Τετάρτη 12 Μαΐου 2010

Ἀνάληψις τοῦ Χριστοῦ


ΑΝΑΛΗΨΙΣ

«ἶπε δέ ὁ Κύριος πρός αὐτούς. Λήψεσθε δύναμιν ἐξ ὕψους, ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ᾽ ὑμᾶς καί ἔσεσθαί μοι μάρτυρες ἔν τε Ἱερουσαλήμ καί ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καί Σαμαρείᾳ καί ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. Ἐξήγαγε δέ αὐτούς ἔξω ἕως τήν Βηθανίαν καί ἐπάρας τάς χεῖρας αὑτοῦ, εὐλόγησεν αὐτούς. Καί ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτόν αὐτούς, διέστη ἀπ᾽ αὐτῶν καί ἀνεφέρετο εἰς τόν οὐρανόν... Βλεπόντων αὐτῶν ἐπῄρθη καί νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτόν ἀπό τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. Καί ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τόν οὐρανόν, πορευομένου αὐτοῦ, καί ἰδού ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, οἵ καί εἶπον. Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τόν οὐρανόν; Οὗτος ὁ Ἰησοῦς, ὁ ἀναληφθείς ἀφ᾽ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται πάλιν, ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν οὐρανόν. Τότε ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ – μετά χαρᾶς μεγάλης - ἀπό ὄρους τοῦ καλουμένου Ἐλαιῶνος. Καί ἦσαν διαπαντός ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καί εὐλογοῦντες τόν Θεόν».
Μέ αὐτές τίς ἁδρές γραμμές ὁ ἱερός εὐαγγελιστής Λουκᾶς περιγράφει στό τέλος τοῦ Εὐαγγελίου του καί στήν ἀρχή τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, τήν τελευταία ἐμφάνισι τοῦ ἀναστάντος Κυρίου στούς μαθητάς Του (Λουκ. 24, 44-53. Πράξ. 1, 1-14).
Ὅπως στά δύο αὐτά βιβλία τοῦ ἱεροῦ Λουκᾶ, ἔτσι ἡ
ἀνάληψις τοῦ Κυρίου κατακλείει τήν ἱστορία τοῦ ἐπί τῆς γῆς βίου τοῦ Χριστοῦ καί ἀνοίγει τήν ἱστορία τῶν μαθητῶν – τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι μέ ἄλλα λόγια ὁ συνδετικός κρίκος, ἡ μετάβασις ἀπό τήν μία φάσι τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Θεοῦ στήν ἄλλη.
Τό κλείσιμο τῆς πρώτης σκηνῆς καί τό ἄνοιγμα τῆς δευτέρας. Ἀκριβῶς δέ τήν τεσσαρακοστή ἀπό τήν Ἀνάστασι ἡμέρα, ἀφοῦ ὑμνήσαμε καί δοξολογήσαμε μαζί μέ τούς μαθητάς τήν δόξα τοῦ ἀναστάντος, ἀφοῦ ζήσαμε ἐπί 40 ἡμέρες στήν χαρούμενη ἀτμόσφαιρα τῆς παρουσίας Του, θά κληθοῦμε ἀπό τήν Ἐκκλησία νά παραστοῦμε νοητά στό ὄρος τῶν Ἐλαιῶν γιά νά ἀποχαιρετήσωμε τόν ἀπερχομένο Σωτῆρα.
Δέν ξεύρω ἄν βρεθήκατε ποτέ σέ ὥρα λατρείας κατά τήν ἡμέρα τῆς Ἀναλήψεως ἤ καί σέ ὁποιαδήποτε ἄλλη λειτουργική σύναξι μέσα στόν ὑπέρλαμπρο ναό τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Θεσσαλονίκης, τήν Ἁγία Σοφία. Τόν μεγάλο τροῦλλό της κοσμεῖ ἕνα θαυμαστό μωσαϊκό τοῦ Θ’ αἰῶνος. Στό κέντρο μέσα σέ φωτεινή δόξα κάθεται ὁ Χριστός ὑποβασταζόμενος ἀπό δύο ἀγγέλους. Γύρω-γύρω μέσα σέ ἕνα καταπληκτικό γιά τήν μεγαλοπρέπειά του τοπίο οἱ δώδεκα ἀπόστολοι μέ τήν Θεοτόκο στήν μέση βλέπουν μέ θάμβος πρός τόν οὐρανό.
Καί δύο λευκοφόροι ἄγγελοι τούς ἀπευθύνουν τούς λόγους τῶν Πράξεων: «Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τόν οὐρανόν;» (Πράξ. 1, 11).
Νομίζεις πώς καί ὅλοι οἱ πιστοί κάτω ἀπό τόν μεγάλο θόλο βρίσκονται συναγμένοι μαζί μέ τούς ἀποστόλους καί ἀπολαμβάνουν τό ὑπερφυές θέαμα. Τόν Χριστό ἀναλαμβανόμενο, ἀλλά καί διαρκῶς μή χωριζόμενο. Διαρκῶς βλέποντα ἀπό τό βάθος τοῦ οὐρανοῦ μέσα στήν ἀστραφτερή ὁλόχρυση δόξα Του καί ἀδιάκοπα ἐπαίροντα τά χέρια Του καί εὐλογοῦντα τούς ἀποστόλους, τήν Ἐκκλησία Του.
Καί στήν στάσι, στήν ἔκφρασι, στίς κινήσεις τῶν ἀποστόλων τοῦ ψηφιδωτοῦ διακρίνει κανείς ὅλα τά ἀνάμικτα αἰσθήματα πού ἔνοιωσαν ἐκεῖνοι κατά τήν μεγάλη ἐκείνη στιγμή, ἀλλά καί ὅλα τά αἰσθήματα πού πλημμυρίζουν τίς καρδιές τῶν πιστῶν πού βλέπουν τήν δόξα τοῦ ἀναλαμβανομένου.
Γιατί ἀκριβῶς ἡ ἀνάληψις εἶναι τό γεγονός – καί ἡ ἑορτή – τῶν μεγάλων συναισθημάτων, τῆς ποικιλίας τῶν ἀντιθέσεων. Ἔτσι ἀκριβῶς τήν βλέπει καί ἡ Ἐκκλησία στήν ἀκολουθία τῆς ἑορτῆς.
Καί πρῶτα κυριαρχεῖ ὁ τόνος τῆς χαρᾶς, τῆς δόξης, τοῦ θριάμβου.

Ὁ Κύριος τελειώνει τό ἔργο τῆς οἰκονομίας. Ὑψώνεται σάν νικητής καί θριαμβευτής ἐπάνω ἀπό τήν γῆ πού ἔσωσε, ὁ Πατήρ τόν ὑποδέχεται, οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἄνθρωποι δοξολογοῦν τόν νικητή, τόν θριαμβευτή, τόν Σωτῆρα. Τόν τόνο αὐτόν τῆς χαρᾶς γιά τήν ἔνδοξο ἀνάληψι ἐκφράζει τό πρῶτο τροπάριο τῆς ἑορτῆς, τό πρῶτο στιχηρό τοῦ ἑσπερινοῦ, τοῦ πλ. β’ ἤχου:
«Ὁ Κύριος ἀνελήφθη εἰς οὐρανούς,
ἵνα πέμψῃ τόν Παράκλητον τῷ κόσμῳ.
Οἱ οὐρανοί ἑτοίμασαν τόν θρόνον αὐτοῦ,
νεφέλαι τήν ἐπίβασιν αὐτοῦ.
Ἄγγελοι θαυμάζουσιν,
ἄνθρωπον ὁρῶντες ὑπεράνω αὐτῶν.
Ὁ Πατήρ ἐκδέχεται,
ὅν ἐν κόλποις ἔχει συναΐδιον.
Τό Πνεῦμα τό ἅγιον
κελεύει πᾶσι τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ.
Ἄρατε πύλας, οἱ ἄρχοντες ἡμῶν.
Πάντα τά ἔθνη, κροτήσατε χεῖρας.
ὅτι ἀνέβη Χριστός, ὅπου ἦν τό πρότερον
».
Ἡ χαρά ὅμως αὐτή δέν εἶναι μόνο χαρά γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά καί χαρά γιά τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Γιατί ὁ Κύριος ἀνεβαίνοντας στούς οὐρανούς ἀνεβαίνει μαζί μέ τό σῶμά Του τό ἀνθρώπινο, μέ τήν θεωθεῖσαν σάρκα. Αὐτήν ἀνεβάζει στόν οὐρανό καί συγκαθίζει στά δεξιά τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ. Καί ἔτσι γίνεται πρωτοπόρος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους στήν δόξα τοῦ οὐρανοῦ, ὅπως μέ τήν ἀνάστασί Του ἔγινε πρωτότοκος τῶν νεκρῶν. Στούς ὤμους Του πῆρε τήν πλανηθεῖσα ἀνθρωπίνη φύσι καί ἀναληφθείς τήν ἐθέωσε καί «Τῷ Πατρί προσήγαγε». Τόν θρίαμβο αὐτόν τοῦ ἀνθρώπου ψάλλει τό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. β’ ἤχου:
«Ἀνέβη ὁ Θεός ἐν ἀλαλαγμῷ,
Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος,
τοῦ ἀνυψῶσαι τήν πεσοῦσαν εἰκόνα τοῦ Ἀδάμ
καί ἀποστεῖλαι Πνεῦμα Παράκλητον,
τοῦ ἁγιάσαι τάς ψυχάς ἡμῶν
».
Ἡ χαρά ὅμως γιά τήν δόξα τοῦ Χριστοῦ συγκιρνᾶται μέ τήν λύπη γιά τόν χωρισμό. Καί τόν θρῆνο αὐτόν τῶν μαθητῶν παραστατικά ζωγραφεῖ τό τέταρτο στιχηρό τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. β’ ἤχου:
«Κύριε, οἱ ἀπόστολοι ὡς εἶδόν σε
ἐν νεφέλαις ἐπαιρόμενον,
ὀδυρμοῖς δακρύων, ζωοδότα Χριστέ,
κατηφείας πληρούμενοι, θρηνοῦντες ἔλεγον.
Δέσποτα, μή ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανούς,
οὕς δι᾽ οἶκτον ἠγάπησας δούλους σου,
ὡς εὔσπλαγχνος.
ἀλλ᾽ ἀπόστειλον, ὡς ὑπέσχου ἡμῖν,
τό πανάγιόν σου Πνεῦμα,
φωταγωγοῦν τάς ψυχάς ἡμῶν
».
Χαρά, λύπη, ἀλλά καί ἐλπίδα. Ἐλπίδα ὅτι ὁ Κύριος δέν θά ἀφήσῃ ὀρφανούς τούς ἀποστόλους καί τήν Ἐκκλησία. Θά στείλῃ τό ὑπεσχημένο Πνεῦμα, τόν Παράκλητο, γιά νά μένῃ μαζί τους καί μαζί μας, κατά τήν ἐπαγγελία Του, μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Ὅτι τήν ἔνδοξο ἀνάληψι θά ἀκολουθήσῃ ἡ δυναμική παρουσία τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, ὅπως ψάλλει τό πρῶτο τροπάριο τῆς λιτῆς τοῦ α’ ἤχου:
«Ἀνελθών εἰς οὐρανούς,
ὅθεν καί κατῆλθες,
μή ἐάσῃς ἡμᾶς ὀρφανούς, Κύριε.
ἐλθέτω σου τό Πνεῦμα,
φέρον εἰρήνην τῷ κόσμῳ.
Δεῖξον τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων
ἔργα δυνάμεώς σου, Κύριε φιλάνθρωπε
».
Εἶναι ἕνα μυστήριο ἡ ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως. Μυστήριο, πού τό ζῇ ἡ Ἐκκλησία ὄχι μόνο κατά τήν ἡμέρα πού τελοῦμε τήν ἀνάμνησί του, ἀλλά καθημερινῶς, σέ κάθε στιγμή τῆς ὑπάρξεώς της. Πού τό ζῇ καί κάθε πιστός στίς ὧρες πού στρέφει τά μάτια του στόν οὐρανό ἀναζητῶντας τόν Σωτῆρα του. Τόν βλέπει ἀνερχόμενον εἰς τόν οὐρανόν, καθήμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός στήν δόξα τῆς Θεότητος, ὅπως τόν εἶδε ὁ πρωτομάρτυς Στέφανος (Πράξ. 7, 56). Αἰσθάνεται τά χέρια Του ἐπαιρόμενα νά τόν εὐλογοῦν καί τούς λόγους Του νά τόν καθησυχάζουν.
Τόν ἀκούει νά τοῦ ὁμιλῇ γιά τήν παράκλησι, γιά τήν παρηγορία τοῦ Παρακλήτου καί γιά τήν ἐξ ὕψους βοήθεια καί νά τόν βεβαιώνῃ ὅτι πάντοτε εἶναι καί θά εἶναι μαζί του μέχρι τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος. Παίρνει δύναμι καί θάρρος αἰσθανόμενος τήν διαρκῆ παρουσία Του, τήν θαλπωρή τῆς χάριτος τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Καί ἀποδύεται στόν ἀγῶνα τῆς ζωῆς, πατῶντας στήν γῆ, ἀλλά ζητῶντας τά ἄνω, φρονῶντας τά ἄνω, ἔχοντας τόν δείκτη τοῦ προσανατολισμοῦ του ἐστραμμένον πρός τόν οὐρανό, ὅπου ὁ Χριστός «ἐστι ἐν δεξιᾷ τοῦ Θεοῦ καθήμενος», κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο (Κολοσ. 3, 1). Εἶναι ἤδη πολίτης τῶν οὐρανῶν, ἀφοῦ ἡ κεφαλή του, ὁ Χριστός, βρίσκεται στούς οὐρανούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου