Πορεία πρός τό ἄγνωστο. Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος. Μέρος Γ'
Οἱ προτάσεις τους ἦταν πολύ δελεαστικές. Πράγματι, λές κι ἦταν οὐρανόσταλτοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι. Ἄρχισε ἄραγε τόσο γρήγορα ὁ Κύριος νά μοῦ στέλνει τή βοήθειά του;.... Κάτι πῆγα νά πῶ γιά τίς ἀποσκευές μου, μά ἡ βαρώνη μέ διέκοψε μέ μιά ἤρεμη κίνηστη τοῦ χεριοῦ.
-Μήν ἀνησυχεῖτε, εἶπε. Ἀκούσαμε ἀπό τίς συζητήσεις σας πώς ἔχετε πολλές ἀποσκευές καί δῶρα ἀπό τό Καζάν γιά τήν ἱεραποστή.
Ἀναλαμβάνουμε ἐμεῖς νά τά φυλάξουμε στίς ἰδιόκτηκες ἀποθῆκες ἐμπορευμάτων πού ἔχουμε στό λιμάνι τοῦ Βλαντιβοστόκ. Ὅποτε ἀποφασίσετε νά φύγετε γιά τήν Καμτσάτκα, θά μᾶς πεῖτε νά τά φορτώσουμε μέ δική μας φροντίδα στό πλοῖο. Θά τά παραλάβετε χωρίς κόπο ἤ μέριμνα στό λιμάνι τοῦ Πετροπαυλόφσκ. Τέλος, ἐσεῖς, σάν λειτουργός τοῦ Ὑψίστου, θά ἔχετε δωρεάν τήν καλύτερη καμπίνα τοῦ πλοίου μας. Παρακαλῶ ὅμως νά μᾶς δώσετε τώρα τίς ἀποδείξεις τῶν ἀποσκευῶν σας γιά τίς σχετικές διατυπώσεις.
Δέν μποροῦσα νά πιστέψω στήν τόση εὔνοια τοῦ Θεοῦ. Οἱ προτάσεις τῶν ἄγνωστων αὐτῶν εὐεργετῶν μου θά μ’ ἔβγαζαν ἀπό ἕνα σωρό δυσκολίες. Ὑπῆρχε ὅμως ἀκόμα ἕνα πρόβλημα πού μ’ ἐμπόδιζε νά τίς ἀποδεχθῶ. Τούς τό ἐξήγησα:
-Σᾶς ὀφείλω βαθειά εὐγνωμοσύνη γιά τη φιλόφρονη προσφορά σας. Χαίρομαι ἰδιαίτερα, πού ἔχω τήν τιμή νά γνωρίζω τόσο ὑψηλά πρόσωπα, ὅπως ἡ εὐγένειά σας, καί μάλιστα μέ τόσο φιλάνθρωπα καί φιλόθεα αἰσθήματα.
Λυπᾶμαι ὅμως, πού δέν μπορῶ νά κάνω χρήση τῆς καλῆς σας προθέσεως.
Γιατί μέσα στίς βαλίτσες μου ὑπάρχουν πολλά δέματα μέ διάφορα πολύτιμα ἀντικείμενα, πού πρέπει νά παραδώσω στόν ἀρχιεπίσκοπο τοῦ Βλαντιβοστόκ Εὐσέβιο. Πρέπει λοιπόν νά τίς ἀνοίξω ὅλες, νά βγάλω καί νά ταξινομήσω κατά εἴδη τά δέματα αὐτά, κι ἔπειτα νά τίς ξανακλείσω. Αὐτή ἡ δουλειά θά μοῦ πάρει πολύ χρόνο. Γι’ αὐτό καί δέν μπορῶ νά σᾶς δώσω τίς βαλίτσες, οὔτε νά τίς στείλω στίς ἀποθῆκες σας. Πρέπει νά τίς πάρω μαζί μου. Λυπᾶμαι εἰλικρινά, γιατί χάνω μιά μοναδική εὐκαιρία νά κάνω πιό εὔκολη τή μετάβασή μου στή Καμτσάτκα, καί ν’ ἀπαλλαγῶ ἀπό τίς φροντίδες διεκπεραιώσεως τῶν ἀποσκευῶν.
Δέν ξέρω ἄν μπορεῖ νά βρεθεῖ κάποιος τρόπος... Μπά, τό βλέπω ἀδύνατο. Κρίμα!
Τότε ἡ βαρώνη ζήτησε νά τῆς παραδώσω τουλάχιστον τήν ὀργκώδη καί βαρειά δερμάτινη βαλίτσα πού σήκωνα ὁ ἴδιος.
-Θά χαροῦμε πολύ νά σᾶς ἀπαλλάξουμε ἔστω κι ἀπ’ αὐτό μόνο τό βάρος. Θά κουραστεῖτε πολύ, ἄν τήν ἔχετε συνεχῶς μαζί σας.
Ἔμεναν λίγα λεπτά γιά νά σταθμεύσει τό τραῖνο.
-Καί πάλι σᾶς εὐχαριστῶ, ἀλλά δέν γίνεται. Γιατί κι αὐτή ἡ βαλίτσα ἔχει μέσα πράγματα πού πρέπει νά βγάλω καί νά ξεχωρίσω. Κρίμα πού πού γνωριστήκαμε τόσο ἀργά...
Μετά κι ἀπ’ αὐτήν τήν ἄρνησή μου ἡ βαρώνη πῆρε ἕνα στεγνό ὕφος, πού μ’ ἔκανε νά καταλάβω ὅτι τή λύπησα καί τήν ἔθιξα. Τότε σκέφτηκα πώς δέν ἔκανα καλά νά κρατήσω τόσο ἀρνητική στάση στήν προσφορά τους. Οἱ ἄνθρωποι ἔκαναν ὅ,τι μποροῦσαν γιά νά μέ βοηθήσουν, κι ἐγώ τούς ἀπογοήτευσα.
Ἀλλά στερήθηκα ἔτσι καί τρεῖς πολύτιμους φίλους, ποὺ μοῦ πρόσφεραν χωρίς ἀνταλλάγματα μιά εὔκολη μετάβαση καί μιά ἄνετη διαμονή σ’ ἕνα τόπο τελείως ἄγνωστο σέ μένα. Τούς ὑποσχέθηκα λοιπόν ὅτι τό συντομότερο δυνατό θά ταξινουμοῦσα τά δέματα, πού θ’ ἄφηνα στόν ἀρχιερπίσκοπο, καί κατόπιν θά ἔστελνα ὅλες τίς ἀποσκευές μου στίς ἀποθῆκες τους στό λιμάνι.
Στό μεταξύ τό τραῖνο σταμάτησε ἀργά-ἀργά στό σταθμό. Βγήκαμε ὅλοι στήν ἀποβάθρα. Εἶχα τούς βαρώνους ἀπό κοντά.
Σκέφτηκα πώς ἔπρεπε, πρίν χωρίσουμε, νά πάρω τή διεύθυνση καί τά στοιχεῖα τους, γιά νά ἐπικοινωνήσω μαζί τους, ὅταν τά πράγματτά μου θά ἦταν ἕτοιμα. Ἀλλά ξαφνικά, χωρίς νά καταλάβω πῶς, τούς ἔχασα ἀπό τά μάτια μου. Δέν φαίνονταν πουθενά. Λές κι ἄνοιξε ἡ γῆ καί τούς κατάπιε.... Φαίνεται πώς εἶχαν προσβληθεῖ οἱ ἄνθρωποι ἀπό τήν ἄτεγκτη στάση μου, κι ἔφυγαν χωρίς νά δώσουν συνέχεια. Ἤ μᾶλλον ἀπό εὐγένεια καί διακριτικότητα ἔφυγαν, χωρίς κάν νά μέ χαιρετήσουν, γιά νά μην μέ φέρουν σέ δύσκολη θέση.
Ἴσως πάλι.... Ἀλλά τί σημασία εἶχαν πιά οἱ ὑποθέσεις;
Ἡ ὥρα περνοῦσε καί ἡ ἀποβάθρα ἄδειαζε. Εἶχα μείνει σχεδόν μόνος στό σταθμό. Ἀναστέναξα βαθιά. Ἔπρεπε νά τό πάρω ἀπόφαση πώς δέν μποροῦσα νά κάνω τίποτα. Τά γενόμενα οὐκ ἀπογίγνονται! Ἀνασκουμπώθηκα, φορτώθηκα τή βαρειά βαλίτσα μου καί πῆγα νά παραλάβω τίς ἀποσκευές μου.
Πέρασαν μερικές ἡμέρες. Ἕνα πρωί ξεφύλλιζα ἀμέριμνος μιά ἐφημερίδα τοῦ Βλαντιβοστόκ. Καί ξαφνικά.... Ἀπίστευτο!
-Τί γράφει ἐδῶ; ξεφώνισα.
Ἡ ἀστυνομία εἶχε, λέει συλλάβει μιά τριμελή σπείρα ἀπατεώνων. Τήν ἀποτελοῦσαν μιά νεαρή γυναίκα καί δύο ἄντρες, πού ταξίδευαν πάντοτε μέ τραῖνο. Ἐκεῖ ἐντόπιζαν εὔπιστους ἀνθρώπους μέ ἀξιόλογες ἀποσκευές, καί τούς ἐξαπατοῦσαν, λέγοντάς του διάφορα παραμύθια γιά ἐπιχειρήσεις, μεταφορικές ἐταιρεῖες, κ.λ.π. Ἀφοῦ κατόρθωναν μέ τέτοιες ἀπατηλές διηγήσεις νά βάλουν στό χέρι τίς ἀποσκευές τῶν θυμάτων τους, γίνονταν ἄφαντοι. Ἦταν τόσο πειστικοί καί ἱκανοί, πού μέσα σέ μικρό διάστημα εἶχαν κάνει χρυσές δουλειές.
-Πῶς μέ γλύτωσες Κύριε! Μουρμούρισα μέ χτυποκάρδι. Νά πού εἶχε δίκιο ὁ ψευτοβαρῶνος, ὅταν εἶπε ὅτι προνοεῖς γιά μένα!
Τό παρά λίγο πάθημα μοῦ ἔγινε μάθημα. Ἀπό τότε ἥμουν πολύ ἐπιφυλακτικός ἀπέναντι σέ τέτοιες..... ἀνιοδιοτελεῖς καλωσύνες.
Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.52-78
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο Ἀναβάσεις
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.