Η κυρα-Πράπω με είδε και με φώναξε:
-Έλα… εσύ που έχεις γουρλίδικο χέρι, μου λέει.
Μου θύμισε αμέσως ότι πριν από λίγους μήνες είχε τύχει να χαθεί ένα παιδί, κι εκείνο, όπως τώρα, είχε πέσει στα χέρια της, την ίδια βραδινή ώρα. Ότι εγώ, όταν το είδα να κλαίει στα χέρια της και να ζητάει τη μαμά του, του έδωσα μια δεκάρα για να μερώσει. Ότι, κατά καλή σύμπτωση, αμέσως μετά τη δεκάρα, έτυχε να παρουσιαστεί η μητέρα του παιδιού, που το αναζητούσε ώρες πριν, και να έρθει να το συμμαζέψει.
Έσκυψα και κοίταξα το παιδί. Δεν του έδωσα μια δεκάρα, έκανα κάτι καλύτερο. Το γνώρισα.
-Αυτό το παιδί είναι ο Γιώργος, του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού, είπα.
Ο μαστρο-Δημήτρης ο Χωριανός αγαπούσε τα δυο παιδία του με μια αγάπη τόσο θερμή, όσοι λίγοι γονείς στον κόσμο. Τόσο, ώστε ο ίδιος τους έκανε την μητέρα, κι αυτό όχι γιατί δεν υπήρχε μητέρα, οπότε το πράγμα θα ήταν εύκολο να εξηγηθεί, αλλά γιατί η μητέρα τους έκανε… τον άγγελο του σπιτιού.
Φαντάζομαι ένα οίκημα, χριστιανικό σπίτι ελληνικό ζωγραφισμένο με τις δύο γερτές πλευρές της στέγης, σαν δυο φτερούγες αγγέλου- γυναίκας τεντωμένες πάνω από το σπίτι.
Τέτοια μητέρα ήταν η Γιακουμίνα, η γυναίκα του μαστρο-Δημήτρη του Χωριανού.
Χαιρόταν κανείς να βλέπει το μαστρο-Δημήτρη να κρατάει στην αγκαλιά τον τρίχρονο γιο του, και να σέρνει από το χέρι την πεντάχρονη κορούλα του, να πηγαίνει τα δύο παιδιά στο κοντινό μικρό μπακάλικο, που χρησίμευε και σαν ζαχαροπλαστείο για την γειτονιά, για να τους αγοράσει λιαλιά κοκά (ζαχαρωτά)να τους προσφέρει.
Τα δυο παιδιά άστραφταν από καθαριότητα, και ήταν ωραία και καλοθρεμένα. Όλα αυτά ήταν το αποτέλεσμα της εργασίας του αγγέλου του σπιτιού, και προέρχονταν από τους κόπους και τους μισθούς του μαστρο-Δημήτρη, που η τέχνη του ήταν ασπριτζής ή μπογιατζής, και πράγμα σπάνιο, είχε κατορθώσει με την εργατικότητα και τα μεροκάματά του να χτίσει και να αποκτήσει (ήταν και λίγο χτίστης) ένα μικρό σπιτάκι, κάτω από εκεί που τελείωνε η πόλη, πέρα από το Μεταξουργείο.
Και η γυναίκα του στο σπίτι έπλενε, και σφουγγάριζε, κι έραβε, και μπάλωνε, και ζύμωνε, και μαγείρευε, και ήταν όλο χάρη, και χαρά της οικογένειας.
Ποτέ δεν είδαν οι γείτονες ένα ανδρόγυνο που τόσο να το καμαρώνουν. Φανταστείτε, η Γιακουμίνα, όμοια με χελιδόνα μητέρα, να στρώνει, να συγυρίζει, να ετοιμάζει την φωλιά, κι ο πατέρας όμοιος με πελαργό, να μεταφέρει τα χελιδονάκια της άνοιξης, να σηκώνει, να στηρίζει και να κουβαλά τα δύο παιδιά, που συνήθιζε να τα λέει ψέματα, ήξερε αυτός γιατί. Επειδή, πριν αποκτήσει αυτά τα δύο παιδιά, ήταν «χαροκαμένος». Του είχαν πεθάνει άλλα δύο. Το Γιώργο τον έλεγε ένα ψέμα, γιατί ήταν μικρός και τρυφερός. Και την Παρασκευή την έλεγε ψευτρού, ίσως γιατί άνηκε στο φύλο το πιο ψεύτικο.
Τα αγαπούσε πράγματι ολόψυχα, τα αγαπούσε πολύ –όχι όμως περισσότερο από όσο αγαπούσε ο μπαρμπα-Στέργιος ο Παρκιώτης τα δικά του, πέντε έξι παιδιά, μισή δωδεκάδα σωστή. Και βέβαια ο Δημήτρης ο Χωριανός ήταν ακόμα νέος και δυνατός, ενώ ο μπαρμπα-Στέργιος ήταν γέρος και ανήμπορος. Υπέφερε από την αρρώστια που τη γιάτρευε στα κρυφά ο Νικόλας ο Μανάβης.
Ο Νικόλας ο Μανάβης είχε τη δικαιοδοσία του να απλώνεται τριγύρω στου Ψυρρή, στου Τάτση τη Βρύση, στου Τριγκέτα, στον Αϊ Θανάση, ως την πλατεία Κουμουνδούρου. Ήταν σχεδόν τόσο κρυφός στο εμπόριο, όσο και στη ιατρική. Αυτός κι ο γάιδαρός του δεν έβγαζαν ποτέ λέξη ούτε φωνή. Είναι ο μόνος μανάβης που περνάει τακτικά, κάθε πρωί και μεσημέρι και βράδυ, με το γαϊδουράκι του, από όλους αυτούς τους δρόμους και δρομάκια, χωρίς να βγαίνει γρυ από το στόμα του. Κάποτε μουρμουρίζει ή λέει μες στο στόμα του κατιτί – λάχανα, σέλινα ή κουνουπίδια – αλλά τόσο χαμηλόφωνα, ώστε αυτός είναι ο μόνος του το ακούει.
Και το γαϊδουράκι του ποτέ δεν ακούστηκε να γκαρίσει. Από ένστικτο μιμείται τον αφέντη του. Καμιά φορά, ο Νικόλας, ενώ περνάει από τους δρόμους, περιμένοντας να τον δει καμιά φτωχή νοικοκυρά να τον φωνάξει, για να σταματήσει (ίσως έχει τακτικούς πελάτες, κρυφούς όσο κι ο ίδιος, που έχουν πεποίθηση πως δεν τους κλέβει στο ζύγι), το απομεσήμερο ή το βράδυ βράδυ, βάζει τον μικρό τρίχρονο γιο του στα καπούλια, ανάποδα, να βλέπει προς την ουρά, να ακουμπάει την πλάτη πάνω στα καλάθια, και του λέει να κρατάει την ουρά του γαϊδάρου, αλλά ο μικρός δεν τα καταφέρνει, κι έτσι ο πατέρας αναγκάζεται να βαδίζει κοντά κοντά, κρατώντας αυτός την ουρά του ζώου, για να μην γλιστρήσει και πέσει ο γιος του.
Αυτό και μόνο το θέαμα θα με ενθουσίαζε τόσο ώστε, αν είχα λεφτά στην άκρη, να αποφασίσω να αγοράσω, όχι μόνο όλα τα λαχανικά του Νικόλα, μαζί με τα κοφίνια, αλλά και τον ίδιο του τον γάιδαρο.
Δεν είμαι όμως βέβαιος αν τον πουλάει, γιατί που να βρει άλλο γαϊδουράκι τόσο κρυφό, βουβό και διακριτικό, ικανό να μιμείται τον αφέντη του, που είναι τόσο κρυφός, ώστε μόνο από σύμπτωση έτυχε να μάθω την ιατρική ειδικότητα που έχει να θεραπεύει μια κρυφή αρρώστια;
Αρρώστια από την οποία υπέφερε ο μπαρμπα-Στέργιος ο Παρκιώτης, που μεγάλωνε μισή δωδεκάδα παιδιά με την καλή του θέληση. Και η δουλεία του ήταν, το χειμώνα να μαζεύει και να κουβαλάει αγριολάχανα, ραδίκια, ζαχάρια, πικραλίδες, βρούβες, βλαστάρια (και ήξερε όλα τα χορταριασμένα και απάτητα μέρη για να ανεβαίνει να τα μαζεύει), και το καλοκαίρι, να κουβαλάει κληματόφυλλα που τα πουλούσε στα μπακάλικα είκοσι λεπτά την οκά. Οι ιδιοκτήτες αμπελιών στην πεδιάδα της Αττικής όχι μόνο τον άφηναν να μαζεύει κληματόφυλλα από τα αμπέλια τους, αλλά και τον παρακαλούσαν να το κάνει, γιατί τους γλίτωνε από έξοδα κι από μεροκάματα. Ήταν τεχνίτης και ήξερε να «αρνολογά» (να κόβει τους άχρηστους βλαστούς) και να ξεφυλλίζει καλά, αφαιρώντας από τα κτήματα όλα τα περιττά φύλλα. Αγαθοποιός και όχι κακοποιός, εργάτης και όχι κηφήνας, χριστιανός, όχι απάνθρωπος.
«Φιλόστοργοι» Μέρος Β'
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα
για παιδιά και νέους
Εκδόσεις Άγκυρα
Εκδόσεις Άγκυρα
σελ. 121-127
________________
Ἐπιμέλεια κειμένου:
http://anavaseis.blogspot.com
Για να διαβάσετε τα προηγούμενα πατήστε:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.