Δευτέρα 11 Ιουλίου 2011

Η τιμή των ιερών λειψάνων εις την ορθόδοξον παράδοσίν μας. Λάμπρου Σκόντζου, Θεολόγου – Καθηγητού (Μέρος Α΄)


Ἡ τιμὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων εἰς τὴν ὀρθόδοξον παράδοσίν μας.
Λάμπρου Σκόντζου, Θεολόγου – Καθηγητοῦ 

(Ἀπολογητικὴ μελέτη)

Μιὰ ἀπὸ τὶς σφοδρότερες ἐπιθέσεις καὶ τὶς φρικωδέστερες συκοφαντίες κατὰ τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπὸ τοὺς διάφορους χριστιανομάχους εἶναι ἡ δῆθεν «λειψανολατρία» ἡμῶν τῶν πιστῶν.
Λογὶς ἀθεϊστές, νεοπαγανιστές, ἀλλὰ καὶ ὀπαδοὶ αἱρετικῶν παραφυάδων, ὅπως Προτεστάντες καὶ Μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, προσάπτουν τὴν κατηγορία στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, ὅτι δῆθεν ἐφαρμόζει μορφὲς ἀκραίας δεισιδαιμονίας, μὲ ἀποκορύφωμα τὴ λατρεία πτωμάτων, λειψάνων, ὑλικῶν ἀντικειμένων κλπ!

Μάλιστα ἡ ἐπιχειρηματολογία τους φροντίζουν νὰ εἶναι λογικοφανής, ὥστε νὰ κλονίζονται οἱ ρηχοὶ στὴν πίστη, νὰ πείθονται οἱ ἀδαεῖς καὶ νὰ ἐκτιθέμεθα ὡς ὀρθόδοξοι! Αὐτὸς εἶναι ἄλλωστε καὶ ὁ στόχος κάθε μορφῆς συκοφαντίας κατὰ τῆς Ἐκκλησίας μας, νὰ προκληθεῖ σύγχυση καὶ ἀναστάτωση στὸ ἐκκλησιαστικὸ πλήρωμα καὶ νὰ ἀποτοιχιστοῦν ἀπὸ Αὐτὴ ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότεροι!

Βεβαίως ἔχουν γραφεῖ κατὰ καιροὺς πολλὰ γιὰ τὸ ζήτημα τῆς τιμῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων. Μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχουν γράψει περισπούδαστα θεολογικὰ σχόλια, τὰ ὁποῖα ὄχι μόνο δικαιολογοῦν τὴν τιμὴ τῶν ἱερῶν λειψάνων, ἀλλὰ τὴν ἐπιβάλλουν.

Σπουδαῖοι ἐπίσης, σύγχρονοι θεολόγοι ἔχουν δημοσιεύσει ἐνδιαφέρουσες πραγματεῖες γιὰ τὸ θέμα, δίνοντας ἀρκοῦντα λόγο στοὺς πολεμίους τῆς Ἐκκλησίας.
Στὸ πόνημα αὐτὸ θὰ προσπαθήσουμε μὲ τρόπο συνοπτικὸ νὰ παρουσιάσουμε τὴν ἐκπεφρασμένη γνώμη τῆς Ἐκκλησίας μας, προκειμένου νὰ ἀπογυμνώσουμε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά τὴ συκοφαντικὴ ἀθλιότητα καὶ νὰ στηρίξουμε τοὺς ἀδελφούς μας πιστοὺς ἀπὸ τὶς ἄηθες αὐτὲς ἐπιθέσεις.

Τὸ ζήτημα τῆς τιμῆς τῶν ἱερῶν λειψάνων ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας, πέρα ἀπὸ ὕψιστη θεολογικὴ σημασία, ἐνέχει τεράστιες φιλοσοφικὲς καὶ ὀντολογικὲς προεκτάσεις, ἀποδεικνύοντας περίτρανα τὴν ἀπίστευτη συλλογιστικὴ πενία τῶν ἐκκλησιομάχων ἐπικριτῶν καὶ τὴ γελοία ρηχότητα, ποὺ μεταχειρίζονται, γιὰ νὰ στηρίξουν τὶς συκοφαντίες τους.

Πρὶν προχωρήσουμε στὸ θέμα μας θὰ θέλαμε νὰ πληροφορήσουμε κάθε καλόπιστο ἢ κακόπιστο κριτή, πὼς ἡ ὁποιαδήποτε πρακτική τῆς Ἐκκλησίας μας ἔχει φιλτραριστεῖ ἀπανωτὰ καὶ ἀξιόπιστα ἀπὸ τὰ φίλτρα τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς αὐθεντίας, τὰ ὁποῖα εἶναι ὁ ἀδιάψευστος λόγος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι λειτουργοῦσα αὐτοσυνειδησία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.
Τίποτε δὲν εἶναι τυχαῖο, πολλῷ δὲ μᾶλλον ἄτοπο, στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας, ἔστω καὶ ἂν φαντάζει «παράδοξο» στὰ ὄμματα ὁρισμένων «ὀρθολογιστῶν».

Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καὶ συνίσταται ἀπὸ σῶμα καὶ ψυχή. Ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα συναποτελοῦν ἀντίστοιχα τὴν πνευματικὴ καὶ τὴν ὑλικὴ σύσταση τῆς διφυοῦς φύσεώς του.
Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ εἰδοποιὸς διαφορά του ἀπὸ τὰ ἄλλα δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ.
Ἐπίσης θεμελιώδης διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας εἶναι ἡ ἐκ τοῦ μηδενὸς δημιουργία ὅλων τῶν ὄντων. Δὲν ὑπάρχει ἀΐδια φύση κανενὸς ὄντος ἐκτός τοῦ Θεοῦ. Οἱ διάφορες, ἐκτός τοῦ Χριστιανισμοῦ, θεωρίες, φιλοσοφίες καὶ θρησκευτικὲς ἀντιλήψεις περὶ ἀϊδιότητας τοῦ ὑλικοῦ κόσμου ὄχι μόνο ἀντιτίθενται στὴ χριστιανικὴ διδασκαλία, ἀλλὰ καὶ ἔχουν καταδικαστεῖ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία ὡς ἄκρως κακόδοξες πίστεις, διότι συνειδητὰ ἢ ἀσυναίσθητα, ὅσοι δέχονται τὴν αἰωνιότητα τῆς ὕλης, παραδέχονται τὴ «θεότητά» της, ἀφοῦ ἡ ἀϊδιότητα εἶναι ἀποκλειστικὴ ἰδιότητα τοῦ Θεοῦ!

Ἡ ἐκ τοῦ Θεοῦ δημιουργία τοῦ κόσμου φανερώνει περίτρανα τὴν ἱερότητα σύμπασας τῆς κτίσεως, διότι εἶναι προϊὸν ἀγαθότητας καὶ ἁγιότητας τοῦ ἀπόλυτα ἀγαθοῦ καὶ ἁγίου Θεοῦ. Τίποτε τὸ κακὸ δὲν ὑπάρχει στὴ φύση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου, τὸ ὑπάρχον κακὸ εἶναι παρείσακτο ἀπὸ τὸν ἐφευρέτη του τὸ διάβολο.
Δυστυχῶς ὅμως ἡ παρουσία τοῦ κακοῦ στὸν κόσμο ταυτίστηκε ἀπὸ κάποιες φιλοσοφικὲς καὶ θρησκευτικὲς ἀντιλήψεις μὲ τὴν φύση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου. Οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες (ὀρφικοί, νεο- πλατωνικοί, νεοπυθαγόρειοι κλπ), οἱ Ἰνδουιστές, οἱ Βουδιστές, οἱ Παρσιστές, οἱ Γνωστικοί τῶν πρωτοχριστιανικῶν χρόνων, καὶ διάφοροι αἱρετικοὶ, ὅπως οἱ Ἐγκρατίτες, οἱ Μοντανιστές, οἱ Καθαροὶ καὶ πολλὲς σύγχρονες προτεσταντικὲς παραφυάδες θεωροῦσαν καὶ θεωροῦν τὴν ὑλικὴ κτίση ὡς φυσικὸ κακὸ καὶ ἀπαξία.

Κύριο χαρακτηριστικὸ ὅλων αὐτῶν εἶναι ἡ ἀπόρριψη τοῦ ὑλικοῦ κόσμου ὡς κακὸ καὶ ἡ καλλιέργεια ἀποστροφῆς πρὸς αὐτόν. Ὁ ἀκραῖος ἀσκητισμὸς ὅλων αὐτῶν τῶν ὁμάδων εἶχε καὶ ἔχει ὡς στόχο τὴν ἀπελευθέρωση τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὰ δεσμὰ τῆς «κακῆς» ὕλης.
Ὑπενθυμίζω τὴν πλατωνικὴ ρήση περὶ τοῦ σώματος ὡς φυλακὴ τῆς ψυχῆς, καθὼς καὶ τὶς «ἀπελευθερωτικὲς» αὐτοκτονίες ἐπιφανῶν ἀρχαίων φιλοσόφων (Ἐμπεδοκλῆ, Ζήνωνος, Κλεάνθους, Πλωτίνου, κλπ)!

Οἱ ὀρφικοὶ δίδασκαν πὼς οἱ θεοὶ ἔκλεισαν τὶς ψυχὲς στὰ σώματά μας, γιὰ νὰ μᾶς τιμωρήσουν καὶ οἱ στωικοὶ προέτρεπαν «εὐλόγως ἐξάγειν ἑαυτὸν τοῦ βίου» (Διογ. Λαέρτ. 7,130), δηλαδὴ ὠθοῦσαν στὴν αὐτοκτονία.
Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ διαβόητου κυρηναϊκοῦ φιλοσόφου Ἡγεσία, ὁ ὁποῖος παρότρυνε τοὺς ἀνθρώπους νὰ αὐτοκτονοῦν καὶ γιʼ αὐτὸ ὀνομάστηκε «πεισιθάνατος»!
Ἂν ἡ ὕλη ἀποτελοῦσε ἀπαξία γιʼ αὐτοὺς καὶ ἰδιαίτερα γιὰ τοὺς ἀρχαίους προγόνους μας, περισσότερο ἀπʼ ὅλα, φρικιαστικὴ ἀποστροφὴ ἀποτελοῦσε ὅ,τι ὑλικὸ κατάλοιπο (λείψανο) ἄφηνε ὁ θάνατος.

Τὸ πτῶμα τοῦ νεκροῦ καὶ τὰ ὑπάρχοντά του προκαλοῦσαν τρόμο καὶ φόβο ἐξαιτίας τῶν ἐφιαλτικῶν ἀντιλήψεων, ποὺ εἶχαν γιὰ τὴ μεταθανάτιο κατάσταση τῶν νεκρῶν.
Μέσα στὰ ὁμηρικὰ ἔπη καταγράφονται μὲ τὰ πλέον μελανὰ χρώματα ἡ ἀνείπωτη φρίκη καὶ ὁ παντοτινὸς βασανισμὸς τῶν ψυχῶν στὸν σκοτεινὸ καὶ ἀραχνιασμένο τόπο, τὸν Ἅδη.
Ὅλες οἱ ψυχὲς τῶν θνητῶν κατέβαιναν χωρὶς ἐξαίρεση στὸ ὑποχθόνιο βασίλειο τοῦ Πλούτωνα, γιὰ νὰ μένουν ἐσαεὶ ἐκεῖ ὡς σκιὲς, γιὰ νὰ βασανίζονται αἰώνια!

Σύμφωνα μὲ τὴ βασικὴ δοξασία τῆς ἀρχαιοελληνικῆς θρησκείας, ὁ «θεὸς» Πλούτωνας ἔλαβε ὡς μερίδιο κατὰ τὴ μοιρασιὰ τοῦ κόσμου, τὸν ὑποχθόνιο τόπο, τὸ σκοτεινὸ καὶ αἰώνιο δεσμωτήριο τῶν θνητῶν ψυχῶν! Ὁ ἀπαίσιος καὶ μισάνθρωπος ἐκεῖνος «θεὸς» εἶχε ἀπόλυτη κυριότητα στὶς ψυχὲς τῶν νεκρῶν, τοῦ ἀνῆκαν δικαιωματικὰ καὶ δὲν τὶς ἔδινε πίσω! Ἀκόμη καὶ ψυχὲς «θεῶν» εἶχε ἁρπάξει ἀνεπιστρεπτὶ (Περσεφόνη) στὸ τρομερὸ βασίλειό του!
 Τὰ «Ἠλύσια Πεδία» ἢ οἱ «Νῆσοι τῶν Μακάρων» εἶχαν δημιουργηθεῖ ἀπὸ τοὺς «θεοὺς» ὡς προορισμὸ ἀποκλειστικά τῶν θνητῶν ἐρωμένων τους καὶ τῶν ἀλλόκοτων ἡμιθέων, δηλαδὴ τῶν κλεψίγαμων παιδιῶν τους (Πινδ. Ὀλυμπ. 77–78, Ἠσιόδ. Ἔργα καὶ Ἡμέραι,156–173)!

Ὡς τὸν 5ο π. Χ. αἰώνα κανένας συγγραφέας δὲν ἀναφέρει ὅτι στὰ «Ἠλύσια Πεδία» πήγαιναν οἱ θνητοί, ἀλλὰ φυσικὸς προορισμὸς τους ἦταν ὁ σκοτεινὸς καὶ φοβερὸς Ἅδης. Μόνο οἱ «αἱρετικοὶ» ὀρφικοὶ ἀνέπτυξαν τὴ θεωρία ὅτι ὁ ἀνύπαρκτος αὐτὸς «παράδεισος», ἦταν διαθέσιμος γιὰ ὅσους θνητούς, μὲ τὸν ἀκραῖο ἀσκητισμό τους, «μποροῦσαν νὰ ἀπελευθερωθοῦν ἀπὸ τὴν ὕλη» καὶ γιὰ ὅσους «μυοῦν ταν» στὰ μακάβρια «μυστήρια»!

Βιώνοντας οἱ ἀρχαῖοι αὐτὴν ἀκριβῶς τὴ φρικώδη μεταθανάτια κατάσταση αἰσθάνονταν τέλεια ἀποστροφὴ πρὸς τὸ θάνατο, ὡς στέρηση τῆς ζωῆς καὶ εἴσοδο στὴν ἀτελεύτητη καταδίκη. Οἱ ἐπιτάφιοι νεκρικοὶ θρῆνοι τους (τὰ μοιρολόγια), οἱ σπαρακτικοὶ κοπετοὶ καὶ τὰ ἔθιμά τους φανερώνουν ξεκάθαρα τὴ φρικτὴ ὀδύνη, ποὺ βίωναν μπροστὰ στὸ γεγονὸς τοῦ θανάτου.

Ὁ Ἐπίκουρος χαρακτήριζε τὸ θάνατο ὡς «φρικωδέστατον τῶν κακῶν» (Διογ. Λαέρτ. Ἐπικ.10,125) καὶ μάταια προσπαθοῦσε μὲ σοφιστεῖες νὰ μετριάσει τὸν ἐσώψυχό του φόβο γιʼ αὐτόν. Περισσότερο ἀπʼ ὅλα ἀπεχθάνονταν οἱ ἀρχαῖοι τό σῶμα τοῦ νεκροῦ, ἡ θέα τοῦ ὁποίου τοὺς προκαλοῦσε φρίκη καὶ φόβο.
Εἶναι χαρακτηριστικὴ ἡ μαρτυρία πὼς κατὰ τὸ μεγάλο λοιμὸ τοῦ 250–251 μ.Χ. στὴν Ἀλεξάνδρεια, οἱ εἰδωλολάτρες ἐγκατέλειπαν ἀφρόντιστους τούς ψυχορραγοῦντες καὶ ἄφηναν ἄταφους τούς νεκρούς τους: «ἀπέφευγον τοὺς φιλτάτους κἄν ταῖς ὁδοῖς ἔρριπτον ἡμιθανεῖς καὶ νεκροὺς ἄταφους ἀπεσκυβαλίζοντο» Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7,22,9–10).

Τὴν ἐγκληματική τους ἀνεπάρκεια ἀναπλήρωναν οἱ χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι, μὲ κίνδυνο τῆς ζωῆς τους φρόντιζαν ἀδιακρίτως τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἔθαβαν τοὺς νεκρούς, γεγονὸς ποὺ ὁμολόγησε ἀργότερα ὁ ἐμπαθὴς καὶ ὀνειροπαρμένος Ἰουλιανὸς ὁ Ἀποστάτης!

Γενικὰ ὅσοι ἦταν ἐπιφορτισμένοι νὰ φροντίζουν τοὺς νεκροὺς θεωροῦνταν μιασμένοι καὶ ἀποκρουστικοί. Κανένας δὲν τοὺς πλησίαζε, γιὰ νὰ μὴ μολυνθεῖ.
Σὲ περίπτωση ποὺ κάποιος ἐρχόταν σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ σῶμα τοῦ νεκροῦ ἦταν ὑποχρεωμένος νὰ ὑποστεῖ ἐπίμονους καὶ βασανιστικοὺς καθαρμοὺς ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, προκειμένου νὰ γίνει ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὴν κοινωνία!
Τὰ ἱερατεῖα ἦταν ὑποχρεωμένα νὰ βρίσκονται μακριὰ ἀπὸ κάθε νεκρικὴ διαδικασία, διότι δὲ θὰ μποροῦσαν νὰ «ἱερατεύσουν»! Δὲν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι περιγέλασαν τὸ ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν στὴν περίφημη ὁμιλία του στὴν Πνύκα, ὅταν ἀναφέρθηκε στὴν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν, «ἀκούσαντες δὲ ἀνάστασιν νεκρῶν… ἐχλεύαζον» (Πράξ.17,32).

Ἡ πικρόχολη ἐκείνη χλεύη, φανερώνει ξεκάθαρα τὴν τρομερὴ ὑπαρξιακὴ κενότητα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς σκέψεως καὶ τὸ ἀπάνθρωπο πρόσωπο τῆς «ἑλληνικῆς» θρησκείας, ἡ ὁποία τροφοδοτοῦσε μανιωδῶς μὲ δαιμονικὴ ἀπαισιοδοξία τὴν ἀρχαιοελληνικὴ κοινωνία!

Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἦρθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ ἀπελευθερώσει καθολικά το ἀνθρώπινο γένος ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου καὶ τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, τὰ ὁποῖα κατὰ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, ὁδηγοῦν ἀναπόφευκτα στὸ θάνατο καὶ τὰ ἴδια χαρακτηρίζονται ὡς «θάνατος» (Ρωμ. 6, 23).

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἀναφέρει πὼς «ἡ ἁμαρτία εἰς τὸν κόσμον εἰσῆλθε καὶ διὰ τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος καὶ οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν» (Ρωμ. 5,12). Ἀντίθετα, κατὰ τὸν ἱερὸ Φώτιο, εἶναι «ἀναίτιος ὁ Θεὸς τοῦ θανάτου» (P.G. 101,1036B).
Ἀλλὰ ἡ ὑπέρτατη δωρεὰ τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὑπῆρξε ἡ νίκη Του κατὰ τοῦ θανάτου.
Ὁ Χριστὸς μὲ τὴν σταυρική Του θυσία, τὸν ἑκούσιο θάνατό Του καὶ τὴν ἔνδοξη ἀνάστασή Του νίκησε ὁλοκληρωτικὰ τὸν ὄλεθρο τοῦ θανάτου, κατάργησε τὸν καταχθόνιο Ἅδη καὶ ἔκλεισε ἑρμητικὰ τὶς πύλες του γιὰ τοὺς πιστούς Του.
Ὁ ἀναστημένος Κύριός μας ἔγινε ἡ «ἀπαρχὴ (τῆς ἀναστάσεως) τῶν κεκοιμημένων» (Α΄Κορ. 15, 21), δηλαδὴ ἔκαμε τὴν ἀρχή, ἄνοιξε τὸ δρόμο μὲ τὴν λαμπροφόρο ἀνάστασή Του γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ γιὰ ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος.
Ὁ φρικτὸς Ἅδης, τὸ προαιώνιο δεσμωτήριο τῶν ψυχῶν δὲν ὑπάρχει πιά. Ὁ ἀπεχθέστατος καὶ μισάνθρωπος «θεὸς» Πλούτων (δηλαδὴ ὁ Ἑωσφόρος) νικήθηκε κατὰ κράτος, χάνοντας ὁριστικὰ τὴν πολύτιμη λεία του, τὶς ἀπὸ αἰῶνος ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων.
Τὸ τρομερὸ ὑπαρξιακὸ ἄχθος δὲ δικαιολογεῖται πλέον. Ὁ φόβος τοῦ θανάτου ἀνήκει στὸ ἐφιαλτικὸ προχριστιανικὸ πα- ρελθὸν καὶ τὸ ἐξωχριστιανικὸ παρόν, διότι «τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ (ἐστι) ζωὴ αἰώνιος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν» (Ρωμ. 6,23).

Εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνομάζει ὁ Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ὡς «αἴσθησιν ἀθανάτου ζωῆς» (Λόγ.38).
Ὁ θάνατος, ἀπὸ ἀναπόφευκτη φρικιαστικὴ κατάσταση, ἔγινε ἀναπαυτικὸς ὕπνος τοῦ σώματος μέχρι ποὺ θὰ σαλπίσει ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου τὴν ἀνάσταση τῶν κεκοιμημένων (A΄ Κορ. 15, 52. Ἰωάν. 5, 29).

Ὅπως ὁ Χριστὸς ἀνάστησε τὸ δικό Του σῶμα ἔτσι θὰ ἀναστήσει καὶ τὰ σώματα τῶν πιστῶν Του, ὡς ὀργανικὰ κύτταρα τοῦ σώματός Του, διότι «σύμφυτοι τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα… εἰ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, πιστεύομεν ὅτι καὶ συζήσομεν αὐτῷ, εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν οὐκέτι ἀποθνήσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6, 5–10).

Βιώνοντας αὐτὴ τὴν ὑπέρτατη δωρεὰ ἡ Ἐκκλησία μας, ὅρισε τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου τῶν ἁγίων ὡς τὴν ἐπισημότερη ἐπέτειό τους, ὡς τὴ «γενέθλιο ἡμέρα» τους, κατὰ τὴν ὁποία ὄχι μόνο δὲν πέθαναν, ἀλλὰ (ἀνα)γεννήθηκαν ἐν Χριστῷ στὴ νέα ἀληθινὴ καὶ αἰώνια ζωή!

Ὁ μεγάλος χριστιανὸς φιλόσοφος Μπερδιάγεφ, ἐκφράζοντας τὴ γνήσια χριστιανικὴ ἀντίληψη γιὰ τὸ θάνατο, ἀναφέρει ὅτι αὐτὸς (ὁ θάνατος) «μαρτυρεῖ ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι προορισμένος γιὰ μιὰ ἄλλη ὕψιστη ζωή.
Χωρὶς τὸ θάνατο ἡ ὕπαρξη θὰ ἦταν εὐτελὴς καὶ ἀνόητη» (Περὶ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, σελ. 344)!
Κατὰ συνέπεια τίποτε τὸ ἀποκρουστικὸ δὲν ἔχει ὁ θάνατος. Δὲν δικαιολογεῖται πιὰ τὰ σώματα τῶν κεκοιμημένων νὰ προκαλοῦν φρίκη καὶ φόβο, ἀλλὰ πρέπει νὰ τυγχάνουν τιμῶν καὶ περιποιήσεων, ὡς ἀναπόσπαστο κομμάτι τῆς ὑπόστασης τοῦ κεκοιμημένου, διότι κατὰ τὴ γενικὴ ἀνάσταση τὰ σώματα ὅλων τῶν κεκοιμημένων θὰ ἑνωθοῦν ξανὰ μὲ τὶς ψυχές, ἀφθαρτοποιημένα πλέον, γιὰ νὰ ἀποτελοῦν αἰώνια καὶ ἀτελεύτητα τὴν ψυχοσωματικὴ ὀντότητα τοῦ κάθε ἀνθρωπίνου προσώπου στὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἄλλωστε, σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητὴ «εἰς τοῦτο ἡμᾶς πεποίηκεν ὁ Θεός, ἵνα γενώμεθα θείας κοινωνοὶ φύσεως, καὶ τῆς αὐτοῦ ἀϊδιότητος μέτοχοι, καὶ φανῶμεν αὐτῷ ὅμοιοι κατὰ τὴν ἐκ χάριτος θέωσιν» (P.G.90, 1193D).
Γιʼ αὐτὸ καὶ οἱ χριστιανοὶ δείχνουν πλήρη περιφρόνηση κατὰ τοῦ θανάτου, ἡ ὁποία βιώθηκε καὶ βιώνεται ἀπὸ τοὺς διαχρονικοὺς μάρτυρες τῆς Ἐκκλησίας μας, γεγονὸς ποὺ χαρακτηρίζεται ὡς «παραλογισμὸς» ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ κόσμου.
Κατὰ τὸν ἅγιο Ἱππόλυτο «τὸ πνεῦμα τοῦ Πατρὸς διδάσκει τοὺς μάρτυρας… καταφρονεῖν μὲν τοῦ θανάτου, σπεύδειν δὲ πρὸς ἐπουράνια» (Ἰπολ. Εἰς Δᾶν. ΙΙ,21). Ὁ ἐθνικὸς σατιρικὸς συγγραφέας Λουκιανὸς μὲ διάθεση εἰρωνικοῦ θαυμασμοῦ ἔγραψε πὼς οἱ χριστιανοὶ μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς «καταφρονοῦσι τοῦ θανάτου» (Λουκ. Περὶ τῆς Περεγρίνου τελευτῆς 13).

Οἱ δήμιοι εἰδωλολάτρες στὰ πρωτοχριστιανικὰ χρόνια ἔμεναν ἔκθαμβοι ἀπὸ τὴν προθυμία τῶν μαρτύρων νὰ πεθάνουν γιὰ τὴν πίστη τους καὶ τὸν ἡρωισμό τους μπροστὰ στὰ φρικτὰ μαρτύρια.
Τὸ ἴδιο γινόταν καὶ ἐπὶ τουρκοκρατίας μὲ τοὺς σφαγεῖς μουσουλμάνους, ἀλλὰ καὶ τοὺς σύγχρονους (κόκκινους) διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ μαρξιστικοῦ ὀλέθρου!


Ορθόδοξος Τύπος  1 Ιουλίου '11

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου