Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

π. Σάββας Αγιορείτης. Τί είναι η πνευματική ζωή; - Μέρος β΄ «Στάδια της πνευματικής ζωής»

π. Σάββας Αγιορείτης

Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ 


ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ

Η όλη περιγραφή της ιάσεως του τυφλού από τον Άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και Ευαγγελιστή περιλαμβάνει 6 στάδια.
Στο πρώτο στάδιο είναι η προσέγγιση του τυφλού από τον Θεάνθρωπο Χριστό. Ο τυφλός δε βλέπει τον Χριστό εξαιτίας της ασθενείας του. Ο ίδιος όμως ο Χριστός τον πλησιάζει.
Δεύτερο στάδιο είναι η αποκάλυψη της θείας δυνάμεως και της θεότητος του Χριστού. Σκύβει ο Κύριος και φτιάχνει πηλό με χώμα και σάλιο. Μ’ αυτό δείχνει ότι είναι ο ίδιος, εκείνος που έπλασε με πηλό τον άνθρωπο και ενεφύσησε μέσα του πνεύμα ζωής.
Τρίτο στάδιο είναι η αποστολή του τυφλού στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ (Σιλωάμ σημαίνει απεσταλμένος). Στέλνοντας τον τυφλό στην πηγή αυτή, ο Χριστός αποκαλύπτει ότι Αυτός είναι ο απεσταλμένος Υιός και Λόγος του Θεού, που θα σώσει τον άνθρωπο.
Τέταρτο στάδιο είναι η ομολογία του τυφλού. Τον ρωτούν οι Φαρισαίοι ποιός τον θεράπευσε. Αυτός τους λέει ότι είναι ο Ιησούς και τον ρωτούν για τον τρόπο της θεραπείας. Φέρνουν τους γονείς του για να επιβεβαιώσουν ότι αυτός είναι ο πρώην τυφλός. Τον πιέζουν ν’ αρνηθεί το Χριστό και να θεωρήσει το θαύμα σύμπτωση, τυχαίο γεγονός, δηλαδή να το αποσυνδέσει από το πρόσωπο του Χριστού. Ο πρώην τυφλός όμως, με κίνδυνο να τον αποκόψουν από τη συναγωγή, ομολογεί σθεναρά ότι ο Χριστός είναι που τον θεράπευσε, χωρίς να καμφεί από τις απειλές.
Πέμπτο στάδιο είναι η αποκάλυψη του Χριστού ως θεανθρώπου. Αφού βεβαιώνεται ότι ο τυφλός είναι άξιος, έτοιμος να υποστεί τα πάντα για να οδηγηθεί στη σωτηρία, τον συναντά και πιστοποιεί ότι είναι πραγματικά ο Υιός του Θεού, ο Μεσσίας.
Έκτο στάδιο είναι η προσκύνηση του Θεού από τον τυφλό. Αφού, μέσα από τη δοκιμασία που πέρασε, έδωσε μαρτυρία της πίστης του, ο τυφλός προσφέρει πλέον όλη την υπόστασή του (ψυχή και σώμα) στον Θεό.
Όλα αυτά τα γεγονότα και ο τρόπος διατύπωσής τους στο Ευαγγέλιο δεν είναι τυχαία. Σ’ αυτά μπορούμε να δούμε μια κρυμμένη μικρογραφία της πνευματικής ζωής κάθε ανθρώπου, που αγωνίζεται να πλησιάσει τον Θεό, να απαλλαγεί από την πνευματική τύφλωση της αμαρτίας και να οδηγηθεί στην κατά Χριστόν ζωή.
Η πνευματική ζωή του αγωνιζομένου χριστιανού εμπερικλείει τις ακόλουθες φάσεις:
α) την μετάνοια - αναγνώριση της πνευματικής τύφλωσης που προκαλεί η αμαρτία
(γενικώς).
β) την επιθυμία απαλλαγής από την τύφλωση αυτή.
γ) το πλησίασμα του Θεού, που επιτυγχάνεται με την ταπείνωση. Ο Θεός «ταπεινοίς δίδωσι χάριν».
δ) τη σωτηρία του ανθρώπου από τα πάθη και τις αμαρτίες μέσω του βαπτίσματος και της ενσυνείδητης εξομολόγησης που είναι ανανέωση του βαπτίσματος. Αυτό συμβολίζει το πλύσιμο των ματιών στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ.
ε) τον πόλεμο των δαιμόνων κατά του αγωνιζομένου χριστιανού. Αυτό δείχνουν τα ύπουλα και δόλια τεχνάσματα των Φαρισαίων που προσπαθούν να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην αμαρτία.
στ) τη σταθερότητα του αγωνιζομένου στην πνευματική ζωή, άσχετα με το κόστος που τυχόν θα έχει αυτή η στάση. Αυτό δείχνει η επιμονή του τυφλού στην ομολογία της αλήθειας.
ζ) την αποκάλυψη, τέλος, του Θεού στον άνθρωπο. Την τέλεια γνώση του Θεού, η οποία δίνεται ως δώρο στους αγαθούς δούλους του Θεού.
Όλη η διήγηση του τυφλού μας υπενθυμίζει τα βασικά στάδια που αναφέρουν οι Πατέρες ότι διέπουν την όλη ζωή του χριστιανού:
Το αρχικό στάδιο είναι η πλούσια χάρη που δίνεται χαριστικά στον μετανοούντα άνθρωπο, χωρίς να έχει αγωνιστεί γι’ αυτήν, αλλά ως κίνητρο.
Το δεύτερο στάδιο είναι η περίοδος των θλίψεων και πειρασμών που παραχωρεί ο Θεός για να δυναμώσει πνευματικά ο χριστιανός.
Το τρίτο και τελικό στάδιο είναι η απαλλαγή από τα πάθη με τη θεία επέμβαση και η εμπειρική γνώση του Θεού.
Ο άνθρωπος εισέρχεται πλέον στη δόξα του Θεού και γίνεται όλος φως πνευματικό. Φως που λαμβάνει σαν αντανάκλαση του θείου φωτός, που είναι ο ίδιος ο Χριστός.


Β΄.Ὁ πνευματικά γιής νθρωπος.

Πολλοί ἄνθρωποι νομίζουν ὅτι ἔχουν πνευματική ζωή ἀλλά οὐσιαστικά δέν ἔχουν. Πολλοί πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία καί στούς χριστιανικούς κύκλους γιά χρόνια ἀλλά δέν ἔχουν πάψει λ.χ. νά κατακρίνουν. Ἔχουν συνδυάσει τήν πνευματική ζωή μέ τά πάθη τους καί νομίζουν ὅτι π.χ. μποροῦν νά κατακρίνουν ἤ νά ἔχουν ἐμπάθειες καί ἀπό τήν ἄλλη νά κοινωνοῦν καί νά ἐξομολογουνται. Πραγματικά πνευματικός ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού ἔχει πνευματική ὑγεία. Ἄς δοῦμε κάποια χαρακτηριστικά του:
1)Ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι αὐτός πού ἔχει τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δηλ. ὁ ἅγιος. Αὐτός ἔχει τά χαρακτηριστικά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γίνεται ὅμοιος μέ τόν Ταπεινό, πλήρη ἀγάπης καί χαρᾶς Παράκλητο.  Ἡ ὑγιής πνευματικά ψυχή εἶναι αὐτή πού ἔχει φανερό μέσα της τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τότε ,ἔλεγε ὁ γέροντας Πορφύριος, ὁ ἄνθρωπος «γίνεται χαριτωμένος καί ζεῖ ἔτσι πάνω ἀπ' τό κακό. Τό κακό γι' αὐτόν δέν ὑπάρχει. Ὑπάρχει μόνο τό ἀγαθό, ὁ Θεός. Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει κακό. Δηλαδή, ἐφόσον ἔχει τό φῶς, δέν μπορεῖ νά ἔχει σκοτάδι. Οὔτε μπορεῖ νά τόν καταλάβει τό σκοτάδι, διότι ἔχει τό φῶς»[1]. Δηλ. ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος δέν ἁμαρτάνει.
2)Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού ἔχει τόν Θεῖο Ἔρωτα ἐνῶ, παρατηρεῖ διακριτικά ὁ Γέροντας, νομίζει ὅτι δέν τόν ἔχει. Ὁ Θεός δέν ἔχει κόρο, ἡ ἀγάπη στόν Χριστό δέν χορταίνεται. Ὁ ἐράσμιος Γέρων ζοῦσε αὐτήν τήν κατάσταση γιαυτό καί ἔλεγε: «Ὁ Χριστός εἶναι τό ἄκρον ἐφετόν, τό ἄκρον ἐπιθυμητόν, δέν ὑπάρχει ἀνώτερο. Ὅλα τά αἰσθητά ἔχουν κόρο, ἀλλά ὁ Θεός δέν ἔχει κόρο. Αὐτός εἶναι τό πᾶν. Ὁ Θεός εἶναι τό ἄκρον ἐφετόν. Καμιά ἄλλη χαρά, κανένα ἄλλο κάλλος, τίποτα δέν μπορεῖ νά παραβγεῖ μ' Αὐτόν. Τί ἄλλο ἀπό τό ἀνώτατον; Ὁ ἔρωτας πρός τόν Χριστό εἶναι κάτι ἄλλο. Δέν ἔχει τέλος, δέν ἔχει χορτασμό. Δίνει ζωή, δίνει σθένος, δίνει ὑγεία, δίνει, δίνει, δίνει... Κι ὅσο δίνει, τόσο πιό πολύ ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ἐρωτεύεται. Ἐνῶ ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας μπορεῖ νά φθείρει τόν ἄνθρωπο, νά τόν τρελάνει. Ὅταν ἀγαπήσομε τόν Χριστό, ὅλες οἱ ἄλλες ἀγάπες ὑποχωροῦν. Οἱ ἄλλες ἀγάπες ἔχουν κορεσμό. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει κορεσμό. Ἡ σαρκική ἀγάπη ἔχει κορεσμό. Μετά μπορεῖ ν' ἀρχίσει ἡ ζήλεια, ἡ γκρίνια, μέχρι κι ὁ φόνος. Μπορεῖ νά μεταβληθεῖ σέ μίσος. Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη δέν ἀλλοιώνεται. Ἡ κοσμική ἀγάπη λίγο διατηρεῖται καί σιγά σιγά σβήνει, ἐνῶ ἡ θεία ἀγάπη ὁλοένα μεγαλώνει καί βαθαίνει. Κάθε ἄλλος ἔρωτας μπορεῖ νά φέρει τόν ἄνθρωπο σ' ἀπελπισία. Ὁ θεῖος ἔρως, ὅμως, μᾶς ἀνεβάζει στή σφαίρα τοῦ Θεοῦ, μᾶς χαρίζει γαλήνη, χαρά, πληρότητα. Οἱ ἄλλες ἡδονές κουράζουν, ἐνῶ αὐτή διαρκῶς δέν χορταίνεται. Εἶναι μία ἡδονή ἀκόρεστος, πού δέν τήν βαριέται κανείς ποτέ. Εἶναι τό ἄκρον ἀγαθόν.Μόνο σ' ἕνα σημεῖο σταματάει ὁ κορεσμός· ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἑνωθεῖ μέ τόν Χριστό. Ἀγαπάει, ἀγαπάει, ἀγαπάει κι ὅσο ἀγαπάει, τόσο βλέπει ὅτι θέλει ἀκόμη ν' ἀγαπήσει. Τό βλέπει ὅτι δέν ἔχει ἑνωθεῖ, δέν ἔχει δοθεῖ στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἔχει συνεχῶς τήν ἔφεση, τήν ἐπιθυμία, τή χαρά, γιά νά κατορθώσει νά φθάσει στό ἄκρον ἐφετόν, στόν Χριστό. Ὅλο νηστεύει κι ὅλο κάνει μετάνοιες κι ὅλο προσεύχεται κι ὅμως ὅλο δέν ἱκανοποιεῖται. Δέν τό καταλαβαίνει ὅτι ἔφθασε ἤδη σ' αὐτή τήν ἀγάπη. Αὐτό πού ἐπιθυμεῖ, δέν τό νοιώθει ὅτι τόν γέμισε, ὅτι τό πῆρε, ὅτι τό αἰσθάνεται, ὅτι τό ζεῖ. Αὐτό τό θεῖο ἔρωτα, αὐτή τή θεία ἀγάπη λαχταροῦν καί ποθοῦν ὅλοι οἱ ἀσκηταί. Μεθοῦν μέ τή θεία μέθη. Μ΄ αὐτή τή θεία μέθη τό μέν σῶμα μπορεῖ νά γηράσκει, νά παρέρχεται, τό πνεῦμα, ὅμως, νεάζει καί ἀνθεῖ...Ναί δέν χορταίνεται ἡ ἀγάπη στόν Χριστό. Ὅσο Τόν ἀγαπάεις, νομίζεις ὅτι δέν Τόν ἀγαπάεις κι ὅλο θέλεις πιό πολύ νά Τόν ἀγαπάεις. Συγχρόνως, ὅμως, πλημμυρίζει ἡ ψυχή σου ἀπ' τήν παρουσία Του καί τήν ἐν Κυρίῳ χαρά τήν ἀναφαίρετο. Δέν θέλεις τότε τίποτα νά ἐπιθυμήσεις»[2]. Τότε ὁ ἄνθρωπος ὄχι μόνο δέν ἐπιθυμεῖ τίποτε ἄλλο, ἀλλά μισεῖ καί τήν θέληση γιά ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐπιθυμία. Δέν θέλει νά «θέλει» τίποτε, ἐκτός ἀπό τό ἄκρον ἐφετόν τόν Χριστό. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης εντεταγμένος μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση μᾶς διδάσκει ότι η πνευματική ζωή δεν είναι μια ξηρά ηθική ζωή, δεν είναι μια εξωτερική τήρηση των εντολών του Θεού, αλλά ἡ ζωή που εμπνέεται από τον θείο έρωτα. Χρησιμοποιεί δύο εικόνες για να φανερώσει αυτήν την ζωντανή σχέση μεταξύ του ανθρώπου και του Θεού. Η μία εικόνα είναι του ερωμένου. "Μακάριος, όστις τοιούτον προς Θεόν εκτήσατο πόθον, οίον μανικός εραστής προς την εαυτού ερωμένην κέκτηται". Η δεύτερη εικόνα είναι η μεγάλη αγάπη της μητέρας που θηλάζει το παιδί της. "Ουχ ούτω μήτηρ υπομαζίω παιδί, ως αγάπης υιός τω Κυρίω προσκολλάσθαι πέφυκε πάντοτε"65. Αναφερόμενος δε στο γνωστό χωρίο του Άσματος Ασμάτων λέγει ότι τέτοιος είναι ο έρωτας του ανθρώπου, που αγαπά τον Θεό και βρίσκεται στην κατάσταση της νοεράς προσευχής, ώστε το σώμα του καθεύδει "διά την χρείαν της φύσεως", ενώ η καρδιά αγρυπνεί "διά το πλήθος του έρωτος"66. Και με αυτόν τον λόγο ο άγιος Ιωάννης εκφράζει μια παλαιά ησυχαστική παράδοση, κατά την οποία ο νούς του ανθρώπου, που αποδεσμεύεται από την εξάρτηση στις αισθήσεις και ευρίσκεται στην καρδιά, προσεύχεται αδιάλειπτα, έστω κι αν ακόμη ο άνθρωπος κοιμάται. Αυτή, άλλωστε, είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου και αυτός είναι ο φυσικός άνθρωπος.
3)Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι αὐτός πού βρῆκε τόν Χριστό. Ὁ ἄνθρωπος ἡσυχάζει, εἰρηνεύει, γεμίζει τό ὑπαρξιακό του «κενό», θεραπεύεται ἀπό τό συναίσθημα τῆς μοναξιᾶς, ὅταν βρεῖ τόν Χριστό. Τότε ζεῖ ἐν ἀγαλλιάσει. Ἔλεγε ὁ ἅγιος Γέροντας: «Ὅταν βρεῖς τόν Χριστό, σοῦ ἀρκεῖ, δέν θέλεις τίποτ' ἄλλο, ἡσυχάζεις. Γίνεσαι ἄλλος ἄνθρωπος. Ζεῖς παντοῦ, ὅπου ὑπάρχει ὁ Χριστός. Ζεῖς στά ἄστρα, στό ἄπειρο, στόν οὐρανό μέ τούς ἀγγέλους, μέ τούς ἁγίους, στή γῆ μέ τούς ἀνθρώπους, μέ τά φυτά, μέ τά ζῶα, μέ ὅλους, μέ ὅλα. Ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀγάπη στόν Χριστό, ἐξαφανίζεται ἡ μοναξιά. Εἶσαι εἰρηνικός, χαρούμενος, γεμάτος. Οὔτε μελαγχολία, οὔτε ἀρρώστια, οὔτε πίεση, οὔτε ἄγχος (Ἄγχος: Ἡ ἀσθένεια τῆς ἐποχῆς πού καταστρέφει τόν ἄνθρωπο διότι μπλοκάρει ὁ πονηρός τό νοῦ τοῦ ἀγχωμένου ἀνθρώπου καί δέν τόν ἀφήνει νά σκεφτεῖ τόν Θεό. Σκέφτεται μόνο τά χρήματά του, τά προβλήματά του κ.λ.π.), οὔτε κατήφεια, οὔτε κόλαση...Ὅποιος ζεῖ μέσα του τόν Χριστό, ζεῖ πράγματα πού δέν λέγονται· ἅγια καί ἱερά. Ζεῖ ἐν ἀγαλλιάσει. Αὐτά εἶναι ἀλήθεια. Τά ἔχουνε ζήσει ἄνθρωποι, ἀσκητές στό Ἅγιον Ὄρος. Συνεχῶς μέ λαχτάρα ψιθυρίζουν τήν εὐχή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ...»[3]. Αἰσθάνεται τότε ὁ ἄνθρωπος τόν Χριστό «ἐγκάτοικον» καί σκιρτᾶ ἀπό ἀγαλλίαση. Ἀκούει τούς στεναγμούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό Ὁποῖον προσεύχεται ἐντός του καί εὐφραίνεται εὐφροσύνη ἄρρητη...
4)Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος εἶναι ὁ θεούμενος(ἐπίγειος ἄγγελος, ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ περνάει μέσα του· ὅλο καί περισσότερο ὁμοιάζει μέ τόν Θεό). Αὐτός βιώνει τήν διεύρυνση τῶν βιολογικῶν καί ὀντολογικῶν του ὁρίων καί δυνατοτήτων(Γίνεται οἰκουμενικός, παγκόσμιος ἄνθρωπος, στύλος τῆς οἰκουμένης. Στά χρόνια τοῦ ἀββᾶ Βαρσανουφίου ὑπῆρχαν τρεῖς ἄνθρωποι πού κρατοῦσαν μέ τίς προσευχές τους ὅλον τόν κόσμο). 
Συγχρόνως δέχεται τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ σεβαστός Γέροντας Πορφύριος ἦταν ἕνας τέτοιος θεραπευμένος, πνευματικά ὑγιής, ἄνθρωπος. Ἔδωσε ἀπό τήν νεανική του ἡλικία τά πάντα στόν ἀγῶνα γιά τήν κάθαρση, τόν φωτισμό καί τήν θέωση. Γιαυτό καί τά ἀνωτέρω τά ζοῦσε συνεχῶς, ὅπως φανερώνουν μερικά χαρακτηριστικά σημεῖα τοῦ βίου του:« Ἦταν ξημερώματα, ὁ κεντρικός ναός τῶν Καυσοκαλυβίων, τό Κυριακό, ἦταν ἀκόμη κλειστός. Ὁ μοναχός Νικήτας (τό πρῶτο μοναχικό ὄνομα τοῦ π. Πορφυρίου), ὅμως, περίμενε σέ μιά γωνιά τοῦ προνάρθηκα νά κτυπήσουν οἱ καμπάνες καί ν' ἀνοίξει ἡ ἐκκλησία. Δεύτερος μπῆκε στόν προνάρθηκα ὁ γερο-Δημᾶς, πρώην Ρῶσος ἀξιωματικός, ἐνενηκοντούτης, ἀσκητής, κρυφός ἅγιος καί, ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι δέν ἦταν ἄλλος ἐκεῖ (δέν εἶδε τό μοναχό Νικήτα πού ἦταν ἀπόμερα), ἄρχισε νά κάνει στρωτές μετάνοιες καί νά προσεύχεται μπροστά στήν κλειστή πόρτα τοῦ ναοῦ. Ἡ Θεία Χάρις ξεχείλισε ἀπό τόν ὅσιο γερο-Δημᾶ καί ἔλουσε καί κατεκάλυψε τόν ἕτοιμο νά τή δεχθεῖ νεαρό Νικήτα. Τά αἰσθήματά του δέν περιγράφονται. Γεγονός εἶναι ὅτι μετά τή Θεία Λειτουργία καί τή Θεία Κοινωνία του ὁ νεαρός μοναχός Νικήτας αἰσθανόταν τέτοια αἰσθήματα, ὥστε, πηγαίνοντας γιά τό καλύβι του, σταμάτησε, ἄνοιξε τά χέρια του τεντωμένα καί φώναζε δυνατά "Δόξα Σοι, ὁ Θεός. Δόξα Σοι, ὁ Θεός. Δόξα Σοι, ὁ Θεός".Τήν ἐπίσκεψη τῆς Χάριτος ἀκολούθησε μιά ριζική ἀλλαγή τῶν ψυχοσωματικῶν ιδιοτήτων τοῦ νεαροῦ μοναχοῦ Νικήτα. Ἦταν ἡ ἀλλοίωσις, ἡ ἐκ τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου. Ἐνεδύθη δύναμιν ἐξ ὕψους καί ἀπέκτησε χαρίσματα ὑπερφυσικά.Πρῶτο σημεῖο ἦταν ὅτι "διεῖδε" ἀπό μεγάλη ἀπόσταση τούς Γέροντές του, πού ἐπέστρεφαν ἀπό μακριά. Τούς "διεῖδε" ἐκεῖ πού ἦσαν, ἐνῶ ἀνθρωπίνως δέν ἦσαν ὁρατοί. Αὐτό τό ἐξομολογήθηκε στόν παπα-Παντελεήμονα, ὁ ὁποῖος τοῦ σύστησε προσοχή καί σιωπή. Συμβουλές, πρός τίς ὁποῖες συμμορφώθηκε, μέχρις ὅτου ἔλαβε ἄλλη ἐντολή. Ἔπειτα ἀκολούθησαν καί ἄλλα. Τά αἰσθητήριά του εὐαισθητοποιήθηκαν σέ ἀνυπέρβλητο βαθμό καί οἱ ἀνθρώπινες δυνατότητές του ἀναπτύχθηκαν στό ἔπακρο. Ἄκουε καί γνώριζε τίς φωνές τῶν πουλιῶν καί τῶν ζώων, τόσο ὡς πρός τήν προέλευση ὅσο καί πρός τό νόημά τους(καταλάβαινε τή γλῶσσα τους). Ὀσφραινόταν τίς εὐωδιές ἀπό μεγάλες ἀποστάσεις. Ἀναγνώριζε τά ἀρώματα καί τή σύνθεσή τους. Διέκρινε ἀπό πάρα πολύ μακριά τις εὐωδιές τῶν λουλουδιῶν. "Ἔβλεπε", ὅταν ὕστερα ἀπό ταπεινή προσευχή ἐρχόταν στήν κατάλληλη κατάσταση, στά βάθη τῆς γῆς καί στό χάος τοῦ οὐρανού, νερά, πετρώματα, πετρέλαια, ραδιενέργεια, θαμμένα ἀρχαῖα, κρυμμένους τάφους, ρωγμές στά ἔγκατα τῆς γῆς, ὑπόγειες πηγές, χαμένες εἰκόνες, σκηνές πού εἶχαν διαδραματισθεῖ αἰῶνες πρίν, προσευχές πού εἶχαν ἀναπεμφθεῖ, πνεύματα ἀγαθά καί πονηρά, τήν ψυχή τήν ἴδια τό κάθε τι. (Γινόμαστε Θεοί κατά χάριν). Δοκίμαζε τό νερό ἀπό τό βάθος τῆς γῆς καί μετροῦσε τά ἀπρόσιτα. Ρωτοῦσε τά βράχια καί τοῦ διηγόντουσαν τά παλαίσματα τῶν πρό αὐτοῦ ἀσκητῶν. Κύτταζε καί θεράπευε. Ἔψαυε καί ἰάτρευε. Ηὔχετο καί ἐγένοντο. Ἀλλά ποτέ δέν διανοήθηκε νά χρησιμοποιήσει τά χαρίσματα αὐτά τοῦ Θεοῦ γιά δικό του ὄφελος. Ποτέ δέν παρακάλεσε νά γίνει καλά ἀπό δική του ἀρρώστια. Ποτέ δέν θέλησε νά κερδίσει κάτι ἀπό κάποια γνώση πού τοῦ πρόσφερε ἡ Θεία Χάρη. Ἡ διόρασή του, ὅσες φορές ἐνεργοῦσε, τοῦ ἀποκάλυπτε τά ἀπόκρυφα τῶν ἀνθρωπίνων διαλογισμῶν. Μποροῦσε μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ νά βλέπει τό παρελθόν καί τό παρόν καί τό μέλλον ταυτόχρονα. Ἐπιβεβαίωνε ὅτι ὁ Θεός εἶναι παντογνώστης καί παντοδύναμος. Κατόπτευε καί ψηλαφοῦσε τήν κτίση ἀπό τά ἄκρα τοῦ σύμπαντος μέχρι τά βάθη τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καί ἱστορίας. Ἴσχυε γι' αὐτόν τό: "Ὁ δέ πνευματικός ἀνακρίνει μέν πάντα, αὐτός δέ ὑπ' οὐδενός ἀνακρίνεται" (Α΄ Κορ. ιβ΄ 15). Ἡ ζωή μέσα στή Χάρη ὅμως εἶναι ἕνα ἄγνωστο μυστήριο γιά μᾶς. Καί κάθε ἐπιπλέον λέξις θά εἶναι αὐθάδης ἐνασχόληση μέ θέματα πού ἀγνοοῦμε. Αὐτά ὁ Γέροντας τά τόνιζε πάντοτε σέ ὅλους ὅσοι ἀπέδιδαν τίς ἱκανότητές του σέ ἄλλα αἴτια ἐκτός ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔλεγε ἐπιγραμματικά καί ξανάλεγε: "Δέν εἶναι ἐπιστήμη, δέν εἶναι τέχνη, εἶναι ΧΑΡΙΣ"»[4].
 
Τά ἀνωτέρω τά διηγεῖται καί ὁ ἴδιος ὡς ἑξῆς: «Μετά τό γεγονός μέ τόν Γερο-Δημᾶ ἄλλαξα ἐντελῶς. Ἡ ζωή μου ὅλο χαρά καί ἀγαλλίαση. Ζοῦσα μές στ' ἄστρα, μές στό ἄπειρο, στόν οὐρανό. Πρῶτα δέν ἤμουν ἔτσι. Ἀπό τότε πού αἰσθάνθηκα τήν χάρι τοῦ Θεοῦ, ὅλα τά χαρίσματα πολλαπλασιάσθηκαν. Ἔγινα ἔξυπνος. Ἔμαθα τριαδικούς κανόνες, τόν Κανόνα τοῦ Ἰησοῦ, ἄλλους κανόνες. Μόνο πού τούς διαβάζανε καί τούς ψάλλανε στήν ἐκκλησία, τούς μάθαινα ἀπ' ἔξω. Τό Ψαλτῆρι τό ἔλεγα ἀπ' ἔξω. Πρόσεχα κι ὁρισμένους ψαλμούς πού ταιριάζανε τά λόγια τους νά μήν τούς μπερδεύω. Ὄντως ἄλλαξα. «Ἔβλεπα» πολλά πράγματα, ἀλλά δέν μιλοῦσα· δηλαδή δέν εἶχα τό δικαίωμα νά τό πῶ, δέν εἶχα «πληροφορία». Ὅλα τά ἔβλεπα, ὅλα τά πρόσεχα, ὅλα τά ἤξερα. Ἀπ' τή χαρά μου δέν πατοῦσα στή γῆ. Τότε ἄνοιξε ἡ μύτη μου καί μύριζα τά πάντα, ἄνοιξαν τά μάτια μου, ἄνοιξαν τ' αὐτιά μου. Ἀπό μακριά τά καταλάβαινα. Τά ζῶα, τά πουλιά, τά ξεχώριζα ὅλα. Ἤξερα τό κελάηδημα ἄν εἶναι κότσυφας, ἄν εἶναι σπουργίτι, ἄν εἶναι σπίνος, ἄν εἶναι ἀηδόνι, ἄν εἶναι κομπογιάννηδες, ἄν εἶναι τσίχλες. Ὅλα τά πουλάκια τά καταλάβαινα ἀπ' τή φωνή τους. Τή νύκτα, ξημερώνοντας, χαιρόμουνα τή συναυλία πού ἔκαναν τ' ἀηδόνια, τά κοτσύφια, ὅλα, ὅλα...
Ἔγινα ἄλλος, καινούργιος, διαφορετικός. Ὅ,τι ἔβλεπα, τό ἔκανα προσευχή. Τό γύριζα στόν ἑαυτό μου. Γιατί τό πουλί ψάλλει καί δοξολογεῖ τόν Πλάστη; Ἤθελα νά τό κάνω κι ἐγώ. Τό ἴδιο καί μέ τά λουλούδια. Τά λουλούδια τά καταλάβαινα ἀπ' τίς μυρωδιές καί τό ἄρωμά τους τό ἄκουγα ἀπό μισή ὥρα μακριά. Παρατηροῦσα τά χόρτα, τά δέντρα, τά νερά, τά βράχια. Ἄ! μέ τά βράχια μιλοῦσα. Πόσα εἶχαν δεῖ αὐτά! Τά ρωτοῦσα καί μοῦ λέγανε ὅλα τά μυστικά τῶν Καυσοκαλυβίων. Κι ἐγώ συγκινιόμουν καί κατανυγόμουν. Τά ἔβλεπα ὅλα μέ τήν χάρι τοῦ Θεοῦ. Ἔβλεπα, ἀλλά δέν μιλοῦσα. Συχνά πήγαινα στό δάσος. Πολύ μ' ἐνθουσίαζε νά περπατῶ ἀνάμεσα ἀπ' τίς πέτρες καί τά σχοῖνα, τά μικρά καί τά μεγάλα δέντρα»[5].


[1] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 208-209.
[2] Ὅ. π. σελ. 221-222.
[3] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι σελ. 219-220.
[4]http://www.porphyrios.net/GREEK/BIOS/xaritosis.html.
[5] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι, σελ. 84-85.

συνεχίζεται.....

Ομιλίες του Ιερομονάχου Σάββα Αγιορείτου μπορείτε να κατεβάσετε δωρεάν από Πατερικός Λόγος

Βιβλία του Ιερομονάχου Σάββα Αγιορείτου

1)ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΠΩΣ ΘΑ ΤΗ ΖΗΣΟΥΜΕ
Β΄ΕΚΔΟΣΙΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΚΕΛΛΙΟΥ ΕΙΣΟΔΙΩΝ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ , ΚΕΡΑΣΙΑ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 2009.

2) Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΟΣΙΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟ ΤΟΝ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΗ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΚΥΨΕΛΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2009.
τηλέφωνο παραγγελιών : 6947612075
περισσότερες πληροφορίες  hristospanagia.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.

Συνολικές προβολές σελίδας

Αρχειοθήκη ιστολογίου