Ὁ Ἅγιος μεγαλομάρτυρας Εὐστάθιος ὁ Πλακίδας. Μέρος Θ΄
Ἐκλεκτές διηγήσεις καί προσευχές γιά μικρά παιδιά
Μοναχοῦ Δαμασκηνοῦ Γρηγοριάτου
Ἔτσι ἐπλησίασαν καί στό χωριό στό ὁποῖο ζοῦσε ὁ Εὐστάθιος. Τότε ἔβοσκε τά πρόβατα στό λειβάδι. Πέρασαν ἀπό κοντά του καί ἐκεῖνος τούς ἐγνώρισε, διότι παλαιότερα ἦταν στρατιῶτες του. Χάρηκε πού τούς εἶδε καί ἔκλαιγε ἀπό τήν χαρά του.
Ὅταν ἔφθασαν αὐτοί κοντά του, τοῦ εὐχήθηκαν γιά τήν ὑγεία του, κατά τήν συνήθεια, καί τόν ἐρώτησαν:
-Τί χωριό εἶναι αὐτό καί ποιός εἶναι ὁ ἀρχηγός του;
-Μετά ἄρχισαν νά τόν ἐρωτοῦν:
-Μήπως ἐδῶ εἶναι κάποιος ξένος ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου ἡ μορφή εἶναι ἔτσι περίπου (τοῦ περιέγραφαν τήν μορφή του) καί ὀνομάζεται Πλακίδας;
Καί ὁ Εὐστάθιος τούς ἀπήντησε:
-Γιά ποιά αἰτία τόν ἀναζητᾶτε;
-Κι αὐτοί τοῦ εἶπαν:
-Εἶναι φίλος καί γιά πολύ καιρό δέν τόν ἔχουμε πάλι ἰδεῖ καί δέν γνωρίζουμε ποῦ εὑρίσκεται μέ τήν γυναῖκα του καί τά δύο παιδιά του. Ἐάν μᾶς εἰπῆς ποιός εἶναι αὐτός, θά σοῦ δώσουμε πολύ χρυσό καί δῶρα.
Καί ὁ Εὐστάθιος τούς ἀπήντησε:
-Δέν τόν ξέρω, οὔτε γνωρίζω αὐτόν τόν Πλακίδα. Ἴσως τόν γνωρίζουν τά ἀφεντικά τοῦ σπιτιοῦ μου πού μένω. Σᾶς παρακαλῶ νά ἔλθετε στό χωριό καί ν᾿ ἀναπαυθῆτε στό καλύβη μου, διότι βλέπω ὅτι καί ἐσεῖς καί τ᾿ ἄλογά σας εἶσθε κουρασμένοι ἀπό τήν ὁδοιπορεία.
Ὁπότε ἀναπαυθῆτε σέ μένα καί κατόπιν θά ἐρωτήσετε ἐάν κάποιος ἀπό τό χωριό μας γνωρίζει αὐτόν πού ἀναζητεῖτε.
Αὐτοί ἔκαναν ὑπακοή. Ἐπῆγαν μαζί του στό χωριό, ἀλλά δέν τόν ἀνεγνώρισαν. Αὐτός τούς ἐγνώρισε πολύ καλά καί ἔτρεχαν δάκρυα χαρᾶς ἀπό τά μάτια του, πού προσπαθοῦσε νά τά συγκρατήση γιά νά μή τόν γνωρίσουν ἀμέσως.
Καί στό χωριό ἐκεῖνο ἦταν ἕνας καλός ἄνθρωπος, ὁ ὁποῖος εἶχε δώσει στέγη καί διατροφή στόν Πλακίδα. Σ᾿ αὐτόν τόν ἄνθρωπο ἔστειλε τούς στρατιῶτες μέ τήν παράκλησι νά τούς φιλοξενήση. Καί ἀκόμη τοῦ εἶπε ὁ Πλακίδας:
-Θά σέ πληρώσω μέ τήν δουλειά μου γιά ὅσα ἔξοδα θά κάνης γιά τήν φιλοξενία αὐτῶν τῶν δύο στρατιωτῶν, διότι εἶναι γνωστοί μου.
Καί ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδή ἦταν ἐκ φύσεως καλός καί τόν παρεκάλεσε καί ὁ Πλακίδας, δέχθηκε τούς ξένους μέ πολλή ἀγάπη καί τούς φιλοξένησε ἀφθονοπάροχα. Καί ὁ Εὐστάθιος τούς ἐξυπηρέτησε δίνοντάς τους ψωμί καί τούς ἔλεγε κάτι σχετικό μέ τήν παλαιά του ζωή στήν Ρώμη. Τόν νικοῦσε ἡ φύσις καί ἔτρεχαν καί πάλι δάκρυα ἀπό τά μάτια του. Ὅμως τά ἔκρυβε γιά νά μή γίνη ἀμέσως γνωστός. Ἄλλοτε ἔβγαινε ἔξω, ἔκλαιγε, ἐσκούπιζε τά δάκρυά του καί ἐπέστρεφε γιά νά ἐξυπηρετήση τούς στρατιῶτες του σάν δοῦλος καί σάν τελευταῖος χωριάτης.
Οἱ στρατιῶτες του, κυττάζοντας συχνά τήν μορφή του, ἄρχιζαν λίγο λίγο νά πιστεύουν ὅτι αὐτός εἶναι ὁ ἀναζητούμενος καί σέ κάποια στιγμή εἶπαν μεταξύ τους: «Αὐτός ὁ ἄνθρωπος ὁμοιάζει μέ τόν Πλακίδα ἤ μᾶλλον αὐτός εἶναι», καί ἔλεγαν ἀκόμη. «Νά ἐρευνήσουμε ἐάν ὑπάρχη ἴχνος μιᾶς βαθειᾶς πληγῆς στό γόνατό του, πού ἔλαβε σ᾿ ἕνα πόλεμο. Ἐάν εὑρεθῆ αὐτή ἡ οὐλή, τότε αὐτός εἶναι ὁ Πλακίδας πού ἀναζητοῦμε».
Παρακολουθώντας καλά εἶδαν τήν οὐλή τῆς πληγῆς του καί πετάχτηκαν ἀμέσως ἀπό τό τραπέζι. Ἔπεσαν στά πόδια του λέγοντάς του:
-Σύ εἶσαι ὁ Πλακίδας τόν ὁποῖον ἀναζητοῦμε! Ἐσύ εἶσαι ὁ ἀγαπητός φίλος τοῦ βασιλέως, πού στενοχωριέται τώρα τόσα χρόνια γιά σένα! Ἐσύ εἶσαι ὁ διακεκριμένος στρατηγός τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ, ὁ διοικητής γιά τόν ὁποῖον κλαίουν ὅλοι οἱ στρατιῶτες!
Τότε ὁ Εὐστάθιος γνωρίζοντας ὅτι ἦλθε ἡ προθεσμία τήν ὁποίαν ὁ Κύριος τοῦ ὑποσχέθηκε ὅτι θά τόν ἐπαναφέρη καί πάλι στήν διοίκησι τοῦ στρατοῦ καί θά τόν τιμήση, ὅπως πρῶτα, τούς εἶπε:
-Ἐγώ, εἶμαι ἀδελφοί, αὐτός πού ζητεῖτε. Εἶμαι ὁ Πλακίδας μέ τόν ὁποῖον ἐπολεμήσατε μαζί γιά πολλά χρόνια. Ἐγώ εἶμαι ὁ στρατηγός σας, ὁ καλός σας φίλος καί τώρα πτωχός, ἀνάξιος καί ἄγνωστος.
Καί ἔγινε μεγάλη χαρά ἀνάμεσά τους καί δάκρυα ἔσταζαν ἀπό τά μάτια τους. Ἐσηκώθηκαν, τόν ἀγκάλιασαν καί τόν καταφιλοῦσαν.
Κατόπιν εἶχαν φέρει τά ἐπίσημα στρατιωτικά του ἐνδύματα νά τά φορέση. Τοῦ ἔδωσαν τά γράμματα τοῦ βασιλέως καί τόν παρεκάλεσαν νά πάη μαζί τους γρήγορα στόν βασιλέα, λέγοντάς του:
Ἰδού οἱ ἐχθροί μας ἐπανεστάτησαν καί πάλι ἐναντίον τῆς αὐτοκρατορίας μας. Δέν ὑπάρχει ἄλλος γενναῖος, ἐκτός ἀπό σένα γιά νά τούς κατατροπώση καί νά τούς ἐκδιώξη ἔξω ἀπό τά σύνορά μας.
Ἀκούοντας ὅλα αὐτά ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ καί οἱ καλεσμένοι του ἐξεπλάγησαν καί μετέφεραν τό μήνυμα αὐτό σέ ὅλο τό χωριό τους. Τότε ὅλοι ἔλεγαν:
-Τί μεγάλος ἄνθρωπος ζοῦσε στό χωριό μας!
Θεωροῦσαν ἕνα μεγάλο θαῦμα καθώς ἔβλεπαν τόν Εὐστάθιο, τόν πρώην τσοπᾶνο, νά εἶναι τώρα ντυμένος τήν ἐπίσημη στρατιωτική του στολή σάν στρατηγός. Οἱ δύο στρατιῶτες, Ἀντίοχος καί Ἀκάκιος, ἔλεγαν στόν κόσμο τίς νικηφόρες μάχες καί τίς καλωσύνες πού εἶχε κάνει αὐτός ὁ στρατηγός.
Ἀκούοντας οἱ χωριᾶτες ὅτι ὁ Εὐστάθιος ἦταν ἕνας τόσο ἀξιοτίμητος στρατιωτικός ἡγέτης τῶν ρωμαϊκῶν στρατευμάτων, ἐθαύμαζαν καί ἔλεγαν:
-Πῶς αὐτός ὁ γενναῖος ἄνδρας, ἦλθε ἐδῶ καί ἔγινε δοῦλος μας στίς δουλειές μας;
Κι ἔπεφταν μπροστά του καί τόν προσκυνοῦσαν λέγοντας:
-Γιατί δέν μᾶς εἶπες τίποτε, Ἐξοχώτατε, γιά τό μεγάλο γένος σου καί γιά τά πολλά σου καί ἐξαίσια ἔργα; Ζητοῦμε νά μᾶς συγχωρέσης διότι δέν σέ ἐγνωρίζαμε καί δέν σέ ἐτιμήσαμε, ὅπως σοῦ ἄξιζε.
Μετάφρασις: Μοναχός Δαμασκηνός Γρηγοριάτης 2010
28 Ἰουλίου 2013
Για να διαβάσετε τα υπόλοιπα πατήστε Ιστορίες Γέροντος Κλεόπα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Για να σχολιάσετε (με ευπρέπεια) πρέπει να συνδεθείτε με τον λογαριασμό google ή wordpress που διαθέτετε. Αν δεν διαθέτετε πρέπει να δημιουργήσετε έναν λογαριασμό στο @gmail ή στο @wordpress. Μπορείτε βεβαίως πάντα να στέλνετε e-mail στο anavaseis@gmail.com
Ευχαριστούμε.