Ἡ Ὀρθοδοξία μας
π.Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος
Δρ. Θεολογίας, Δρ. φιλοσοφίας
Ἡ διδαχή
τοῦ Χριστοῦ (σελ. 29-30)
Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἁγνή διάθεση καί ἀγάπη γιά τόν Θεό,
θά ἐπιθυμήσει τήν κάθαρση ἀπό τά πάθη καί θά ταπεινώσει τό νοῦ του μπροστά στή
Θεία βούληση καί στή Θεία ἀγάπη. Θά ἀκολουθήσει
τή διδαχή τοῦ Θεοῦ καί θά ἐναρμονίσει μ’ αὐτή ὁλόκληρη τή ζωή του. Τή διδαχή τοῦ Χριστοῦ κήρυξαν οἱ προφῆτες καί
οἱ ἀπόστολοι΄ ὅποιος ἀγαπάει τόν Θεό Τόν ἀφήνει νά μιλήσει στή ζωή του καί ἀκολουθεῖ
τή φωνή Του. «Ἐμεῖς εἴμαστε ἀπό τόν Θεό.
Ὅποιος γνωρίζει τόν Θεό, μᾶς ἀκούει. Ὅποιος
δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό, δέν μᾶς ἀκούει.
Μέ αὐτόν τόν τρόπο γνωρίζουμε τό Πνεῦμα τῆς ἀλήθειας ἀπό τό πνεῦμα τῆς
πλάνης» (Α΄ Ἰω.δ΄6).
«Πᾶς ὁ πιστεύων καί μή μένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ Θεόν οὐκ ἔχει»΄
ὅποιος παραβαίνει καί δέν μένει στή διδαχή τοῦ Χριστοῦ, δέν ἔχει Θεό΄ «ἐκεῖνος
πού μένει στή διδαχή τοῦ Χριστοῦ, αὐτός ἔχει καί τόν Πατέρα καί τόν Υἱόν» (Β΄ Ἰω.9)΄ «ἐκεῖνος πού πράττει τό καλό (ὁ ἀγαθοποιῶν) ,
εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ΄ ὁ δέ κακοποιῶν δέν ἔχει ἰδεῖ τόν Θεό» (Γ΄ Ἰω. 11).
«Ἐάν ἐπιθυμεῖς ἀληθινά τή θεωρία τῶν μυστηρίων, ἐξάσκησε
μέ ἔργα τίς ἐντολές καί ὄχι ἐρευνητικά καί μέ τή μάθηση ἡ πνευματική θεωρία ἐνεργεῖ
μέσα μας στόν τόπο πού εἶναι καθαρός καί ζήτησε πρῶτα νά μάθεις πῶς μπορεῖς νά
εἰσέλθεις σ’ αὐτόν τόν τόπο τῆς καθαρότητος καί κατόπιν ἄρχισε τό ἔργο» (Ἰσαάκ ὁ
Σύρος).
Ὅποιος λοιπόν ἐπιθυμεῖ νά γνωρίσει τόν Θεό, πρέπει νά
γίνει ἄνθρωπος ἀγάπης, νά ἀνταποκριθεῖ δηλαδή ἐλεύθερα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μέ
τή δική του ἀγάπη. Ὅμως γιά νά τό κάνει αὐτό μέ συνέπεια πρέπει νά ἐπιθυμεῖ τήν
ἐλευθερία ἀπό τά πάθη καί νά ἀγωνίζεται ν’ ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτά΄ πρέπει νά ἔχει ἀληθινά
ἀγαθή πρόθεση, νά «διψάει» γιά τόν Θεό καί νά ἐγκαταλείψει τήν αὐτονομία του΄
νά ταπεινωθεῖ καί νά ἀκολουθήσει τή διδαχή τοῦ Θεοῦ, ὄχι τή «συνταγή τοῦ ὄφεως»!
Ἡ δύναμη τοῦ Πνεύματος (σελ. 30-32)
Μέ τήν πτώση τοῦ ἀνθρώπου
σκοτίστηκε καί ὁ νοῦς καί δέν μπορεῖ νά «δεῖ» καθαρά. Ὅμως μέ τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος καθοδηγεῖται καί ὁ νοῦς μας ἀπαλλάσσεται ἀπό τήν ἐπηρεία τοῦ Διαβόλου
καί ὁδηγεῖται στήν σωτήρια ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ἡ γνώση στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος
ὁδηγεῖται μέ τήν ἐπιστήμη δέν εἶναι σωτήριος ἀλήθεια, γιατί εἶναι κτιστῆς
τάξης΄ πρόκειται γιά τήν κατανόηση τῆς «κτιστῆς ἀλήθειας». Τέτοια εἶναι ἡ γνώση τῆς ἱατρικῆς, τῆς
βιολογίας, τῆς γεωγραφίας κ.ο.κ. Ἡ ἐπιστήμη
λοιπόν, πού στηρίζεται στίς ἀνθρώπινες προσπάθειες, ἔχει ὡς στόχο τήν «κτιστή»
πραγματικότητα, δέν ξεπερνάει τήν δημιουργία, ὥστε νά ἀνακαλύψει τόν Θεό ἤ καί νά
προδιορίσει τίς προσωπικές του σχέσεις μέ τόν ἄνθρωπο. Αὐτό σημαίνει πώς κανείς ἄνθρωπος, ὁσοδήποτε
κι ἄν ἔχει προχωρήσει στή διερεύνηση τῆς δημιουργίας, δέν ἀποκτᾶ τό δικαίωμα,
στό ὄνομα τῆς ἐπιστημονικῆς του ἱκανότητας, νά ἔχει μιά ὁποιαδήποτε βαρύνουσα
γνώμη γιά τίς ἄκτιστες ἀλήθειες τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ὅποιες ἀπόψεις του, θά εἶναι καρπός τῶν θρησκευτικῶν του πεποιθήσεων,
ὄχι ἀποτέλεσμα «ἐπιστημονικῆς» ἕρευνας.
Ἡ βάση αὐτή μᾶς βοηθεῖ
νά κατανοήσουμε, γιατί πολλοί ἄνθρωποι, πού διέπρεψαν στήν ἐπιστήμη, δέν
μπόρεσαν νά βροῦν τό δρόμο γιά τήν «ἀλήθεια καί τή ζωή» (Ἰω. ιδ΄6)΄ γιατί ἕνας ἄθεος
μπορεῖ ἐξίσου νά εἶναι μεγάλος ἐπιστήμονας, ὅπως καί ἕνας πιστός!
Στή γνώση τῶν πραγμάτων
τοῦ Θεοῦ, στήν ἀληθινή Θεογνωσία, δέν ὁδηγεῖ τό πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά τό Ἅγιο
Πνεῦμα, ἡ Θεία ἀποκάλυψη (πρβλ. Ἰακ. γ΄ 13-19).
Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἐπίγνωση τῆς ἄκτιστης ἀλήθειας.
Ἔτσι ὁ Θεός δέν ἀνακαλύπτεται, ἀλλά ἀποκαλύπτεται.
Μέ τήν παρουσία τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, ἡ «γνώση τοῦ Θεοῦ», ἡ Θεία ἀποκάλυψη, ὁλοκληρώθηκε
στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ΄ «ἐν Υἱῷ
ἐλάλησε σέ μᾶς ὁ Θεός στίς ἔσχατες αὐτές ἡμέρες»΄ «ἡ χάρις και ἡ ἀλήθεια διά Ἰησοῦ
Χριστοῦ ἐδόθη» (Ἑβρ. α΄1. Ἰω. 17).
Ὁ Χριστός, στό ἀποχαιρετιστήριο
κήρυγμά του πρός τούς ἀποστόλους, μίλησε γιά ἄλλο Παράκλητο» (Ἰω. ιδ΄ 16),
δηλαδή γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού θά «ἐλέγξει τόν κόσμο» (Ἰω. ιστ΄ 8) ἀναφορικά μέ
τήν πίστη στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ καί στή σχέση Του πρός τόν Πατέρα.
«Ἔχω πολλά
ἀκόμη νά σᾶς πῶ», πρόσθεσε ὁ Κύριος, «ἀλλά δέν μπορεῖτε νά τά βαστάξετε τώρα. Ἀλλ’
ὅταν ἔλθει Ἐκεῖνος, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, θά σᾶς ὁδηγήσει εἰς ὅλη τήν ἀλήθεια,
διότι δέν θά μιλήσει ἀπό τόν ἑαυτό του, ἀλλά θά πεῖ ὅσα ἀκούσει καί θά σᾶς ἀναγγείλει
ἐκεῖνα πού μέλλουν νά συμβοῦν. Ἐκεῖνος θά δοξάσει ἐμέ, διότι θά πάρει ἀπό ὅ,τι
εἶναι δικό μου καί θά σᾶς τό ἀναγγείλει. Ὅλα ὅσα ἔχει ὁ Πατήρ μου, εἶναι δικά μου» (Ἰω. ιστ΄ 12-16).
Οἱ ἀπόστολοι ἦταν
πάντοτε κοντά στό Χριστό, ἄκουαν συνέχεια τά κηρύγματά του, ἔβλεπαν τά θαύματα΄
ὅμως μέ τίς δικές τους ἱκανότητες στάθηκε ἀδύνατο νά γνωρίσουν τήν ἀλήθεια γιά
τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ΄ ἔπρεπε νά τούς τό ἀποκαλύψει ὁ ἴδιος ὁ Θεός! (Ματθ. ιστ΄ 17)΄ πρίν ἀπό τήν πεντηκοστή δέν μπόρεσαν νά
γνωρίσουν τόν Κύριο καί νά ἀντιληφθοῦν τήν δόξα Του. Ἀκόμη καί οἱ τρεῖς μαθητέ
πού παραβρέθηκαν στό ὄρος τῆς μεταμόρφωσης δέν ἔζησαν ὁλόκληρο τό μεγαλεῖο τῆς
δόξης τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά μόνο ἕνα μέρος, «καθώς ἠδύνατο»! (Ἀπολυτίκιο τῆς μεταμορφώσεως. Προβλ. Ἰω.
12-16)
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος γιά
τόν ὁποῖο ὁ ἀναστημένος Κύριος παραγγέλλει στούς ἀποστόλους νά περιμένουν στήν Ἱερουσαλήμ
ὥσπου νά ἐνδυθοῦν «δύναμη ἐξ ὕψους» (Λουκ. κδ΄ 49). Μόνο τότε θά μπορέσουν νά εἶναι «μάρτυρές»
Του στήν Ἱερουσαλήμ καί.... μέχρι τῶν περάτων τῆς γῆς» (Πραξ. α΄ 8). Πράγματι οἱ ἀπόστολοι ἄρχισαν μετά τήν
πεντηκοστή τό κήρυγμα χωρίς πιά κανένα φόβο γιά τούς διωγμούς τῶν Ἰουδαίων καί
τῶν Ἐθνικῶν: μέ δύναμη καί ἐξουσία (Πραξ. δ΄1-20)΄ «οὐδείς δύναται νά εἴπη
Κύριον Ἰησοῦν, εἰ μή ἐν Πνεύματι Ἁγίου» (Α΄ Κορ. ιβ΄ 3).
Ἔτσι τό κήρυγμα τῶν ἀποστόλων
δέν γινόταν «μέ πειστικούς λόγους ἀνθρωπίνης σοφίας, ἀλλά μέ πειθῶ Πνεύματος
καί δυνάμεως, διά νά μήν εἶναι ἡ πίστη μας θεμελιωμένη ἐπάνω στή σοφία τῶν ἀνθρώπων,
ἀλλά στή δύναμη τοῦ Θεοῦ.... Ἐμεῖς δέ δέν ἐλάβαμε τό πνεῦμα τοῦ κόσμου, ἀλλά τό
Πνεῦμα πού προέρχεται ἀπό τόν Θεό, γιά νά γνωρίσωμε ἐκεῖνα πού μᾶς ἐχαρίσθησαν ἀπό
τό Θεό.... Ὁ φυσικός ἄνθρωπος δέν δέχεται ὅσα προέρχονται ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ,
γιατί γι’ αὐτόν εἶναι μωρία΄ δέν μπορεῖ νά τό καταλάβει, διότι πρέπει νά ἐξετασθοῦν
πνευματικά. Ἀλλ’ ὁ πνευματικός ἄνθρωπος κρίνει τά πάντα, ὁ ἴδιος ὅμως δέν
κρίνεται ἀπό κανέναν. «Γιατί ποιός ἐγνώρισε
τή σκέψη τοῦ Κυρίου, ὥστε νά Τόν διδάξει; Ἐμεῖς ὅμως ἔχουμε νοῦν Χριστοῦ» (Α΄
Κορ.β΄ 4-16. Πρβλ. Ἡσ. μ΄ 13).
Ἔτος 1994
σελίδες 29 - 32
Διαβάστε περισσότερα αποσπάσματα από το βιβλίο πατώντας Η Ορθοδοξία μας
________
Ψηφιοποίηση κειμένου Κατερίνα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.