Πορεία πρός τό ἄγνωστο. Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος. Μέρος Δ'
Μόλις πῆρα τίς ἀποσκευές μου, τίς φόρτωσα σ’ ἕνα ἁμάξι κι ἔδωσα στόν ἁμαξά τή διεύθυνση τοῦ ἀρχιεπισκόπου Εὐσεβίου. Δυστυχῶς ὅμως, ὅταν ἔφτασα ἐκεῖ, ἔμαθα πώς ἡ ἀριχεπισκοπική κατοικία ἦταν στή Σεντάνκα, ἕνα ἐξοχικό μέρεος, δεκαέξι βέρστια (δεκαεπτά περίπου χιλιόμετρα) ἔξω ἀπό τό Βλαντιβοστόκ.
Ἐκεῖ βρισκόταν τώρα ὁ ἀρχιεπίσκοπος. Στή διεύθυνση πού εἶχα, ἦταν τό σπίτι τοῦ πρωθιερέως π. Νικολάου Τσιστιακώφ, προϊσταμένου τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ τῆς πόλεως. Σ’ αὐτό ἔμενε ὁ δεσπότης, ὅταν ἐρχόταν ἐδῶ γιά ἱερουργίες καί ποιμαντικές ὑποθέσεις.
Ὁ π. Νικόλαος καί ἡ πρεσβυτέρα του, ὑπερήλικες καί οἱ δύο, καλωσυνάτοι καί πρόσχαροι, μέ δέχθηκαν μέ πολλή ἀγάπη καί ἐγκαρδιότητα. Μέ περιποιήθηκαν σάν παιδί τους, μοῦ ἔδωσαν ἕνα δωμάτιο γιά νά ξεκουραστῶ καί μ’ ἄφησαν μόνο.
Κοιμήθηκα ἀμέσως. Ἡ ἔνταση τόσων ἡμερῶν ταξιδιοῦ ξέσπασε σ’ ἕνα πολύωρο βαθύ ὕπνο, πού πραγματικά μἐ ἀναζωογόνησε.
Τό ἀπόγευμα, ἀφοῦ τακτοποίησα τίς ἀποσκευές μου στό σπίτι τοῦ π. Νικολάου, πῆρα τό τοπικό τραῖνο γιά τή Σεντάκα.
Φτάνοντας ἐκεῖ, ρώτησα γιά τήν ἀρχιερατική κατοικία. Μέ πληροφόρησαν πώς ἀπεῖχε μιά ὥρα μέ τά πόδια ἀπό τό σταθμό.
Ἀκολούθησα τή σιδηροδρομική γραμμή, ὅπως μοῦ ὑπέδειξαν. Ἡ διαδρομή ἦταν μαγευτική. Τό τοπίο μέ ἀποζημίωσε γιά τόν κόπο τῆς πεζοπορίας.
Ἀπό τή μιά πλευρά τῆς γραμμῆς ὁ κόλπος Ἀμούρ ἄνοιγε τά θεόρατα μπράτσα του γιά νά δεχθεῖ τά νερά τοῦ ἀπέραντου ὠκεανοῦ, καί κατέληγε σ’ ἕναν ὑπέροχο, δαντελωτό ὁρμίσκο μέ καταπράσινες ἀκτές, πού τά θαλασσοδαρμένα βράχια τους τά ἔγλυφαν τώρα, μ’ ἕνα γλυκόηχο παφλασμό, τά ἥσυχα νερά.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά τῆς γραμμῆς, ἁπλώνονταν ἕλη και δάση πυκνά καί σκοτεινά, ἐνῶ ἕνα μικρό φιδίσιο ποταμάκι κελάριζε ρομαντικά, καθώς κυλοῦσε πρός τήν ἀγκαλιά τοῦ κόλπου. Τόπος ἥσυχος, στοχαστικός, ποιητικός, γεννοῦσε ἔντονη τή νοσταλγία κι ἀκατασίγαστο τόν πόθο τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ. Μοῦ θύμιζε λιγάκι τήν πατρίδα μου, τή βόρεια Ρωσία. Ξάφνου, ἀγναντεύοντας τά μέρη ἐκεῖνα, ἦρθαν στή μνήμη του οἱ λυρικοί στίχοι τοῦ Τιοῦτσεφ:
«...Ἐξαντλημένος καί μέ δουλική μορφή
ὁ Βασιλιάς τῶν Οὐρανῶν,
πῆρε στούς ὤμους τό Σταυρό
κι ἦρθε, Πατρίδα μου, νά σ’ εὐλογήσει...».
Εἶχε ἀρχίσει νά βραδιάζει. Τό σκοτάδι ἔπεφτε γοργά. Ἀραιά καί ποῦ συναντοῦσα κινέζους ἐργάτες καί ψαράδες, πού γύριζαν στίς καλύβες τους. Μόλις πού ἔβλεπα.
Τό ρολόι μου ἔδειχνε ἐννεά ἀκριβῶς, ὅταν μέσα ἀπό ἕνα σκοτεινό δασάκι εἶδα νά ξεπετάγεται ὁ τροῦλος τοῦ παρεκκλησίου τοῦ ἀρχιερατικοῦ οἴκου.
Σέ λίγα λεπτά ἤμουν ἐκεῖ. Μπαίνοντας στήν αὐλή, ἀντίκρυσα τό δεσπότη νά στέκεται στή βεράντα, φορώντας μόνο τό ζωστικό του, καί νά εὐλογεῖ μιά ὁμάδα παιδιῶν. Τελευταῖος, μετά τά παιδιά πῆγα κι ἐγώ νά πάρω τήν εὐχή του. Συστήθηκα. Ὅταν ἄκουσε τ’ ὄνομά μου, ἕνα ἐπιφώνημα χαρᾶς καί ἱκανοποιήσεως ξέφυγε ἀπό τά χείλη του. Μέ ἀγκάλιασε καί μέ ἀσπάστηκε θερμά. Μετά μ’ ἔβαλε νά καθήσω δίπλα του καί μέ ρώτησε γιά τό ταξίδι μου. Ἦταν λιγόλογος. Οἱ ἐρωτήσεις του σύντομες καί περιεκτικές. Ἡ φωνή του ζεστή καί χαμηλή, μοῦ δημιουργοῦσε μιά εὐχάριστη θαλπωρή. Οἱ τρόποι του ἦταν ἁπλοί κι ἀνεπιτήδευτοι καί ἡ συμπεριφορά του εἶχε μιά πατρική τρυφερότητα. Μέ κέρδισε ἀπό τήν πρώτη στιγμή.
Μητροπολίτου Κυροβογκράντ καί Νικολάεφ Νέστορος
Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Ἀπόδοση ἀπό τά ρωσικά
Ἔκδοση Τρίτη
Ἱερά Μονή Παρακλήτου Ωρωπός Ἀττικῆς 2001
σελ.52-78
Ἐπιμέλεια κειμένου και πηγή στο Διαδίκτυο Ἀναβάσεις
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας Ἀναμνήσεις ἀπό τήν Καμτσάτκα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.