Δευτέρα 24 Μαΐου 2010

Συλλείτουργο Οικουμενικού Πατριάρχη και Πατριάρχη Μόσχας στην Ιερά Μονή του Αγ. Σεργίου του Ραντονέζ

Με λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια εορτάστηκε σήμερα (23/05) στον Ιερό Ναό της Αγίας Τριάδος, της Ιεράς Μονής του Αγίου Σεργίου η εορτή της Πεντηκοστής, όπου τελέστηκε Πατριαρχικό Συλλείτουργο του Οικουμενικού Πατριάρχη και του Πατριάρχη Μόσχας.

Επίσης, συλλειτούργησαν οι Μητροπολίτες Αυστρίας Μιχαήλ, Γαλλίας Εμμανουήλ, Μυριοφύτου Ειρηναίος, Βολοκολάμσκ Ιλαρίωνας, Βεροίας Ευγένιος (Πρύτανης της Θεολογικής Ακαδημίας Μόσχας), Ποντόλσκ Τύχων και ο Σεργκίεφ Ποσάντ  Θεόγνωστός.

Αξίζει να σημειωθεί, ότι ιδιαίτερα φιλική ήταν η ατμόσφαιρα στο Πατριαρχικό παρεκκλήσι όπου οι δύο Προκαθήμενοι ενδύθηκαν τα Αρχιερατικά άμφια.
Λίγα λεπτά πριν ενδυθούν τα άμφια ο ιδιοκτήτης του "ΣΩΦΡΙΝΟ" κ. Ευγένιος Παρχάεφ, δώρισε στον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο ένα συλλεκτικό φωτογραφικό τόμο, στον οποίο αποθανατίζονται όλες οι επισκέψεις των Οικουμενικών Πατριαρχών στην Αγία Ρωσία.

Στην ομιλία του ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρθηκε στο Όσιο Σέργιο του Ραντονέζ, τονίζοντας ότι «Συνήχθημεν σήμερον πάντες ημείς, Ποιμένες και ποιμαινόμενοι, εις τον ιερόν τούτον τόπον των ασκητικών αγωνισμάτων και των πνευματικών κατορθωμάτων, τον οποίον ανέδειξεν ο πύρινος ζήλος προς την άσκησιν του εκλεκτού τέκνου της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ρωσίας Οσίου Σεργίου του Ραντονέζ και επότισαν δια των δακρύων της μετανοίας χιλιάδες ασκητών και ευλαβών προσκυνητών».

Επίσης, ο Προκαθήμενος της Ορθοδοξίας τόνισε: «Συνήχθημεν, λοιπόν, σήμερον δια να εορτάσωμεν από κοινού την «μεγίστην», «Πάνσεπτον και Παναγίαν» εορτήν της Πεντηκοστής (Ευσεβίου, Βίος Κωνσταντίνου, 4, 64), την «μητρόπολιν των εορτών», κατά τον Ιερόν Χρυσόστομον (Ομιλία β’, εις την
Αγίαν Πεντηκοστήν, 1. PG 50, 463), την «μεθέορτον» και «τελευταίαν» εορτήν του Πασχαλίου κύκλου, κατά τον ιερόν υμνογράφον (Κάθισμα Όρθρου Πεντηκοστής) (Ακολουθεί παρακάτω η ομιλία).

Ο Πατριάρχης Μόσχας και Πασών των Ρωσιών κ. Κύριλλος, στην αντιφώνηση του, τόνισε ότι
«Με το έλεος του Θεού εορτάζουμε τη σημερινή μεγάλη ημέρα της Πεντηκοστής στον οίκο της Αγίας Τριάδας, στην Ιερά Μονή του μεγάλου Σεργίου, σε ένα μέρος, όπου πάλλεται η πνευματική καρδιά της Ρωσικής Εκκλησίας. Από τα βάθη της καρδιάς μου καλωσορίζω την πεφιλημένη Παναγιώτητά Σας και όλη τη συνοδεία Σας. Ήλθατε για να μοιραστείτε μαζί μας τη χαρά της εορτής, για να αναδείξουμε το
θεσμό της Εκκλησίας, για το οποίο γίνεται λόγος στο στιχηρό της Πεντηκοστής, για να ενώσουμε τις φωνές μας στη δοξολογία της Ζωαρχικής Τριάδας και τις ψυχές μας στην επικοινωνία του Αγίου Πνεύματος».
«Χάρη στο αποστολικό έργο της Εκκλησίας οι καρποί του Αγίου Πνεύματος φανερώθηκαν ποικιλοτρόπως στους Ιουδαίους και στους Έλληνες, στους βάρβαρους και στους Σκύθες. Από τον 9 αιώνα με τους ιεραποστολικούς κόπους των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου η Ορθόδοξη πίστη άρχισε να επεκτείνεται και σε σλαβικό κόσμο, περιλαμβάνοντας ολόκληρους λαούς και κράτη. Από τότε οι βυζαντινοί λειτουργικοί τύποι και τα πρότυπα της οργάνωσης της πνευματικής ζωής αποτελούν πλέον την κοινή μας κληρονομία, η οποία διαφυλάσσεται ευλαβώς», συνέχισε ο Πατριάρχης Κύριλλος.

Επίσης, ο κ. Κύριλλος τόνισε ότι «Οι σπαρμένοι στη ρωσική καρδιά σπόροι απέδωσαν εκατονταπλάσια μέσα στους αγώνες των ασκητών της Αγίας Ρωσίας. Από αυτή την Ιερά Μονή οι μαθητές του Αγίου Σεργίου διασκορπίστηκαν στις εκτάσεις του Ρωσικού Βορρά, ιδρύοντας Ιερές Μονές και καθοδηγώντας πολλές ψυχές ώστε να φτάσουν στη σωτηρία. Οι πνευματικοί δεσμοί με την Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως φανερώθηκαν και σε αυτό το σημείο: Η φήμη του Οσίου Ηγουμένου της Ιεράς Μονής της Αγίας Τριάδας έφτασε στα αυτιά του Αγίου Φιλοθέου Κόκκινου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ο οποίος απέστειλε την ιδιαίτερη ευλογία του να καθιερωθεί στη Μονή το κοινοβιακό σύστημα».
Ο Προκαθήμενος της Ρωσικής Εκκλησίας, υπογράμμισε: «Ευχαριστώ τον Θεό, ο Οποίος με αξίωσε σήμερα να αισθανθώ και να βιώσω εκ νέου αυτή την ενότητα της Εκκλησίας συλλειτουργώντας με την Παναγίωτητά Σας, τους Ιεράρχες και τους κληρικούς από τη συνοδεία Σας, με τον Ιερό θεσμό της Εκκλησίας καθώς και με ολόκληρο το λαό του Θεού. Αποδίδοντας ομοψύχως τον αίνο στον Θεό σε διαφορετικές  γλώσσες, επαναβιώνουμε πνευματικά το θαύμα της Πεντηκοστής. Μεταλαμβάνοντας εκ του κοινού Ποτηρίου, στηρίζουμε την ένωση του εκκλησιαστικού σώματος. Με τη συνάντησή μας σε αυτή την Ιερά Μονή, την οποία ο μεγάλος Αββάς Σέργιος αφιέρωσε στην Υπεραγία Τριάδα, αισθανόμαστε την πλήρη αδελφική κοινωνία».
Εν συνεχεία ο Πατριάρχης αναφέρθηκε στην ενότητα των Εκκλησιών τονίζοντας ότι «Η ομοφωνία μεταξύ των αγίων του Θεού Εκκλησιών αποτελεί το βέβαιο γνώρισμα του ότι δεν εξέλειψε η θεία χάρη από μέσα μας, ότι οι Αρχιερείς, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την καθολική ενότητα, όπως και παλαιότερα, κινούνται με το Άγιο Πνεύμα, ότι η θυσία του Χριστού δεν παρέμεινε άκαρπη μέσα στις καρδιές μας. Όσο πιο περισσότερα συσπειρωμένοι είμαστε, τόσο πιο αποτελεσματική είναι η κοινή μας μαρτυρία ενώπιον του κόσμου, ο οποίος σπαράζεται από τις αντιθέσεις και  χάνει τους θεοϊδρυτους ηθικούς προσανατολισμούς. Η βούληση μας προς την ενότητα είναι ικανή πραγματικά να εξευμενίσει τον Θεό για να ελεήσει το ανθρώπινο γένος και να αποτρέψει την δίκαιη οργή Του από μας».
«Παναγιώτατε! Θέλω να Σας ευχαριστήσω ενώπιον του Εκκλησιάσματος, για το ότι είστε κοντά μας αυτές τις ευλογημένες ημέρες, ώστε να υλοποιήσουμε την κοινή μας επιθυμία να είμαστε ένα εκκλησιαστικό σώμα, καθώς και να αναδείξουμε την εντεταλμένη από τον Σωτήρα φιλαδελφία», πρόσθεσε κλείνοντας ο Πατριάρχης Μόσχας και Πασών των Ρωσιών κ. Κύριλλος.

Η ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχη έχει ως εξής:


Μακαριώτατε και Αγιώτατε Πατριάρχα Μόσχας και  πάσης Ρωσσίας κ. Κύριλλε,
Ιερώτατοι εν Χριστώ αδελφοί,
Ευλογημένοι Χριστιανοί, τέκνα φωτόμορφα τής  Εκκλησίας,
1. Συνήχθημεν σήμερον πάντες ημείς, Ποιμένες και ποιμαινόμενοι, εις τον ιερόν τούτον τόπον των ασκητικών αγωνισμάτων και των πνευματικών κατορθωμάτων, τον οποίον ανέδειξεν ο πύρινος ζήλος προς την άσκησιν του εκλεκτού τέκνου της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ρωσσίας Οσίου Σεργίου του Ραντονέζ και επότισαν δια των δακρύων της μετανοίας χιλιάδες ασκητών και ευλαβών προσκυνητών. Η απόφασις του νεαρού, κατά κόσμον Βαρθολομαίου, από το Ροστώβ να επιλέξη την δύσβατον ατραπόν της ασκητικής πνευματικότητος δεν εκάμφθη από τας μεγάλας δυσκολίας του μονήρους βίου και τας αντιξόους συνθήκας των καιρών.
Αντιθέτως ενισχύθη πολλώ μάλλον δια των αγώνων αυτού προς αντιμετώπισιν όχι μόνον των έξωθεν προκλήσεων του κόσμου, αλλά και των εσωτερικών συγχύσεων του μοναχισμού της εποχής. Η ευλάβεια των ευγενών γονέων του Κυρίλλου και Μαρίας ήσκησε μεγάλην επίδρασιν εις τας πνευματικάς του επιλογάς, διο και μετά τον θάνατόν των απεφάσισε μετά του χηρεύσαντος πρεσβυτέρου αδελφού του Σεργίου να αποσυρθούν εις τον έρημον τότε τόπον του Ραντονέζ και να αφιερωθούν εις τον αναχωρητικόν βίον.
Ανήγειρον μίαν καλύβην, ένα κελλίον και ένα ναόν, τον οποίον αφιέρωσαν εις την Αγίαν Τριάδα. Η πρόθυμος αποδοχή της προτροπής του Οικουμενικού Πατριάρχου Φιλοθέου να καθιερώση το κοινοβιακόν σύστημα εις το νέον μοναστικόν κέντρον, εις το οποίον συνέρρεον πανταχόθεν ασκηταί, επιβεβαιοί όχι μόνον την ευρυτάτην πνευματικήν ακτινοβολίαν, αλλά και τον σεβασμόν προς τους καθιερωμένους κανόνας της ασκητικής πνευματικότητος της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Αυτός είναι ο λόγος, δια τον οποίον συνήχθημεν ομοθυμαδόν εις το μέγα τούτο μοναστικόν κέντρον της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ρωσσίας και της Ορθοδόξου Εκκλησίας γενικώτερον, ώστε να εορτάσωμεν από κοινού, συνηγμένοι περί την Τράπεζαν του Κυρίου, την μεγάλην ταύτην εορτήν δι  ὁλόκληρον τον χριστιανικόν κόσμον.
Η Μήτηρ Εκκλησία, η εν Κωνσταντινουπόλει  Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία, «η πολύτεκνος αύτη και φιλότεκνος»  Εκκλησία, κατά τόν Ιερόν Χρυσόστομον, «τω πλήθει των τέκνων κομά» και «φαιδροτέρα σήμερον δείκνυται τα πλήθη των υμετέρων σωμάτων περιβαλλομένη» (Ομιλία α’, εις την Αγίαν Πεντηκοστήν, 1. PG 50, 453), διότι η φιλτάτη θυγάτηρ αυτής και αδελφή Αγιωτάτη Εκκλησία της Ρωσσίας, παραλαβούσα εκ της Μητρός Εκκλησίας το Ευαγγέλιον της σωτηρίας και την ιεράν παρακαταθήκην των πνευματοφόρων Πατέρων της Εκκλησίας, φωτίζεται συνεχώς υπό του φωτός των πυρίνων γλωσσών της Πεντηκοστής και γεύεται τους καρπούς της επιδημίας του Αγίου Πνεύματος όχι μόνον εις ευτυχείς περιόδους, αλλά και εις καιρούς χαλεπούς.
Η ακατανίκητος δύναμις των πυρίνων γλωσσών συνήγαγε πάσας τας διεσπαρμένας εθνότητας της αχανούς αυτής περιοχής εις την ενότητα της πίστεως υπό το φως του Ευαγγελίου και απέδωσε πλουσίους καρπούς δια την πνευματικήν αναγέννησιν, την εθνικήν συνοχήν και την διεθνή ακτινοβολίαν του ευλαβούς ρωσσικού λαού. Την μεταμόρφωσιν αυτήν του ρωσσικού λαού εγκωμιάζει μετ  εὐλόγου θαυμασμού ο Μητροπολίτης Ρωσσίας Ιλαρίων εις Ομιλίαν αυτού «Περί νόμου και χάριτος» εξήκοντα περίπου έτη από της ενάρξεως του αποστολικού έργου της βυζαντινής ιεραποστολής: «Το σκότος της δαιμονικής λατρείας ηφανίσθη και ο ήλιος του Ευαγγελίου έλαμψεν υπεράνω της γης ημών. Τα ιερά των ειδώλων κατεστράφησαν και οι ναοί ανηγέρθησαν. Τα είδωλα εθρυμματίσθησαν και αι εικόνες των Αγίων ενεφανίσθησαν. Οι δαίμονες έφυγον και ο σταυρός καθηγίασε τας πόλεις.
Επίσκοποι, ιερείς και διάκονοι ήλθον ως ποιμένες πνευματικού ποιμνίου, προσφέροντες την καθαράν θυσίαν ... Η σάλπιγξ των αγγέλων και ο κεραυνός του Ευαγγελίου ήχησαν εις πάσας τας πόλεις ... Άπας ο λαός, άνδρες και γυναίκες, μικροί και μεγάλοι, επλήρωσαν τους ιερούς ναούς». Το φως εκείνο των πυρίνων γλωσσών ακτινοβολεί συνεχώς εις την ζωήν της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ρωσσίας δια να φωτίζη την οδόν της υπερβάσεως των διασπάσεων του κόσμου και να μυσταγωγήται συνεχώς το μυστήριον της Πεντηκοστής.
Συνήχθημεν, λοιπόν, σήμερον δια να εορτάσωμεν από κοινού την «μεγίστην», «Πάνσεπτον και Παναγίαν» εορτήν της Πεντηκοστής (Ευσεβίου, Βίος Κωνσταντίνου, 4, 64), την «μητρόπολιν των εορτών», κατά τον Ιερόν Χρυσόστομον (Ομιλία β’, εις την Αγίαν Πεντηκοστήν, 1. PG 50, 463), την «μεθέορτον» και «τελευταίαν» εορτήν του Πασχαλίου κύκλου, κατά τον ιερόν υμνογράφον (Κάθισμα Όρθρου Πεντηκοστής).
Ποία όμως η υπόθεσις της μεγάλης ταύτης εορτής, ως θα έθετε το ερώτημα ο Ιερός Χρυσόστομος; Ο ιερός υμνογράφος, εκφράζων την κοινήν εκκλησιαστικήν συνείδησιν, απαντά «Πεντηκοστήν εορτάζομεν, και Πνεύματος επιδημίαν, και προθεσμίαν επαγγελίας, και ελπίδος συμπλήρωσιν» (Στιχηρόν Εσπερινού Πεντηκοστής). Τι σημαίνουν αυτά δι  ἡμᾶς; Ο περιεκτικός λόγος του υμνογράφου δηλώνει το βαθύτερον νόημα της εορτής της Πεντηκοστής δια την ζωήν της Εκκλησίας και παντός πιστού.
Πεντηκοστήν εορτάζομεν, διότι δι  αὐτῆς  κατακλείεται ο πεντηκονθήμερος  Πασχάλιος κύκλος από της Αναστάσεως του Χριστού, δια της οποίας ωλοκληρώθη το επίγειον λυτρωτικόν έργον του ενανθρωπήσαντος Υιού και Λόγου του Θεού δι  ἡμᾶς και δια την ημετέραν σωτηρίαν.
Πεντηκοστήν εορτάζομεν, διότι κατ  αὐτήν ο  αναληφθείς εις τους ουρανούς και καθήμενος εν δεξιά του Πατρός μετά της θεωθείσης ανθρωπότητος Αυτού απέστειλεν εις τους «προσκαρτερούντας» μαθητάς Αυτού το Άγιον Πνεύμα δια να τους οδηγή ασφαλώς εις την ανατεθείσαν εις αυτούς αποστολήν να κηρύξουν το Ευαγγέλιον της σωτηρίας εις πάντα τα έθνη.
Πεντηκοστήν εορτάζομεν, διότι δια τής επιδημίας  του Αγίου Πνεύματος ελάβομεν «προθεσμίαν επαγγελίας», ήτοι τής  επαγγελίας του Χριστού δια  τήν εγκαθίδρυσιν εις τόν κόσμον τής Εκκλησίας Του «έως της συντελείας του αιώνος», η οποία ορίζει την εσχατολογικήν «προθεσμίαν» της «ογδόης ημέρας» εις την ιστορίαν της σωτηρίας του ανθρωπίνου γένους.
Πεντηκοστήν εορτάζομεν, διότι δια τής συγκροτήσεως υπό του Αγίου Πνεύματος τής  Εκκλησίας του Χριστού εν τω κόσμω έχομεν «ελπίδος συμπλήρωσιν» δια να καταστώμεν και ημείς, δια της χορηγουμένης υπό του Αγίου Πνεύματος χάριτος, θείας φύσεως κοινωνοί ως μέλη του δοξασθέντος «σώματος Χριστού».
2. Ο Ιερός Χρυσόστομος τονίζει  τήν εξέχουσαν θέσιν τής εορτής  τής Πεντηκοστής τόσον εις  τόν κύκλον τών μεγάλων εορτών  της Εκκλησίας, όσον και εις την πνευματικήν ζωήν των πιστών. Συμμετέχοντες εις τον πανηγυρικόν εορτασμόν της Πεντηκοστής, ως και εις τας άλλας μεγάλας εορτάς του μυστηρίου της εν Χριστώ θείας οικονομίας δια την σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους, δεν αναμιμνησκόμεθα απλώς τα μεγάλα γεγονότα της πίστεως ημών, αλλά μετέχομεν προσωπικώς εις αυτά και γευόμεθα τους εξ αυτών απορρεύσαντας δια πάντας ημάς πλουσίους πνευματικούς καρπούς.
Την εμπειρίαν ταύτην καλούμεθα να βιώσωμεν και εις την σήμερον τελουμένην μυσταγωγικήν θείαν λειτουργίαν δια της μεταλήψεως του σώματος και του αίματος Χριστού, των τιμίων δώρων της Θείας Ευχαριστίας, τα οποία προσφέρονται εις ημάς δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος.
«Μέγα»  λοιπόν και «σεβάσμιον» το δια  της σήμερον πανηγυρικής αγομένης εορτής δηλούμενον «μυστήριον» της σωτηρίας ημών, ως αναφωνεί ο ιερός υμνογράφος (Στιχηρόν Εσπερινού Πεντηκοστής), διότι εν αυτώ και δι  αὐτοῦ ανακεφαλαιούται και αποκαλύπτεται εις ημάς το θεολογικόν βάθος της βουλής του Θεού Πατρός δια την συνεργίαν του Υιού και του Αγίου Πνεύματος εις το όλον σχέδιον της θείας οικονομίας δια τον άνθρωπον και τον κόσμον, από της δημιουργίας του κόσμου μέχρι της συντελείας του αιώνος.
Κατά την δημιουργίαν του κόσμου ο Υιός και Λόγος του Θεού δημιουργεί τον άνθρωπον και τον κόσμον, το δε Άγιον Πνεύμα τελειοί την δημιουργίαν και ζωοποιεί τον άνθρωπον ως εικόνα Θεού. Μετά την πτώσιν των πρωτοπλάστων, το Άγιον Πνεύμα εγκαταλείπει και δεν «επισκιάζει» τους ανθρώπους «δια το είναι αυτούς σάρκας» (Γεν. 6, 3), αλλ  ἀποστέλλεται υπό του Υιού προς τους προφήτας και τους δικαίους της Παλαιάς Διαθήκης δια να διατηρήση ζώσαν εις την μνήμην του περιουσίου λαού την επαγγελίαν του Θεού δια την σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους.

Κατά την ενανθρώπησιν του Υιού και Λόγου του Θεού, το Άγιον Πνεύμα κατήλθεν επί την Παρθένον Μαρίαν, εκαθάρισεν αυτήν εκ του ρύπου του προπατορικού αμαρτήματος, της έδωσε δύναμιν «γεννητικήν» δια να γεννήση τον Λόγον του Θεού εν σαρκί κατά παρέκκλισιν εκ του φυσικού νόμου και κατέστησε δυνατήν την ένωσιν της εκ των αγνών αιμάτων αυτής πλασθείσης υπό του Λόγου ανθρωπότητος προς την θεότητα αυτού. Κατά τον επίγειον βίον του Χριστού, το Άγιον Πνεύμα εμαρτύρει την θεότητα και ενήργει τα της θεότητος αυτού κατά την Βάπτισιν, την τέλεσιν των θαυμάτων, την μεταμόρφωσιν και την ανάστασιν μέχρι της αναλήψεως του Χριστού μετά της ανθρωπότητος αυτού.
Αυτά  απεκάλυψεν ο Χριστός έργω και  λόγω κατά τόν επίγειον βίον Αυτού, αυτά εδίδαξεν εις τους αποστόλους, αυτά παρέλαβεν η Εκκλησία δια  τής επιδημίας του Αγίου  Πνεύματος κατά τήν ημέραν τής  Πεντηκοστής, αυτά ηρμήνευσαν οι πνευματοφόροι έγκριτοι Πατέρες της Εκκλησίας, αυτά βιούμεν εις την Θείαν Λειτουργίαν και την όλην μυστηριακήν εμπειρίαν του εκκλησιαστικού σώματος και δι  αὐτῶν προγευόμεθα εν τω παρόντι βίω των αγαθών του μέλλοντος αιώνος, καθοδηγούμενοι και φωτιζόμενοι υπό του Παναγίου και τελεταρχικού Πνεύματος.
Πάντα ταύτα εβεβαιώθησαν δια της επαγγελίας του Χριστού προς τους αποστόλους περί της αποστολής του Αγίου Πνεύματος.
Συνεπώς, η αποστολή του Αγίου Πνεύματος ορίζεται αφ  ἑνός μεν ως πλήρης και αληθής μαρτυρία περί του λυτρωτικού έργου του Χριστού, την οποίαν δεν ηδύναντο εισέτι «βαστάζειν» οι απόστολοι, ως μη έχοντες λάβει το Άγιον Πνεύμα, αφ  ἑτέρου δε ως αληθής αναγγελία και των μελλοντικών αγαθών, («και τα ερχόμενα αναγγελεί υμίν»), διο και ήτο προς το συμφέρον των αποστόλων, «ίνα έλθη ο Παράκλητος, το Πνεύμα της αληθείας».
Όπως λοιπόν ο Χριστός απέστειλε το Άγιον Πνεύμα και εις την ιδικήν του ανθρωπότητα, την οποίαν έλαβεν εκ της Παρθένου Μαρίας, δια να την ενώση μετά της θεότητος αυτού, ούτω και κατά την Πεντηκοστήν απέστειλε το Άγιον Πνεύμα δια να βεβαιοί την ενότητα της εν τω κόσμω Εκκλησίας προς την ανθρωπότητα του αναληφθέντος Χριστού.
Διατί όμως ήτο αναγκαία η συνεργία του  Αγίου Πνεύματος εις τήν πρόσληψιν  τής ανθρωπότητος υπό του Λόγου του Θεού; Ήτο αναγκαία, διότι ο Χριστός προσέλαβε την «πεπτωκυΐαν», ανθρωπίνην φύσιν του Αδάμ, η οποία δεν ήτο δυνατόν να ενωθή μετά της θείας φύσεως του Λόγου του Θεού πριν η αγιασθή υπό του Αγίου Πνεύματος.
Ο αγιασμός λοιπόν τής ανθρωπότητος του Χριστού υπό του Αγίου Πνεύματος «εξ άκρας συλλήψεως» ήτο αναγκαίος δια την ένωσιν αυτής μετά της θεότητος του Λόγου, διότι, κατά τον Μ. Αθανάσιον, «δια τούτο ο Λόγος και Υιός του Πατρός, ενωθείς σαρκί, γέγονε σαρξ, άνθρωπος τέλειος, ίνα οι άνθρωποι, ενωθέντες Πνεύματι, γένωνται εν πνεύμα» (Περί Ενανθρ., 8).
Επομένως, σκοπός της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού ήτο η επιστροφή του Αγίου Πνεύματος εις τους ανθρώπους, η οποία ήτο δυνατή μόνον δια της εν Χριστώ αποκαταλλαγής του ανθρώπου προς τον Θεόν, διο και η αποστολή του Αγίου Πνεύματος εις την ανθρωπότητα του Χριστού ήτο όχι μόνον η προτύπωσις της Πεντηκοστής, αλλά και απαραίτητος προϋπόθεσις δια την σωτηρίαν του ανθρωπίνου γένους.
3. Εν τούτοις, το Άγιον Πνεύμα, το οποίον ηγίασε τήν ανθρωπότητα του Χριστού, δεν εδόθη εις τους αποστόλους κατά τον επίγειον βίον αυτού, διότι δεν είχεν εισέτι τελειωθή η δια της σταυρικής θυσίας και της αναστάσεως καταλλαγή του ανθρώπου προς τον Θεόν Πατέρα. Η καταλλαγή του Θεού Πατρός εγένετο μετά την Ανάληψιν, αφού ο Χριστός εκάθησεν εν δεξιά του Πατρός μετά της θεωθείσης ανθρωπότητος αυτού, διο και κατέστη δυνατή η αποστολή του Αγίου Πνεύματος κατά την ημέραν της Πεντηκοστής.
Ούτως, ο Ιερός Χρυσόστομος τονίζει, ότι «η φύσις η ημετέρα προ δέκα ημερών εις τον θρόνον ανέβη τον βασιλικόν, και το Πνεύμα το Άγιον κατέβη σήμερον προς την φύσιν την ημετέραν. Ανήνεγκεν ο κύριος την απαρχήν την ημετέραν (₌την ανθρωπότητα Αυτού), και κατήνεγκε το Πνεύμα το Άγιον ... Ούπω δέκα ημέρας είχεν ανελθών ο Χριστός, και χαρίσματα ημίν έπεμψε πνευματικά, δώρα της καταλλαγής εκείνης...» (αυτόθι, 2. PG 50, 456 και Ομιλία β’, 1. PG 50, 463-464).
Συνεπώς, κατά τήν ημέραν τής Πεντηκοστής  τελειούται το λυτρωτικόν έργον του  Χριστού δια τής αποστολής  του Αγίου Πνεύματος εις τους αποστόλους και δι  αὐτῶν προς πάντας τους πιστεύοντας εις Χριστόν και εγκαθιδρύεται εις τον κόσμον η Εκκλησία δια να συνεχίζεται η σάρκωσις του Χριστού υπό την καθοδήγησιν του Αγίου Πνεύματος μέχρι της συντελείας του αιώνος.
Υπό την έννοιαν αυτήν, η πεντηκονθήμερος περίοδος από της Κυριακής της Αναστάσεως μέχρι της Κυριακής της Πεντηκοστής αφ  ἑνός μεν συγκεφαλαιώνει το όλον μυστήριον της εν Χριστώ θείας οικονομίας από της δημιουργίας του κόσμου μέχρι της Αναλήψεως του Χριστού, αφ  ἑτέρου δε εισάγει δια της επιδημίας του Αγίου Πνεύματος εις την εσχατολογικήν προοπτικήν της «ογδόης ημέρας», εις την οποίαν εισέρχεται η Εκκλησία κατά την ημέραν της Πεντηκοστής.

Είναι λοιπόν προφανές ότι η εκκλησιαστική  συνείδησις συνέδεσε πάντοτε τήν  επιδημίαν του Αγίου Πνεύματος  όχι μόνον προς την φανέρωσιν εις τον κόσμον της εν Χριστώ προσληφθείσης και αγιασθείσης «απαρχής» της Εκκλησίας, αλλά και προς την εσχατολογικήν προοπτικήν της σωτηριολογικής αποστολής αυτής μέχρι της συντελείας του αιώνος.
Ούτω, το άμεσον και κύριον χάρισμα του δοξασθέντος Χριστού εις τον κόσμον είναι η αποστολή του Αγίου Πνεύματος προς τους αποστόλους κατά την ημέραν της Πεντηκοστής δια την σύστασιν της Εκκλησίας, διότι, κατά τον Ιερόν Χρυσόστομον, «Ει μη Πνεύμα παρήν, ουκ αν συνέστη η Εκκλησία, ειδέ συνίσταται η Εκκλησία, εύδηλον ότι το Πνεύμα πάρεστιν» (Ομιλία α’, Εις την Αγίαν Πεντηκοστήν, 4. PG 50, 459).
Πάντα τα άλλα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος αναφέρονται εις την συγκρότησιν και την λειτουργίαν της Εκκλησίας δια την εκπλήρωσιν της πνευματικής αποστολής εις τον κόσμον, διο και ο ιερός υμνογράφος τονίζει ότι «πάντα χορηγεί το Πνεύμα το Άγιον. Βρύει προφητείας, ιερέας τελειοί, αγραμμάτους σοφίαν εδίδαξεν, αλιείς θεολόγους ανέδειξεν, όλον συγκροτεί τον θεσμόν της Εκκλησίας» (Στιχηρόν Εσπερινού Πεντηκοστής).
Πάντα όμως όσα ενεργεί το Άγιον Πνεύμα εν τη Εκκλησία έχουν ως πηγήν το λυτρωτικόν έργον του Χριστού κατά τον επίγειον βίον Αυτού και ως αναφοράν την εν Χριστώ δοξασθείσαν «απαρχήν» της Εκκλησίας, ήτοι την ανθρωπότητα Αυτού, εις την οποίαν εγκεντρίζονται δια της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος και πάντα τα μέλη της εν τω κόσμω Εκκλησίας, διότι, ως τονίζει ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, «πάντες γαρ ήμεν εν Χριστώ και το κοινόν της ανθρωπότητος εις αυτόν αναβιοί πρόσωπον, επεί και έσχατος Αδάμ δια τούτο κατωνόμασται...» (Υπόμν., Εις Ιω., Ι. PG 73, 161).

Πάσαι λοιπόν αι ενέργειαι του Αγίου  Πνεύματος εις τήν Εκκλησίαν  γίνονται εν Χριστώ, ως πάσαι αι ενέργειαι  του Χριστού εις τήν Εκκλησίαν  γίνονται δια του Αγίου Πνεύματος. Ούτως, ο Ιερός Χρυσόστομος θέτει  το κρίσιμον ερώτημα δια το έργον του Αγίου Πνεύματος εν τη Εκκλησία και δίδει την απάντησιν: «Τι γαρ ειπέ μοι, των συνεχόντων την σωτηρίαν την ημετέραν ουχί δια του Πνεύματος ωκονόμηται;
Δια τούτου δουλείας απαλλαττόμεθα, εις ελευθερίαν καλούμεθα, εις υιοθεσίαν αγόμεθα και άνωθεν ως ειπείν αναπλαττόμεθα... Δια του Πνεύματος του Αγίου ιερέων βλέπομεν χορούς, διδασκάλων έχομεν τάγματα... Και τα λοιπά πάντα, όσα την Εκκλησίαν του Θεού κοσμείν είωθεν, εντεύθεν έχει την χορηγίαν...» (Ομιλία Β’, Εις την Αγίαν Πεντηκοστήν, 1. PG 50, 463-464).
Εν τούτοις, πάσαι αι χορηγίαι του Αγίου Πνεύματος τόσον εις την μυστηριακήν ζωήν της Εκκλησίας, όσον και εις τα καθ  ἕκαστον μέλη η τάγματα του εκκλησιαστικού σώματος έχουν την αναφοράν αυτών εις τον Χριστόν, διο και ο Μ. Αθανάσιος συνοψίζει την κοινήν εμπειρίαν πάντων των μελών του εκκλησιαστικού σώματος εις μίαν περιεκτικήν φράσιν, ότι δηλαδή δια πασών των δωρεών του Αγίου Πνεύματος «το Πνεύμα ποτιζόμενοι, τον Χριστόν πίνομεν» (Επιστ. προς Σεραπίωνα, περί του Αγίου Πνεύματος PG 26, 573-576).
Και ημείς λοιπόν σήμερον, Πεντηκοστήν εορτάζοντες, ας ποτισθώμεν δια της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος δια να γευώμεθα τας δωρεάς της εν Χριστώ καινής ζωής.
Μακαριώτατε και Αγιώτατε αδελφέ,
Ασπαζόμεθα  Υμάς και τους λοιπούς αγίους συλλειτουργούς αδελφούς εν Αγίω Πνεύματι και ευλογούμεν από του ιερού τούτου τόπου τον περιούσιον λαόν της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Ρωσσίας, δοξολογούντες το όνομα του Αναστάντος Χριστού δια την μεγάλην δωρεάν της συναντήσεως ημών εν τω ονόματι Αυτού επί της αγίας Ρωσσικής γης, της ποτισμένης με αίματα μαρτύρων παλαιοτέρων και νεωτέρων.
Δόξα  τω Θεώ τών πατέρων ημών πάντων ένεκεν!



 





Αιμίλιος Πολυγένης -Ρομφέα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου