Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Ὁ Ἅγιος προφήτης Δανιὴλ. (Μέρος Γ'). Γέροντος Κλεόπα Ἡλιέ


 Ὁ Ἅγιος προφήτης Δανιὴλ. (Μέρος Γ')
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά

Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

Ὅταν ἄκουσε ὁ βασιλεύς αὐτόν τόν λόγο ἐθύμωσε πολύ, ἀλλά, ἐπειδή ἀγαποῦσε τὀν Δανιήλ, προσπάθησε νά τόν γλυτώση ἀπό τήν τιμωρία. Ἀλλά ἐκεῖνοι οἱ ἄνδρες εἶπαν στόν βασιλέα:
-Νά γνωρίζης, ὦ βασιλεῦ, ὅτι ὅλες τίς ἐντολές πού κάνεις νά μή τίς ἀλλάζης.
Τότε ὁ βασιλεύς διέταξε νά μεταφέρουν καί ρίξουν τόν Δανιήλ στόν λάκκο τῶν λιονταριῶν. Ἀκόμη εἶπε ὁ βασιλεύς στόν Δανιήλ:
-Ὁ Θεός σου τόν Ὁποῖον καί ὑπηρετεῖς πάντοτε, Αὐτός νά σέ σώση ἀπό τά λιοντάρια.
Ἔτσι ἔφεραν μία πέτρα καί τήν ἔβαλαν στό στόμιο τοῦ λάκκου καί ἄνοιξε. Κατόπιν ἐσφράγισε μέ τό δακτυλίδι του καί τά δακτυλίδια τῶν αὐλικῶν του γιά νά μή κάνουν κάποιο μεγαλύτερο κακό στόν Δανιήλ οἱ συκοφάντες του. Ἦταν δηλαδή εἶδος ὅρκου. Μ᾿ αὐτό τόν ὅρκο εἶχε μεγαλύτερη ἐμπιστοσύνη ὁ βασιλεύς στά θηρία, παρά στούς πονηρούς καί κακούς ἀνθρώπους. Μετά ἐπῆγε ὁ βασιλεύς στό παλάτι του καί ἐξάπλωσε νηστικός, διότι ἦταν πολύ στενοχωρημένος. Ἀλλά ὁ Θεός ἔκλεισε τά στόματα τῶν λεόντων καί δέν τόν ἐστενοχώρησαν τόν Δανιήλ.
Ἀφοῦ σηκώθηκε ὁ βασιλεύς τό πρωΐ ἀπό τό κρεββάτι του, ἐπῆγε βιαστικά στόν λάκκο καί ἔκραζε ἔξω μέ δυνατή φωνή:
-Δανιήλ, δοῦλε τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, ὁ Θεός σου τόν Ὁποῖον πάντοτε ὑπηρετεῖς ἠμπόρεσε νά σέ λυτρώση ἀπό τά στόματα τῶν λεόντων;
Καί ὁ Δανιήλ ἀπήντησε στόν βασιλέα:
-Βασιλεῦ, νά ζῆς στόν αἰῶνα, ὁ Θεός μου ἔστειλε τόν ἄγγελό Του καί ἔκλεισε τά στόματα τῶν λεόντων καί δέν μέ ἐπείραξαν, διότι ἔζησα μέ δικαιοσύνη ἐνώπιόν Του καί δέν ἔπραξα καμμία ἁμαρτία ἤ σφάλμα ἐνώπιόν σου.
Τότε ὁ βασιλεύς χάρηκε πολύ γιά τόν Δανιήλ. Κατόπιν διέταξε καί τόν ἔβγαλαν ἀπό τά θηρία καί δέν εἶχε καμμία πληγή ἐπάνω του, διότι ἐπίστευε στόν Θεό του. Μετά διέταξε ὁ βασιλεύς νά συγκεντρωθοῦν οἱ ἄνδρες ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι συκοφάντησαν τόν Δανιήλ. Μέ ἐντολή του ρίχτηκαν στά θηρία, καθώς οἱ γυναῖκες καί τά παιδιά τους.
Πρίν ἀκόμη φθάσουν κάτω στήν σπηλιά, τούς κατέφαγαν τά λιοντάρια καί ἔσπασαν ὅλα τά κόκκαλά τους. Τότε ὁ βασιλεύς Δαρεῖος ἔγραψε  σέ ὅλο τόν λαό καί στά γένη πού κατοικοῦσαν στήν ἐπικράτειά του:
Εἴθε νά ζῆτε μέ πολλή  εἰρήνη. Ἔδωσα ἐντολή σέ ὅλη τήν βασιλεία μου ὅτι θά πρέπει ὁ κάθε ἄνθρωπος νά φοβᾶται καί νά τρέμη τόν Θεό τοῦ Δανιήλ, διότι Αὐτός εἶναι Ἀληθινός καί αἰώνιος Θεός καί τῆς βασιλείας Του δέν ὑπάρχει τέλος, διότι πράττει σημεῖα καί θαύματα στόν οὐρανό καί στήν γῆ καί πρόσφατα έλύτρωσε τόν Δανιήλ ἀπό τά στόματα τῶν λεόντων.
Ἀπ᾿ αὐτό τό θαῦμα εἶχε ὁ βασιλεύς μεγάλη εὐλάβεια καί τιμή στόν Δανιήλ, ὅσο σέ κανέναν ἄλλον καί τόν ἔδειξε παντοῦ ὅτι εἶναι ὁ καλλίτερος φίλος του. Παρόμοια εἶχε σέ τιμή καί ἀγάπη καί τούς ἄλλους τρεῖς νέους, τόν Ἀνανία, τόν Ἀζαρία καί τόν Μισαήλ.
Μετά τόν βασιλέα αὐτόν τόν διαδέχθηκε ὁ Κῦρος ὁ Πέρσης, ὁ ὁποῖος εἶχε κι αὐτός τόν Δανιήλ σέ μεγάλη τιμή, τόν εἰχε πολύ κοντινό βοηθό του, ὁ ὁποῖος καί διέταζε τόν λαό. Ἔτσι ὁ Δανιήλ δοξάσθηκε περισσότερο ἀπό τούς ἄλλους φίλους τοῦ βασιλέως.
Τότε ἦταν ἕνα εἴδωλο στούς βαβυλωνίους, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα ἦταν Βήλ καί ἐξώδευαν γιά τό εἴδωλο αὐτό πολύ σιτάρι, 40 πρόβατα καί 7 βαρέλια κρασί.
Ὁ βασιλεύς τό τιμοῦσε τό εἴδωλο αὐτό καί ἐπήγαινε κάθε φορά νά τό προσκυνήση. Ὅμως ὁ Δανιήλ προσκυνοῦσε τόν δικό του Θεό. Ὁπότε εἶπε μία ἡμέρα σ᾿ αὐτόν ὁ βασιλεύς:
-Γιατί καί σύ δέν προσκυνεῖς τόν θεό Βήλ;
Καί ἐκεῖνος  τοῦ εἶπε:
-Δέν προσκυνῶ εἴδωλα πού εἶναι φτιαγμένα ἀπό ἀνθρώπινα χέρια, ἀλλά προσκυνῶ τόν ζωντανό Θεό, ὁ Ὁποῖος ἔκτισε τήν γῆ καί τόν οὐρανό καί δεσπόζει ἐπάνω σέ κάθε ἄνθρωπο.
Καί ὁ βασιλεύς τοῦ εἶπε:
-Καί δέν πιστεύεις ὅτι ὁ Βήλ εἶναι ζωντανός θεός;
Καί ὁ Δανιήλ τοῦ ἀπήντησε γελῶντας:
-Μήν ἀπατᾶσαι, ὦ βασιλεῦ, διότι αὐτό πού προσκυνεῖς εἶναι χῶμα καί ἐξωτερικά ἀπό χαλκό καί δέν ἔφαγε καί δέν ἤπιε ποτέ.
Τότε ὁ βασιλεύς ὠργισμένος, ἐκάλεσε τούς εἰδωλολάτρες ὑπηρέτες του καί τούς εἶπε:
-Ἐάν δέν μοῦ πῆτε ποιός τρώγει αὐτά τά κομμάτια κρέατα, θά πεθάνετε, ἐνῶ, ἐάν θά ἀποδείξετε ὅτι ὁ Βήλ τρώγει αὐτά τά τρόφιμα κρέατα κλπ, τότε θα πεθάνη ὁ Δανιήλ, διότι ἐβλασφήμησε τόν θεό Βήλ.
Καί εἶπε ὁ Δανιήλ στόν βασιλέα:
-Νά γίνη κατά τήν ἐντολήν σου, βασιλεῦ.
Καί ἦταν 70 ὑπηρέτες στόν θεό Βήλ, ἐκτός ἀπό τίς γυναῖκες καί τά παιδιά τους. Ἐτσι, ἐπῆγαν ὁ βασιλεύς μέ τόν Δανιήλ ὄπισθεν τοῦ Βήλ, ἐνῶ οἱ ὑπηρέτες τοῦ Βήλ τούς εἶπαν:
-Ἰδού ἐμεῖς ἐξερχόμεθα ἔξω, ἐνῶ ἐσύ, βασιλεῦ, βάλε τά κρέατα καί τό κρασί, κλείδωσε τίς πόρτες καί σφράγισέ τες μέ τό δακτυλίδι σου καί ἄς ἔλθουμε αὔριο. Ἐάν δέν βρῆς ὅλα τά κρέατα τοῦ Βήλ, τότε νά πεθάνουμε ἐμεῖς.
Ἐνῶ αὐτοί εἶχαν κάνει ἄλλη μυστική εἴσοδο κάτω ἀπό τό τραπέζι τῶν κρεάτων καί ἔμπαιναν πάντοτε ἀπό ἐκεῖ καί ἔτρωγαν τά κρέατα. Καί, ὅταν αὐτοί ἐξῆλθαν, ὁ βασιλεύς ἔβαλε τά κρέατα στόν Βήλ, ὁ Δανιήλ διέταξε τούς ὑπηρέτες του νά φέρουν στάκτη καί τήν ἐκοσκίνισαν ἐπάνω σέ ὅλα τά σφαχτά, ἐνώπιον τοῦ βασιλέως καί ἐξελθόντες, ἔκλεισαν τίς πόρτες, τίς ἐσφράγισαν μέ τό δακτυλίδι τοῦ βασιλέως καί ἔφυγαν.

    Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010

18   Ὀκτωβρίου 2013

Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε  Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου