Παρασκευή 31 Αυγούστου 2012

Ἡ ἱστορικὴ παράδοση περὶ τῆς Τιμίας Ζώνης


Ἡ ἱστορικὴ παράδοση περὶ  τῆς Τιμίας Ζώνης

1. Μετὰ τὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ποὺ κατὰ τὶς ὑπάρχουσες μαρτυρίες συνέβη τὸ ἔτος 47 μ.Χ. σὲ ἡλικία 59 ἐτῶν1 στὴν Γεθσημανή, στὴν οἰκία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου 2 -στὸν ὁποῖον ὁ Ἰησοῦς τὴν εἶχε ἐμπιστευθεῖ ἀπὸ τὸν Σταυρό Του- 3 διασώθηκαν, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ σπάργανα τοῦ τάφου Της, δύο ἀπὸ τὰ θεομητορικὰ Της ἄμφια· ἡ Ἐσθήτα καὶ ἡ Ζώνη 4.

Ἡ Ἐσθήτα, ὡς εἶδος ἐνδύματος τῶν γυναικῶν τῆς Παλαιστίνης, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔφθανε μέχρι τοὺς ἀστραγάλους (καρποὺς) καὶ διὰ τοῦτο ἐλέγετο «καρπωτὸς χιτώνας». Κυρίως τὴν φοροῦσαν οἱ παρθένες γυναῖκες γιὰ λόγους σεμνότητας.
Οἱ βυζαντινοὶ τὴν ὀνόμαζαν μανοφόριο καὶ κατὰ συγκοπὴ μαφόριο, δηλ. φόρεμα μὲ μανίκια, ἢ ὠμοφόριο, ἐπειδὴ ἐκάλυπτε τοὺς ὤμους 5. Ὡρισμένοι ἄλλοι ἐρευνητὲς ἀναφέρουν ὅτι ἐκάλυπτε καὶ τὴν κεφαλή. Χωρὶς ἀμφιβολία τέτοια ὑπῆρξε καὶ ἡ Ἐσθήτα τῆς Θεοτόκου, τὴν ὁποία ὄχι μόνο ἡ ἴδια ἐφόρεσε, ἀλλὰ καὶ τὸν Υἱὸν Της ἐτύλιξε καὶ ὡς βρέφος ἐθήλασε.
Ἡ Ζώνη ἢ ζωστήρας ἦταν ἀρχαιότατο ἔνδυμα τῶν ἱερέων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ μέρος τῆς ἐνδυμασίας τῶν Ἑβραίων ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν τῆς ἐποχῆς τῆς Καινῆς Διαθήκης. Συνήθως ἦταν δερματίνη, ἀπὸ λευκὴ βύσσο, κυανὴ ἢ ἐρυθρή, μὲ τὰ δύο ἄκρα ἐμπρός. Ἔτσι, ὁ προφήτης Ἠλίας ἦτο «ἀνὴρ δασὺς καὶ ζώνην δερματίνην περιεζωσμένος τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ» 6. Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος ἔφερε «ζώνην δερματίνην» 7, οἱ δὲ Ἀπόστολοι, ὅπως ὁ Πέτρος καὶ Παῦλος, ἔφεραν τὴν ἁπλὴ ζώνη 8.

Μέχρι σήμερα ἀκόμη, ἡ ζώνη ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ ἄμφια τοῦ ἐπισκόπου καὶ τοῦ ἱερέως 9. Κατὰ τὴν παράδοση ἡ Παναγία κατασκεύασε ἡ ἴδια, μὲ τρίχες καμήλου, τὴν Ζώνη Της, τὴν ὁποία, πρὶν ἀπὸ τὴν μετάστασὴ Της στοὺς οὐρανούς, παρέδωσε στὸν Ἀπόστολο Θωμᾶ 10. Σύμφωνα μὲ ἄλλη παράδοση, τρεῖς ἡμέρες μετὰ τὴν Κοίμησὴ Της, νεφέλη μετέωρος μετέφερε μυστηριωδῶς στὰ Ἱεροσόλυμα τὸν Θωμᾶ, ὅπου στὸ χωριὸ Γεθσημανῆ τὴν συνάντησε καὶ τὴν εἶδε νὰ ἀνεβαίνει στοὺς οὐρανούς. Ἔκπληκτος, βλέποντας τὸ ὅραμα τῆς ἐφώναξε· «Παναγία, ποῦ ὑπάγεις;» Τότε Ἐκείνη ἀπεζώθη τὴν Ζώνη της καὶ τὴν ἔριξε, ὡς εὐλογία, πρὸς διαπίστωση τῆς μεταβάσεὼς Της σ᾿ αὐτούς.

Στὴ συνέχεια ἔτρεξε ἔντρομος πρὸς τὸν τάφο Της, ὅπου συνάντησε τοὺς ἄλλους Μαθητὲς νὰ προσεύχονται καὶ λυπημένος, διότι δὲν ἀξιώθηκε νὰ παρευθεῖ στὴν θανὴ Της, τοὺς παρεκάλεσε νὰ ἀνοίξουν τὸν τάφο γιὰ νὰ προσκυνήση τὸ θεοδόχο σῶμα της. Ἐπειδή, ὅμως, ἠρνοῦντο νὰ τὸ πράξουν, ὁ Θωμᾶς «βιασάμενος τὸν ἱερὸν ἐκεῖνον χορὸν ἀνοίγειν τὴν σορὸν ἐπειρᾶτο...». Κατόπιν αὐτοῦ οἱ Μαθητὲς ἄνοιξαν τὸν τάφο καὶ μὴ εὑρόντες τὸ σῶμα τῆς Θεοτόκου, παρὰ μόνο τὰ ἐντάφια σπάργανα, τὸν ἀσφάλισαν καὶ πάλι, ἀφοῦ προηγουμένως τοὺς περιέλουσε ὑπέροχη εὐωδία 11!

Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Θωμᾶ, τὰ δύο θεομητορικὰ ἄμφια, ἡ Ἐσθήτα καὶ ἡ Ζώνη ἐφυλάσσοντο στὰ Ἱεροσόλυμα ἀπὸ Ἑβραία, εὐλαβεστάτη, παρθένο γυναίκα, ἄγνωστο γιὰ πόσο χρονικὸ διάστημα 12.
Μὲ τὴν καταστροφή, ὅμως, τῶν Ἱεροσολύμων ἀπὸ τὶς ῥωμαϊκὲς λεγεῶνες τοῦ αὐτοκράτορος Τίτου (10 Αὐγούστου 70 μ.Χ.), ἡ ἁγία Πόλη μετεβλήθη «εἰς ἄμορφον ἐρείπιον», τὸ αἷμα ἔτρεξε σὰν χείμαῤῥος, ἡ τοπογεωγραφία της ἀλλοιώθηκε καὶ ὅλα τὰ ἱερὰ προσκυνήματα ὑπέστησαν μεγάλες καταστροφές. Ὑπὸ τὰ ἐρείπια τοῦ ναοῦ τοῦ Σολομῶντος καταπλακώθηκαν 6000 γυναῖκες καὶ παιδιά, ἐνῶ ἀρκετὲς χιλιάδες ἄλλοι Ἰουδαῖοι βρῆκαν τὸν θάνατο 13.

Σὲ μιὰ τέτοια ταραγμένη κατάσταση, ὅπου κυριαρχοῦσαν σ᾿ ὅλη τὴν ἔκταση τῆς αὐτοκρατορίας καὶ οἱ διωγμοὶ κατὰ τῶν χριστιανῶν, ἡ διαφύλαξη ἱερῶν κειμηλίων μέσα στὰ Ἱεροσόλυμα ἦταν, ὁμολογουμένως, δύσκολο ἔργο.

Ἡ παράδοση ἀναφέρει, ὅτι τὴν περίοδο αὐτὴ τὰ δύο θεομητορικὰ ἄμφια, ἡ Ζώνη καὶ ἡ Ἐσθήτα, μεταφέρθηκαν στὴν ἐπισκοπὴ Ζήλα τῆς Καππαδοκίας, ἀνατολικὰ τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, γιὰ μεγαλύτερη ἀσφάλεια. Περὶ τῆς μετέπειτα πορείας τους ὑπάρχουν ἱκανὲς γραπτὲς μαρτυρίες καὶ διηγήσεις. Ἐδῶ ἀναφέρουμε τρεῖς καὶ μάλιστα ἐκεῖνες ποὺ ἀφοροῦν στὴν Τιμία Ζώνη 14·

Κατὰ τὴν πρώτη, ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος (395-408), υἱὸς τοῦ Μ. Θεοδοσίου, κινούμενος ἀπὸ ἰδιαίτερο σεβασμό, ἔφερε στὴν ΚΠολη, ἀπὸ τὴν Ζήλα τῆς Καππαδοκίας, τὴν Τιμία Ζώνη, τὴν ὁποία «κατέθετο ἐν λαμπρᾷ θήκῃ ἣν ἐκάλεσεν ἁγίαν Σορόν».
Ἐξωτερικῶς ἡ θήκη ἐστολίζετο μὲ πολυτίμους λίθους καὶ σμάλτο, ἔφερε κωδίκελλο, δηλ. σύντομο ὑπόμνημα, χρονολογία, τὴν ἰνδικτιώνα (= ἐκκλησιαστικὸ ἔτος) καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ τὴν μετέφερε στὴν Βασιλεύουσα.
Ἦταν δὲ σφραγισμένη μὲ τὴν χρυσὴ βούλα τοῦ αὐτοκράτορα, ἐνῶ κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς μεταφορᾶς (31 Αὐγούστου) ἔγινε καὶ ἡ κατάθεσή της στὸ ναό. Ἀπὸ τότε ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ «τὰ καταθέσια τῆς Τιμίας Ζώνης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου» μὲ ἰδιαίτερη Ἀσματικὴ Ἀκολουθία μέχρι σήμερα 15.

Κατὰ τὴν δεύτερη περιγραφή, τὴν Τιμία Ζώνη μετέφερε στὴν ΚΠολη ὁ αὐτοκράτορας Μαρκιανὸς (450-457), ὕστερα ἀπὸ τὰ ὅσα συνεζήτησαν μὲ τὸν Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Ἰουβενάλιο (451-453), στὴν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Δ´ Οἰκουμ. Συνόδου (451), στὴν Χαλκηδόνα.
 Ὁ Μαρκιανός, μὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Πατριάρχη, ἐζήτησε τὴν μεταφορὰ τῶν ἱερῶν τούτων λειψάνων τῆς Θεοτόκου ἀπὸ τὴν Γεθσημανή, στὴν ΚΠολη, μὲ σκοπὸ τὴν προστασία τῆς Βασιλίδος τῶν πόλεων ἀπὸ τοὺς βαρβάρους ἐπιδρομεῖς, μὲ τὸν ἑξῆς ἀκριβὴ λόγον· «βουλόμεθα, τοίνυν, τοῦτο τὸ λείψανον ἀγαγεῖν ἐνταῦθα εἰς φυλακτήριον τῆς βασιλευούσης πόλεως» 16.

Τέλος, σύμφωνα μὲ τὴν τρίτη παράδοση, ἡ Ἁγία Ζώνη μεταφέρθηκε ἀπὸ τὴν Καππαδοκία στὴν ΚΠολη, ἐπὶ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ (527-565).

Ἀπὸ τὶς παραπάνω τρεῖς διηγήσεις πιθανότερη εἶναι ἡ πρώτη. Ἡ δὲ μεταξύ τους ὑπάρχουσα ἀσυμφωνία συμβιβάζεται μὲ τὸ γεγονός, ὅτι ἡ μὲν μεταφορά της ἔγινε ὑπὸ τοῦ Ἀρκαδίου, ἡ δὲ κατάθεση ἀπὸ τὴν κόρη του Πουλχερία καὶ τὸν συνάρχοντά της Μαρκιανό, οἱ ὁποῖοι «ἐξ εὐλαβείας κινούμενοι κατέθησαν αὐτὴν ἐν τῷ ἐν Βλαχέρναις ναῷ», ὅπου ἦσαν καὶ τὰ περίφημα ἀνάκτορα τῶν Βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων, κέντρο μεγάλων παγκοσμίων γεγονότων, κατὰ τοὺς τελευταίους αἰῶνες τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας.
 Ὁ Μαρκιανός, σὲ ἀνταπόδοση τῆς προσφορᾶς τοῦ Πατριάρχου, ἔκτισε τὸν πρῶτο ναὸ τῆς «Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου» ἐπὶ τοῦ τάφου Της, στὴ Γεθσημανὴ 17, ὅπου κατὰ τὴν παράδοση, ὑπῆρχαν καὶ οἱ τάφοι τῶν προγόνων της, ἀπὸ τοῦ Δαυΐδ, μέχρι τῶν γονέων της καὶ τοῦ μνήστορος Ἰωσὴφ 18. Ὁ ναὸς δὲ τῶν Βλαχερνῶν, τιμώμενος στὸ ὄνομα τῆς Παναγίας, ἦτο τὸ μεγαλοπρεπέστερο κτίριο ἀπὸ ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ ἡ Πουλχερία ἔκτισε στὰ μέσα τοῦ Ε´ αἰῶνος, στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς ΚΠόλεως.

Παρὰ τὸ γεγονός, ὅτι εὑρίσκετο στὰ Χαλκοπρατεῖα -ἐμπορικὴ συνοικία πλησίον τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ τῆς Βασιλικῆς Βιβλιοθήκης- ὅπου ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Κων/νου ὑπῆρχε ἡ ἀγορὰ τῶν χαλκοπωλῶν Ἰουδαίων, ἐν τούτοις, τὸν διεκόσμησε «παντὶ κόσμῳ» 19, μὲ πολυτελὴ διακόσμηση καὶ ἰδιαίτερη ἀγάπη.
 Στὸ ἀριστερὸ παρεκκλήσιο τοῦ ναοῦ εἶχαν κατατεθεῖ ἀρκετὰ ἱερὰ λείψανα, ὅπως τοῦ ἱερέως καὶ προφήτου Ζαχαρίου καὶ τοῦ υἱοῦ του Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, τῶν Νηπίων ποὺ κατέσφαξε ὁ Ἡρώδης, ἐνῶ στὸ δεξιὸ μέρος αὐτοῦ τὰ λείψανα τῶν Μυροφόρων γυναικῶν 20. Ὅλως ἰδιατέρως ἡ Πουλχερία, στὴ νότια πλευρὰ τοῦ ἰδίου ναοῦ, ἵδρυσε τὸ κυκλοτερὲς παρεκκλήσιο τῆς ἁγίας Σοροῦ, ὑπὸ ὄνομα «Παναγία ἡ Ἁγιοσορίτισσα», ἐπειδὴ σ᾿ αὐτὸ εἶχε καταθέσει τὴν Ἁγία Σορό, δηλ. τὴν πολύτιμη θήκη του πατέρα της Ἀρκαδίου, ὅπου ἐφυλάσσετο ἡ Ἁγία Ζώνη τῆς Θεοτόκου, πρὸς τὴν ὁποία ὁ ναὸς τῶν Βλαχερνῶν ὤφειλε τὴν φήμη καὶ τὴν δημοτικότητά του.

Κινουμένη δὲ ἡ θεοσεβὴς Πουλχερία ἀπὸ ἰδιαίτερη τιμὴ καὶ εὐλάβεια πρὸς τὴν πανέντιμο Ζώνη τῆς Θεοτόκου, διαπέρασε ἐπ᾿ αὐτῆς πρὸς διακόσμηση, ἰδιοχείρως, σειρὲς ἀπὸ χρυσὲς κλωστές, ποὺ διατηρήθηκαν μέχρι τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἰουστινιανοῦ 21.
Συνάμα, ἐθέσπισε νὰ τελῆται, στὸ ἐν λόγῳ παρεκκλήσιο, σειρὰ ἀπὸ πανηγύρεις καὶ παννυχίδες μὲ σκοπὸ τὴν ἀπόδοση ἰδιαίτερης τιμῆς πρὸς τὸ Θεομητορικὸ ἄμφιο. Ἔτσι, κάθε Τετάρτη τῆς ἑβδομάδας ἐτελεῖτο Λιτή, δηλ. ἀκολουθία μεγάλης Δεήσεως καὶ κάθε Παρασκευὴ ἑσπέρας «Πρεσβεία», ἤτοι ἑσπερινὸς καὶ ὁλονυκτία.

Ἡ τελευταία αὐτὴ ἀκολουθία, ἀργότερα, προσέλαβε τὴν ὀνομασία «Παννυχὶς τῶν Βλαχερνῶν» 22. Σημειώνεται ἀκόμη, ὅτι ἡ Πουλχερία μετέβαινε πεζῇ τέσσερις φορὲς τὸ ἔτος στὴν Παναγία τὴν Ἁγιοσορίτισσα γιὰ νὰ ἐκκλησιασθῆ.
 Ἡ καθ᾿ ἑκάστη δὲ Παρασκευὴ τελουμένη ὁλονυκτία, οὐδέποτε διακόπηκε ἀπὸ τῆς ἐποχῆς της, καθότι ἀποτελοῦσε τὸ κατανυκτικότερο προσκύνημα τῶν αὐτοκρατόρων καὶ τῶν κατοίκων τῆς ΚΠόλεως. Ἀναφέρεται, μάλιστα, ὅτι στὸν ἴδιο ναό, στὴ διάρκεια τελουμένης ἀγρυπνίας, ὁ διάκονος Ῥωμανὸς -μετέπειτα μεγάλος μελωδὸς τῆς Ἐκκλησίας μας- ἐνεπνεύσθη τὸν περίφημο ὕμνο του «Ἡ Παρθένος σήμερον τὸν ὑπερούσιον τίκτει» 23.

Ἀργότερα ὁ Ἰουστινιανὸς (6ος αἰὼν), καθὼς ἀναφέρει ὁ ἱστορικός του Προκόπιος, ἐπεξέτεινε τὸν ἐπιθαλάσσιο ναὸ τῶν Βλαχερνῶν μὲ θαυμαστὴ διακόσμηση σὲ μεγαλοπρεπὲς μέγεθος καὶ χωρὶς νὰ φεισθῆ τοῦ ὄγκου τῶν χρημάτων, μετέφερε μάρμαρο ἀπὸ τὴν Πάρο τῶν Κυκλάδων ἀπὸ τὸ ὁποῖο κατασκευάσθηκαν οἱ κίονές του 24.
Ἐντὸς τοῦ Ναοῦ αὐτοῦ ἐφυλάσσοντο· α) ἡ περίφημος εἰκόνα τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ «Παναγία ἡ Βλαχερνιώτισσα» τύπου «Δεομένης» 25, ἡ ὁποία ἐπροστάτευε, κατὰ τοὺς Βυζαντινούς, τὴν ΚΠολη ἀπὸ τὶς προσβολὲς τῶν βαρβάρων καὶ β) τὰ ἅγια Λείψανα· ὁ ἀκάνθινος Στέφανος τοῦ Χριστοῦ, ἡ Σινδόνα, τὸ πορφυροῦν Ἱμάτιον, τὸ Λέντιον, ὁ Σπόγγος, ἡ Λόγχη, ὁ Κάλαμος καὶ μεγάλο τμῆμα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ 26.
Ἐπιπλέον στὸν ἴδιο ναὸ ἐφυλάσσοντο, μέχρι τὰ μέσα τοῦ 10ου αἰῶνος, καὶ ἄλλα δύο Θεομητορικὰ ἄμφια· ὁ Πέπλος καὶ ἡ Ἐσθήτα. Τὴν τελευταία ἔφεραν στὴν ΚΠολη οἱ πατρίκιοι ἀδελφοὶ Γάλβιος καὶ Κάνδιδος, ἀφοῦ τὴν ἀνεζήτησαν στὴν Καπερναούμ, στὴν οἰκία Ἑβραίας χριστιανῆς γερόντισσας γυναίκας.
 Ὁ αὐτοκράτορας Λέων Α´ (457-474), τὴν κατέθεσε στὸν ναὸ τῶν Βλαχερνῶν (2 Ἰουλίου), ἀφοῦ προηγουμένως κατασκεύασε, γιὰ προστασία της, κατάλληλο κιβώτιο ἀπὸ χρυσὸ καὶ ἄργυρο 27. Σύμφωνα μὲ τὴν Βυζαντινὴ παράδοση, ἀπὸ τὰ διασωζόμενα Θεομητορικὰ ἄμφια, ἡ Ζώνη καὶ ἡ Ἐσθήτα ἐθεωροῦντο τὰ ἱερότερα καὶ πολυτιμότερα θησαυρίσματα, ποὺ ἐπροστάτευαν τὴν ΚΠολη, ὡς «Θεοφύλακτη πόλη», ἀπὸ τὸν 6ον ἕως τὸν 10ον αἰῶνα.

2. Διὰ τοὺς Βυζαντινοὺς ἡ ἔννοια αὐτὴ «Θεοφύλακτη πόλη» δὲν ἦταν ἕνας κενὸς λόγος, ἀλλὰ μιὰ ἐνσυνείδητη πραγματικότητα, συνδεδεμένη μὲ τὴν ζωντανὴ πίστη τους, ἡ ὁποία προσέδιδε ἀληθινὸ περιεχόμενο στὴν καθημερινὴ ζωή τους. Ἀποτελεῖ δὲ ἀπόδειξη ἐκείνης τῆς θρησκευτικότητος τὸ γεγονός, ὅτι στὴ Βασιλεύουσα οἱ αὐτοκράτορες ἔφερον, κατὰ καιρούς, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς θαυματουργὲς εἰκόνες καὶ διάφορα ἅγια λείψανα, ὥστε μὲ τὴν ἁγιαστική τους χάρη νὰ φρουρῆται ἡ ΚΠολη. Μὲ τὰ ἀκόλουθα περιληπτικὰ στοιχεῖα θεωρῶ, ὅτι ἐπιβεβαιώνεται ἐκείνη ἡ πεποίθηση·

Πρῶτοι, λοιπόν, ἡ Ἁγία Ἑλένη καὶ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος (324-337) ἔφεραν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν ΚΠολη τὸν Τίμιο Σταυρό, ἐνῶ ὁ διάδοχός τους Κωνστάντιος (337-361) ἔφερε τὰ λείψανα τῶν ἁγίων Ἀποστόλων Λουκᾶ (ἀπὸ τὴν Θήβα), Ἀνδρέου (ἀπὸ τὴν Πάτρα), μὲ τὴν βοήθεια τοῦ μεγαλομάρτυρος Ἀρτεμίου, καθὼς καὶ τὰ ὀστὰ τῶν Ἀποστόλων Τιμοθέου καὶ Ματθία, τὰ ὁποῖα καὶ ἐτοποθέτησε κάτω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα τοῦ ναοῦ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, ποὺ ἦταν τὸ δεύτερο, μετὰ τὴν Ἁγία Σοφία, σεβάσμιο μνημεῖο τῆς ΚΠόλεως.

Στὸν ἴδιο ναὸ καὶ δεξιὰ τῆς Ὡραίας Πύλης εὑρίσκετο ἡ «κολώνα τῆς φραγγελώσεως», ἐπὶ τῆς ὁποίας οἱ Ῥωμαῖοι στρατιῶτες προσέδεσαν καὶ ἐμαστίγωσαν τὸν Ἰησοῦ καὶ ἡ ὁποία μέχρι σήμερα διασώζεται στὸν Πατριαρχικὸ ναὸ τοῦ ἁγίου Γεωργίου, στὸ Φαναρι 28.

Ὁ Θεοδόσιος ὁ Μέγας (379-55) ἔφερε τὴν κάρα καὶ τὸ χέρι τοῦ τιμίου Προδρόμου, τὰ ὁποῖα κατέθεσε στὸν ὁμώνυμο ναὸ 29, ἡ δὲ αὐτοκράτειρα Πουλχερία λείψανα τοῦ Προδρόμου καὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ζαχαρίου, τῶν Νηπίων καὶ τῶν Μυροφόρων, ὅπως σημειώθηκε ἀνωτέρω.

Ὁ Ἰουστινιανὸς ἔφερε τὰ ὀστὰ τῆς ἁγίας Ἄννης, μητρὸς τῆς Θεοτόκου, τὸ πέτρινο χεῖλος ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ πατριάρχου Ἰακὼβ (1750 π.Χ.) καὶ τὸ πέτρινο στόμιο, ὅπου ἐκάθισεν ὁ Χριστὸς καὶ συνομίλησε μὲ τὴν Σαμαρείτιδα.
Σημειώνεται, ὅτι τὰ δύο τελευταῖα ὁ αὐτοκράτορας ἐτοποθέτησε στὸ νέο φρέαρ ποὺ ἄνοιξε, ὡς ἁγίασμα, στὸ ἀριστερὸ μέρος τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας 30. Ὁ Ἡράκλειος (610-641) ἔφερε πρῶτα τὸν Τίμιο Σταυρό, ἀφοῦ τὸν διέσωσεν ἀπὸ τοὺς Πέρσες καὶ τὸν ὁποῖον ὁ Πατριάρχης Σέργιος ἔστησεν ὄρθιο ἐντὸς τοῦ σκευοφυλακίου τῆς Ἁγίας Σοφίας καί, ἔπειτα, τὰ καρφιὰ τῆς Σταυρώσεως, τὰ Ὑποδήματα καὶ τὸ ἅγιο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, τὴν μαρμάρινη λεκάνη ὅπου ἔνιψε τὰ πόδια τῶν μαθητῶν Του καὶ τὰ ἄλλα λείψανα, ὅπως αὐτὰ ἀναφέρονται προηγουμένως. Ὅλα αὐτὰ τὰ ἱερὰ λείψανα ποὺ εὑρίσκοντο μέσα στὸ «Ἱερὸν Παλάτιον» τὰ μετέφερε, ἀργότερα, στὸ ναὸ τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν 31.

Ὁ Πατριάρχης δὲ τῶν Ἱεροσολύμων Δοσίθεος Β´ (1669-1707) μαρτυρεῖ ὅτι ἐπὶ τῶν ἡμερῶν του ὑπῆρχαν ὅλα τὰ παραπάνω ἀναφερόμενα, στὴν ΚΠολη, δηλ. μέχρι τὰ τέλη τοῦ 17ου αἰῶνος 32.

Ὁ Λέων ΣΤ´ ὁ Σοφὸς (886-912) ἔφερε τὰ ὀστὰ τοῦ ἁγίου Λαζάρου καὶ τῆς Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς 33, ἐνῶ τὸ 943 ὁ ἔνδοξος Βυζαντινὸς στρατηλάτης Ἰωάννης Κουρκούας ἔφερε ἀπὸ τὴν Ὀσροηνὴ τῆς Ἔδεσσας (Μεσοποταμία) στὴν ΚΠολη μὲ θριαμβευτικὴ εἴσοδο, τὸ ἅγιο Μανδήλιο, δηλ. τὴν Ἀχειροποίητο εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ κατέθεσε μὲ ἐπίσημη πομπὴ στὴν Ἁγία Σοφία, δεδομένου, ὅτι ὁ τότε αὐτοκράτορας Ῥωμανὸς Α´ ὁ Λεκαπηνὸς (920-944) εὑρίσκετο στὸ κρεββάτι ἄῤῥωστος καὶ ἀδύναμος 34.

Ὁ Ἰωάννης ὁ Τσιμισκῆς (969-976) ἔφερε τὰ σανδάλια τοῦ Ἰησοῦ 35. Ὅταν δὲ τὸ 1200, τέσσερα χρόνια πρὶν τὴν ἅλωση τῆς Βασιλεύουσας ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους, ὁ Ῥῶσος ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Νοβγκορὸντ Ἀντώνιος ἐπεσκέφθη τὴν ΚΠολη, μέσα στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας προσκύνησε, ὅπως σημειώνει στὸ χρονικό του, τὴν τράπεζα, ὅπου ὁ Χριστὸς ἐδείπνησε μὲ τοὺς Μαθητές του, τὶς πλάκες τοῦ Μωϋσέως μὲ τὸν Δεκάλογο, τὴν χάλκινη σάλπιγγα τοῦ Ἰησοῦ τοῦ Ναυῆ, ὑπὸ τὸν ἦχο τῆς ὁποίας ἔπεσαν τὰ διπλὰ τείχη τῆς Ἰεριχοῦς (Ἰησ. Ναυῆ ΣΤ´ 20), τὰ χρυσὰ ἀγγεῖα μὲ τὰ δῶρα τῶν Μάγων, τὸ Αἷμα ποὺ ἔτρεξε ἀπὸ τὴν κεφαλή του Χριστοῦ, τὶς ἁλυσίδες τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου καὶ τὶς ἀμπάρες τῆς φυλακῆς του, ἐνῶ στὴ Μονὴ Παντοκράτορος εἶδε τὴν σανίδα, ὅπου ἀπέθεσαν τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ μετὰ τὴν ἀποκαθήλωση καὶ ἐπ᾿ αὐτῆς νὰ διακρίνονται τὰ δάκρυα τῆς Παναγίας, ὡς σταγόνες κεριοῦ 36.

Κατὰ τὴν μαρτυρία, τέλος, τοῦ Ἰωσὴφ Βρυεννίου (1450-1432), τελευταίου πρὸ τῆς ἁλώσεως διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας, στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας διεσώζοντο μέχρι τὸ 1415 τὰ ἀκόλουθα ἱερὰ λείψανα· «ἡ Ζώνη καὶ ἡ Ἐσθὴς τῆς Θεοτόκου, τὰ Ἱμάτια καὶ ὁ Χιτὼν τοῦ Χριστοῦ, τὸ ἐκ πλευρᾶς ῥεῦσαν Αἷμα, ὁ Στέφανος, ἡ Λόγχη, οἱ Ἧλοι, ὁ Σπόγγος, ὁ Κάλαμος... καὶ τῶν πανταχοῦ τῆς γῆς τελειωθέντων ἁγίων μερίδες λειψάνων, σωτηρίας ἐχέγγυα» 37.

Στὴν πορεία τοῦ χρόνου τὰ παραπάνω ἱερὰ λείψανα, ἰδιαιτέρως δὲ ἡ Τιμία Ζώνη καὶ ἡ Ἐσθήτα, στάθηκαν γιὰ τοὺς Βυζαντινοὺς προστασία ἀκαταμάχητος. Διεφύλαξαν τὴν Βασιλεύουσα σὲ ἐπικίνδυνους καιρούς, ἀποκορύφωμα τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ ἡ σωτηρία της ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Ἀβάρων, κατὰ τὸ ἔτος 626, ὅταν ὁ Πατριάρχης Σέργιος «περιήρχετο διὰ τῶν τειχῶν τὴν Τιμίαν Ἐσθήτα τῆς Θεομήτορος ἐπιφερόμενος», ἡ Θεοτόκος, ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγός, ἔκανε τότε τὸ θαῦμα της 38. Τὸ ἴδιο συνέβη τὸ 860 κατὰ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Ῥώσων 39.

Στὴν ἴδια περίοδο ἀνήκει καὶ τὸ ὅραμα τοῦ ἱερέως τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν Ἀνδρέα, ἐπιλεγομένου «διὰ Χριστὸν Σαλοῦ» 40, ὁ ὁποῖος στὴ διάρκεια τελουμένης ἀγρυπνίας εἶδε στὸ μέσο τοῦ ναοῦ τὴν Παναγία νὰ προσεύχεται, νὰ ῥαίνη μὲ δάκρυα τὸ θεοειδὲς πρόσωπὸ Της καὶ νὰ ἁπλώνη, ὡς σκέπη, ἐπάνω στὸν λαό, τὸ ἱερὸ Της Μαφόριο, ποὺ ἀστραποβολοῦσε, ὅπως τὸ ἤλεκτρο, ἐνῶ ἄγγελοι προπορευόμενοι ἔψαλλον ἄσματα ἀκουόμενα μόνο ἀπὸ τὸν ταπεινὸ ἐκεῖνον ἱερέα 41...

Μέχρι δὲ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ῥωμανοῦ Α´ τοῦ Λεκαπηνοῦ οἱ αὐτοκράτορες, ἐκστρατεύοντες κατὰ τῶν διαφόρων ἐπιδρομέων, κρατοῦσαν, ἐν εἴδει σημαίας, τὴν Ἐσθήτα τῆς Θεομήτορος. Ἡ τελευταία, ἕως τὰ μέσα τοῦ ΙΔ´ αἰῶνος (1335) ἦταν «ἀσινὴς διατηρουμένη, ἀκαταγώνιστον φυλακτήριον τῇ πόλει...», δηλ. ἀβλαβὴς καὶ ἀδιάλυτος, κατὰ τὴν μαρτυρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἱστορικοῦ καὶ ἱερέως τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας Νικηφόρου Καλλίστου τοῦ Ξανθοπούλου 42.

Ὅμως, ὅλα ἐκεῖνα τὰ ἅγια λείψανα καὶ τὰ ἄλλα ἱερὰ κειμήλια ποὺ εἶχαν συγκεντρωθεῖ στὴν ΚΠολη ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Μ. Κων/νου, διασκορπίσθηκαν, καταπατήθηκαν ἢ καταστράφηκαν κατὰ τὴν Ἅλωση (1453) ἀπὸ τοὺς Τούρκους, τοὺς «προδρόμους τοῦ Ἀντιχρίστου», καθὼς τοὺς ὀνομάζει ὁ ἱστορικὸς τῆς Ἁλώσεως Γεώργιος Σφραντζῆς 43.

3. Ἡ θήκη, λοιπόν, τῆς Ἁγίας Σοροῦ ποὺ περιεῖχε τὴν Τιμία Ζώνη παρέμεινε κλειστὴ στὴ Παναγία τῶν Βλαχερνῶν ἐπὶ 410 χρόνια ἀπὸ τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἀρκαδίου.

Τὸν 9ο αἰῶνα, κατὰ προσταγὴ τοῦ αὐτοκράτορα Λέοντος ΣΤ´ τοῦ Σοφοῦ, ἀνοίχθηκε, ἐπειδὴ ἡ γυναίκα του Ζωὴ ὑπέφερε ἀπὸ σοβαρὲς δαιμονικὲς ἐνοχλήσεις. Κάποτε, μάλιστα, εἶδε ὀπτασία κατὰ τὴν ὁποία θὰ ἐλευθερώνετο ἀπὸ τὸ δαιμόνιο, ἂν τοποθετοῦσε στὸ σῶμα της τὴν Ζώνη τῆς Θεοτόκου 44.
Παρόντος, λοιπόν, τοῦ πατριάρχου Νικολάου Α´ τοῦ Μυστικοῦ, ὁ Λέων ἄνοιξε τὴν χρυσὴ θήκη τῆς Ἁγίας Σοροῦ, καὶ εἶδαν τὴν ὑπέρτιμο Ζώνη νὰ ἀκτινοβολῆ, ὡσὰν νὰ ἦτο νεοΰφαντη· «εὑρέθη δὲ ἡ Τιμία Ζώνη ὡς νεοΰφαντος ἀποστίλβουσα»! Στὸ ἐσωτερικὸ δὲ τῆς θήκης εἶδαν ὅλα τὰ μαρτυρικὰ στοιχεῖα ποὺ εἶχε πρωτογράψει ὁ αὐτοκράτορας Ἀρκάδιος, δηλ. τὴν χρυσὴ βούλα, τὸν χρόνο καὶ τὴν ἡμέρα ποὺ τὴν ἔφερε στὴν ΚΠολη.

Ὅταν, λοιπόν, τὴν προσκύνησε ὁ Λέων μὲ περισσὴν εὐλάβεια, στὴ συνέχεια τὴν ἔλαβε ὁ πατριάρχης καὶ τὴν ἅπλωσε ἐπάνω στὴν πάσχουσα αὐτοκράτειρα καί, ὢ τοῦ θαύματος! ἐλευθερώθηκε ἀμέσως ἀπὸ τὸ δαιμόνιο. Δοξάσαντες δὲ ὅλοι τὴν Θεοτόκο μὲ εὐχαριστηρίους ὕμνους, κατέθεσαν καὶ πάλι τὴν Ἁγία Ζώνη «ἐν τῇ Τιμίᾳ Σορῷ ἐν ᾗ προϋπῆρχε», ἐνῶ ἡ θεραπευθεῖσα αὐτοκράτειρα, ἐκδηλώνουσα τὴν εὐγνωμοσύνη της, ἐκέντησε τὴν Ζώνη μὲ χρυσὴ κλωστή, ποὺ διασώζεται μέχρι σήμερα, χωρισμένη σὲ τρία τεμάχια 45.

Περὶ τὰ τέλη τοῦ 9ου αἰῶνος, ἡ θήκη τῆς Ἁγίας Σοροῦ μὲ τὴν Τιμία Ζώνη μεταφέρθηκε, πρὸς ἀσφαλέστερη φύλαξη, στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἐπειδὴ τότε εἶχαν ἀρχίσει νὰ διαταράσσουν τὸ ἐσωτερικὸ τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους διάφορες πολεμικὲς ἐπιβουλές.

Μάλιστα, οἱ αἱρετικοὶ Βογόμιλοι καὶ Πετσενέγοι, κατὰ τὴν ἐποχὴ τῶν Κομνηνῶν (11ος - 12ος αἰώνας), μαζὶ μὲ τὶς ἐπιδρομὲς τῶν Βουλγάρων, ἔβλαψαν πολὺ ὄχι μόνο τὴν ἐξωτερικὴ καὶ ἐσωτερικὴ ἑνότητα τοῦ κράτους, ἀλλὰ καὶ τῆς Ἐκκλησίας 46.

Σημειώνεται, ὅτι ἐπὶ Ἰσαακίου Β´ Κομνηνοῦ (1185-1195) οἱ Βούλγαροι ἀδελφοί, Πέτρος καὶ Ἀσάν, ἐτέθησαν ἐπικεφαλῆς τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Βουλγάρων καὶ Βλάχων (1180) κατὰ τῆς ΚΠόλεως.
 Ὁ αὐτοκράτορας, προκειμένου νὰ καταστείλη τὶς ἐχθροπραξίες ἐκράτησε ὅμηρο τὸν μικρότερο ἀδελφό τους Ἰωαννίτζη ἢ Καλοϊωάννη, ὁ ὁποῖος, λέγεται, ὅτι στὸ διάστημα τῆς ὁμηρίας του στὴν ΚΠολη, ἔκλεψε ἀπὸ τὴν Ἁγία Σοφία τὴν θήκη τῆς Ἁγίας Σοροῦ μὲ τὴν Τιμία Ζώνη καὶ τὸν Σταυρὸ ποὺ περιεῖχε τμῆμα τοῦ Τιμίου Ξύλου» 47.
 Γιὰ τὴν ἀνίερη ἐκείνη πράξη του οἱ Βυζαντινοὶ τὸν ὀνόμασαν «Σκυλογιάννη» καὶ ἐπὶ πλέον, ἐπειδὴ ἀργότερα, γενόμενος ἡγεμόνας τῶν Βουλγάρων (1196-1241), ἐπολιόρκησε (1207) τὴν Θεσ/νίκη, τὴν ὁποία ὁ ἅγιος Δημήτριος βλέποντας νὰ διατρέχη τὸν κίνδυνο τῆς ἁλώσεως παρουσιάσθηκε ἔφιππος στὰ τείχη της καὶ ἀφοῦ ἐσκότωσε τὸν ἐπιδρομέα, τὴν διέσωσε διὰ τῆς θαυμαστῆς παρουσίας τους 48. Ἔκτοτε, τὰ κλαπέντα ἱερὰ κειμήλια παρέμειναν στὴν κατοχὴ τῶν Βουλγάρων, περίπου διακόσια χρόνια.

Ὅμως, παρὰ τὸ γεγονὸς αὐτό, οἱ ἱστορικοὶ καὶ Βυζαντινολόγοι βεβαιώνουν ὅτι οἱ λατινόφρονες σταυροφόροι εἶναι ἐκεῖνοι, ποὺ κατὰ τὴν Α´ ἅλωση τῆς ΚΠόλεως τὸ 1204 (Δ´ Σταυροφορία), ἀφήρεσαν ἀπὸ τὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας τὰ πολύτιμα κειμήλια, τὸ Μαφόριο, τὴν Τιμία Ζώνη, τὸ Ἅγιο Μανδήλιο καὶ μεταξὺ αὐτῶν πλῆθος ἀπὸ ἀνεκτίμητες θαυματουργὲς εἰκόνες καὶ λειψανοθῆκες 49, ὅταν ἐπὶ τρεῖς ὁλόκληρες μέρες, ἡ μανία τους κατέστρεφε καὶ λεηλατοῦσε τὰ πάντα· ἐκκλησίες, μονές, ἱερὰ προσκυνήματα καὶ τόσα ἄλλα σεβάσματα. Ἀκόμη καὶ ὁτιδήποτε πολύτιμο ὑπῆρχε, ὡς κειμήλιο, στὸ ναὸ τῶν Βλαχερνῶν, τὸ πῆραν καὶ τὸ κράτησαν κατὰ τὴν πολεμική τους ἔφοδο· «καὶ αὐτῶν τῶν ἐν Βλαχέρναις ἀρχείων ἐξ ἐφόδου κεκρατηκότες» 50.
Τυγχάνουν δὲ χαρακτηριστικὰ τὰ ἀκόλουθα, σὲ μετάφραση, στοιχεῖα ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ καὶ αὐτόπτη μάρτυρα τῶν γεγονότων τῆς καταστροφῆς Νικήτα Χωνιάτη (1205), διὰ τῶν ὁποίων ἀπὸ τὸ μέγεθος τῆς ἀνοσιουργίας τῶν σταυροφόρων μέσα στὸ ναὸ τῆς Ἁγίας Σοφίας «τὸ θεῖον αὐτῆς ἐμολύνθη δάπεδον».
Γράφει, λοιπόν, ὁ Χωνιάτης· «τὸ δὲ φρικτὸ καὶ νὰ τὸ ἀκοῦς ἀκόμη, ἦτο νὰ βλέπεις τὸ Θεῖον Αἷμα καὶ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ νὰ χύνεται κατὰ γῆς καὶ νὰ ῥίπτεται ἐδῶ καὶ ἐκεῖ· ἄλλοι νὰ ἁρπάζουν τὰ τιμαλφῆ ἀπὸ τὰ ὁποῖα, ἀφοῦ ἀφαιροῦσαν τὰ πολύτιμα κοσμήματα τὰ ἔσπαζαν, ἐνῶ ἄλλοι τοποθετοῦσαν στὰ κάνιστρα ἄρτον καὶ Ἅγια Ποτήρια διὰ νὰ τὰ χρησιμοποιήσουν στὰ δικά τους τραπέζια.

»Οἱ πρόδρομοι τοῦ Ἀντιχρίστου, προάγγελοι τῆς πρωτεργασίας τῶν πλέον ἀσεβῶν πράξεων, τὰ ὅσα μέγιστα ἀσεβήματα διέπραξαν μέσα στὴν Ἁγία Σοφία, οὔτε τὰ αὐτιά μας μποροῦν νὰ ἀκούσουν...
Ἡ μὲν φιλόξενος Ἁγία Τράπεζα κατατεμαχίσθηκε καὶ διασκορπίσθηκε ἀπὸ τοὺς λαφυραγωγούς, ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὅλως ὁ ἱερὸς πλοῦτος μὲ τὴν ἀπέραντη ὡραιότητα. Παρέστη δὲ ἀνάγκη νὰ μεταφερθοῦν μερικὰ ἀπὸ τὰ λάφυρα καὶ τὰ πανάγια σκεύη καὶ ἔπιπλα τοῦ ναοῦ, ποὺ ἦσαν σπάνια ὡς πρὸς τὴν τέχνη καὶ τὴν ὕλη, ἀκόμη καὶ τὸ καθαρὸ ἀσήμι ποὺ εὑρίσκετο μέσα στὸ περίφραγμα τοῦ ἁγίου Βήματος καὶ καθιστοῦσε ἐκπληκτικὸ τὸν ἄμβωνα ποὺ τὸν ἐστόλιζε ὁ χρυσός.
Πρὸς τὸν σκοπὸν αὐτὸν εἰσήγοντο σαμαρωμένα ὑποζύγια μέσα στὸ ναό, ἐκ τῶν ὁποίων μερικά, ἐπειδὴ εἶχαν γλιστρήσει ἀπὸ τὴν στιλπνότητα τοῦ δαπέδου, καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ σταθοῦν ὄρθια, τὰ ἐξεκέντησαν μὲ μαχαίρια καὶ ἀπὸ τὴν κόπρο των ἐντέρων τους καὶ τὸ αἷμα ποὺ χύθηκε μολύνθηκε τὸ θεῖο δάπεδο τοῦ ναοῦ.
Συγχρόνως ἕνα πορνικὸ γυναικάριο ἀνῆλθε στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, ἀφῆκεν ἐπ᾿ αὐτοῦ ἄσεμνον μέλος τοῦ σώματός του καὶ ἐχόρευσε μέσα στὸν ναό, ὑβρίζοντας τὶς ἱερὲς τελετὲς τῆς θρησκείας μας...
Ἀκόμη, ἤκουες μέσα στοὺς στενωποὺς δρόμους θρήνους, κλαυθμοὺς καὶ ὀδυρμούς, καὶ μάλιστα μέσα στὶς ἐκκλησίες ἐκτὸς ἀπὸ ὁλοφυρμούς, γοερὲς φωνὲς γυναικῶν ἔβλεπες καὶ ἀνδραποδισμούς, διασπασμοὺς καὶ τὸ συναφώτερο βιασμοὺς σωμάτων...» 51.

Παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ λεηλασία τῶν Λατίνων ἐβεβήλωσε κάθε ἱερὸ καὶ ὅσιο μέσα στὴν Ἁγία Σοφία καὶ δὲν ἐδίστασαν νὰ πάρουν τὰ περισσότερα ἀπὸ τὰ πολύτιμα κειμήλια τοῦ ναοῦ, ἐν τούτοις ἡ θερμὴ πίστη τῶν Βυζαντινῶν μὲ τὴν βοήθεια τῆς Παναγίας τῶν Βλαχερνῶν, προστάτιδος τῆς «Πόλεως», διέσωσε ἐκ τῶν κινδύνων ἐκείνων ἄφθαρτη τὴ Σεπτὴ Ζώνη τῆς Θεομήτορος, ὡς ἁγίασμα τῶν πιστῶν.
Παραμένει δέ, ἀκόμη, ἄγνωστο ποῦ καὶ πῶς ἡ πίστη ἐκείνη τὴν διαφύλαξε 150 ἀκόμη χρόνια στὴν ΚΠολη, μέχρι δηλ. τῆς ἐποχῆς τοῦ αὐτοκράτορα Ἰωάννου ΣΤ´ Καντακουζηνοῦ (1347-1355), ὁ ὁποῖος καὶ ἔμελλε μετὰ τὴν ἐνθέωσή του σὲ μοναχὸ νὰ τὴν δωρίσει στὴ βασιλικὴ καὶ αὐτοκρατορικὴ μονὴ τοῦ Βατοπαιδίου, στὸ Ἅγιον Ὄρος 52. Γιὰ τὶς ἁρπαγὲς καὶ καταστροφὲς ἐκεῖνες, ποὺ ἀποτελοῦν «τὸ μεγαλύτερο ἔγκλημα τῆς ἱστορίας», κατὰ τὸν διαπρεπὴ Ἄγγλο Βυζαντινολόγο Στῆμεν Ῥάνσιμαν, βέβαιον παραμένει ὅτι οἱ Βυζαντινοὶ δὲν συγχώρησαν ποτὲ τοὺς Λατίνους 53.

Τέλος, ὡς πρὸς τὸ τμῆμα τοῦ Σταυροῦ ποὺ περιεῖχε Τίμιο Ξύλο καὶ ποὺ οἱ Βούλγαροι εἶχαν κλέψει ἀπὸ τὴν Ἁγία Σοφία, στὴ διάρκεια τῆς ἐπιδρομῆς των κατὰ τῆς ΚΠόλεως, τὸ ἔτος 1180, αὐτὸ περιῆλθε στὴν κατοχὴ τῶν Σέρβων, μετὰ ἀπὸ τοὺς νικηφόρους πολέμους κατὰ τῶν Βουλγάρων.
Ἐπὶ τῆς ἐποχῆς δὲ τοῦ μεγάλου Σέρβου ἡγεμόνος Στεφάνου Δουσάν, τότε ποὺ ἡ Σερβία ἀνεδείχθη τὸ ἰσχυρότερο κράτος στὴν περιοχὴ τῶν Βαλκανίων, οἱ Σέρβοι τὸ ἐδώρισαν στὴ Μονὴ Βατοπαιδίου, λόγω τῶν ἐκκλησιαστικῶν δεσμῶν ποὺ προϋπῆρχαν μεταξὺ Σερβίας καὶ Ἁγίου Ὄρους ἀπὸ τὸν 12ο αἰῶνα, ὅταν Ἁγιορεῖτες μετέδωσαν σ᾿ αὐτὴν τὸν Μοναχικὸ βίο.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ Α´ ΜΕΡΟΥΣ

1. Τὸ ἔτος 47 μ.Χ. θεωρεῖται τὸ πιθανότερο τοῦ θανάτου τῆς Θεοτόκου ποὺ τὴν φέρει γεννηθεῖσα τὸ 12 π.Χ. (59-47=12). Κατ᾿ ἄλλην ἄποψη ἡ Θεοτόκος ἀπέθανε σὲ ἡλικία 70 ἐτῶν, ἀφοῦ ἔζησε 24 ἔτη μετὰ τὴν Ἀνάληψη, ὁπότε φέρεται γεννηθεῖσα τὸ 13 π.Χ. (70-57=13). Πρβλ. Χρήστ. Παπαγεωργίου, Βιογραφικὰ καὶ χρονολογικὰ στὴ ζωὴ τῆς Θεοτόκου. Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμὴν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (15-17 Νοεμβρίου). Θεσ/νίκη 1991, σελ. 297-311, ἔνθα καὶ σχετικὴ βιβλιογραφία.

2. Μάρκ. Σιώτου, Ἡ Γεθσημανῆ, ἰδιοκτησία τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Ἀθήνα 1989, σελ. 63, 66, 71. Θεοδ. Μέντζου, Ὁ τάφος τῆς Παναγίας, ἐν Ἀθήναις 1955 (ἐκδ. Ἀποστ. Διακονίας), ὅπου μεταξὺ τῶν ἄλλων ἀντικρούει τὶς ἀπόψεις τῶν Δυτικῶν περὶ τοῦ τάφου της στὴν Ἔφεσο (σελ. 44). Νικ. Παπαδοπούλου, Ποῦ ὁ τάφος τῆς Παναγίας; Ἀνάτυπον ἀπὸ τὸ «Ἐκκλησιαστικὸν Βῆμα» 1952. Πρβλ. καὶ τὸ Ἐξαποστειλάριον τῆς ἑορτῆς, «Ἀπόστολοι ἐκ περάτων συναθροισθέντες ἐνθάδε, Γεθσημανῆ τὸ χωρίον, κη δεύσατέ μου τὸ σῶμα...».

3. Πρβλ. «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου· εἶτα λέγει τῷ μαθητῇ, ἰδοὺ ἡ μήτηρ σου· καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια» (Ἰω. 19, 27).

4. Σύμφωνα μὲ τὴν περιγραφὴ τῶν χαρακτηριστικῶν τῆς Παναγίας ποὺ διασώζει ὁ Κεδρηνὸς (ἐκδ. Βόννης 1566, σελ. 154), ἡ Θεοτόκος ἀγαποῦσε τὰ «αὐτόχροα ἱμάτια», δηλ. ἐκεῖνα ποὺ εἶχαν τὸ χρῶμα τοῦ σιταριοῦ, ἐπειδὴ ἦτο «σιτόχρους». Τυγχάνει δὲ ἄξιο προσοχῆς τὸ ἀκόλουθο ἀπόσπασμα· «ἦν δὲ τῇ ἡλικίᾳ (= ἀνάστημα) μέση, σιτὸ χρους, ξανθόθριξ, ξανθόμαλλος, διόφθαλμος, μεγαλόφρυς, μεσόῤῥιν, μακρόχειρ, μακροδάκτυλος, ἱμάτια αὐτόχροα ἀγαποῦσα. Ἡνίκα δὲ γέγονεν ἐτῶν 12 ἐν μεσονυκτίῳ προσευχομένη, ἤκουσε φωνῆς λεγούσης «Τέξῃ υἱόν μου» καὶ οὐδενὶ ταύτην ἀνήγγειλεν, ἕως οὗ ὁ Χριστὸς ἐν οὐρανοῖς ἀνελήφθη...».

5. Ἡ Θάμαρ, θυγατέρα τοῦ Δαυΐδ, ἔφερεν ἐπανωφόριον μέχρι τοὺς ἀστραγάλους· «καὶ ἐπ᾿ αὐτῆς ἦν χιτὼν καρπωτός, ὅτι οὕτως ἐνεδιδύσκοντο αἱ θυγατέρες τοῦ βασιλέως». Πρβλ. Βασιλειῶν Β´, 13,18. Σκαρλ. Βυζαντίου, Ἡ ΚΠολις, περιγραφὴ τοπογραφική, ἀρχαιολογικὴ καὶ ἱστορική. Ἀθήνησιν 1890, τόμ. Α´, σελ. 13, 18. Βασ. Βέλλα, Ἑβραϊκὴ Ἀρχαιολογία, Ἀθήναι α.ε. σελ. 167 (ἔκδοσις Ἀποστ. Διακονίας». Ἡ λέξη μαφόριον προέρχεται ἐκ τῆς λατινικῆς manus (= χεὶρ) + φορῶ. Andre Chouragui, Ἡ καθημερινὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων τῆς Βίβλου. Ἔκδ. Δ. Παπαδήμα, Ἀθήνα 1992, σελ. 127. Μηναῖον Ἰουλίου, Ἐκδ. 7η Βενετίας 1876, σελ. 6, σημ. 1. Σημειώνεται, ἀκόμη, ὅτι στὴν Ἀκολουθία τῆς καταθέσεως τῆς Τιμίας Ἐσθῆτος (2 Ἰουλίου) ἀναφέρεται, σὲ πολλὰ τροπάρια, ἡ λέξη μαφόριον ὅπως· «ὁ οἶκός σου Δέσποινα, τὸ σὸν ἱερὸν μαφόριον» (Στιχηρὸν Ἑσπερινοῦ), «φαιδρὸν περιβόλαιον τὸ σὸν μαφόριον ἐδωρήσω» (Θ´ ὠδὴ).

6. Πρβλ. Βασιλειῶν Δ, 1,8 καὶ Λευτ. 8,7, ὅπου ὁ Μωϋσῆς «ἔζωσεν αὐτὸν (Ἀαρὼν) τὴν ζώνην, καὶ ἐνέδυσεν αὐτὸν τὸν χιτῶνα». Β. Βέλλα, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 167. Andre Chouragui, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 127.

7. Ματθ. 3,4. Μαρκ. 1,6.

8. Πράξ. 21,11. Ματθ. 10,19. Ἰωάννου 21,18.

9. Κατὰ τὸν Συμεὼν Θεσσαλονίκης ἡ Ζώνη ἔχει διὰ τὸν ἱερέα καὶ ἠθικὴ σημασία, ὥστε νὰ εἶναι διεζωσμένος σὲ πνευματικὴ διαγωγὴ καὶ νὰ περισφίγγεται τὸ λογικό του, σύμφωνα μὲ τὸ Λουκ. 12,35-36· «ἔστωσαν οἱ ὀσφύες ὑμῶν περιεζωσμέναι καὶ οἱ λύχνοι καιόμενοι». Διὰ τοῦτο ὁ ἱερεὺς περιζωννύμενος λέγει· «εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ὁ περιζωννύων με δύναμιν καὶ ἔθετο ἄμωμον τὴν ὁδόν μου».

10. Γ. Σωτηρίου, Τὸ Ἅγιον Ὄρος - Ἀθῆναι 1915 (ἐκδ. Γ´) σελ. 141 - Ν. Πρωτοπαπᾶ, Οἱ ἐμφανίσεις τῆς Παναγίας, ἔνθ᾿ ἀνωτ., Πρακτικὰ Θεολογικοῦ Συνεδρίου εἰς τιμὴν τῆς Παναγίας, σελ. 334.

11. Τυγχάνει χαρακτηριστικὸ τὸ σχετικὸ ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν Ε.Π. (Migne τόμ. 147, 44Α-44Ι. «Βιασάμενος τὸν ἱερὸν ἐκεῖνον χορὸν ἀνοίγειν τὴν σορὸν ἐπειρᾶτο ... ἐκεῖ δὲ καὶ τῆς σφραγῖδος διαλυθείσης ἠνοίγετο, τὸ μὲν θετὸν ἐκείνης σῶμα παντάπα σιν ἀνεύρατον, ἦν, τὰ γε μὴν ἐντάφια σπάργανα μένοντα κατὰ χώραν ἀθιγῆ καὶ ἀπρόσψαυστα ... ἀῤῥήτῳ τινὶ εὐωδία ἀπαστράπτοντα, ἧς εἰς μᾶλλον ἐμφορηθέντες σφραγῖδι αὖθις τὴν σορὸν ἐπισημηνάμενοι ἀπηλλάττοντο, ἐκπεπληγμένοι τῷ παραδόξῳ τοῦ θαύματος». Πρβλ. καὶ Migne Ε.Π. 96, 748 Β.

12. Migne Ε.Π. τόμος 117, 613 Α. Σκαρλ. Βυζαντίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 587.

13. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων, ἐν Ἱεροσολύμοις 1910, σελ. 39-41. Τὶς συνέπειες τῆς καταστροφῆς διέσωσεν καὶ ὁ ἱστορικὸς τῆς Παλαιστίνης Ἰώσηπος (37-100 μ.Χ.) στὸ ἔργο του «Περὶ τοῦ Ἰουδαϊκοῦ πολέμου». Ὅταν δὲ ὁ αὐτοκράτορας Ἀδριανὸς ἐπεσκέφθη τὰ Ἱεροσόλυμα, μετὰ ἀπὸ 55 χρόνια, βρῆκε τὴν πόλη «ἠδαφισμένην». Πρβλ. καὶ Migne Ε.Π. 43, 260Α-261 Β.

14. Migne Ε.Π. 117, 613 A. J. Ebersoet, Sanctuaires de Byzance. Παρίσι 1921, σελ. 54 κ.ε. Γ. Σωτηρίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 141. Ἰ. Ῥάμφου, Ἁγιολογικὰ Μελετήματα, τόμ. Γ´, σελ. 12.

15. Κατ᾿ ἄλλην μαρτυρίαν ἡ ἑορτὴ τῆς 31ης Αὐγούστου καθιερώθηκε τὸν ΙΒ´ αἰὼ να ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Μανουὴλ Α´ Κομνηνὸ (1143-1180). Βλέπ. Γ. Σμυρνάκη, Τὸ Ἅγιον Ὄρος, Καρυὲς Ἁγίου Ὄρους 1988 (φωτομηχανικὴ ἀνατύπωση ἀπὸ τὴν ἔκδοση 1903), σελ. 438. Ἡ ἀσματικὴ Ἀκολουθία παρατίθεται στὸ Μηνιαῖο (ἔκδοση Βενετίας 1795) σελ. 164, μὲ ἀνάλογο Κανόνα, ἐνῶ ὑπάρχει καὶ ἄλλη, ἔκδοση Καλύβης Τιμίου Προδρόμου - Ἅγιον Ὄρος 1981.

16. Τὸ κείμενο τῆς ἐπιστολῆς διασώθηκε σὲ ὁμιλία τοῦ Ὁσίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ ἔχει ὡς ἑξῆς· «Ἀκούομεν εἶναι ἐν Ἱεροσολύμοις τὴν πρώτην καὶ ἐξαίρετον τῆς Πανα γίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας ἐκκλησία ἐν χωρίῳ Γεθσημανῆ καλουμένῳ, ἔνθα τὸ Ζωηφόρον αὐτῆς σῶμα κατετέθη ἐν σορῷ. Βουλόμεθα τοίνυν τοῦτο τὸ λείψα νον ἀγαγεῖν ἐνταῦθα εἰς φυλακτήριον τῆς Βασιλευούσης πόλεως.

»Ὑπολαβὼν δὲ Γιουβενάλιος ἀπεκρίθη· ἐξ ἀρχαίας καὶ ἀληθεστάτης παραδόσεως παρελήφαμεν ὅτι τὸ Θεοδόχον αὐτῆς σῶμα, μετ᾿ ἀγγελικῆς καὶ ἀποστολικῆς ὑμνωδίας ἐκκοσμιθὲν καὶ κηδευθέν, ἐν τῇ σορῷ τῇ ἐν Γεθσημανῆ κατετέθη· ἐν ᾧ τόπῳ ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας ἡ τῶν ἀγγέλων χοροστασία καὶ ὑμνωδία διέμεινεν ἄπαυστος.

»Μετὰ δὲ τὴν τρίτην ἡμέραν, τῆς ἀγγελικῆς ὑμνωδίας παυσαμένης, παρόντες οἱ ἀπόστολοι, ἑνὸς αὐτῆς ἀπαλειφθέντος Θωμᾶ καὶ ἐλθόντος μετὰ τὴν τρίτην ἡμέραν καὶ τὸ Θεοδόχον σῶμα προσκυνῆσαι βουληθέντος, ἤνοιξαν τὴν σορόν. Καὶ τὸ μὲν σῶμα αὐτῆς τὸ πανύμνητον οὐδαμῶς εὑρεῖν ἠδυνήθησαν, μόνα δὲ αὐτῆς τὰ ἐντάφια σπάργα να εὑρόντες καὶ τῷ ἐξ αὐτῶν ἀφάτου εὐωδίας ἐμφυρηθέντες, ἠσφαλίσαντο τὴν σορόν». Πρβλ. Ἰ. Δαμασκηνοῦ, «Λόγος νεώτερος εἰς τὴν ἔνδοξον Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου...», ἐν Migne Ε.Π. 96, 748Β.

17. Κατ᾿ ἄλλους τὸν ναὸν ἔκτισεν ὁ Μ. Θεοδόσιος (379-390 μ.Χ.).

18. Μάρκ. Σιώτου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 2, 78.

19. Κατὰ τὴν σχετικὴν μαρτυρίαν, Migne Ε.Π. 96,748, «ἡ ἐν ἁγίοις Πουλχερία πολλὰς ἐν ΚΠόλει ἀνήγειρε τῷ Χριστῷ ἐκκλησίας. Μία δὲ τούτων καὶ ἡ ἐν Βλαχέρναις οἰκοδομηθεῖσα ... καὶ παντὶ κόσμῳ κοσμήσαντες τὸ ταύτης πανάγιον καὶ Θεοδόχον ἀνεζήτουν σῶμα».

20. Ὁ ναὸς τῶν Βλαχερνῶν κάηκε τὸ 1070, τὸ δὲ 1204 τὸν κατέλαβαν οἱ Σταυροφόροι. Τὸ 1434 (29 Ἰουνίου ὥρα 3 μ.μ.) πυρπολήθηκε ἀπὸ νεαρὰ ἀρχοντόπουλα, ποὺ ἐπεδίωκαν νὰ συλλάβουν, ἐντὸς αὐτοῦ, νεοσσοὺς περιστερῶν. Μετὰ τὴν ἅλωση τῆς ΚΠόλεως (1453) τὰ γύρω τείχη κατεδαφίσθηκαν καὶ ὁ ναὸς περιῆλθε στὴν κατοχὴ Τούρκου ἐμπόρου, στὴ συνέχεια στὴ συντεχνία τῶν Γουναράδων καὶ τέλος (1864) στὴν κυριότητα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, ποὺ λειτουργεῖται σήμερα ὡς ἐνοριακὸς ναὸς τῆς περιοχῆς τοῦ Φαναρίου. Πρβλ. Σκαρλ. Βυζαντίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 459-460 καὶ 590. Θ.Η.Ε. τόμ. 3ος (1963) στ. 935. Δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος 1996, σελ. 834.

21. Ὁ Σταυρὸς τῆς Πουλχερίας στολισμένος μὲ μαργαρίτες καὶ σμαράγδια φυλάσσεται στὴν Ἱ. Μονὴ Ἐσφιγμένου Ἁγίου Ὄρους καὶ ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀξιόλογα αὐτῆς κειμήλια. Πρβλ. Παν. Χρήστου, Ὁδοιπορικὸ στὸ Ἅγιον Ὄρος, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 73.

22. «Παννυχίδα καὶ Λιτὴν κατὰ πᾶσαν Τετράδα γίγνεσθαι». Πρβλ. Migne Ε.Π. 147,41 κεφ. 14. Ἡ παννυχίδα, ὡς Βυζαντινὸς τύπος ὁλονύκτιας Ἀκολουθίας, συνεχίζεται μέχρι σήμερον, κυρίως, στὶς Μονές. Βλέπ. καὶ Σκαρλ. Βυζαντίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 589. Ἰ. Καραγιαννοπούλου, Ἱστορία Βυζαντινοῦ Κράτους, τόμ. Α´ Θεσσαλονίκη 1987, σελ. 240-281. Θ.Η.Ε. τόμ. 3ος (1963), στ. 936.

Ἡ Ἐκκλησία μας τὴν 17η Φεβρουαρίου τιμᾶ τὴν μνήμη «Μαρκιανοῦ ὁσίου καὶ Πουλχερίας τῶν εὐσεβῶν βασιλέων», ὄχι μόνο γιὰ τὸ μεγάλο κοινωνικὸ καὶ φιλανθρω πικὸ ἔργο τους, ἀλλὰ καὶ τὸ ἐκκλησιαστικὸ καὶ μάλιστα γιὰ τὸ γεγονός, ὅτι ὑπὸ τὴν προεδρία τοῦ Μαρκιανοῦ ἡ συνελθούσα Δ´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος (451) τῆς Χαλκηδὸ νος κατεδίκασε τὸ Νεστοριανισμὸ καὶ Μονοφυσιτισμὸ καὶ διετύπωσε τὸ Χριστολογικὸ δόγμα.

23. Π. Δρανδάκη, Μ.Ε.Ε. τόμ. Z´, σελ. 414.

24. «ἐπιθαλάσσιος δὲ ὁ νεώς ἐστιν, ἱερώτατός τε καὶ σεμνὸς ἄγαν... τά τε ἄνω καὶ κάτω οὐδενὶ ἀνεχόμενος ὅτι μὴ τμήμασι λίθου Παρίου ἐν κιόνων λόγῳ ἐνταῦθα ἑστῶ σι». Πρβλ. Procopius of Caesarea, τόμ. VII, σελ. 38, ἔκδ. Heimemand, London 1961.

25. Ὁ τύπος τῆς «Δεομένης» εἶναι ἡ συνέχεια τοῦ τύπου Οἶὰὃὦὰ ποὺ εὑρίσκεται στὴν κατακόμβη τοῦ ἁγίου Καλλίστου Ῥώμης, κατὰ τὸν ὁποῖο ἡ Παναγία προσεύχεται εὑρισκομένη σὲ ὀρθία στάση, ἔχουσα ὑψωμένα τὰ χέρια της. Πρβλ. Μιχ. Γκητάκου, Μαθήματα Χριστιανικῆς Ἀρχαιολογίας, ἐν Ἀθήναις 1875, σελ. 111.

26. Δοσιθέου Ἱεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος, σελ. 1152. Βίκ. Ματθαίου, Συναξαρι στής, τόμ. Z´, Ἀθῆναι 1962, σελ. 27 (ἔκδ. β´).

27. Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν κατάθεση τῆς Ἐσθῆτος, ὡς Θεομητορικὴ ἑορτή, τὴν 2α Ἰουλίου μὲ ἰδιαίτερη ἀσματικὴν Ἀκολουθία, κατὰ τὸ Συναξάριο· «Τῇ β´ τοῦ αὐτοῦ μηνὸς (Ἰουλίου) ποιούμεθα μνήμην τῆς ἐν ἁγίᾳ Σορῷ καταθέσεως τῆς Τιμίας Ἐσθῆτος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἐν Βλαχέρναις ἐπὶ Λέοντος τοῦ Μεγάλου καὶ Βηρίνης τῆς αὑτοῦ γυναικός». Πρβλ. Μηναῖον Ἰουλίου, ἔκδ. Βενετίας 1876, σελ. 6.

28. Γεωργίου Κωδινοῦ, Γιὰ τὸ κτίσιμο τῆς Ἁγίας Σοφίας, ἔκδ. «Ἀκρίτας» ἄ.ἔ., σελ. 74. Θ.Η.Ε. τόμ. 3ος (1963), στ. 260. Steven Runsiman, Βυζαντινὸς πολιτισμός. Μετάφρ. Δ. Δερτζώρτζη, Ἀθήνα 1969, σελ. 242. Ἔκδ. «Γαλαξία». Ἀλέξ. Καριώτογλου, Οἱ πάνσεπτοι Πατριαρικοὶ Ναοί, Ἀθήνα 1996, σελ. 27, 53.

29. Steven Runsiman, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 350.

30. Γεωργ. Κωδινοῦ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 71. Βασ. Βέλλα, Ἑβραϊκὴ Ἀρχαιολογία, ἔκδ. Ἀποστ. Διακονίας, ἄ.ἔ., σελ. 98. Τοῦ ἰδίου, Χρονολογικοὶ Πίνακες... Ἀθῆναι 1956, σελ. 8. Πεντηκοστάριον, ἔκδ. Ἀποστ. Διακονίας (1959), σελ. 112. Steven Runsiman, ἔνθ᾿ ἀνωτ., 242.

31. Ἀλεξ. Καριώτογλου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 21. Steven Runsiman, ἔνθ᾿ ἀνωτ., 242.

32. Δοσιθέου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 1152.

33. Steven Runsiman, ἔνθ᾿ ἀνωτ., 242.

34. Πρβλ. Ἀλεξ. Σαββίδη, Ὁ βυζαντινὸς - ἀρμενικὸς οἶκος Κουρκούα (9ος- 12ος αἰῶνες μ.Χ.) ἐν «Μελετήματα Βυζαντινῆς Προσωπογραφίας καὶ Τοπικῆς Ἱστορίας», Ἀθήνα 1992, σελ. 18-28. Ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Μανδηλίου τὴν 16η Αὐγούστου. Γιὰ τοὺς Βυζαντινοὺς τὸ Ἅγιο Μανδήλιο ἐθεωρεῖτο κειμήλιο μὲ τὴν μεγαλύτερη ἀξία ἀπὸ τὶς ἄλλες θαυματουργικὲς εἰκόνες. Κατὰ τὴν παράδοση, πρὶν ἀπὸ τὸ ἔτος 50 μ.Χ., κάποιος μαθητὴς τοῦ Ἰησοῦ τὸ παρέδωσε, ὡς δῶρο, στὸν τοπάρχη τῆς Ἐδέσσης Μεσοποταμίας Ἄβγαρο Ε´ (18-50 μ.Χ.). Ἀναφέρεται ἀκόμη, ὅτι κατὰ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Ἀβάρων, ἐναντίον τῆς ΚΠόλεως (626 μ.Χ.), ὁ Πατριάρχης Σέργιος ἐπέφερε διὰ τῶν τειχῶν, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ τίμια καὶ ζωοποιὰ ξύλα, καὶ τὸ Ἅγιο Μανδήλιο γιὰ τὴν προστασία τῆς Πόλεως. Πρβλ. Tamara Talbot Rice, Ὁ δημόσιος καὶ ἰδιωτικὸς βίος τῶν Βυζαντινῶν, Ἀθήνα 1986, σελ. 83 (ἔκδ. Δ. Παπαδήμα). Jam Wilson, Τὸ Σάβανον τοῦ Ἰησοῦ, Ἀθήνα ἄ.ἔ. Ἡ Ἁγία Σινδόνα, ἐφημ. «Ἐλεύθερος Κόσμος» (13.12.1981).

35. Steven Runsiman, ἔνθ᾿ ἀνωτ., 242.

36. Γεωργ. Κωδινοῦ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 242. Κυρ. Σιμοπούλου, Ξένοι ταξιδιῶτες στὴν Ἑλλάδα, τόμ. Α´ (333-1700), Ἀθήνα 1981, σελ. 232-234 ἔνθα καὶ σχετικὴ βιβλιογρα φία. Ἀλεξ. Καριώτογλου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 21.

37. Ἰωσὴφ Βρυεννίου, Δημηγορία περὶ τοῦ τῆς Πόλεως ἀνακτίσματος 1415 μ.Χ., ἐπ. Ν. Τωμαδάκη, Περὶ τῆς ἁλώσεως τῆς ΚΠόλεως, Θεσ/νίκη 1993, σελ. 245.

38. Τὴν πληροφορίαν μᾶς δίδει ὁ Γ. Πισίδης. Πρβλ. Migne Ε.Π. 92,1349.

39. Ὁ ἱστορικὸς ὀρθολογισμὸς δὲν παρέλειψε καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ νὰ ὑποστηρίξη, ὅτι θεωρεῖ τὸ σύνολο ὅλων αὐτῶν τῶν λειψάνων ὡς δεισιδαιμονία! Πρβλ. Ζαρὰρ Βαλτέρ, Ἡ καθημερινὴ ζωὴ στὸ Βυζάντιο. Μετάφρ. Κ. Παναγιώτου, Ἀθήνα 1996, σελ. 201.

40. Migne Ε.Π. 91,1342. Cyril Mango, Τὸ Βυζάντιο, Ἀθήνα 1988, σελ. 187. Ἔκδ. Μ.Ι.Ε.Τ.

41. Cyril Mango, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 186 καὶ 245. Β. Ματθαίου, Συναξαριστὴς τόμ. Ε´, Ἀθήνα 1967, σελ. 651. Ὁ ὅσιος Ἀνδρέας ὁ διὰ Χριστὸν σαλός, ἔκδ. Ε´ τῆς Ἱ. Μονῆς Παρακλήτου, Ὠρωπὸς Ἀττικῆς (1989).
Μὲ ἀφρομὴ τὸ ὅραμα αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν 1η Ὀκτωβρίου τὴν ἑορτὴ τῆς Ἁγίας Σκέπης, ἡ ὁποία μὲ ἀπόφαση τῆς Ἱ. Συνόδου μετατέθηκε τὴν 28η Ὀκτωβρίου, σὲ ἀνάμνηση τῆς διασώσεως τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους ἀπὸ τὴν ἐπιδρομὴ τῶν Ἰταλῶν (1940). Ἡ μνήμη δὲ τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου ἑορτάζεται τὴν 28η Μαΐου μὲ ἰδιαίτερη ἀσματικὴ Ἀκολουθία, συντεθεῖσα τὸ 1846.

42. «Ἔνθα νῦν ἡ τιμία ἐσθής ἐστιν ἀσινὴς διατηρουμένη ἀκαταγώνιστον φυλακτὴ ῥιον τῇ πόλει ἐσαεὶ διαμένουσα, νόσων παντοίων ἐλάτειρα νικῶσα τὴν τοῦ χρόνου φύσιν τῇ καινοτομίᾳ τῶν ἐπ᾿ αὐτῆς πραττομένων». Migne 147, Κ.Δ´ σελ. 69. Σκαρλ. Βυζαντίου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 587. Θ.Η.Ε. τόμ. 9 (1966), στ. 650.

43. «...καὶ τὰς ἁγίας εἰκόνας μετὰ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου καὶ λίθων πολυτίμων κατε πάτουν καὶ τοὺς πολυτίμους μαργάρους τῶν ἁγίων κειμηλίων ἀναρπάστους ἐποίουν, τὰ ἅγια λείψανα καταπατοῦντες καὶ ἕτερα ἀνοσιουργήματα πλεῖστα ἐποίουν ἄξια θρήνου, οἱ τοῦ Ἀντιχρίστου πρόδρομοι...». Πρβλ. Γεωργ. Σφραντζῆ, Chronicon Maius, ἐν Νικ. Τωμαδάκη, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 195. Βλέπε καὶ Migne Ε.Π. 156,737.

44. «ἐνοχλουμένην ὑπὸ πνεύματος ἀκαθάρτου ἠξιώθη θείας ὀπτασίας ὡς εἰ ἐπιτεθῇ ἐπ᾿ αὐτῆς ἡ Τιμία Ζώνη τεύξεται ἰάσεως». Migne Ε.Π. 117,613Α.

45. Migne Ε.Π. 117,613Α. Π. Χρήστου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 69. Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, Ἅγιον Ὄρος 1996, σελ. 128.

46. Ἄννης Κομνηνῆς, «Ἀλεξιάς», ἤτοι ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους κατὰ τὴν βασιλεία Ἀλεξίου Α´ (1081-1198), ἔκδ. B. Leib, Paris 1937. Χρυσ. Παπαδοπούλου, Ἡ ἐκκλησία ΚΠόλεως ἐπὶ Κομνηνῶν (1081-1185). Ἀθῆναι 1948.

47. Ἀ. Βασίλιεφ, Ἱστορία τῆς Βυζ. αὐτοκρατορίας 324-1453. Μετάφρ. Δ. Σαβράμη, σελ. 631. Γ. Σμυρνάκη, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 438. Π. Χρήστου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 64.

48. Α. Βασίλιεφ, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 631. Ἰ. Μαϊτοῦ, Ὁ ναὸς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου Θεσ/νίκης, Θεσ/νίκη ἄ.ἔ., σελ. 104-107.

49. Tamara Talbot Rice, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 83.

50. Migne Ε.Π. 139,756 (σελ. 953).

51. Θεωροῦμε σκόπιμο νὰ καταχωρήσωμε ἐδῶ τὸ ἀντίστοιχο πρωτότυπο κείμενο, ποὺ δὲν εἶναι τόσο προσιτὸ στοὺς περισσότερους ἀναγνῶστες· «Τὸ δὲ φρικῶδες καὶ ἀκουόμενον ἦν ὁρᾶν τὸ θεῖον αἷμα καὶ σῶμα Χριστοῦ κατὰ γῆς χεόμενον καὶ ῥιπτόμε νον· οἱ δὲ τὰ τιμαλφῆ δοχεῖα τούτων διαρπάζοντες, τὰ μὲν διέθρανον καὶ τοὺς ἐγκειμένους κόσμους δ᾿ ἐνεκολπίζοντο, τὰ δὲ εἰς σίτων κανὰ καὶ οἴνων κεράσματα ταῖς ἑαυ τῶν τραπέζαις παρέφερον· οἱ τοῦ Ἀντιχρίστου πρόδρομοι καὶ τῶν προσδοκωμένων πανασεβῶν πράξεων ἐκείνου πρωτουργοὶ καὶ προάγγελοι... τὰ δ᾿ ἐπὶ νεῷ τοῦ μεγίστου ἠσεβημένα, οὐδὲ ἀκοαῖς εἰσιν εὐπαράδεκτα. Ἡ μὲν θυωρὸς τράπεζα... ἐξ αἰσίου τῷ ὄντι καὶ ἀξιαγάπου παρ᾿ ἅπασιν ἔθνεσι, κατετεμαχίσθη καὶ διεμελίσθη τοῖς σκυλευταῖς, ὥσπερ καὶ ὁ πλοῦτος ἅπας ὁ ἱερός, ὁ τοσοῦτος καὶ τὸ πλῆθος, καὶ τὴν ἀγλαΐαν ἀπὲ ῥαντος. Δεῆσαν δ᾿ ἐκκομισθῆναι καθάτινα σκύλα καὶ τὰ παναγῆ σκεύη καὶ ἔπιπλα τὰ μὴν χάριν καὶ τὴν τέχνην ἄμαχα καὶ τὴν ὕλην σπάνια, ἀλλὰ δὴ καὶ τὸ δόκιμον ἀργὺ ῥιον, ὃ τὴν θριγγὸν τοῦ βήματος καὶ τὸν οἷον ἐκπλῆξαι ἄμβωνα... χρυσῷ περιτραχόμε νος ἅπας, ἡμίονοί τε καὶ ὑποζύγια σεσαγμένα μέχρι τῶν ἀδύτων εἰσήγοντο τοῦ νεώ, ὧν ἔνια διωλισθηκότα μηδ᾿ ἐπίποδον στῆναι δυνάμενα, διὰ τὴν τῶν ἐπιπέδων λίθων στιλ πνότητα, μαχαίρας ἐξεκεντήθησαν, ὡς ἐκ τῆς χολάδων κόπρου καὶ τοῦ προχυθέντος αἵματος τὸ θεῖον ἐμολύνθη δάπεδον. Ἀλλὰ καὶ γυναικάριον συσσωρευμένον ἁμαρτίαις Ἐριννύων Ζάκορον, δαιμόνων πρόσπολον... ἐπὶ τοῦ συνθρόνου ἰζῆσαν κεκλασμένον ἀφῆκεν μέλος καὶ πολλάκις περιδινηθὲν εἰς ὄρχησιν τῷ πόδε παρενεσάλευε. Ὅθεν, ἐν στενωποῖς θρῆνοι καὶ οὐαὶ καὶ κλαυθμοὶ ἐν τριόδοις ὀδυρμοί, ἐν ναοῖς ὀλοφυρμοί, ἀνδρῶν οἰμωγαί, γυναικῶν ὀλολυγαί, ἑλκυσμοί, ἀνδραποδισμοί, διασπασμοὶ καὶ βια σμοὶ σωμάτων συναφωνώτερον...». Πρβλ. Migne Ε.Π. 139, 757β-759β (σελ. 956-971). Κ. Παπαῤῥηγοπούλου, Ἱστορία Ἑλλην. Ἔθνους, τόμ. Δ´, σελ. 672, ἔκδ. «Ἑλληνικὰ Γρὰμ ματα». Α. Καριώτογλου, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 23.

52. Νικ. Οἰκονομίδου, Βυζαντινὸ Βατοπαίδι, μιὰ Μονὴ τῆς ὑψηλῆς ἀριστοκρατίας, ἔνθ᾿ ἀνωτ., Ἱερὰ Μεγίστη Μονὴ Βατοπαιδίου, σελ. 44-53.

53. Tamara Talbot Rice, ἔνθ᾿ ἀνωτ., σελ. 83.


nektarios.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου