐλεφαντοστοῦν θαμπώνανε τά μάτια. Οἱ ξένοι μορφωμένοι θαυμάζανε τή σοφία καί τήν τέχνη της. Οἱ ἄρχοντες θαυμάζανε τήν παλαιά της δύναμη, τήν πολιτική ὀργάνωση, τή δημοκρατία, τήν παλιά κρατική παντοδυναμία.
Γιά ὅλ’ αὐτά ὁ Γρηγόριος εἶχε κάπως ἐνημερωθεῖ. Οἱ λεπτομέριες τοῦ διέφευγαν. Ἄλλωστε, ἄλλο νά βλέπεις ἀτόφια τά πράγματα κι ἄλλο ν’ ἀκοῦς γι’ αὐτά. Θέλησε νά ρωτήσει τόν ἀγωγιάτη, πού ἀδιάφορος περπατοῦσε δίπλα του:
-Δέ μοῦ λές, φίλε, πῶς εἶναι ἡ νέα πόλη τῆς Ἀθήνας, αὐτή πού ἔχτισε ὁ ρωμαῖος Ἀδριανός; Καί τά τείχη πού ἔχτισε ὁ Βαλεριανός κρατᾶνε ἀκόμη;
Ὁ ἀγωνιάτης ὅμως δέν καταλάβαινε ἀπό αὐτά. Κούνησε τίς πλάτες κι εἶπε μόνο πώς ξέρει τήν πύλη τοῦ Ἀδριανοῦ. Ἄδικα ρωτοῦσε ὁ Γρηγόριος. Οἱ ρωμαῖοι αὐτοκράτορες Ἀδριανός (117-138) καί Βαλεριανός (253-260), ἰδίως ὁ πρῶτος, ἔκαναν πολλά γιά τήν Ἀθήνα. Ὁ Ἀδριανός, ἐκτός ἄλλων, ἔχτισε καί τόν μεγαλοπρεπή ναό τοῦ Ὀλυμπίου Διός, πού σώζεται καί σήμερα κοντά στήν πύλη, πού ἔγινε πρός τιμήν τοῦ ρωμαίου τούτου αὐτοκράτορα, τοῦ Ἀδριανοῦ.
Οἱ Ἀθηναῖοι ὅμως δέ χάρηκαν γιά πολύ τίς λαμπρές κατασκευές. Τό 267, στήν ἐπιδρομή τῶν Ἐρούλων, καταστράφηκαν ὅλα. Οἱ βάρβαροι αὐτοί δέν ἄφησαν λιθάρι πάνω σέ λιθάρι. Σεβάστηκαν μόνο τήν Ἀκρόπολη καί τούς ναούς της.
Στό ἑξῆς ἡ Ἀθήνα ποτέ δέν ἀπέκτησε τήν παλιά της δόξα. Οὔτε κἄν αὐτήν πού γνώρισε μέ ρωμαίους αὐτοκράτορες. Ἐκεῖνο μόνο πού προσπαθοῦσαν τώρα οἱ Ἀθηναῖοι ἦταν νά συντηρήσουν μερικούς ἀπό τούς παλαιούς ναούς, λίγα γυμναστήρια, τή ρωμαϊκή ἀγορά, μερικά βαλαντεῖα (λουτρά) καί προπαντός τίς Σχολές.
Εἶχαν συλλάβει τό μήνυμα τῶν καιρῶν. Μόνο οἱ Σχολές καί ὀνομαστοί σοφιστές θά κρατοῦσαν τήν φήμη τῆς Ἀθήνας. Τ’ ἄλλα πέρασαν καί δέν ξαναγυρίζουν. Νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι τώρα ἡ Ἀθήνα δέν ἦταν οὔτε κἄν πρωτεύουσα τῆς ρωμαϊκῆς ἐπαρχίας τῆς Ἀχαΐας. Πρωτεύουσα ἔγινε ἡ Κόρινθος, πού τότε εἶχε περισσότερους κατοίκους καί εἶχε μεγαλύτερη δύναμη.
Ἡ φροντίδα, λοιπόν τῶν Ἀθηναίων συγκεντρώθηκε στά σχολεῖα, σέ δασκάλους καί σοφούς. Καί πράγματι συνέρρεαν ἐκεῖ διαλεχτοί σοφοί. Οἱ πιό καλοί τοῦ ἑλληνορωμαϊκοῦ κόσμου.
Καί τόσο πολύ αὐτό ἦταν ἀλήθεια, ὥστε οἱ διακεκριμένοι σοφιστές ὀνειρεύονταν πάντα μιά ἕδρα στήν Ἀθήνα.
Ἀλλά καί οἱ εὔποροι μορφωμένοι νέοι τῆς ἀπέραντης ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας φιλοδοξοῦσαν νά σπουδάσουν τήν ἑλληνική γλώσσα καί φιλοσοφία στήν Ἀθήνα. Δάσκαλοι καί μαθητές, ἄν περνοῦσαν ἀπό τήν Ἀθήνα, εἶχαν στή τσέπη τους κι ἔνα διαβατήριο. Αὐτό τούς ἄνοιγε τήν πόρτα τῶν σχολείων καί ἀξιωμάτων σ’ ὅλες τίς πόλεις τῆς αὐτοκρατορίας.
Σ’ αὐτή τήν πόλη τώρα ἔμπαινε ὁ Γρηγόριος, πληροφορημένος γιά πολλά κι ἀπληροφρότητος γιά περισσότερα.
Ὁ πληγωμένος Ἀετός (Γρηγόριος ὁ Θεολόγος)
(ἀφηγηματικὴ Βιογραφία)
σελ.29-52
Στυλιανοῦ Γ. Παπαδοπούλου Καθηγητή Πανεπιστημίου
Ἔκδοση Δ΄
Ἀποστολική διακονία
22 Σεπτεμβρίου 2013
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας Ὁ πληγωμένος Ἀετός - Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.