π. Σάββας Αγιορείτης
Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ
Τά γνωρίσματα τῆς Θείας Χάρης εἶναι κοινά σέ ὅλους τούς βίους τῶν ἁγίων. Ἀνάλογες ἐμπειρίες καί καταστάσεις μέ αὐτές τοῦ Γέροντος Πορφυρίου περιγράφει καί σύγχρονος Ἁγιορείτης: «Ἀπό τήν ἀρχή τῆς μοναχικῆς μου ζωῆς ζοῦσα μιά ἥσυχη, καλή ζωή. Οἱ ἀκολουθίες στό Μοναστῆρι καί ἡ Μυστηριακή ζωή μέ θέρμαιναν, μέ ἀνέπαυαν. Αὐτό μέχρι τήν ὥρα πού γεννήθηκε μέσα μου κάτι ἄλλο, μέχρι τήν ὥρα πού ἀναπτύχθηκε ἡ ἐσωτερική ζωή. Ξαφνικά αἰσθάνθηκα ἕνα κάψιμο ἐσωτερικό, ἕνα κάψιμο θείας ἀγάπης.
Ἡ φυσική καί καλή ζωή πού ζοῦσα μέχρι τότε, φαινόταν τώρα πολύ σκοτεινή, χωρίς νόημα και περιεχόμενο. Ἄρχισα νά βρίσκω τόν χῶρο τῆς καρδιᾶς, τό κέντρο τῆς ὑπάρξεως, τόν εὐλογημένο ἐκεῖνο χῶρο πού ἀνακαλύπτεται μέ τήν ἐν Χάριτι ἄσκηση καί μέσα στόν ὁποῖο ἀποκαλύπτεται ὁ Ἴδιος ὁ Θεός. Αὐτή ἡ καρδιά εἶναι τό πρόσωπο, γιατί πρόσωπο εἶναι «ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος ἐν τῷ ἀφθάρτῳ τοῦ πνεύματος... ὅ ἐστίν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πολυτελές» (Α' Πέτρου γ' 4). Μέχρι τότε διάβαζα αὐτά στά βιβλία, τώρα τά ἔβλεπα στήν πραγματικότητα. Ἔνοιωθα αὐτό πού λέγει ὁ Ἀββᾶς Παμβώ «εἰ ἔχεις καρδίαν δύνασαι σωθῆναι», αὐτό πού λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος «Θεός θεοῖς ἑνούμενός τε καί γνωριζόμενος ἐν καρδίᾳ» καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «ὅς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν». Ἡ καρδιά πού εἶναι τά ἅγια τῶν ἁγίων «τῆς μυστικῆς ἑνώσεως Θεοῦ καί ἀνθρώπου, αὐτῆς τῆς ἐνυποστάτου δι' Ἁγίου Πνεύματος ἐλλάμψεως» ἀνακαλύφθηκε.
Αἰσθανόμουν τήν καρδιά σάν Ναό μέσα στόν ὁποῖο λειτουργοῦσε ὁ ἀληθινός Ἱερεύς τῆς Θείας Χάριτος. Παράλληλα μέ τόν κτύπο τοῦ σαρκικοῦ ὀργάνου τῆς καρδίας ἀκουγόταν καί ἕνας ἄλλος κτύπος βαθύτερος καί γρηγορότερος. Αὐτός ὁ κτύπος συντονιζόταν μέ τήν εὐχή τοῦ Ἰησοῦ. Ἤ μᾶλλον ἡ ἴδια ἡ καρδιά ἔλεγε τήν εὐχή. Ὅλη αὐτή ἡ κατάσταση συνδεόταν μέ μερικά χαρακτηριστικά.
Ἀναπτύχθηκε μιά ἐρωτική κοινωνία μέ τόν Θεό. Τότε καταλάβαινα γιατί οἱ Πατέρες ὀνόμαζαν τόν Θεό ἔρωτα. «Ὁ Θεός ἔρως ἐστί καί ἐραστόν» (Ἁγ. Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής) καί «ὁ ἐμός ἔρως ἐσταύρωται» (ἅγ. Ἰγνάτιος Θεοφόρος). Κάθε μέρα αἰσθανόμουν τήν περίπτυξη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ ἀγάπη ἐκεῖνο τόν καιρό μέ εἶχε τρελλάνει. Ὁ Θεός βιωνόταν ὡς ἐλεήμων, ὡς γλύκα
και γλυκασμός. Ἄναψε μέσα στήν καρδιά μου τό εὐλογημένο πῦρ, πού ἔκαιγε τά πάθη καί δημιουργοῦσε ἀνέκφραστη πνευματική ἡδονή.
και γλυκασμός. Ἄναψε μέσα στήν καρδιά μου τό εὐλογημένο πῦρ, πού ἔκαιγε τά πάθη καί δημιουργοῦσε ἀνέκφραστη πνευματική ἡδονή.
Ἀναζητοῦσα ἡσυχία, σκοτάδι, ἡρεμία ἐξωτερική. Τά μικρά κελλιά, οἱ τρύπες τῶν βράχων, ὁ ἀνοιχτός ὁρίζοντας τῆς φύσεως, τά σκοτεινά μέρη μέ δέχονταν σάν φιλοξενούμενο. Τήν νύκτα ἔβγαινα στίς ἐρημιές τοῦ Ἄθωνα. Μαγεία! Εὐλογία! Μέθη! Στήν μοναξιά καί στήν πολυκοσμία, στήν ἔρημο καί στά κοινόβια ζοῦσα τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τήν θεία περίπτυξη. Ἀναπτύχθηκαν τότε ἄλλες αἰσθήσεις, αἰσθήσεις πνευματικές, ἡ νοερά αἴσθηση, ἡ νοερά ὅραση και ἀκοή. Ὅλος ὁ νοῦς ἦταν συγκεντρωμένος μέσα στό βάθος τῆς καρδιᾶς καί ἄκουγε ἐν ἀκορέστῳ γλυκασμῷ τήν εὐχή πού λεγόταν μέσα ἐκεῖ. Ὅλος ὁ ἐσωτερικός κόσμος ἑνοποιημένος. Ὅλα ἔδειχναν ὅτι γεννήθηκε ἕνας καινούργιος ἄνθρωπος, ἕνας καινούργιος κόσμος καί μιά καινή ζωή. Μιά θερμότητα ἔκαιγε τά πάντα. «Οὐχί ἡ καρδία ἡμῶν καιομένη ἦν ἐν ἡμῖν ὡς ἐλάλει ἡμῖν ἐν τῇ ὁδῷ...;».
Ἡ αἴσθηση τῶν μαθητῶν αὐτῶν ὑπῆρξε δική μου βίωση. Αἰσθανόμουν καλά τόν λόγο τοῦ Χριστοῦ: «πῦρ ἦλθον βαλεῖν ἐπί τήν γῆν καί τί θέλω εἰ ἤδη ἀνήφθη;». Καί τόν λόγον ὅτι ὁ Θεός «πῦρ ἐστί καταναλίσκον». Ἄλλοτε αὐτή ἡ θέρμη καί αὐτή ἡ φωτιά μετατρεπόταν σέ πληγή βαθειά. Αἰσθανόμουν ὅτι αὐτή ἡ θερμότητα ἀναγεννοῦσε τήν ὕπαρξή μου, πρῶτα τήν ψυχή καί μετά ἐπεκτεινόταν καί στό σῶμα.
Ἡ αἴσθηση ὅτι τώρα γεννήθηκα σέ ἄλλον κόσμο ἦταν διαρκής. Χοροπηδοῦσα σάν μικρό παιδί. Ἀκόμη ὑπῆρξαν μερικές φορές πού ἔνοιωσα καί τήν σάρκα μου σάν μικροῦ παιδιοῦ, πού μόλις βγῆκε ἀπό τήν μήτρα τῆς μάνας του. Αὐτό δημιουργοῦσε βαθύτατη εἰρήνη λογισμῶν. Ὁ νοῦς καθαριζόμενος διαρκῶς ἀπέβαλε ὅλα τά ξένα στοιχεῖα τά ὁποῖα σάν λέπια τόν ἐκάλυπταν. Γινόταν ἔτσι ἐλαφρός καί πάντοτε εὕρισκε καταφύγιο στήν καρδιά. Ἐκεῖ παρέμεινε καί εὐφραινόταν πνευματικά. Ἐκεῖ μερικές φορές ἄκουγε καί τήν φωνή τοῦ Θεοῦ, πού ἦταν πολύ συνταρακτική καί δημιουργοῦσε πηγές δακρύων. Ἡ γνωριμία μέ τόν Θεό ἦταν προσωπική. Ἡ γνώση τοῦ Θεοῦ πραγματικό γεγονός.
Μερικές φορές βυθιζόμουν σέ βαθειά μετάνοια. Ὁ νοῦς μπαίνοντας στήν καρδιά ἐν Χάριτι ἔβλεπε τό σκοτάδι, τήν βρωμιά τῆς ψυχῆς καί ὅλη ἡ ὕπαρξη ξεχυνόταν σέ καυτά δάκρυα. Ἔκλαιγε ἡ καρδιά. Τά δάκρυα τῆς καρδιᾶς ξεχύνονταν ἐπάνω της καί τήν ξέπλεναν ἀπό τήν ἁμαρτία. Παράλληλα ἄνοιγαν καί τά μάτια καί γίνονταν πηγές δακρύων. Ἄλλοτε ἔκλαιγε μόνον ἡ καρδιά καί ἄλλοτε καί τό σῶμα. Θρῆνος βαθύς ἀπό τήν ἀποκάλυψη τῆς ἀσωτίας... Κλάμα πολύ, ἀλλά ὄχι μέ ἀπελπισία. Ἦταν συνδεδεμένο μέ τήν αἴσθηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Ἐκεῖνο τόν καιρό ὅλα ἦταν ὡραῖα. Ἡ λέξη ὡραῖα δέν ἔχει σχέση μέ τήν αἰσθητική, ἀλλά μέ τήν ὀντολογική πραγματικότητα. Ἔβλεπα τούς λόγους τῶν ὄντων σέ ὅλη τήν δημιουργία. Καί αὐτό προξενοῦσε ἄρρητη εὐφροσύνη. Ὅλα ἐξέφραζαν τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀνάγνωση τῆς Γραφῆς ἔτρεφε τήν καρδιά.
Οἱ λέξεις δέν πήγαιναν στήν λογική, ἀλλά εἰσχωροῦσαν στήν καρδιά καί τήν ζωογονοῦσαν. Ὅπως τό μωρό ρουφᾶ τό γάλα ἀπό τόν μαστό τῆς μάνας του καί τρέφεται, ἔτσι αἰσθανόταν ἡ καρδιά· τρεφόταν ἀπό τό λόγο τοῦ Θεοῦ. Γινόταν μετάγγιση αἵματος. Τά βιβλία τῶν Πατέρων τά διάβαζα μέ ἄλλο πρίσμα. Γνωστά κείμενα τότε τά ἔβλεπα διαφορετικά. Σάν νά εἶχα ἀποκτήσει καινούργια μάτια καί σάν νά εἶχα μάθει καινούργια γλῶσσα. Αἰσθανόμουν συγγενής πνευματικά μέ τούς Πατέρας. Ὅμως τίς πιό πολλές φορές δέν ἤθελα νά διαβάζω ἀκόμη καί βιβλία πατερικά. Σάν νά σταματοῦσαν τήν προσωπική ἐπικοινωνία μέ τόν ἐράσμιο Νυμφίο, σάν νά διέκοπταν τή ζωντανή ἐπικοινωνία μέ τόν Δημιουργό τοῦ παντός.
Τά πάθη δέν ἐνεργοῦσαν τότε. Ἔνοιωθα ὄχι ἠθικές ἀναστολές, ἀλλά τήν ἀναγέννηση μου. Ἤμουν τόσο μεθυσμένος, ὥστε δέν μέ ἐνδιέφερε ἀπολύτως τίποτε. Ὑπῆρχε μέσα μου μιά ἀκατάσχετη ἀναζήτηση καί ἐπιθυμία νά μή μέ ἀγαποῦν οἱ ἄνθρωποι καί μάλιστα νά μέ περιφρονοῦν. Ἀφοῦ εἶχα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, δέν μέ ἐνδιέφερε τίποτε ἄλλο. Ζοῦσα μιά ἐρωτική ζωή, ζωή δακρύων... Ἡ μόνη ἀπασχόληση ἐγώ καί ὁ Θεός. Ζητοῦσα τήν μοναξιά πού ἦταν κοινωνία. «Ἐνώπιος Ἐνωπίω», «πρόσωπον πρός Πρόσωπον». Ἀλλά καί ὅταν εὑρισκόμουν σέ πολυκοσμία ἡ ἐσωτερική φωνή ἦταν ἰσχυρότερη. Καί ὅταν κατά τήν διάρκεια ἀκολουθίας ὁ Γέροντας μέ ἔβαζε νά ψάλλω, ἐγώ συγχρόνως ἄκουγα καί αὐτήν τήν ἐσωτερική φωνή τῆς καρδιᾶς νά ἐπαναλαμβάνη τήν εὐχή πού ἔγινε τό ἐντρύφημά μου.
Αὐτή ἡ κατάσταση κράτησε περίπου τέσσερα χρόνια. Μέρα-νύχτα ἔλεγα τήν εὐχή. Καί τήν ὥρα πού κοιμόμουν ἡ καρδιά προσευχόταν. Τήν ἄκουγα καθαρά νά ἀδολεσχῆ μέ τόν Θεό.
Ὅποιος θέλει νά διαπίστωση ἄν ὑπάρχη Θεός, ἄς δοκιμάση. Θά συνάντηση ἕνα ζωντανό Θεό! Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ μέ ἀξίωσε ἐμένα τό ἔκτρωμα ὅλου τοῦ κόσμου νά ἀποκτήσω μιά μικρή σταγόνα γνώσεως Θεοῦ»[1]. Παρατηροῦμε ὅτι οἱ ἐμπειρίες τῶν δύο ἀσκητῶν, τοῦ Γέροντος Πορφυρίου καί τοῦ σύγχρονου Ἁγιορείτη, εἶναι κοινές, ἀφοῦ τίς ἐνεργεῖ τό ἴδιο Πνεῦμα, δηλ. τό Ἅγιο Πνεῦμα. Τίς ἴδιες ἐμπειρίες ζεῖ καί κάθε ἄνθρωπος πού θά κάνει πνευματική ζωή, δηλ. πού θά ἐνεργοποιήσει τήν κρυμμένη ἁγιοπνευματική χάρη πού ἔλαβε κατά τό Ἅγιο Βάπτισμα.
[1]http://clubs.pathfinder.gr/getfile.php?file=47&folder=46610. Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Βλάχου, Τό μυστήριο τῆς παιδείας τοῦ Θεοῦ, Ἱερά Μονή Γενεθλἰου τῆς Θεοτόκου, Γ΄ ἔκδοση, 1991.
5)Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος ἀγαπάει ἀνιδιοτελῶς τόν Θεό καί τούς ἄλλους. Εἶναι ὁ ἀπόλυτα ἰσορροπημένος ἄνθρωπος.
Ὁ Χριστός μας εἶναι ἡ Ἀγάπη καί ἡ Ζωή. Κίνηση ἐνάντια στήν Ἀγάπη εἶναι κίνηση ἐνάντια στή Ζωή. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἀγαπάει σωστά τόν Θεό καί τούς ἄλλους, αὐτός βρίσκεται στήν ἀνισορροπία καί τόν πνευματικό θάνατο. Ὅποιος ἀγαπάει, Ζεῖ ἰσορροπημένα καί ἀληθινά.
Ἔλεγε ὁ Γέροντας Πορφύριος ὅτι ἰσορροπημένος εἶναι ὀ ἄνθρωπος πού ἀγαπάει ἀνιδιοτελῶς. Αὐτόν τόν ἀγαποῦν καί οἱ ἄλλοι. Τό μυστικό γιά νά μᾶς ἀγαποῦν εἶναι, ἐμεῖς νά ἀγαπᾶμε. Θά νιώθομε τότε ὅτι ὅλοι μᾶς ἀγαποῦν. Ὅταν θά ἀγαπήσουμε ὅλους τούς ἀνθρώπους μυστικά, ἀνιδιοτελῶς, θυσιαστικά, χωρίς νά ζητοῦμε ἀνταπόδοση τότε θά ἰσορροπήσουμε, θά ἀναπαυτοῦμε ἐσωτερικά θά ἀνετοποιηθοῦμε. «Κανείς δέν μπορεῖ νά φτάσει στόν Θεό,(ἔλεγε ὁ π. Πορφύριος) ἄν δέν περάσει ἀπ΄ τούς ἀνθρώπους. Γιατί, “ὁ μή ἀγαπῶν τόν ἀδελφόν αὐτοῦ, ὅν ἑώρακε, τόν Θεόν, ὅν οὐχ ἑώρακε, πῶς δύναται ἀγαπᾶν;”»[1].
6)Ὁ ὑγιής πνευματικά ἄνθρωπος φιλοσοφεῖ καί διδάσκεται ἀπό ὅλα. Ἡ Θεία Χάρις τόν διδάσκει· τόν καθιστᾶ ἀληθινά φιλόσοφο καί σοφό.
«Μιά μέρα,(διηγεῖται ὁ π. Πορφύριος) ἕνα πρωινό ἐπροχώρησα μόνος μου στό παρθένο δάσος. Ὅλα, δροσισμένα ἀπό τήν πρωινή δροσιά, λαμπύριζαν στόν ἥλιο. Βρέθηκα σέ μία χαράδρα. Τήν πέρασα. Κάθισα σ' ἕνα βράχο. Δίπλα μου κρύα νερά κυλοῦσαν ἥσυχα κι ἔλεγα τήν εὐχή. Ἡσυχία ἀπόλυτη. Τίποτα δέν ἀκουγόταν. Σέ λίγο, μέσα στήν ἡσυχία ἀκούω μία γλυκειά φωνή, μεθυστική, νά ψάλλει, νά ὑμνεῖ τόν Πλάστη. Κοιτάζω, δέν διακρίνω τίποτα. Τελικά, ἀπέναντι σ' ἕνα κλαδί βλέπω ἕνα πουλάκι· ἦταν ἀηδόνι. Κι ἀκούω τό ἀηδονάκι νά κελαηδάει, νά σχίζεται· μάλλιασε, πού λέμε, ἡ γλώσσα του, φούσκωσε ἀπ' τούς λαρυγγισμούς ὁ λαιμός του. Αὐτό τό πουλάκι τό μικροσκοπικό νά κάνει κατά πίσω τά φτερά του, γιά νά ἔχει δύναμη καί νά βγάζει αὐτούς τούς γλυκύτατους τόνους, αὐτή τήν ὡραία φωνή καί νά φουσκώνει ὁ λάρυγγάς του! Πώ, πώ, πώ! Νά 'χα ἕνα ποτηράκι μέ νερό, γιά νά πηγαίνει νά πίνει καί νά ξεδιψάει!
[1] Γέροντος Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καί Λόγοι,
Β΄ ἔκδοση, Χανιά 2003, σελ. 381.
συνεχίζεται.....
Ομιλίες του Ιερομονάχου Σάββα Αγιορείτου μπορείτε να κατεβάσετε δωρεάν από Πατερικός Λόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.