π. Σάββας Αγιορείτης
Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ
ΠΩΣ ΘΑ ΒΙΩΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ
Ο άνθρωπος πλάστηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού. Πρότυπο της δημιουργίας του είναι ο Λόγος, το Δεύτερο Πρόσωπο της Αγίας Τριάδος. Οποτε, ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να αναπαυθή εάν δεν ανταποκριθή στις υψηλές προδιαγραφές με τις οποίες δημιουργήθηκε.
Ο Θεός που τον δημιούργησε του έπλασε το σώμα και του ενεφύσησε ψυχή. Έτσι ο άνθρωπος είναι ψυχοσωματικό όν, αφού αποτελείται από ψυχή και σώμα. Όμως για να είναι ολοκληρωμένος άνθρωπος θα πρέπη να λάβη και το Άγιον Πνεύμα. Όπως η ψυχή είναι η ζωή του σώματος έτσι και το Άγιον Πνεύμα είναι η ζωή της ψυχής. Ὅταν τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι ἐνεργό μέσα στόν ἄνθρωπο τότε αὐτός βιώνει τήν ἀληθινή πνευματική ζωή.
Η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό εν Πνεύματι γίνεται μέσα στην Εκκλησία, όταν ο άνθρωπος χρησιμοποιεί μια ειδική μέθοδο που λέγεται ησυχαστική παράλληλα μέ τήν συμμετοχή του στά Ἅγια Μυστήρια. Πρόκειται για τον τρόπο εκείνο δια του οποίου ελευθερώνεται ο άνθρωπος από την τυραννία της λογικής και των λογισμών, αναπτύσσεται η νοερά ενέργεια, λαμβάνει το Άγιον Πνεύμα και γίνεται κατά Χάρη θεούμενος. Η Παναγία μας αναζήτησε τον Θεό, γιατί γνώριζε ότι Αυτός την δημιούργησε και δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση Αυτού. Πέρα από τον πόθο Της για την εύρεση του Θεού, συγχρόνως ακολούθησε και μια ειδική μέθοδο, που λέγεται ησυχαστική. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ερμηνεύει ότι η είσοδος της Παναγίας στα άγια των αγίων δηλώνει την ιερά ησυχία, ήτοι την αποβολή όλων των ανθρωπίνων λογισμών, την απελευθέρωση του νοός από την φαντασία και την προσφορά της στον Θεό. Με την καθαρότητα αυτή, που εξασφαλίζει η νοερά προσευχή και η ιερά ησυχία βρήκε τον Θεό, εισήλθε στα άγια των αγίων της θεολογίας και της θεώσεως, συνέλαβε τον Χριστό, τον γέννησε, έγινε κέντρο του κόσμου και της Εκκλησίας και στην συνέχεια με την δύναμη του Χριστού και ως Μητέρα του Χριστού νίκησε και τον θάνατο.
Φθάνοντας ο άνθρωπος σε αυτήν την κατάσταση που μας υποδεικνύει η ζωή της Παναγίας μας, υπερβαίνει όλα τα κοινωνικά και ψυχολογικά ζητήματα. Δεν τον απασχολούν τα θέματα της καθημερινότητος, παρά το ότι τα αντιμετωπίζει, γιατί ζη από την ζωή αυτήν την ανάστασή του. Με τον τρόπο αυτό υπερβαίνει τον θάνατο, όπως το βλέπουμε στην ζωή των αγίων της Εκκλησίας μας, οι οποίοι αντιμετωπίζουν τον θάνατο ως ένα πέρασμα από την βιολογική ζωή στην αληθινή ζωή, από τα πρόσκαιρα στα αληθινά, από την ξενιτεία στην πραγματική πατρίδα. Οι άγιοι βλέπουν τον θάνατο να έρχεται και χαίρονται, όπως χαίρεται ο ξενητεμένος επιστρέφοντας στην Πατρίδα, όπου θα συναντήση τους αγαπητούς του ανθρώπους. Πατρίδα είναι ο χαμένος Παράδεισος, όπου βρίσκονται όλοι οι προπάτορές μας.
Γιά νά βιώσουμε τήν πνευματική ζωή θά πρέπει νά καθαριστοῦμε. Θά πρέπει νά ἐνεργοποιήσουμε τό ἐν ὑμῖν Ἅγιο Πνεῦμα, τήν Βαπτισματική Θεία Χάρη. Θά πρέπει δέ στή συνέχεια νά διαφυλάξουμε ἐνεργοποιημένη αὐτήν τήν Θεία Χάρη. Ἡ φωτιά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού ἄρχισε νά καίει μέσα μας θά πρέπει νά συντηρηθεῖ καί νά αὐξηθεῖ. Τό πρῶτο στάδιο τῆς ἐνεργοποίησης εἶναι αὐτό πού οἱ Ἅγιοι Πατέρες ὀνομάζουν κάθαρση. Ἡ Ἁγιοπνευματική ζωή ἐπιτυγχάνεται μέ τήν πράξη καί τήν θεωρία.
Ο άγιος Μάξιμος χωρίζει τα στάδια της πνευματικής ζωής σε τρία. Ι) Την «πρακτικήν φιλοσοφίαν» ή πράξιν ΙΙ) την «φυσικήν θεωρίαν» ή απλώς θεωρίαν και ΙΙΙ) την «μυστικήν θεολογίαν» ή απλώς θεολογίαν. Η πρώτη καθαίρει τον άνθρωπον εκ των παθών και κοσμεί αυτόν δια των αρετών∙ η Δευτέρα φωτίζει τον νουν αυτού δια της αληθούς γνώσεως∙ και η τρίτη στεφανοί τον άνθρωπον δια της υψίστης μυστικής εμπειρίας, την οποίαν ο άγιος Πατήρ ονομάζει «έκστασιν». Τα τρία αυτά μέρη αποτελούν βασικούς σταθμούς επί της οδού της προσωπικής σωτηρίας του ανθρώπου»[32].
Πολλοί Πατέρες διακρίνουν την πνευματική ζωή στα τρία αυτά στάδια που είναι η μεν πρακτική φιλοσοφία η κάθαρση της καρδιάς, η δε φυσική θεωρία ο φωτισμός του νου και η μυστική θεολογία η κοινωνία με τον Θεό δια της θεωρίας.
Σύμφωνα με άλλη διαίρεση που παρουσιάζεται στα πατερικά έργα, η πνευματική ζωή χωρίζεται στην πράξη και την θεωρία. Δεν πρόκειται για άλλη διαίρεση σαφώς αντίθετη από την προηγούμενη, αλλά για το ίδιο πράγμα. Γιατί η πράξη είναι η κάθαρση και η θεωρία είναι ο φωτισμός του νου και η κοινωνία με τον Θεό. Η πράξη πάντως προηγείται της θεωρίας (θέας) του Θεού. «Πράξις γαρ, θεωρίας πρόξενος»[33]. Αναλυτικότερα, πράξη είναι νηστεία του σώματος και αγρυπνία∙ του στόματος «ψαλμωδία και προσευχή και σιωπή λόγου τιμιωτέρα∙ και χειρών πράξις, το υπ’ εκείνων αγογγύστως γινόμενον»[34]. Και «θεωρία εστίν η θεωρία η πνευματική του νοός, το εκπλήττεσθαι, και κατανοείν εν πάσιν οις εγένοντο, και γενήσονται θεωρία εστίν η όρασις του νοός...»[35].
Βέβαια, κατά την διδασκαλία του αγίου Μαξίμου, δεν είναι ανεξάρτητη η θεωρία από την πράξη. «Ουκ εστιν ούτε πράξις ασφαλής θεωρίας εκτός, ούτε θεωρία αληθής πράξεως άνευ. Χρη γαρ και πράξιν ελλόγιμον είναι και θεωρίαν έμπρακτον...». Μάλιστα ο άγιος υπογραμμίζει ότι «επί μεν τω λογιωτέρων, η θεωρία προηγείται της πράξεως∙ επί δε των αγροικοτέρων της θεωρίας η πράξις». Αλλά και στις δυο περιπτώσεις το τέλος είναι χρηστό, καταλήγουν στο ίδιο αποτέλεσμα που είναι η κάθαρση και η σωτηρία του ανθρώπου[36].
Όταν βέβαια λέμε κάθαρση της ψυχής εννοούμε κυρίως απαλλαγή από τα πάθη[37] και, για να εκφρασθούμε καλύτερα, εννοούμε την μεταμόρφωση των παθών. Πέρα από αυτό, κάθαρση είναι και η «εννοειδής συνέλιξις» του ανθρωπίνου είναι που καταλήγει στην έλλαμψη του νου. Είναι λοιπόν όχι μόνον αρνητική, αλλά και θετική. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της καθαρής ψυχής είναι «λόγος άφθονος, ζήλος δε άκακος, έρως δε άπαυστος του Κυρίου της δόξης»[38]. Διαφορετικά αν ο λόγος μας έχη φθόνο, ο ζήλος μας κακία και ο έρως προς τον Θεό δεν είναι άπαυστος, σημαίνει πως η καρδιά δεν έχει ακόμη καθαρθή.
Ο νους είναι το κατ’ εικόνα. Αυτό το κατ’ εικόνα το μολύναμε με την αμαρτία και πρέπει τώρα να καθαρισθή. Γι’ αυτό συνιστά ο αββάς Δωρόθεος: «Ποιήσωμεν καθαράν την εικόνα ημών, καθώς και ελάβομεν αυτήν...»[39]. Απαιτείται μόχθος και αφόρητος πικρία έως ότου καθαρίσωμεν τον «φιλομάκελλον ημών κύνα νουν και φιλόβρωμον, φιλεπίσκοπόν τινα, και φίλαγνον»[40]. Αν ο άνθρωπος αγωνίζεται εναντίον της κατ’ ενέργειαν αμαρτίας και πολεμά προς τους εμπαθείς λογισμούς, τότε ταπεινώνεται., συντρίβεται, αγωνίζεται «και δια της θλίψεως των αγώνων κατά μικρόν καθαίρεται και επανέρχεται εις το κατά φύσιν»[41].
Αλλά παρά την προσπάθεια του ανθρώπου, αν δεν κατέλθη το Πανάγιο Πνεύμα δεν μπορεί να καθαρισθή και να ζωοποιηθή ο νεκρός νους, γιατί «νουν καθαρίσαι μόνου του αγίου «Πνεύματος εστιν»[42].
Πάντως όταν με την συνέργεια της θείας Χάριτος και της ανθρωπίνης θελήσεως καθαρισθή ο νους, τότε ελλάμπτεται, αφού «ου κάθαρσις εκεί έλλαμψις»[43]. Και μετά την κάθαρση, όταν ο άνθρωπος φυλάττη τον νου του για να μη μολυνθή από την αμαρτία, τότε ο νους είναι φωτίζων και φωτιζόμενος, γι’ αυτό και η φυλακή του νου μπορεί να ονομασθή «φωτοτόκος και αστραπητόκος και φωτοβόλος και πυρφόρος»[44].
Συνοπτικά μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι η θεραπεία του ανθρώπου, δηλ. ἡ ἁγιοπνευματική ζωή, είναι στην πραγματικότητα η κάθαρση του νου, της καρδιάς, του κατ’ εικόνα, η επαναφορά του νου στο αρχέγονο και πρωτόκτιστο κάλλος και κάτι περισσότερο, η κοινωνία του με τον Θεό. Όταν γίνεται ναός του Παναγίου Πνεύματος, τότε λέμε ότι επετεύχθη η θεραπεία. Οἱ πνευματικοί ἄνθρωποι, οι θεραπευμένοι είναι οι άγιοι του Θεού.
Μέθοδος της θεραπείας – Θεραπευτική αγωγή
Ἡσυχαστική καί Μυστηριακή ζωή
Πως λοιπόν επιτυγχάνεται η θεραπεία της ψυχής;
ΓΕΝΙΚΑ
Πρώτα πρῶτα πρέπει νά ὑπάρχει ἡ ορθή πίστη. Εμείς οι Ορθόδοξοι δίδουμε μεγάλη σημασία στην διαφύλαξη της πίστεως, ακριβώς γιατί γνωρίζουμε ότι, αλλοιωθείσης της πίστεως, αλλοιώνεται αυτόματα η θεραπεία. Ἡ ὀρθόδοξη Θεολογία εἶναι ἡ μέθοδος τῆς θεραπείας μας, εἶναι ἰατρική. Και η ιατρική έχει υπ’ όψη της τον υγιή άνθρωπο, οπότε προσπαθεί με διάφορες μεθόδους θεραπευτικές να οδηγήση εκεί τον ασθενούντα. Θεολογία είναι η διδασκαλία της Εκκλησίας περί της υγείας της πνευματικής, αλλά και περί του δρόμου που πρέπει να ακολουθήσουμε οι ασθενείς για να θεραπευθούμε. Γι’ αυτό εμείς οι Ορθόδοξοι δίνουμε μεγάλη βαρύτητα στην αλώβητη διαφύλαξη των δογμάτων, όχι μόνον γιατί φοβούμαστε τον κλονισμό μιας διδασκαλίας, αλλά γιατί χάνουμε την δυνατότητα της θεραπείας και επομένως της σωτηρίας.
Έπειτα για την θεραπεία της ψυχής είναι απαραίτητη η αίσθηση της ασθενείας. Όταν ένας άρρωστος δεν γνωρίζη την ασθένειά του, τότε δεν μπορεί να ανατρέξη στον ιατρό. Η αυτογνωσία είναι μια από τις πρώτες βαθμίδες θεραπείας. Ο άγιος Μάξιμος διδάσκει ότι εκείνος που γνωρίζει την ασθένεια της ανθρωπίνης φύσεως, αυτός «είληφε πείραν της θείας δυνάμεως» και με την δύναμη του Θεού τα μεν σπεύδει να επιτύχη τα δε κατόρθωσε[46]. Ο Πέτρος ο Δαμασκηνός, περιγράφοντας την μεγάλη αξία της νυκτερινής προσευχής, λέγει ότι η ηθική πράξη κατορθούται όταν ο άνθρωπος μελετά τα έργα της ημέρας, όταν μελετά τα ολισθήματα που έγιναν «εις την σύγχυσιν της ημέρας», «ίνα τις λάβη αίσθησιν δια της ησυχίας της νυκτός και δυνηθή πενθείν, εφ’ οις ήμαρτε»[47]. Μόνον όταν γνωρίσουμε τον εαυτό μας μπορούμε να πενθήσουμε γι’ αυτόν.
Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι οι περισσότεροι από τους Χριστιανούς σήμερα αγνοούν την πνευματική τους κατάσταση. Είμαστε «νεκροί τοις παραπτώμασιν και όχι μόνον δεν το αντιλαμβανόμαστε, αλλά και έχουμε την αίσθηση ότι είμαστε πεπληρωμένοι των δωρεών του Παναγίου Πνεύματος, κοσμούμενοι υπό των αρετών.
Δυστυχώς αυτή η αυτάρκεια που μας μαστίζει καταστρέφει το έργο της σωτηρίας. Πως μπορεί να μιλήση ο Χριστός σε έναν άνθρωπο που δικαιώνει τον εαυτό του; Δυστυχώς μοιάζουμε με τους Φαρισαίους της εποχής του Κυρίου που δεν αισθάνονταν ανάγκη ιατρού. Πως μπορεί να αναπτυχθή το μεγάλο χάρισμα της μετανοίας και του πένθους σε μια καρδιά που δεν αισθάνεται την ερήμωσή της; Οπότε δεν μπορεί να αναπτυχθή εσωτερική ζωή.
Μαζί με την αίσθηση της ασθενείας, πρέπει να συνδέεται και η «οικεία κατάγνωσις», δηλαδή το μεγάλο χάρισμα της αυτομεμψίας. Αυτή δείχνει την υπάρχουσα στην ψυχή ταπείνωση, αφού «αυτομεμψία σύνεστιν αεί τη ταπεινώσει της ψυχής»[48]. Αυτή η αυτομεμψία είναι βάρος νοητόν το οποίον τεθέν στην ψυχή «συντρίβει και πιέζει και τον οίνον εκθλίβει τον σωτήριον, τον ευφραίνοντα καρδίαν ανθρώπου τουτέστιν τον εντός ημών άνθρωπον. Οίνος δε τοιούτος εστιν η κατάνυξις». Η αυτομεμψία με το πένθος που την χαρακτηρίζει συνεκθλίβει τα πάθη και γεμίζει την ψυχή από την μακαριστή χαρά[49]. Γι’ αυτό οφείλουμε διαρκώς να μεμφόμαστε τον εαυτό μας και να τον κατακρίνουμε «ίνα δια της εκουσίου ευτελείας τας ακουσίους απορρίψωμεν αμαρτίας»[50].
Αλλά δεν αρκεί μόνον η αίσθηση της ασθενείας. Απαιτείται οπωσδήποτε και θεραπευτής ιατρός. Και αυτός ο θεραπευτής είναι ο ιερεύς, ο πνευματικός πατέρας. Πρώτα αυτός θεραπεύτηκε από τις δικές τους ασθένειες ή τουλάχιστον αγωνίζεται να θεραπευθή και έπειτα θεραπεύει και τα πνευματικά του παιδιά. Ο πνευματικός πατέρας πρέπει να είναι θεολόγος και αντιστρόφως. Γιατί στην περίπτωση αυτή εφαρμόζεται ο λόγος «ιατρέ, θεράπευσον σεαυτόν» (Λουκ. δ’, 23).
Εκείνος που πέρασε μέσα από τις μεθοδείες του διαβόλου μπορεί να καθοδηγήση σωστά τα πνευματικά του παιδιά. Εκείνος που γνώρισε τον μεγάλο θησαυρό, που λέγεται υγεία πνευματική, μπορεί να βοηθήση τους άλλους να θεραπευθούν. Όποιος βρήκε τον νου του μπορεί να βοηθήση και άλλους να τον βρουν. «Ιατρός εστί νους ο εαυτόν ιασάμενος∙ και εξ ων ιάθη, τους άλλους ιώμενος»[51].
Πολλοί σύγχρονοι Χριστιανοί θεωρούν τους ιερείς ως λειτουργούς του Υψίστου και εκκλησιαστικούς υπαλλήλους που τους βοηθούν σε διάφορες γραφειοκρατικές εργασίες, τελούν τα διάφορα Μυστήρια όποτε το χρειασθούν ή τελούν την θεία Λειτουργία, και μπορούν έτσι αυτοί να ...ικανοποιούν την ψυχική τους ανάγκη ή να ...εκπληρώνουν ένα παραδοσιακό καθήκον. Τους θεωρούν ως μάγους που κάνουν μαγικά! Γνωρίζουμε όμως ότι η Χάρη του Θεού δεν μεταδίδεται μαγικά ή μηχανικά, αλλά μυστηριακά. Βέβαια και ο ανάξιος ιερεύς τελεί Μυστήριο, αλλά δεν μπορεί να θεραπεύση.
Οι περισσότεροι Χριστιανοί αρκούνται σε μια τυπική εξομολόγηση ή τυπική παρακολούθηση της θείας Λειτουργίας ή ακόμη σε μια τυπική μετάληψη των αχράντων Μυστηρίων και τίποτε περισσότερο. Δεν προχωρούν στην θεραπεία της ψυχής. Όμως οι ιερείς, οι πνευματικοί πατέρες, δεν τελούν μόνο τα Μυστήρια, αλλά θεραπεύουν τους ανθρώπους. Γνωρίζουν ασφαλώς και υποδεικνύουν στα πνευματικά τους παιδιά τον τρόπο της θεραπείας από τα πάθη. Τους φανερώνουν πως μπορούν να απαλλαγούν από την αιχμαλωσία, πως ο νους τους θα απαλλαγή από την δουλεία.
Έτσι θεωρούν την πνευματική πατρότητα οι άγιοι Πατέρες. Ο ποιμήν είναι και ιατρός. «Ιατρός εστιν ο το σώμα και την ψυχήν κεκτημένος άνοσον, μηδεμιάς εμπλάστρου δεόμενος επ’ αυτοίς»[52]. Είναι δε πολύ χαρακτηριστικός ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης στο σημείο του τι πρέπει να κάνη ο ιερεύς για να θεραπεύση. Το παραθέτω εν μεταφράσει.
«Απόκτησε και συ, ω θαυμάσιε, έμπλαστρα, ιατρικά υγρά, ξυράφια, κολλύρια, σπόγγους, φλεβότομα, θερμοκαυτήρες, αλοιφές, υπνωτικά, μαχαίρι, επιδέσμους και αυτό που λέγεται «αναυσία», (δηλαδή το να μη σε πιάνη ναυτία και αηδία από την δυσωδία των πληγών). Αν δεν τα διαθέτωμε αυτά, πως θα ασκήσωμε την επιστήμη μας; Δεν υπάρχει τρόπος. Διότι όχι με λόγια, αλλά με έμπρακτη επέμβαση (ωφελούν) οι ιατροί (τους ασθενείς και) παίρνουν την αμοιβή τους.
Έμπλαστρο είναι η θεραπεία των παθών που φαίνονται εξωτερικά, δηλαδή των σωματικών. Ιατρικό υγρό είναι η θεραπεία των εσωτερικών παθών και το άδειασμα της εσωτερικής ακαθαρσίας που δεν φαίνεται. Ξυράφι είναι ο εξευτελισμός που δαγκώνει, αλλά καθαρίζει την σαπίλα της οιήσεως.
Κολλύριο είναι το καθάρισμα του ψυχικού οφθαλμού, ο οποίος εθολώθηκε και εταράχθηκε από τον θυμό.
Κολλύριο είναι η επίπληξις που πικραίνει, αλλά ύστερα από ολίγο θεραπεύει.
Φλεβότομο είναι το σύντομο άδειασμα κρυμμένης ακαθαρσίας και δυσωδίας.
Φλεβότομο είναι κυρίως έντονη και απότομη επέμβασις προς σωτηρίαν των ασθενών.
Σπόγγος είναι η μετά την φλεβοτομία και την εγχείρηση θεραπεία και το δρόσισμα του ασθενούς με τα γλυκά και ήπια και απαλά λόγια του ιατρού. Θερμοκαυτήρ είναι ο κανών και το επιτίμιο που δίνεται με αγάπη για ωρισμένο χρόνο στον αμαρτήσαντα για μετάνοιά του. Αλοιφή είναι η μετά τον καυτηριασμό ανακούφισις που προσφέρεται στον ασθενή με κάποιο λόγο ή με άλλη μικρή παρηγορία.
Υπνωτικό είναι το να σηκώσωμε το φορτίο του υποτακτικού και με την υποταγή να του χαρίσωμε ανάπαυση και ύπνο άϋπνο και αγία τύφλωση, ώστε να μη βλέπη τα καλά που έχει. Επίδεσμος είναι το να στερεώνης μέχρι θανάτου και να δένης σφικτά με την υπομονή τους παραλελυμένους και αποχαυνωμένους από την κενοδοξία.
Και τελευταία απ’ όλα, μαχαίρι είναι το μέτρο και η απόφασις για την αποκοπή ενός σώματος που ενεκρώθηκε ψυχικά και ενός μέλους που εσάπησε, ώστε να μη μεταδώση και στους υπολοίπους την ιδική του βλάβη.
Μακαρία και αξιέπαινη για τους ιατρούς η «αναυσία» και για τους Ηγουμένους η απάθεια. Διότι οι μεν πρώτοι, εφ’ όσον δεν αισθάνονται ναυτία και αηδία, χωρίς κόπο θα επιχειρήσουν την θεραπεία κάθε δυσωδίας. Και οι δεύτεροι πάλι κάθε νεκρωμένη ψυχή θα μπορέσουν να την αναστήσουν»[53].
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης γράφει: «Όπως είναι ανόητον να λέγεται ότι ιατρός είναι κάποιος που δεν θεραπεύει και δεν γνωρίζει να θεραπεύη, έτσι είναι παράλογον να θεωρείται θεολόγος ένας, που δεν είναι εις την κατάστασιν τουλάχιστον φωτισμού, που δεν γνωρίζει τι είναι φωτισμός και θέωσις, και που δεν γνωρίζει πως φθάνει κανείς εις αυτά και επομένως δεν θεραπεύει»[54].
Επίσης γράφει ο ίδιος: «Υποτίθεται ότι οι κατ’ εξοχήν θεραπευταί, που οδηγούν τους αρρώστους εις τα θεραπευτικά αυτά στάδια είναι οι επίσκοποι και πρεσβύτεροι εκ των οποίων οι πρώτοι επεκράτησε να προέρχωνται από τον μοναχισμόν. Αλλά σήμερον, μετά από ενάμισυ αιώνα καταστροφικής νεοελληνικής προπαγάνδας εναντίον του ησυχασμού, τέτοιοι κληρικοί σπανίζουν. Οι ησυχασταί δε μοναχοί είναι ολίγοι. Ο κλήρος, όπως τον περιγράφει ο Διονύσιοςο Αεροπαγίτης, έχει σχεδόν αφανισθή»[55].
Ο θεραπευτής ιερεύς συνιστά στα πνευματικά του παιδιά και μια ορθόδοξη μέθοδο, που είναι η μέθοδος της ορθοδόξου ευσεβείας. Θα διαγράψουμε μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ αὐτήν την μέθοδο που πρέπει να ακολουθήση ο άρρωστος με την καθοδήγηση του πνευματικού του πατρός για να φθάση στην ίασή του την πνευματική. Θά φθάσει ἔτσι στήν βίωση τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ θεραπευτική μέθοδος συνίσταται στήν ἄσκηση(ἡσυχαστική ζωή) καί στήν μυστηριακή ζωή. Αὐτοί εἶναι οἱ δύο βασικοί ἄξονές της.
Κυρίως θά ἐπιμείνουμε στήν ἄσκηση διότι εἶναι κάτι πού παραθεωρεῖται σήμερα ἐν πολλοῖς. «Άσκησις επιτεταμένη δι’ εγκρατείας και αγάπης, δι’ υπομονής και ησυχίας, αναιρεί τα εγκείμενα»[56]. Ο Ἅγιος Νικήτας ο Στηθάτος, μαθητής του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, φανερώει τό περιεχόμενο τῆς ἄσκησης. Ο άνθρωπος έχει πέντε αισθήσεις γι’ αυτό και οι ασκήσεις είναι πέντε, η αγρυπνία, η μελέτη, η ευχή, η εγκράτεια και η ησυχία. Ο ασκούμενος θα πρέπη να επισυνάψη τις αισθήσεις με τις πέντε αυτές ασκήσεις. Δηλαδή την όραση με την αγρυπνία, την ακοή με την μελέτη, την όσφρηση με την ευχή, την γεύση με την εγκράτεια και την αφή με την ησυχία. Όταν επιτύχη αυτήν την σύναψη τότε «ταχέως καθαίρει τον νουν της ιδίας ψυχής και, λεπτύνας δια τούτων αυτόν, απαθή και διορατικόν αυτόν απεργάζεται»[57].
Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι άσκηση είναι η εφαρμογή του νόμου του Θεού, η τήρηση των εντολών του Θεού. Η προσπάθεια που καταβάλλουμε για να υποταγή η θέληση του ανθρώπου στην θέληση του Θεού και να αλλοιωθή από αυτήν, αυτό λέγεται άσκηση. Και γνωρίζουμε καλά από την διδασκαλία των αγίων Πατέρων μας ότι όλο το Ευαγγέλιο είναι «εντάλματα σωτηρίας». Ό,τι υπάρχει μέσα στην Γραφή είναι εντολή του Θεού που πρέπει να τηρηθή από τους ανθρώπους που επιδιώκουν την σωτηρίαν τους. Στους μακαρισμούς (Ματθ. ε’, 1-12) φαίνεται αυτό καθαρά.
Το «μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι» είναι εντολή του Κυρίου για να ζήσουμε την πτωχεία μας την πνευματική, δηλαδή να βιώσουμε την αθλιότητά μας. Το «μακάριοι οι πενθούντες» είναι εντολή του Κυρίου να κλαίμε για τα πάθη που έχουμε μέσα μας, για την ερήμωση μας. Το μακάριοι οι πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην» είναι εντολή του Κυρίου για να πεινούμε και να διψούμε για την κοινωνία με τον Θεό. Το «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία» είναι εντολή του Χριστού για να καθαρίσουμε την καρδιά. Όταν λέγη «μακάριοι» είναι σαν να λέγη γίνετε πτωχοί, πενθούντες, διψώντες την δικαιοσύνην κ.λ.π.
Έτσι εντολή του Χριστού είναι η αδιάλειπτη προσευχή, η τέλεση της θείας Λειτουργίας, η νήψη, δηλαδή η προσοχή του νοός, η καθαρότης της καρδίας κ.λ.π. «Ο νόμος άγιος και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή» (Ρωμ. Ζ’, 12). Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ο μαθητής της αγάπης, υπογραμμίζει στους Χριστιανούς: «Και εν τούτω γινώσκομεν ότι εγνώκαμεν αυτόν, εάν τας εντολάς αυτού τηρώμεν, ο λέγων, έγνωκα αυτόν, και τα εντολάς αυτού μη τηρών, ψεύστης εστί, και εν τούτω η αλήθεια ουκ έστιν∙ ος δ’ αν τηρή αυτού τον λόγον, αληθώς εν τούτω η αγάπη του Θεού τετελείωται, εν τούτω γινώσκομεν ότι εν αυτώ εσμεν» (Α’ Ιω. β’, 3-5). Ο ίδιος Ευαγγελιστής υπογραμμίζει αυθεντικά: «αύτη γαρ εστιν η αγάπη του Θεού, ίνα τας εντολάς αυτού τηρώμεν» (Α’ Ιω. ε’, 3).
«Ούτος εστι της καθ’ ημάς ιεραρχίας σκοπός, η προς Θεόν ημών, ως εφικτόν, αφομοίωσις τε και ένωσις. Ταύτης δε, ως τα θεία διδάσκει λόγια, ταις των σεβασμιωτάτων εντολών αγαπήσεσι και ιερουργίαις μόνως τευξόμεθα», κατά τον άγιο Διονύσιο τον Αεροπαγίτη[58]. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς διδάσκει ότι την γνώση των όντων την φέρει η εργασία των αρετών. Και ερωτώντας ποιο είναι το τέλος της εργασίας των αρετών γράφει: «η προς Θεόν ένωσίς τε και αφομοίωσις»[59]. Η εργασία των αρετών συνδέεται με την εργασία των εντολών. Ακόμη ο ησυχαστής άγιος αναφέρει ότι η αγάπη προς τον Θεό «προσγίνεται δια μόνης της των θείων εντολών ιεράς εργασίας»[60].
Στην συνέχεια θα ήθελα να αναφέρω μερικούς λόγους Πατέρων που παρουσιάζουν την αξία των εντολών του Θεού.
Ο σκοπός των εντολών του Σωτήρος βρίσκεται στο να ελευθερωθή ο νους από την ακρασία και το μίσος[61].
Οι εντολές του Θεού «υπέρ πάντας τους θησαυρούς του κόσμου». Εκείνος που τις αποκτά «εντός αυτού ευρίσκει τον Θεόν»[62].
«Τήρησις εντολών Θεού τίκτει απάθειαν. Απάθεια δε ψυχής συντηρεί γνώσιν»[63].
Η υπακοή στην εντολή του Θεού «νεκρών εστιν ανάστασις»[64].
Ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης, περιγράφοντας τους δυο βασικούς τρόπους δια των οποίων ευρίσκεται η ενέργεια του Πνεύματος, την οποία λάβαμε μυστικώς κατά το άγιο Βάπτισμα, θεωρεί την εργασία των εντολών ως έναν εξ αυτών. «Και καθόσον τας εντολάς ενεργούμεν κατά τοσούτον εμφανέστερον εκλάμπει ημίν τας οικείας μαρμαρυγάς»[65].
Όλα αυτά φανερώνουν το απαραίτητο της ασκήσεως για την θεραπεία και ανάσταση της ψυχής και αυτή η άσκηση, όπως αναφέραμε, είναι πρωτίστως η τήρηση των εντολών του Σωτήρος Χριστού.
Οι βασικές εντολές που απεργάζονται την ίασή μας την πνευματική, όπως λέμε και στα τροπάρια που ψάλλουμε στην Εκκλησία, είναι «νηστεία, αγρυπνία, προσευχή».
Εάν η ελεημοσύνη θεραπεύη το θυμικό μέρος της ψυχής και η προσευχή τον νου καθαίρη, η νηστεία την επιθυμία[66] και έτσι όλη η ψυχή προσφέρεται θεραπευμένη στον Θεό. Επίσης η νηστεία ταπεινώνει και αυτό το σώμα, «η ένδεια του άρτου, τήκει το σώμα του μοναχού»[67]. Η υπερβολική όμως νηστεία όχι μόνον ατονεί το σώμα, αλλά στυγνόν και «αφιλόλογον το θεωρητικόν της ψυχής αποτελεί μέρος»[68].
Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης μιλώντας για την νηστεία λέγει χαρακτηριστικά: «Νηστεία εστί, βία φύσεως, και περιτομή ηδύτητος λάρυγγος∙ πυρώσεως εκτομή∙ πονηρών εννοιών εκκοπή∙ ενυπνιασμών ελευθερία∙ προσευχής καραθότης∙ ψυχής φωστήρ∙ νοός φυλακή∙ πωρώσεως λύσις∙ κατανύξεως θύρα∙ στεναγμός ταπεινός∙ συντριμμός ιλαρός∙ πολυλογίας αργία∙ ησυχίας αφορμή∙ υπακοής φύλαξ∙ ύπνου κουφισμός∙ υγεία σώματος∙ απαθείας πρόξενος∙ αμαρτημάτων άφεσις∙ Παραδείσου θύρα και τρυφή»[69].
Όλα αυτά που αναφέρει ο της Κλίμακος άγιος αφ’ενός μεν δείχνουν την έκταση της νηστείας και αφ’ ετέρου φανερώνουν τους καρπούς που φέρει στην αγωνιζόμενη ψυχή. Γι’ αυτό και όλοι οι άγιοι αγάπησαν την νηστεία. Είναι πολύ σημαντικό να αναφερθή ότι όταν ένας άνθρωπος αρχίση να μετανοή, μόνος του αρχίζει και να νηστεύη, πράγμα που δείχνει ότι η νηστεία συμπορεύεται με την προσευχή και την μετάνοια.
Βέβαια η νηστεία είναι μέσο και όχι σκοπός, είναι «εργαλείον ώσπερ εις σωφροσύνην ρυθμίζον τους θέλοντας»[70], αλλά χωρίς αυτήν είναι σχεδόν αδύνατον να νικήση τα πάθη και να φθάση στην απάθεια. Γι’ αυτό ο της Κλίμακος άγιος είναι σαφής. Όπως οι Εβραίοι ελευθερώθηκαν από τον Φαραώ και βίωσαν το Πάσχα, αφού έφαγαν πικρίδες και άζυμα, έτσι και εμείς θα ελευθερωθούμε από τον νοητό Φαραώ με την νηστεία και την ταπείνωση: «Μη πλανώ∙ ου μη του Φαραώ ελευθερωθήση, ουδέ το άνω Πάσχα θεάση, αν μη πικρίδας και άζυμα φάγης διαπαντός∙ πικρίδες εισίν, η της νηστείας βία και κακοπάθεια∙ άζυμα δε, το μη φυσώμενον φρόνημα»[71].
Είναι απαραίτητο να τηρούμε τις νηστείες που έχει καθορίσει η Εκκλησία και να αγωνιζόμαστε να μη ικανοποιούμε στο έπακρο τις απαιτήσεις της σαρκός.
Εκτός από την νηστεία άλλο μέσο θεραπείας είναι η αγρυπνία. Με την αγρυπνία, που είναι και αυτή μια ασκητική μέθοδος θεραπείας, καθαρίζεται ο άνθρωπος και θεραπεύεται από τα πάθη. Ο Κύριος μας δίδαξε τον τύπο της προσευχής κατά την νύκτα. Ο Ίδιος περνούσε ολόκληρες νύκτες στο όρος. «Και απολύσας τους όχλους ανέβη εις το όρος κατ’ ιδίαν προσεύξασθαι, οψίας δε γενομένης μόνος ην εκεί» (Ματθ. ιδ’, 23).
Οι άγιοι Πατέρες δοκίμασαν στην ζωή τους την ευεργετική επίδραση της αγρυπνίας. Ο άγιος Ισαάκ στα ασκητικά του γράφει ότι «μοναχόν διαμένοντα εν τη αγρυπνία μετά διακρίσεως νοός, τούτον μη ίδης ως σαρκοφόρον. Τάξεως γαρ αγγελικής ως αληθώς τούτο το έργον». Η ψυχή που κοπιάζει και διαπρέπει στις αγρυπνίες «οφθαλμούς χερουβικούς έξει, του διαπαντός ατενίζειν και κατοπτεύειν την επουράνιον θεωρίαν»[72].
Και ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης παρουσιάζει με όλη την διακρίνουσα αυτόν λεπτότητα τον τύπο του άγρυπνου μοναχού και τις ωφέλειες της αγρυπνίας: «Άγρυπνον όμμα, ήγνισε νουν∙ πλήθος δε ύπνου, επώρωσε ψυχήν. Άγρυπνος μοναχός, πορνείας εχθρός∙ ο δε υπνώδης, ταύτη σύζυγος. Αγρυπνία, πυρώσεως θραύσις∙ ενυπνιασμών λύτρωσις∙ κάθυγρος οφθαλμός∙ ηπαλυμμένη καρδία∙ λογισμών φυλακή∙ βρωμάτων χωνευτήριον∙ παθών δαμαστήριον∙ γλώττης κολαστήριον∙ φαντασιών φυγαδευτήριον. Μοναχός άγρυπνος, αλιευτής λογισμών, εν γαλήνη νυκτός ευχερώς τούτους κατανοείν και αγριεύειν δυνάμενος»[73].
Μαζί με την αγρυπνία συμβαδίζει και η προσευχή. Αυτή είναι η κατ’ εξοχήν μέθοδος που θεραπεύει της ψυχής τα νοσήματα. Γιατί δια της προσευχής έρχεται πολλή Χάρη στην ψυχή του ανθρώπου. Αλλά για την νοερά προσευχή και την μέθοδο που χρησιμοποιούμε για την ελευθερία του νου και την θεωρία του Θεού θα αναφερθούμε στο κεφάλαιο «Η ησυχία ως μέθοδος θεραπείας». Και αυτό γιατί το θεωρούμε σπουδαιότατο μέσο για την σωτηρία του ανθρώπου.
Επίσης υπάρχουν και άλλα θεραπευτικά μέσα για την ίαση κάθε πάθους της ψυχής. Αλλά γι’ αυτά θα αναφερθούμε διεξοδικά σε ένα από τα επόμενα κεφάλαια, με τίτλο «Ορθόδοξη παθολογία».
Ίσως παρατηρηθή ότι όλα αυτά τα θεραπευτικά μέσα, που είναι κολλύρια τα οποία θεραπεύουν τον οφθαλμό της καρδίας, (βλ. Αποκ. γ’, 18) μπορούν να βιωθούν μόνον από τους μοναχούς. Αυτό δεν είναι απολύτως σωστό. Όλοι μπορούμε, ακόμη και εμείς που ζούμε στον κόσμο, να ζήσουμε τις εντολές του Χριστού. Η προσευχή, η μετάνοια, το πένθος, η κατάνυξη, η νηστεία, η αγρυπνία κ.λ.π. είναι εντολές του Χριστού που, σημαίνει ότι όλοι μπορούν να τις ζήσουν. Δεν είπε ο Χριστός πράγματα που είναι αδύνατα για τον άνθρωπο. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, μιλώντας για την καθαρότητα της καρδιάς, τονίζει ότι «δυνατόν μεν ουν και τοις εν συζυγία ζώσι, της σκολίας»[74]. Όλοι πάντως μπορούν να αναπτύξουν αυτήν την ευαγγελική ζωή με ανάλογη προσαρμογή.
Άλλωστε, εφ’ όσον υπάρχει επίσκοπος και θεία Λειτουργία σημαίνει ότι είναι δυνατή η σωτηρία. Γιατί υπάρχει και λειτουργεί η Εκκλησία; Επίσης για τον κάθε άνθρωπο είναι ανάλογη η προσαρμογή των εντολών του Χριστού. Στην πατερική γραμματεία έχουμε τέτοιες περιπτώσεις. Οι Πατέρες, που έχουν οι ίδιοι θεραπευθή, έχουν αποκτήσει το χάρισμα της διακρίσεως και συμβουλεύουν τον κάθε άνθρωπο να βρη τον δρόμο του, που είναι ουσιαστικά δρόμος της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος είναι χαρακτηριστικός πάνω στο σημείο αυτό. Αναφέρει ότι είδε έναν ανόητο ιατρό ο οποίος εξουδένωσε ένα συντετριμμένο και τεταπεινωμένο άρρωστο και του προξένησε απόγνωση. Και συγχρόνως είδε άλλον «ευφυή» ιατρό πνευματικό να χειρουργή με εξουδενώσεις «πεφυσιωμένην καρδίαν» και να της αδειάζη όλη την δυσωδία. Επίσης αναφέρει ότι είδε τον ίδιο άρρωστο άλλοτε να θεραπεύη έναν ρύπο με το φάρμακο της υπακοής και άλλοτε να θεραπεύη «τον οφθαλμόν της ψυχής νοσούντα» με την ησυχία και την σιωπή[75]. Φαίνεται εδώ καθαρά ότι ο ίδιος ασθενής χρειάζεται άλλοτε υπακοή και άλλοτε ησυχία και σιωπή. Τα κατάλληλα φάρμακα πρέπει να δίδωνται στον κατάλληλο καιρό.
Διακριτικός πνευματικός ο ίδιος άγιος αποφθέγγεται ότι το φάρμακο ενός ανθρώπου μπορεί να είναι δηλητήριο για κάποιον άλλον. Ακόμη, το ίδιο παρασκεύασμα για τον ίδιο ασθενή άλλοτε είναι φάρμακο και άλλοτε δηλητήριο. «Έστιν ότε το ετέρου φάρμακον, ετέρω δηλητήριον γίνεται∙ έστι δ’ ότε και το αυτό τω αυτώ, κατά μεν τον οικείον καιρόν προσφερόμενον, φάρμακον γίνεται∙ εν ου καιρώ δε πάλιν, δηλητήριον καθίσταται»[76].
Γι’ αυτό τονίζουμε και πάλι ότι χρειάζεται απαραίτητα διακριτικός ορθόδοξος θεραπευτής (ιατρός – πνευματικός) για να κάνη την προσαρμογή του φαρμάκου και να δίδη την κατάλληλη θεραπευτική αγωγή.
Θα ήθελα στην συνέχεια να αναφέρω μερικούς λόγους αγίων Γερόντων από το Γεροντικό στους οποίους φαίνεται καθαρά ότι υπάρχει ποικιλία ασκήσεως και μεγάλη δυνατότης προσαρμογής.
Κάποιος ρώτησε τον άγιο Αντώνιο «τι φυλάξας τω Θεώ ευαρεστήσω;» Και ο Γέροντας απήντησε. Όπου απέλθης να έχης προ των οφθαλμών σου τον Θεό, ό,τι πράττεις και λέγεις να έχης την μαρτυρία από τις Γραφές και σε όποιο τόπο καθήσης να μη μετακινηθής γρήγορα. Φύλαξε αυτά τα τρία και σώζεσαι[77].
Κάποιος άλλος Πατήρ ρώτησε τον αββά Νισθερώον «ποίον καλόν έργον εστί, ίνα ποιήσω;» και απήντησε «ουκ εισί πάσαι αι εργασίαι ίσαι; Η γραφή λέγει ότι Αβραάμ φιλόξενος ην και ο Θεός ην μετ’ αυτού∙ και Ηλίας ηγάπα την ησυχίαν και ο Θεός ην μετ’ αυτού∙ και Δαυΐδ ταπεινός ην και ο Θεός ην μετ’ αυτού∙ ο ουν θεωρείς την ψυχήν σου θέλουσαν κατά Θεόν, τούτο ποίησον και φύλαξον την καρδίαν σου»[78].
Ο Ιωσήφ ο Θηβαίος λέγει «ότι τρία πράγματά εστιν έντιμα ενώπιον Κυρίου». Το πρώτο, όταν κανείς είναι άρρωστος και δέχεται με ευχαριστία την ασθένεια, το δεύτερο, όταν κάνη τα έργα του καθαρά ενώπιον του Κυρίου και το τρίτο, όταν υποτάσσεται σε πνευματικό πατέρα και αποτάσσεται όλα τα θελήματά του. Ο τελευταίος έχει ένα στεφάνι περισσότερο. Και στην συνέχεια τονίζει: «εγώ δε την ασθένειαν ηρησάμην»[79].
Επίσης ο αββάς Ποιμήν είπε ότι, εάν βρίσκωνται τρεις άνθρωποι στο ίδιο μέρος και ο ένας ησυχάζει καλώς, ο άλλος, όντας ασθενής, ευχαριστεί τον Θεό και ο τρίτος υπηρετεί με καθαρό λογισμό, «οι τρεις μιας εργασίας εισίν»[80]
Από όλα αυτά τα παραδείγματα φαίνεται ότι κοινός είναι ο αγώνας των ανθρώπων, αλλά διαφορετικός είναι ο τρόπος του αγώνος. Όλοι πρέπει να τηρούν τον λόγο του Θεού, τις εντολές του Θεού, όλοι πρέπει να φροντίζουν για την καθαρότητα της καρδιάς, οπουδήποτε και αν εργάζωνται. Υπάρχει ωστόσο ποικιλία προσαρμογής την οποία ελέγχει ο πνευματικός πατέρας.
Βέβαια μπορεί να θεωρηθή έλλειψη το ότι στην θεραπευτική αγωγή δεν εντάσσουμε και την Θεία Ευχαριστία. Αλλά πρέπει να τονίσουμε και να υπογραμμίσουμε δεόντως ότι θεωρούμε την θεία Ευχαριστία, την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, απαραίτητη για τον άνθρωπο. Ο Κύριος τόνισε επιγραμματικά «εάν μη φάγητε την σάρκα του υιού του ανθρώπου και πίητε αυτού το αίμα, ουκ έχετε ζωήν εν εαυτοίς» (Ιω. στ’, 53). Αλλά είναι γνωστό ότι της θείας Κοινωνίας προηγείται κάθαρση και προετοιμασία.
Αν δεν προηγηθή αυτή η θεραπεία περί της οποίας γίνεται λόγος εδώ, τότε η λήψη του Σώματος και Αίματος του Χριστού γίνεται «εις κρίμα και εις κατάκριμα». Δεν μπορεί να νοηθή εκκλησιολογία και εσχατολογία χωρίς την θεραπευτική αγωγή. Έτσι δεν υποβαθμίζουμε την θεία Ευχαριστία, αλλά ακριβώς, τονίζοντας την αξία της ασκήσεως και της θεραπείας, εξαίρουμε το μεγάλο δώρο της θείας Ευχαριστίας. Άλλωστε ο σκοπός των γραφομένων είναι κυρίως να φανερωθή ο ακριβής δρόμος που καταλήγει στο Θυσιαστήριο, ώστε η θεία Κοινωνία να γίνη φως και ζωή.
Με τα λίγα αυτά νομίζω φάνηκε καθαρά ότι ο Χριστιανισμός είναι θεραπευτική επιστήμη. Θεραπεύει τον άρρωστο άνθρωπο. Και αυτή η ασθένεια συγκεκριμενοποιείται στον νου. Η Εκκλησία με την διδασκαλία της, την λατρεία, την άσκηση, τα Μυστήρια, ελευθερώνει τον νου και τον καθιστά ναό του Αγίου Πνεύματος. Αυτή η θεραπευτική αγωγή εφαρμόσθηκε και επιβεβαιώθηκε από όλους τους αγίους. Είναι η μόνη που οδηγεί στον Θεό. Νομίζω ότι η απώλεια της Παραδόσεως φαίνεται κυρίως στην απώλεια της θεραπευτικής μεθόδου και στην απώλεια πραγματικών θεραπευτών.
Η επάνοδος στην Ορθόδοξη Παράδοση είναι ουσιαστικά επάνοδος στις δύο αυτές βάσεις.
Ἑπομένως ὁ ἄνθρωπος συνεργάζεται μέ τήν Θεία Χάρη καί πετυχαίνει νά γίνει πνευματικός ἄνθρωπος, νά βιώσει τήν ἁγιοπνευματική ζωή. Τό Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι Αὐτό πού ποιεῖ τά πάντα ἀφοῦ ὑπάρχει ἡ συνεχής ἐλεύθερη καί ἀγαπητική συγκατάθεση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή ἡ συγκατάθεση ἐκφράζεται μέ αὐτά πού κάνουμε ἐμεῖς καί τά ὁρίζουμε ὡς προϋποθέσεις καθώς καί μέσα ἀπόκτησης, συντήρησης καί διαφύλαξης τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Αὐτά εἶναι: ἡ ἄσκηση, ἡ ἡσυχαστική ζωή (ἀδιάλειπτη προσευχή, ἡσυχία, σιωπή,κ.λ.π.), ὁ πνευματικός ὁδηγός, ἡ τακτική ἐξομολόγηση καί ἡ συχνή Θ. Κοινωνία. Ὅλα αὐτά βεβαίως ἀπαιτοῦν τήν συνεργία τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ μας.
συνεχίζεται.....
Ομιλίες του Ιερομονάχου Σάββα Αγιορείτου μπορείτε να κατεβάσετε δωρεάν από Πατερικός Λόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.