Ήταν συγκινητικό να τον βλέπει κανείς, σαν ζωντανή ζυγαριά, να είναι φορτωμένος ένα σάκο γεμάτον λάχανα ή φύλλα πίσω στην πλάτη, και να σηκώνει, αχώριστον από το σώμα του, άλλον ογκώδη σάκο κρεμασμένον μπροστά, στη βράκα του με πολλές δίπλες. Ήταν αυτή η αρρώστια που τη γιάτρευε κρυφά ο Νικόλας ο Μανάβης.
Έζησε με τον ιδρώτα του προσώπου του (δουλεύοντας τίμια) κι ανάθρεψε πέντε ή έξι παιδιά, που… δεν ήταν δικά του. Πέθανε, ο καημένος, εδώ και τέσσερα ή πέντε χρόνια, και βρήκε ανάπαυση από τους κόπους του.
Το σώμα του, το αποκαμωμένο και βασανισμένο, που είχε κυρτωθεί από το σκύψιμο κι από το φόρτωμα, ίσαξε κι έγινε ίσιο πάνω στο νεκροκρέβατο.
Ελπίζω και πιστεύω πως θα πήγε στον άλλο κόσμο, ο φτωχός, πολύ κοντά στον φτωχό Λάζαρο. Ναι, κοντά, πολύ κοντά.
Δεν ήταν δικά του. Δεν είχε αποκτήσει ποτέ παιδιά από τη γυναίκα του. Είχε πάρει από το Νηπιακό Ορφανοτροφείο (ίσως είναι πολλοί που φοβούνται να περάσουν έξω από το ίδρυμα, και δεν ξέρουν σε ποιο σημείο της Αθήνας βρίσκεται), είχε πάρει ένα έκθετο στην αρχή, έπειτα δεύτερο και τρίτο, έπειτα τέταρτο και πέμπτο.
Ως το τρίτο ορφανό, του έδιναν, για το καθένα, τις κανονισμένες 15 δραχμές το μήνα. Όταν ζήτησε να πάρει τέταρτο και πέμπτο, του τις είχαν κόψει τις 15 δραχμές, αυτός όμως δήλωσε ότι του έφταναν οι 30, που τις έπαιρνε για τα δύο τεσιμα. Ήταν από 6 ως 8 χρονών. Ήταν ωστόσο ευχαριστημένος. Και η γυναίκα του τα είχε πονέσει, και τα αγαπούσε υπερβολικά, και δεν ήθελε να τα αποχωριστεί.
Εκείνο τον καιρό ήταν επόπτης ή σύμβουλος ή δεν ξέρω τι, στο ίδρυμα εκείνο, ένας κύριος άγαμος, με γυαλιά, με ασημένια δόντια, με παγωμένο χαμόγελο. Αυτός αγαπούσε τα ορφανά σαν να ήταν δικά του. Και ποιος ξέρει αν δεν ήταν! Προστάτευε τα εσωτερικά (όσα έμεναν στο ίδρυμα), και δεν ήθελε να δώσει παραπάνω από 25 δραχμές στον μπαρμπα-Στέργιο.
Στο τέλος δέχτηκε να δώσει τις 30. Ο άγαμος κύριος με τα γυαλιά δεν έλειπε ποτέ από τα φιλανθρωπικά, και ήταν πάντα μέσα σε διαχειρίσεις και επιμελητείες, και σε όλες τις ονομασίες που περιέχουν χέρι και μέλι (δηλαδή που θα έδιναν τη δυνατότητα να επωφεληθεί). Τέτοιους αυστηρούς ανθρώπους χρειάζονται πράγματι τα φιλανθρωπικά ιδρύματα.
Τα δύο παιδιά του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού ήταν τόσο δικά του, όσο και η μισή δωδεκάδα ήταν του μπαρμπα-Στέργιου του Παρκιώτη. Και οι δύο από το βρεφοκομείο τα είχαν πάρει. Η μόνη διαφορά ήταν ότι ο μαστρο-Δημήτρης ήταν «χαροκαμένος», και τα αγαπούσε διπλά αυτός και η Γιακουμίνα, η γυναίκα του.
Εκείνο λοιπόν το βράδυ, όπως είπα στην αρχή, αναγνώρισα το Γιώργο στα χέρια της κυρα-Πράπως, και είπα:
- Αυτό το παιδί είναι του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού.
- Α! μπασταρδέλι; μου λέει η κυρα-Πράπω.
- Δεν ξέρω, μπαστα… της λέω και μάσησα τη μισή λέξη. Μα το σπίτι του ανθρώπου δεν είναι πολύ μακριά, εδώ κάτω, πέρα από το Μεταξουργείο…
Τη στιγμή που πρόφερα τη μισή εκείνη λέξη, άθελα μου θυμήθηκα πως η κυρα-Πράπω είχε συχνά Ιταλίδες νοικάρισσες, στα δωμάτια του σπιτιού της, κι όμως δεν είχε καταφέρει ν μάθει ποτέ άλλη λέξη από το στόμα τους, παρά μόνο πάνε (ψωμί), και ντανάρο (λεφτά), και αμόρε (αγάπη), και δεν ήταν καθόλου πιθανό να ξέρει, ακόμα και ρωμαίκα, τι σημαίνει μπάστα (σταμάτα, φτάνει).
Αμέσως μετά βρέθηκε ένας καλός χριστιανός, που γνώριζε τον πατέρα και το σπίτι, αλλά όχι και το παιδί, πρόθυμος να φέρει τον μικρό στους θετούς γονείς του. Ησύχασα κι έφυγα.
Την άλλη μέρα ήρθε και με βρήκε ο Δημήτρης ο Χωριανός, με το πρόσωπό του να ακτινοβολεί.
Μου διηγήθηκε διεξοδικά, και με πολλές αφελείς ταυτολογίες κι επαναλήψεις, τον πόνο και τον καημό και τον φόβο και την τρεμούλα της καρδιάς που είχαν περάσει, αυτός και η γυναίκα του, η Γιακούμινα, την προηγούμενη μέρα το απομεσήμερο, όταν από θλιβερή απροσεξία της μητέρας είχε βγει και είχε χαθεί το παιδί, καθώς και τη χαρά και την αγαλλίαση που αισθάνθηκαν σαν να ξαναγεννήθηκαν, τώρα που έρχονται τα Γεννητούρια του Χριστού μας, που καταδέχτηκε, να γεννηθεί σαν παιδί, και αγαπά και φυλάει και μαζεύει κοντά του όλα τα παιδιά, τη χαρά που αισθάνθηκαν, λέω, ενώ έχυναν δάκρυα ασυγκράτητα, κι έκλαιγαν σαν μικρά παιδιά, όταν βρέθηκε το μικρό, οι δυο τους, με την Γιακουμίνα, τη γυναίκα του.
Ο άνθρωπος με γέμισε και με φόρτωσε ευχαριστίες, όσες δεν μπορούσε να σηκώσω ούτε να χωρέσω, με την συνείδηση ότι μόνο κατά τύχη είχα κάνει το πιο απλό κοινωνικό μου χρέος.
Κι η κυρα-Πραπώ, θαρρώ πως πήρε τα βρετίκια της.
(1895)
«Φιλόστοργοι» Μέρος Γ'
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα
για παιδιά και νέους
Εκδόσεις Άγκυρα
Εκδόσεις Άγκυρα
σελ. 127-131
________________
Ἐπιμέλεια κειμένου:
http://anavaseis.blogspot.com
Για να διαβάσετε τα προηγούμενα πατήστε:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.