ΙΩΣΗΦ ΜΟΝΑΧΟΥ
ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΩΝΑ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ»- ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1989
Πρακτικὲς ὑποτυπώσεις
(Παραμονὴ Α´ ἑβδομάδος Μ. Τεσσαρακοστῆς)
Θέλω νὰ σχολιάσω τὸ θέμα τῆς μετανοίας, παίρνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ μερικὰ πράγματα ποὺ μὲ προεκάλεσαν καὶ ἀπὸ τὸν προσωπικό μου βίο, ἀλλὰ καὶ γενικώτερα. Βλέπω ὅτι μοναχοὶ στὶς ἡμέρες αὐτὲς τῆς περιόδου τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς, εὑρίσκουν καιρὸ καὶ ἀσχολοῦνται μὲ θέματα ἐπουσιώδη καὶ λόγω τῆς ἀπειρίας τους ὅταν τοὺς ἐρωτήσης γιατὶ ἀσχολοῦνται μὲ αὐτά, ἀπαντοῦν: «Ἐπειδὴ εἶχα καιρὸ καὶ δὲν εἶχα τίποτε ἄλλο νὰ κάνω». Αὐτὸ εἶναι ἕνα εἶδος μικροψυχίας, νὰ μὴν πῶ ὀλιγοπιστίας. Δὲν ἔχεις τί νὰ κάνῃς; Ἴσως νὰ ἐτελείωσες τὸ διακόνημά σου καὶ ἔχεις ἕνα περιθώριο χρόνου. Τότε πήγαινα στὸ κελλί σου. Τὸ κελλὶ εἶναι τὸ ἐργαστήριο τῆς μεταβολῆς τοῦ χαρακτῆρος σου. Δὲν πηγαίνεις νὰ γονατίσης ἐκεῖ μέσα; νὰ κτυπήσης τὸ μέτωπό σου κάτω, νὰ κτυπήσης τὸ στῆθος, τὴν «ἐνθήκη» τῶν κακῶν, ἀλλὰ καὶ τὴν «ἐνθήκη» τῶν καλῶν; Καὶ νὰ κτυπήσεις ἐκεῖ τοῦ Ἰησοῦ τὴν πόρτα; Νὰ ζήτησης, νὰ αἰτήσης, νὰ ἐπιμένῃς, οὕτως ὥστε νὰ σοῦ ἀνοίξη;
Ἔπειτα κάθεσαι καὶ δὲν μελετᾷς; Μά, οἱ μοναχοὶ εἶναι θεολόγοι. Ἐπὶ Βυζαντίου, στὸ Πανεπιστήμιο
τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπῆρχαν ὅλοι οἱ ἐπιστημονικοὶ κλάδοι. Ὅλες οἱ γνώσεις τῶν ἀνθρώπων. Μόνο ἡ θεολογία ἀπαγορευόταν. Ἡ θεολογία ἦταν στὶς ἱερὲς Μονές. Δὲν ἐθεωρεῖτο ἀνθρώπινη γνῶσι. Στοὺς μοναχοὺς ἀνήκει ἡ θεολογία, διότι ἐρχόμενοι σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν Θεὸ προσωπικά, δέχονται τὶς ἐλλάμψεις καὶ ἀποκαλύψεις καὶ γίνονται θεολόγοι. Γιατί λοιπόν, νὰ μὴν ἀνοίξωμε τὸ Πανεπιστήμιό μας ἐδῶ, ἡμέρα καὶ νύκτα καὶ νὰ γίνωμε πραγματικοὶ θεολόγοι; Εἶδα καὶ ἐπιμένω καὶ δὲν ὑποχωρῶ, ὅτι τόση Χάρι παίρνει ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὴν μελέτη στὸ κελλί του, μέσα στὸ πνεῦμα τῆς ἀπολύτου ἡσυχίας, σχεδὸν ἴση με αὐτὴ ποὺ δίνει ἡ προσευχή. Εἰς αὐτὸ ἐπιμένω,
διότι χάριτι Χριστοῦ, τὸ ἐγεύθηκα ὄχι μιά, ἀλλὰ πολλὲς φορὲς στὴν ζωή μου.
Καὶ θέλω νὰ τονίσω καὶ κάτι ἀκόμα. Ὁ νόμος τῆς ἐπιρροῆς, ὁ κανόνας τῆς ἐπιδράσεως, ἐφαρμόζεται ἀπόλυτα. Τὰ συγγράμματα τῶν Πατέρων ποὺ μελετᾷ ὁ μοναχὸς μὲ πίστι καὶ πόθο καὶ ἐπικαλεῖται τὴν εὐχή τους εἶναι ἀδύνατο νὰ μὴν ἐπιδράσουν ἐπάνω του. Διότι οἱ Πατέρες ἦσαν καὶ ἐξακολουθοῦν νὰ εἶναι Πατέρες, καὶ ζητοῦν ἀφορμὴ καὶ αὐτοί, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Θεός, τοῦ ὁποίου εἶναι «εἰκὼν καὶ ὁμοίωσις», νὰ μεταδώσουν σὲ μᾶς τὶς Χάριτες τὶς ὁποῖες αὐτοὶ εὑρῆκαν διὰ τοῦ ἀγῶνος των. Μὲ τὴν ἀνάγνωσι καὶ τὴν μελέτη τους νὰ εἶσθε βέβαιοι, ὅτι ἡ πατρική τους στοργὴ θὰ ἐπιδράση ἐπάνω σας.
Ἂς ἐπανέλθωμε ὅμως στὸ θέμα τῆς μετανοίας.
Πολλὲς φορὲς συμβαίνει στὸν ἀγωνιζόμενο, νὰ μὴν ἠμπορῆ νὰ νικήση τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, διότι εἶναι τόσο πολὺ αἰχμαλωτισμένος ἀπὸ τὰ πάθη του, παρ᾿ ὅλο ποὺ αὐτὸς τὰ μισεῖ, τὰ ἀποστρέφεται, δὲν τὰ θέλει· καὶ αὐτὴ ἡ κατάστασι θεωρεῖται κατὰ τὴν παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας, ζωὴ μετανοίας.
Τότε μόνο δὲν θεωρεῖται μετάνοια, ὅταν παύση ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀγωνίζεται καὶ λέγει: «Δὲν ἠμπορῶ πλέον. Δὲν ὑπάρχει γιὰ μένα τίποτε». Αὐτὸ λέγεται ἀπόγνωσι καὶ τὸ καταδικάζει ἡ Ἐκκλησία ὡς βλασφημία κατὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· περικόπτει καὶ ἀπορρίπτει αὐτὸ τὸ μέλος ὡς σάπιο, ὡς βλάσφημο, στρεφόμενο κατὰ τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ.
Δὲν πρέπει λοιπόν, σὲ καμμιὰ περίπτωσι νὰ συστέλλωμε τὴν πίστι μας. Οὐδέποτε νὰ σκεφθῆ κανείς, ὅτι εἶναι ἀδύνατο νὰ φθάσουμε στὴν ὁλοκληρωτικὴ μετάνοια στὴν ὁποία μᾶς ἐκάλεσε ὁ Χριστός μας. Θὰ φθάσωμε χάριτι Χριστοῦ. Οὐδέποτε εἶναι ἱκανὴ μόνη ἡ ἀνθρώπινη ἐνέργεια καὶ προσπάθεια νὰ φθάση ἐκεῖ. Αὐτὸ εἶναι ἐγωιστικότατο καὶ οἱ Πατέρες τὸ κατεδίκασαν. Ὁ Μέγας Μακάριος λέγει ὅτι τόση εἶναι ἡ δύναμι τῆς προθέσεως τοῦ ἀνθρώπου, τόσο μόνο ἠμπορεῖ ὁ ἄνθρωπος, μέχρι ποὺ νὰ ἀντιδράση πρὸς τὸν διάβολο. Προκαλούμενος ὑπὸ τοῦ σατανᾶ, ὑπὸ μορφὴ προσβολῆς «κάνε αὐτό», τόσο μόνο ἠμπορεῖ νὰ πῇ ὁ ἄνθρωπος· «ὄχι δὲν τὸ κάνω». Μέχρι ἐκεῖ ἠμπορεῖ νὰ πάῃ ὁ ἄνθρωπος. Ἀπὸ ἐκεῖ καὶ πέρα εἶναι ἔργο τῆς Χάριτος.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς μας, ἐτόνιζε μὲ ἔμφασι ὅτι, «χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Ἄρα ποτὲ νὰ μὴν συσταλῆτε, ποτὲ νὰ μὴν κατεβαίνετε στὴν μικροψυχία, ἐφ᾿ ὅσο «διὰ πίστεως βαδίζομεν». Ποτὲ νὰ μὴν λέγετε: «Δὲν θὰ φθάσωμε ἐμεῖς στὴν ἀπάθεια, δὲν θὰ φθάσωμε στὸν ἁγιασμό, δὲν θὰ μιμηθοῦμε τοὺς Πατέρες μας». Αὐτὸ εἶναι βλάσφημο.
Θὰ τοὺς φθάσωμε ἐπειδὴ τὸ θέλομε καὶ ἐφ᾿ ὅσο τὸ θέλομε θὰ μᾶς τὸ δώση ὁ Χριστός μας. Μένοντας πιστοὶ καὶ μὴ ὑποχωροῦντες κατὰ πρόθεσι, ὁπωσδήποτε θὰ τὸ ἐπιτύχωμε. Αὐτὴ εἶναι ἡ πραγματικότης. Ἔξω ἀπὸ αὐτὴ τὴν γραμμὴ οἱ Πατέρες δὲν παραδέχονται ἄλλη. Ἔξω ἀπὸ αὐτή, θεωρεῖται πλέον ἀπόγνωσι. Δὲν ὑπάρχει τὸ «δὲν μπορῶ πλέον». Πῶς δὲν μπορεῖς; Διὰ τοῦ Χριστοῦ ἰσχύομε. «Πάντα ἰσχύομεν ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντι ἡμᾶς Χριστῷ». «Πάντα», εἶπε ὁ Παῦλος, γιὰ νὰ μὴν ἀφήση κανένα περιθώριο, μήπως πῇ κάποιος «ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ». Ἀφοῦ εἶναι «μεθ᾿ ἡμῶν ὁ Θεός, τίς καθ᾿ ἡμῶν; Εἰ Θεὸς ὁ δικαιών, τίς ὁ κατακρίνων;»
Κοιτάξετε τὸ ὅριο τῆς μετανοίας πῶς ἀποκαλύπτεται μέσα στὴν Γραφή. Ὁ Πέτρος, ἐρώτησε τὸν Ἰησοῦ μας. «Κύριε, καλὰ εἶναι ἕως ἑπτὰ φορὲς νὰ συγχωρῶ αὐτὸν ποὺ μοῦ φταίει;» Ὁ Πέτρος τότε ἀτελὴς ὄντας, μὴ δεχθεὶς τὴν ἔλλαμψι τῆς Χάριτος, ἐσκέπτετο ἀνθρωπίνως. Ἐνόμιζε μὲ τὸν τρόπο αὐτό, σύμφωνα μὲ τὴν αὐστηρότητα τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου, ὅτι ἔκανε μεγάλη οἰκονομία. Ἔφθασε, ὄχι μιὰ ἀλλὰ ἑπτὰ φορὲς νὰ συγχωρῇ. Καὶ ὁ Ἰησοῦς μας, ἐρμηνεύοντάς του τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, τοῦ λέγει: «ὄχι ἑπτὰ ἀλλὰ ἑβδομηκοντάκις ἑπτά», γιὰ νὰ τονίση ἔτσι τὸ ἀπεριόριστο τῆς μετανοίας. Ἡ ζωή μας ἐδῶ εἶναι ἕνα εἰκοσιτετράωρο ἐπαναλαμβανόμενο. Ἂν καὶ εἰς ὅλες τὶς στιγμὲς εἴμεθα πάντοτε ἕτοιμοι, μὲ νέες ἀποφάσεις, ἡ πρόθεσί μας εἶναι σωστή, τὸ πνεῦμα πρόθυμο, ἡ σὰρξ ὅμως εἶναι ἀσθενής. Καὶ δὲν εἶναι μόνο ἡ σάρξ. Μαζί με τὴν σάρκα, μὲ τὴν φύσι, ὑπάρχουν οἱ ἕξεις, οἱ συνήθειες, οἱ τόποι, τὰ περιβάλλοντα, τὰ πρόσωπα, τὰ πράγματα καὶ ὁ ἴδιος ὁ διάβολος. Ὅλοι αὐτοὶ οἱ παράγοντες δημιουργοῦν τὴν ἀντίθεσι, καὶ μένει σὲ μᾶς μόνο ἡ πρόθεσι ἡ ἰδική μας καὶ ἡ ἐνεργοῦσα μυστηριωδῶς θεία Χάρις, ποὺ εἶναι παντοδύναμη.
Θεωρητικὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι εὔκολα, πρακτικὰ ὅμως εἶναι δύσκολα, ὅπως ἀπὸ τὴν πεῖρα ὁ καθένας γνωρίζει. Ἀποφασίζομε κάθε πρωί, κάθε στιγμή, ὅτι ἀπὸ τώρα καὶ στὸ ἑξῆς δὲν θὰ ὑποδουλωθοῦμε στὰ πάθη. Ναί, ἀλλὰ τὰ πάθη δὲν ἀφορίζονται, δὲν ἐξορκίζονται, γιὰ νὰ τοὺς ποῦμε «φύγετε» καὶ δὲν σᾶς θέλομε καὶ νὰ φύγουν, θέλουν τιτανικὴ μάχη καὶ ἀντίδρασι γιὰ νὰ φύγουν. Καὶ αὐτὸ γίνεται ὅταν νικήση ἡ Χάρις, ὄχι ὁ ἄνθρωπος. Διότι τὰ πάθη καὶ οἱ ἀρετὲς εἶναι ὑπεράνω τῆς φύσεώς μας. Δὲν τὰ πιάνομε, δὲν τὰ ἐλέγχομε. Αὐτὰ μόνο ἡ θεία Χάρις θὰ τὰ διώξη, θὰ ἀπελάση τὰ πάθη καὶ θὰ ἑλκύση τὶς ἀρετές. Πότε ὅμως; Ὅταν ἐμεῖς ἐπιμένωμε.
Γι᾿ αὐτὸ ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἐτόνισε τὴν ὑπομονὴ καὶ τὴν ἐπιμονή. «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ἡμῶν κτήσασθε...». Καὶ στὶς προσευχὲς ἀκόμα, λέγει: «κρούετε, ζητεῖτε, μὴ ἐκκακῆτε ἐν ταῖς προσευχαῖς». Καὶ ἀναφέρει τὰ παραδείγματα ἐκεῖνα, μὲ τὰ ὁποῖα μᾶς ντροπιάζει. Ἐὰν σᾶς ζητήση τὸ παιδί σας ψωμί, θὰ τοῦ δώσετε πέτρα; Καὶ ἂν σᾶς ζητήση νὰ τοῦ δώσετε ψάρι, θὰ τοῦ δώσετε φίδι; Ἐὰν ἐσεῖς ποὺ εἶστε πονηροί, δίδετε ἀγαθὰ δόματα στὰ παιδιά σας, ὁ Οὐράνιος Πατὴρ δὲν θὰ δώση Πνεῦμα Ἅγιο εἰς ἐκείνους ποὺ τὸ ζητοῦν; Καὶ «ὑπὲρ ἐκ περισσοῦ ὧν αἰτούμεθα ἢ νοοῦμεν» θὰ δώση. Εἶναι ἀδύνατο νὰ καταργηθοῦν οἱ θεῖες αὐτὲς ὑποσχέσεις. Ὁ Ἰησοῦς μᾶς λέγει ὅτι, «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι». Γι᾿ αὐτὸ τὸν σκοπὸ ἦλθε ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ στὴν γῆ. Δὲν εἶχε ἀνάγκη ὁ Θεὸς Λόγος νὰ ὑποστῇ τὴν «κένωσι» εἰ μὴ μόνο γιὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου στοὺς κόλπους τῆς θείας ἀγάπης. Αὐτὴ εἶναι ἡ «καινὴ κτίσις» ποὺ εἶναι ἀνωτέρα της προηγουμένης.
Ὑπάρχει καὶ ἕνα ἄλλο μυστήριο ἀκόμα ποὺ μᾶς παρέδωσαν οἱ Πατέρες μας, τὸ ὁποῖο πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ξέρετε. Τὸ μυστήριο εἶναι τοῦτο. Πολλὲς φορές, ἐνῷ τὰ πράγματα πᾶνε καλά, ἡ ἴδια ἡ Χάρις ἀφήνει τὸν πειρασμό· καὶ διευκρινίζω καλύτερα. Ἡ Χάρις δὲν δημιουργεῖ ποτὲ πειρασμό. Ἀλλοίμονο, εἶναι βλάσφημο νὰ τὸ πῇ κανείς. Δὲν πηγάζει ἀπὸ τὸ φῶς σκότος, ποτέ.
Καὶ ἐξηγοῦμαι σαφέστερα. Ἐγὼ ἐπιμένω ἀγωνιζόμενος ἐναντίον ἑνὸς πάθους ποὺ μὲ ἐνοχλεῖ· κατὰ τῆς κακῆς ἕξεως ποὺ μὲ πιέζει· θέλω νὰ φύγη· παρακαλῶ τὸν Θεὸ νὰ μοῦ δώση ἐκεῖνο ποὺ μοῦ χρειάζεται. Ὁ Θεὸς μέσα στὴν πανσωστική του πρόνοια, ποὺ περικλείει τὰ πάντα, βλέπει ὅτι δὲν εἶναι ὥρα νὰ τὸ δώση. Ἡ ἴδια ἡ Χάρις, ἐνῷ ἔπρεπε νὰ λειτουργήση καὶ νὰ κάνῃ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα, δὲν τὸ κάνει. Δὲν τὸ κάνει γιὰ τὸν λόγο ποὺ ξέρει, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς εἶναι ἀνενδεὴς καὶ οἱ τρόποι ποὺ ἐπεμβαίνει εἶναι Θεοπρεπεῖς, καὶ ὅ,τι κάνει ὁ Θεὸς εἶναι παντέλειο. Ὅ,τι κάνει ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μερικό, εἶναι γενικό. Ἑπομένως στὴν γενικότητα αὐτὴ χρειάζεται ὁ χρόνος. Διότι μαζὶ μὲ τὴν περίστασι, ὁ Θεὸς περικλείει πολλὰ μαζί. Χρειάζεται ὑπομονή, οὕτως ὥστε νὰ ἑτοιμασθοῦν καὶ τὰ πρόσωπα καὶ οἱ παράγοντες καὶ οἱ τόποι καὶ ὁ χρόνος καὶ ἀκόμα καὶ αὐτὴ ἡ ἰδιοσυγκρασία. Καὶ τότε ἔρχεται καὶ τὸ τελειώνει, τὸ φέρει εἰς πέρας.
Ὑπάρχουν καὶ ἄλλες πτυχὲς πάνω στὸ ἴδιο θέμα ποὺ μᾶς παρέδωσαν οἱ Πατέρες. Πολλὲς φορὲς προλαμβάνει ἡ Χάρις καὶ δίδει ἕνα κανόνα καὶ ἀφήνει τὸν ἄνθρωπο ἀβοήθητο σὲ μία περίστασι, γιὰ νὰ τὸν σώσῃ ἀπὸ ἕνα ἐπερχόμενο πειρασμὸ τὸν ὁποῖο ξέρει ὁ Θεὸς ὅτι θὰ ἐπάθαινε μέσα στὴν ἀπειρία καὶ στὴν ἀτέλειά του. Εἶναι τόσα τὰ μυστήρια, ποὺ δὲν ἠμπορῆ νὰ τὰ γνωρίζῃ κανείς.
Ἄλλες φορὲς ἡ Χάρις προορίζει ἕνα ἄνθρωπο γιὰ νὰ γίνῃ ὁδηγὸς ἄλλων καὶ τὸν πειράζει ἰδιαίτερα αὐτὸν γιὰ νὰ τὸν ἑτοιμάση, οὕτως ὥστε στὴν κατάλληλη στιγμὴ νὰ εἶναι ἀπὸ ὅλες τὶς ἀπόψεις πεπειραμένος καὶ νὰ δυνηθῆ νὰ σταθῇ μέσα στὴν Ἐκκλησία καὶ νὰ γίνῃ φωστῆρας, ὁδηγὸς καὶ καθοδηγητὴς τῶν ἄλλων. Τὸν δοκιμάζει μὲ ἕνα ἄλλο τρόπο μυστηριώδη καὶ ἀσυνήθιστο. Εἶδες τί λέει; «Μήπως δὲν ἔχει ἐξουσία ὁ κεραμεὺς τοῦ πηλοῦ; Νὰ κάνῃ ἀπὸ τὸν ἴδιο πηλὸ ὅ,τι θέλει;» Ἔτσι καὶ ἡ Χάρις. Ὅλα αὐτὰ μᾶς πείθουν ὅτι χρειάζεται ὑπομονὴ καὶ καρτερία· οὐδέποτε μικροψυχία.
Ἐφ᾿ ὅσον ὁ Ἰησοῦς μᾶς λέγει ὅτι «οἱ λόγοι μου, οὐ μὴ παρέλθωσι», νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι κανενὸς ἡ ἐλπίδα δὲν θὰ διαψευσθῆ. Μόνο οἱ ἄνθρωποι ἠμποροῦν νὰ ἀπατήσουν τοὺς ἄλλους, διότι εἶναι πεπερασμένοι καὶ ἔχουν τὶς γνώσεις τους περιορισμένες. Στὸν Θεὸ δὲν συμβαίνει τὸ ἴδιο. Ὁ,τιδήποτε τοῦ ζητήσομε καὶ ἀφορᾷ τὴν σωτηρία μας θὰ τὸ πάρωμε.
Μοῦ εἶπε ἕνας ἀληθινὰ πνευματικὸς ἄνθρωπος, ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχὴ ποὺ ἐξεκίνησε, τοῦ ἔδειξε ὁ Θεὸς τὴν Χάρι Του καὶ τὸν ἔβαλε στὸν σωστὸ δρόμο. Μέσα στὸν ἀγῶνα του τότε, παρεκάλεσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀπαλλάξη ἀπὸ μία κατάστασι ποὺ τοῦ φαινόταν πολὺ δύσκολη καὶ ἦταν ἀδύνατο νὰ ἀντέξη. Παρ᾿ ὅλο ποὺ προσευχήθηκε πολὺ δὲν εἶδε καμμιὰ λύσι στὸ πρόβλημά του. Ἐπέρασαν σαράντα δυὸ χρόνια· καὶ τότε τοῦ εἶπε καθαρὰ ἡ Χάρις: «Θυμᾶσαι, ποὺ μὲ παρεκάλεσες νὰ σοῦ ἀποκαλύψω τὸ θέλημά μου γιὰ ἐκεῖνο τὸ πρᾶγμα; Αὐτὸ εἶναι ποὺ ἔκανες τώρα». Καὶ αὐτὸς ἀπάντησε: «Καὶ ἐὰν δὲν ἔκανα ἔτσι τόσα χρόνια καὶ ἔκανα ἀλλοιῶς;» Καὶ ἀπεκρίθη ἡ Χάρις: «Θὰ ἐχάνεσο». Ἔτσι εἶναι τὰ μυστήρια, γι᾿ αὐτὸ χρειάζεται νὰ κάνωμε ὑπομονή.
Στὸ βίο τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, κάποιος Ρῶσσος ὠνόματι Μοτοβίλοφ εἶχε ἀπορία, τί σημαίνει Χάρις. Καὶ ἐνῷ εἶχε αὐτὴ τὴν ἀπορία καὶ προσευχόταν, ὁ Θεὸς δὲν τοῦ ἔδειξε τίποτε. Τελικὰ αὐτὸς τὸ ἐξέχασε. Ὅταν ἐπέρασαν εἴκοσι πέντε χρόνια, τὸν ἐφώναξε ὁ Ἅγιος Σεραφεὶμ καὶ τοῦ λέγει: «Ἔλα ἐδῶ τώρα νὰ ἰδῆς αὐτὸ ποὺ ἐζήτησες πρὶν τόσα χρόνια. Ὁ Θεὸς ἀργεῖ ἀλλὰ δὲν ξεχνᾷ».
Ὅταν θέλωμε νὰ σωθοῦμε ἀγωνιζόμεθα νὰ ἀποβάλωμε τὰ πάθη μας καὶ ἐπιθυμοῦμε διακαῶς νὰ κατοικήση μέσα μας ἡ Χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ νὰ μᾶς δείξη αὐτὴ τί θέλει νὰ κάνωμε. Εἶναι αὐτὸ ποὺ μᾶς εἶπε ὁ Ἰησοῦς μας: «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» καὶ τὰ ὑπόλοιπα «προστεθήσεται ὑμῖν».
Ὅταν ἐμεῖς ὀρθοποδοῦμε, θὰ ἐπιτύχωμε περισσότερο ἀπὸ ὅτι ὑπολογίσαμε. Ἑπομένως νὰ μένετε πιστοὶ στὶς καλές σας ἀποφάσεις ἔστω καὶ ἂν χιλιάκις ἐπιχειρήσετε καὶ δὲν ἐπιτύχετε. Μὴ νομίζετε ὅτι ἄλλαξε κάτι. Οὔτε ἐμεῖς ἀλλάξαμε, οὔτε ὁ Θεός, οὔτε φυσικὰ καὶ ὁ διάβολος. Τὸ «αἰτεῖτε καὶ λήψεσθε» εἶναι πραγματικότης. Ἐφ᾿ ὅσον αἰτήσαμε θὰ λάβωμε, ἐφ᾿ ὅσον ἐζητήσαμε θὰ μᾶς δώσουν, ἐφ᾿ ὅσον ἐκρούσαμε θὰ μᾶς ἀνοίξουν. Ὁ ἥλιος εἶναι δυνατὸ νὰ μὴν ἀνατείλῃ, ἀλλὰ ἐμεῖς δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποτύχωμε.
Δὲν εἶναι τυχαῖο, τὸ ὅτι μᾶς ἐκάλεσε ὁ Θεὸς νὰ τὸν ἀκολουθήσωμε. Ποιός μᾶς ἔφερε ἐδῶ; Ποιός μᾶς ἐνίσχυσε νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν φύσι καὶ νὰ γίνωμε περίγελως τοῦ κόσμου καὶ νὰ εἴμεθᾳ αὐτοεξόριστοι; Καὶ ὄχι μόνο τοῦτο, ἀλλὰ νὰ στενάζωμε μήπως γλυστρίσωμε καὶ ξεφύγωμε λίγο ἀπὸ τὴν ἐγκράτεια· μήπως κοιμηθήκαμε λίγο περισσότερο· μήπως ἀποφύγαμε τὸν κόπο· μήπως ἐξεφύγαμε λίγο ἀπὸ τὴν ὑπακοή. Γι᾿ αὐτὰ στενάζομε. Αὐτὰ εἶναι ἡ ἐνεργὸς Χάρις τοῦ Ἁγίου ΙΙνεύματος ποὺ εὑρίσκεται μαζί μας καὶ μᾶς πείθει καὶ μᾶς πληροφορεῖ. Αὐτὰ εἶναι πραγματικότης ὄχι λόγια λαλούμενα, λόγια ἀφηρημένα. Κρατοῦμε στὰ χέρια μας τὶς ἀποδείξεις τῆς ἐλεημοσύνης τοῦ Χριστοῦ.
«Τὸ μεῖζον» τὸ ἔδωσε. Δὲν θὰ δώσει τὸ ἐλάχιστον; «Ἔτι ἁμαρτωλῶν ὄντων ἡμῶν, ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθανε». Ἐὰν αὐτὸς ἐσταυρώθη καὶ διὰ τοῦ Σταυροῦ κατήργησε τὴν ἁμαρτία καὶ ἐσφράγισε τὸ διαβατήριο τῆς εἰσόδου μας στὴν ζωὴ παρέχοντας καὶ τὴν ἄφεσι τῶν ἁμαρτιῶν μας, τώρα ἀπομένει σὲ μᾶς νὰ κάνωμε λίγη ὑπομονή. Νὰ μὴν γυρίσουμε πίσω, ἀλλὰ νὰ ἀναμένωμε ὡς δοῦλοι τὸν Κύριό μας «πότε ἀναλύσει ἐκ τῶν γάμων». Καὶ θὰ ἀναλύση καὶ θὰ φωνάξη τὸν καθένα· καὶ θὰ ἀπαντήσωμε καὶ ἐμεῖς μὲ καύχημα. «Παρόντες, Κύριε, ἐδῶ εἴμεθα. Ἀφ᾿ ἧς στιγμῆς μᾶς ἐκάλεσες, ἀναμέναμε πότε θὰ ἔλθης νὰ μᾶς δώσης τὴν ἐπαγγελία». Ὁπόταν θὰ ἀκούσωμε τό: «Εὐ, δοῦλοι ἀγαθοὶ καὶ πιστοί».
Αὐτὲς εἶναι πραγματικότητες. Αὐτὰ τὰ ζῆτε καὶ θὰ τὰ ζήσετε ἀκόμη περισσότερο, ἐὰν δώσετε περισσότερη σπουδὴ στὴν μελέτη καὶ γενικὰ στὴν πνευματικὴ ἐργασία. Νὰ κάνετε τὴν διακονία σας μὲ λεπτομέρεια καὶ ὑπακοή. Νὰ βλέπετε στὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντα τὴν πραγματικὴ παρουσία τοῦ θείου θελήματος. Ὁ καθένας νὰ σκέπτεται ὅτι ζῇ ὁ ἑαυτός του, καὶ ὁ Χριστός.
Μόλις τελειώσετε τὴν διακονία σας νὰ εἶστε χαρούμενοι μεταξύ σας ὄχι σκυθρωποὶ καὶ νὰ μὴν ἀποφεύγετε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο. Νὰ εἶσθε εὐγενικοὶ καὶ πρόθυμοι. Μὴν ὁμίλητε ὅμως ἄσκοπα. Ἀπὸ τὴν πολυλογία «οὐκ ἐκφεύξεταί τις ἁμαρτίαν». Λέγει ὁ σοφὸς Σειράχ: «Μεταξὺ ἁρμῶν λίθων πύγνηται πάσσαλος καὶ μεταξὺ πράσεως καὶ ἀγορασμοῦ ἐμφωλεύει ἁμαρτία». Πράσις καὶ ἀγορασμὸς κατὰ τοὺς Πατέρας εἶναι τὸ «δοῦναι καὶ λαβεῖν». Νὰ ἀκούσω καὶ νὰ ἀκούσης. Μὰ αὐτὰ εἶναι γιὰ μᾶς; Αὐτὰ εἶναι γιὰ τοὺς ἀργόσχολους τοῦ κόσμου τούτου, ποὺ ὁμιλοῦν περὶ ἀνέμων καὶ ὑδάτων. Ἐμεῖς ποιὰ σχέσι ἔχομε μὲ τὸν κόσμο τοῦτο; Γιὰ μᾶς εἶναι τὰ μυστήρια τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖνα μᾶς ἀπασχολοῦν. Ἐμᾶς μᾶς ἀπασχολεῖ ὁ οὐρανός. Ἄνω σχῶμεν τὰς καρδίας. Ποῦ; Ἐκεῖ «ὅπου, ὑπὲρ ἡμῶν εἰσῆλθεν Ἰησοῦς, εἰς τὰ Ἅγια αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος».
Ἐκεῖ, στὸ οὐράνιο καταπέτασμα, ἐκεῖ νὰ ἀποβλέπωμε, ἐκεῖ εἶναι ἡ πατρίδα μας. «Οὐκ ἔχομεν ᾧδε μένουσαν πόλιν ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Εἴμαστε Οὐρανοπολίται. «Μνήσθητι τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν ἵνα ἡ ἐπιθυμία αὐτῆς κατὰ μικρὸν - μικρὸν ἑλκύσῃ σε», λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἡσαΐας. Καὶ αὐτὴ ἡ μνήμη αὐξάνει μέσα μας τὸν ζῆλο.
Αὐτὰ ἤθελα νὰ σὰς ὑπενθυμίσω τὴν περίοδο αὐτὴ τῆς περιεκτικῆς μετανοίας. Ἔτσι προχωροῦμε «ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν», τὸ κέντρο τῆς ἀγάπης μας, ποὺ μᾶς ἐκάλεσε καὶ μᾶς ἔδωσε τὴν ὀσμὴ τῆς εὐωδιᾶς τῆς κλήσεώς Του καὶ μᾶς ἔβαλε στὸν δρόμο τῶν Ἁγίων.
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ – ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ.: Γέροντα, μᾶς μιλήσατε προηγουμένως γιὰ τὸ ἀτελὲς τοῦ Ἀπ. Πέτρου, πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς. Λόγω τῆς ἀτέλειάς του ἀρνήθηκε τὸν Κύριό μας;Ἀπ.: Τὸ θέμα τῆς ἀρνήσεως τοῦ Πέτρου, κατὰ τὶς κρίσεις τῶν Πατέρων, εἶναι οἰκονομία. Διότι δὲν ἦτο δυνατὸ ὁ Πέτρος, ὁ ὁποῖος εἰς ὅλη τὴν περίοδο ποὺ ἦταν μαζὶ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ἔδειξε τόσο ζῆλο καὶ τόση ταπεινοφροσύνη, νὰ πέση σὲ τόσο μεγάλο λάθος, νὰ ἀρνηθῆ τρεῖς φορὲς τὸν Δεσπότη Χριστό. Δὲν εἶναι λογικὸ αὐτό. Θυμηθεῖτε τὴν ὁμολογία τοῦ Πέτρου! Ὅταν ὁ Ἰησοῦς μᾶς ἐρώτησε: «Ὑμεῖς δὲ τίνα μὲ λέγετε εἶναι;» ὁ Πέτρος ὠμολόγησε καὶ εἶπε: «Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος». Καὶ ὁ Ἰησοῦς μας ἐγύρισε καὶ τοῦ εἶπε: «Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ᾿ ὁ Πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Κἀγὼ δὲ σοὶ λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν Ἐκκλησίαν». (Ματθ. 16,16-18).
Ὁ Πέτρος κατὰ φύσι ἦταν πολὺ ζηλωτὴς καὶ ἀσυμβίβαστος. Μέσα στὴν πανσοφία Του ὁ Θεός, μετὰ τὴν θερμή του ὁμολογία, τὸν ἔθεσε θεμέλιο Γῆς Ἐκκλησίας. Ἐπειδὴ ὅμως ἡ Ἐκκλησία θὰ ἀγκάλιαζε ὅλη τὴν ἀνθρώπινη φύσι, ὅλους τοὺς χαρακτῆρες, ὄχι μόνο τοὺς ζηλωτὲς καὶ ἰσχυροὺς ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀσθενεῖς καὶ ἀδυνάτους, ἐπιτρέπει ὁ Κύριος τὴν τριπλῆ ἄρνησι. Διότι, μὴν ξεχνᾶμε· οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι εἶναι ἀσθενεῖς καὶ ἀδύνατοι. Οὔτε στοὺς πέντε ἀνὰ ἑκατὸ δὲν θὰ εὕρωμε ἰσχυροὺς χαρακτῆρας, οἱ ὁποίοι ἀγάπησαν τὸν Θεὸ ἐξ ὁλοκλήρου καὶ μὲ τὴν ὁρμὴ τῆς ἀγάπης τους ἔδειξαν αὐταπάρνησι. Γι᾿ αὐτοὺς λοιπὸν τοὺς ὑπολοίπους ἀσθενεῖς ἔγινε οἰκονομία. Ὁ Πέτρος ὅμως ὡς ζηλωτὴς καὶ ἰσχυρός, ποὺ δὲν εἶχε μέσα του νόημα συγκαταβάσεως, δὲν θὰ τὸ καταλάβαινε αὐτό.
Ἑπομένως κάνει μία οἰκονομία ὁ Θεὸς καὶ ἐπιτρέπει νὰ τὸν ἀρνηθῆ. Ὕστερα τὸν θεραπεύει μόνος Του. Τὸν πλησιάζει καὶ τοῦ λέει: «Πέτρε, φιλεῖς με; Πέτρε, ἀγαπᾷς με;» Ἐλυπήθη ὁ Πέτρος, δὲν τὸ κατάλαβε. Ἀλλὰ οἱ τρεῖς ἐρωτήσεις ἦταν ἡ θεραπεία τῆς τρισσῆς ἀρνήσεως.
Μὲ τὴν τριπλῆ Ὁμολογία, ὁ Πέτρος, ἐξήλειψε τὴν ἐνοχή. Ἔμαθε ὅμως ἐκ πείρας, ὅτι καὶ οἱ ζηλωταὶ ἀκόμη ἔχουν ἀνάγκη ἐπιεικείας.
Τὸ ἴδιο κάνει ὁ Θεὸς καὶ στὸν Ἀπ. Παῦλο. Ἐπειδὴ ἦταν ἡ σπονδυλικὴ στήλη τῆς Ἐκκλησίας, τὸν ἀφήνει στὴν ἀρχὴ νὰ γίνῃ διώκτης, ἐχθρός· καὶ ὕστερα τὸν παίρνει· καὶ αὐτὸς μὲ συναίσθησι βαθυτάτης ταπεινοφροσύνης λέγει: «Οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς καλεῖσθαι Ἀπόστολος, διότι ἔδιωξα τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ». Ἔχω ὅμως ἕνα ἐλαφρυντικό, ὅτι «ἀγνοῶν ἐποίησα».
Βλέπετε μὲ πόση πανσοφία ὁ Θεὸς οἰκονομεῖ γιὰ νὰ δώση καὶ σὲ μᾶς παρηγοριά. Διότι αὐτοὶ οἱ κορυφαῖοι ἐὰν ἔμπαιναν μὲ τὴν δύναμι τῆς ὁρμῆς τους μέσα στὴν Ἐκκλησία, ποῦ θὰ ἤξεραν ὅτι ἐμεῖς οἱ ἀδύνατοι δὲν ἠμποροῦμε τώρα νὰ κρατήσωμε; Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο συγκαταβαίνει ἡ θεία ἀγαθότης πρὸς τὶς ἀδυναμίες τῶν ἀνθρώπων, ὥστε νὰ ἠμπορέσωμε καὶ ἐμεῖς νὰ φθάσωμε εἰς αὐτή. Κατεβαίνει ὁ Θεὸς γιὰ νὰ σηκωθοῦμε ἐμεῖς.
Ἐρ.: Γέροντα, μερικὲς φορὲς εἴμαστε κουρασμένοι ἀπὸ τὸ διακόνημα καὶ παρεξηγούμεθα μεταξύ μας. Τί γίνεται τότε;
Ἀπ.: Ὅταν εἶστε κουρασμένοι, νὰ εἶστε περισσότερο προσεκτικοί. Πάντοτε νὰ προηγῆται ἡ μεταξύ σας ἀγάπη, παρὰ ὁτιδήποτε ἄλλο. Καὶ ἂν συμβῇ αὐτό, μὲ πραγματική, ὄχι ὑποκριτικὴ ἀγάπη, νὰ πείσης τὸν ἀδελφό σου ὅτι παρεφέρθης χωρὶς νὰ τὸ καταλάβης. «Συγχώρεσέ με, ἀδελφέ μου, διότι παρεφέρθηκα.». Ὅταν ἔχετε ἀλληλεγγύη καὶ «εὔχεσθε ὑπὲρ ἀλλήλων» καὶ γενικὰ καλλιεργῆτε τὴν μεταξύ σας ἀγάπη καὶ ἑνότητα, αὐτὸς εἶναι ἕνας ἰσχυρὸς δεσμὸς ποὺ κάνει ἀνίσχυρο τὸν σατανᾶ.
Εὑρίσκομε πολλὰ παραδείγματα στοὺς Πατέρες, ποὺ φανερώνουν ὅτι ἐκεῖνοι ποὺ ἀγωνίζονταν μὲ τὴν χάρι τῆς ἀγάπης ὑπὲρ τῶν ἄλλων, ἐγίνοντο ἀφορμὴ νὰ σωθοῦν οἱ ἄλλοι ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες ποὺ εἶχαν. Σᾶς ὑπενθυμίζω τὸ παράδειγμα τοῦ ἀδελφοῦ ἐκείνου, ποὺ ἐπολεμήθη στὴν σάρκα καὶ δὲν ἠμποροῦσε νὰ ἀντέξη. Ἦσαν δυὸ μαζί· καὶ εἶπε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο. «Ἀδελφέ μου, νὰ μὲ συγχώρησης. Ἐγὼ δὲν ἠμπορῶ νὰ μείνω ἄλλο ἐδῶ. Ἀγωνίστηκα ὅσο ἄντεχα, ἄλλο δὲν ἠμπορῶ, θὰ φύγω νὰ πάω στὸν κόσμο νὰ νυμφευτῶ».
Ὁ ἀδελφὸς ἀφοῦ τὸν ἐνουθέτησε ἀρκετά, δὲν ἠμπόρεσε νὰ τὸν πείση. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα ποὺ θὰ ἔφευγε, τοῦ λέγει: «Θὰ ἔλθω καὶ ἐγὼ μαζί σου. Ἐπειδὴ εἴμαστε πνευματικοὶ ἀδελφοὶ καὶ ἐζήσαμε τόσα χρόνια μαζί, δὲν κρίνω σκόπιμο νὰ σὲ ἀφήσω μόνο σου».
- Μὰ ξέρεις τί κάνεις; Ἐγὼ πάω τώρα νὰ εὕρω γυναῖκα νὰ ἁμαρτήσω μαζί της. Ἐσὺ θάρθης μαζί μου;
- Δὲν θὰ ἁμαρτήσω ἀλλὰ θὰ ἔρθω. Δὲν θὰ σὲ ἀφήσω μόνο σου.
Καὶ πράγματι τὸν ἀκολούθησε, καὶ ὅταν ἔφθασε στὸν τόπο ἐκεῖνο ποὺ ὑπῆρχαν τέτοιες γυναῖκες, πῆγε αὐτὸς μέσα νὰ ἱκανοποιήση τὴν ἐπιθυμία του. Ὁ ἄλλος ἐκάθησε ἀπ᾿ ἔξω καὶ παρεκάλει τὸν Θεό. «Θεέ μου, ἂν καὶ εἶναι ἡ τελευταία ὥρα, ἐσὺ ἠμπορεῖς νὰ τὸν σώσης». Καὶ πράγματι ὅταν ἐμπῆκε μέσα νὰ κάνῃ τὴν ἁμαρτία, μετεμελήθη. Ἀνεχαίτησε ὁ Θεὸς τὴν δύναμι τοῦ πολέμου καὶ συνῆλθε καὶ εἶπε: «Μὰ τί κάνω τώρα; Τόσα χρόνια στὴν ἔρημο, δὲν ἐχόρτασα ψωμὶ καὶ νερὸ καὶ ἦλθα τώρα γιὰ μία μικρὴ ἡδονή, νὰ γίνω ἀκάθαρτος, νὰ ἀρνηθῶ τὸν Χριστό μου καὶ νὰ χάσω τὸν κόπο μου ὅλο καὶ νὰ πάω μὲ τὸν διάβολο στὴν κόλασι;» Καὶ ἐγύρισε πίσω. Δὲν ἁμάρτησε. Πῆγε ἔξω στὸν ἀδελφό του λέγοντας; «Μετανόησα. Δὲν πωλῶ τὴν σωτηρία μου γιὰ τόσο φθηνὸ πρᾶγμα». Καὶ ἐπέστρεψαν στὸν τόπο τους. Καὶ ἀπεκάλυψε ἕνας ἀπὸ τοὺς Γέροντες, ὅτι διὰ τὸν κόπο αὐτοῦ ποὺ τὸν ἠκολούθησε ἐπῆρε ὁ Θεὸς τὸν πόλεμο ἀπὸ τὸν ἄλλο.
Βλέπετε; Καὶ ἐσεῖς ὅταν ἔχετε μεταξύ σας ἀγάπη, τότε γίνεται φραγμὸς σωτηρίας. Ἡ ἀγάπη τῶν ἄλλων προφυλάσσει, σκεπάζει καὶ καλύπτει ὅποιον εἶναι μακρυὰ καὶ ὅποιον εἶναι ἀδύνατος, καὶ ἔτσι δὲν ἠμπορεῖ ὁ ἐχθρὸς νὰ μᾶς κάνῃ κακό. Τόσο μεγάλο πρᾶγμα εἶναι ἡ ἀγάπη! Πραγματικὰ «οὐδέποτε ἐκπίπτει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.