Ἡ λειτουργία τῆς μετάνοιας
Ἡ κλήσις τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας
Ἡ κλήσις τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας
Γέροντος ἱερομ. Πετρωνίου Τανάσε
Ἀντίθετα, στό δεύτερο μέρος τῆς προσευχῆς τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ βλέπουμε ποιά εἶναι τά χαρακτηριστικά τῆς ὑγιοῦς ψυχῆς. Στό δεύτερο αὐτό μέρος ζητοῦμε ἀπό τόν Θεόν νά μᾶς χαρίση πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης. Ἐπάνω σ᾿ αὐτά σταματᾶμε τώρα.
Πνεῦμα σωφροσύνης, δέν πρέπει νά τό ἐννοήσουμε ἁπλῶς σάν σωματική ἀγνότητα ἀπό τά ἀμαρτήματα τῆς ἀκολασίας. Ἡ ἁγνότητα εἶναι τό πρῶτο βῆμα τῆς ἀπαθείας, ἡ κατάστασις τῆς καθαρισμένης ἀπό τά πάθη ψυχῆς, τῆς ἕτοιμης γιά τήν ἐργασία τῶν ἀρετῶν. «Πῶς ἄσομεν τήν ὠδήν Κυρίου ἐπί γῆς ἀλλοτρίας;» (Ψαλμ.136,4), ἔλεγαν οἱ ἑβραῖοι κατά τήν αἰχμαλωσία Βαβυλῶνος.
Ἑρμηνεύοντας αὐτό τόν ψαλμό οἱ Πατέρες μᾶς διδάσκουν ὅτι δέν μποροῦμε νά φέρουμε οὔτε ἕναν καρπό καλῶν ἔργων, ὅσον καιρό εὑρισκόμεθα στήν δουλεία τῶν παθῶν. Γι᾿αὐτό καί ὁ ἅγιος Ἐφραίμ βάζει τήν ἁγνότητα ἐπικεφαλῆς ὅλων τῶν ἀρετῶν.
Πνεῦμα ταπεινοφροσύνης, εἶναι ἡ τοποθέτησις τῆς ὑπάρξεώς μας σέ φυσική κατάστασι: ἀπό τήν μιά μεριά σώματα ἀδύνατα καί ἀνίκανα, ἀπό τήν ἄλλη καί τήν ἴδια τήν ὕπαρξί καί ὅλα τά ἄλλα τά ἔχουμε λάβει κατά δωρεάν ἀπό τόν Θεόν.
Γι᾿ αὐτό οἱ ἅγιοι Πατέρες ἔλεγαν ὅτι ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι νά θεωρῆ ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του κατώτερο ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀκόμη κι ἀπό τά κτήνη καί νά ἀποδίδη στόν Θεό ὅλες τίς καλές του πράξεις.
Ἡ ὑπομονή, εἶναι κάτι φυσικό γιά τόν ταπεινό ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίζει τά ἁμαρτήματά του καί ἀντιλαμβάνεται ὅτι εἶναι ἄξιος ἀπείρων τιμωριῶν ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, σάν ἕνας ὀκνηρός δοῦλος, ὁ ὁποῖος ἀθετεῖ τίς ἐντολές τοῦ Κυρίου του. Γι᾿ αὐτό καί ὑπομένει μέ χαρά τίς ἀντιξοότητες καί τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς, ἐπειδή εἶναι πεπεισμένος ὅτι «διά πολλῶν θλίψεων δεῖ ἡμᾶς εἰσελθεῖν είς τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» (Πράξ.14,22) καί ὅτι μόνον «ὁ ὑπομείνας εἰς τέλος σωθήσεται».
Ἡ ἀγάπη, εἶναι ἡ ὁλοκλήρωσις ὅλων τῶν ἀρετῶν.
Ὅποιος ἔχει σωφροσύνηγ, ταπεινοφροσύνη καί ὑπομονή, αὐτός ἀγαπᾶ καί τόν Θεό καί τόν πλησίον. Γιατί σέ ὅποιον κατοικεῖ ἡ ἀγάπη, κατοικεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός πού εἶναι Ἀγάπη. (Α΄Ἰωάν.4,8).
Ἄν τά τέσσερα αὐτά πάθη σχηματίζουν μιά κατηφόρα ἀπό τήν ἀργία καί ὅλο πρός τά κάτω, οἱ τέσσερεις ἀρετές σχηματίζουν μιά σκάλα ἀπό τήν ἁγνότητα μέχρι τόν Θεό. Ταυτόχρονα αὐτές εἶναι ἀντίθετες ἀπό αὐτά τά κακά πνεύματα καί μᾶς δείχνουν πῶς μποροῦμε νά θεραπεύσουμε τήν ἀσθενοῦσα ἀπ᾿ αὐτά ψυχή μας.
Ἡ ἁγνότητα θεραπεύει τήν ἄρρωστη ἀπό ἀργολογία ψυχή, ἡ ταπεινοφροσύνη συσφίγγει τούς δεσμούς μέ τόν πλησίον, ἡ ὑπομονή μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τήν ὑποδούλωσι ἀπέναντι στά πράγματα καί ἡ ἀγάπη θεραπεύει τήν ἀδιαφορία γιά τήν σωτηρία, μέσῳ τῆς εὐγνωμοσύνης καί τῆς ἀγάπης ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ.
Γιατί ὅλα στόν ἁγνό εἶναι ἁγνά, συνεπῶς καί ἡ γλῶσσα. Ὁ ταπεινόφρων ὑπολογίζει τόν πλησίον του περισσότερο ἀπό τόν ἑαυτό του. Ὁ ὑπομονετικός δέν ἐναποθέτει τίς ἐλπίδες του στά πράγματα καί ὁ ἀγαπῶν τόν Θεόν προσπαθεῖ συνεχῶς νά ἐκτελῆ τίς ἐντολές Του.
Ἔτσι, ὁ ἐγκρατής κατά τήν γλῶσσα ἄνθρωπος, ὁ ταπεινόφρων, ὁ βαθειά ὑπομονετικός καί ὁ ἀγαπῶν τόν Θεόν, μᾶς παρουσιάζει τήν εἰκόνα τοῦ ἐξαγνισμένου ἀπό τά πάθη πνευματικοῦ ἀνθρώπου.
Ὅπως βλέπουμε, ἡ ἐπιλογή αὐτῶν τῶν δύο σειρῶν ἀπό «πνεύματα», στήν Προσευχή τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ, ἔχει ἕνα βαθύ πνευματικό νόημα. Αὐτή μᾶς φέρνει μπροστά σέ δύο εἰκόνες: αὐτήν τοῦ διεφθαρμένου ἀπό τά πάθη ἀνθρώπου καί αὐτήν τοῦ ἀναγεννημένου μέσω τῶν ἀρετῶν τοῦ ἀνθρώπου: ἀπό τήν μιά μεριά ἡ ἁμαρτωλή κατάστασις στήν ὁποία εὑρισκόμεθα καί παρακαλοῦμε τόν Θεό νά μᾶς ἀπαλλάξη ἀπ᾿ αὐτήν. Κι ἀπό τήν ἄλλη μεριά ἡ πνευμαιτκή κατάστασις πρός τήν ὁποία τείνουμε παρακαλώντας τόν Θεό νά μᾶς τήν χαρίση.
Τό τρίτο μέρος τῆς εὐχῆς τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ: «Ναί, Κύριε, Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου...», εἶναι μία ἀνακεφαλαίωσις αὐτῶν πού ζητήσαμε στό δεύτερο μέρος τῆς προσευχῆς, μέ μιά πιό συντετμημένη μορφή.
Πράγματι, τό ὁρᾶν τά ἴδια πταίσματα εἶναι μία ἔνδειξις ταπεινοφροσύνης καί τό μή κατακρίνειν τόν πλησίον εἶναι ἔνδειξις ἀγάπης, ἡ ὁποία «πάντα στέγει καί οὐκ ἀσχημονεῖ» (Α΄Κορ.13). Οἱ δύο μεγάλες αὐτές ἀρετές εἶναι στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους. «Ἡ ἁγία δυάς», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος «εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἡ ταπεινοφροσύνη. Ἡ πρώτη ὑψώνει καί ἡ δεύτερη στηρίζει τούς ὑψωμένους καί δέν τούς ἀφήνει νά πέσουν» (Κλῖμαξ 25,37).
Τό τέλος τῆς προσευχῆς μέ τήν αἴτησι τῶν δύο κορυφῶν τῆς πνευματικῆς ζωῆς: Ταπείνωσις καί ἀγάπη, θέλει νά μᾶς δείξη ὅτι γιά τόν λυτρωμένο ἀπό τά πάθη καί πορευόμενο τόν δρόμο τῆς ἀρετῆς, ἀνοίγεται ἀτελείωτος ὁ δρόμος τῆς τελειώσεως, τῆς ὁμοιώσεως πρός τόν Θεόν, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Ἴδιος ταπεινοφροσύνη καί ἀγάπη.
Μετά τήν ἀπαγγελία τῆς προσευχῆς μέ τίς τρεῖς μετάνοιες, γίνονται δώδεκα γονυκλισίες μέχρι τό ἔδαφος, λέγοντας μυστικά καί ἐπαναλαμβάνοντας τρεῖς φορές τούς παρακάτω τέσσερεις στίχους:
-Ὁ Θεός, ἱλάσθητί μοι τῶ ἁμαρτωλῶ. (Λουκ.18,14).
-Ὁ Θεός, καθάρισόν με τόν ἁμαρτωλό. (Πρβλ.Ψαλμ.50,4)
-Ὁ Θεός, ἐσύ πού μέ ἐδημιούργησες, σῶσε με.
-Ἥμαρτον ὑπέρ ἀριθμόν, Κύριε, συγχώρεσέ με!
Παρατηροῦμε ὅτι οἱ τέσσερεις αὐτοί στίχοι διακατέχονται ἀπό δύο αἰσθήματα: ἀπό τήν μιά μεριά ἡ θλίψις τῆς συνειδήσεως γιά τά διαπραχθέντα ἁμαρτήματα: εἶμαι ἁμαρτωλός, ρυπαρός, ἔχω πταίσει ὑπέρ ἀριθμόν. Καί ἀπό τήν ἄλλη ἡ ἐμπιστοσύνη στήν εὐσπλαγχνία καί φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ: ἐλέησόν με, κάθαρόν με, συγχώρεσέ με! Εἶναι οἱ δύο ψυχικές καταστάσεις, γιά τίς ὁποῖες λέγουν οἱ ἅγιοι Πατέρες ὅτι πρέπει πάντοτε νά μᾶς συντροφεύουν στήν ὁδό τῆς σωτηρίας: ὁ φόβος καί ἡ ἐλπίδα, χωρίς νά μᾶς ἀφήνουν νά κυριευώμεθα ἀπό φόβο μόνο ἤ ἀπό ἐλπίδα, ἀλλά πάντοτε συνδιάζοντας τόν φόβο μέ τήν ἐλπίδα. (Φιλοκαλία Πέτρος Δαμασκηνός). Αὑτά τά αἰσθήματα ὕψωσαν τόν Τελώνη, ἔφεραν στό πατρικό σπίτι τόν ἄσωτο υἱό καί ἄνοιξαν στόν ληστή τόν παράδεισο.
Ἄν τώρα ρίξουμε μιά ματιά πάνω σ᾿ ὁλόκληρη τήν προσευχή καί τήν τάξι μέ τήν ὁποία γίνεται ἡ προσευχή τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ, τί παρατηροῦμε; Πρῶτα-πρῶτα κυττάζουμε τόν τύπο τοῦ διεφθαρμένου ἀπό τά τέσσερα κακά πνεύματα ἀνθρώπου καί προσευχόμεθα στόν Θεό νά μᾶς λυτρώση ἀπ᾿αὐτόν.
Κυττάζουμε μετά τήν εἰκόνα τοῦ ἀνανεωμένου μέσω τῶν τεσσάρων χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀνθρώπου καί ζητοῦμε νά μᾶς βοηθήση ὁ Θεός νά προχωρήσουμε σ᾿ αὐτόν τόν δρόμο. Μετά ἀπ᾿ αὐτό, ἐπιμένουμε στήν σιωπηλή προσευχή, ταπεινώνοντας ἑαυτούς γιά τίς ἀδυναμίες καί τίς ἁμαρτίες μας καί μέ μεγάλη ἐμπιστοσύνη καί ἐλπίδα στήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτά τά αἰσθήματα τά συνοδεύουμε μέ μετάνοιες καί γονυκλισίες. Τί θέλει ἄραγε νά δηλώση ὅλη αὐτή ἡ τάξις τῆς προσευχῆς;
Ἡ σωματική μετάνοια, τό σκύψιμο τῆς κεφαλῆς μέχρι τό ἔδαφος, εἶναι τό ὁρατό σημεῖο τῆς μετανοίας: μέ τό σκύψιμο ἐξομολογούμεθα τήν πτῶσι μας στήν ἁμαρτία, τήν κατάστασι τῆς παρακμῆς στήν ὁποίαν εὑρισκόμεθα. Μέ τό ἀνασήκωμα δείχνουμε τήν θέλησί μας νά ὑψωθοῦμε, νά λυτρωθοῦμε ἀπό τήν ἁμαρτία, νά ἀναγεννηθοῦμε ψυχικά. Ἀλλά ἡ λέξις μετάνοια (μετά-νοια) σημαίνει καί ἀναγέννησι τοῦ νοῦ, ἀλλαγή, πρᾶξις μετασχηματισμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου στόν νέον ἄνθρωπο, πνευματικοποίησις πού συντελεῖται μέ τήν μετάνοια.
Νά, συνεπῶς, τί θαυμαστό πρᾶγμα δείχνει αὐτή ἡ πρακτική τῆς προσευχῆς τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ συνοδευομένη ἀπό μετάνοιες: ὅ,τι λέγουμε μέ τό στόμα στήν προσευχή, τό κάνουμε ταυτόχρονα καί μέ τό σῶμα, μέ ὅλη μας τήν ὕπαρξι δηλαδή. Ἀναγνωρίζουμε τήν ἁμαρτωλότητά μας καί πέφτουμε ταπεινά στό ἔδαφος, ἀλλά ἀνασηκωνόμαστε ἀμέσως, δείχνοντας τήν ἐπιθυμία μας γιά γρήγορη διόρθωσι.
Εἶναι σάν νά λέγουμε στόν Χριστό: «Κύριε, ξέχασε, πῶς ἔχω πέσει καί πόσο ἀχρεῖος εἶμαι δοῦλος τῶν παθῶν καί ἀποξενωμένος ἀπό Σένα καί ὅλο μου τό σῶμα! Ἀλλά, δέν θέλω νά μείνω ἔτσι. Εἶμαι δικός Σου. Σῶσον με καί κάνε με κατοικία τοῦ Ἁγίου Σου Πνεύματος!»
Ἐδῶ εἶναι κάτι περισσότερο ἀπό προσευχή, εἶναι ἡ ἴδια ἡ πρᾶξις τῆς μετανοίας, ἡ ὁποία μετασχηματίζει καί ἀνανεώνει τόν ἄνθρωπο. Εἶναι μιά πραγματική μεταμόρφωσις, ἡ ὁποία μᾶς ὁδηγεῖ νοερά στήν μεταμόρφωσι κατά τήν Θεία Εὐχαριστία ἐπάνω στό Ἱερό Θυσιαστήριο.
Εἶναι ἡ εὐχαριστία τῆς μετανοίας τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί ὅπως στήν Θεία Λειτουργία μέ τήν ἐπίκλησι τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπό τόν ἱερέα, ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος πού προσφέρονται, μεταβάλλονται σέ Σῶμα καί Αἷμα τοῦ Κυρίου, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἐδῶ: μέ τήν ταπεινή ἱκεσία πρός τόν Θεό, μέ τήν βαθειά μεταμέλεια καί τήν ἀσάλευτη πίστι, ὁ ἁμαρτωλός ἄνθρωπος μεταμορφώνεται σέ πνευματικό ἄνθρωπο.
Καί ὅπως ἡ ἐπίκλησις τῆς Θείας Εὐχαριστίας ἀκούεται καί ἱκανοποιεῖται ἀμέσως ἀπό τόν Θεό, ἔτσι ἀκριβῶς καί ἡ ἀναγέννησις μέσω τῆς βαθειᾶς μεταμέλειας συντελεῖται σύντομα. Μᾶς διαβεβαιώνει γι᾿ αὐτό τό ἴδιο τό Ἱερό Εὐαγγέλιο. Ὁ Τελώνης ἀναστέναξε ἀπό τά βάθη τῆς ψυχῆς του: «Ἱλάσθητί μοι, τῶ ἁμαρτωλῶ!» καί ἀμέσως διορθώθηκε.
Ὁ ληστής ἐπάνω στόν σταυρό ἔκραξε: «Μνήσθητί μου, Κύριε», καί ἀμέσως ἄκουσε: «Σήμερον μετ᾿ ἐμοῦ ἔση ἐν τῶ παραδείσῳ» (Λουκ.23,43). Μετά μᾶς διαβεβαιώνουν καί οἱ ἀποκαλύψεις ἀπό τήν ζωή τῶν μεγάλων Ἁγίων: τοῦ Ὁσίου Παύλου τοῦ Ἁπλοῦ, τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ κ.ἄ.Καί οἱ διδασκαλίες τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἄν ἡ Λειτουργία τῆς Εὐχαριστίας εἶναι λειτουργία φιλανθρωπίας τοῦ Θεοῦ, ἡ Λειτουργία τῆς Μετανοίας εἶναι ἡ ἀνταπόκρισις τοῦ ἀνθρώπου στήν θεϊκή ἀγάπη, μέσω τῆς ὁλοκληρωτικῆς ἀφοσιώσεως στόν Θεό. Καί ὁ Θεός δεχόμενος τήν θυσία τῆς μετανοίας, καθαρίζει καί ἀνανεώνει τόν ἄνθρωπο μέ βαθειά ἀλλαγή. «Καί ἐάν ὦσιν αἱ ἁμαρτίαι ὑμῶν ὡς φοινικοῦν, ὡς χιόνα λευκανῶ» (Ἡσ.1,18). Τόσο βαθειά καί ὁλοκληρωτική εἶναι ἡ ἀνανεωτική δύναμις τῆς μετανοίας. Γι᾿ αὐτό καί ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία καθώρισε γιά κάθε χριστιανό μιά ὡρισμένη περίοδο τοῦ ἔτους, τήν ἁγία Τεσσαρακοστή, νά ἀσχολεῖται ἰδιαίτερα μ᾿ αὐτήν τήν καθαρτική καί καθαγιαστική πρᾶξι.
Ἄν ἡ μετάνοια εἶναι ἀναγκαία γιά κάθε χριστιανό, τότε γιά τόν μοναχό αὐτή εἶναι ἡ βασική του ἀπασχόλησις. Γιατί ὅλη ἡ ζωή τοῦ μοναχοῦ εἶναι μία ἐνασχόλησις μετανοίας καί μοναχός εἶναι αὐτός πού καλλιεργεῖ τήν μετάνοια σ᾿ ὅλη τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας (π. Γεώργιος Καψάνης).
Γι᾿ αὐτό δέν θά ἤθελα νά τελειώσω, πρίν ἐπιστήσω τήν προσοχή καί ἐπάνω σέ μιά ἄλλη ἄποψι τῆς προσευχῆς τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ σέ ἄμεση σχέσι μέ τήν μοναχική ζωή. Ἄν λάβουμε ὑπ᾿ ὅψιν τά τέσσερα «πνεύματα» τῆς προσευχῆς, θά ἀναγνωρίσουμε εὔκολα σ᾿ αὐτά τίς βασικές ἐπαγγελίες τῆς μοναχικῆς ζωῆς: στό πνεῦμα τῆς σωφροσύνης τήν παρθενία, στό πνεῦμα τῆς ταπεινοφροσύνης τήν ὑπακοή, στό πνεῦμα τῆς ὑπομονῆς τήν πτωχεία καί στό πνεῦμα τῆς ἀγάπης τόν βασικό νόμο τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς. Ἔτσι, γιά τόν μοναχό ἡ προσευχή τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ εἶνα ταυτόχρονα προσευχή μετανοίας καί προσευχή γιά τήν τελείωσι τοῦ μοναχοῦ.
Τά χαρακτηριστικά τοῦ μέσω τῆς μετανοίας ἀνανεωμένου ἀνθρώπου εἶναι καί χαρακτηριστικά τοῦ τελείου μοναχοῦ. Συνεπῶς, ὁ ἀληθινός μοναχός εἶναι ὁ ἀκούραστος ἐργάτης τῆς μετανοίας. Καταλαβαίνουμε τώρα καλλίτερα τόν παραπάνω λόγο τοῦ Γέροντος π. Γεωργίου, ὅτι «ὅλη ἡ ζωή τοῦ μοναχοῦ εἶμαι μία ἐνασχόλησις μετανοίας», καί γιατί αὐτός ὁ πνευματικός πατήρ, τόν ὁποῖον ἐμνημόνευσα στήν ἀρχή, προσευχόταν ὅλες τίς ἡμέρες τοῦ ἔτους μέ τήν προσευχή: «Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου...».
***
Μετάφρασις ἀπό μοναχό Δαμασκηνό Γρηγοριάτη.
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.
Ἐπιμέλεια κειμένου Ἀναβάσεις
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας Γέροντας Πετρώνιος-Ἡ κλήσις τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας
Τό κείμενο προέρχεται ἀπό τά ἀρχεῖα τοῦ πατρός Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου, τόν ὁποῖον καί εὐχαριστοῦμε θερμά γιά τήν παραχώρηση τῶν ἀρχείων, ὅπως ἐπίσης εὐχαριστοῦμε καί τόν γέροντα τῆς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου πατέρα Γεώργιο Καψάνη γιά τήν εὐλογία καί τήν ἄδεια δημοσίευσης.
Ἐπιμέλεια κειμένου Ἀναβάσεις
Διαβάστε τά ὑπόλοιπα πατώντας Γέροντας Πετρώνιος-Ἡ κλήσις τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.