Θαύματα τοῦ Ἁγίου Νικολάου μέ τό χαλί. Μέρος Β΄. Τελευταῖο
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἀλλ᾿ αὐτός πού ἀγόρασε τό χαλί ἦταν ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος Νικόλαος, ἀλλά ὁ παπποῦς δέν τόν ἐγνώρισε. Ὅταν ἀπομακρύνθηκαν ὁ ἕνας ἀπό τόν ἄλλον, ἔλεγαν στόν παπποῦ οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τῆς ἀγορᾶς πού ἦταν σ᾿ ἐκεῖνο τό μονοπάτι:
-Ἔε, παπποῦ, φαντασίες βλέπεις; Γιατί πρό ὀλίγου μιλοῦσες μόνος σου;
Διότι αὐτοί τόν ἔβλεπαν καί τήν φωνή του ἄκουαν, ἀλλά δέν ἔβλεπαν καθόλου τόν ἅγιο Νικόλαο. Ὅμως ὁ παπποῦς δέν καταλάβαινε τί τόν ἐρωτοῦσαν καί ἔφυγε ἀπό τήν ἀγορά γιά νά πάη ν᾿ἀγοράση ὀψώνια. Ὁ ἅγιος Νικόλαος ἐπῆρε τό χαλί καί ἀμέσως τό ἐπῆγε στήν γιαγιά, στό σπίτι της. Ἐκτύπησε τήν πόρτα. Βγῆκε ἔξω ἡ γιαγιά καί εἶδε ἕνα γέροντα μέ τό χαλί στά χέρια του.
-Τί εἶναι αὐτό;
-Κουμπάρα, τῆς εἶπε ὁ Ἅγιος, ὁ ἄνδρας σου ἦταν φίλος μου ἀπό τήν νεότητά του καί ἐπέρασα ἀπό τήν ἀγορά καί τόν εἶδα μέ τό χαλί αὐτό τό χέρι του. Μοῦ εἶπε νά σοῦ τό φέρω, διότι αὐτός θά καθυστεστηρήση λίγο στήν ἀγορά.
Καί λέγοντας αὐτά, ὁ Ἅγιος ἔγινε ἄφαντος. Ἡ γιαγιά ἐπῆρε τό χαλί. Βλέποντας τόν σεβάσμιο αὐτό Γέροντα μέ τό φωτεινό του πρόσωπο, ἀπό τόν φόβο καί τόν θαυμασμό της, δέν ἐτόλμησε νά τόν ἐρωτήση: «Ἐσύ ποιός εἶσαι;».
Ἄναψε τήν σόμπα, γιά τόν ἄνδρα της πού θά ἐρχόταν σέ λίγο ἀπό τήν ἀγορά καί περίμενε. Νομίζοντας ὅτι ἐξέχασε τήν συμβουλή της γιά τά ἀναγκαῖα γιά τήν γιορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου, ἦταν στενοχωρημένη.
-Τί τοῦ εἶπα ἐγώ, κι αὐτός μοῦ γύρισε τό χαλί πίσω στό σπίτι; Τοῦ εἶπα νά τό πωλήση ἔστω καί μέ λιγώτερα.
Ἐπῆρε τό χαλί καί μπῆκε στό σπίτι της πολύ στενοχωρημένη. Ἐμουρμούριζε κατά τοῦ ἀνδρός της: «Τί ἀπρόκοπτο ἄνδρα ἔχω ἐγώ; Τί τοῦ εἶπα ἐγώ καί τί ἔκανε ἐκεῖνος; Νά δώση τό χαλί ὅσο κι ὅσο γιά ν᾿ ἀγοράσουμε κάτι γιά τήν γιορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου. Ἰδού τί ἔκανε! Μοῦ ἐγύρισε πάλι πίσω τό χαλί!
Ἐγκρίνιαζε τώρα μόνη της ἡ γιαγιά. Δέν ἤθελε νά ἰδῆ τό χαλί καί πάλι στό σπίτι της. Εἶχε ἀνάψει ὁ ζῆλος της γιά τήν γιορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου. Τρέχουν οἱ ὧρες καί ἀκόμη δέν ἑτοίμασε πρόσφορο γιά τόν Ἅγιο. Οὔτε κεριά, θυμίαμα κλπ.
Ὁ παπποῦς μέ τά χρήματα πού ἐπῆρε ἀγόρασε δύο τσουβάλια διάφορα πράγματα: Ἀλεύρι, κεριά, θυμίαμα, λάδι, κρασί γιά τήν ἐκκλησία καί ὅ,τι ἄλλο ἤξερε ἀπαραίτητο γιά τήν πανήγυηρι τοῦ ἁγίου Νικολάου. Ἐπέστρεψε κατά τό βραδάκι στό σπίτι του, φορτωμένος τά ὀψώνια του.
Ἡ γιαγιά-γυναῖκα του δέν εἶδε τί εἶχε ἐπάνω στίς πλάτες του, ἀλλά ἄρχισε νά τόν γκρινιάζη:
-Ἔτσι, ἔε; Τί σοῦ εἶπα νά κάνης καί τί ἔκανες; Φῦγε ἀπό μένα σήμερα. Γιατί ἐλησμόνησες νά φροντίσης γιά ὅσα σοῦ εἶπα γιά τήν γιορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου; Τί νά σοῦ εἰπῶ, βρέ παλιόγερε; Δέν σοῦ εἶπα νά δώσης τό χαλί ὅσο κι ὅσο; Γιατί μοῦ ἔστειλες τό χαλί καί πάλι στό σπίτι;
Ὁ παπποῦς-ἄνδρας της-δέν ἤξερε τί ἔλεγε ἡ γυναῖκα του.
-Γερόντισσα, γιά ποιό χαλί μοῦ λές; Τί εἶναι αὐτά πού λές; Δέν βλέπεις μέ πόσα πράγματα ἦλθα στό σπίτι μας;
-Καί τί ἔχεις ἐκεῖ στά σακκούλια σου;
-Ἀγόρασα, ὅσα μοῦ εἶπες, γιά τήν γιορτή τοῦ ἁγίου Νικολάου.
-Καί γιατί ἔστειλες τό χαλί στό σπίτι μας;
-Δέν τό σοῦ τό ἔστειλα πίσω! Ἦλθε καί τό ἀγόρασε ἕνας γέροντας. Ὅταν τοῦ εἶπα ὅτι στά νειᾶτα σου ἐκόστιζε 10 χρυσά φλωριά, ἐκεῖνος ἔβγαλε καί μοῦ τίς ἔδωσε. Καί δέν ἐδαπάνησα γιά τά ὀψώνιά μας οὔτε δύο λίρες. Τ᾿ ἄλλα χρήματα τά ἔχω. Νά, κύτταξέ τα:
-Καί τότε τό χαλί μας γιάτι ἦλθε στό σπίτι μας;
-Δέν ξέρω. Ποιός σοῦ τό ἔφερε;
-Μοῦ τό ἔφερε ἕνας φωτεινός στό πρόσωπο γέροντας καί μοῦ εἶπε ὅτι παλαιότερα ἦταν δικός σου φίλος καί ὅτι ἐσύ τόν παρεκάλεσες νά φέρη τό χαλί στό σπίτι μας.
-Καί πῶς ἦταν;
-Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος γέροντας στήν ἡλικία, μέ ἄσπρα γένεια, μέ ὁσιακή μορφή καί πολύ πρᾶος στό πρόσωπό του.
Τότε τό ἀντελήφθηκε ὁ παπποῦς, καί τῆς εἶπε τῆς κυρᾶς του:
-Ἀλλοίμονο σέ μένα, ἦταν ὁ ἅγιος Νικόλαος. Αὐτός μοῦ τό ἀγόρασε. Ἐγώ ἐπῆρα ἀπ᾿ αὐτόν τά χρήματα, ἀγόρασα τά ψώνια μας κι αὐτός ἦλθε ἀμέσως καί σοῦ ἔφερε τό χαλί στό σπίτι μας. Μέγα θαῦμα!
Καί ἄρχισε νά κλαίη ἡ γιαγιά ἀπό τήν χαρά της.
-Ὁ ἅγιος Νικόλαος ἔκανε τέτοιο ἔλεος σ᾿ ἐμᾶς.
Κι ἔφτιαξε ἡ γιαγιά κουλουράκια, πίττες καί ἄλλα φαγητά γιά τόν ἅγιο Νικόλαο καί τά ἐπῆγε ὅλα στήν ἐκκλησία. Καί ἔκαναν μία γιορτή τόσο λαμπρά, ὅσο ποτέ ἄλλοτε στήν ζωή τους. Τούς ἐπερίσευσαν καί οκτώ χρυσά νομίσματα.
Ἰδού πῶς βοηθοῦν οἱ Ἅγιοι αὐτούς πού τούς τιμοῦν!
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
Σεπτεμβρίου 2013
Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.