Μετά την ήττα του ελληνικού στρατού από τις ναζιστικές δυνάμεις, η περιοχή από τον Στρυμόνα έως τον Εβρο, μαζί με τα νησιά της Θάσου και της Σαμοθράκης παραχωρήθηκαν στη Βουλγαρία, ως ανταμοιβή για την προσχώρησή της στον Άξονα (εκτός από 3/4 του νομού Εβρου, έπειτα από
σχετική αξίωση της Τουρκίας). Εκτοτε, για τους κατακτητές ανήκαν διοικητικά στην «περιφέρεια Άσπρης Θάλασσας» ή «Αιγαίου» ή «Αιγαιίδα» (Μπελομόρε), η οποία συμπεριλαμβανόταν στην 4η περιοχή (Στάρα Ζαγκόρα - Πλόβντιφ - Μπελομόρε) της βουλγαρικής επικράτειας.
Εδώ έγκειται και η διαφορά μεταξύ ιταλικής, γερμανικής και βουλγαρικής κατοχής. Οι Ιταλοί και οι Γερμανοί αναγνώριζαν ότι βρίσκονται σε μια ξένη χώρα ως δύναμη κατοχής, ενώ οι Βούλγαροι προπαγάνδιζαν ότι βρίσκονται σε «απελευθερωμένο βουλγαρικό έδαφος» και σκόπευαν να μείνουν οριστικά. Η Βουλγαρία ισχυριζόταν πως δεν κατέλαβε, αλλά απελευθέρωσε περιοχές, οι οποίες ήταν βουλγαρικό εθνικό έδαφος με αδύναμο βουλγαρικό πληθυσμό, λόγω της προηγηθείσας πολιτικής εξελληνισμού του ελληνικού κράτους. Έτσι δικαιολογούσε τα αποτελέσματα βουλγαρικής απογραφής της 31ης Μαΐου 1941 στην «περιφέρεια Άσπρης Θάλασσας», κατά την οποία καταγράφηκαν 13 πόλεις και 799 χωριά (συνολικά 812 οικισμοί) και απογράφηκαν 649.419 κάτοικοι. Και συγκεκριμένα κατά
εθνικότητα 43.761 Βούλγαροι, 6.138 Πομάκοι, 72.985 Τούρκοι, 514.426 Έλληνες και 12.019 άλλοι (Εβραίοι, Αρμένιοι κ.ά.).
Η νέα βουλγαρική κατοχή υπήρξε βαρύτερη από τις προηγούμενες (η πρώτη στους Βαλκανικούς, 1912 - 1913, κι η δεύτερη στον Α΄ Παγκόσμιο, το 1916 - 1919), καθώς ο ελληνισμός της «βουλγαροκρατούμενης ζώνης» (514.426 Ελληνες, κατά τους Βουλγάρους) βρέθηκε αντιμέτωπος με έναν επιθετικό βουλγαρικό επεκτατισμό, ανανεωμένο από τις νέες συνθήκες, λόγω της συνεργασίας του με τη Γερμανία, και αποφασισμένο με το τέλος του πολέμου να διεκδικήσει «αποκατάστασιν της εθνικής ενότητος της Βουλγαρίας».
Η μοναρχική εξουσία του Βόρη Γ΄, με την «πρόθυμη», κατά την προπαγάνδα της, συνεργασία και συμμετοχή της πολιτικής, εμποροβιομηχανικής, επιστημονικής και καλλιτεχνικής κοινότητας της Βουλγαρίας, επιχείρησε να ανατρέψει τα πληθυσμιακά δεδομένα και να (απο)δείξει την ενότητα της «Παλιάς Βουλγαρίας» με τα «νεο-απελευθερωμένα» εδάφη.
Προετοίμαζε την πολυπόθητη οριστική προσάρτησή τους, με το να δημιουργήσει «εθνικά δίκαια» των «σκλαβωμένων για χρόνια Βουλγάρων αδελφών» στις παραχωρημένες, από τους Γερμανούς, στη Βουλγαρία περιοχές: τα σερβικά εδάφη, τη Δομβρουτσά, επαρχία ρουμανική, αλλά και «την περιφέρεια Ασπρης Θάλασσας», δηλαδή τον νομό Σερρών, εκτός της περιοχής της Νιγρίτας (δηλαδή εκτός του 1/5 του νομού Σερρών), τους νομούς Δράμας - Ξάνθης - Καβάλας - Pοδόπης και Εβρου, εκτός της ουδέτερης ζώνης (δηλαδή εκτός των 3/4 του νομού Εβρου).
Παρά τις όποιες αρχικές υποσχέσεις προς τους κατοίκους για ασφάλεια, ευνομία, ζωή, τιμή και περιουσία, όλα μαρτυρούν ότι εφαρμόσθηκε στα νεοαποκτηθέντα για τη Βουλγαρία εδάφη ένα μελετημένο, και στις λεπτομέρειές του, πρόγραμμα εμφάνισης των υπό κατοχήν περιοχών με όψη και χαρακτήρα βουλγαρικό.
Η εξέγερση της Δράμας και η σφαγή στο Δοξάτο
Η πρώτη ένοπλη αντίδραση στον αφόρητο ζυγό της βουλγαρικής κατοχής, η εξέγερση της Δράμας και της γύρω περιοχής της (28 προς 29 Σεπτεμβρίου 1941), παραμένει σκοτεινή υπόθεση σε πολλά σημεία της. Φαίνεται πως η κομματική οργάνωση του ΚΚΕ Δράμας εκτίμησε εσφαλμένα την κατάσταση: Παρασύρθηκε, υπολογίζοντας σε γρήγορη νίκη του «Κόκκινου Στρατού» και στη
λαϊκή δυσαρέσκεια και τη λαχτάρα για αντίδραση στην καταπίεση. Έδωσε πίστη σε φήμες για κομμουνιστική εξέγερση στη Βουλγαρία κατά των Γερμανών και για επικείμενη προσχώρηση του βουλγαρικού στρατού κατοχής σ’ αυτήν (ενδεχομένως υποβολιμαίες από την Ασφάλεια των βουλγαρικών Αρχών κατοχής - Οχράνα. Δηλαδή δεν αποκλείεται βουλγαρική «προβοκάτσια» με σκοπό την εξόντωση του ελληνικού στοιχείου).
Η εξέγερση, όμως, ήταν πρόωρη και η έλλειψη στρατιωτικών στελεχών και κατάλληλων μηχανισμών, αλλά και σχεδίου και στόχου, δεν άφηναν προοπτική επιτυχίας και οδήγησαν σε τραγωδία.
Τα «γεγονότα της Δράμας» συγκλόνισαν όλο τον υπόδουλο ελληνικό λαό. Στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη οι συνέπειες ήταν καθοριστικές για το μέλλον: επικράτησε σύγχυση για τις συνθήκες εκδήλωσης «του κινήματος της Δράμας», με αποτέλεσμα να ευνοηθεί η εμφάνιση και η δράση αυτόνομων, κυρίως εθνικιστικών, αντιστασιακών ομάδων.
Συμπερασματικά, στη διάρκεια της κατοχής 1941 - 1944, η Βουλγαρία, σε πλήρη αντίφαση με την επίσημη ρητορική της «...περί τηρήσεως απολύτου ισότητος και δικαιοσύνης έναντι του πληθυσμού...», μέσω της αποδυνάμωσης, της απομάκρυνσης, της εξόντωσης, της «βουλγαροποίησης» του πληθυσμού και της τελικής αλλοίωσης της εθνολογικής του σύνθεσης προετοίμαζε την επιθυμητή οριστική προσάρτηση της Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης. Για να εκπληρώσει επιτέλους, με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το όνειρο της «Μεγάλης Βουλγαρίας» και να επικρατήσει στη χερσόνησο του Αίμου.
Οι προσπάθειες αφελληνισμού του πληθυσμού
Ο Ελληνισμός, ανεπιθύμητος στη βουλγαροκρατούμενη Ανατολική Μακεδονία και Δυτική Θράκη υπέστη, κατά την τρίχρονη κατοχή (1941 - 1944), μέτρα κατάργησης κάθε εθνικής και θρησκευτικής του ελευθερίας, αλλά και σκληρότατα μέτρα εξόντωσής του:
· Κατάλυση του ελληνικού κράτους σε όλες του τις εκδηλώσεις (Διοίκηση, Εκκλησία, Παιδεία...).
· Ανάληψη της δημόσιας και ιδιωτικής οικονομικής ζωής από το βουλγαρικό κράτος και από Βούλγαρους ιδιώτες (αναγκαστικός συνεταιρισμός, απαγόρευση άσκησης επαγγελμάτων...).
· Αποδυνάμωση του ελληνικού στοιχείου με την απομάκρυνση των στηριγμάτων του, πνευματικών, κοινωνικών, ηθικών, τις απελάσεις, τη στρατολογία και την απαγωγή των ανδρών μακριά από τις εστίες τους (ομηρία, «τάγματα εργασίας»).
· «Βουλγαροποίηση» του ελληνικού στοιχείου, με την υποχρέωση έκδοσης βουλγαρικής ταυτότητας, πίεση για δήλωση βουλγαρικής εθνικότητας, υποχρεωτική χρήση βουλγαρικής γλώσσας σε όλες τις εκδηλώσεις της ιδιωτικής και δημόσιας ζωής κ.ά.
· Οικονομική αφαίμαξη του ελληνικού στοιχείου με την επιβαλλόμενη ανεργία, τη βαριά φορολογία, τον αναγκαστικό δανεισμό από το βουλγαρικό Δημόσιο, τις αρπαγές κ.ά.
· Τρομοκράτηση, βιαιοπραγίες, απαγορεύσεις, εξαθλίωση των λαϊκών τάξεων, κυρίως με τους περιορισμούς στη διατροφή, το νερό, τον φωτισμό.
· Δημογραφική αραίωση του τόπου, καθώς με τις διάφορες πιέσεις προωθούνταν η εκούσια ή ακούσια μετανάστευση των Ελλήνων κατοίκων του.
· Αλλοίωση της εθνολογικής σύνθεσης με τον εποικισμό με Βούλγαρους εθελοντές εποίκους.
· Προπαγάνδα του βουλγαρικού ενδιαφέροντος με την οργάνωση συνεδρίων, διασκέψεων κ.ά., την κατασκευή τεχνικών έργων κ.ά. διαφημιζόμενων με απροκάλυπτες τυμπανοκρουσίες από τον βουλγαρικό Τύπο.
· Εμφάνιση μορφωτικού - καλλιτεχνικού - «εκπολιτιστικού» έργου με εκδηλώσεις στις κατεχόμενες περιοχές προς επίδειξη του βουλγαρικού χαρακτήρα της «Νέας Βουλγαρίας» (κοινής καταγωγής, θρησκείας, γλώσσας, ηθών και εθίμων).
Της Κατερινας Tσεκου Καθημερινή
istorikathemata.com
Οἱ Βούλγαροι φασίστες στὴν Ἀνατολικὴ Μακεδονία καὶ Θράκη
Οἱ Βούλγαροι φασίστες στὴν Ἀνατολικὴ Μακεδονία καὶ Θράκη
Οικογενειακή Φωτογραφία του 1925 της οικογένειας Θεοφάνη Δεδούση. Ο
Δεδούσης Θεοφάνης επέζησε κατά την ομηρεία 1917-18, δε
γλίτωσε όμως κατά την επόμενη βουλγαρική κατοχή (1941-44). Οι
Βούλγαροι έκαψαν ζωντανή τη γυναίκα του μαζί με άλλα τέσσερα
μέλη της οικογένειάς του στο σπίτι του στην «Παλουπκάδα», ενώ
τον ίδιο με τέσσερα από τα παιδιά του τον σκότωσαν, αφού τον
βασάνισαν φρικτά (Μάρτιος 1944). (Νεοσουλιώτες Όμηροι Βουλγάρων 1917-18, Ανάτυπο από τον 15ο τόμο των «Σερραϊκών Χρονικών», Αναστ. Μπέγκος, Αθήνα 2004)
|
Τὸν Ἰούνιο τοῦ 1941 οἱ Βούλγαροι σχημάτισαν Τάγματα Ἐργασίας (τὰ ντουρντουβάκια): ἔστελναν Ἕλληνες στὸ ἐσωτερικό τῆς Βουλγαρίας σὲ καταναγκαστικὰ ἔργα, καὶ ἐφάρμοσαν τὴν πολιτικὴ ἐπιστράτευση ἀνδρῶν ἕως καὶ 60 ἐτῶν γιὰ ὑποχρεωτικὴ ἄμισθη ἐργασία.
Ἀκολούθησε ἡ δήμευση τῶν περιουσιῶν τῶν Ἑλλήνων ποὺ δὲν ἔμεναν στο σπίτι τους, εἴτε διότι εἴχαν σταλεῖ ἐξορία εἴτε γιὰ ἄλλους λόγους, ὅπως ἐπίσης τῶν ἐμπορευμάτων καὶ τῆς γεωργικῆς παραγωγῆς, ποὺ θεωρήθηκαν πολεμικὴ λεία.
Ἡ Βουλγαρικὴ φασιστικὴ κυβέρνηση ἐπιχείρησε ὀργανωμένο ἀγροτικὸ ἐποικισμό. Τὸ 1942 ἄρχισε ἡ μαζικὴ ἐγκατάσταση χιλιάδων Βουλγάρων ἐποίκων. Ἀπὸ τοὺς Ἕλληνες ἀφαιρέθηκαν τὰ μισὰ χωράφια, ζωοτροφὲς καὶ τὰ ἐργαλεῖα τους.
Σημειώθηκε πλῆθος παρεκτροπῶν σὲ βάρος τοῦ ἑλληνικοῦ λαοῦ: ληστεῖες, κακοποιήσεις, βασανισμοί, δολοφονίες, συλλήψεις, βιασμοί, διαρπαγές, συστηματικὸς ὑποσιτισμός.
Ἡ πολιτικὴ διακρίσεων ἔφθασε στὸ σημεῖο νὰ ἀπαγορεύσει, τὸ 1943, τὴν πώληση σὲ Ἕλληνες βασικῶν προϊόντων διατροφῆς: γάλα, γιαοῦρτι, κρέας, ψάρι.
Ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὴν ἔλλειψη φαρμάκων, ὁ ἑλληνικὸς πληθυσμὸς βρισκόταν σὲ ἰδιαίτερα κακὴ κατάσταση ὑγείας. Ἀλλὰ οἱ Βουλγαρικὲς Ἀρχὲς ἀπαγόρευσαν στὴν περιοχὴ ἀκόμη καὶ τὴν εἴσοδο κλιμακίου τοῦ Διεθνοῦς Ἐρυθροῦ Σταυροῦ.
Ἀναφέρει χαρακτηριστικὰ ὁ Μητροπολίτης Καστορίας Νικηφόρος:
«...Τὰ μεγαλύτερα δεινὰ ἐπέπρωτο νὰ δοκιμάση ἡ ταλαίπωρος Πατρίς μας ἐν καιρῷ τῆς Κατοχῆς (1941-1944), διότι ἐπέπεσαν ἐπὶ τοῦ τραχήλου της ὅλοι οἱ ἐχθροί της, Ἰταλοί, Γερμανοί, Βούλγαροι κλπ, ἀπηνεῖς καὶ ἄγριοι, ὁ εἷς χειρότερος τοῦ ἄλλου. Εἶναι ἀνεκδιήγητα τὰ μαρτύρια, τὰ ὁποῖα ὑπέστη ἡ Πατρίς μας κατὰ τὴν τετραετῆ περίπου κατοχὴν καὶ ἀπειράριθμα τὰ ἀνθρώπινα θύματα, τὰ ὁποῖα ἔσχε κατὰ τὸ διάστημα τοῦτο ἀφ' ἑνὸς μὲν ἀπὸ τὴν πρωτοφανῆ πεῖναν εἰς τὴν ὁποίαν μᾶς ἐπέβαλον οἱ ἐχθροί, ἀφ' ἑτέρου δὲ ἀπὸ τὰς ἀθρόας ἐκτελέσεις, βομβαρδισμοὺς κλπ. Μόνον ἡ ἰδική μας ἐδῶ πόλις (τῆς Καστοριᾶς) καὶ περιφέρεια αριθμεῖ ἐν ὅλῳ περὶ τὰ 600 θύματα, μεταξὺ τῶν ὁποίων και 9 ἱερεῖς…»
Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Δαμασκηνὸς ὑψώνει τὸ ἀνάστημά του ἐνάντια στοὺς κατακτητὲς καὶ τὶς θηριωδίες τους:
«Εἶναι πρόδηλον, ὅτι τὴν φορὰν αὐτὴν δὲν πρόκειται πλέον περὶ προσβολῆς τῆς Ὀρθοδόξου Ἑλληνικῆς Ἐκκλησίας.... Τοιοῦτον ζήτημα, ἐπὶ τοῦ παρόντος, δὲν ὑπάρχει, δεδομένου, ὅτι, προσκαίρως, ἐξωντώθη ἐκεῖθεν σύμπας ὁ ὀρθόδοξος Ἑλληνικὸς Κλῆρος, οἱ Ἱεροὶ Ναοὶ παρεβιάσθησαν, ἡ ἑλληνικὴ φωνὴ ἐφιμώθη, γενικῶς δὲ οἱ μὲν Ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας ἐπατάχθησαν, τὰ δὲ πνευματικὰ αὐτῆς τέκνα διεσκορπίσθησαν μακρὰν τῶν ἑστιῶν καὶ τῶν ἱερῶν αὐτῶν.
Σήμερον πρόκειται περὶ θέσεως εἰς ἐφαρμογὴν τοῦ εὐρυτέρου πολιτικοῦ σχεδίου τοῦ πλήρους ἐκβουλγαρισμοῦ τῶν Ἑλληνικῶν ἐκείνων ἐπαρχιῶν... καὶ τοῦ σχεδίου τούτου ἡ ὁλοκλήρωσις ἐπιδιώκεται ἄνευ δισταγμῶν καὶ ἐν πάσῃ σπουδῇ, ἵνα τὸ σκοπούμενον ἀποτέλεσμα ἐπέλθη, κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἐκ τοῦ πολέμου προκυψάσης ἀνωμαλίας καὶ συγχύσεως, ἐπὶ τῷ τέλει δημιουργίας "τετελεσμένου γεγονότος».
πηγή φωτογραφίας: gym-n-souliou.ser.sch.gr
Είναι ακριβώς όπως τα γράφετε. Ο πατέρας μου, Λωζάνης Γεωργιάδης του Μιχαήλ και της Δήμητρας, γεννήθηκε το 1936 και ζούσε με την οικογένειά του στην Αλεξανδρούπολη επί κατοχής. Μας μετέφερε με γλαφυρότητα πολλά παραδείγματα: Βούλγαροι εισέβαλαν στην Αλεξανδρούπολη και φέρονταν σαν μόνιμοι αφέντες του τόπου. Είχαν κάνει κανονική μετακόμιση, σαν κάποιος να τους είχε υποσχεθεί πως θα έμεναν εκεί για πάντα. Ήταν απίστευτα βάρβαροι και αμόρφωτοι σαν λαός, άντρες και γυναίκες, συχνά άπλυτοι και πάντα αγενείς με τον ντόπιο πληθυσμό. Οι Βούλγαροι πολίτες (όχι στρατιώτες) εισέβαλλαν συχνά-πυκνά σε σπίτια Ελλήνων και αφαιρούσαν ό,τι ήθελαν. Κανείς δεν τολμούσε να αντισταθεί, γιατί υπήρχαν πολύ βαρειά αντίποινα. Από το πατρικό σπίτι του πατέρα μου αφαίρεσαν ρούχα, έπιπλα, καθώς και ένα γραμμόφωνο δώρο μιας θείας από την Αμερική. Σημειωτέον πως η οικογένεια ήταν μέσα στο σπίτι τις ώρες της λεηλασίας και παρακολουθούσαν παγωμένοι. Το εστιατόριο του παππού μου κατασχέθηκε από Βούλγαρο, στην αρχή με πρόσχημα δήθεν "συνεργασίας" και σύντομα ως καθαρή αρπαγή. Ο παππούς μου έβλεπε συχνά στον δρόμο Βουλγάρους να μεταφέρουν οικοσκευές έξω από τα σπίτια Ελλήνων και να ανταλλάσσουν κουβέντες, όπως "πλιάτσκου-πλιάτσκου" με χαμόγελα. Ξεκρεμάστηκαν όλες οι ελληνικές επιγραφές. Ο πατέρας μου ήταν μικρό παιδί και φοβόταν πολύ να κουβαλάει οτιδήποτε είχε ελληνικό χειρόγραφο. Γίνονταν και σωματικές έρευνες από Βουλγάρους, κυνηγούσαν πολύ τα ελληνικά γράμματα. Το ελληνικό σχολείο έκλεισε και ξανάνοιξε ως βουλγαρικό. Ο πατέρας μου μάθαινε βουλγαρικά και ιταλικά στο υποχρεωτικό βουλγαρικό σχολείο, ενώ πήγαινε υποχρεωτικά σε ρωμαιοκαθολικό κατηχητικό. Δασκάλες στο κατηχητικό ήταν Ιταλίδες και Γαλλίδες καλόγριες, οι οποίες έδερναν αλύπητα τα παιδιά και δεν συγχωρούσαν καμμία παρακοή. Επέβαλλαν εκκλησιασμό κάθε Κυριακή σε ρωμαιοκαθολικό ναό της Αλεξανδρούπολης, όπου συμμετείχαν σε παιδική χορωδία με στρατιωτική πειθαρχία. Αν μιλούσαν έστω μία λέξη ελληνικά ή αν, κατά λάθος, έκαναν τον σταυρό τους με τον ορθόδοξο τρόπο, τους έδερναν αλύπητα οι καθολικές καλόγριες με βίτσες. Τα παιδάκια έπρεπε να τις αποκαλούν γαλλιστί "ma mere". Παραδειγματική τιμωρία με μαστίγωμα περίμενε τους πολίτες-παραβάτες των βουλγαρικών εντολών. Συνήθης τιμωρία ήταν "βάις πετ", δηλαδή "20 βουρδουλιές" στα βουλγάρικα. Έπρεπε όλοι να φέρονται σαν να 'ναι Βούλγαροι. Το ελληνικό στοιχείο υπέφερε πολύ και κάποιοι λιποψύχησαν και δηλώθηκαν ως "Βούλγαροι" για να έχουν καλύτερη αντιμετώπιση. Όνειδος για την οικογένειά μας αποτελούσε για χρόνια ένας μακρινός θείος, ο Γεώργιος Μπ., ο οποίος γνώριζε καλά τα βουλγαρικά, αφού είχε έρθει πρόσφυγας από την Φιλιππούπολη, όπου ήταν έμπορος, και επί κατοχής δηλώθηκε αυτοβούλως και ψευδώς ως "Βούλγαρος", με πρακτικό κέρδος ημερησίως περίπου 100 γραμ. ψωμί παραπάνω από τους συγγενείς του, οι οποίοι παρέμεναν Έλληνες και στα χαρτιά. Ο πατέρας μου έπαιζε με συνομήλικά του Βουλγαράκια και είχε μάθει να μιλά μόνο βουλγάρικα μαζί τους. Μας έλεγε επίσης ότι έτρεμαν από φόβο μπροστά στους Βουλγάρους. Γερμανούς δεν είδε, παρά μόνο έναν αιχμάλωτο στο τέλος της κατοχής. Η γιαγιά μου έλεγε σε όλους να μην μιλάν έξω ελληνικά, γιατί θα τους στείλουν στα τουρτουβάκια. Πολλοί Έλληνες εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και έφυγαν προς άγνωστη κατεύθυνση. Η οικογένεια του πατέρα μου και πάρα πολλές άλλες ελληνικές δεν είχαν φαγητό στο σπίτι, ενώ και οι άντρες δεν είχαν δουλειά. Πολλές φορές πεινούσαν τα παιδιά και η μαμά τους (η γιαγιά μου) έλεγε κλαίγοντας "δεν έχω φαϊ, παιδί μου". Αυτές οι εικόνες και εμπειρίες πραγματικά έφερναν εφιάλτες στον πατέρα μου έως και τις τελευταίες του μέρες... Πραγματικά λυπάμαι για το πού μπορεί να φτάσει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο...
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ η-διεύθυνσή μου είναι: comicocomico@yahoo.gr