Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

Τὰ κτιστὰ φῶτα τοῦ κόσμου καὶ τὸ Ἄκτιστο Φῶς τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Μέρος ΙΑ'. Π. Γεώργιος Καψάνης


Τὰ κτιστὰ φῶτα τοῦ κόσμου καὶ τὸ Ἄκτιστο Φῶς τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Παλαμᾶ. Μέρος ΙΑ'

 Κάτω ἀπό τήν πίεσι τοῦ ἀθεϊσμοῦ σήμερα ἐπιδιώκεται ἀπό ποικίλους παράγοντες ὁ ἀποπροσανατολισμός τοῦ Ὀρθοδόξου λαοῦ μας ἀπό τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ. Πυκνό σκοτάδι βασιλεύει ἐκεῖ πού οἱ ἄνθρωποι κλείνουν τά μάτια τους στό Φῶς τοῦ Χριστοῦ· σκοτάδι ἀγνωσίας Θεοῦ, ἐγωϊσμοῦ, ἐκμεταλλεύσεως τῶν ἀνθρώπων, ἐλλείψεως σεβασμοῦ τῶν ἀνθρωπίνων προσώπων, κυριαρχίας τῶν παθῶν, ἀποθεώσεως τῶν κατωτέρων ἐνστίκτων.
 Ὁ ἄνθρωπος, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, γίνεται ἀποτρόπαιη καί ἀγνώριστη, εἰκόνα τοῦ διαβόλου. Αὐτούς πού ζητοῦν τό φῶς στή λογική, θά ἐλέγαμε σήμερα στά ἀνθρώπινα μόνο ἐπιτεύγματα καί ὄχι στήν Χάρι τοῦ Θεοῦ, παρομοιάζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος μέ τυφλούς38.
Τό χειρότερο εἶναι ὅταν οἱ τυφλοί θέλουν νά πείσουν ὅλους ὅτι δέν ὑπάρχει τό φῶς καί ἔτσι νά τούς παρασύρουν κατά κρημνόν.
Πῶς ὅμως εἶναι δυνατόν τά τέκνα τοῦ πρώτου φωτιστοῦ μας ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου, τά τέκνα τῶν φωτοφόρων ἁγίων Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου καί Δημητρίου τοῦ μυροβλύτου καί ὅλων τῶν ἁγίων Μαρτύρων, τά τέκνα τοῦ Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί ὅλων τῶν ἁγίων διδασκάλων μας, νά ἀνταλλάξουμε τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ μέ τό σκότος τῶν κτιστῶν «φώτων» τοῦ κόσμου;
Ὁ Θεός νά φυλάξῃ τόν Ὀρθόδοξο λαό μας ἀπό μιά τέτοια τύφλωσι καί πνευματική ἅλωσι, πού θά εἶναι ἡ χειροτέρα καί πιό ἐπικίνδυνη τῆς ἱστορίας του.
Ἀλλ’ ἄς ἐπανέλθουμε στό φαιδρότατο Φῶς τοῦ Χριστοῦ, πού κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο ὑπερβαίνει κάθε αἴσθησι, κάθε γνῶσι, κάθε ἀρετή, καί κάθε τελειότητα πού προσγίνεται ἀπό μίμησι ἤ φρόνησι (δηλαδή κάθε ἀνθρωπίνη ἠθική)  καί εἶναι «παρεκτικόν.... τῆς μυστικῆς καί ἀπορρήτου γνώσεως τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, καί ὁ ἀρραβών νῦν τοῖς κεκεθαρμένοις τήν καρδίαν ἐνορώμενος... καί τῆς ἐνταῦθα κατά χριστιανούς τελειότητος παρεκτικός μονώτατος... ἀποκαλύψει καί χάριτι τοῦ Πνεύματος»39.
Αὐτή ἡ ἔλλαμψις πού δίδεται στήν ψυχή «ἀποκαλύψει καί δυνάμει τοῦ Πνεύματος»  εἶναι «τό ἐντελές τοῦ Χριστιανισμοῦ μυστήριον» καί «τό τέλειον τῆς χάριτος μυστήριον»40.
Παρ’ ὅλα αὐτά ὅμως ἡ θεά τοῦ Φωτός αὐτοῦ δέν εἶναι παρά «προοίμιον»41 τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν καί «ὁ ἀρραβών»42 τῆς ἀπορρήτου κατά τό μέλλον Ἰησοῦ κοινωνίας.
Δεῖγμα τῆς ἀπείρου καί ἐκστατικῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ δωρεά τοῦ θεοποιοῦ δώρου τῆς θέας τοῦ Θεοῦ, δηλαδή τῆς θεώσεως.
«Ἀλλά μή διά τό ὑπερβάλλον τῆς εὐεργεσίας ἀπειθήσαντες
ἀφηνιάσωμεν, πιστεύσαντες δέ τῷ  μεταλαβόντι τῆς φύσεως 
ἡμῶν καί μεταδόντι τῆς δόξης τῆς φύσεως αὐτοῦ ζητήσωμεν
πῶς κτᾶταί τις τοῦτο καί ὁρᾷ. Πῶς οὖν; Τῇ τῶν θείων
ἐντολῶν τηρήσει»43.
Δέν εἶναι ἐπικίνδυνο σέ μᾶς πού εἴμεθα τόσο μακρυά ἀπό τό Φῶς αὐτό, δηλαδή τήν θέωσι, νά ὁμιλοῦμε γι’ αὐτό; Ὁ ἅγιος Γρηγόριος μᾶς ἐνθαρρύνει ὅτι ἡ ἐπιδίωξις τῆς θεώσεως εἶναι ὠφέλιμη γιά τήν ψυχή μας: 
«Ὁ τοῦτο τό μέγα τῆς καινῆς χάριτος μή πιστεύων μυστήριον, μηδέ πρός τήν ἐλπίδα τῆς θεώσεως βλέπων, οὐδὲ σαρκός ἡδονῆς καί χρημάτων καί κτημάτων καί τῆς πρός ἀνθρώπων δόξης καταφρονεῖν δύναιτ’ ἄν. Εἰ δ’ ἄρα καί δυνηθείη κἄν πρός βραχύ, φυσίωσις αὐτόν ὡς
τό τέλειον ἤδη κτησάμενον διαδέχεται, δι’ ἧς αὗθις πρός τόν τῶν ἀκαθάρτων κατασπᾶται κατάλογον. Ὁ δέ πρὸς ἐκεῖνο βλέπων, κἄν ἅπαν ἔργον ἀγαθόν κτήσηται, προκείμενον ἔχων τήν ὑπερτελῆ καὶ ἀτέλεστον τελειότητα, ἑαυτόν οὔπω λογίζεται κατειληφέναι τι καί οὕτω τῇ  ταπεινώσει προστίθησι· διανοούμενος δέ τοῦτο μέν τήν τῶν προωδευκότων ἁγίων ὑπεροχήν, τοῦτο δέ τήν τῆς θείας
φιλανθρωπίας ὑπερβολήν, πενθῶν, τό τοῦ Ἠσαΐου βοᾷ, ‟οἴμοι ὅτι ἀκάθαρτος ὤν καί ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, Κύριον  Σαβαώθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου’’. Τό δέ πένθος τοῦτο τῇ καθάρσειπροστίθησιν· ἐπιδαψιλεύεται δέ ταύτη παράκλησίν τε καί ἔλλαμψιν ὁ τῆς χάριτος Κύριος»44.

(Αὐτός πού δὲν πίστεύει σ’ αὐτό τό μεγάλο μυστήριο τῆς νέας χάριτος, μήτε ἀποβλέπει στήν ἐλπίδα τῆς θεώσεως, δέν θά ἠμποροῦσε νά καταφρονῇ οὔτε ἡδονή σαρκός οὔτε χρήματα καί κτήματα καί τήν δόξαν τῶν ἀνθρώπων. Ἀλλά καί ἄν ἠμποροῦσε ἔστω καί γιά λίγο, τόν ἀκολουθεῖ ἡ ὑπερηφάνεια, ὡσάν νά ἐπέτυχε τό τέλειο.
Ἔτσι μέ τήν ὑπερηφάνεια ἐκπίπτει στούς ἀκαθάρτους. Ἀλλά ἐκεῖνος πού ἀποβλέπει [στή θέωσι], ἀκόμη καί ὅταν κατορθώσῃ κάθε ἀγαθό, ἔχοντας ἐμπρός του τήν ὑπερτελεία καί ἀτελείωτη τελειότητα, δέν νομίζει ὅτι ἐπέτυχε κάτι κι ἔτσι γίνεται ταπεινότερος.
Σκεπτόμενος δέ ἀφ’ ἑνός μέν τήν ὑπεροχή τῶν προπροευθέντων Ἁγίων, ἀφ’ ἑτέρου δέ τό ὕψος τῆς θείας φιλανθρωπίας, πενθεῖ καὶ βοᾷ τό τοῦ Ἡσαΐου «οἴμοι ὅτι ἀκάθαρτος ὤν καί ἀκάθαρτα χείλη ἔχων, Κύριον Σαβαώθ εἶδον τοῖς ὀφθαλμοῖς μου».
Αὐτό τό πένθος προσθέτει στήν καθαρότητα [τῆς ψυχῆς], ὁ δέ Κύριος τῆς χάριτος ἐπιδαψιλεύει σ’ αὐτήν παράκλησι [παρηγορία] καί ἔλλαμψι).
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος πού δέν ἐδίσασα ἀπόψε νά ὁμιλήσω πρός τὴν ἀγάπη σας γιά τήν μεγαλυτέρα σέ μᾶς δωρεά τοῦ Θεοῦ ἤ μᾶλλον νά ὁμιλήσῃ πρός ὅλους μας ὁ θεῖος διδάσκαλός μας, ὁ θεόπτης Γρηγόριος.

____________________________________________________________________

38. Ὑπέρ τῶν Ἱ.Ἡσυχ. 1,3, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 170, στίχ. 5
39. Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 172, στίχ. 10.
40.Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ.172, στίχ. 24.
41.Ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 206, στίχ. 2-7.
42. Ἔνθ’ ἄνωτ. σελ. 172, στίχ. 10-19.
43. Ὑπέρ τῶν Ἱ. Ἡσυχ. 2,3, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ. 444, στίχ.6.
44.  Ὑπέρ τῶν Ἱ. Ἡσυχ. 1,3, ἔνθ’ ἀνωτ. σελ 256, στίχ. 12 καί ἑξῆς.


Ἐκδόσεις Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου
Ἅγιον Ὄρος
2000
σελ. 36-42
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο  Ἀναβάσεις
  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου