Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Ὁ γέρων Ἐφραίμ Γρηγοριάτης. Μέρος ΙΑ'


 Ὁ γέρων Ἐφραίμ Γρηγοριάτης. (+ 1905-1991)
Μέρος ΙΑ'

Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου

῾Ο Γέρο-Ἐφραίμ ὑπηρέτησε καθ' ὑπακοήν σέ διάφορα διακονήματα τῆς Μονῆς. Ἀπό ἡλικίας 38 ἐτῶν, κατόπιν προτάσεως τοῦ Γέρο-Βαρλαάμ, μπῆκε στήν Γεροντική Σύναξι τῆς Μονῆς. Ἐπί 12 χρόνια ὑπηρέτησε ὡς Ἀντιπρόσωπος  στήν ἐν Καρυαῖς ῾Ιερά Κοινότητα καί συμμετεῖχε σέ διάφορες Κοινοτικές ἀποστολές στό κόσμο. ῏Ηταν πολύ φιλακόλουθος.
Καθημερινά τό στασίδι του δίπλα στήν Παναγία Γαλακτοτροφοῦσα τόν περίμενε. Παρ᾿ ὅτι δέν ἦταν καλλίφωνος, ἀγαποῦσε νά ψάλλη συνοδευόμενος ἀπό τούς νεωτέρους ψάλτας ἀδελφούς. Ἰδού τό ἑξῆς χαρίεν περιστατικό. ῞Ενα ἀπόγευμα, πού τελούσαμε τόν ῾Εσπερινό, ἦλθε ἡ σειρά του νά ψάλλῃ ἕνα προσόμοιο.
῎Οντας ἐγώ δίπλα του, γυρίζει καί μοῦ λέγει· «ἀγαθοί οἱ δύο ὑπέρ τόν ἕνα». Δηλαδή νά ψάλλουμε μαζί. Ἐνῶ λοιπόν ἔψαλλε βοηθούμενος ὑπέρ τό δέον ἀπό ἐμένα, σταματᾶ τήν ψαλμωδία καί μοῦ λέγει· «ἔλα ντέ, δικό μου εἶναι τό τροπάριο» καί συνέχισε.
Οἱ Μεγάλες ῟Ωρες τῆς Μ. Παρασκευῆς, ἐκανοναρχοῦντο μόνο ἀπό τούς Γέροντες ἀδελφούς. Μέ πολλή λοιπόν γραφικότητα, ἁπλότητα, σεμνότητα καί παιδικότητα, ὁ Γέρο-Ἐφραίμ, ὁ Γέρο-῾Ησύχιος, ὁ Γέρο-Ἀρσένιος, πηγαινοήρχοντο στούς χορούς νά κανοναρχήσουν τά τροπάρια.

Κατά τό ἔτος 1987, προσβλήθηκε ἀπό τήν ἐπάρατο νόσου τοῦ καρκίνου στήν κύστη. Μεταφέρθηκε στό Νοσοκομεῖο τῆς Θεσσαλονίκης, ὅπου διαπιστώθηκε τό πρόβλημά του, καί τοῦ ἐγένετο ἐγχείρησις. Τό Φθινόπωρο τοῦ ἰδίου ἔτους ἐπέστρεψε στήν Μονή. ῎Εχοντας οἰκειότητα μαζί μου, λόγῳ προπαντός τῆς κοινῆς μας καταγωγῆς, μοῦ διηγήθηκε τό ἑξῆς περιστατικό:
-Μιά νύχτα, ἀδελφάκι μου, ἐνῶ ἤμουν στό Νοσοκομεῖο «῾Αγία Σοφία» τῆς Θεσσαλονίκης, μέ πλησίασε μιά γρηοῦλα μέ ροῦχα νοσοκόμας καί μέ ἐρώτησε· τί ἔχεις παιδάκι μου; γιατί λυπεῖσαι;»
-Δέν ξέρεις τί ἔχω ἀδελφή;
-Μή στενοχωριέσαι καί θά γίνῃς γρήγορα καλά. Καί ἀμέσως ἔφυγε.
Τό πρωῒ ἐρώτησα τήν Προϊσταμένη, ποιά ἀδελφή ἦταν τό βράδυ διανυκτερεύουσα σέ ὑπηρεσία; Μοῦ εἶπε: Ἐρώτησα ἐάν ἔχουν κάποια γριά νοσοκόμα, ἀλλά ἡ Προϊσταμένη εἶπε, ὄχι. Τότε, ὑποθέτω θά ἦταν κάποια ῾Αγία. Μᾶλλον νομίζω, θά ἦταν ἡ ῾Αγία Θεοπρομήτωρ ῎Αννα.
Λόγῳ γηρατειῶν καί τῆς ἀσθενείας του, μέ ἐντολή τοῦ ῾Ηγουμένου τῆς Μονῆς, κατέβηκε στό γηροκομεῖο. ῏Ηταν ἡ 10 Μαρτίου τοῦ ἔτους 1989, ὅταν τοῦ συνέβη ἕνα ἄλλο θαυμαστό περιστατικό.
῾Ο γηροκόμος ἀδελφός, κατά τήν συνήθειά του, ἀφοῦ τακτοποίησε καί ἐσκέπασε μέ τίς κουβέρτες τόν Γέρο-Ἐφραίμ, ἀνεχώρησε διά τό κελλί του.
Ἐκείνη τήν νύκτα, λόγῳ ἰσχυρῶν πόνων, ἐκινεῖτο ἀδιάκοπα ὁ παπποῦς στό κρεβάτι. Τοῦ ἔπεσαν κάτω οἱ κουβέρτες. ῎Αρχισε πλέον ὁ ἴδιος νά κρυώνῃ. Ξαφνικά ἦλθε κάποιος φαινόμενος Μοναχός.... Ἐσήκωσε τίς κουβέρτες, τόν ἐσκέπασε, τόν σήκωσε ψηλότερα, διότι εἶχε πέσει χαμηλά στό κρεββάτι τό σῶμα του καί, ἐνῶ ἦταν ἕτοιμος γιά ἀναχώρησι, ἀκούει τόν Γέρο-Ἐφραίμ νά τόν ἐρωτᾷ.
-Τί ὥρα εἶναι; Δέν ἔλαβε ἀπάντησι.
῎Αναψε τό φακό, ἐκοίταξε τήν ὥρα, καί ἦταν μέ τό κοσμικό περίπου δύο, μετά τά μεσάνυκτα. Κοιτάζει νά ἰδῇ τόν διακονητή του, διότι, ἔτσι πίστευε, ἀλλά δέν εἶδε κανέναν. Πρέπει ἐδῶ νά σημειωθῇ, ὅτι κάθε βράδυ ὁ γηροκόμος του ἐκλείδωνε τίς δύο πόρτες τοῦ γηροκομείου, γιά νά μήν ἐνοχλοῦν τόν παπποῦ οἱ ἄλλοι Πατέρες μέ ἄκαιρες συζητήσεις..
῾Ο ἴδιος ὁ π. Ἐφραίμ ἔδωσε ἀπάντησι γιά τόν φαινόμενο Μοναχό, ὅτι ἦταν ὁ Κτήτωρ τῆς Μονῆς, ὁ ῞Οσιος Γρηγόριος. ῾Ο βοηθός του τόν διαβεβαίωσε, ὅτι δέν ἦλθε ἐκείνη τήν ὥρα στό γηροκομεῖο, οὔτε καί ἄλλος Μοναχός τῆς Μονῆς μποροῦσε νά πάῃ, διότι δέν εἶχε κλειδιά.
Μιά ἄλλη πνευματική ἐμπειρία, τήν ὁποίαν ἔζησε στήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων τοῦ 1987, θά μᾶς διηγηθῆ τώρα ὁ μακαριστός π. 'Εφραίμ:
"Καθόμουν στό στασίδι δεξιά ἀπό τήν Λιτή στό κυρίως ναό. Σ᾿ αὐτή τήν ἀγρυπνία, ἔννοιωσα ὅτι δέν ἔψαλλαν ἄνθρωποι, ἀλλά ἄγγελοι. Ἐγώ ἀνθρώπους ἔβλεπα, ἀλλά οἱ φωνές τους δέν ἦσαν ἄνθρώπινες. ῾Ωμοίαζαν μέ ἀγγελικές, οὐράνιες, ὑπερκόσμιες. Τότε ἡ καρδιά μου σκιρτοῦσε ἀπό μία ἀνείπωτη χαρά καί ἐπήγαινε νά σπάσῃ ἀπό τούς ἐσωτερικούς κραδασμούς τῆς χάριτος πού ἐζοῦσα.
Τότε τά μάτια μου ἔτρεχαν γλυκά δάκρυα, ἐνῶ μέ τό στόμα μου ἀναφωνοῦσα ψιθυριστά· «Δόξα σοι Κύριε μου Ἰησοῦ Χριστέ. Ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός, τί καλό εἶδες σέ ἐμένα καί μέ ἐπεσκέφθης; ῎Αχ αὐτή ἡ νύκτα μέ ἀνέβασε στόν οὐρανό γιά νά ἀπολαύσῳ τά στόματα τῶν οὐρανίων Ἀγγέλων Μοναχῶν. ῎Ας ἔχῃ δόξα ὁ Πανάγαθος Θεός μας».
Μία ἄλλη φορά, ἦταν ἀρχές τοῦ μηνός Ἰανουαρίου τοῦ 1987.
Ἐκεῖνες τίς ἡμέρες ὑπάρχει τυπικό στήν Μονή μας, νά παίρνουν οἱ ἀδελφοί τά διακονήματά των. ῾Ο σεβαστός Γέροντάς μας π. Γεώργιος, τήν ἑπομένη ἡμέρα, μετά τήν διανομή τῶν διακονημάτων, συνεβούλευσε στήν τράπεζα τούς πατέρας διά νά δείξουν προθυμία, ὑπομονή διά νά λάβουν τόν μισθόν τους καί νά ἐπιτύχουν τήν σωτηρίαν τους. ῎Επειτα ἔστρεψε τόν λόγον του πρός τά γεροντάκια καί τούς εἶπε:
-Ἐσεῖς οἱ ἡλικιωμένοι Πατέρες, θά ἔχετε ὡς διακόνημα νά τραβᾶτε κομποσχοίνι γιά μᾶς τούς νεωτέρους σας καί γιά ὅλο τόν κόσμο. Τί λέγεις ἐσύ πάτερ Ἐφραίμ; Εἶσαι εὐχαριστημένος μέ αὐτό τό διακόνημα; Καί ἐκεῖνος ἔδωσε τήν ἑξῆς σοφή ἀπάντησι:
-Ἐγώ εἶμαι εὐχαριστημένος, Γέροντα, ἀλλά δέν ξέρω ἄν καί ὁ Θεός εἶναι εὐχαριστημένος ἀπό ἐμένα.
῎Αλλοτε πάλι ἦταν μιά φθινοπωρινή νύκτα τοῦ 1988, μοῦ δηγήθηκε τό ἑξῆς θαυμαστό ὄνειρο: «Εἶδα στόν ὕπνο μου, ὅτι ἔμενα στό προηγούμενο κελλί μου, καί ἔβγαινα ἔξω μέ κατεύθυνσι νά πάω στό γηροκομεῖο τῆς Μονῆς. ῞Οταν μπῆκα μέσα, αὐτό ὅλο καί περισσότερο ἐμεγάλωνε καί ἄπλετο φῶς ξεχυνόταν μέσα καί ἔξω.
Μέσα εἶδα δύο κοπέλλες. Σκέφθηκα, ὅτι θά ἦταν νοσοκόμες. Κρατοῦσαν βοῦρτσες στά χέρια τους καί ἔβαφαν τούς τοίχους, πού ἄστραφταν ἀπό λάμψι καί λευκότητα. Ἐγώ ἐξεπλάγην καί ἐρώτησα: μά ποῦ βρίσκομαι; Τί παράξενο καί θαυμαστό εἶναι αὐτό τό φῶς; Μιά ἀπό τίς κοπέλλες γιά νά μέ καθησυχάσῃ, μοῦ λέγει: «Μή φωνάζης, βρίσκεσαι στό Μετόχι τῆς Σταυρουπόλεως».
Ἐκείνη ἡ ἀτμόσφαιρα ἄρχισε νά μοῦ εὐωδιάζῃ. ῞Οταν ξύπνησα αἰσθανόμουν αὐτή τήν εὐωδία, ὄχι μόνο ἐπάνω μου, ἀλλά καί μέσα στό δωμάτιό μου. Τό πρωῒ πέρασε νά μέ ἰδῇ ὁ γιατρός παπᾶ-Δημήτρης. Τοῦ εἶπα λεπτομερῶς τά καθέκαστα, καί τόν ἐρώτησα, ἄν καί αὐτός αἰσθάνεται κάποια εὐωδία. Ἀλλά, ἐκεῖνος, ἴσως διά λόγους πνευματικούς, ἐξήγησε διαφορετικά τό φαινόμενο ἐκείνης τῆς ὑπερφυσικῆς εὐωδίας, καί μοῦ εἶπε: «῾Η σκόνη Τάλκ πού σοῦ ἔβαλα εὐωδίαζε καί ὄχι αὐτό πού λές».
 Ἐγώ ἐσιώπησα, συνέχισε ὁ Γέρο-Ἐφραίμ. Ἐδόξασα μόνο τόν Θεό γι᾿ αὐτή τήν οὐράνια παρηγοριά καί καθημερινῶς ζῶ μ᾿ αὐτή την γλυκειά ἀνάμνησι τῆς εὐωδίας πού δέν ἔχει καμμιά ὁμοιότητα μέ τά ἀρώματα τοῦ κόσμου.
 
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου  
Ἅγιον Ὅρος Ἄθω  
2005

Ἐπιμέλεια κειμένου   Αναβάσεις
________________________________________________

Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.

 Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας   π.Δαμασκηνός - Γρηγοριάτικο γεροντικό

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου