Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Γεράσιμος Μοναχός Μικραγιαννανίτης. Μέρος Β'


 Ὑμνογράφος τῆς μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας

Ἀλλ’ ἄς ἐπανέλθωμεν «ἐπί τό προκείμενον», κατά τήν ὄμορφη φράση πού λέγουν οἱ ἐγκωμιαστικοί λόγοι.
Ὁ ἀείμνηστος Γέροντας μου γεννήθηκε στήν Βόρειο Ἤπειρο, στό χωριό Δρόβιανη.
Οἱ κάτοικοί του ἀγαποῦσαν τά γράμματα καί γι’ αὐτό ἀπό παλιά εἶχαν πλούσια βιβλιοθήκη, ἀνώτερη καί ἀπό τοῦ Ἀργυροκάστρου, τήν ὁποία ἔκαψαν οἱ Γερμανοί μέ τήν ὀπισθοχώηρησή τους.

Σ’ αὐτό τό χωριό, λοιπόν, εἶδε τό φῶς ὁ Ἀθανάσιος (Ἀναστάσιος Γραίκας τοῦ Ἰωάννου καί τῆς Ἀθηνᾶς).  Σ’ αὐτό τό χωριό φάνηκε ἡ κλίση του καί ἡ ἀγάπη του γιά τά γράμματα, ὅταν κατώρθωνε μέ τήν ἐξυπνάδα του νά περνᾷ δύο-δύο τίς τάξεις.
Ἀλλ’ ἔλα πού ἡ ζωή στό σκληροτράχαλο καί ἄγονο χωριό ἦταν δύσκολη καί ἀνάγκαζε τούς περισσοτέρους Δροβιανίτες νά ξενιτευθοῦν, ἄλλοι στόν ἑλλαδικό χῶρο, ἄλλοι στήν Αἴγυπτο, ἄλλοι στήν Ἀμερική, ἀποβλέποντας ἕνα καλύτερο αὔριο, ἔνα μέλλον πιό λαμπρό γι’ αὐτούς, γιά τούς ἄλλους στό χωριό. Ἴδιον τῶν ἀποδήμων νά ἀγαποῦν καί νά ἐνδιαφέρωνται γιά τήν γῆ πού τούς γέννησε.

Ἔτσι λοιπόν καί ὁ μικρός Ἀθανάσιος (Ἀναστάσιος) παίρνει τόν δρόμο τῆς ξενιτιᾶς πισωπερπατώντας, γιά νά βλέπῃ καί νά χορτάσῃ ὅσο μπορεῖ πιό πολύ τό χωριό του, νά τό τυπώσῃ στή μνήμη του.  Βλέπει τό σχολεῖο του, τίς ἐκκλησίες, τό σπίτι του.

Μᾶλλον καταλάβαινε ὅτι δέν θά τά ξανάβλεπε. Ἔφυγε μιά καί καλή, ἀλλά κουβαλοῦσε ὅλες αὐτές τίς εἰκόνες καί τήν ζωή μέσα στό ἔξυπνο μυαλό του καί στήν ἁπαλή καρδιά του μέχρι τέλους καί ξύπναγαν ὅλα αὐτά καί ἐμφανίζονταν ἔντονα, ὅταν ἀργότερα ἐμεῖς σάν μικροί, σάν νέοι καλόγεροι ζητούσαμε νά μάθουμε γιά τήν ζωή του.
Ἔρχεται στήν Ἀθήνα.  Μιά Ἀθήνα, ἔνα κράτος ταλαιπωρημένο ἀπό πολέμους καί διχόνοιες δολερές. Εὐτυχῶς, σπίτι, σχολεῖο, ἐκκλησία συνθέτουν τό τρίστρατο στή ζωή του.
Δέν ξεφεύγει ἀπ’ αὐτό, καί ἀποφεύγει ἔτσι τίς ἀναμίξεις σέ πολιτικά πάθη. Αἰτία· ὁ πόθος γιά σπουδή, γιά γράμματα, γι’ αὐτό καί ὁ ξενιτεμός του.
Μένοντας στό σπίτι τῆς θείας του, στό τότε ἁπλό καί ἄσημο Κολωνάκι, καί μάλιστα στήν Πατριάρχου Ἰωακείμ, βρίσκει τόν Ἅγιο Γεώργιο Ριζάρη, ἀναπαυτήριο τῆς ψυχῆς του. Ὄαση πνευματική στήν ἀθηναϊκή Σαχάρα τῶν πολιτικῶν δολοπλοκιῶν καί ἀλλαξοκυβερνήσεων.  Πῶς νά μήν ξεκουράζεται ἡ σφριγηλή ψυχή του, ἐκείνη τήν στιγμή πού ἕνας μεγάλος Δεσπότης λειτουργεῖ ἐκεῖ; Ἄραγε ποιός νά εἶναι;
Εἶναι ὁ ἄγιος Νεκτάριος, ὁ πρᾶος καί γλυκύς, ὁ εἰρηνικός καί εἰρηνοποιός, ὁ ταπεινόφρων καί ἡσύχιος.  Τό κήρυγμά του βγαίνει ἀπ’ τήν ζωή του.  Καί ἡ ἐργάτιδα μέλισσα ρουφᾶ τό νέκταρ ἀπό τό ὄμορφο καί εὐωδιαστό λουλούδι, καί τό βάζει στήν κηρύθρα της.  Ποῦ νά φανταζόντουσαν καί οἱ δύο, ὅτι ὁ ἕνας θά ἁγίαζε καί ὁ ἄλλος θά τόν ὑμνοῦσε;
Κυλᾶ ἡ ζωή καί τό Βορειοηπειρωτάκι γίνεται  ἔφηβος μέ καλές ἐπιδόσεις στά γράμματα καί πολλές μαθησιακές ἐφέσεις. Ἡ δίψα του γιά τά γράμματα δέν σβήνει.  Καί πῶς νά σβήσῃ, ὅταν γι’ αὐτά καί μόνο ξενιτεύθηκε καί ἔφυγε ἀπό τό χωριό τῶν δασκάλων γιά τήν πόλη τῶν σοφῶν καί φιλοσόφων; Ἀπό τό πετρῶδες χωριό, στή πλατειά Ἀθήνα, ἀπό τό ξερό καί ἄνυδρο, στή καταπράσινη Ἀττική, ἀπό τήν ἤρεμη καί ἥσυχη ζωή, στόν θόρυβο.
Ἀλλ’ ὅμως «Ἄλλαι μέν βουλαί ἀνθρώπων, ἄλλα δέ Θεός κελεύει». Ὁ Ἅγιος Θεός τοῦ ἐπεφύλασσε ἄλλα, καλύτερα καί μεγαλύτερα. «Οὕς καί πρόωρισε, τούτους καί ἐκάλεσε, οὕς δέ ἐκάλεσε, τούτους καί ἐδόξασε», κατά τόν ἅγιο ἀπόστολο Παῦλο.  Τό θεϊκό κτύπημα στή πόρτα τῆς καρδιᾶς τοῦ τό ἄκουσε ἀμέσως. Τό ἄκουσε καί ἄνοιξε.
Ἕνας καλόγερος στό νεανικό του διάβα, μιά ἁπλή γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς κουβέντα, ἀρκοῦσαν γιά νά βάλουν φωτιά στό νεαρό Δροβιανίτη καί νά δώσῃ φλεγόμενος μιά ὑπόσχεση.  Καί ἔτσι ὁ ζηλωτής τῶν γραμμάτων «ζηλεῖ τά κρείττονα», τά πνευματικά, καί κρυφά ἀπό τούς δικούς ἔρχεται στό Περιβόλι τῆς Παναγίας, γιά νά φυτευθῇ ἐκεῖ.  Καί ποῦ; Στή Μικραγιάννα.
 Φθάνει στήν Δάφνη μέ τό καράβι. Ἡ θέα ἀπό μακρυά τοῦ Ἄθω τόν συναρπάζει, τόν ἐνθουσιάζει, τοῦ ἀνοίγει πρόωρα τό στόμα σέ δοξολογία καί αἷνο τοῦ Θεοῦ.
Φθάνει σέ ἕνα χῶρο πού λίγο-πολύ ἔμοιαζε μέ τό χωριό του. «Ἐν γῆ ἐρήμῳ καί ἀβάτῳ καί ἀνύδρῳ», ὅπως ἀργότερα θά διαβάζῃ στό Ψαλτήρι.  Βέβαια πιό δύσβατη, πιό ἔρημη, πιό ἄνυδρη ἡ Μικραγιάννα. Ἡ βροχή γέμιζε τήν πελεκημένη στό βράχο μέσα στερνούλα. Δέν τόν ἔνοιαζε ὅμως! «Πῦρ πνέων», παραμέριζε τήν ἐνθύμηση τῶν Ἀθηνῶν και τά τότε καλά της, καί ἔλεγε: «Ὡς ὡραῖος οὗτος ὁ τόπος. Αὕτη ἡ κατάπαυσίς μου εἰς αἰῶνα αἰῶνος. Ὧδε κατοικήσω, ὅτι ἡρετισάμην αὐτήν».
Ἀγαποῦσε τήν ἡσυχία, τήν μητέρα τῆς φιλοσοφίας, τά γράμματα, τήν μοναξιά, καί τήν βρῆκε.  Βρέθηκε σέ πέλαγος μαθήσεως. Ἔψαχνε γιά πνευματικό ὁδηγό καί βρῆκε ἁπλό, ἅγιο καί ἀνεπιτήδευτο ἄνθρωπο, πού γνώριζε Ἰησοῦν Χριστόν καί τοῦτον Ἐσταυρωμένον. 
Τί ἄλλο μποροῦσε νά θέλῃ; Ἡ σωτηρία του ἐξαρτῶνταν πλέον ἀπό τόν ἴδιο μέ τήν ὑπομονή, τή ὑπακοή καί τήν ἐπιμονή στά δύο πρῶτα.

 Ἔτσι μ’ ἕνα θεϊκό καυστῆρα διαρκῶς φλογιζόμενο ἀρχίζει ὁ ἀγώνας. Ἡ ἀρετή τῆς ξενιτείας πρώτη-πρώτη τόν ἐπισκέπτεται, καί ἀπαρνεῖται σύντομα τήν ἔξω ζωή πού τόν ἔφερε στή Ἀθήνα μέ τίς ἀνέσεις της.
 Λησμονεῖ μέ ἀγῶνα τούς γονεῖς, τούς συγγενεῖς, τό ὅμορφο καί ἄγριο χωριό μέ τά πουλάκια νά κελαϊδοῦν τήν ἀκατάπαυστη δοξολογία, καί προσεύχεται θερμά γιά ὅλους, ἀκόμα καί γι’ αὐτούς πού πολέμησαν τήν φυγή του.
 Ἐδῶ τήν Ἀθήνα τῆς ἀνέσεως τήν διαδέχεται ἡ κακοτράχηλη Μικραγιάννα·  τά ροῦχα τά καλά, τά φτωχά καί μπαλωμένα· τά παπούτσια, τά τσαρούχια τά φτιαγμένα ἀπό δέρμα γουρουνιοῦ.
Τά γράμματα πρός τό παρόν στό περιθώριο (ἦλθα νά σώσω τήν ψυχή μου).  Μαθητεύει στήν ἐκκοπή τοῦ θελήματος· γράμματα, ἡ ὑπακοή· βιβλίο τό ἐργόχειρο· μολύβια, τά ἐργαλεῖα τοῦ ἐργοχείρου. Ἐργόχειρο, σφραγίδες προσφόρων καί κουτάλια· σκληρό ἐργόχειρο.
Τά μαλακά χέρια γίνονται σκληρά.  Κόβεται ἀπό τά μαχαίρια τοῦ ἐργοχείρου, ἀλλά ἐκεῖ· δέν τό βάζει κάτω.  Τό θέλημα κομμένο. 
Πτωχεία κατά Θεόν. Ἐπιμέλεια στό ἐργόχειρο, πού γίνεται ἀπαρχή τῆς ἐπιμελημένης καί προσεκτικῆς στό μέλλον ζωῆς του. «Ἡ ἀμέλεια τοῦ μοναχοῦ στό ἐργόχειρό του ἀνατρέπει τήν πνευματική του ζωή», λέγει ὁ ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Σύρος καί ὁ δόκιμος τό τυπώνει μέσα του. Ἀργότερα ἡ εὐταξία του καί ἡ τυπικότητά του ἀπό τήν τάξη του στό ἐργόχειρο διακρίνονταν πιό εὔκολα καί στήν μετέπειτα καλογερική του ζωή.



Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος
Ἐτήσια ἔκδοσις τῆς ἱερᾶς κοινοβιακῆς
Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὅρους
  Ἔτος 2008 ἀριθμ. 33
Ἐπιμέλεια κειμένου 
Ἀναβάσεις - http://anavaseis.blogspot.com

Γιὰ νὰ διαβάσετε τα ὑπόλοιπα πατῆστε  Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου