Ὁ Ἅγιος τῶν Θαλασσῶν
σελ. 135-136
Ἔφθασε ὁ καιρός νά ἐξηγήσουμε
ἱστορικά ἕνα νεώτερο θαῦμα τοῦ θείου Νικολάου. Ὅταν ἕνας Αἰγύπτιος Σαρακηνός ἐψάρευε
μέ τή βάρκα του, ὅπως συνήθιζε, πέφετει ἐπάνω του πνεῦμα καταιγίδας μέ πολλή
σφοδρότητα καί ἐξορίζοντάς τον στά βαθιά πελάγη, τόν ἔκανε ν’ ἀπελπιστεῖ.
Ἀφήνοντας
πλέον τό πλοιάριο ἀκυβέρνητο,ἔπεσε μπρούμυτα στό μέσο του κραυγάζοντας καί
λέγοντας: «Ἅγιε Νικόλαε, τόν ὁποῖον ἐπικαλοῦνται οἱ χριστιανοί, ἐάν προφθάσεις
καί μέ σώσεις ἀπό τόν κίνδυνο αὐτό, ἀρνοῦμαι τή θρησκεία τῶν Σαρακηνῶν καί
γίνομαι χριστιανός».
Εἶπε ὅλα αὐτά καί λιποθυμώντας ἀπό τόν κλύδωνα παρέμεινε
στό πλοιάριο ἀκίνητος, σχεδόν νεκρός.
«Βλέπω», τότε λέει, «ἕναν ἱεροπρεπῆ ἄνδρα νά μοῦ λέει: «Καί ἄν ἐλευθερωθεῖς
ἀπό τόν παρόντα κίνδυνο, θά γίνεις χριστιανός;»
Καί ξαναεῖπα ἐγώ: «Ναί, Κύριε,
μόνο ἐλέησέ με».
Ἐνῶ ὑποσχόμουν ὅλ’ αὐτά, ἐκράτησε τό τιμόνι καί δέν ἔπαψε νά διακυβερνᾶ τό πλοιάριό μου, μέχρις ὅτου μέ διέσωσε, φέρνοντάς με στό κάστρο τῆς Ἀτταλείας.
Ἐνῶ ὑποσχόμουν ὅλ’ αὐτά, ἐκράτησε τό τιμόνι καί δέν ἔπαψε νά διακυβερνᾶ τό πλοιάριό μου, μέχρις ὅτου μέ διέσωσε, φέρνοντάς με στό κάστρο τῆς Ἀτταλείας.
Ὅταν βρέθηκα στή χέρσα γῆ ἐθαύμαζαν ὅλοι καί μέ φώναζαν «μονοναύτη».
Ἀφοῦ μ’ἐρώτησαν πολλά οἱ κάτοικοι, ρώτησα κι ἐγώ, ἐάν εἶναι ἐδῶ ὁ ναός τοῦ ἁγίου Νικολάου.
Μέ φέρνουν στό ζητούμενο ναό
καί εἶδα τή μορφή τοῦ ἐλευθεωρτῆ μου
στήν ἁγία εἰκόνα καί τόν ἐγνώρισα καί τόν προσκυνοῦσα καί ὁμολογοῦσα τή χάρη τοῦ
ἁγίου Νικολάου πού πραγματώθηκε σέ μένα». Αὐτά μᾶς ἐξήγησε ὁ πρώην Σαρακηνός.
Οἱ
ἄνδρες τοῦ κάστρου συμμαρτυροῦν γιά τό
θαῦμα καί ἐπίσης ὅτι βαπτίστηκε ὁ ἄνδρας αὐτός, ἔγινε χριστιανός,
παντρεύτηκε νομίμως χριστιανή γυναίκα, τεκνοποίησηε καί κατέστη εὔπορος. Τά παιδά του ὥσαμε τώρα διασώζουν τό ὄνομά
του καί λέγονται «τά παδιά τοῦ μονοναύτη».
Ἑορτάζουν κάθε χρόνο τόν ἅγιο
Νικόλαο, ἐκθειάζουν τό θαῦμα ὅπου ἄκουσαν κι αὐτοί ἀπό τόν πατέρα τους, πρός
δόξα του Θεοῦ καί ἔπαινο τοῦ θείου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Νικολάου.
***
Σελ.136
Σ’ ἕνα ἀπό τά μοναστήρια
τοῦ ἁγίου Νικολάου στή βασιλεύουσα μερικοί λειτουργοί τοῦ δημοσίου, ὑπερήφανοι
καί ἀλαζόνες, ταλαιπώρησαν πολύ τόν ἡγούμενο καί ὅλους τούς ἀδελφούς γιά κάποια
ὑπόθεση.
Ὅλοι οἱ ἀδελφοί παρακαλοῦσαν θερμά τόν ἅγιο Νικόλαο νά σταματήσει τή
συμφορά. Κάποιος ἀδελφός πού ἐδεινοπάθησε
πιό πολύ ἀπό τούς ἄλλους, κτυπᾶ τήν κεφαλή τοῦ ἁγίου στήν εἰκόνα μέ τό ραβδί τῶν
κανδηλῶν.
Ἀμέσως ξεχύθη ἕνα ποτάμι αἵματος καί περικάλυψε μέ αἵματα ὅλη τήν εἰκόνα,
ἐνῶ αὐτός πού ἐκτύπησε καί οἱ ὑπόλοιποι κατελήφθησαν ἀπό ὑπερβολικό τρόμο. Ὁ ἅγιος
λουσμένος στά αἵματα, φανερώθηκε τό βράδυ ἐκεῖνο στό βασιλέα καί εἶπε: «Βλέπεις
βασιληά, βλέπεις, τί γίνεται κατά τήν διάρκεια τῶν ἡμερῶν τῆς βασιλείας σου; Καί κύτταξε, οὔτε γιά σένα
θά βγεῖ τίποτα καλό, ἐάν δέν διορθώσεις τό σφάλμα σου, διότι οἱ ἀταξίες τῶν ὑπηρετῶν
σου ἔχουν τήν ἀναφορά τους ἀπάνω σου».
Ὁ βασιληᾶς ἀπό τό φόβο του δέν μποροῦσε
νὰ ρωτήσει ποιός εἶναι ὁ φανερωθείς ἄνθρωπος. Ὁ ἅγιος ὅμως μόνος του ἐδήλωσε τό
ὄνομα καί τή μονή του. Λέγει: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Νικόλαος ὁ ἐκ τῆς μονῆς Μολιβωτοῦ». Καί λέγοντας αὐτά ἔφυγε ἀπό τό βασιλέα.
Ὁ
βασιληᾶς καταφθάνει μέ φόβο στή Μονή, ὅπου καί εἶδε τήν ἁγία εἰκόνα τοῦ ἁγίου
Νικολάου αἱματοβαμμένη. Παρακαλώντας
τότε ἐκ βαθέων τόν ἅγιο, ἐζητοῦσε συγγνώμη καί διατυπώνοτνας γραπτῶς βασιλικές
δωρεές καί προνόμια καί ἐξυπηρετώντας τόν ἡγούμενο καί τούς ἀδελφούς,
ξαναγυρίζει στό παλάτι φοβισμένος.
Ἀπό τότε ὁ βασιληᾶς διετέθη εὐμενῶς πρός τή
Μονή μέ αὐτό τό θαῦμα.
Ὁ Ἅγιος τῶν Θαλασσῶν
Σώτου Χονδρόπουλου
Ἐκδόσεις «Καινούργια Γὴ»
σελ. 135-136
Ἐπιμέλεια κειμένου
Ἀναβάσεις - http://anavaseis.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.